ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Τ.Ε.Ι. ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ - ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗΣ. ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: Κηποχιρός Αναγνώστης



Σχετικά έγγραφα
Τα όργανα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. Σχετικά με τη σύσταση Εθνικών Συμβουλίων Ανταγωνιστικότητας εντός της ζώνης του ευρώ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με την υιοθέτηση του ευρώ από τη Λιθουανία την 1η Ιανουαρίου 2015

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με την υιοθέτηση του ευρώ από τη Λετονία την 1η Ιανουαρίου 2014

ΔΟΜΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ:

European Monetary System. Θεµέλια του Συστήµατος 1: Ενιαίο νόµισµα, Δοµή δύο ταχυτήτων, Ανεξαρτησία των ΕΣΚΤ και ΕΚΤ, συνοχή µε την ΕΕ

(Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 1466/97 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

A V I R T I T C O T R S O R EL

Ερωτήσεις-Απαντήσεις για το Ευρώ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Η Θεωρία της Νομισματικής Ενοποίησης

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ: Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ. ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑ. Δρ Νικόλαος Λυμούρης

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. με σκοπό να τερματιστεί η κατάσταση υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος στο Ηνωμένο Βασίλειο

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Κεφάλαιο 27. Ορισμός χρήματος

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 15ης Φεβρουαρίου σχετικά με τους λογαριασμούς πληρωμών (CON/2017/2)

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2019/0000(INI)

Η δύναμη της Ενιαίας Αγοράς

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ


Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική. Ισοζύγιο Πληρωμών, Συναλλαγματικές Ισοτιμίες, Διεθνείς Χρηματαγορές και το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

III ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΙΙ. ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ της. Σύστασης για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

(Υποβλήθηκε από την Επιτροπή στις 18 Οκτωβρίου 1996) ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ)

Η Επιλογή Νομισματικού Καθεστώτος σε Ανοικτές Οικονομίες. Σταθερές Ισοτιμίες, Κυμαινόμενες Ισοτιμίες ή Ενιαίο Νόμισμα

Εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης

A8-0219/

Βασικά Χαρακτηριστικά

Το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα και το Ευρώ

Δ. Κ. ΜΑΡΟΥΛΗΣ Διευθυντής Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών Alpha Bank. H Ελληνική Εμπειρία ως Οδηγός για την Κύπρο

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΔΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΪΌΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

Ενημερωτικό δελτίο 1 ΓΙΑΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ Η ΕΕ ΕΝΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ;

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Διεθνής Οικονομική. Paul Krugman Maurice Obsfeld

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜAΚΡΟ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2013/2076(INI)

ΜΕΡΟΣ Β Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

«ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ. ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ» (σελ )

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση κανονισμού (COM(2017)0825 C8-0433/ /0334(COD)) Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ. ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΤΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΤΕΥΧΟΣ αρ.

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική.! Καθ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

λειτουργίες της Δρ. Β. Μπαμπαλός ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ & ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΤΕΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

Το όφελος του διεθνούς εμπορίου η πιο αποτελεσματική απασχόληση των παραγωγικών δυνάμεων του κόσμου.

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάργηση της απόφασης 2009/415/ΕΚ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Ελλάδα

Πρόταση ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ECB-PUBLIC. ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ της 22ας Ιουλίου 2014 σχετικά με την εξυγίανση πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων (CON/2014/60)

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

Η Επιλογή Νομισματικού Καθεστώτος σε Ανοικτές Οικονομίες

Κεφάλαιο 21: Αντιμετωπίζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 13 Ιουνίου 2016 (OR. en)

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Δελτίο τύπου. Το 2016 η ανάκαμψη της κυπριακής οικονομίας

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. προκειμένου να τερματιστεί η κατάσταση του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος στην Κροατία


Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2010

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

Οικονομική Πολιτική Ι: Σταθερές Συναλλαγματικές Ισοτιμίες χωρίς Κίνηση Κεφαλαίου

Κωδικοποιηµένο ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Ο Πληθωρισμός και οι κεντρικές τράπεζες. Ισμήνη Πάττα Περίληψη, 2 ου μισού του κεφ. 12 ΑΜ 1207/Μ:070

Περιεχόμενα. Πρόλογος 15

Το Υπόδειγμα Mundell Fleming και Dornbusch

Ελεγκτικό Συνέδριο. Νομική βάση. Δομή

Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2001/914/ΕΚ)

(Πολιτική. Οικονομία ΙΙ) Τμήμα ΜΙΘΕ. Καθηγητής Σπύρος Βλιάμος. Αρχές Οικονομικής ΙΙ. 14/6/2011Εαρινό Εξάμηνο (Πολιτική Οικονομία ΙΙ) 1

ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ZHTHMATA ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΙΣΟΤΙΜΙΩΝ ΤΩΝ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ. Έγγραφο θέσης

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0383/7. Τροπολογία. Marco Valli, Rolandas Paksas εξ ονόματος της Ομάδας EFDD

Αναλυτικά περιεχόμενα

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Οι λειτουργίες του. ιδακτικοί στόχοι. χρήµατος. Αναφορά των ιδιοτήτων του. Αναφορά στα είδη του χρήµατος. Κατανόηση της λειτουργίας του

ΔΙΕΘΝΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Ερώτηση Α.1 (α) (β)

Άρθρο 117. (πρώην άρθρο 4 της ΣΕΚ)

Ο ρόλος της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας και οι επιπτώσεις στην χρηματοπιστωτική πολιτική της ευρωζώνης. Δήμητρα Παπακωνσταντίνου ΤΕΙ ΠΕΙΡΑΙΑ 6575

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ EΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 17ης Ιουνίου 2004

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2015) 8000 final.

(Υποβλήθηκε από την Επιτροπή σύµφωνα µε το άρθρο 189 Α παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ)

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

10083/16 ΤΤ/σα/ΕΠ 1 DGG 1A

Mακροοικονομική Κεφάλαιο 7 Αγορά περιουσιακών στοιχείων, χρήμα και τιμές

Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Transcript:

Τ.Ε.Ι. ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ - ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Θέπα : Ποιες οι αρμοδιότητες και ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην άσκηση της Νομισματικής Πολιτικής σε σχέση με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: Κηποχιρός Αναγνώστης ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΕΣ: Θαλασσοποιιλοΐ) Αννα Καγιαμττή Μαρία ΚΑΒΑΛΑ 2003

Τ.Ε.Ι. ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ - ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Θέίΐα : Ποιες οι αρμοδιότητες και ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην άσκηση της Νομισματικής Πολιτικής σε σχέση με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: Κηπουρός Αναγνώστης ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΕΣ: Θαλασσοπουλου Αννα ίί Μαρία ΚΑΒΑΛΑ 2002

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελ3 Σελ5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 1 Τα τρία στάδια ως την ΟΝΕ Σελ 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 2.0 ρόλος και οι αρμοδιότητες της ΕΚΤ και του ΕΣΚΤ Σελ 13 2.1. Η Κεντρί κή Τράπεζα γένι κά Σελ 13 2.2. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα Σελ 14 2.3. Οι δύο πυλώνες της Νομισματικής Πολιτικής της ΕΚΤ Σελ 47 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 3. Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης Σελ 54 3.1. Η λειτουργία των αυτόματων δημοσιονομικών σταθεροποιητών στη ζώνη του ευρώ Σελ 54 3.2. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης; Σταθεροποίηση και Διατηρησιμότητα Σελ 60 3.3. Διασφάληση της εφαρμογής Σελ 66 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 4. Τρόποι και Μέθοδοι άσκησης Νομισματικής Πολιτικής Σελ 71 4.1. Το λειτουργικό πλαίσιο του ευρωσυστήματος Σελ 71 4.2. Μέσα και διαδικασίες νομισματικής πολιτικής Σελ 71 4.3.0 ρόλος του ευρωσυστήματος στα συστήματα πληρωμών και εκκαθάρισης Σελ 80 4.4. Η σημασία των συστημάτων πληρωμών για τις Κεντρικές Τράπεζες Σελ 82 4.5. Οι στόχοι της πολιτικής των Κεντρικών Τραπεζών Σελ 82 4.6. Τα εργαλεία των Κεντρικών Τραπεζών Σελ 83 4.6.1. Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων σε συνεχή χρόνο (TARGET) Σελ 84 4.6.2. Αυτοματοποιημένα γραφεία συμψηφισμού Σελ 86 4.6.3. Κεντρικά αποθετήρια χρεογράφων Σελ 87 4.6.4. ΤΟ ευρωσύστημα ως καταλύτης για αλλαγές Σελ 87 4.6.5. ΤΟ ευρωσύστημα ως φορέας θέσπισης προτύπων Σελ 89 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 5.Οι προοπτικές του BASEL PACT για τη κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών 5.1.Το διεθνές περιβάλλον και οι κίνδυνοι που εγκυμονούν για τον χρηματοπιστωτικό τομέα 5.2. Η ίδρυση της Επιτροπής της Βασιλείας 5.3. Η νομική φύση της Επιτροπής της Βασιλείας 5.4.01 στόχοι της Επιτροπής της Βασιλείας 5.5.Πως επιτυγχάνονται οι στόχοι Σελ 92 Σελ 95 Σελ 96 Σελ 97 Σελ 100

5,6.Οι προτάσεις της Επιτροπής της Βασιλείας και η Ευρωπαϊκή Ένωση ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Σελ 110 Σελ 113

ΕΙΣΑΓΩΓΗ To Ευρώ αποτελεί πλέον πραγματικότητα για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εισαγωγή του Ευρώ ως ενιαίου νομίσματος για 300 εκατομμύρια περίπου Ευρωπαίους πολίτες αποτέλεσε ένα πραγματικά ιστορικό γεγονός, το οποίο έχει ήδη επηρεάσει σημαντικά τις οικονομικές εξελίξεις στις συμμετέχουσες χώρες. Η επίδραση αυτή επεκτάθηκε και στην καθημερινή ζωή των πολιτών της ζώνης του ευρώ. Δόθηκε μια αποφασιστική ώθηση στις εμπορικές και χρηματοπιστωτικές συναλλαγές πέραν των εθνικών συνόρων. Τα προϊόντα, τα κεφάλαια, οι υπηρεσίες, αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες της ευρωζώνης κινούνται στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά με μεγαλύτερη ταχύτητα, αποδοτικότητα και ευκολία αφού έχει εκλείψει το συναλλαγματικό κόστος που δημιουργούσαν οι συναλλαγματικές διαφορές. Το κοινό νόμισμα και οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις που συντελούνται στις κεφαλαιαγορές της ευρωζώνης δημιουργούν μια ενιαία αγορά χρήματος και κεφαλαίου, η οποία διακρίνεται από μεγάλη ρευστότητα και εύρος. Η διαφάνεια της αγοράς, η εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου και η ενοποίηση των κεφαλαιαγορών στο εσωτερικό της ευρωζώνης παρέχουν στις επιχειρήσεις περισσότερες επιχειρηματικές και επενδυτικές επιλογές και δυνατότητες φθηνότερης χρηματοδότησης. Εργαζόμενοι και καταναλωτές αποκτούν ένα μεγαλύτερο και αποδοτικότερο φάσμα αποταμιευτικών επιλογών και φθηνότερη πρόσβαση σε στεγαστικό, καταναλωτικό και άλλο δανεισμό. Οι πολίτες μπορούν να συναλλάσσονται χωρίς τον φόβο του υψηλού πληθωρισμού που κατατρώει την αξία του εισοδήματος τους. Οι συνθήκες αυτές επιτρέπουν στις επιχειρήσεις το μακροπρόθεσμο επενδυτικό σχεδιασμό που ενισχύει την οικονομική ανάπτυξη τους και δημιουργεί θέσεις εργασίας. Η δυναμική της ανταγωνιστικότητας επιτάσσει για πολλούς κλάδους παραγωγής την δημιουργία μεγαλύτερων επιχειρηματικών μεγεθών μέσα από

διαδικασίες συγχωνεύσεων, εξαγορών και διεθνών συνεργασιών. Η προσαρμογή προς τις αυξημένες απαιτήσεις ανταγωνιστικότητας πρέπει να είναι μια συνεχής και πολυεπίπεδη προσπάθεια. Μια νέα πραγματικότητα επομένως έχει ήδη αρχίσει να εκτυλίσσεται, που απαιτεί ίσως μεγαλύτερη ενεργοποίηση παρά ποτέ, από όλους τους συντελεστές της αγοράς και της οικονομίας. Η ανάληψη ευθυνών και πρωτοβουλίας, η εγρήγορση απέναντι στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, η σκληρή συλλογική προσπάθεια έχουν τη δύναμη να καταστήσουν την νέα εποχή του Ευρώ, εποχή ανάπτυξης και ευημερίας για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Οικονομίας. Στο επίκεντρο όλων αυτών των εξελίξεων βρίσκεται η ΕΚΤ, η οποία ιδρύθηκε την 1"^ Ιουνίου 1998 και μαζί με τις ΕθνΚΤ των 12 χωρών μελών της ζώνης του Ευρώ αποτελούν το επονομαζόμενο «Ευρωσύστημα». Η ΕΚΤ δεν είναι η κεντρική τράπεζα μιας μόνο χώρας. Καλύπτει την γεωγραφική έκταση 12 διαφορετικών χωρών, καθεμιά από τις οποίες έχει την δική της ιστορία, το δικό της πολιτιστικό και οικονομικό υπόβαθρο. Η πρόκληση για την ΕΚΤ είναι να κατορθώσει να επικοινωνήσει με ειλικρίνεια με τους λαούς των χωρών αυτών και να πείσει τους Ευρωπαίους ότι η Ευρώπη δεν είναι απλώς μια αφηρημένη ή απόμακρη ιδέα αλλά κάτι πραγματικό και δυναμικό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο 1. ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΤΑΔΙΑ ΩΣ ΤΗΝ ΟΝΕ Η Συνθήκη για την Ε.Ε. προβλέπει τη σταδιακή καθίδρυση μιας ενιαίας νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής βασιζόμενης σε ένα ενιαίο νόμισμα το οποίο θα διαχειρίζεται μια ενιαία και ανεξάρτητη κεντρική Τράπεζα. Ο βασικός στόχος της ενιαίας νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής είναι η διατήρηση τις σταθερότητας των τιμών και η υποστήριξη των γενικών οικονομικών πολιτικών, στην Κοινότητα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό. Οι κατευθυντήριες αρχές που πρέπει να τηρήσουν τα κράτη-μέλη είναι οι σταθερές τιμές, τα υγειή δημόσια οικονομικά, οι υγειές νομισματικές συνθήκες και το σταθερό ισοζύγιο πληρωμών. Αν και η δημιουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης πρέπει να θεωρείται σαν μια ενιαία διαδικασία, αυτή διαχωρίζεται σε τρεις φάσεις. Η πρώτη φάση, ή πρώτο στάδιο, το οποίο ξεκίνησε την πρώτη Ιουλίου 1990, είχε σαν βασικούς στόχους την επίτευξη μιας πιο μεγάλης σύγκλισης μεταξύ των οικονομικών πολιτικών και μιας πιο στενής συνεργασίας μεταξύ των κεντρικών τραπεζών. Μια Νομισματική Επιτροπή με συμβουλευτική αρμοδιότητα συστήθηκε για την προώθηση του συντονισμού της πολιτικής των κρατών-μελών στο βαθμό που χρειαζόταν για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Σύμφωνα με το άρθρο 109Ζ της Συνθήκης η σύνθεση του καλαθιού του ECU, πάγωσε την 1η Νοεμβρίου 1993, με βάση τη σύνθεση του καλαθιού (σε ποσά κάθε εθνικού νομίσματος) που είχε καθοριστεί στις 21 Σεπτ 1989 με την ευκαιρία της εισαγωγής στο καλάθι της πεσέτας και του Εσκούδου. Καμία άλλη αλλαγή στην σύνθεση του καλαθιού του ECU δεν επιτρέπεται να γίνει πριν από τότε που το ECU θα αντικατασταθεί από το ενιαίο νόμισμα, το Ευρώ. Αντίθετα, το ποσοστιαίο βάρος των νομισμάτων που συνθέτουν το

καλάθι, μπορεί να μεταβάλλεται, ακολουθώντας τις διακυμάνσεις τους στην αγορά συναλλάγματος. Κατά συνέπεια, η ενδεχόμενη υποτίμηση ενός ασθενούς νομίσματος δεν συνεπιφέρει μια αντίστοιχη υποτίμηση του ECU, εφόσον το ποσόν του υποτιμηθέντος νομίσματος μέσα στο καλάθι θα παραμείνει ίδιο, ενώ θα μειωθεί το ποσοστό του μέσα στο καλάθι. Αυτό θα αυξάνει αυτόματα, το βάρος των ισχυρών νομισμάτων και θα κάνει το ECU πιο "σκληρό επομένως πιο αυθεντικό στις υποτιμήσεις,^ Το δεύτερο στάδιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης άρχισε την 1η Ιανουαρίου 1994, Σ αυτό το στάδιο η Συνθήκη επιβάλλει στα κράτη μέλη να αποφεύγουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και να θέσουν σε κίνηση τη διαδικασία για την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, έτσι ώστε η μελλοντική νομισματική ένωση να συγκεντρώνει κράτη με υγιή δημοσιονομική διαχείριση. Σ αυτό το στάδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 109ΣΤ, η Επιτροπή των διοικητικών και κεντρικών τραπεζών και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Νομισματικής Συνεργασίας διαλύθηκαν και αντικαταστάθηκαν από το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα (ΕΝΙ) με έδρα την Φρανκφούρτη, Το ΕΝΙ διαθέτει δικούς του πόρους που προέρχονται από εισφορές των κεντρικών τραπεζών, σύμφωνα με την ίδια κλείδα κατανομής με εκείνη που προβλέπεται για τη μελλοντική Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα Ε,Κ,Τ. Στη πράξη το ΕΝΙ ελέγχει τις οικονομικές και νομισματικές πολιτικές των κρατών μελών "ex ante (το φθινόπωρο) και "ex post" (την άνοιξη). Έθεσε σε λειτουργία ένα σύστημα πληρωμών (Target), το οποίο επιτρέπει την εφαρμογή ενιαίας νομισματικής πολιτικής και τον διακανονισμό μεγάλων ποσών. Το ΕΝΙ ασχολείται με τα τεχνικά ζητήματα που συνδέονται με τη μετάβαση στο ενιαίο νόμισμα και με τις προπαρασκευαστικές εργασίες που χρειάζονται για να είναι σε θέση η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες των κρατών - μελών, να εφαρμόσουν μια ενιαία νομισματική και συναλλαγματική πολιτική βασισμένη στο Ευρώ αμέσως μετά την έναρξη του τρίτου σταδίου. Παρακολουθεί, επίσης σε συνεργασία με τις κεντρικές τράπεζες, την πρόοδο που έχει επιτευχθεί ' Νίκος Σ, Μούσης, Ευρωπαϊκή Ένωση Δίκαιο - Οικονομία - Πολιηκή, Εκδόσεις: Παπαζήση, (Αθήνα 1998), σελ, 139,

στον τραπεζικό και χρηματοοικονομικό τομέα στο πλαίσιο της μετάβασης στο ενιαίο νόμισμα. Εν' όψει του περάσματος προς το τρίτο στάδιο, η Επιτροπή και το ΕΝΙ υπέβαλλαν στο Συμβούλιο εκθέσεις ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεων κάθε κράτους μέλους για την επίτευξη υψηλού βαθμού σταθερής σύγκλισης βάσει τεσσάρων κριτηρίων : > Ποσοστό πληθωρισμού που προσεγγίζει το αντίστοιχο ποσοστό των τριών κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών. > επίτευξη δημοσιονομικής κατάστασης, χωρίς υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα. Δηλαδή το δημόσιο έλλειμμα να μην ξεπερνά το 3% του Α.Ε.Π. και ότι το συνολικό δημόσιο χρέος δεν ξεπερνά το 60% του Α.Ε.Π. > σταθερή σύγκλιση αντανακλώμενη στα επίπεδα των μακροπρόθεσμων επιτοκίων και > τήρηση των κανονικών περιθωρίων διακύμανσης του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος επί δύο τουλάχιστον χρόνια. > Ότι αφορά το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών, ένας κανονισμός προβλέπει ότι τα κράτη μέλη καταρτίζουν εναρμονισμένα δείκτες τιμών και καταναλωτή.^ Το δεύτερο στάδιο σύμφωνα με την συνθήκη του Μάαστριχτ διήρκησε μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 1996, αλλά το κείμενο τις συνθήκης περιλαμβάνει διατάξεις για την παράταση του δευτέρου σταδίου κατά δύο χρόνια, δηλαδή μέχρι το τέλος του 1998 για τις περιπτώσεις των κρατών μελών που δεν πληρούν τους όρους των κριτηρίων. Η απόφαση για την είσοδο ενός κράτους μέλους στο τελικό στάδιο τις ΟΝΕ βασίστηκε στην αξιολόγηση τις κατάστασης από τα κράτη μέλη λαμβάνοντας υπόψη τα προβλεπόμενα κριτήρια, τις διαγραφόμενες τάσεις και τις ειδικές συνθήκες οι οποίες μπορούν να δικαιολογήσουν ένα οικονομικό αποτέλεσμα το οποίο δεν πληροί το σχετικό κριτήριο. Η απάντηση, για την είσοδο, θα εξαρτιόταν από τη βούληση του * Νίκος Σ, Μούσης, σελ. 141.

κράτους, το οποίο τη δεδομένη στιγμή δεν πληροί τους όρους συμμετοχής, να κάνει τις απαραίτητες προσπάθειες για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του εξωτερικού χρέους. Όταν οι προσπάθειες αυτές, αρχίσουν να αποδίδουν καρπούς, η κατάσταση του κράτους αυτού, μπορεί να βελτιώνεται πολύ γρήγορα, έτσι ώστε το αίτημα ένταξης του στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ να μπορεί να εξετασθεί ευνοϊκά από τους εταίρους του. Τα κριτήρια της σύγκλισης θα πρέπει, όμως, να τηρούνται απαρέγκλιτα όχι μόνον για την είσοδο ενός κράτους στην τρίτη φάση, αλλά και για τη συνέχιση της συμμετοχής του στη νομισματική ένωση. Τα κράτη - μέλη τα οποία δεν είναι σε θέση να υιοθετήσουν το ενιαίο νόμισμα από την αρχή τυγχάνουν "παρέκκλισης η οποία σημαίνει ότι οι διατάξεις για τη νομισματική πολιτική και για τις κυρώσεις σε περίτττωση υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος δεν εφαρμόζεται για αυτά. Η επικύρωση της Συνθήκης για την Ε.Ε. συνεπάγεται αμετάκλητη υποχρέωση των κρατών - μελών να συμμετάσχουν στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ εφόσον πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις. Τα κράτη τα οποία πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις καθώς και το Ηνωμένο Βασίλειο και η Δανία (αν μετά το σχετικό δημοψήφισμα αποφασίσει να μη συμμετάσχει σ αυτό), θα συμμετάσχουν πλήρως σε όλες τις διαδικασίες (πολυμερούς εποπτείας, δημοσιονομική, πειθαρχίας κτλ) οι οποίες θα στόχευαν στην διευκόλυνση της μελλοντικής ένταξης της στη τρίτη φάση. Οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών της θα είναι μέλη του Συμβουλίου της Ε.Κ.Τ. Από την έναρξη του τελικού σταδίου της ΟΝΕ, η κοινότητα έχει ενιαία νομισματική πολιτική και ενιαίο νόμισμα το Ευρώ. Αυτά συνεπάγονται έναν νέο θεσμό, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία αντικαθιστά το ΕΝΙ και η οποία συγκροτεί μαζί με τις κεντρικές τράπεζες των κρατών - μελών το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ). Η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες των κρατών - μελών δεν δέχονται υποδείξεις ούτε από τις κυβερνήσεις, ούτε από τους κοινοτικούς, θεσμούς. Η πλήρης ανεξαρτησία της ΕΚΤ είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της νέας νομισματικής πολιτικής της Κοινότητας. Κατά τη Γερμανική άποψη που έχει αποδείξει την ορθότητα την 10

χάρη στην ανεξαρτησία της Bundesbank το νόμισμα είναι πολύ σοβαρό πράγμα για να αφήνεται στους πολιτικούς οι οποίοι, υπό την πίεση της ανεργίας, ξεχνούν τις κακές εμπειρίες του παρελθόντος και τίθενται στον πειρασμό να χειριστούν το νόμισμα σαν εργαλείο ανάκαμψης τις οικονομίας. Ο δημοκρατικός έλεγχος μπορεί και πρέπει να ασκείται εκ των υστέρων με την απομάκρυνση των διοικητών, των εθνικών κεντρικών τραπεζών, μελών του Συμβουλίου των ΕΚΤ, οι οποίοι, κατά την κρίση των κυβερνήσεων τους δεν εξετέλεσαν καλά τα καθήκοντα τους.^ Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Μαδρίτης, 15 και 16 Δεκεμβρίου 1995, επιβεβαίωσε ότι το τρίτο στάδιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης θα αρχίσει την 1η Γενάρη 1999. Αποφάσισε επίσης ότι από την έναρξη του τρίτου σταδίου, το όνομα του ενιαίου νομίσματος θα είναι "Ευρώ, όνομα το οποίο συμβολίζει την Ευρώπη και το οποίο πρέπει να είναι το ίδιο σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ε.Ε., λαμβάνοντας υπόψη της ύπαρξης διαφορετικών αλφαβήτων του Ελληνικού και Λατινικού. Το Συμβούλιο επιβεβαίωσε, εντός του 1998, ποια κράτη - μέλη πληρούν τις προϋποθέσεις για τη θέσπιση του ενιαίου νομίσματος. Στη σύνοδο του Δουβλίνου, το Δεκέμβριο του 1996, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε σε όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη καθιέρωση του ενιαίου νομίσματος: > Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, με το οποίο επιδιώκεται να εξασφαλισθεί η τήρηση δημοσιονομικής πειθαρχίας. > Το νομικό πλαίσιο της λειτουργίας του Ευρώ και > Τη διάρθρωση του νέου μηχανισμού συναλ/κων ισότιμων για τα κράτημέλη που δεν συμμετείχαν εξ' αρχής, στην ζώνη Ευρώ. Το τρίτο στάδιο της ΟΝΕ θα αρχίσει την 1η Ιανουάριου 1999 με τον αμετάκλητο καθορισμό των ισοτιμιών, μεταξύ των νομισμάτων των συμμετεχόντων χωρών, μεταξύ τους και με το Ευρώ. Από την ημερ/νία αυτή και μετά, η νομισματική πολιτική και η πολιτική ισοτιμιών θα ασκούνται σε ευρώ, θα ενθαρρυνθεί η χρήση του Ευρώ στις αγορές συναλλάγματος και τα Νίκος Σ. Μούσης, σελ. 142.

μετέχοντα κράτη θα εκδίδουν σε Ευρώ τα νέα μεταβιβάσιμα χρεόγραφα του δημοσίου. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να δημιουργηθεί αρκετά έγκαιρα ώστε να μπορεί να ολοκληρώσει τις προπαρασκευαστικές εργασίες και να αρχίσει πλήρως τις δραστηριότητες την 1η Ιανουαρίου 1999. Την 1η Ιανουαρίου 2002 αρχίζουν να κυκλοφορούν τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα σε Ευρώ παράλληλα με τα Εθνικά χαρτονομίσματα και κέρματα, τα οποία θα αρχίσουν να αποσύρονται (φάση Γ). Μετά από 6 μήνες το αργότερο, τα εθνικά χαρτονομίσματα και κέρματα θα παύσουν να έχουν πέραση (εξοφλητική ισχύ), αλλά θα μπορούν ακόμη να ανταλλάσσονται με Ευρώ στις Εθνικές κεντρικές Τράπεζες. Τότε πλέον θα ολοκληρώνεται το πέρασμα προς το ενιαίο νόμισμα. Με την πρόσβαση στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ, χάνεται από τα κράτη - μέλη, η αυτονομία της νομισματικής πολιτικής της, εφόσον δεν διέθεταν πλέον την ελευθερία χειρισμού των δύο βασικών εργαλείων αυτής της πολιτικής, της συναλλαγματικής αξίας του νομίσματος και των επιτοκίων (ελευθερία, των οποίων όμως είχε ήδη χάσει κατά μέγα μέρος λόγω της αλληλεξάρτησης των Ευρωπαϊκών οικονομιών). Συγχρόνως, όμως χάνεται και η ευθύνη της διατήρησης της ισοτιμίας του νομίσματος της και τις ισορροπίας του ισοζυγίου πληρωμών τους, με αντάλλαγμα το μοίρασμα της ευθύνης ως προς την ισοτιμία του Ευρώ σχετικά με τα νομίσματα τρίτων χωρών και ως προς την ισοτιμία του Ευρώ σχετικά με τα νομίσματα των χωρών που προσχωρούν στο τρίτο στάδιο τις ΟΝΕ. Στην πραγματικότητα, οι χώρες που εισέρχονται σε αυτό το στάδιο έχουν είδη εξυγιάνει τις οικονομίες τους ως προς τον πληθωρισμό, το εξωτερικό χρέος και τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα και χαίρονται συλλογικά τα πλεονεκτήματα της συμμετοχής σε μια ζώνη ισχυρού νομίσματος, τη ζώνη Ευρώ.^ * Νίκος Σ. Μούσης σελ. 146.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο 2. Ο ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΤ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΣΚΤ 2.1 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΓΕΝΙΚΑ Κεντρική τράττεζα γενικά είναι το θεσμικό υττεύθυνο και αρμόδιο δημόσιο όργανο για την άσκηση νομισματικής πολιτικής σε μία χώρα. Η άσκηση νομισματικής πολιτικής σε μία χώρα, συνιστά προσφορά δημόσιας υπηρεσίας με ύψιστη σημασία και σπουδαιότητα, διότι η πολιτική αυτή αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά του συνολικού μείγματος μακροοικονομικής πολιτικής, μέσω της οποίας επιδιώκεται η επίτευξη συγκεκριμένων μακροοικονομικών στόχων. Σε όλες τις χώρες του κόσμου σήμερα η θεσμική αρμοδιότητα της χάραξης και εφαρμογής νομισματικής πολιτικής ανατίθεται στην Κεντρική Τράπεζα. Η αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την καλή λειτουργία, σταθερότητα και ασφάλεια του συστήματος πληρωμών, του τραπεζικού συστήματος και του συνολικού πιστωτικού τομέα της οικονομίας. Γι αυτό συνήθως στην Κεντρική Τράπεζα ανατίθεται επίσης το καθήκον της διοικητικής εποτπείας των τραπεζών και του συστήματος πληρωμών, παράλληλα με την πρωταρχική της αρμοδιότητα (άσκηση νομισματικής πολιτικής) και εφόσον δεν αντίκειται σε αυτήν. Επιπλέον, η Κεντρική Τράπεζα αποτελεί πολύτιμο και μεγάλης επιρροής σύμβουλο του κράτους σε ζητήματα που αφορούν τη θεσμική οργάνωση, διαρθρωτική συγκρότηση και εποπτεία του ευρύτερου πιστωτικού τομέα (ττχ. Αγορές χρεογράφων, χρηματιστήριο κτλ), καθώς επίσης και σε θέματα που συνδέονται με την χρηματοοικονομική διαχείριση των δημοσίων οικονομικών της χώρας. Η Κεντρική Τράπεζα λόγω των συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων της βρίσκεται στην καρδιά του νομισματικού και τραπεζικού συστήματος κάθε χώρας. Το

εκδοτικό προνόμιο και η αρμοδιότητα της τραπεζικής εποτπείας παρέχουν στην Κεντρική Τράπεζα τη δύναμη και τα μέσα να ελέγχει την ρευστότητα του συνολικού τραπεζικού συστήματος. Καθιστούν έτσι την Κεντρική Τράπεζα «Κέντρο ελέγχου» της συνολικής ποσότητας χρήματος στην οικονομία, δηλαδή της προσφοράς χρήματος. Και μάλιστα η Κεντρική Τράπεζα δεν ελέγχει μόνο το χρήμα που παράγει η ίδια (πρωτογενές χρήμα), αλλά και εκείνο που δημιουργούν οι άλλες τράπεζες (δευτερογενές χρήμα). Η πρωταρχική αρμοδιότητα της Κεντρικής Τράπεζας, δηλαδή η άσκηση νομισματικής πολιτικής και η ικανότητα της να ελέγχει τη συνολική προσφορά χρήματος είναι τα δύο βασικά στοιχεία που διαφοροποιούν το κορυφαίο αυτό πιστωτικό ίδρυμα από τους λοιπούς τραπεζικούς οργανισμούς που λειτουργούν σε μία χώρα. 2.2 Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι το κορυφαίο πιστωτικό ίδρυμα το οποίο βρίσκεται στην καρδιά του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος. Είναι αρμόδια για την διατήρηση της σταθερότητας των τιμών στη ζώνη του ευρώ. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, η ΕΚΤ συνεργάζεται με τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες των χωρών της ζώνης του ευρώ, προκειμένου να εφαρμόσουν μία ενιαία νομισματική πολιτική προσανατολισμένη προς τη σταθερότητα. Ιδρύθηκε την 1η Ιουνίου 1998 και είναι μια από τις νεότερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου. Παρά το γεγονός αυτό, έχει κληρονομήσει την αξιοπιστία και την εμπειρογνωμοσύνη όλων των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών της ζώνης του ευρώ. Η Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας αποτελεί τη νομική βάση της ΕΚΤ και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών. Σύμφωνα με την εν λόγω Συνθήκη, το ΕΣΚΤ αποτελείται από την ΕΚΤ και τις Εθν.ΚΤ των 15 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής

Κεντρικής Τράπεζας παρατίθεται σε πρωτόκολλο που έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη (Διάγραμμα 1). Με τον όρο «Ευρω σύστημα» αναφερόμαστε στην ΕΚΤ και στις Εθν-ΚΤ των κρατών μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ. Ωστόσο, οι Εθν.ΚΤ των κρατών μελών που δεν συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ, είναι μέλη του ΕΣΚΤ με ειδικό καθεστώς. Επιτρέπεται να ασκούν τη δική τους εθνική νομισματική πολιτική, αλλά δεν συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων που αφορούν την ενιαία νομισματική πολιτική για τη ζώνη του ευρώ, ούτε στην εφαρμογή των αποφάσεων αυτών. Τα τρία κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμη υιοθετήσει το ευρώ είναι η Δανία, η Σουηδία, και το Ηνωμένο Βασίλειο. Εάν μια χώρα της Ε.Ε. επιθυμεί να υιοθετήσει το ευρώ σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο, μπορεί να το πράξει υπό την προϋπόθεση ότι θα πληροί τα κριτήρια σύγκλισης. Η ΕΚΤ καλείται να γνωμοδοτήσει σχετικά με το επίπεδο σύγκλισης προτού επιτραπεί στη χώρα αυτή να προσχωρήσει στη ζώνη του ευρώ. Σύμφωνα με τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, πρωταρχικός στόχος του Ευρωσυστήματος είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Με την επιφύλαξη αυτού του στόχου, το Ευρωσύστημα στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Κοινότητα προκειμένου να συμβάλλει στην επίτευξή του και ενεργεί σύμφωνα με τις αρχές τις οικονομίας της ανοικτής αγοράς, με ελεύθερο ανταγωνισμό που ευνοεί την αποτελεσματική κατανομή των πόρων. Προκειμένου να εκπληρώσει τη σαφώς προσδιορισμένη εντολή για διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, η Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας εκχωρεί στο ΕΣΚΤ και, κατά συνέπεια στο Ευρωσύστημα ένα σημαντικό βαθμό θεσμικής ανεξαρτησίας, η οποία συνοδεύεται από ευρείες υποχρεώσεις που αφορούν τη διαφάνεια και το δημοκρατικό έλεγχο. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έκδοση: ΕΚΤ, Φρανκφούρτη 2001, σελ. 15. 15

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΧΥΣΤΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ (ΕΖΚΤ)

Τα βασικά καθήκοντα του Ευρωσυστήματος είναι ; > Να χαράζει και να εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική της ζώνης του ευρώ, > Να διενεργεί πράξεις συναλλάγματος, > Να κατέχει και να διαχειρίζεται τα επίσημα συναλλαγματικά διαθέσιμα των κρατών μελών, και > Να προωθεί την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών. > Να εκδίδει τα τραπεζογραμμάτια στη ζώνη του Ευρώ. Επιπλέον, το Ευρωσύστημα συμβάλλει στην ομαλή άσκηση των πολιτικών των αρμόδιων αρχών, όσον αφορά την προληπτική εποτπεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και την σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η ΕΚΤ Έχει συμβουλευτικό ρόλο έναντι της Κοινότητας και των εθνικών αρχών για θέματα που εμπίτττουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, ιδίως σε ότι αφορά την κοινοτική ή την εθνική νομοθεσία. Τέλος προκειμένου να εκπληρώσει τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ, η ΕΚΤ, με τη βοήθεια των ΕθνΚΤ, συλλέγει τις αναγκαίες στατιστικές πληροφορίες, είτε από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, είτε απευθείας από οικονομικούς παράγοντες. Επομένως το Ευρωσύστημα έχει και πρόσθετα καθήκοντα τα οποία είναι: > Η συλλογή των αναγκαίων στατιστικών πληροφοριών, είτε από τις εθνικές αρχές, είτε απευθείας από οικονομικούς παράγοντες, για παράδειγμα από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. > Η παρακολούθηση των εξελίξεων και η συμβολή της ΕΚΤ στην προληπτική εποπτεία του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού τομέα. > Η προώθηση της ομαλής ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ του ΕΣΚΤ και των εποπτικών αρχών.^ Οι αποφάσεις εντός του Ευρωσυστήματος λαμβάνονται συγκεντρωτικά μέσω των οργάνων λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ, δηλαδή μέσω του Διοικητικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής. Όσο υπάρχουν κράτη μέλη που Η Ευρωπαϊιαί Κεντρική Τράπεζα, σελ. 19.

δεν έχουν ακόμα υιοθετήσει το ευρώ, θα υπάρχει και ένα τρίτο όργανο λήψης αποφάσεων, το Γενικό Συμβούλιο. Το Δ ιο ικ η τικ ό Σ υμ β ο ύ λιο απαρτίζεται από όλα τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής και τους διοικητές των ΕθνΚΤ των κρατών μελών χωρίς παρέκκλιση, δηλαδή των χωρών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ προεδρεύει τόσο του Διοικητικού Συμβουλίου όσο και της Εκτελεστικής Επιτροπής. Βασικό καθήκον του Διοικητικού Συμβουλίου είναι η χάραξη της νομισματικής πολιτικής για τη ζώνη του ευρώ. Πιο συγκεκριμένα, είναι αρμόδιο για τον καθορισμό των επιτοκίων, με τα οποία οι εμπορικές τράπεζες μπορούν να αποκτήσουν ρευστότητα από την αντίστοιχη κεντρική τράπεζα. Με τον τρόπο αυτό, το Διοικητικό Συμβούλιο επηρεάζει εμμέσως τα επιτόκια σε όλους τους τομείς της οικονομίας της ζώνης του ευρώ, όπως για παράδειγμα τα επιτόκια με τα οποία οι εμπορικές τράπεζες χορηγούν δάνεια στους πελάτες τους, καθώς και τα επιτόκια που παρέχονται στους αποταμιευτές για τις καταθέσεις τους. Συνεπώς τα καθήκοντα του Διοικητικού Συμβουλίου είναι > Να καθορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές και να λαμβάνει τις αποφάσεις, οι οποίες είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στο Ευρωσύστημα. > Να διαμορφώνει τη νομισματική πολιτική της ζώνης του ευρώ, συμπεριλαμβανομένων, όπου χρειάζεται, αποφάσεων σχετικών με ενδιάμεσους νομισματικούς στόχους, βασικά επιτόκια και προσφορά διαθεσίμων στο Ευρωσύστημα. Να χαράζει τις απαραίτητες κατευθυντήριες γραμμές για την εκτέλεσή τους. Η Ε κ τελ εσ τικ ή Ε π ιτροττή απαρτίζεται από τον πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο και τέσσερα άλλα μέλη, που επιλέγονται μεταξύ προσώπων αναγνωρισμένου κύρους και επαγγελματικής εμπειρίας σε νομισματικά ή τραπεζικά θέματα. Διορίζανται με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων των κρατών μελών σε επίπεδο αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων, κατόπιν σύστασης του Συμβουλίου της ΕΕ, έπειτα από διαβουλεύσεις με το 18

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ. Τα κύρια καθήκοντα της Εκτελεστικής Επιτροπής είναι: Θέτει σε εφαρμογή τη νομισματική πολιτική σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και τις αποφάσεις που θεσπίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ και δίνει τις απαραίτητες οδηγίες στις ΕθνΚΤ για το σκοπό αυτό. Ασκεί τις εξουσίες που τις μεταβιβάζει το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ. Το Γ ενικό Σ υ μ β ο ύ λιο είναι το τρίτο όργανο λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ. Απαρτίζεται από τον πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο και τους διοικητές των ΕθνΚΤ και των 15 κρατών μελών. Το Γενικό Συμβούλιο ασκεί τα καθήκοντα, τα οποία ανέλαβε η ΕΚΤ από το ΕΝΙ και τα οποία πρέπει να συνεχίσουν να ασκούνται, όσο υπάρχουν ένα ή περισσότερα κράτη μέλη με παρέκκλιση. Συμβάλλει επίσης στις προετοιμασίες για την πιθανή διεύρυνση της ζώνης του ευρώ. Τα καθήκοντα του Γενικού Συμβουλίου συνοπτικά είναι: > Συμβάλλει στις συμβουλευτικές λειτουργίες της ΕΚΤ. > Στη συλλογή στατιστικών πληροφοριών, > Στην προετοιμασία των ετήσιων εκθέσεων της ΕΚΤ. > Συμβάλλει στη θέσπιση των κανόνων που είναι αναγκαίοι για την τυποποίηση της λογιστικής παρακολούθησης και της υποβολής εκθέσεων σχετικά με τις πράξεις των ΕθνΚΤ, > Στη λήψη μέτρων που αφορούν τον καθορισμό της κλείδας κατανομής για τη εγγραφή στο κεφάλαιο της ΕΚΤ, εκτός εκείνων που έχουν ήδη καθοριστεί στη Συνθήκη. Επίσης συμβάλλει στη θέσπιση των όρων απασχόλησης του προσωπικού της ΕΚΤ, και στις αναγκαίες προετοιμασίες για τον αμετάκλητο καθορισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών των νομισμάτων των κρατών μελών με παρέκκλιση έναντι του ευρώ. Το Ευρωσύστημα εξαρτάται από την ομαλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, μέσω του οποίου μπορούν να πραγματοποιηθούν πράξεις νομισματικής πολιτικής. Στις 12 χώρες που συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ, 8000 πιστωτικά ιδρύματα (εμπορικές τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα 19

χρηματοπιστωτικά ιδρύματα) μπορούν να λειτουργήσουν ως δίαυλοι για τις συναλλαγές νομισματικής πολιτικής που αποσκοπούν είτε στην αύξηση είτε στη μείωση της προσφσράς ρευστότητας στη ζώνη του ευρώ. Η αποτελεσματικότητα και η σταθερότητα του τραπεζικού κλάδου απότελούν παράγοντες ζωτικής σημασίας για το Ευρωσύστημα. Είναι επομένως φυσικό, το Ευρωσύστημα να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στσν τραπεζικό τσμέα, όπως προβλέπεται στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, μολονότι η εποπτεία του τραπεζικού συστήματος εξακολουθεί να εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Η Ανεξαρτησία Η ανεξαρτησία αποτελεί παράγοντα ζωτικής σημασίας για την επιτυχή λειτουργία κάθε κεντρικής τράπεζας. Σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Ευρωσύστημα απολαμβάνει πλήρους ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Ούτε η ΕΚΤ, ούτε οι εθνικές κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος, ούτε κανένα μέλος των οργάνων λήψης αποφάσεων των εν λόγω σργανισμών, μπορεί να ζητεί ή να δέχεται υποδείξεις από οποιονδήποτε άλλο οργανισμό. Τα κοινοτικά όργανα και οργανισμοί, καθώς και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών, αναλαμβάνουν την υποχρέωση να τηρούν την αρχή αυτή και να μην επιδιώκουν να επηρεάζουν τα μέλη των οργάνων λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ και των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών. Το Ευρωσύστημα διαθέτει όλα τα μέσα και τις αρμοδιότητες που απαιτούνται για την άσκηση μιας αποτελεσματικής νομισματικής πολιτικής. Δεν χορηγεί δάνεια σε κοινοτικά όργανα ή δημόσιους φορείς, γεγονός που το προφυλάσσει περαιτέρω από πολιτικές παρεμβάσεις. Η ΕΚΤ διαθέτει το δικό της προϋπολογισμό, ανεξάρτητο από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Με τον τρόπο αυτό, η διοίκηση * Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σελ. 27.

της ΕΚΤ διατηρεί την αυτονομία της έναντι των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας. Προκειμένου να διασφαλίσει τη θητεία των διοικητών των ΕθνΚΤ και των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής, το Καταστατικό του ΕΣΚΤ προβλέπει τα ακόλουθα μέτρα: Η θητεία των διοικητών είναι τουλάχιστον πενταετής και ανανεώσιμη. Η θητεία των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής είναι τουλάχιστον οκταετής και μη ανανεώσιμη (σημειωτέον ότι ένα σύστημα τμηματικής ανανέωσης χρησιμοποιήθηκε για την σύνθεση της πρώτης Εκ-τελεστικής Επιτροπής, με εξαίρεση τον πρόεδρο, ώστε να διασφαλιστεί η συνέχεια). Η απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του, είναι δυνατή μόνο σε περίτττωση ανικανότητας ή σοβαρού παραπτώματος. Στην περίτττωση αυτή, αρμόδιο για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς είναι το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το Κεφάλαιο Το Κεφάλαιο της ΕΚΤ, το οποίο ανέρχεται σε 5 δισεκατομμύρια ευρώ, δεν προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, αλλά έχει εγγραφεί και καταβληθεί από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες. Το μερίδιο συμμετοχής κάθε κράτους μέλους στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν και στον πληθυσμό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας καθορίζει το ποσό της εγγραφής κάθε εθνικής κεντρικής τράπεζας. Μέχρι σήμερα, έχει καταβληθεί ποσό κατά τι μεγαλύτερο των 4 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ έχουν καταβάλει πλήρως τις αντίστοιχες εισφορές τους στο κεφάλαιο της ΕΚΤ. Οι ΕθνΚΤ των συμμετεχουσών χωρών έχουν καταβάλει το 5% της αντίστοιχης εισφοράς τους στο κεφάλαιο της ΕΚΤ ως συμμετοχή στα λειτουργικά έξοδα της. Έτσι το αρχικό κεφάλαιο της ΕΚΤ ήταν κατά τι μικρότερο των 4 δισεκατομμυρίων ευρώ. Όταν η Ελλάδα εισήλθε στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ, την 1η Ιανουαρίου 2001 η Τράπεζα της Ελλάδος κατέβαλε το υπόλοιπο 95% της εγγραφής της στο κεφάλαιο της ΕΚΤ. 21

Επιπλέον, οι ΕθνΚΤ των κρατών μελών που συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ μεταβίβασαν στην ΕΚΤ συναλλαγματικά διαθέσιμα μέχρι ποσού ισοδύναμου προς 40 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου. Οι εισφορές κάθε ΕθνΚΤ ορίστηκαν κατ αναλογία με το μερίδιο συμμετοχής της στο εγγεγραμμένο κεφάλαιο της ΕΚΤ, ενώ σε αντάλλαγμα, κάθε ΕθνΚΤ πιστώθηκε από την ΕΚΤ με μια απαίτηση σε ευρώ ισοδύναμη προς την εισφορά της. Το 15% των εισφορών καταβλήθηκε σε χρυσό και το υπόλοιπο 85% σε δολάρια ΗΠΑ και γιέν Ιαπωνίας. Σε διεθνές επίπεδο, ισχύουν ρυθμίσεις για την εκπροσώπηση της ΕΚΤ τόσο στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), έναν από τους κυριότερους παράγοντες του διεθνούς νομισματικού συστήματος, όσο και στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Η συμμετοχή της ΕΚΤ στις συνεδριάσεις των διεθνών αυτών οργανισμών έχει ως μοναδικό σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών γεγονός που διασφαλίζει πλήρως την ανεξαρτησία της. Η Διαφάνεια Μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα, για να διατηρήσει την αξιοπιστία της, πρέπει να αιτιολογεί με ειλικρίνεια και σαφήνεια τις ενέργειες της. Πρέπει επίσης να λογοδοτεί σε δημοκρατικά θεσμικά όργανα. Η Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας επιβάλλει στην ΕΚΤ σαφείς υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων, χωρίς να καταστρατηγεί την ανεξαρτησία της. Η ΕΚΤ δημοσιεύει κάθε εβδομάδα ενοποιημένη λογιστική κατάσταση του Ευρωσυστήματος, στην οποία εκτίθενται περιληπτικά οι νομισματικές και χρηματοοικονομικές συναλλαγές του Ευρωσυστήματος που έγιναν στη διάρκεια της εβδομάδας που προηγήθηκε. Η ΕΚΤ πρέπει να δημοσιεύει εκθέσεις σχετικά με τις δραστηριότητες του ΕΣΚΤ τουλάχιστον μία φορά κάθε τρίμηνο. Πρέπει επίσης να υποβάλλει ετήσια έκθεση για τις εν λόγω δραστηριότητες και τη νομισματική πολιτική του προηγούμενου και του τρέχοντος έτους στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Οι δημοσιεύσεις της ΕΚΤ 22

διατίθενται κατόπιν αιτήματος, ενώ εμφανίζονται και στη σελίδα της ΕΚΤ στο διαδίκτυο. Στη συγκεκριμένη σελίδα παρουσιάζεται κάθε είδους δημοσίευση της ΕΚΤ, καθώς και συνδέσεις με τις σελίδες των 15 εθνικών κεντρικών τραπεζών τη ΕΕ, Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να πραγματοποιήσει συζήτηση σχετικά με την ετήσια έκθεση της ΕΚΤ. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ και τα άλλα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής μπορούν, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή με δική τους πρωτοβουλία να παρουσιάσουν τις απόψεις τους στις αρμόδιες επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τέτοιου είδους ακροάσεις διεξάγονται συνήθως κάθε τρίμηνο. Στην πραγματικότητα, η ΕΚΤ έχει δεσμευτεί να μην αρκεστεί στις απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων που προβλέπονται στη Συνθήκη. Ο Πρόεδρος αιτιολογεί τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου σε συνέντευξη τύπου, η οποία πραγματοποιείται αμέσως μετά την πρώτη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου κάθε μήνα. Περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις απόψεις του Διοικητικού Συμβουλίου για την οικονομική κατάσταση και τις προοπτικές για την εξέλιξη των τιμών δημοσιεύονται στο μηνιαίο δελτίο της ΕΚΤ, το οποίο διατίθεται και στις 11 επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Ένα μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δύναται να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου και του Γενικού Συμβουλίου, χωρίς όμως δικαίωμα ψήφου. Κατά κανόνα, η Επιτροπή εκπροσωπείται από τον αρμόδιο για οικονομικά και δημοσιονομικά θέματα Επίτροπο. Μεταξύ της ΕΚΤ και του Συμβουλίου της ΕΕ υπάρχει μία σχέση αμοιβαιότητας. Αφενός, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της ΕΕ μπορεί να λάβει μέρος στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου και του Γενικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. Μπορεί να παρουσιάσει μία πρόταση προς εξέταση στο Διοικητικό Συμβούλιο, χωρίς όμως να έχει δικαίωμα ψήφου. Αφετέρου, ο Πρόεδρος της ΕΚΤ προσκαλείται στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου της ΕΕ όταν αυτό συζητά θέματα σχετικά με τους στόχους και τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ. Εκτός από τις επίσημες και άτυπες συνεδριάσεις του Συμβουλίου 23

ECOFIN (το οποίο αποτελείται από τους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών των κρατών μελών της ΕΕ), ο Πρόεδρος συμμετέχει και στις συνεδριάσεις της Ομάδας Ευρώ (στην οποία συμμετέχουν οι Υπουργοί Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών των χωρών της ζώνης του ευρώ). Οι διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών παρίστανται στις άτυπες συνεδριάσεις του Συμβουλίου ECOFIN. Η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της ΕΕ εκπροσωπούνται επίσης στην Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή, ένα συμβουλευτικό κοινοτικό όργανο, το οποίο ασχολείται με ένα ευρύ φάσμα ευρωπαϊκών θεμάτων οικονομικής πολιτικής. Σταθερότητα Πρωταρχικός στόχος του Ευρωσυστήματος είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών στη ζώνη του ευρώ, δηλαδή η προστασία της αγοραστικής δύναμης του ευρώ. Η διασφάλιση σταθερών τιμών, είναι η σημαντικότερη συμβολή της νομισματικής πολιτικής στην επίτευξη ευνοϊκού οικονομικού περιβάλλοντος και υψηλού επιπέδου απασχόλησης. Τόσο ο πληθωρισμός όσο και ο αποπληθωρισμός μπορούν να αποδειχθούν εξαιρετικά επιζήμιοι για τη κοινωνία, από οικονομική και κοινωνική άποψη. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους η σταθερότητα των τιμών συνεισφέρει στην επίτευξη υψηλού επιπέδου οικονομικής δραστηριότητας και εργασίας. Πρώτον, η σταθερότητα των τιμών επιτρέπει να παρακολουθούνται πιο εύκολα οι αλλαγές στις συγκριτικές (ή σχετικές) τιμές, έτσι ώστε να είναι εμφανείς μέσα στις διακυμάνσεις του συνολικού επιπέδου τιμών. Ως αποτέλεσμα, οι εταιρείες και οι καταναλωτές μπορούν να πάρουν πιο καλές επενδυτικές και αγοραστικές αποφάσεις. Βοηθώντας την αγορά να κατανείμει τους πόρους της σε πιο παραγωγικές χρήσεις, η σταθερότητα των τιμών αυξάνει το παραγωγικό δυναμικό της οικονομίας. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σελ. 3 1-3 3. ' " ECB publication, monetary policy strategy, chapter 3.1

Δεύτερον, εάν οι επενδυτές διαβεβαιωθούν ότι η σταθερότητα των τιμών θα διατηρηθεί στο μέλλον, αυτοί δεν θα επιζητούν μεγαλύτερο πρίμιουμ λόγω του υψηλού πληθωριστικού κινδύνου για να εξισορροπήσουν τους κινδύνους που συνδέονται με την διατήρηση των επενδυτικών χρεογράφων μακροπρόθεσμα. Μειώνοντας τέτοιους επενδυτικούς κινδύνους των πραγματικών επιτοκίων η νομισματική πολιτική μπορεί να συνεισφέρει στην αποτελεσματικότερη κατανομή των κεφαλαιαγορών και να δώσει κίνητρα για επένδυση. Αυτό ενθαρρύνει την οικονομική μεγέθυνση.^ Τρίτον, η αξιόπιστη διατήρηση της νομισματικής πολιτικής επίσης μειώνει την πιθανότητα τα άτομα και οι εταιρείες να αλλάξουν πόρους ή να πάρουν πόρους από παραγωγικές χρήσεις προκειμένου να αγοραστεί χρυσός για την εξασφάλιση από τον πληθωρισμό. Για παράδειγμα σε ένα περιβάλλον με υψηλό πληθωρισμό υπάρχει η πιθανότητα δημιουργίας αποθεμάτων σε πραγματικά αγαθά μέχρι να εξασφαλισθεί ή να συγκρατηθεί η αξία τους καλύτερα από το χρήμα, ή από κάποια χρηματοοικονομικά προϊόντα. Η τοποθέτηση των αγαθών σε αποθέματα δεν είναι τόσο αποτελεσματική επενδυτική απόφαση και έτσι εμποδίζεται η οικονομική μεγέθυνση. ^ Τέταρτον, οι φόροι και τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας μπορεί να δημιουργήσουν αντικίνητρα που διαστρεβλώνουν τη οικονομική συμπεριφορά.^^ Πέυπτον, η επίτευξη της σταθερότητας των τιμών εμποδίζει την συστηματική και αυθαίρετη αναδιάρθρωση του πλούτου και του εισοδήματος η οποία εμφανίζεται τόσο σε πληθωριστικά όσο και σε αποπληθωριστικά περιβάλλοντα. Ένα περιβάλλον σταθερών τιμών, βοηθάει στην επίτευξη της κοινωνικής συνοχής και σταθερότητας. Όπως σε πολλά παραδείγματα του ^ ECB publication, monetary policy strategy, chapter 3.1.

20ου αι. υψηλά επίπεδα πληθωρισμού ή αντιπληθωρισμού συχνά δημιουργούν κοινωνική και πολιτική αστάθεια. ^ Η ΕΚΤ έχει ορίσει την σταθερότητα των τιμών ως την ετήσια αύξηση του Αρμονικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (Harmonized Index of Consumer Prices HICP), με ρυθμό αύξησης χαμηλότερο του 2%. Ο ορισμός της σταθερότητας των τιμών έχει έναν αριθμό στοιχείων που αξίζει να επισημανθούν; > Ούτε ο παρατεταμένος πληθωρισμός, ούτε ο παρατεταμένος αντιπληθωρισμός δεν είναι σύμφωνοι με τον ορισμό. Η φράση χαμηλότερο του 2% ορίζει καθαρά το ανώτατο όριο του ποσοστού του πληθωρισμού που μετριέται από τον HICP και που συνδέεται και είναι σύνφωνο με την σταθερότητα των τιμών.^ > Ο ορισμός καθορίζει έναν συγκεκριμένο δείκτη που ονομάζεται HICP, για την περιοχή του ευρώ, ως αυτόν που χρησιμοποιείται για να αξιολογήσει πότε έχει επιτευχθεί η σταθερότητα.^ > Ο ορισμός υπονοεί ότι παραδέχεται την ενδεχόμενη ύπαρξη ατελειών στη μέτρηση του επιπέδου τιμών με τη χρήση του HICP. Αρκετές οικονομικές μελέτες έχουν αναγνωρίσει παρεκκλίσεις στη μέτρηση στους πίνακες δεικτών καταναλωτή (Consumer Price Indices CPIs). Αυτό κυρίως προέρχεται από τις αλλαγές στα υποδείγματα δαπανών και από βελτιώσεις στη ποιότητα των αγαθών και υπηρεσιών που συμπεριλαμβάνονται στο καλάθι για να ορίσουν τον συγκεκριμένο δείκτη. Τέτοιου είδους παρεκκλίσεις δεν μπορούν να διορθωθούν οριστικά πάνω στην δημιουργία του CPIs. Συνήθως κάνουν τον δείκτη να υπερβάλλει ελαφρώς από το πραγματικό ποσοστό του πληθωρισμού. Η Eurostat και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι υπεύθυνες στη περιοχή των στατιστικών στοιχείων στο επίπεδο της ΕΕ, έχουν καταφέρει να αποφεύγουν παρεκκλίσεις ECB publication, monetary policy strategy, chapter 3.1 ECB publication, monetary policy strategy, chapter 3.1

μετρήσεων δίνοντας τα κατάλληλα στατιστικά στάνταρ για τα εθνικά στατιστικά ινστιτούτα. Η πιθανή ύπαρξη μικρών θετικών παρεκκλίσεων στη μέτρηση του πληθωρισμού με βάση τον HICP, εξηγεί γιατί η ΕΚΤ δεν δίνει μία ακριβή αξία για το χαμηλότερο όριο του ορισμού. Θέτοντας ως ανώτερο το όριο το 2%, η ΕΚΤ έχει αφήσει ένα περιθώριο που περικλείει όλα τα ενδεχόμενα στον υπολογισμό των παρεκκλίσεων της μέτρησης του HiCP. > Ο ορισμός της ΕΚΤ επιτρέπει μόνο θετικά ποσοστά «πραγματικού» πληθωρισμού. Αυτό έτσι δημιουργεί ένα «περιθώριο ασφάλειας» το οποίο βοηθάει στο να επιβεβαιωθεί ότι αρνητικά ποσοστά πραγματικού πληθωρισμού έχουν αποφευχθεί. Η αποφυγή του αντιπληθωρισμού είναι σημαντική γιατί εάν αυτό συμβεί ο αντιπληθωρισμός μπορεί να εδραιωθεί και να αποτελέσει κίνδυνο στη χρηματοοικονομική σταθερότητα. Νομισματική Πολιτική Η Εττιλονή στοατηνική vouiauatikhc πολιτική τηο ΕΚΤ Οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο χρησιμοποιούν ποικίλες στρατηγικές για να εφαρμόσουν τη νομισματική τους πολιτική. Ειδικότερα, για την επίτευξη των τελικών στόχων της πολιτικής τους μπορούν να θέσουν - και έχουν θέσει κατά καιρούς - διάφορους ενδιάμεσους στόχους. Οι στόχοι αυτοί μπορεί να αφορούν ένα νομισματικό μέγεθος, τα επιτόκια, το ονομαστικό εισόδημα, τη συναλλαγματική ισοτιμία ενώ, πιο πρόσφατα, ο στόχος μπορεί να αφορά απευθείας τον πληθωρισμό. Στα έτη που ακολούθησαν μετά το σημαντικό άρθρο του Poole (1970), πολλές κεντρικές τράπεζες επαναπροσδιόρισαν τις στρατηγικές νομισματικής, πολιτιστικής τους, ώστε να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στα επιτόκια και μικρότερη στα νομισματικά μεγέθη. Η ταχύτατη αναδιάρθρωση των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών θεωρήθηκε ότι κλόνισε την σταθερότητα των καθιερωμένων νομισματικών σχέσεων και η βασική ιδέα του Poole ήταν ότι μια κεντρική τράπεζα θα μπορούσε να ελέγχει αποτελεσματικότερα την οικονομία αν καθόριζε στόχο για το επιτόκιο και όχι * ECB publication, monetary policy strategy, chapter 3.1

για κάποιο νομισματικό μέγεθος. Την ίδια περίπου εποχή, οι ασύμμετρες επιδόσεις ως προς τον πληθωρισμό και ο διαφορετικός βαθμός ανοχής του πληθωρισμού από τις διάφορες χώρες οδήγησαν στην εγκατάλειψη του συστήματος Bretton woods (των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών). Και οι δύο παραπάνω εξελίξεις συνδέονται με την επιθυμία για αποτελεσματικότερο έλεγχο των μακροοικονομικών επιδόσεων. Εντούτοις, πριν από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 είχε ήδη γίνει σαφές ότι ούτε με τον καθορισμό στόχου για το επιτόκιο ούτε με ένα σύστημα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών περιοριζόταν κατ'ανάγκην η υπερβολική μεταβλητότητα του προϊόντος και του πληθωρισμού. Έκτοτε, οι πρακτικές που ακολουθούν οι κεντρικές τράπεζες ποικίλλουν σημαντικά τόσο από χώρα σε χώρα όσο και διαχρονικά στην ίδια χώρα. Το ζήτημα της επιλογής της κατάλληλης στρατηγικής βρίσκεται πάντοτε στο προσκήνιο της νομισματικής οικονομικής και συνεπώς αναπτύσσονται νέες θεωρίες και πρακτικές (ή νέοι τρόποι εφαρμογής παλαιών πρακτικών).π.χ. ο καθορισμός στόχου για το ονομαστικό εισόδημα προσέλκυσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον πρόσφατα επειδή είναι τεχνικώς εφικτός. Μια άλλη, πιο ριζοσπαστική, εξέλιξη ήταν η πρόταση που διατυπώθηκε πρόσφατα από πολλούς, σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να εγκαταλειφθούν παντελώς οι ενδιάμεσοι στόχοι και να καθορίζεται απευθείας στόχος για τον πληθωρισμό. Η συζήτηση σχετικά με την κατάλληλη στρατηγική γίνεται εντονότερη μετά την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Μεταξύ των χωρών που είναι ήδη μέλη της ΟΝΕ αλλά και μεταξύ των υποψηφίων μελών, υπήρχε διάσταση απόψεων ως προς το ποια στρατηγική καθορισμού στόχου θα απέδιδε τα καλύτερα αποτελέσματα όσον αφορά τη σταθερότητα των τιμών και του προϊόντος. Η Γερμανία εδώ και πολλά χρόνια έχει επιλέξει τον καθορισμό νομισματικού στόχου (στρατηγική η οποία απέδωσε ικανοποιητικά αποτελέσματα για την ομοσπονδιακή Τράπεζα της Γερμανίας), ενώ άλλες χώρες (όπως η Ισπανία, η Φινλανδία, η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο) προτιμούσαν τον καθορισμό στόχου για τον πληθωρισμό. Η απόφαση στην οποία κατέληξε η ΕΚΤ το φθινόπωρο του 1998 αποτελούσε συγκερασμό των δύο στρατηγικών, δηλ. του καθορισμού νομισματικού στόχου και του καθορισμού στόχου για τον πληθωρισμό. Για τον σκοπό αυτό καθορίστηκε 28

τιμή αναφοράς (και όχι αυστηρός στόχος) 4,5% για το M3, η οποία κατά την άποψη της ΕΚΤ είναι συνεπής με την σταθερότητα των τιμών, δηλαδή ετήσιο ρυθμό ανόδου των τιμών που δεν υπερβαίνει το 2%. Ένα άλλο ζήτημα αφορά την ισοτιμία του ευρώ έναντι των τρίτων νομισμάτων και ειδικότερα αν αυτή θα πρέπει να αποτελεί άμεσο ή έμμεσο στόχο. Η ΕΚΤ δεν επιδιώκει έναν και μόνο στόχο, χωρίς να δίνει σημασία σε οτιδήποτε άλλο. Ο καθορισμός στόχου της ΕΚΤ τείνει να εφαρμόζεται πιο ευέλικτα π.χ. η ΕΚΤ μπορεί να επιτρέπει αποκλίσεις από τις τιμές που προβλέπει ο στόχος, να χρησιμοποιεί έναν συνδυασμό ενδιάμεσων στόχων, να μεταβάλλει τη στάθμιση ανάλογα με τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικές συνθήκες. Η βιβλιογραφία σχετικά με την στρατηγική της νομισματικής πολιτικής βασίζεται στην δημιουργική συμβολή του Poole (1970). Σύμφωνα με τον Poole, αποκλειστικό μέλημα της κεντρικής τράπεζας είναι να εξασφαλίσει τη σταθερότητα του προϊόντος, εφόσον η οικονομία παρουσιάζει τέλεια δυσκαμψία τιμών οπότε δεν τίθεται ζήτημα πληθωρισμού. Σκοπός λοιπόν είναι να ελαχιστοποιηθεί η μεταβλητότητα του προϊόντος, και οι ενδιάμεσοι στόχοι τους οποίους μπορεί να θέσει η κεντρική τράπεζα για την επίτευξη αυτού του σκοπού περιλαμβάνουν την εξομάλυνση των διακυμάνσεων των ονομαστικών επιτοκίων ή την συγκράτηση της ποσότητας χρήματος μέσα σε ένα προκαθορισμένο στενό περιθώριο. Το ποιος από αυτούς τους στόχους είναι προτιμότερος εξαρτάται από τα είδη των διαταραχών που είναι πιθανόν να αντιμετωπίζει η οικονομία, και πάντως η κεντρική τράπεζα δεν γνωρίζει μετά βεβαιότητας τι είδους διαταραχές θα εκδηλωθούν στην πράξη. Εξετάζονται δύο είδη διαταραχών: το ένα είδος δημιουργείται στην αγορά χρήματος (διαταραχές ταχύτητας κυκλοφορίας του χρήματος) και το άλλο στην αγορά αγαθών (διαταραχές δαπανών). Το βασικό συμπέρασμα του Poole είναι ότι η άριστη στρατηγική εξαρτάται από το είδος της διαταραχής. Ο καθορισμός στόχου για το ονομαστικό επιτόκιο παρουσιάζει καλύτερες επιδόσεις - από την άποψη της σταθερότητας του προϊόντος - όταν η μακροοικονομική διαταραχή πηγάζει κυρίως από την αγορά χρήματος (αστάθεια της κυκλοφοριακής ταχύτητας). Αντίθετα, αν η μεταβλητότητα του προϊόντος οφείλεται κατά κύριο λόγο σε διαταραχές δαπανών (π.χ.

διαταραχές δημόσιων, καταναλωτικών και επενδυτικών δαπανών), τότε η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να θέτει στόχο για την προσφορά χρήματος. Μπορούμε εύκολα να δούμε σε ποια ιδέα βασίζεται το παραπάνω αποτέλεσμα, αν εξετάσουμε ένα απλό διάγραμμα IS-LM. Στο διάγραμμα 2 υπάρχει μια θετική διαταραχή της κυκλοφοριακής ταχύτητας - π.χ. αυξημένη χρήση πιστωτικών καρτών - η οποία προκαλεί μετατόπιση της καμπύλης LM προς τα δεξιά, στη θέση LM', ασκώντας καθοδική πίεση στα επιτόκια και ωθώντας τα να κινηθούν από το σημείο A προς το σημείο Β, από το ία στο ίβ. Αν η κεντρική τράπεζα θέσει στόχο για τα επιτόκια, θα προσπαθήσει να αναστρέψει την πτώση τους περιορίζοντας την ποσότητα χρήματος, με αποτέλεσμα να μετατοπιστεί η καμπύλη LM, τείνοντας να επανέλθει στην αρχική της θέση. Με έναν απολύτως άκαμπτο στόχο για το επιτόκιο δεν παρατηρείται επίδραση στο, προϊόν. Αντίθετα, αν ο στόχος, αφορά την ποσότητα χρήματος, η κεντρική τράπεζα θα αφήσει τα επιτόκια να μειωθούν, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το προϊόν και από ΥΑ να διαμορφωθεί σε ΥΒ. Η μεταβλητότητα του προϊόντος ελαχιστοποιείται λοιπόν αν το επικρατέστερο είδος των παρατηρούμενων διαταραχών είναι εκείνες που πηγάζουν από την αγορά χρήματος.^ Στο διάγραμμα 3 περιγράφονται οι επιδράσεις που έχει μια δημοσιονομική διαταραχή (διαταραχή δαπανών) στη σταθερότητα του προϊόντος. Η αύξηση του ελλείμματος του προϋπολογισμού προκαλεί μετατόπιση της καμπύλης IS προς την θέση IS', ωθώντας τα επιτόκια προς τα άνω (από ία σε ίβ). Στο πλαίσιο του καθορισμού νομισματικού στόχου, οι νομισματικές αρχές δεν αντιδρούν στη μεταβολή του επιτοκίου και το νέο σημείο ισορροπίας της οικονομίας θα είναι το Β. Στην περίπτωση αυτή το εισόδημα αυξάνεται ελαφρώς και διαμορφώνεται σε ΥΒ. Αν όμως η κεντρική τράπεζα καθορίζει στόχο για το επιτόκιο, θα πρέπει να αυξήσει την ποσότητα χρήματος ώστε να αποτρέψει άνοδο των επιτοκίων (η καμπύλη LM μετατοπίζεται προς τα δεξιά στη θέση LM'). Το νέο σημείο ισορροπίας είναι το σημείο C. Κατόπιν τούτου, όταν καθορίζεται στόχος για το επιτόκιο και παρατηρούνται διαταραχές ' Οικονομικό Δελτίο Τράπεζας της Ελλάδος, Ιούλιος - τεύχος 13, (Αθήνα 1999),σελ. 78-79. 30

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2 Διπτπραχή κυκλικροριπκή^ τπχγιτΐ)τ(ΐ<; ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 3 Δημουιονί ιική {ικηπρπχή

δαπανών, η νομισματική πολιτική ασκείται κατά τρόπσ που προηγείται του οικονομικού κύκλου («προκυκλικά»), με αποτέλεσμα να εντείνονται οι διακυμάνσεις του προϊόντος. Αντίθετα στην ίδια περίτπωση ο καθορισμός νομισματικού στόχου ελαχιστοποιεί τη μεταβλητότητα του προϊόντος.^ Οι εξωτερικές διαταραχές επηρεάζουν επίσης τις συνθήκες στην εγχώρια οικονομία είτε μέσω της αγοράς αγαθών (επειδή μεταβάλλουν την εξωτερική ζήτηση για εξαγώγιμα εγχώρια αγαθά) είτε μέσω της αγοράς χρήματος (μέσω μεταβολών των διεθνών επιτοκίων). Προφανώς για να αποφανθούμε κατά πόσον είναι σκόπιμο να καθορίζεται στόχος για την συναλλαγματική ισοτιμία, θα πρέπει να εξετάσουμε - όπως και παραπάνω - την σχετική μεταβλητότητα των διαφόρων διαταραχών (IS έναντι LM). Επιπλέον, σημαντικό ρόλο παίζει και η σχετική μεταβλητότητα των εγχώριων έναντι των εξωτερικών διαταραχών. Η σύνδεση του νομίσματος μιας χώρας με το νόμισμα μιας ξένης χώρας στην οποία έχει εκδηλωθεί μια σχετικά σοβαρή οικονομική διαταραχή είναι πιθανόν να οδηγήσει σε μεταβλητότητα. Αντίθετα, αν στην ξένη χώρα επικρατεί σταθερότητα, τότε η σύνδεση της συναλλαγματικής ισοτιμίας μπορεί να είναι ωφέλιμη. Η ανάλυση του Poole είναι πολύ απλή και διορατική και οδηγεί σε συμπεράσματα σαφή και μη επιδεχόμενα παρερμηνεία. Δεν είναι όμως πλήρης. Πρώτον, επειδή υποθέτει ότι οι τιμές είναι πλήρως σταθερές, αποσιωπά το ζήτημα της σχέσης μεταξύ στρατηγικών νομισματικής πολιτικής και της σταθερότητας των τιμών. Η παράλειψη αυτή είναι ουσιώδης, δεδομένου ότι η σταθερότητα των τιμών αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Και δεύτερον, η ανάλυση του Poole ασχολείται αποκλειστικά με τις διαταραχές της συνολικής ζήτησης, οι οποίες μπορεί να είναι σημαντική πηγή μεταβλητότητας των μακροοικονομικών μεγεθών, αλλά οπωσδήποτε όχι και η μοναδική. Αργότερα αποδείχθηκε ότι οι βασικές διαπιστώσεις του Poole όσον αφορά τις διαταραχές της ζήτησης παραμένουν έγκυρες, ενώ αντίθετα η σχέση μεταξύ της στρατηγικής της νομισματικής πολιτικής και των διαταραχών της προσφοράς αποδείχθηκε ότι δεν είναι μονοσήμαντη, αλλά εξαρτάται από την ελαστικότητα των ιδιωτικών Οικονομικό Δελτίο Τράπεζας της Ελλάδος, Ιούλιος - τεύχος 13, (Αθήνα 1999),σελ. 78-79. 32