ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (Ενδεικτικά) Επιτάφιον Εδώ αναπαύεται Η μόνη ανάπαυση της ζωής του Η μόνη του στερνή ικανοποίηση Να κείτεται μαζί με τους αφέντες του Στην ίδια κρύα γη, στον ίδιο τόπο. (Εποχές 1945)
Επίλογος Οι στίχοι αυτοί μπορεί και να 'ναι οι τελευταίοι Οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια Αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι. Τα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά Σε κάποιον άλλο ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος Γενήκαν άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα Και τα νερά τους δεν μπορείς να ξεχωρίσεις. Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός Να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι. Από τη συλλογή Εποχές 3 (1951)
Το σκάκι Έλα να παίξουμε. Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου (Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη) Θα σου χαρίσω τους πύργους μου (Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα) Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω; (Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα) Όλα, και τ' άλογά μου θα σ' τα δώσω Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω Που ξέρει μόνο σ' ένα χρώμα να πηγαίνει Δρασκελώντας τη μια άκρη ως την άλλη Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις. Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα. Από τη συλλογή Η συνέχεια (1954)
Στ' αστεία παίζαμε! Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας Μέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας Τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα. Νύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ' το φως της ημέρας Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του ημεροδείχτη Δεν βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί; Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας Κλέφτες! Στα ψέματα παίζαμε! Από τη συλλογή Η συνέχεια 3 (1962)
Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.χ. Στὴν ὁδὸ Αἰγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά! Τώρα ὑψώνεται τὸ μέγαρο τῆς Τράπεζας Συναλλαγῶν Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως. Καὶ τὰ παιδάκια δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ παίξουνε ἀπὸ τὰ τόσα τροχοφόρα ποὺ περνοῦνε. Ἄλλωστε τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν, ὁ καιρὸς ἐκεῖνος πέρασε ποὺ ξέρατε Τώρα πιὰ δὲ γελοῦν, δὲν ψιθυρίζουν μυστικά, δὲν ἐμπιστεύονται, Ὅσα ἐπιζήσαν, ἐννοεῖται, γιατὶ ᾔρθανε βαριὲς ἀρρώστιες ἀπὸ τότε Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιῶτες, Θυμοῦνται τὰ λόγια τοῦ πατέρα: ἐσὺ θὰ γνωρίσεις καλύτερες μέρες Δὲν ἔχει σημασία τελικὰ ἂν δὲν τὶς γνώρισαν, λένε τὸ μάθημα, οἱ ἴδιοι στὰ παιδιά τους Ἐλπίζοντας πάντοτε πὼς κάποτε θὰ σταματήσει ἡ ἁλυσίδα Ἴσως στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους ἣ στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τῶν παιδιῶν τους. Πρὸς τὸ παρόν, στὸν παλιὸ δρόμο ποὺ λέγαμε, ὑψώνεται ἡ Τράπεζα Συναλλαγῶν - ἐγὼ συναλλάσσομαι, ἐσὺ συναλλάσσεσαι, αὐτὸς συναλλάσσεται- Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως -ἐμεῖς μεταναστεύουμε, ἐσεῖς μεταναστεύετε, αὐτοὶ μεταναστεύουν-
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει, ἔλεγε κι ὁ Ποιητὴς Ἡ Ἑλλάδα μὲ τὰ ὡραῖα νησιά, τὰ ὡραῖα γραφεῖα, τὶς ὡραῖες ἐκκλησιὲς Ἡ Ἑλλὰς τῶν Ἑλλήνων. Από τη συλλογή «Ο Στόχος», (1970) Ο ΣΤΟΧΟΣ Το θέμα είναι τώρα τι λες Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας Το θέμα είναι τώρα τι λες.
Επιτύμβιον Πέθανες, κι έγινες και συ: ο καλός, O λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης. Tριάντα έξη στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι Αντιπροέδρων, Eφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που Προσέφερες. A, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο τόξερα τί κάθαρμα ήσουν, Tί κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα Kοιμού εν ειρήνη, δεν θα 'ρθώ την ησυχία σου να ταράξω. (Eγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω Πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο.) Kοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός, O λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης. Δε θά 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος. Από τη συλλογή «Ο Στόχος», (1970)
Αισθηματικό διήγημα Ο πατέρας του του 'λεγε: «Βρε δε θα φτιάξεις εσύ το ρωμέικο...» Προς στιγμήν πίστεψε κι αυτός, σχεδόν παιδί, πως θα το φτιάξει (Τριάντα χρόνια τώρα, παλιά χρόνια, ποιος τα θυμάται...) Αλλά το πρακτικό παράδειγμα το 'δωσε ο μεγάλος αδερφός Επίδοξος σωτήρας κι αυτός κάποτε, πολύ νωρίς ανανήψας Ή μάλλον προώρως λογικευθείς, υπουργικός κατόπιν ιδιαίτερος Σε παραγωγικό υπουργείο με ευρύ κύκλο ιδιωτικών εργασιών. Κι αυτός, πιστός υιός και αδερφός σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε, Είδε τα λάθη, διέγνωσε προδοσίες, ζύγισε τα υπέρ και τα κατά Μίλησε τέλος για εγκλήματα και για ξένους δακτύλους -Είχαν αρχίσει άλλωστε λίγο-πολύ τα πράγματα να σφίγγουν- Πάντα ξυπνό μυαλό δεν ήθελε πολύ να διαλέξει. Όχι βέβαια πως ο Μάκης θα' σωζε τότε το ρωμέικο Εδώ δεν το' σωσε ο... ή ο... μη λέμε τώρα ονόματα, Αλλά, βρε αδελφέ, πώς να το κάνουμε, κάποτε ήπιαμε μαζί κρασί, Χωθήκαμε στη οδό Αρριανού κυνηγημένοι από τους πεταλάδες, Φιλήσαμε τα ίδια κορίτσια, αλλάξαμε σύνθημα και παρασύνθημα (Πολύ ρομάντζο όλα αυτά, συναισθηματικά, λες δεν το ξέρω, Κι η ζωή θέλει σκληρότητα -μένα μου λες- και «ρεαλισμό» κυρίως) Και τώρα Εσύ πάλι από μέσα κι ο Μάκης πάλι απ' όξω (Έτσι χοντρά-χοντρά) παράγων πια τρανός της καταστάσεως -όπως, εδώ που τα λέμε, της κάθε μέχρι τώρα καταστάσεως- Να γίνεις, λέει, Έλλην, να βάλεις μυαλό, να γίνεις χρήσιμος Κι εσύ μια φορά στην κοινωνία, να δουλέψεις γι' αυτή τη δόλια την πατρίδα Και να σου δίνει συμβουλές εν ονόματι της παλιάς παλιάς φιλίας
και του «... για θυμήσου». (Επιμένω να διηγούμαι και μάλιστα πολύ ωμά, πράγματα που τα ξέρετε όλοι Που τα 'πα και τα ξανάπαν κι άλλοι πιο πριν πολύ καλύτερα από μένα Πράγματα ανιαρά, που δεν κινούν πια διόλου το ενδιαφέρον σας Όπως η δολοφονία της Σάρον Τέιτ π.χ. ή οι γάμοι της Τζάκυ ή το ψυγείο «Κελβινέιτορ»). Από τη συλλογή: «Δεκαοκτώ Κείμενα», Κέδρος, Αθήνα 1970
Από την συλλογή Υ.Γ (1983) Δε θέλω να γνωρίζω πάρα πολύ τους ανθρώπους. Τα φτωχόπαιδα έγιναν αφεντικά. Έρωτας : όσο υπάρχουν το άγνωστο και οι αυταπάτες. Την αγάπησε γιατί έπρεπε κάποτε ν' αγαπήσει. Ήθελε να ήταν ζωγράφος για να ζωγραφίζει μόνο τα χέρια της. Είχε δυο ολόιδιες σκηνές πριν από την "Καζαμπλάνκα". Όλοι κάποτε νέοι. Παλιούς σου φίλους που τους βλέπεις με συγκίνηση-παλιούς σου έρωτες με αποστροφή. Ερημιά γύρω σου σιγά-σιγά. Δεν πίστευες πως θα με ξεχάσεις, κι όμως ξέχασες.
Δε φοβόταν το θάνατο-τουλάχιστον το θάνατο των άλλων. Ύστερα από οχτώ χρόνια έμαθε πως το τηλέφωνό της εκείνο το βράδυ ήταν χαλασμένο. Το παρελθόν μιας αυταπάτης. Και ήξερες πως όλα αυτά αργά ή γρήγορα θα τελειώσουν.