ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ Α 1 2017-2018 6 ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου Περιλήψεις βιβλίων που έχουν διαβάσει τα παιδιά από τη σειρά «μικρές καληνύχτες». Η Τρίτη μάγισσα Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι Μου έκανε εντύπωση όταν το κοριτσάκι έφτιαχνε ψωμιά και τα έψηνε. Μου έκανε κι άλλη εντύπωση που το παιδάκι ήθελε να ανακαλύψει τι κρυβόταν πίσω απ τον λόφο. Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια μαμά μάγισσα με τρεις κόρες. Η πρώτη πήρε το εργοστάσιο της μαμάς. Η δεύτερη έγινε δημοσιογράφος. Όμως για την τρίτη μάγισσα ανησυχούσε. Είχε ένα ταλέντο την περιέργεια. Μια μέρα αποφάσισε να γυρίσει τον κόσμο. Μάθαινε πολλά πράγματα. Άκουγε και έβλεπε. Γνώρισε αρκετό κόσμο, δέντρα, ανθρώπους, βατράχους. Όταν γύρισε ήξερε τόσα που έγινε παραμυθού. Βουλγαράκης Ανδρέας Αρβανιτίδης Παναγιώτης - 1 -
Παπαγάλος πειρατής Ο βάτραχος και το φιλί Ο γκρίζος, ο Αφρικανός ταξιδευτής παπαγάλος ήθελε να γίνει πειρατής. Πήγε παντού για να γίνει πειρατής. Πήγε στους πελεκάνους, στους πιγκουίνους. Το μόνο που απόκτησε ήταν ένα κρυολόγημα και του έφυγε ένα φτερό από το χέρι του. Η πειρατίνα τον ρώτησε γιατί κλαίει. Αυτός της είπε τις περιπέτειές του. Και αυτή του είπε πως «Δεν χρειάζεται να αλλάξεις, να είναι πάντα ο εαυτός σου. Γι αυτό μου αρέσεις, γιατί είσαι διαφορετικός από όλους. Θέλω να μείνεις έτσι για πάντα». Δέδε Δήμητρα Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βάτραχος που ήθελε να φυλήσει μιας πριγκίπισσα. Κάθε φορά που περνούσε μια πριγκίπισσα από μπροστά του έφευγε. Όμως αυτός ήταν στεναχωρημένος. Μια μέρα είδε μια βατραχίνα να παίζει με το τόπι της. Παντού της έπεφτε. Μία στο νερό, μία στα νούφαρα, μία στα χόρτα. Εκείνος είχε το θάρρος να πάει όσο πιο κοντά της μπορούσε. Αυτή τον είδε, αυτός την είδε και ερωτεύτηκαν. Όσο πάει ο καιρός περνούσαν πολλές στιγμές μαζί και όταν γυρίσαν άρχισαν τις ερωτήσεις. Στο τέλος ο βάτραχος και η βατραχίνα έγινα χαρούμενοι. Κόκκος Αντώνιος - 2 -
Τα μαγικά χέρια του τσαγκαράκου Η γυναίκα του γίγαντα Μια φορά ήταν μια μικρή πολιτεία που στον χάρτη έμοιαζε με μικρή τελίτσα. Σε εκείνη την πολιτεία δούλευε ένας τσαγκαράκος. Είχε μαγικά χέρια και ένα παπούτσι το έφτιαχνε σε ένα λεπτό. Μια μέρα που ο τσαγκαράκος είχε πολύ δουλειά, άνοιξε ξαφνικά ένα καινούριο μαγαζί και έφυγαν όλοι από το μαγαζί του τσαγκαράκου και πήγαν στο άλλο μαγαζί. Μόλις φόρεσαν τα παπούτσια άρχισαν να γκρινιάζουν και πήγαν πάλι στον τσαγκαράκο. Δημητρίου Αλεξάνδρα Μια μέρα η γυναίκα του γίγαντα δεν είχε φίλους. Τότε χτύπησε η πόρτα και άνοιξε. Ήτανε ένα παιδάκι ευτυχώς. Αποφάσισε να μπει μέσα. Το τάισε και το έκανε μπάνιο. Μετά το κοίμισε και μετά έφυγε. Μόλις έφυγε, χτύπησε ξανά η πόρτα. Ήταν πολλά παιδάκια. Έφαγαν, ήπιαν και μετά τους έκανε μπάνιο. Όταν γύρισε ο γίγαντας ήθελε να κοιμηθεί. Είδε κάτι παιδάκια να κοιμούνται στο τεράστιο κρεβάτι του. Είχε θυμώσει. «Θα τα φάω για πρωινό!» είπε από μέσα του. Κεσόγλου Γεωργία-Αναστασία - 3 -
Ο άνεργος πρίγκιπας Το νόστιμο ποντίκι Μια φορά ζούσε ένας πρίγκιπας που οι κάτοικοί του δεν είχαν αρκετά χρήματα. Τότε τον έδιωξαν. Ήθελε νέα δουλειά. Έψαχνε από τα γειτονικά βασίλεια. Μια μέρα πέρασε έξω από ένα εστιατόριο. Τότε αποφάσισε να δουλέψει εκεί. Δίγκα Πασχαλία Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια γάτα που τη λέγανε Μιράντα. Είχε φίλο έναν σκύλο τον Φαίδωνα. Η Μιράντα κυνηγούσε τη νύχτα τον Μαξ το ποντίκι. Μια μέρα η γάτα είδε έναν άσπρο ποντικό που έκανε κόλπα. Οι άνθρωποι τον θαύμαζαν, λέγανε «Αααα!» και «Ποποπο!» και «Τι έξυπνο που είναι!». Η Μιράντα μίλησε στον Φαίδωνα γι αυτό. «Στο λέω Φαίδωνα, σίγουρα ήταν πουλί!» είπε η γάτα. Τη νύχτα η Μιράντα είπε και στον Μαξ αυτό. Στο τέλος ο Μαξ παντρεύτηκε την άσπρη ποντικίνα και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Βαργιαμίδης Παύλος - 4 -
Ο φάλτσος νάνος Το όνομα του δράκου Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας νάνος που του άρεσε να τραγουδάει «Να, να, να και να, να, να». Αλλά όπου και να τραγουδούσε σε κανέναν δεν άρεσε. Οπότε μια μέρα αποφάσισε να φύγει από τη γκρίζα πόλη και πήγε στην εξοχή. Περπατούσε και περπατούσε και του ήρθε στο στόμα το τραγούδι «Να, να, να και να, να, να» και με το χέρι του έκλεισε το στόμα του. Μετά περπατούσε και περπατούσε, ώσπου βρήκε ένα θερμοκήπιο και μέσα είχε τουλίπες. Στις τουλίπες άρεσε το τραγούδι του. Ένας δράκος πήγε σε μια πόλη. Ο δράκος ρωτούσε όλον τον κόσμο ποιο είναι το όνομά του και κανένας δεν έβρισκε το όνομά του. Ώσπου μια μέρα εκεί που περπατούσε ένιωσε ένα γαργαλητό. Ήταν ένα μυρμήγκι που κρατούσε ένα φασολάκι. Είπε το μυρμήγκι «Θα βρω το όνομά σου. Το όνομά σου είναι Φόβος!». Ο δράκος άρχισε να μικραίνει. Στο τέλος ο δράκος εξαφανίστηκε και όλοι έζησαν χωρίς φόβο. Αβραμίδης Ανδρέας Κευανίδου Μαρία-Βασιλεία - 5 -
Το τραγούδι του ύπνου Η ξύπνια βασιλοπούλα Μια φορά ήταν ένα παιδάκι και αυτό το παιδάκι έψαχνε για τον ύπνο. Μία μέρα όμως το παιδάκι σκέφτηκε να αρχίσει να ψάχνει για τον ύπνο. Όταν το παιδάκι προχωρούσε-προχωρούσε τόσο πολύ είδε το φεγγάρι και το ρώτησε. «Ξέρεις πού είναι ο ύπνος;» και το φεγγάρι του είπε «Δεν ξέρω που είναι ο ύπνος». Το παιδάκι ξανά άρχισε να περπατάει και μετά όπου πήγαινε ρωτούσε «Πού θα βρω τον ύπνο;». Τότε είδε έναν κύριο και είπε «Πού μπορώ να βρω τον ύπνο;» και ο κύριος το πήγε στο κρεβάτι του και του έδωσε ένα βιβλίο. Του είπε «Διάβασε μια πρόταση και θα κοιμηθείς» και το παιδάκι κοιμήθηκε. Γιαβροπούλου Ζωή Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια βασιλοπούλα που όλη την ώρα κοιμόταν όρθια. Μια μέρα εκεί που ξάπλωνε σκόνταψε ένα βασιλόπουλο και την ερωτεύτηκε και στο τέλος παντρεύτηκαν. Αμανατιάδης Ιωάννης - 6 -