Ι. Γραμματολογική ένταξη της νεωτερικής ή μοντέρνας ποίησης: πού, πότε, πώς Εμφανίζεται στην Ελλάδα στα χρόνια του μεσοπολέμου. Στη δεκαετία του 1920 εκφράστηκε με το ρεύμα του συμβολισμού και στη δεκαετία του 1930 με τα κινήματα του μοντερνισμού και της πρωτοπορίας. Ο μεσοπόλεμος Μια μεταβατική περίοδος απογοητεύσεων και αλλαγών σε όλους τους τομείς, που επηρέασαν και τη λογοτεχνία. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος (1914-1918) και η κομμουνιστική επανάσταση στη Ρωσία (1917) συντάραξαν την Ευρώπη και όλη την ανθρωπότητα προκαλώντας μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις. Η Ελλάδα του Η Ελλάδα του μεσοπολέμου διανύει μια περίοδο μεγάλων εθνικών, πολιτικών και κοινωνικών ζυμώσεων. Το συγκλονιστικότερο γεγονός για την Ελλάδα, που άνοιξε μεγάλες πληγές και δημιούργησε βαθιά πολιτική, κοινωνική, ηθική και οικονομική κρίση, επηρεάζοντας όπως είναι φυσικό και τη λογοτεχνία, ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή (1922). ΙΙ. Παρουσίαση του ρεύματος του Συμβολισμού Ο συμβολισμός Είναι λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα που ξεκίνησε από τη Γαλλία γύρω στο 1880 υπό την επίδραση της φιλοσοφίας του υποσυνειδήτου και επηρέασε σε μεγαλύτερο βαθμό την ποίηση και σε μικρότερο τη μουσική και τη ζωγραφική («εμπρεσιονισμός ή ιμπρεσιονισμός»). Το ρεύμα γεννήθηκε ως αντίδραση στην ψυχρότητα του παρνασσισμού και συνιστά μια «επιστροφή» στη ρομαντική ποίηση, γι αυτό συχνά χαρακτηρίζεται ως νεορομαντισμός. Συνδυάζει την εσωτερικότητα και την εκλέπτυνση του ρομαντισμού, χωρίς το στόμφο του. Συγγενεύει επίσης με τον αισθητισμό και με τις θεωρίες του Πόε, οι οποίες επηρέασαν τον Μποτλέρ (1821-1867). Οι «καταραμένοι» ποιητές Πρώτος στη Γαλλία, ο Μποτλέρ θέλησε να εφαρμόσει στην ποίηση τη μουσικότητα και την αοριστία, γι αυτό θεωρείται «πατέρας» του συμβολισμού. Στην προσπάθεια του αυτή βρήκε μιμητές και άλλους «ποιητές της παρακμής» ή «καταραμένους ποιητές» (Μαλαρμέ, Βερλέν, Ρεμπό, Λαφόργκ, Βαλερί κ.ά.). Οι συμβολιστές επεδίωξαν να αναδείξουν τη μαγεία του ανεξιχνίαστου κόσμου του ασυνειδήτου. Για τους συμβολιστές, κάθε αίσθημα ή εντύπωση που έχουμε είναι μοναδική και ανεπανάληπτη και επομένως είναι δύσκολο να αποδοθεί με τη συμβατική γλώσσα, αλλά με την ιδιαίτερη γλώσσα των συμβόλων. Τα σύμβολα του συμβολισμού είναι μεταφορικά σχήματα αποκομμένα από τα θέματα τους, γι αυτό και με το ρεύμα αυτό, η ποίηση έγινε υπαινικτική, αλλά και «μοντέρνα». Τα γνωρίσματα του συμβολισμού Κυριότερα γνωρίσματα του συμβολισμού είναι η μουσικότητα, η υποβλητικότητα και η μελαγχολική διάθεση, που δημιουργούν ένα κλίμα ασάφειας και ρευστότητας. Η αυστηρή μετρική χαλαρώνει και εισάγεται νέο λεξιλόγιο: επιλέγονται οι λέξεις που υποβάλλουν λεπτά, τρυφερά συναισθήματα. Τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου
γίνονται σύμβολα εσωτερικών, ψυχικών καταστάσεων και το εννοιολογικό περιεχόμενο του ποιήματος περιορίζεται στο ελάχιστο. Η συμβολιστική ποίηση στηρίζεται στη μαγεία των λέξεων, στις διακυμάνσεις του ρυθμού. Εξαιτίας της επιθυμίας των συμβολιστών για μουσικότητα και ρευστότητα η μορφή «χαλαρώνει» από τους αυστηρούς κανόνες της παραδοσιακής ποίησης (ομοιοκαταληξία και μέτρο). Οι λέξεις αποσυνδέονται από το νόημά τους κι αποκτούν δικό τους ήχο. Ο υπαινιγμός και η διακριτική νύξη χρησιμοποιούνται ως μέσα του συμβολισμού, γιατί γοητεύουν τη φαντασία. Ο ελληνικός συμβολισμός Στην Ελλάδα παρατηρούνται δύο ομάδες συμβολιστών ποιητών Η πρώτη ομάδα εμφανίζεται γύρω στο 1900-1910 και αντλεί κυρίως από τη γενιά του Παλαμά, παρουσιάζει όμως σαφείς ανανεωτικές τάσεις: Γ. Καμπύσης, Κ. Χατζόπουλος, Σπ. Πασαγιάννης, Μ. Μαλακάσης, Λ. Πορφύρας, Ι. Γρυπάρης κ.ά. Η δεύτερη ομάδα κάνει την εμφάνισή της γύρω στο 1910-1920 και γράφει ποίηση χαμηλόφωνη και αδιέξοδη: Απ. Μελαχρινός, Ρ. Φιλύρας, Ναπ. Λαπαθιώτης, Μ. Παπανικολάου, Κ. Ουράνης, Κ. Καρυωτάκης, Μ. Πολυδούρη, Τ. Άγρας, Τ.Κ. Παπατσώνης κ.ά. Οι νεοσυμβολιστές Οι συμβολιστές της δεύτερης ομάδας (που διακρίνονται από τους άλλους με το όνομα «νεοσυμβολιστές») εκφράζουν μέσα από την τέχνη τους γενική κόπωση και την αίσθηση του ανικανοποίητου. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Κώστας Καρυωτάκης, που, αρνούμενος να συμβιβαστεί με την υποκρισία γύρω του, σαρκάζει το πνεύμα της διάλυσης που χαρακτηρίζει την εποχή του. Κώστας Καρυωτάκης, «Ένα ξερό δαφνόφυλλο» Ένα ξερό δαφνόφυλλο την ώρα αυτή θα πέσει το πρόσχημα του βίου σου, και θ απογυμνωθείς, με δέντρο δίχως φύλλωμα θα παρομοιωθείς, που το χειμώνα απάντησε στου δρόμου εκεί τη μέση. Κι αφού πια τότε θα ναι αργά νέες χίμαιρες να πλάσεις, ή ακόμη μια επιπόλαιη και συμβατική χαρά, θ ανοίξεις το παράθυρο για τελευταία φορά θ ανοίξεις κι όλη τη ζωή κοιτάζοντας ήρεμα θα γελάσεις Ο καρυωτακισμός Μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη (1928), ο «καρυωτακισμός» διαποτίζει τη νεοελληνική ποίηση, μια τάση μίμησης της ποίησής του, που εκδηλώνεται ως αποστροφή στη ζωή, πεσιμισμός και μεμψιμοιρία. Το ανανεωτικό ρεύμα του συμβολισμού στην Ελλάδα διήρκησε περίπου μέχρι το 1930. Τα γνωρίσματά του δεν διαφέρουν από του ευρωπαϊκού συμβολισμού: Η διακριτική και υποβλητική έκφραση των συναισθημάτων Ο ποιητικός ρεμβασμός Οι θολές και ακαθόριστες εικόνες Το κλίμα μελαγχολίας Η μουσικότητα του στίχου.
Στο άγαλμα της ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο Κ. Καρυωτάκης Θέμα του ποιήματος είναι η εκμετάλλευση του ιδανικού της ελευθερίας για χάρη των οικονομικών συμφερόντων και η απουσία της από τους ανθρώπους της εποχής του ποιητή αλλά και από τον ίδιο τον ποιητή. Το περιεχόμενο του ποιήματος είναι στοχαστικό με έντονες πολιτικές αιχμές. Η προσφώνηση Λευτεριά, Λευτεριά Η ηχηρή προσφώνηση Λευτεριά, Λευτεριά λειτουργεί ειρωνικά με την επανάληψη της λέξης και με την τριπλή επανάληψη της φράσης στην αρχή κάθε στροφής. Έτσι, η προσφώνηση αυτή ακούγεται όπως θα ακουγόταν λ.χ. μια φράση σαν κι αυτήν: ε, καημένη, καημένη Λευτεριά.. Η αντίφαση φωτίζει τυφλώνει Στον τίτλο του ποιήματος το άγαλμα φωτίζει τον κόσμο, ενώ στον τρίτο στίχο τυφλώνει το λαό της Αμερικής και αυτό αποτελεί μια φαινομενική αντίφαση. Αν όμως διαβάσουμε ολόκληρο το ποίημα και ξαναδούμε τον τίτλο, γίνεται αντιληπτή η ειρωνεία με την οποία διατυπώνεται η φράση που φωτίζει τον κόσμο, γιατί αυτό είναι που διακωμωδείται στο ποίημα (= δήθεν φωτίζει, αλλά στην πραγματικότητα τυφλώνει και τον κόσμο, όχι μόνο το λαό της Αμερικής). Οι μεταφορικές χρήσεις των ρημάτων Τα ρήματα των τριών πρώτων στίχων του ποιήματος εκφράζουν και αυτά ειρωνεία και σαρκασμό. Αναφέρονται μεταφορικά στα δύο βασικά στοιχεία του αγάλματος, στο στέμμα και στη δάδα, και είναι τα ακόλουθα: σχίζει, δαγκάνει: τα δύο αυτά ρήματα αναφέρονται στο στέμμα του αγάλματος, με τις αιχμηρές ακτινωτές απολήξεις προς τα πάνω, και εκφράζουν διάθεση άγριας επιθετικότητας χωρίς να καίει: η φλόγα της δάδας την οποία κρατάει με το χέρι ψηλά η Ελευθερία δε θερμαίνει το λαό με αγωνιστική διάθεση, η ελευθερία ως ιδανικό δε φλογίζει τις ψυχές τυφλώνει: το φως από τη φλόγα της δάδας φέρνει εσωτερική τύφλωση στους Αμερικανούς, ώστε να μη βλέπουν πια στο άγαλμα την υψηλή έννοια της Ελευθερίας, την οποία εκφράζει αυτό, αλλά την υψηλή οικονομική αξία του υλικού της κατασκευής του αγάλματος. Με το ρήμα αυτό γίνεται ουσιαστικά η μετάβαση από την άυλη στην υλική αξία του αγάλματος. Ο διττός συμβολισμός της μορφής του αγάλματος Η μορφή του αγάλματος εκφράζει μια νοοτροπία που ανήκει στο παρελθόν, ενώ οι Αμερικανοί της εποχής του ποιητή το βλέπουν από διαφορετική οπτική γωνία. Μπορούμε λοιπόν να σκιαγραφήσουμε τους δύο κόσμους: α. Το άγαλμα με την προσωποποιημένη μορφή της Ελευθερίας δε συμβολίζει μόνο το ανεκτίμητο αυτό αγαθό των ανθρώπων και των λαών, την ελευθερία, αλλά εκφράζει όλες τις υψηλές αξίες, τα ευγενή ιδανικά, τα άυλα γενικά αγαθά, για τα οποία αγωνίζονται οι άνθρωποι προσφέροντας ακόμα και τη ζωή τους. Αυτή είναι η στάση των Αμερικανών της εποχής κατά την οποία φιλοτεχνήθηκε το άγαλμα. β. Όμως οι Αμερικανοί της εποχής του ποιητή έχουν ξεχάσει όσα συμβολίζει το άγαλμα και το βλέπουν μόνο ως οικονομικό μέγεθος (μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τη μορφή στο υλικό κατασκευής, από την άυλη ιδέα στο υλικό που την παριστάνει), αντιπροσωπεύοντας έναν κόσμο που έχει γκρεμίσει τα υψηλά ιδανικά θεοποιώντας τώρα το χρήμα και γενικά τα οικονομικά αγαθά έναν κόσμο που έχει υποστείλει το ιδανικό της ελευθερίας και έχει υψώσει στη θέση του ως έμβλημα το στυγνό κέρδος ή έναν κόσμο στον οποίο η ελευθερία χρησιμοποιείται για το κέρδος. Από τη στιγμή, λοιπόν, που ο πολιτισμός βασίστηκε στον υλικό πλουτισμό, στην
οικονομική ευμάρεια και στο κέρδος, ετεροπροσδιορίστηκε και ο ρόλος του αγάλματος. Το άγαλμα ως οικονομικό μέγεθος Στους στίχους 4 8 ο ποιητής παρουσιάζει το άγαλμα της Ελευθερίας με το μάτι με το οποίο το βλέπουν οι Αμερικανοί, δηλαδή ως οικονομικό μέγεθος, χρησιμοποιώντας τις ακόλουθες λέξεις και φράσεις: πεταλούδες χρυσές: ο μεταφορικός χαρακτηρισμός δηλώνει την προσήλωση των Αμερικανών στα οικονομικά αγαθά, εξαιτίας της οποίας αγνοούν και παραμερίζουν όλες τις άλλες αξίες. Έτσι, μοιάζουν με τις επιπόλαιες πεταλούδες που πλησιάζουν γοητευμένες το δυνατό φως, από το οποίο τυφλώνονται. οι Αμερικάνοι: χρησιμοποιείται ο λαϊκός τύπος (και όχι ο τύπος Αμερικανοί), που ταιριάζει με τις αγοραίες συναλλαγές. λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει : η πρώτη προϋπόθεση για μια οποιαδήποτε οικονομική συναλλαγή και για το παζάρεμα ενός εμπορεύσιμου είδους είναι ο υπολογισμός της χρηματικής αξίας του αυτό γίνεται και με το άγαλμα της Ελευθερίας, ενώ η σχετική φράση της αγοράς παρατίθεται αυτούσια αποτελώντας ιδιαίτερο στίχο. σήμερα : η λέξη μάς παραπέμπει στις καθημερινές διακυμάνσεις των χρηματιστηριακών αξιών χρηματιστηριακή λοιπόν αξία δίνουν οι Αμερικανοί της εποχής του ποιητή στο υλικό κατασκευής του αγάλματος. το υπερούσιο μέταλλο: το βαρύ μέταλλο γενικά είναι το κατεξοχήν αντιπροσωπευτικό στοιχείο της απτής ύλης, ενώ ο προσδιορισμός υπερούσιο, που δηλώνει κάτι πνευματικό και άυλο (έτσι ονομάζονται στη γλώσσα της ορθόδοξης υμνολογίας τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας), για μια στιγμή μάς ξαφνιάζει με την «αντίφαση» που δημιουργεί αυτή όμως αίρεται, αν λάβουμε υπόψη τη μεταφορική σημασία της λέξης: το μέταλλο παριστάνει τη θεϊκή μορφή της Ελευθερίας, επομένως και η οικονομική αξία του ανεβαίνει ακόμα πιο πολύ (γίνεται «θεϊκό»). θα σ' αγοράσουν: ένα ακόμα ρήμα των συναλλαγών ο μέλλοντας εκφράζει τη βεβαιότητα της αγοράς του αγάλματος έμποροι και κονσόρτσια: οι ενδιαφερόμενοι για την αγορά του μετάλλου του αγάλματος θα είναι και πρόσωπα και οικονομικοί συνεταιρισμοί (και οι δύο έννοιες ανήκουν στο λεξιλόγιο της αγοράς). εβραίοι: προσέχουμε ότι ο ποιητής γράφει το εθνικό όνομα εβραίοι με πεζό το αρχικό γράμμα. Αυτό σημαίνει ότι η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά, για να δηλώσει τους ανθρώπους που είναι προσηλωμένοι στο χρήμα και εκφράζουν ισχυρά οικονομικά συμφέροντα (είναι γνωστές οι οικονομικές δραστηριότητες και η αντίστοιχη ισχύς σε παγκόσμια κλίμακα του εβραϊκού στοιχείου, ιδιαίτερα εκείνη την εποχή). Με τη χρήση των παραπάνω λέξεων και φράσεων ο ποιητής πετυχαίνει τη θεώρηση του αγάλματος της Ελευθερίας ως οικονομικού μεγέθους και τη δημιουργία σαρκαστικού κλίματος. Η καπηλεία των υψηλών ιδανικών Ο στίχος 9 έχει διαρθρωτικό ρόλο: συνδέει το θέμα των δύο πρώτων στροφών (της εμπορευματοποίησης της ελευθερίας) με το θέμα των εγκλημάτων που διαπράχτηκαν κατά των λαών και του ξεπουλήματος και της χρεοκοπίας των ιδανικών την εποχή του ποιητή, καθώς και των ηθικών ευθυνών που προκύπτουν. Για τη μετάβαση χρησιμοποιείται και πάλι μια λέξη των οικονομικών συναλλαγών, η καίρια λέξη χρέη (εδώ όμως χρησιμοποιείται με την ηθική σημασία της). Στη φράση λανθάνει μια αιτιολόγηση: θα γίνει αγοραπωλησία του αγάλματος της Ελευθερίας, επειδή υπάρχουν κάποια χρέη, που πρέπει να ξεπληρωθούν.
Από το στίχο 9 λοιπόν αρχίζει η πολιτική διάσταση του ποιήματος και η δηκτική κριτική του ποιητή: οι ισχυροί της γης έθρεψαν τους λαούς με υψηλά ιδανικά (όπως η ελευθερία), τα οποία οι ίδιοι στη συνέχεια καπηλεύτηκαν και ευτέλισαν διαπράττοντας σε βάρος της ανθρωπότητας βαρύτατα εγκλήματα στο όνομα δήθεν της ελευθερίας των λαών, ενώ ουσιαστικά πίσω από τους αγώνες για την ελευθερία κρύβονταν τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Αυτοί οι ισχυροί έχουν χρέος απέναντι στους λαούς για τα ερείπια του πολέμου, για τα εκατομμύρια των νεκρών για όσα διέπραξαν σε βάρος της ανθρωπότητας. Αυτά τα εγκλήματα δεν αφήνουν τα ίχνη τους στην άυλη μορφή της Λευτεριάς, η οποία παραμένει αλώβητη. Όμως τα εγκλήματα αποτυπώνονταν σιγά - σιγά στη μορφή του αγάλματος και όλων των κίβδηλων και παραπλανητικών συμβόλων της Λευτεριάς. Έτσι, οι επόμενες γενιές θα διακρίνουν και θα αναγνωρίσουν τις κηλίδες των εγκλημάτων, όπως ακριβώς συνέβαινε με το πορτρέτο του Dorian Grey* (στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Άγγλου συγγραφέα Όσκαρ Ουάιλντ τα εγκλήματα και η ηλικία του ήρωα δεν αφήνουν τα σημάδια τους στη μορφή του, αλλά αποτυπώνονται ένα - ένα στο πορτρέτο του). Το ποίημα λοιπόν αναφέρεται στην εποχή της κατάρρευσης των αξιών μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. [*Ο Ντόριαν Γκρέι είναι ένας νεαρός του οποίο το πορτραίτο ζωγραφίζει ο Μπάζιλ Χόλγουορντ. Ο Μπάζιλ γοητεύεται από την ομορφιά του νέου και σύντομα ξελογιάζεται μαζί του, θεωρώντας τον Ντόριαν υπεύθυνο για μια νέα κατεύθυνση στην τέχνη του. Τότε όμως, ο Ντόριαν συναντά τον Λόρδο Χένρυ Γουότον, φίλο του ζωγράφου, και σαγηνεύεται από την φανταχτερή προσωπικότητά του και την κοσμοθεωρία του. Πιστός στις ιδέες του περί νέου ηδονισμού, ο Λόρδος Χένρυ θεωρεί ότι το μόνο πράγμα στην ζωή άξιο αναζήτησης είναι η ομορφιά και η ολοκλήρωση των αισθήσεων. Συνειδητοποιώντας ότι μια μέρα η ομορφιά του θα χαθεί, ο Ντόριαν εκφράζει, περιπαικτικά, την επιθυμία του να πουλήσει την ψυχή του [στον διάολο] με αντάλλαγμα το πορτραίτο που φιλοτέχνησε ο Μπάζιλ να γεράσει αντί εκείνου. Η ευχή του Ντόριαν εκπληρώνεται, και καθώς ο νεαρός βυθίζεται όλο και περισσότερο σε μία έκλυτη ζωή ακολασίας στο κυνήγι των αισθήσεων, το πορτραίτο εξυπηρετεί ως μία διαρκής υπενθύμιση του αντίκτυπου που έχει κάθε πράξη στην ψυχή, με το κάθε αμάρτημα να παρουσιάζεται είτε ως παραμόρφωση της σιλουέτας του είτε ως σημάδι γήρανσης]. Τα χρέη του αιώνος Ο ποιητής κάνει λόγο για τα χρέη τον αιώνας μας (ο λόγος βέβαια για τον 20ό αιώνα). Η φράση παίρνει ιδιαίτερες διαστάσεις σήμερα, με την είσοδο του κόσμου στον 21ο αιώνα: ο ποιητής διατύπωσε αυτή τη φράση με τη λήξη του πρώτου τετάρτου του αιώνα, έχοντας τις εμπειρίες των Βαλκανικών πολέμων, του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου και της Μικρασιατικής καταστροφής. Ωστόσο, όσα ακολούθησαν από τότε ως σήμερα υπήρξαν πολύ πιο τραγικά από τα γεγονότα του πρώτου τετάρτου του αιώνα από τότε σημάδεψαν την εποχή μας ραγδαίες μεταβολές πολιτευμάτων, φρικιαστικές πολεμικές συρράξεις, καινοφανείς μεταβολές και οξύτατα προβλήματα που συγκλόνισαν και συγκλονίζουν την κοινωνία. Συγκεκριμένα, η ανθρωπότητα έζησε τη φρίκη του Δευτέρου Παγκόσμιου πολέμου, δικτατορίες και άλλα ολοκληρωτικά και ανελεύθερα καθεστώτα επιβλήθηκαν και κατέρρευσαν σε μεγάλες και σε μικρές χώρες, εξεγέρσεις λαών πνίγηκαν στο αίμα, η απειλή πυρηνικού ολοκαυτώματος είναι διαρκής, εκατομμύρια λαοί ζουν σε ανελεύθερα καθεστώτα. Ειδικά η Ελλάδα έζησε την οδυνηρή και καταστρεπτική Κατοχή και πέρασε από έναν αιματηρό εμφύλιο και δύο δικτατορίες, ενώ στην Κύπρο εδώ και χρόνια οι Τούρκοι κατέχουν ένα μεγάλο τμήμα του νησιού. Τέλος, στον κοινωνικό τομέα ο αιώνας μας έχει οξύτατα προβλήματα, που διογκώνονται
τρομαχτικά: την πείνα και τη ζοφερή και χωρίς προοπτική γενικά κατάσταση πολλών πληθυσμών του πλανήτη, την έξαρση κατά καιρούς του φυλετικού και κοινωνικού ρατσισμού, τη μάστιγα των ναρκωτικών, την ανεργία, την εγκληματικότητα, το άγχος, τη μοναξιά του σύγχρονου κατοίκου των μεγάλων αστικών κέντρων, την έλλειψη οραμάτων και ιδανικών από πολλούς ανθρώπους, τον παραμερισμό υψηλών αξιών και την προσήλωσή πολλών ανθρώπων στην απόλαυση υλικών αγαθών. Επομένως, με την έναρξη του νέου αιώνα τα χρέη και οι αμαρτίες του προηγούμενου αιώνα πολλαπλασιάστηκαν και το ποίημα αυτό του Καρυωτάκη παίρνει χαρακτήρα προφητικό. Με τα παραπάνω βλέπει βέβαια κανείς τη σύγχρονη εποχή μόνο από την οπτική γωνία του ποιητή, αποσιωπώντας τα θετικά στοιχεία της εποχής μας. Η έλλειψη ελευθερίας και η έλλειψη δικαίωσης Στην αρχή της τρίτης στροφής γίνεται λόγος για την απουσία της Λευτεριάς από τους χώρους στους οποίους είναι φυσικό να βρίσκεται, ενώ ο τρίτος στίχος της στροφής επεξηγεί το δεύτερο: οι ελευθερόφρονες άνθρωποι στερούνται την ελευθερία και τη νοσταλγούν (υπενθυμίζεται η δημοσιοϋπαλληλική ζωή του ποιητή, μέσα στην οποία ασφυκτιά). Και με αφορμή το πρόβλημα της έλλειψης ελευθερίας ο ποιητής μεταβαίνει στην έλλειψη δικαίωσης - ένα πρόβλημα που αγγίζει ακόμα πιο πολύ τον ίδιο: υπάρχουν άνθρωποι που αγωνίζονται για την ελευθερία ή για κάποιο άλλο υψηλό ιδανικό ωστόσο, αντί για τη δικαίωση, εισπράττουν ως επιβράβευση την πικρία και όμως εξακολουθούν να μοχθούν, εξακολουθούν να ζουν, και ας είναι ουσιαστικά νεκροί, ανύπαρκτοι, αφού τους λείπει η καθιέρωσις, δηλαδή δεν έχουν αναγνωριστεί (εδώ πρέπει να προσεχτεί η ακριβής σημασία του ρήματος προσδέ χονται, το οποίο σημαίνει ότι οι άνθρωποι αυτοί και ο ποιητής έχουν καταλήξει να δέχονται με ευχαρίστηση τη λύπη). Από το γενικό θέμα στην προσωπική διακωμώδηση Ο σαρκασμός του Καρυωτάκη, ενώ φαίνεται ότι αγγίζει κάποιο θέμα γενικού ενδιαφέροντος, καταλήγει, με την παραδοχή της ήττας του, σε πλήρη άρνηση και σε προσωπική διακωμώδηση. Ο ποιητής δηλαδή ξεκινάει από το θέμα της πολιτικής ελευθερίας της εποχής του, της ελευθερίας των λαών (θέμα γενικού ενδιαφέροντος), για να καταλήξει στην προσωπική του περίπτωση: στην έλλειψη ελευθερίας, δικαίωσης και αναγνώρισης, βλέποντας αρνητικά τη δική του θέση. Τέλος, ο αυτοσαρκασμός του φαίνεται στη φράση των στίχων 15-16 προσδέχονται (= δέχονται με ευχαρίστηση) τη λύπη σαν έπαθλο. Οι μορφές της Ελευθερίας και η διάθεση του ποιητή Η μορφή της Ελευθερίας στην οποία αναφέρεται ο ποιητής στις δύο πρώτες στροφές είναι διαφορετική από εκείνη της τρίτης στροφής, ενώ διακρίνουμε στις δύο περιπτώσεις και κάποια διαφορά ως προς τη διάθεση του ποιητή. α. ο ποιητής στις δύο πρώτες στροφές αναφέρεται στην πολιτική ελευθερία της εποχής του, στην ελευθερία των λαών, και συγκεκριμένα στην ελευθερία ως θεραπαινίδα του κέρδους και στο ιδανικό της ελευθερίας ως μέσου εξαπάτησης των λαών στην τρίτη στροφή μεταφέρεται στην ελευθερία των μεμονωμένων ανθρώπων, στους οποίους εννοείται ότι συγκαταλέγεται και ο ίδιος (συγκεκριμένα, στην απουσία της) έτσι, από το γενικό μεταφέρεται στο μερικό και στο προσωπικό. β. Η διάθεση του ποιητή στις δύο πρώτες στροφές είναι σατιρική, πικρά ειρωνική και σαρκαστική για τη στάση των συγχρόνων του απέναντι στην ελευθερία, ενώ στην τρίτη στροφή προβάλλεται η τραγική κατάσταση της απουσίας της ελευθερίας, ο πόνος των ανθρώπων που την αναπολούν νοσταλγικά βέβαια και ο πόνος του ίδιου του ποιητή. Παράλληλα υπάρχει και εδώ η σάτιρα, με τη μορφή ωστόσο του αυτοσαρκασμού: προσδέχονται τη λύπη σαν έπαθλο.
Η απαισιόδοξη διάθεση του ποιήματος Κοντά στην ειρωνεία και στο σαρκασμό είναι διάχυτη στο ποίημα και απαισιοδοξία: σε κανένα σημείο δε δίνεται διέξοδος στην πικρία και στην απογοήτευση του ποιητή, δε διαφαίνεται προοπτική ελπίδας για το καλύτερο, ενώ παράλληλα εμφανίζεται και στο ποίημα αυτό το προσφιλές για τον ποιητή μοτίβο του θανάτου. Κύριο νόημα Πραγματική ελευθερία δεν υπάρχει πια, αφού η ιδέα της είναι συνδεδεμένη με την εξυπηρέτηση συμφερόντων.