ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ Αρ. 243 ΠΚ: Παράλειψη βεβαίωσης ταυτότητας Υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημόσιων εγγράφων, αν κατά την έκδοση ή τη σύνταξή τους παραλείπει να βεβαιωθεί για την ταυτότητα του προσώπου που αναφέρεται στο έγγραφο όταν και όπως απαιτεί ο νόμος, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών μηνών. Αρ. 273 ΚΠΔ: Εξέταση κατηγορουμένου 1. α) Όταν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί ενώπιον του ανακριτή ή του εισαγγελέα, του πταισματοδίκη ή του ειρηνοδίκη που ενεργεί την προανάκριση ή των ανακριτικών υπαλλήλων που προβλέπουν τα άρθρα 33 και 34, αυτοί είναι υποχρεωμένοι να εξακριβώσουν τα στοιχεία της ταυτότητας του από το δελτίο της αστυνομικής του ταυτότητας ή από το διαβατήριο του, προσκαλώντας τον ταυτόχρονα να δηλώσει την τωρινή διεύθυνση της κατοικίας του ή της διαμονής του (πόλη, χωριό, συνοικία, οδό, αριθμό). Τα στοιχεία αυτά καταχωρίζονται στην έκθεση της απολογίας.» β) Αν ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι δεν έχει δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο και δεν αμφισβητεί την ταυτότητα που του αποδίδεται, όποιος ενεργεί την εξέταση καταχωρίζει στην έκθεση της απολογίας το γεγονός αυτό, καθώς και τα κατά τη δήλωση του κατηγορουμένου στοιχεία της ταυτότητάς του, αποστέλλοντας αμέσως απόσπασμα του μέρους αυτού της έκθεσης στον εισαγγελέα που άσκησε την ποινική δίωξη. Ο εισαγγελέας ελέγχει την ακρίβεια των στοιχείων της ταυτότητας που δηλώθηκαν και ασκεί ποινική δίωξη, αν υπάρχει περίπτωση παράβασης του άρθρου 225 παρ. 2 του Π.Κ. ή των διατάξεων του ν.δ. 127/1969 ή του Ν. 1975/1991, όπως ισχύουν. γ) Ωσότου η καταδικαστική απόφαση γίνει αμετάκλητη και εκτελεστεί, κάθε έγγραφο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθώς και κάθε άλλο ποινικό δικόγραφο, επιδίδεται εγκύρως στον κατηγορούμενο, αν η επίδοση γίνει
στη διεύθυνση της κατοικίας ή της διαμονής του που δηλώθηκε αρχικά, σύμφωνα με τα παραπάνω, εκτός αν ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει μεταβολή της πριν από την επίδοση. Τέτοια δήλωση ως προς τη μεταβολή της κατοικίας ή της διαμονής, μαζί με την ακριβή διεύθυνση, πρέπει να γίνεται εγγράφως στον εισαγγελέα που άσκησε την ποινική δίωξη ή, αν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, στον εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί.» Επάνω στη δήλωση συντάσσεται έκθεση για την παράδοσή της, η οποία καταχωρίζεται σε ειδικό αλφαβητικό ευρετήριο που τηρείται στο γραφείο του εισαγγελέα. Αντίγραφο της δήλωσης μαζί με τη σχετική έκθεση για την παράδοσή της εντάσσεται χωρίς χρονοτριβή στην οικεία δικογραφία. Ως τέτοια δήλωση κατοικίας ή διαμονής θεωρείται και εκείνη που αναγράφεται στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου ή της προσφυγής κατά της απευθείας κλήσεως ή στην περί αναιρέσεως δήλωση της παρ. 2 του άρθρου 473. Στην τελευταία περίπτωση, η περί αναιρέσεως δήλωση του κατηγορουμένου ή αντίγραφα αυτής επισυνάπτεται στην οικεία δικογραφία, μερίμνη του γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Αν ο κατηγορούμενος δήλωσε διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής που είναι ανύπαρκτη ή ελλιπής ή αρνήθηκε να δηλώσει τα πιο πάνω στοιχεία, οι επιδόσεις γίνονται στο γραμματέα της εισαγγελίας πλημμελειοδικών όπου ασκήθηκε η ποινική δίωξη ή στον εισαγγελέα του δικαστηρίου όπου εκκρεμεί η υπόθεση. Αν έχει διοριστεί αντίκλητος, οι επιδόσεις γίνονται μόνο σε αυτόν. δ) Εκείνος που ενεργεί την ανάκριση ή την προανάκριση υπενθυμίζει στον κατηγορούμενο την υποχρέωσή του, κατά το προηγούμενο εδάφιο και τις συνέπειες σε περίπτωση παράλειψης, μνημονεύοντας ρητά το γεγονός αυτό στην έκθεση της απολογίας. ε) Αν ο κατηγορούμενος δηλώσει αρχικά ή μεταγενέστερα διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής στην αλλοδαπή, οι επιδόσεις που αναφέρονται στο εδ. γ' της παραγράφου αυτής, γίνονται μόνο στο συνήγορο που διορίσθηκε κατά το άρθρο 96 παρ. 1 και αν οι συνήγοροι είναι περισσότεροι, σε έναν από αυτούς. Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει διορίσει συνήγορο, οφείλει στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου να διορίσει αντίκλητο έναν από τους δικηγόρους της έδρας του οικείου πλημμελειοδικείου, στον οποίο και μόνον γίνονται όλες οι παραπάνω επιδόσεις. Αν ο κατηγορούμενος παραλείψει το διορισμό αντικλήτου ή η επίδοση στον αντίκλητο είναι αδύνατη ή έπαυσε η ιδιότητά του
ως αντικλήτου, οι επιδόσεις αυτές γίνονται στο γραμματέα της εισαγγελίας του πλημμελειοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου ενεργείται ή έχει ενεργηθεί η ανάκριση ή η προανάκριση. Ο γραμματέας της εισαγγελίας φυλάσσει τα επιδιδόμενα έγγραφα σε ιδιαίτερο για κάθε κατηγορούμενο φάκελο, το περιεχόμενο του οποίου μπορούν οποτεδήποτε να πληροφορηθούν ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του. Ο αντίκλητος δικηγόρος διατηρεί την ιδιότητά του αυτή, εκτός αν δηλώσει στον προαναφερόμενο γραμματέα ότι έληξε η σχέση εντολής με τον κατηγορούμενο. Η διάταξη του εδαφίου δ' της παραγράφου αυτής εφαρμόζεται αναλόγως και στο ακροατήριο. Την υπόμνηση οφείλει να κάνει ο διευθύνων τη συζήτηση και γίνεται σχετική μνεία στα πρακτικά. 2. Αφού εξακριβωθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου και του εξηγηθούν τα δικαιώματά του, σύμφωνα με το άρθρο 103, εκείνος που ενεργεί την εξέτασή του εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια την πράξη για την οποία κατηγορείται και τον προσκαλεί να απολογηθεί και να υποδείξει τα μέσα της υπεράσπισής του. Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί να απαντήσει. Επίσης έχει δικαίωμα να παραδώσει την απολογία του γραπτή. Σε αυτήν την περίπτωση όποιος ενεργεί την ανάκριση απευθύνει στον κατηγορούμενο τις απαραίτητες ερωτήσεις για να αποσαφηνιστεί το περιεχόμενο της έγγραφης απολογίας. Οι ερωτήσεις πρέπει να αναγράφονται ρητά στην έκθεση. 3. Οι διατάξεις των άρθρων 223 παρ. 2, 3 και 5 και 225 εφαρμόζονται και για την εξέταση κατηγορουμένων.
N. 1599/1986, Σχέσεις Κράτους Πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίου ταυτότητας και άλλες διατάξεις. Αρ. 1 Έκδοση δελτίου ταυτότητας 1. Οι Έλληνες πολίτες, που κατοικούν ή διαμένουν προσωρινά στην Ελλάδα και έχουν συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας τους, υποχρεούνται να εφοδιαστούν με δελτίο ταυτότητας, που εκδίδεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού. 2. Τα δελτία ταυτότητας εκδίδονται από τις διευθύνσεις εσωτερικών των νομαρχιών, στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ο υπόχρεος, ύστερα από αίτησή του. Η εκτύπωση των δελτίων ταυτότητας μπορεί να γίνεται και με μέριμνα του Υπουργείου Εσωτερικών ύστερα από σχετική απόφαση του Υπουργο. 3. Ειδικά οι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες των ενόπλων δυνάμεων και όσοι υπηρετούν στην Ελληνική Αστυνομία, το Λιμενικό Σώμα και την Πυροσβεστική Υπηρεσία υποχρεούνται να εφοδιάζονται με δελτίο ταυτότητας από την αρμόδια κατά περίπτωση υπηρεσία. Στο δελτίο αυτό καταχωρίζονται και όλα τα στοιχεία που ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 3. 4. Οι αρχές που εκδίδουν τα δελτία ταυτότητας υποχρεούνται να τηρούν ειδικό αρχείο ταυτοτήτων, στο οποίο φυλάσσονται τα δικαιολογητικά, που υποβλήθηκαν για την έκδοση του δελτίου ταυτότητας καθώς και αντίγραφό του. 5. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορίζεται η διαδικασία τήρησης και ενημέρωσης των αρχείων ταυτοτήτων από τις αρχές της παρ. 2 και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. 6. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού καθορίζεται η διαδικασία τήρησης και ενημέρωσης των αρχείων ταυτοτήτων από τις υπηρεσίες της παρ. 3 και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Αρθρο: 3 Στοιχεία δελτίου ταυτότητας 1. Τα δελτία ταυτότητας περιέχουν τα επόμενα στοιχεία του κατόχου: α. - Φωτογραφία β. - Επώνυμο γ. - Όνομα δ. - Επώνυμο και όνομα πατέρα
ε. - Επώνυμο και όνομα μητέρας στ. - Φύλο ζ. - Επώνυμο και όνομα συζύγου η. - Χρονολογία γέννησης (ημέρα, μήνα, έτος) θ. - Τόπο γέννησης ι. - Ιθαγένεια ια. - Θρήσκευμα ιβ. - Αριθ. δημοτολογίου ιγ. - Δημότης ιδ. - Εκλογική εγγραφή ιε. - Διεύθυνση κατοικίας ιστ. - Υπογραφή κατόχου ιζ. - Ομάδα αίματος ιη. - Δ.Ι.Ο.Σ. Τα στοιχεία των ανωτέρω β' και γ' περιπτώσεων αναγράφονται και με λατινικούς χαρακτήρες (ΕΛΟΤ 743). 2. Τα στοιχεία, που περιέχονται στο δελτίο ταυτότητας, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, καταχωρούνται υποχρεωτικά, πλην των στοιχείων των περιπτ. ιζ' (ομάδα αίματος) και ιη' (Δ.Ι.Ο.Σ.) Δωρητής Ιστών και Οργάνων Σώματος. Τα στοιχεία αυτά καταχωρούνται εφ' όσον τα ζητήσει ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος στην περίπτωση του στοιχείου Δ.Ι.Ο.Σ. απαιτείται να έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα. 3. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορίζονται: α. Ο τύπος και οι προδιαγραφές του δελτίου ταυτότητας, καθώς και η διάρκεια ισχύος του, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα ετών. β. Τα δικαιολογητικά στοιχεία, που υποβάλλονται για την έκδοσή του. γ. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, ο τύπος της αίτησης, η προθεσμία και διαδικασία υποβολής της, καθώς και οι συνέπειες και κυρώσεις στις περιπτώσεις μη εμπρόθεσμης υποβολής της. δ. Κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Αρ. 4 Αντικατάσταση του δελτίου ταυτότητας 1. Σε περίπτωση μεταβολής οποιουδήποτε στοιχείου του δελτίου ταυτότητας, πλην των στοιχείων των περιπτ. ιβ', ιγ', ιδ', ιε', ιζ' και ιη' της παρ. 1 του άρθρου 3, το δελτίο αυτό καθίσταται άκυρο, ο δε κάτοχος αυτού υποχρεούται μέσα σε δύο μήνες να ζητήσει, από την αρμόδια διεύθυνση εσωτερικών της νομαρχίας του τόπου κατοικίας του την έκδοση νέου δελτίου ταυτότητας.
2. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορίζεται ο τρόπος ακύρωσης του δελτίου ταυτότητας, η διαδικασία αντικατάστασής του και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια. Με όμοια απόφαση καθορίζεται επίσης η διαδικασία αντικατάστασης του δελτίου ταυτότητας, λόγω απώλειας ή φθοράς ή αναγραφής εσφαλμένων στοιχείων. Αρ. 7 Αποδεικτική δύναμη στοιχείων ταυτότητας 1. Η ταυτότητα και τα αντίστοιχα έγγραφα του άρθρου 6 αποτελούν πλήρη απόδειξη ως προς τα στοιχεία που αναφέρουν. Κάθε γενική ή ειδική διάταξη που απαιτεί υποβολή δικαιολογητικών για στοιχεία που προκύπτουν από το δελτίο ταυτότητας ή τα αντίστοιχα έγγραφα του άρθρου 6 καταργείται. 2. Υπάλληλος που απαιτεί πρόσθετα δικαιολογητικά για την απόδειξη των στοιχείων που αναφέρονται στην ταυτότητα ή στα αντίστοιχα έγγραφα του αρθρ. 6 τιμωρείται πειθαρχικώς για παράβαση καθήκοντος και ποινικώς σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 22. Αρ. 22 Ποινικές διατάξεις 1. Οποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει δελτίο ταυτότητας τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και αυτός που εν γνώσει κάνει χρήση πλαστού ή νοθευμένου δελτίου ταυτότητας. 2. Οποιος χρησιμοποιεί δελτίο ταυτότητας για την απόδειξη στοιχείου που περιέχεται σ' αυτό, εν γνώσει ότι το στοιχείο αυτό έχει μεταβληθεί, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. 3. Οποιος βρεί δελτίο ταυτότητας και δεν το παραδώσει μέσα σε δέκα ημέρες στον κάτοχό του ή στην πλησιέστερη στυνομική αρχή ή στη διεύθυνση Εσωτερικών της αρμόδιας νομαρχίας, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών. 4. Οποιος εν γνώσει του δηλώνει ψευδώς στην αρμόδια αρχή για την έκδοση της άδειας ταφής προσώπου που απεβίωσε, ότι αυτό στερείται ή έχει χάσει το δελτίο ταυτότητας καθώς και αυτός που κατέχει τέτοιο δελτίο προσώπου που έχει πεθάνει και
δεν το παραδίδει αμέσως στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών. 5. Υπάλληλος που κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του δεν αναγνωρίζει ή δεν παραδέχεται τα αναγραφόμενα στο δελτίο ταυτότητας υποχρεωτικά στοιχεία ή απαιτεί για την απόδειξή τους την προσαγωή πιστοποιητικών τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα. "6. Οποιος εν γνώσει του δηλώνει ψευδή γεγονότα ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθινά με έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Εάν ο υπαίτιος των πράξεων αυτών σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών. Σε περίπτωση ανάκλησης της υπεύθυνης δήλωσής του εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 227 του Ποινικού Κώδικα". "Αρμόδιο για την εκδίκαση της ανωτέρω κακουργηματικής πράξεως είναι το Τριμελές Εφετείο". 7. Υπάλληλος που εν γνώσει του παραλείπει την άμεση καταμήνυση ψευδούς ή αναληθούς δήλωσης του άρθρου 8 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.