ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ TOY SIR GORDON SLYNN ΥΠΟΘΕΣΗ 155/79 τακτική κωλυσιεργίας, περίπτωση τήν ὁποία τά αρμόδια ἐθνικά δικαστήρια οφείλουν νά πατάσσουν, εἴτε ὅταν διακυβεύεται γνήσιο θέμα ἀρχής, στην ὁποία περίπτωση θά ήταν ὀρθό τό ἐν λόγω θέμα νά εξετασθεί καθώς πρέπει. VII Συμπέρασμα Κατά την γνώμη μου, έπεται ὅτι τό άρθρο 1, παράγραφος β, τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς 9ης 'Ιουλίου 1979 πρέπει νά ἀκυρωθεί καί ὅτι ἡ Ἐπιτροπή υποχρεούται νά καταβάλει τά δικαστικά έξοδα στην προσφεύγουσα. Κύριοι δικαστές, ἄν συμμερισθείτε την άποψη μου, πρέπει νά καταδικάσετε την 'Επιτροπή στά δικαστικά έξοδα τῆς βρετανικής κυβερνήσεως καί τῆς CCBE, οἱ όποιες υπέβαλαν σχετικό αίτημα περί εξόδων καί ἐνίκησαν ὡς πρός τήν παρέμβαση τους βλ. άρθρο 69, παράγραφο 2, τοῦ κανονισμοῦ διαδικασίας τοῦ Δικαστηρίου (τό ἀγγλικό κείμενο τοῦ ὁποίου εἶναι ελαττωματικό, καθώς ἐτόλμησα νά παρατηρήσω στην υπόθεση 130/75 Prais κατά Συμβουλίου (1976) 2 ECR 1589, σ. 1609-1610). Ή CCBE δέν εἶχε πράγματι ζητήσει τά δικαστικά της έξοδα παρά κατά τήνἐπ ἀκροατηρίου συζήτηση, ἀλλα αὐτό εκρίθη επαρκές βλ. υπόθεση 113/77 ΝΤΝ Bearing Co. κατά Συμβουλίου (1979)ECR 1185, σ. 1192, 1210-1211 καί 1274. Όσον άφορᾶ τήν γαλλική κυβέρνηση, νομίζω ὅτι εἶναι δίκαιο νά φέρει τά δικά τῆς δικαστικά έξοδα. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ SIR GORDON SLYNN ΠΟΥ ΑΝΕΠΤΥΧΘΗΣΑΝ ΣΤΙΣ 26 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1982 1 Κύριε πρόεδρε, Κύριοι δικαστες, Τό Φεβρουάριο τοῦ 1979, υπάλληλοι τής 'Επιτροπής ἐζήτησαν ἀπό τήν προσφεύγουσα νά θέσει στην διάθεση τους έγγραφα, τά όποια ήθελαν νά εξετάσουν σχετικά μέ έλεγχο πού διεξήγαγαν, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 14, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμοῦ 17 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 6ης Φεβρουαρίου 1962 (ΕΕ εἰδ. ἔκδ. 08/001, σ. 25). Ἐπρόκειτο γιά έλεγχο τῶν ὅρων τοῦ ἀνταγωνισμοῦ, ποῦ ἀφοροῦσαν τήν 1 Μετάφραση ἀπό τά ἀγγλικά. 1642 παραγωγή καί διανομή μεταλλικοῦ ψευδαργύρου καί τῶν κραμάτων του, καθώς καί συμπυκνωμάτων ψευδαργύρου, προκειμένου νά εξακριβώσουν ὅτι δέν υπήρξε παράβαση τῶν άρθρων 85 καί 86 τής συνθήκης ΕΟΚ. Ή προσφεύγουσα προσεκό μισε ἀντίγραφα τῶν περισσοτέρων έγγράφων. Μερικά, όμως, δέν προσεκο μίσθησαν αυτό δέ έγινε, κατά τό μέτρο πού άφορα τήν παροῦσα περίπτωση, λόγω τοῦ ὅτι τά ἐν λόγω έγγραφα ἐκαλύπτοντο ἀπό τό επαγγελματικό ἀπόρρητο, πού παρείχε τό δικαίωμα στην προσφεύγουσα νά μή τά ἀποκαλύψει. Κατόπιν συζητή
σεων καί ἀνταλλαγῆς ἀλληλογραφίας, ή Ἐπιτροπή ἐζήτησε, δυνάμει τοῦ άρθρου AM & S / ΕΠΙΤΡΟΠΗ 1 (6) τῆς ἀπό 6 Ἰουλίου 1979 ἀποφάσεως, ληφθείσης δυνάμει του" ἄρθρου 14, παράγραφος 3, τοῦ κανονισμοῦ, ἀπό τήν προσφεύγουσα νά προσκομίσει τά ἐν λόγω έγγραφα. Κατόπιν αυτού, ἡ προσφεύγουσα προσέφυγε στό Δικαστήριο, βάσει τοῦ άρθρου 173 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, ζητήσασα νά ἀναγνωρισθεί ὅτι τό άρθρο 1 (6) τῆς ἀποφάσεως ήταν άκυρο ή, επικουρικῶς, ὅτι ήταν άκυρο κατά τό μέτρο πού ὑπεχρέωνε ὁπωσδήποτε τήν προσφεύγουσα νά ἀποκαλύψει στόν ελεγκτή τῆς Ἐπιτροπῆς τό σύνολο καθενός ἀπό τά έγγραφα, γιά τά όποια ἡ προσφεύγουσα ἀξίωσε προστασία ἐξ επαγγελματικοῦ ἀπορρήτου. Κατόπιν υποβολής τῶν γραπτῶν καί προφορικῶν παρατηρήσεων τῆς προσφευγούσης, τῆς Ἐπιτροπής, τῆς Συμβουλευτικῆς 'Επιτροπής τῶν Δικηγορικών Συλλόγων καί νομικών εταιριών τῆς Ευρωπαϊκής Κοινότητος «CCBE») καί τῶν κυβερνήσεων τοῦ 'Ηνωμένου Βασιλείου καί τῆς Γαλλίας, ὁ γενικός εἰσαγγελεύς Warner, ἀναπτύξας τίς προτάσεις του τήν 28η 'Ιανουαρίου 1981, ἐζήτησε νά ἀναγνωρισθεί ἡ ἀκυρότης τοῦ άρθρου 1 (β) τῆς ἀποφάσεως. Τό ιστορικό τῆς ενδίκου διαφοράς, ὅπως ενεφανίσθη τότε, εκτίθεται στίς προτάσεις του καί ὡς ἐκ τούτου δέν νομίζω ὅτι θά βοηθούσε τό Δικαστήριο νά τό επαναλάβω. Τήν 4η Φεβρουαρίου 1981, τό Δικαστήριο, έχοντας τήν γνώμη ὅτι ὁρισμένα λεπτομερή στοιχεία (ὅπως ἡ ημερομηνία καί ὁ τόπος συντάξεως τῶν έγγράφων, τό ἀκριβές επάγγελμα καί ἡ ἀκριβής ἰδιότης τοῦ συντάκτου καί τοῦ ἀποδεκτού καί επαρκείς πληροφορίες περί τῆς φύσεως τοῦ περιεχομένου τῶν έγγράφων) δέν ήταν διαθέσιμα, ἐξέδωσε διάταξη, δυνάμει τῆς ὁποίας έπρεπε νά ἐπανοιγεῖ ἡ προφορική διαδικασία, τά δέ έγγραφα έπρεπε νά ἀποσταλούν στό Δικαστήριο εντός σφραγισμένου φακέλου, ώστε νά συνετάσσετο έκθεση περί αὐτών. Τά έγγραφα αυτά ἀπεστάλησαν, ὁ εισηγητής δέ δικαστής καί ἐγώ τά εξετάσαμε. Κατηρτίσθη ένας κατάλογος περί τῆς φύσεως τῶν ἐγγράφων, ὁ όποιος ἐκοινοποιήθη στους διαδίκους. Μολονότι τά προσκομισθέντα έγγραφα εμπίπτουν γενικώς στίς κατηγορίες πού συνοπτικῶς ἀνέφερε ὁ γενικός εἰσαγγελεύς Warner στην σελίδα 12 τῶν προτάσεων του, νομίζω ὅτι, ἐν ὄψει τήν σπουδαιότητος τῆς υποθέσεως, χρειάζεται νά προσδιορισθεί εἰδικότερα ἡ φύση τῶν επιδίκων έγγραφων. Τά ἐπίδικα έγγραφα δύνανται νά διαιρεθούν στίς ἀκόλουθες κατηγορίες: πρώτον, εκείνα διά τῶν ὁποίων ζητείται νομική συμβουλή, δεύτερον, ἐκείνα διά τῶν ὁποίων παρέχεται νομική συμβουλή καί, τρίτον, εκείνα διά τῶν ὁποίων συνοψίζονται συμβουλές: Α. (i) αἰτήσεις περί παροχής νομικῆς συμβουλῆς, οἱ όποιες υπεβλήθησαν ἀπό έμμισθο solicitor μιας ἑταιρίας, παρέχοντα ἀκόμα, μεταξύ άλλων, νομικές συμβουλές στην προσφεύγουσα («the Service Company») πρός δύο barristers, οἱ όποιοι ἀσκούν τό δικηγορικό επάγγελμα ιδιωτικώς (έγγραφοὑπ ἀριθ. 1) (ii) αἰτήσεις πρός παροχή νομικών συμβουλών, τίς ὁποῖες ὑπέβαλαν εκτελεστικά στελέχη τῆς προσφευγούσης σ ένα solicitor ἀσκούντα ιδιωτικώς τό επάγγελμα τοῦ δικηγόρου στην 'Αγγλία (έγγραφοὑπ ἀριθ. Sí- (iii) ένα τηλετύπημα, μέ τό ὁποῖο προετάθη ὅτι έπρεπε νά ζητηθούν νομικές συμβουλές ἀπό solicitors, οἱ όποιοι ἀσκούν ἰδιωτικῶς τό επάγγελμα τοῦ δικηγόρου ἐντός τρίτης χώρας, σχετικά μέ τό δίκαιο τῆς ἐν λόγω χώρας, τό όποιο ἀπεστάλη ἀπό εκτελεστικό στέλεχος τῆς προσφευγούσης σέ στέλεχος τῆς ἀμεσου μητρικής ἑταιρίας τῆς προσφευγούσης (έγγραφο ὑπ ἀριθ. 13) 1643
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ TOY SIR GORDON SLYNN ΥΠΟΘΕΣΗ 155/79 Β. (i) ένα υπόμνημα, περιέχον νομικές συμβουλές περί τοῦ δικαίου τρίτης χώρας, τό όποιο ἀπέστειλε ἕνας δικηγόρος, ὁ όποιος ἐγκύρως ἀσκεῖ τό επάγγελμα στην ἐν λόγω χώρα καί εἶναι μισθωμένος ἀπό μέλος τοῦ ὁμίλου στον όποιο συμμετέχει ή προσφεύγουσα, πρός τους υπαλλήλους ἑνός άλλου μέλους τοῦ ὁμίλου, πλην τῆς προσφευγούσης (ἔγγραφο ὑπ ἀριθ.2) (ii) μία επιστολή, περιέχουσα νομικές συμβουλές περί τοῦ δικαίου τρίτης χώρας, τήν ὁποία ἀπέστειλε ἑταιρία δικηγόρων πού ἀσκεῖ τό δικηγορικό ἐπάγγελμα ιδιωτικώς στην έν λόγω χώρα, πρός πρόσωπο, τοῦ ὁποίου τίς εργασίες έχει μισθώσει ή ἀμέσως μητρική εταιρία τῆς προσφευγούσης εντός τοῦ ὁμίλου (έγγραφοὑπ ἀριθ. 3) (iii) μία ἐπιστολή, περιέχουσα νομικές συμβουλές, τήν ὁποία ἀπέστειλε ένας solicitor, ἀσκών τό δικηγορικό επάγγελμα ιδιωτικώς στην 'Αγγλία, πρός ἐκτελεστικό στέλεχος μέλους τοῦ ὁμίλου, έκτος τῆς προσφευγούσης (έγγραφοὑπ ἀριθ.7) (iv) επιστολές, περιέχουσες νομικές συμβουλές, τίς όποιες ἀπέστειλε solicitor, ἀσκων τό δικηγορικό επάγγελμα ιδιωτικώς στην 'Αγγλία, προς διάφορα εκτελεστικά στελέχη τής προσφευγούσης (έγγραφοὑπ ἀριθ. 4) (ν) ένα υπόμνημα, περιέχον νομικές συμβουλές, τό όποιο ἀπέστειλε solicitor, ἐργαζόμενος ἐπί μισθω στην Service Company, πρός εκτελεστικό στέλεχος τῆς προσφευγούσης (έγγραφοὑπ ἀριθ. 10) Γ. (i) ένα υπόμνημα, τό ὁποῖο συνοψίζει τίς νομικές συμβουλές πού εδόθησαν ἀπό solicitor εργαζόμενο ἐπί μισθῶ στην Service Company καί τό όποιο ἀπεστάλη ἀπό εκτελεστικό 1644 στέλεχος τῆς προσφευγούσης σέ άλλο (έγγραφοὑπ ἀριθ. 11) (ii) ένα υπόμνημα, στό όποιο συνοψίζονται νομικές συμβουλές τίς οποίες έδωσε ένας solicitor εργαζόμενος ἐπί μισθῶ στην Service Company καί τό όποιο ἀπεστάλη ἀπό εκτελεστικό στέλεχος τῆς προσφευγούσης σέ εκτελεστικό στέλεχος τής ἀμεσου μητρικής ἑταιρίας (έγγραφοὑπ ἀριθ. 16) (iii) ένα υπόμνημα, στό όποιο συνοψίζονται νομικές συμβουλές πού έδωσε ένας solicitor, ἀσκών τό δικηγορικό επάγγελμα ιδιωτικώς στην 'Αγγλία, τό όποιο ἀπεστάλη ἀπό εκτελεστικό στέλεχος τῆς προσφευγούσης σέ άλλο (έγγραφοὑπ ἀριθ. 12) (iv) διάφορα τηλετυπήματα, στά ὁποῖα συνοψίζονται νομικές συμβουλές, οἱ όποιες ελήφθησαν ἀπό barristers καί solicitors, oἱ όποιοι ἀσκούν τό δικηγορικό ἐπάγγελμα σέ τρίτη χώρα, ἀφορῶντα τό δίκαιο τῆς ἐν λόγω χώρας καί διαβιβασθέντα ἀπό εκτελεστικό στέλεχος τῆς προσφευγούσης σέ εκτελεστικό στέλεχος τής ἀμεσου μητρικής εταιρίας (έγγραφοὑπ ἀριθ. 17). Οἱ διάδικοι εκλήθησαν νά εκφέρουν, κατά τήν ἐπανανοιγεῖσα προφορική διαδικασία, τίς ἀπόψιες τους καί νά παρουσιάσουν σχετικές νομικές γνωμοδοτήσεις ἐπί τῆς νομοθεσίας πού έχει σχέση μέ τήν ύπαρξη καί τόν βαθμό προστασίας, ἡ οποία παρέχεται σέ περίπτωση διαδικασιῶν έλεγχου, πού διεξάγουν οἱ δημόσιες ἀρχές πρός εξακρίβωση παραβάσεων οικονομικοῦ χαρα κτῆρος, ἰδίως στόν τομέα τοῦ ἀνταγωνισμοί), καθώς καί μέ τήν ἀνταλλαγείσα ἀλληλογραφία μεταξύ (α) δύο δικηγόρων, (β) ἑνός ἀνεξαρτήτου δικηγόρου καί τοῦ πελάτου του,
(γ) μιας επιχειρήσεως καί ἑνός δικηγόρου, ὁ όποιος τελεί σέ μόνιμη συμβατική σχέση ἡ εἶναι υπάλληλος τῆς επιχειρήσεως, AM & S / ΕΠΙΤΡΟΠΗ (δ) ενός νομικοῦ συμβούλου καί ενός υπαλλήλου μιᾶς επιχειρήσεως ἡ ἑνός υπαλλήλου συνδεόμενης επιχειρήσεως, (ε) υπαλλήλων μιᾶς επιχειρήσεως ἡ διαφορετικῶν άλλά συνδεομένων επιχειρήσεων, ὅπού ἡ ἀλληλογραφία περιλαμβάνει νομικές συμβουλές, οἱ όποιες εδόθησαν ἀπό ἀνεξάρτητο δικηγόρο ή ἀπό νομικό σύμβουλο ὁ όποιος υπηρετεί σέ μία ἀπό τίς επιχειρήσεις ἡ σέ άλλες επιχειρήσεις τοῦ ἰδίου ὁμίλου. Κατά τήν ἐπανανοιγεΐσα προφορική διαδικασία, διετυπώθησαν περαιτέρω προτάσεις γιά λογαριασμό ὅλων εκείνων οἱ όποιοι συμμετέσχον στην πρώτη διαδικασία, κατά τήν διάρκεια τῆς ὁποίας οἱ νομικοί σύμβουλοι δέν ἐπραγματεύθησαν μόνον τά εἰδικά θέματα πού ἀνεφέροντο στην διάταξη τοῦ Δικαστηρίου, ἀλλά, ὅπως εκλήθησαν νά πράξουν, καί ζητήματα ἀρχής πού έπρεπε νά κριθοῦν. Φαίνεται, κατ' ἀρχήν, ἀναγκαίο νά κριθεί ποιά εἶναι πράγματι τά εξεταστέα επίδικα ζητήματα στην παροῦσα προσφυγή, κατά τό παρόν στάδιο. Καθώς κατέδειξε λεπτομερώς ὁ γενικός εἰσαγγελεύς Warner, ή 'Επιτροπή ἦταν διατεθειμένη νά δεχθεῖ ὅτι, ἀνεξαρτήτως τῆς αυστηρῆς νομικής θέσεως, δέν θά ἐχρησιμοποίει ὁρισμένα έγγραφα. Στην ἴδια τήν ἀπόφαση γίνεται μνεία τῆς ἀπαντήσεως πού εδόθη σέ ἀπάντηση στην γραπτή ερώτηση ἀριθ. 63/78 πού υπέβαλε ὁ κ. Cousté στό Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ἡ Ἐπιτροπή, στην επιθυμία της νά ενεργεί θεμιτῶς, ακολουθεί τους κανόνες περί ανταγωνισμού ὁρισμένων Κρατών μελών καί θέλει νά χρησιμοποιεί, ὡς ἀπόδειξη τῶν παραβάσεων τῶν κοινοτικών κανόνων περί ἀνταγωνισμού, κάθε νομικό έγγραφο ὑπό αυστηρή έννοια, τό όποιο έχει γραφεί μέ σκοπό τήν αίτηση ή τήν παροχή γνωμοδοτήσεων ἐπί νομικών θεμάτων, ἀπό τά όποια δέν πρέπει νά γίνεται παρέκκλιση ἡ έγγράφων πού ἀφοροῦν τήν προετοιμασία ἡ τήν σχεδίαση τῆς ἀμύνης τῆς επιχειρήσεως ἡ τῆς ἑνώσεως τῶν ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Όταν ή 'Επιτροπή συναντά τέτοια έγγραφα, δέν τά ἀντιγράφει. Πάντως, ἡ Ἐπιτροπή ἰσχυρίσθη ὅτι ὁ ελεγκτής τῆς Ἐπιτροπῆς ἠδύνατο νά εξετάσει τά έγγραφα καί νά υποβάλει ἐρωτήσεις «κατά τό μέτρο πού εἶναι ἀναγκαίο, προκειμένου νά καθορίσει ἄν αυτά πρέπει νά χρησιμοποιηθοῦν ἡ ὄχι». Ή 'Επιτροπή, μέ τήν ἀπό 31 'Οκτωβρίου 1979 επιστολή προς τους δικηγόρους τῆς προσφευγούσης, ἐτόνισε ὅτι εἶχε πάντοτε δεχθεί ὅτι ὁ ελεγκτής δέν χρειάζεται νά διαβάζει ὁλόκληρο τό περιεχόμενο τῶν επιστολών. "Επρεπε νά τίθεται σέ τέτοια θέση, ώστε νά πείθεται «ἀντικειμενικά καί μέ εύλογη βεβαιότητα ὅτι τό έγγραφο εἶναι ἀπό εκείνα πού προστατεύει τό κοινοτικό δίκαιο. Ή 'Επιτροπή, ἀμυνομένη, ἐδήλωσε ὅτι εἶναι «διατεθειμένη νά παράσχει τήν εξασφάλιση ὅτι στους ελεγκτές θά δίδονται οδηγίες, ώστε νά μή χρησιμοποιοῦν ὁποιαδήποτε γνώση ενδέχεται νά ἀποκομίζουν συνεπεία έλεγχου έγγράφων», προκειμένου νά κρίνεται κατά πόσον αυτά προστατεύονται καί, δεύτερον, ὅτι εἶχε επιτραπεί στον ελεγκτή νά εξετάσει τά έγγραφα μόνο κατά τό μέτρο πού ήταν ἀναγκαίο γιά νά προσδιορισθεί κατά πόσο αυτά έπρεπε νά χρησιμοποιηθούν ὡς ἀποδείξεις. Μέ τό υπόμνημά τῆς ἀντικρούσεως, ἡ 'Επιτροπή εδέχθη (σελίδα 2) ὅτι «υπάρχει μία πολύ γενική ἀρχή ἤ πολιτική, κατά τήν οποία υφίσταται δικαίωμα λήψεως νομικών συμβουλών σέ πλαίσιο εμπιστοσύνης, 1645
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ TOY SIR GORDON SLYNN ΥΠΟΘΕΣΗ 155/79 πράγμα πού συνεπάγεται κάποια προστασία ἔναντι τῆς ἀποκαλύψεως των έγγράφων μέ τά όποια ζητούνται ἡ παρέχονται οἱ ἐν λόγω συμβουλές». Κατά την 'Επιτροπή, τό μοναδικό ζήτημα ήταν κατά πόσο υπήρχε διαδικασία, κατά την ὁποία έπρεπε να κριθεί τό θέμα τῆς προστασίας καί ὅτι ἡ μόνη διαδικασία πού ὑφίστατο ήταν ὅτι ὁ ελεγκτής πρέπει νά ἀφήνεται ελεύθερος νά ἀποφασίζει περί τοῦ θέματος. Ἄν χρησιμοποιηθεί τό έγγραφο καί ληφθεί τελικῶς ἀπόφαση, ἡ ὁποία πιστοποιεί μία παράβαση, ἡ ενδιαφερόμενη εταιρία δύναται νά προσφύγει στό Δικαστήριο, προκειμένου νά ζητήσει τήν ἀκύρωση τῆς ἀποφάσεως δυνάμει τοῦ ἄρθρου 173 τῆς συνθήκης. (ii) Ἔγγραφα, τά όποια έχουν γραφεί ἀπό ή πρός δικηγόρο, μέ τά όποια ζητούνται ἡ παρέχονται νομικές συμβουλές (έστω καί ἄν δέν προστατεύονται ἀπό τήν πρώτη ἀρχή), δέν δύνανται νά χρησιμοποιηθούν ὡς ἀποδείξεις, ἄν ευρίσκονται εἰς χείρας τοῦ δικηγόρου. Τά ἐν λόγω έγγραφα δέν ἀποκαλύπτονται εἰς οὐδέναν έκτος ἀπό τό πρόσωπο πού εἶναι υπεύθυνο νά ἀποφασίσει κατά πόσο τό έγγραφο προστατεύεται ἡ ὄχι. Ή ἐν λόγω ἀρχή ἰσχύει μόνο στην περίπτωση πού ζητείται συμβουλή ἀπό τόν δικηγόρο ὑπό τήν ιδιότητά του ὡς δικηγόρου καί παύει νά ἰσχύει όταν ὁ ἴδιος ὁ δικηγόρος βοηθεῖ ἡ συμμετέχει στίς παράνομες ενέργειες τοῦ πελάτου του. Κατά τήν πρώτη προφορική διαδικασία, ή 'Επιτροπή έκρινε ὀρθό νά μήν υποβάλει παρατηρήσεις ὡς πρός τό ἄν ὑφίστατο, ἀπό πλευρᾶς κοινοτικού δικαίου, μιά ἀρχή προστασίας ἀπό τίς ἀποκαλύψεις. Κατά τήν δευτέρα συζήτηση, οἱ σύμβουλοι τῆς Ἐπιτροπής ἰσχυρίσθησαν ὅτι υπάρχουν τέσ σειρις ἀρχές σχετικές μέ τήν υπόθεση, κατά τήν παροῦσα κατάσταση τοῦ κοινοτικοί) δικαίου περί ἀνταγωνισμού, ὡς εκφάνσεις μιᾶς γενικής «ἀρχής περί προστασίας τοῦ ἐπαγγελματικοῦ ἀπορρήτου». Αυτές είναι οἱ έξῆς: (i) έγγραφα, τά όποια εγράφησαν ἀπό ή προς τόν δικηγόρο, ὁ όποιος ἀσχολείται μέ τήν υπεράσπιση τοῦ πελάτου στό πλαίσιο ἀρξαμένης διαδικασίας, δέν δύνανται νά χρησιμοποιηθούν ὡς ἀποδείξεις καί δέν δύνανται νά ἀποκαλυφθοῦν σέ ὁποιονδήποτε, έκτός ἀπό τό πρόσωπο πού εἶναι υπεύθυνο νά ἀποφασίσει κατά πόσο τό έγγραφο προστατεύεται ἀπό τήν ἐν λόγω ἀρχή ή ὄχι. Ή ἀρχή αυτή ἰσχύει επίσης ἀνεξαρτήτως τοῦ ἄν τά έγγραφα ευρίσκονται εἰς χείρας τοῦ δικηγόρου ή 1646 τοῦ πελάτου του, έχει δέ μόνον εφαρμογή στην περίπτωση πού κάποιος ζητεί συμβουλή ἀπό τόν δικηγόρο ὑπό τήν ιδιότητα τοῦ δικηγόρου. (iii) Πρέπει νά υπάρχει κάποιο πρόσωπο, πλην τοῦ δικηγόρου καί τού πελάτου του, τό όποιο εἶναι υπεύθυνο νά ἀποφασίζει κατά πόσον ένα έγγραφο τυγχάνει προστασίας, στην παρούσα δέ κατάσταση τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου τό πρόσωπο αυτό εἶναι ὁ ελεγκτής τῆς 'Επιτροπής. (iv) Στην περίπτωση πού μία ἀρχή, ὅπως ή 'Επιτροπή, έχει επισήμως δηλώσει ὅτι δέν θά χρησιμοποιήσει ὁρισμένα έγγραφα ὡς αποδείξεις (ἀκόμη καί ὅταν δέν εμποδίζεται ἐκ τοῦ νόμου νά τά χρησιμοποιήσει κατ' αυτόν τόν τρόπο), οἱ επιχειρήσεις δικαιούνται νά επικαλεσθοῦν τήν ἐν λόγω δήλωση (έκτός ἄν έχει τροποποιηθεί). "Αν ἡ 'Επιτροπή επρόκειτο σέ μία συγκεκριμένη περίπτωση νά χρησιμοποιήσει ἀποδείξεις ενός εἴδους, τίς ὁποίες είπε ὅτι δέν θά ἐχρησιμοποίει, τό γεγονός αυτό θά ἀπετέλει λόγο ἀκυρώσεως τῆς ἀποφάσεως, βασιζόμενο στίς ἐν λόγω ἀποδείξεις, ἄν οἱ ἀποδείξεις ήταν ἀρκετά σημαντικές ώστε νά επιφέρουν ἀκύρωση τῆς ἀποφάσεως. Ή 'Επιτροπή δέχεται ὅτι μέ τόν ὅρο «δικηγόρος» καλύπτεται τόσο ὁ ελεύθερος ἐπαγγελματίας δικηγόρος ὅσο καί ὁ έμμισθος
AM & S / ΕΠΙΤΡΟΠΗ δικηγόρος, ἀπασχολούμενος ἀπό μία ἀλλά τό ἄν υφίσταται ὁποιαδήποτε ἀρχή ἑταιρία,ἐφ ὅσον αυτός υπόκειται πράγματι σέ ένα παρεμφερές καθεστώς επαγγελρήτου, καί ἄν ναί: (α) ἡ έκταση εφαρμογής προστασίας τοῦ ἐπαγγελματικού ἀπορματικής δεοντολογίας καί πειθαρχίας, ὅπως της σέ σχέση πρός τά ἐν προκειμένω επίδικα έγγραφα καί (β) πώς πρέπει νά επι ὁ ελεύθερος επαγγελματίας δικηγόρος εντός τοῦ Κράτους μέλους στό όποιο ἀσκεῖ λύεται μία διαφορά περί τοῦ δικαιώματος τό επάγγελμα του. ἀντλήσεως ὀφέλους ἐκ τῆς ἐν λόγω ἀρχής. Καθώς ἀντιλαμβάνομαι την θέση τῆς 'Επιτροπῆς, ἡ τετάρτη ἀρχή γίνεται δεκτή ὡς νομική ἀρχή ὅπως καί οἱ άλλες τρεις, άλλα ἐπί τῆ βάσει τῆς ἀσφαλείας τοῦ δικαίου ή ενδεχομένως εκείνου πού στό common law θά ἀπεκαλεῖτο Estoppel. Ή προσφεύγουσα, ἐνῶ ἀναμφιβόλως δέχεται ὅτι ἡ πρώτη καί τετάρτη ἀρχή είναι καλύτερες ἀπό τό τίποτα, δέν δέχεται βεβαίως τήν δευτέρα καί τρίτη ἀρχή ὅπως έχουν διατυπωθεί. Προβάλλει μία ευρύτερη διατύπωση τῆς ἀρχής. Προς τοῦτο, υποστηρίζεται ἀπό τήν κυβέρνηση τοῦ 'Ηνωμένου Βασιλείου καί τήν CCBE. Ή γαλλική κυβέρνηση, ἐνῶ δέχεται τήν τρίτη ἀρχή ἄν υπάρχει κάποιος κανόνας προστασίας, ἀπορρίπτει τίς υπόλοιπες, ὅπως τίς έχει διατυπώσει ἡ 'Επιτροπή, ὡς μή ἀποτελούσες τμήμα τοῦ κοινοτικοί) δικαίου. Καθίσταται σαφές ὅτι ἡ ἀρχική θέση, πού έλαβαν ἡ προσφεύγουσα καί ἡ 'Επιτροπή, ὅτι στην παροῦσα υπόθεση ἐπρόκειτο μόνο περί διαδικαστικοί) θέματος, καί ὅτι οἱ διαφορές περί τῶν ὁρίων προστασίας ἠδύ ναντο νά τύχουν ἐπεξεργασίας ἀργότερα, δέν δύναται νά γίνει δεκτή. Πράγματι, μοῦ φαίνεται ὅτι ἡ CCBE καί οἱ σύμβουλοι τῆς γαλλικής κυβερνήσεως είχαν δίκιο στην ἀρχή, ὅταν ἰσχυρίσθησαν ὅτι έπρεπε νά κριθεί κατά πόσον ὑφίστατο κάποιο προ στατευτέο δικαίωμα, προτοῦ ἀνακύψει ὁποιοδήποτε ζήτημα διαδικασίας. Γενικώς, τό ζήτημα δέν εἶναι τό πῶς πρέπει νά ἐφαρμοσθεῖ εκείνο πού ἡ 'Επιτροπή ἀρχικῶς ἐπαρουσίασε ὡς διοικητική παραχώρηση, Κατά τήν δευτέρα προφορική διαδικασία, οἱ σύμβουλοι τῆς Ἐπιτροπῆς ἐδήλωσαν ὅτι ή 'Επιτροπή δέν ήθελε πλέον νά χρησιμοποιήθει τάὑπ ἀριθ. 1-10 έγγραφα τοῦ καταλόγου τῶν έγγραφων, τά όποια ήταν μέχρι τότε επίδικα. 'Ανεξαρτήτως τῆς ἐκβά σεως τῆς υποθέσεως, δέν υπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ 'Επιτροπή δέν θά ἀποστεῖ πράγματι ἐκ τῆς δηλώσεως αυτής. Ἐκ πρώτης ὄψεως, 'ίσως φαίνεται ἐλκυστικό νά ἀποφευχθοῦν οἱ λεπτολογίες καί νά ἀγνοηθούν τά ἐν λόγω έγγραφα πρός τόν σκοπό διατυπώσεως τῆς παρούσης γνώμης καί τῆς ἐκδόσεως ἀποφάσεως παρά τοῦ Δικαστηρίου. Είμαι τῆς γνώμης ὅτι κάτι τέτοιο δέν θά ήταν ορθό. Οί διάδικοι εξακολουθούν νά διαφωνούν ὡς πρός τό πραγματικό ζήτημα. Ή 'Επιτροπή διεκδικεί τό δικαίωμα νά εξετάζει τά έγγραφα, έστω καί ἄν είναι έτοιμη νά παραιτηθεί ἀπό τό ἐν λόγω δικαίωμα: ἡ ἐταιρία ἀρνείται τό δικαίωμα αυτό. 'Εξ άλλου, τά έγγραφα ἀνήκουν σέ μία κατηγορία έγγράφων, ἡ ὁποία εἶναι κρίσιμη για τά ζητήματα πού απομένουν νά κριθοῦν. Ἐν ὄψει τοῦ χρόνου καί τῆς προσοχής πού ἀφιέρωσαν τό Δικαστήριο καί οἱ διάδικοι στό ἐν λόγω ζήτημα, μοῦ φαίνεται ὀρθό, καί ἴσως ἀναπόφευκτο, ὅτι τά έγγραφα πρέπει νά εξετασθούν στό σύνολό τους. Οἱ εξουσίες ἐρεύνης τῆς 'Επιτροπής, γιά τήν άσκηση τῶν καθηκόντων πού τῆς έχουν ἀνατεθεί μέ τό άρθρο 89 τῆς συνθήκης ΕΟΚ καί τίς διατάξεις πού έχουν θεσπισθεῖ δυνάμει τοῦ ἄρθρου 87 τῆς συνθήκης, ἀπονέμονται δυνάμει τοῦ ἄρθρου 14 τοῦ κανονισμού 17. Ή 'Επιτροπή δύναται «νά διεξάγει όλους τους ἀπαραιτήτους έλεγχους 1647
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ TOY SIR GORDON SLYNN ΥΠΟΘΕΣΗ 155/79 στίς επιχειρήσεις καί ενώσεις ἐπιχειρήσεων», πρός τόν σκοπό δέ αυτό οἱ εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι τῆς ἔχουν τήν εξουσία νά εξετάζουν τά βιβλία καί τά ἀρχεία τῶν επιχειρήσεων, νά λαμβάνουν ἀντίγραφα αυτών καί νά ζητοῦν προφορικές επεξηγήσεις. Καμμία μνεία δέν γίνεται γιά ὁποιαδήποτε εξαίρεση ἤ προστασία, ἡ ὁποία θά ἠδύνατο νά ζητηθεῖ βάσει τοῦ ἐπαγγελματικοῦ ἀπορρήτου. Ή ἐν λόγω σιωπή εἶναι τόσο πειστική ώστε καμμία τέτοια προστασία νά μή δύναται νά εφαρμοσθεί ὑπό ὁποιαδήποτε μορφή καί σέ ὁποιαδήποτε κατάσταση; Κατά τήν γνώμη μου δέν εἶναι. Πρώτον, πρέπει νά διερευνηθεί κατά πόσον υφίσταται ἀρχή τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου υφισταμένη ἀνεξαρτήτως τοῦ κανονισμοῦ, καί δεύτερον, κατά πόσον ὁ κανονισμός, ὀρθώς ἐρμηνευό μενος, εμποδίζει τήν εφαρμογή τῆς ἐν λόγω ἀρχής. Τό ερώτημα δέν συνίσταται στό ἄν μία ἀρχή τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου παρεκκλίνει ἀπό τό άρθρο 14, άλλα ἄν τό άρθρο 14 ἀποκλείει τήν εφαρμογή μιας ἀρχής τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου. Ἑπομένως, κατά τήν γνώμη μου, γιά νά κριθεί ἄν τό άρθρο 1 (β) τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἐπιτροπῆς πρέπει νά διατηρηθεί, εἶναι ἀνάγκη νά ἐπιλυθοῦν τά ζητήματα: (α) κατά πόσον υφίσταται γενική αρχή τοῦ κοινοτικού δικαίου, ἡ ὁποία, εξαρτώμενη ἀπό τό τρίτο ζήτημα, προστατεύει έγγραφα περιέχοντα επαγγελματικά ἀπόρρητα καί τό ἐν γένει περιεχόμενο των ἐν λόγω έγγράφων ἀπό τήν προσκόμιση καί χρησιμοποίηση σέ δικαστικές, οιονεί δικαστικές ἤ διοικητικές διαδικασίες (β) ἄν καί, κατά πόσο τά επίδικα έγγραφα στην παροῦσα υπόθεση καλύπτονται ἀπό τήν ἐν λόγω ἀρχή 1648 (γ) κατά πόσον ὁ κανονισμός 17 (καί ειδικότερα τό άρθρο 14), ὀρθώς ἑρμηνευό μενος, εμποδίζει τήν ἀρχή νά εφαρμοσθεί κατά τήν διάρκεια έλεγχου πού διεξάγει ἡ 'Επιτροπή (δ) πώς πρέπει νά επιλυθεί, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ τῆς Ἐπιτροπῆς καί τῆς ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως, ὁποιοδήποτε ζήτημα περί τοῦ ἄν ἡ ἀρχή καλύπτει τά έγγραφα. Δέν χρειάζεται νά τονισθεί καθόλου ὅτι οἱ γενικές ἀρχές πού δέν έχουν ρητώς διατυπωθεί στην συνθήκη ἡ στό παράγωγο δίκαιο δύνανται νά ὑφίστανται ὡς τμήμα τοῦ κοινοτικού δικαίου, τήν τήρηση των ὁποίων τό Δικαστήριο ὀφείλει νά εξασφαλίζει. Αυτό έχει καταστεί σαφές σέ ένα άρθρο τοῦ δικαστού Pescatore, πού υπάρχει στό Cahiers de Droit Européen τοῦ 1968 στην σελίδα 629. Δέν μοῦ φαίνεται ὅτι ή ἀρχή περιορίζεται στά «θεμελιώδη δικαιώματα», τά όποια πραγματεύεται ειδικότερα τό άρθρο. Έχει ευρύτερη βάση. Αυτό φαίνεται, πράγματι, νά γίνεται ἀποδεκτό καί ἀπό τους δύο διαδίκους στην παροῦσα υπόθεση. Ή 'Επιτροπή Ισχυρίζεται ὅτι πρέπει νά υφίσταται συμφωνία μεταξύ τῶν νομοθεσιών ὅλων τῶν Κρατών μελῶν καί ὅτι τό Δικαστήριο δέν δύναται νά καθιερώσει μία ἀρχή, ἡ ὁποία υπερβαίνει τό ὅριο πού έχει γίνει ἀποδεκτό ἀπό ὁποιοδήποτε τῶν Κρατών μελών. Περί τοῦ ισχυρισμού αὐτοῦ δέν έχει παραθέσει ειδική πηγή, ούτε ἐδήλωσε ποιο εἶναι τό ἀναγκαίο επίπεδο ή ὁ βαθμός συμφωνίας πού ἀπαιτείται πρός ἀπόδειξη τῆς υπάρξεως μιᾶς γενικής ἀρχής. Ή CCBE, τίς ἀπόψεις τῆς όποιας ἐπί τοῦ σημείου αυτού υιοθέτησε γενικῶς ἡ προσφεύγουσα, ισχυρίζεται ὅτι ὁ σκοπός τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου εἶναι νά ἀνευρίσκεται ή καλύτερα λύση ἀπό πλευρᾶς ποιότητος, λαμβανομένωνὑπ ὄψη τοῦ πνεύματος, τοῦ
AM & S / ΕΠΙΤΡΟΠΗ προσανατολισμοί) καί τῆς γενικῆς τάσεως τῶν εθνικών νομοθεσιῶν. Πρός υποστήριξη, αύτη παραθέτει τόν Ρ. Reuter στό Mélanges Rolin 1964, σ. 273 τό άρθρο τοῦ δικαστού Pescatore (ἀνωτέρω) στίς σσ. 654-655 Ipsen, Europäisches Gemeinschaftsrecht, 1972, σ. 114 W. Ganshof van der Meersch, L'Ordre Juridique des Communautés européennes, 1975, σσ. 150 καί 163' Louis, L'Ordre Juridique Communautaire, 1979, σ. 164, καί Zweigert, Novelles 1969, παράγραφος 1203. Ὁ γενικός εἰσαγγελεύς Lagrange ἀκολούθησε μία παρεμφερή προσέγγιση στην υπόθεση 14/61 Hoogovens κατά Ανωτάτης 'Αρχῆς (1962) ECR 253 στίς σσ. 283-4, ή ὁποία ἀντανακλᾶται καί ἀλλαχοῦ (βλέπε π.χ. υπόθεση 5/71, Zuckerfabrik Schöppen- ὡς παραδείγματα. Μία τέτοια πρακτική ἀκολουθείται ὄχι γιά νά γίνει εισαγωγή stedt κατά Σνμβονλίον (1971) ECR 975 στήν τῶν εθνικών νομοθεσιών, αυτών καθ' σελίδα 989 καί υποθέσεις 63 μέχρι 69/72, ἑαυτών, στό κοινοτικό δίκαιο, άλλά προκειμένου νά χρησιμοποιηθούν ὡς μέσα Werhahn κατά Σνμβονλίον (1973) ECR 1229 στίς σσ. 1259-1260). Δέν παραθέτω τίς παραγράφους αυτές, άλλα μοῦ φαίνεται άξιο σημειώσεως νά υπενθυμίσω στό Δικαστήριο τίς ἀπόψεις τοῦ δικαστοῦ Kutscher, περί συναγωγής γενικών άρχων τοῦ δικαίου ἐκ τῆς μελέτης τῶν νομοθεσιών των Κρατῶν μελών: «Υπάρχει πλήρης συμφωνία ὅτι, ὅταν τό Δικαστήριο ἑρμηνεύει ἡ συμπληρώνει τό κοινοτικό δίκαιο μέ βάση τό συγκριτικό δίκαιο, δέν υποχρεούται νά λαμβάνειὑπ ὄψη τα ελάχιστα σημεία πού έχουν κοινά οἱ εθνικές λύσεις ἡ τόν μέσο ὅρο τους ἡ τήν λύση πού παρέχει ἡ πλειοψηφία τῶν νομικών συστημάτων ὡς βάση τῆς ἀποφάσεως του. Τό Δικαστήριο ὀφείλει νά σταθμίζει καί νά εκτιμά τό συγκεκριμένο πρόβλημα καί νά ἀναζητεί τήν «καλυτερα» καί τήν «πλέον κατάλληλη λύση.» («Methods of Interpretation as seen by a Judge at the Court of Justice», Judicial and Academic Conference 1976 στην σελίδα 29.) Τό ὅτι ἡ εθνική νομοθεσία πρέπει νά λαμβάνεταιὑπ ὄψηἐπί συγκριτικής βάσεως, ὡς ενίσχυση τῆς εξετάσεως τοῦ τί εἶναι κοινοτικό δίκαιο ἐμφαίνεται ἀπό πολλές υποθέσεις, μεταξύ τῶν ὁποίων οἱ υποθέσεις 3/54, Amder κατά 'Ανωτάτης Αρχῆς (1954-1956) ECR 63, 28/76, L TU κατά Eurocontrol (1976) ECR 1541 στην σκέψη 3, 814/79, Netherlands κατά Rüffer (1980) ECR 3807, 4/73, Noid κατά Ἐπιτροπῆς (1974) ECR 491 στην σκέψη 13 3/65, Espérance-Longdoz κατά 'Ανωτάτης 'Αρχής (1965) ECR 1065 στην σελίδα 1090, δύνανται νά θεωρηθούν ἀνακαλύψεως μιᾶς άγράφου ἀρχής τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου (βλέπε π.χ. υπόθεση 18/57, Nold κατά 'Ανωτάτης 'Αρχής (1959) ECR 41 στίς σελίδες 73-74, υπόθεση 36-38 καί 40/59, Geitling κατά 'Ανωτάτης 'Αρχής (1960) ECR 423 στην σελίδα 38 καί στην σελίδα 450 (γενικός εἰσαγγελεύς Lagrange) υπόθεση 11/70, Internationale Handelsgesellschaft κατά EVst (1970) ECR 1125 στίς σκέψεις 3 καί 4 καί σσ. 1146-1147, γενικός εἰσαγγελεύς Dutheillet de Lamothe). Ή άποψη πού διετυπώθη τότε στην υπόθεση αυτή, εμμέσως ἄν ὄχι σαφώς, ὅτι δηλ. ή προσφεύγουσα προσεπάθησε νά θέσει ὁπωσδήποτε, εντός ἑνός ἀνεπίδεκτου τύπου, έναν καθαρώς τοπικό κανόνα τοῦ common law, μοῦ φαίνεται άδικη έναντι τῆς επιχειρηματολογίας τῆς προσφευγούσης, ή ὁποία επεδίωκε, ὁπως ἡ CCBE καί ή κυβέρνηση τοῦ Ἡνωμένου Βασιλείου, νά ἀναλύσει μία ἀρχή πού ἀποτελεῖ τμήμα τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου, δι' ἀναφοράς στίς εθνικές νομοθεσίες καί ἡ ὁποία, γιά τήν λεπτομερή εφαρμογή της, ἀπαιτεί προσαρμογή τῶν κοινοτικών διαδικασιών. 1649
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ TOY SIR GORDON SLYNN ΥΠΟΘΕΣΗ 155/79 'Εξετάζοντας τίς εθνικές νομοθεσίες, δέν μοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι δυνατό νά υπάρξει μία προϋπόθεση τῆς υπάρξεως ενός κανόνος κοινοτικοῦ δικαίου τό ὅτι ἡ ἀρχή πρέπει νά εκφράζεται ἡ νά ἐφαρμόζεται κατά ταυτόσημο τρόπο σέ ὅλα τά Κράτη μέλη. Ὁμοφωνία γιά ἕνα θέμα πού είναι σχετικό μέ πρόβλημα τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου δύναται πάντως νά ἀποτελεί ισχυρή ένδειξη τῆς υπάρξεως ἐνός κανόνος κοινοτικού δικαίου. Πάντως, καθολική ὁμοφωνία ἐκφράσεως καί εφαρμογής δέν εἶναι ἀναγκαία. Είναι ἀπίθανη καί ὑπό τίς καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις, καθώς ή Κοινότης αυξάνει σέ μέγεθος. Μοῦ φαίνεται πάρα πολύ πιθανό ὅτι ὑπάρχουν διαφορές στά διάφορα Κράτη μέλη κατά τήν εφαρμογή τῶν άρχων τῆς «χρηστής διοικήσεως τῆς δικαιοσύνης», τῆς ἀπορρίψεως «τῆς ἀρνησιδικίας» καί ως πρός τήν «ἀρχή τῆς ἀναλογικότητος», πού ἀναφέρεται στην σελίδα 643 τοῦ ἄρθρου πού υπάρχει στό έργο «Les Cahiers de droit européen». Πάντως, τέτοιες διαφορές δέν εμποδίζουν τίς ἐν λόγω ἀρχές νά ἀποτελοῦν τμήμα τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου. Πράγματι, στην υπόθεση 17/74, Transocean Marine Paint Association, κατά Ἐπιτροπῆς (1974) ECR 1063 έγινε δεκτό ὅτι τό δικαίωμα ἀκροάσεως ὑφίστατο, έστω καί ἄν ὁ γενικός εἰσαγγε λεύς Warner διεπίστωσε, στό οἰκεῖο πλαίσιο, ὅτι ὁ κανών «Audi Alteram Partem» ὑφίστατο μόνο σέ μερικά ἀπό τά Κράτη μέλη. Τό γεγονός ὅτι οἱ διαδικασίες σ ένα Κράτος μέλος δύνανται νά εἶναι ποινικές, σέ άλλα Κράτη μέλη ἀστικές, ὅτι οἱ ένδικες διαδικασίες διαφέρουν, ὅτι γιά Ιστορικούς λόγους έχει υιοθετηθεί διαφορετική πρακτική, έχουν ἐφαρμογή διαφορετικοί ὅροι, καθίστᾶ ἀναπόφευκτη τήν ἀπόκλιση. Κατά τήν γνώμη μου, εκείνο πού πρέπει νά ἀναζητηθεί εἶναι μία γενική ἀρχή, έστω καί ἄν εἶναι διατυπωμένη μέ ευρείς όρους. "Αν αυτή έχει γίνει ευρέως ἀποδεκτή, τότε δύναται, ἄν εἶναι σχετική νά διαπιστωθεί ὅτι ἀποτελεί τμήμα τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου. Τότε, στό Δικαστήριο ἀπόκειται νά ἀποφανθεί πώς πρέπει νά επεξεργασθεί τήν ἐν λόγω ἀρχή κατά τόν καλύτερο καί πλέον πρόσφορο τρόπο γιά νά χρησιμοποιήσω τά λόγια τοῦ δικα 1650 στοῦ Kutscher στό πλαίσιο τῆς κοινοτικής διαδικασίας. Ούτε εἶναι κρίσιμο γιά τήν ύπαρξη τῆς ἀρχής τό γεγονός ὅτι σέ μερικά Κράτη μέλη ἡ γενική ἀρχή ενδέχεται νά έχει τροποποιηθεί ἡ νά έχει ἀποκλεισθεί σέ ὁρισμένους τομείς πού καλύπτονται ἀπό τήν νομοθεσία. Ἐναπόκειται στά Κράτη μέλη καί σ εκείνους (εντός των ποικίλων ἐξουσιών τους) πού παράγουν τήν κοινοτική νομοθεσία νά ἀποφασίσουν κατά πόσο ἡ υφισταμένη γενική ἀρχή πρέπει νά τροποποιηθεί ἡ νά ἀποκλεισθεί. Λόγω τῶν ἀποκλίσεων αυτών ἀπό πλευρᾶς διαδικασίας καί πρακτικής, είναι, κατά τήν γνώμη μου, σημαντικό νά μή προσκολλη θοῦμε πάρα πολύ σέ λεπτομερή σύγκριση τῶν συγκεκριμένων τύπων ἡ κανόνων. Εκείνο πού έχει σημασία εἶναι ἡ γενική εικόνα. Ἑπομένως, τό ζήτημα δέν εἶναι τό ἄν τό legal professional privilege (λανθασμένος ὅρος ἀφοῦ πρόκειται γιά δικαίωμα τοῦ πελάτου) εἶναι ταυτόσημο μέ τό «le secret professionnel» (τό επαγγελματικό ἀπόρρητο) (ή υποχρέωση πού έχει ἰδίως ὁ δικηγόρος), περί τοῦ οποίου ἀκριβῶς δέν πρόκειται, ἀλλά τό ἄν απορρέει ἀπό διάφορες πηγές μία έννοια τῆς προστασίας τοῦ ἐπαγγελματικοῦ απορρήτου, π.χ., στην 'Αγγλία ἀπό τό «privilege» (προνόμιο) καί ἀπό οποιουσδήποτε κανόνες περί τῆς προστασίας τοῦ εμπιστευτικοῦ χαρακτῆρος τῶν σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου, στην Γαλλία ἀπό τήν ἀνάμιξη τῶν: «le secret professionnel», «les droits de la défense» καί τῶν κανόνων πού εφαρμόζονται ἐπί τοῦ «secret des lettres confidentielles». Τό Δικαστήριο έχει λάβει ἀπό τους διαδίκους πολλές λεπτομέρειες, ὅσον άφορᾶ τήν
AM & S / ΕΠΙΤΡΟΠΗ νομοθεσία καί την πρακτική ἐντός τῶν διαφόρων Κρατῶν μελών. 'Αναφέρομαι σ αυτό μέ κάποιο δισταγμό, ἐν μέρει διότι κάθε μέλος τοῦ Δικαστηρίου γνωρίζει πάντοτε την κατάσταση στήν χώρα του καλύτερα ἀπ ὅ,τι ένας νομικός άλλου δικαιοδοτικοῦ ὀργάνου ἐν μέρει διότι ἡ διαφωνία περί τοῦ πως ἔχει ἡ νομοθεσία ἐνός συγκεκριμένου Κράτους μέλους ἀνέκυψε ἐπίσης κατά την διάρκεια τῆς προφορικῆς διαδικασίας. Ό πληρεξούσιος τῆς γαλλικής κυβερνήσεως, προφανῶς, δέν δέχεται ὅτι ἡ CCBE έχει ὀρθώς ἀναλύσει ἡ εκθέσει τήν νομοθεσία τῆς Γαλλίας καί τῶν άλλων Κρατών μελών, έστω καί ἄν ἀντιπρόσωποι ἀπό τους δικηγορικούς συλλόγους τῆς Γαλλίας καί τῶν άλλων Κρατών μελών ἔχουν σχέση μέ τήν CCBE, καί έστω καί ἄν εὐθέως παρατίθεται ὅ,τι ελέχθη ἀπό δικηγόρους τῶν ἐν λόγω Κρατών μελών. Ό ἀνωτέρω πληρεξούσιος Ισχυρίζεται ὅτι αυτοί σφάλλουν. Προσωπικώς, δέν δέχομαι τόν Ισχυρισμό του ὅτι ὁ πληρεξούσιος τοῦ 'Ηνωμένου Βασιλείου δέν έχει ὀρθώς ἐκθέσει τήν κατάσταση τῆς νομοθεσίας τοῦ Ἡνωμένου Βασιλείου ἡ τήν περί αυτής ἀνάλυση του. Είμαι πλήρως ικανοποιημένος, καθόσον στον συγκεκριμένο αυτό τομέα αυτός έσφαλε εξετάζοντας μέρος μόνο τοῦ θέματος. Αυτό δέν τό λέγω μέ ὁποιαδήποτε έννοια ἐπικρίσεως. Τουναντίον, εἶναι ἀξιέπαινες οἱ προσπάθειές του (καθώς καί τῶν άλλων πληρεξουσίων), τίς ὁποῖες κατέβαλε, πραγματευθείς τά επίδικα θέματα ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου. Ἀναφέρομαι στίς ἀποκλίσεις αὐτές, ἀπλώς καί μόνο γιά νά καταδείξω τίς δυσχέρειες πού ἀντιμετωπίζουν τό Δικαστήριο καί οἱ διάδικοι, ὅταν ἐπιζητούν νά ἐξετάσουν ἐξονυχιστικῶς τους λεπτομερείς τρόπους κατά τους ὁποίους προστατεύονται εντός τῶν Κρατών μελών ὁ εμπιστευτικός χαρακτήρ τῶν σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου καί τά δικαιώματα ἀμύνης τρόπους πού προσδιορίζονται ἀπό τα στοιχεία στά όποια έχω αναφερθεί. Πάντως, αυτό ουδαμώς εἶναι κρίσιμο γιά τήν ύπαρξη κάποιου δικαιώματος προστασίας τῶν νομικών έγγράφων. 'Επισημαίνει ἁπλώς καί μόνο, γιά νά χρησιμοποιήσω τήν φράση τοῦ γενικοῦ εἰσαγγελέως Warner, ὅτι πρέπει νά φθάσουμε στόν πυρήνα τοῦ ζητήματος. Στό Δικαστήριο έχουν προσκομισθεί ἀποσπάσματα ἀπό νομοθεσίες, ἀπό δικαστικές ἀποφάσεις καί γνώμες ἀκαδημαϊκών συγγραφέων, καθώς καί πληθώρα παραπομπών σέ δικαστικές ὑποθέσεις. 'Αντί νά εκθέσω αυτά ἐν ἐκτάσει, προτίθεμαι μάλλον νά συνοψίσω τά κοινά χαρακτηριστικά πού μοῦ φαίνονται σχετικά μέ τήν παρούσα υπόθεση, έχοντας πλήρη συνείδηση τῶν κινδύνων ὅτι μιά περίληψη ενδέχεται νά ἀποτελέσει ὑπεραπλούστευση καί νά είναι ἀτελής. Θά πραγματευθῶ πρώτον τήν γενική θέση ὅσον άφορᾶ τήν προστασία τοῦ επαγγελματικού ἀπορρήτου καί ἐν συνεχεία θά εξετάσω τήν κατάσταση ἐν σχέσει πρός τό δίκαιο τοῦ ἀνταγωνισμοί). Στό Βέλγιο, φαίνεται ὅτι τά εμπιστευτικά στοιχεία επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου προστατεύονται καί δέν δύνανται νά κατασχεθούν ἡ νά χρησιμοποιηθοῦν ως ἀποδείξεις. Μολονότι ἡ βάση τοῦ κανόνος δύναται νά εἶναι τό ὅτι πρέπει νά προστατεύονται οἱ πληροφορίες πού έχουν εμπιστευθεί στον δικηγόρο, ἀπό τήν γνώμη τοῦ Auditeur Huberlant καί τήν ἀπόφαση τοῦ Συμβουλίου 'Επικρατείας τῆς 8ης 'Ιουνίου 1961 (J. Τ. 1962, σ. 171) φαίνεται ὅτι καλύπτει επίσης εμπιστευτικές συμβουλές πού παρέχονται στόν πελάτη. Υφίσταται ἐπί πλέον μία πιό γενική ἀρχή, ἡ ὁποία προστατεύει τό ἀπόρρητο τῆς ἀλληλογραφίας βλέπε άρθρα 10 καί 22 τοῦ συντάγματος. Στην Δανία, ὁ κανών περί τοῦ επαγγελματικού ἀπορρήτου εμποδίζει τους δικηγόρους νά παρέχουν, ὡς ἀποδεικτικά στοιχεία, εμπιστευτικές πληροφορίες, τῶν 1651
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ TOY SIR GORDON SLYNN ΥΠΟΘΕΣΗ 155/79 ὁποίων έχουν λάβει γνώση εμπιστευτικῶς ὑπό τήν ἐπαγγελματική τους Ιδιότητα" ένας δικηγόρος δύναται νά ἀρνηθεί νά προσκομίσει έγγραφα πού καλύπτονται ἀπό τό επαγγελματικό ἀπόρρητο. Τά στοιχεία επικοινωνίας μεταξύ τοῦ κατηγορουμένου καί τοῦ δικηγόρου του προστατεύονται εἰς χείρας τοῦ κατηγορουμένου, δυνάμει τοῦ άρθρου 786 τοῦ κωδικός ποινικῆς δικονομίας. Ό κανών αυτός φαίνεται νά εφαρμόζεται επίσης ἐπί ἀστικών δικών. Στην Γερμανία, εμπιστευτικά στοιχεία παρεχόμενα σέ δικηγόρο προστατεύονται εἰς χείρας του, παραβίαση δέ τοῦ επαγγελματικού ἀπορρήτου, ἐκ μέρους τοῦ δικηγόρου, ἀποτελεί ποινικό ἀδίκημα. Ἑπομένως, έγγραφα τοιούτου είδους εἰς χείρας τοῦ δικηγόρου δέν δύνανται νά κατασχεθούν (άρθρο 97 τοῦ κωδικός ποινικής δικονομίας). "Εγγραφα εἰς χείρας τοῦ πελάτου δύνανται, καθώς φαίνεται, νά κατασχεθοῦν, ἐκτος ἄν συνετάγησαν μετά τήν έναρξη τῆς ποινικής διαδικασίας (ἀπόφαση τοῦ Bundesgerichtshof τῆς 13ης Αυγούστου 1973, NJW 1973, σ. 2035). Ή ἀρχή τῶν «droits de la défense» φαίνεται νά καλύπτει τά εμπιστευτικά έγγραφα, καί πρός τίς δύο κατευθύνσεις, μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου (βλέπε π.χ. τήν ἀπόφαση τοῦ Cour d'appel τῶν Παρισίων τῆς 13ης Νοεμβρίου 1979, Gazette du Palais, 1980, ἀριθ. 90 μέχρι 92) καί περιλαμβάνει τήν προστασία ἀπό κατάσχεση νομικών συμβουλών, οἱ όποιες έχουν παρασχεθεί στόν πελάτη πρό τῆς ενάρξεως τῆς διαδικασίας καί ευρίσκονται στην κατοχή του ή στην κατοχή προσώπου πού συνδέεται μ' αυτόν (Tribunal correctionnel de Nanterre, ἀπόφαση τῆς 18ης Δεκεμβρίου 1980, Gazette du Palais, 1981, σ. 68 ἀπόφαση ή ὁποία, σημειωτέον, έχει εφεσιβληθεί). Φαίνεται επίσης νά υπάρχει μία ευρύτερη προστασία γιά τίς εμπιστευτικές επιστολές ἀπ ὅ,τι υφίσταται δυνάμει τῶν συστημάτων τοῦ common law. 'Εν ὄψει τῆς προσοχής πού ειδικότερα έχει δοθεί στην γαλλική νομοθεσία κατά τήν διάρκεια τῆς συζητήσεως, ἀξίζει νά σημειωθεί ὅτι ἐκείνο πού έχω συνοψίσει ἀνωτέρω εκτίθεται, ἴσως πιό ζωηρά, στην παράγραφο 357 τοῦ έργου «Droit européen de la concurrence» (Plaisant, Franceschelli, Lassier) : Στην Γαλλία, παραβίαση τοῦ, κανόνος περί τοῦ επαγγελματικού ἀπορρήτου ἀποτελεῖ ποινικό ἀδίκημα καί, μολονότι φαίνεται ὅτι ὑπό ορισμένες περιστάσεις δύνανται νά κατασχεθοῦν έγγραφα ἀκόμη καί εἰς χεῖρας τοῦ δικηγόρου, ἡ σπουδαιότης τοῦ κανόνος επισημαίνεται στην εργασία τοῦ Lemaire: «Les règles de la profession de l'avocat» πού προσεκομίσθη στό Δικαστήριο. Ό κανών αυτός φαίνεται νά εἶναι στενά συνδεδεμένος μέ τά δικαιώματα ἀμύνης (les droits de la défense). «Sans aucun doute, l'application de la loi française, par exemple, aurait pour effet de rendre inaccessible le dossier détenu par un avocat régulièrement inscrit à un barreau, en raison de ses règles déontologiques et notamment par le respect du secret professionnel prévu, par l'article 378 du Code pénal. De même, les documents adressés par un avocat à ses clients demeurent couverts par le secret professionnel, surtout si la correspondance lui est adressée de manière confidentielle.» Στην Ἑλλάδα φαίνεται ὅτι εμπιστευτικά στοιχεία επικοινωνίας εἰς χεῖρας τοῦ δικηγόρου προστατεύονται σέ περιπτώσεις ἀνακριτικών διαδικασιῶν, τίς όποιες κινοῦν δικαστικές ἡ διοικητικές ἀρχές. Ἔγγραφα εἰς χείρας τοῦ πελάτου προστατεύονται 1652
AM & S / ΕΠΙΤΡΟΠΗ ἀπό τήν γενική ἀρχή τοῦ ἀπορρήτου, ή ὁποία προσδιορίζεται στό άρθρο 9 τοῦ συντάγματος. Τά ὅρια τῆς εξουσίας ἐρεύνης στους χώρους πού ἀνήκουν στόν πελάτη προσδιορίζονται ἀπό τά άρθρα 253 ἐπ. τοῦ κωδικός ποινικής δικονομίας. Στην Ἰρλανδία καί στό Ἡνωμένο Βασίλειο, μολονότι ενδέχεται νά υπάρχουν διαφορές στίς λεπτομέρειες, σέ γενικές γραμμές ή νομοθεσία τῶν δύο Κρατών μελών εἶναι ή ἰδία καί εκτίθεται πληρέστερα στίς προτάσεις τοῦ γενικού εισαγγελέως Warner. Πάντως, πρέπει νά ἐπαναληφθεί ὅτι καλύπτει συγχρόνως: (α) επικοινωνίες μεταξύ τοῦ προσώπου καί τοῦ δικηγόρου του, προκειμένου νά ληφθούν ἡ νά παρασχεθούν νομικές συμβουλές ἀσχέτως τοῦ ἄν έχουν σχέση μέ εκκρεμή ἡ ἀναμενομενη ένδικο διαδικασία καί (β) επικοινωνίες μεταξύ ἑνός προσώπου καί τοῦ δικηγόρου του καί άλλων προσώπων πού έχουν ὡς κύριο σκοπό τήν προετοιμασία εκκρεμούσης ἡ ἀναμενόμενης ενδίκου διαδικασίας. Στην 'Ιταλία, ὅπως στά περισσότερα τῶν Κρατών μελών, ἡ νομοθεσία ἀπαγορεύει στους δικηγόρους νά παρέχουν ὡς ἀποδείξεις τά στοιχεία πού τους έχουν εμπιστευθεί οἱ πελάτες τους καί τους επιτρέπει νά μή ἀποκαλύπτουν τά έγγραφα τά όποια καλύπτονται ἀπό τήν ἀρχή τοῦ επαγγελματικοῦ ἀπορρήτου. 'Εξ άλλου, φαίνεται ὅτι, στην περίπτωση ποινικών ἀνακρίσεων, έγγραφα πού κατέχει ὁ δικηγόρος δύνανται νά κατασχεθοῦν, έκτός ἄν αυτά τοῦ έχουν δοθεί ἐμπιστευτικῶς γιά τήν προετοιμασία τῆς ἀμύνης τοῦ πελάτου του. Στην ἀστική δίκη ἡ προστασία εἶναι ευρύτερη, άλλά, ἐν πάση περιπτώσει, δέν φαίνεται νά εκτείνεται στά έγγραφα πού ευρίσκονται εἰς χείρας τοῦ πελάτου. Στην περίπτωση τῶν δικηγόρων, φαίνεται ὅτι τό επαγγελματικό ἀπόρρητο ἀποτελεί μία ἀντανάκλαση τῶν δικαιωμάτων ἀμύνης, τά όποια εγγυάται τό άρθρο 24 τοῦ συντάγματος (βλέπε Leone, «Il segreto professionale: limiti e guaranzie», Rivista Italiana di Diritto e Procedura Penale, 1978, σ. 675). Στό Λουξεμβούργο, οἱ κανόνες περί ἐπαγγελματικοῦ ἀπορρήτου καί «Les droits de la défense» φαίνεται ὅτι προστατεύουν τά νομικής φύσεως εμπιστευτικά στοιχεία εἰς χείρας τοῦ δικηγόρου καί τοῦ πελάτου μετά τήν έναρξη τῆς διαδικασίας, πλην ὅμως λίγες δικαστικές ἀποφάσεις έχουν προσκομισθεί, ἐμφαίνουσες τήν εφαρμογή τῶν κανόνων αυτών στην πράξη. Ή ὀλλανδική νομοθεσία ἀπαγορεύει τήν ἀποκάλυψη εμπιστευτικών στοιχείων ἐκ μέρους προσώπων πού ἀσκοῦν ἐπάγγελμα ὅπως τό τοῦ δικηγόρου. Σχετικά μ' αὐτό, έχουν δικαίωμα νά ἀρνηθοῦν νά παράσχουν ἀποδείξειςἐπί θεμάτων πού καλύπτονται ἀπό τό ἐπαγγελματικό ἀπόρρητο. Τά θέματα αυτά περιλαμβάνουν ὄχι μόνο τά στοιχεία πού τους έχει ἀποκαλύψει ὁ πελάτης, ἀλλά ἐπίσης, στην περίπτωση τοῦ δικηγόρου, τίς νομικές συμβουλές πού έχουν δώσει (βλέπε, π.χ., τίς ἀποφάσεις τοῦ Gerechtshof τῆς επαρχίας τοῦ Drenthe, τῆς 17ης Νοεμβρίου 1869, W σελίς 3161 καί τοῦ Arrondissementsrechtbank τοῦ Ρόττερνταμ, τῆς 18ης 'Οκτωβρίου 1954, NJ 1955 ἀριθ. 368). Τό άρθρο 98 τοῦ κωδικος ποινικής δικονομίας ὁρίζει ὅτι, ὅταν διενεργοῦνται έρευνες στίς εγκαταστάσεις κάποιου ὁ όποιος δεσμεύεται ἀπό τό επαγγελματικό ἀπόρρητο, πρέπει νά τηρείται ἡ ἀρχή τοῦ επαγγελματικοῦ απορρήτου καί δέν δύνανται νά κατασχεθοῦν έγγραφα καλυπτόμενα ἀπό αυτό. Φαίνεται ὅτι δέν υπάρχει δικαστική ἀπόφαση, ἡ ὁποία δέχεται ή ἀπορρίπτει τό ὅτι προστατεύεται ἡ ευρισκομένη εἰς χείρας τοῦ πελάτου νομικής φύσεως ἀλληλογραφία. Ή παροῦσα σύνοψη γίνεται κατ' οὐσίαν, ἄν ὄχι ἐξ ὁλοκλήρου, δεκτή ἀπό τήν 'Επιτροπή, τήν προσφεύγουσα καί τους 1653
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ TOY SIR GORDON SLYNN - ΥΠΟΘΕΣΗ 155/79 ἐκπροσώπους τῶν δικηγορικών συλλόγων ὅλων τῶν Κρατῶν μελών, ὡς εύλογη καί ἀποδεκτή παράθεση τῶν νομοθεσιών τῶν Κρατών μελών. Μοῦ φαίνεται σημαντικό ὅτι αυτοί κατόρθωσαν νά καταλήξουν σέ συμφωνία ὡς πρός τήν ύπαρξη τῶν ἀρχων οι όποιες ἐκτίθενται στό έγγραφο πού προετοίμασαν νά ἀναγνώσουν στό Δικαστήριο. Ἐξ αυτού προκύπτει, καθώς πράγματι φαίνεται ἀναπόφευκτο, ὅτι ἡ κατάσταση σέ ὅλα τά Κράτη μέλη δέν εἶναι ταυτόσημη. Κατά τήν γνώμη μου, προκύπτει επίσης ὅτι υφίσταται σέ ὅλα τά Κράτη μέλη ἡ ἀναγνώριση ὅτι τό δημόσιο συμφέρον καί ή χρηστή διοίκηση τῆς δικαιοσύνης ἀπαιτούν, ὡς γενικό κανόνα, ὅτι ὁ πελάτης πρέπει νά εἶναι σέ θέση νά ὁμιλεί ελευθέρως, εἰλικρινῶς καί χωρίς επιφύλαξη πρός τόν δικηγόρο του. Καθώς ἀναφέρεται στους «Les règles de la profession d'avocat»: «Il faut que le client "puisse avoir, en son avocat, une confiance sans limite", qu'il puisse "négliger avec lui les précautions qu'on prend dans les affaires ordinaires"; qu'il ne craigne pas "d'ouvrir son âme tout entière à son défenseur et s'abandonner à sa foi".» Ή ἀρχή αύτη, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἄν περιγράφεται ὡς δικαίωμα τοῦ πελάτου ἡ ὡς υποχρέωση τοῦ δικηγόρου, δέν 'έχει καμμία σχέση μέ τήν προστασία ἡ τό προνόμιο τοῦ δικηγόρου. Πηγάζει, κατ' οὐσίαν, ἀπό τήν βασική ἀνάγκη τοῦ πολίτου μιας πολιτισμένης κοινωνίας νά δύναται νά προστρέχει στόν δικηγόρο του γιά συμβουλές καί βοήθεια, στην περίπτωση δέ ὅπου ή διαδικασία 'έχει ἀρχίσει γιά ἐκπροσώπηση ἀπορρέει επίσης ἀπό τά πλεονεκτήματα μιας κοινωνίας προσώπων, φυσικών καί νομικών, (ή ὁποία ἀναπτύσσει μία περίπλοκη νομοθεσία πού καταλαμβάνει ὅλες 1654 τίς εμπορικές υποθέσεις), τά όποια πρόσωπα πρέπει νά εἶναι σέ θέση νά γνωρίζουν τί πρέπει νά πράττουν βάσει τῆς νομοθεσίας, τί ἀπαγορεύεται, πού πρέπει νά βαδίζουν μέ περίσκεψη καί πότε ἀντιμετωπίζουν κινδύνους. Τό γεγονός ὅτι ἡ ἐν λόγω ἀρχή τῆς προστασίας τοῦ εμπιστευτικού χαρακτῆρος τῶν σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου δύναται νά ὑλοποιηθεί κατά διαφόρους τρόπους καί ὅτι δέν 'έχει τήν ἰδία έκταση εφαρμογής σέ ὅλα τά Κράτη μέλη σέ δεδομένο χρονικό σημείο, δέν σημαίνει ὅτι ἡ ἀρχή δέν υφίσταται. Κατά τήν γνώμη μου, πρέπει νά ἀναγνωρισθεί ὡς κανών κοινοτικού δικαίου. Ή έκταση καί ὁ τρόπος κατά τήν ὁποία αύτη εφαρμόζεται στό κοινοτικό δίκαιο καί ἐν σχέσει προς τίς κοινοτικές συναλλαγές καί διαδικασίες χρειάζονται επεξεργασία, ώστε νά επιτευχθεί ἡ καλύτερη καί ἡ πλέον πρόσφορη λύση, ὑπό τό φῶς ὄχι μόνο θεωρήσεων ἀπό πλευρᾶς πρακτικής τῶν διαφόρων Κρατών μελών, ἀλλα καί τῶν συμφερόντων τῆς Κοινότητος καί τῶν ὀργάνων της, τῶν Κρατών μελών καί τῶν ἀτόμων πού υπόκεινται στις νομοθεσίες τους. "Εχει γίνει παγκοίνως δεκτό ὅτι προστατεύονται εἰς χείρας τοῦ δικηγόρου τά εμπιστευτικά έγγραφα τοῦ εἴδους στό όποιο έχω ἀναφερθεί. "Αν κάποιος σκεφθεί τόν πραγματικό σκοπό τῆς προστασίας καί ἀπομακρυνθεί ἀπό τους τύπους καί τίς διαδικασίες, ὁπως τό «legal professional privilege» καί τό «secret professionnel», τά όποια ενδέχεται νά μή παρέχουν τήν πλήρη εικόνα, προσωπικώς, δέν δύναμαι νά διαπιστώσω καμμία δικαιολογημένη διάκριση μεταξύ τῶν περί ὧν ὁ λόγος έγγράφων, τά όποια ευρίσκονται εἰς χείρας τοῦ δικηγόρου καί εἰς χείρας τοῦ πελάτου. "Αν ὁ δικηγόρος έχει ένα ἀντίγραφο καί ὁ πελάτης ένα άλλο, ἀμφότεροι πρέπει νά προστατεύονται. Αίτηση καί ἀπάντηση, ὅταν ἀναφέρονται σέ νομικές συμβουλές, είναι τῆς ιδίας φύσεως. Τό νά λεχθεί στόν
AM & S / ΕΠΙΤΡΟΠΗ πελάτη ὅτι, ἄν ἀφήσει τά έγγραφά του στό κοντα (ὅπως στην 'Αγγλία τό τοῦ γραμματέως εταιρίας), ὁπότε, βεβαίως, ὑπό τήν γραφείο τοῦ δικηγόρου του, αυτά θά τύχουν προστασίας, ἐνῶ ἄν τά κρατήσει ὁ άλλη αὐτή Ιδιότητα δέν καλύπτεται κάθε ίδιος δέν θά τύχουν, μοῦ φαίνεται ἀβάσιμο είδος επικοινωνίας, ένας δικηγόρος πού καί δυνάμενο νά ενθαρρύνει π.χ. τήν ἀσκεῖ Ιδιωτικώς τό επάγγελμα καί ὁ όποῖος παροχή προφορικών συμβουλών, ἄν πρόκειται περί δυσμενοῦς συμβουλής, καί τήν ἑταιρία, ενδέχεται νά ενεργεί ἐπί μακρό είναι μέλος ἡ συνδέεται μέ μία μεγάλη καταστροφή ἡ μεταβίβαση τῶν έγγράφων χρόνο γιά λογαριασμό ενός μόνο πελάτου. στό γραφείο τοῦ δικηγόρου. "Αν τά "Αν οἱ επικοινωνίες του προστατεύονται, έγγραφα τοῦ δικηγόρου είχαν ἀφεθεί, κατά μοῦ φαίνεται ὅτι θά πρέπει νά προστατεύονται καί επικοινωνίες τοῦ δικηγόρου ὁ τύχη, στους χώρους τοῦ πελάτου, κατά τήν ήμερα επισκέψεως τοῦ ἐλεγκτοῦ, θά ήταν όποιος εἶναι μέλος τῆς νομικής υπηρεσίας ἐντελώς παράδοξο τό ὅτι έπρεπε νά προσκομισθούν, ἐνῶ δέν θά έπρεπε, ἄν ὁ δικη ταση, κατά τήν ὁποία δικηγόροι μιᾶς εταιρίας. Θά ἀπέρριπτα κάθε πρό (έχοντες γόρος είχε πάρει μαζί του τόν φάκελο του. Κατά τήν γνώμη μου, ὁ κανών καλύπτει επικοινωνίες μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου, οἱ όποιες διεξήχθησαν μέ σκοπό τήν λήψη ἡ παροχή νομικών συμβουλών, ἀσχέτως τοῦ εις ποίου τά χέρια ευρίσκονται τά έγγραφα καί ἀσχέτως τοῦ ἄν έχει ἀρχίσει ἡ ὄχι ένδικη διαδικασία. Καλύπτει ἐπίσης τό περιεχόμενο τῶν συμβουλών αυτών (δοθεισῶν προφορικώς ή εγγράφως), ἀσχέτως τύπου καταχωρίσεως εἴτε σέ επιστολή είτε σέ περίληψη, εἴτε σέ σημείωση εἴτε σέ πρακτικά. Έχει ἀναλυθεί λεπτομερώς ἡ θέση τοῦ δικηγόρου ὁ ὁποῖος παρέχει τίς υπηρεσίες του σέ μία επιχείρησηἐπί μισθῶ. Καθώς ἀντιλαμβάνομαι, σέ μερικά Κράτη μέλη ή πλήρης απασχόληση του εἶναι ἀσυμβίβαστη πρός τήν ἐν γένει επαγγελματική ιδιότητα τοῦ δικηγόρου (προφανώς στό Βέλγιο, στην Γαλλία, στην 'Ιταλία καί στό Λουξεμβούργο) σέ άλλα Κράτη μέλη, ὁ έμμισθος δικηγόρος εξακολουθεί νά υπόκειται στην επαγγελματική πειθαρχία καί δεοντολογία. Στην περίπτωση πού ὁ έμμισθος δικηγόρος εξακολουθεί νά παραμένει ὡς επαγγελματίας καί ὑπόκειται στην πειθαρχία καί δεοντολογία τοῦ επαγγέλματος, πρέπει, κατά τήν γνώμη μου, νά τύχει τῆς αὐτής μεταχειρίσεως, ὁπως οἱ ἀσκοῦντες ιδιωτικώς τό επάγγελμα τοῦ δικηγόρου,ἐφ ὅσον αυτός ενεργεί ὡς δικηγόρος. Δύνανται νά ἀνακύψουν περιπτώσεις ὅπου ὁ δικηγόρος ἀσκεῖ άλλα καθή τά επαγγελματικά προσόντα καί υποκείμενοι στην επαγγελματική πειθαρχία), οἱ ὁποίοι ἀπασχολοῦνται πλήρως ἀπό τά κοινοτικά όργανα, ἀπό τίς κυβερνητικές υπηρεσίες ἡ τίς νομικές υπηρεσίες ἰδιωτικῶν επιχειρήσεων, δέν πρέπει νά θεωρούνται ὅτι έχουν τέτοια επαγγελματική ἀνεξαρτησία, ώστε νά μήν εμπίπτουν στόν κανόνα. 'Επομένως, θεωρώ ὅτι ὁ πληρεξούσιος τῆς Ἐπιτροπῆς ὀρθώς δέχεται ὅτι ὁ έμμισθος δικηγόρος, ἐφ ὅσον ὑπόκειται στους κανόνες τῆς επαγγελματικής πειθαρχίας καί δεοντολογίας, πρέπει, γιά τους παρόντες σκοπούς, νά τύχει τῆς αυτής μεταχειρίσεως ὅπως ὁ δικηγόρος πού ἀσκεῖ ἰδιωτικῶς τό ἐπάγγελμα. Κατά τήν γνώμη μου, τό 'ίδιο πρέπει νά ισχύει γιά τίς εμπιστευτικές επικοινωνίες μεταξύ δικηγόρου, ὁ όποιος έχει τά προσόντα εντός ἑνός δικαιοδοτικοῦ συστήματος καί δικηγόρου, ὁ όποιος έχει τά προσόντα εντός διαφορετικοῦ δικαιοδοτικοῦ συστήματος, ὅσον άφορᾶ τίς ὑποθέσεις τῶν ἀμοιβαίων ἡ ἀντιστοίχων πελατών τους. 'Η χρηστή διοίκηση τῆς δικαιοσύνης καί τά δικαιώματα τοῦ πολίτου δέν ἀποτελοῦν, βεβαίως, τίς μόνες πλευρές τοῦ δημοσίου συμφέροντος. Πρέπει νά ευρίσκονται σέ ισορροπία μέ άλλες πλευρές τοῦ δημοσίου συμφέροντος, μέ τίς όποιες ενδέχεται νά συγκρούονται ἡ ενδεχομένως νά φαίνεται ὅτι συγκρούονται. Ό νομοθέτης δύναται νά 1655
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ TOY SIR GORDON SLYNN - ΥΠΟΘΕΣΗ 155/79 Δέν έχωὑπ ὄψη καμμία διάταξη εθνικής νομοθεσίας, ἡ ὁποία ρητῶς ἀποκλείει κάθε δικαίωμα ἐπί τοῦ επαγγελματικοῦ ἀπορρήτου ἀπό διερευνήσεις ἡ διαδικασίες σχετικές μέ τόν ἀνταγωνισμό. Καθώς ἀντιλαμβάνομαι, ὁ βελγικός νόμος τῆς 27ης Μαΐου 1960 οὐδόλως κάνει μνεία περί επαγγελματικοῦ ἀπορρήτου. 'Αλλ' οὔτε καί ὁ νόμος πού άφορᾶ ποινικές ἀνακρίσεις. Ἡ σιωπή δέν ἀφαιρεί τό δικαίωμα τοῦ επαγγελματικοῦ ἀπορρήτου στό τελευταίο πλαίσιο, ώστε νά δύναται νά ἀμφισβητηθεί κατά πόσον αυτό συμβαίνει μέ τό πρῶτο, μολονότι δέν φαίνεται νά 'έχει ἐκδοθεί καμμία ἀπόφασηἐπί τοῦ θέματος. ἀποφασίσει ὅτι μία ἀπό αυτές, ἡ ὁποία θά ἀρχής τῆς προστασίας τοῦ εμπιστευτικού εἶχε άλλως εφαρμογή, πρέπει νά ἀποκλεισθεί σέ τομείς ὅπου άλλες πλευρές τοῦ γόρου καί πελάτου. χαρακτῆρος τῶν σχέσεων μεταξύ δικη δημοσίου συμφέροντος πρέπει νά επικρατούν. Ή κατάργηση τῶν περιοριστικών πρακτικών ἡ τῶν εμποδίων στόν ελεύθερο Σύμφωνα μέ μία επιστολή τοῦ Bundeskartellamt, ἡ ὁποία προσεκομίσθη κατά τήν ἀνταγωνισμό ἀποτελεί ένα τέτοιο συμφέρον καί, προφανώς, ἐπί τοῦ παρόντος ἐπ ἀκροατηρίουδιαδικασία, έρευνες καί σημαντικό. Δύναται να λεχθεί ὅτι υπάρχει κατασχέσεις πού γίνονται στό πλαίσιο δια ένας κανών, ευρέως ἀποδεκτός στά Κράτη μέλη, ὅτι ἡ προστασία τοῦ ἐπαγγελματικοί) ἀπορρήτου πρέπει νά υποχωρεί ἔναντι των εξουσιών πού ἀπαιτούνται πρός διερεύνηση φερομένης παραβάσεως τῆς περί ἀνταγωνισμοῦ νομοθεσίας; δικασιών «διοικητικών προστίμων», δυνάμει τοῦ Gesetz gegen Wettbewerbsbeschränkungen («GWB»), στην Γερμανία, υπόκεινται ρητώς στους κανόνες τοῦ κωδικος ποινικής δικονομίας. Κατά συνέπεια, ή προστασία τοῦ εμπιστευτικού χαρακτῆρος τῶν σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου, κατά τό μέτρο πού γίνεται σεβαστή στό γερμανικό δίκαιο, ἀναγνωρίζεται, έγγραφα δέ πού ευρίσκονται εἰς χείρας τοῦ πελάτου δέν δύνανται νά κατασχεθούν, ἄν συνετάγησαν μετά τήν έναρξη τῆς διαδικασίας. Ἐξ άλλου, οἱ δυνάμει τῶν άρθρων 46 καί 51 ἑπ. τοῦ GWB έρευνες, οἱ όποιες εἶναι παρόμοιες προς τίς διαδικασίες δυνάμει τοῦ άρθρου 14 τοῦ κανονισμοῦ 17, δέν υπόκεινται σέ ὁποιοδήποτε ρητό περιορισμό. Ἐν τούτοις, ἀπό τό Bundeskartellamt καί ἀπό τους σχολιαστές γίνεται δεκτό ὅτι ὁ ἐμπιστευτικός χαρακτήρ τῶν σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου προστατεύεται κατά τήν 'ίδια έκταση, τά δέ έγγραφα σέ καμμία περίπτωση δέν δύνανται νά κατασχεθούν χωρίς δικαστική ἀπόφαση. Στην Γαλλία, φαίνεται νά γίνεται δεκτό ὅτι ή σιωπή τοῦ νόμου (π.χ. τοῦ ἄρθρου 15 τῆς Στην Δανία, ἡ σχετική νομοθεσία δέν ordonnance ἀριθ. 45/1484) ἀναιρεί τό επαγγελματικό ἀπόρρητο (βλέπε τήν ἀπόφαση παρέχει δικαίωμα κατασχέσεως ἐγγράφων, διά νά ἐπιτευχθεί δέ ἡ ἀποκάλυψη τους τοῦ Συμβουλίου τῆς 'Επικρατείας στην ὑπόθεση Appraillé, Recueil des arrêts du Conseil ἀπαιτείται προηγουμένη δικαστική ἀπόφαση. Μέχρι τώρα, αὐτό δέν έχει προφανῶς καταστεί ἀναγκαίο, διότι τά ὑπό εξέ λόγος ἀλληλογραφία «συνδέεται μέ τήν d'état 1952, σελίς 512), έκτος ἄν ἡ περί ἧς ὁ ταση πρόσωπα έχουν συμμορφωθεί πρός τά υπεράσπιση» (liée d'une défense). Ή φιλελεύθερη ἑρμηνεία πού έδωσε στην έκφραση αιτήματα προσκομίσεως έγγραφων. Δεδομένου πάντως ὅτι ὁ κατά τήν δανική νομοθεσία εμπιστευτικός χαρακτήρ δέν εκτεί μέ τήν ἀπό 18 Δεκεμβρίου 1980 ἀπόφαση αυτή τό Tribunal correctionnel de Nanterre, νεται προφανῶς στά ευρισκόμενα εἰς του, ἄν γίνει καί κατ' έφεση δεκτή, θά χείρας τοῦ πελάτου έγγραφα, δέν φαίνεται ευθυγράμμιζε κατά πολύ τήν γαλλική νά ἀνακύπτει περιορισμός ἡ προσβολή τῆς άποψη πρός τήν γερμανική, ενδεχομένως δέ 1656
και πρός την βελγική. Πάντως, ἡ ἀπόφαση αύτη έχει επικριθεί. AM & S / ΕΠΙΤΡΟΠΗ Τά άρθρα 25 και 26 τοῦ ἑλληνικοῦ νόμου 703/1977, τά όποια παρέχουν την εξουσία στην υπηρεσία προστασίας τοῦ ἀνταγωνισμοί) νά λαμβάνει κάθε ἀπαραίτητη πληροφορία καί νά διενεργεί ἔρευνες σέ επαγγελματικούς χώρους, ρητώς διαφυλάττουν τόν εμπιστευτικό χαρακτήρα τῶν σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου, παραπέμποντας στό άρθρο 9 τοῦ συντάγματος καί στά ἄρθρα 212 καί 253 ἑπ. τοῦ κώδικος ποινικής δικονομίας. Ή παράγραφος 7 (2) τοῦ πρώτου μέρους των Restrictive Practices Acts τῆς Ἰρλανδίας ρητῶς ἐξαρτᾶ τίς εξουσίες τῆς Ἐπιτροπής ἐπί τῶν περιοριστικῶν πρακτικών, νά εξετάζει ενόρκως μάρτυρες καί νά τους υποχρεώνει νά προσκομίζουν έγγραφα, ἀπό την ἀρχή τοῦ προνομίου ἐπί τοῦ επαγγελματικού ἀπορρήτου. Ό ἐλεγκτής ἐπί τῶν περιοριστικών πρακτικών 'έχει εκτεταμένες εξουσίες, παρεμφερείς μέ εκείνες τοῦ άρθρου 14 τοῦ κανονισμού 17, πλην ὅμως τό άρθρο 15 τοῦ Restrictive Practices Act επιτρέπει στό ὑφιστάμενο τόν έλεγχο πρόσωπο νά προσφεύγει δικαστικώς, ζητώντας ἀπό τό δικαστήριο νά ἀναγνωρίσει ὅτι ἡ άσκηση τῶν εξουσιών τοῦ ἐλεγκτοθ δέν δικαιολογείται ἀπό «τίς ἀπαιτήσεις τοῦ κοινού καλοῦ». Ή ιρλανδική ἀντίληψη περί τοῦ προνομίου ἐπί τοῦ επαγγελματικού ἀπορρήτου, ὅπως καί ή ἀγγλική, δικαιολογείται ἐκ λόγων δημοσίου συμφέροντος (καί ἑπομένως δύναται νά γίνει δεκτόν ὅτι έχει θεσπισθεί γιά τό κοινό καλό), πλην ὅμως ὁ Restrictive Practices Act φαίνεται νά ὑποχρεώνει τά ιρλανδικά δικαστήρια νά ἐκτιμοῦν τό δημόσιο συμφέρον υπέρ ἡ κατά τῆς ἀσκήσεως τῶν εξουσιών τοῦ ἐλεγκτοῦ. Φαίνεται ὅτι στήν 'Ιταλία δέν υπάρχει σχετική νομοθεσία, ὁπότε δέν ἀνακύπτει ἡ ἐν λόγω κατάσταση. Πάντως, φαίνεται οτι στήν περίπτωση έλεγχων εντός τοῦ πλαισίου διοικητικών διαδικασιών, ὅπού ή νομοθεσία συχνά δέν περιέχει λεπτομερείς διατάξεις περί τῶν εξουσιών έλεγχου, έχει συναχθεί τό συμπέρασμα ὅτι οἱ κανόνες περί ποινικών καί αστικών διερευνήσεων (οἱ όποιες πρέπει νά εἶναι εμπιστευτικές) πρέπει νά εφαρμόζονται, εξαρτώμενοι ἀπό την φύση τῆς διαδικασίας (βλέπε Giannini, Diritto Amministrativo, τόμος II, 1970, σελίς 970 ἑπ.). Πάντως, ἡ ἐν λόγω άποψη βάλλεται. Τό άρθρο 5 τοῦ ἀπό 17 'Ιουνίου 1970 νόμου τοῦ Λουξεμβούργου παρέχει στην 'Επιτροπή Περιοριστικής Ἐμπορικής Πρακτικής ευρείες εξουσίες ἐλέγχου. Δυνάμει τοῦ άρθρου 6, ἡ ἐν λόγω 'Επιτροπή δύναται επίσης νά ζητήσει ἀπό τόν υπουργό εθνικής οικονομίας τήν ἀνάληψη ἐρεύνης, ἐνῶ ὁ υπουργός υποδεικνύει τους υπευθύνους γιά τήν έρευνα υπαλλήλους. Οἱ εξουσίες τους προσδιορίζονται δι' ἀναφοράς στό άρθρο 8 τοῦ ἀπό 30 'Ιουνίου 1961 νόμου, πού άφορᾶ έλεγχους τιμών. Τό άρθρο αυτό παρέχει στό Office des prix «le droit d'investigation le plus large». Ούτε τό άρθρο 5 τοῦ ἀπό 17 'Ιουνίου 1970 νόμου ούτε τό άρθρο 8 τοῦ ἀπό 30 'Ιουνίου 1961 νόμου περιέχει ὁποιαδήποτε σαφή ὅρια τῶν εξουσιών έλεγχου οἱ όποιες παρέχονται δι' αυτών, δέν φαίνεται δέ νά υπάρχει σχετική νομολογία περί τοῦ ἄν θά ἠδύνατο νά εφαρμοσθεί κάποιος κανών περί επαγγελματικοῦ ἀπορρήτου σέ θέματα ἀνταγωνισμοῦ. Πρέπει ὅμως νά σημειωθεί, ὅπως αντιλαμβάνομαι, ὅτι ἡ Ἐπιτροπή Περιοριστικής 'Εμπορικής Πρακτικής εἶναι ένα ὄργανο πού διαπιστώνει ἁπλώς καί μόνο τά πραγματικά περιστατικά, χωρίς καμμία εξουσία λήψεως ἀποφάσεων (άρθρο 3 τοῦ νόμου τής 17ης Ἰουνίου). "Εργο τῆς εἶναι νά διενεργεί έλεγχους κατόπιν αιτήσεως τοῦ ὑπουργοῦ καί νά συντάσσει έκθεση (ή ὁποία δύναται νά περιέχει τίς μειοψηφίες τῶν μελών τῆς Ἐπιτροπής). Ή εκτέλεση τοῦ νόμου απόκειται στόν υπουργό, οἱ ἀποφάσεις τοῦ ὁποίου υπόκεινται σέ προσβολή ενώπιον τοῦ Συμβουλίου τῆς 'Επικρατείας. Ό υπουργός δέν δύναται νά επιβάλει 1657
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ TOY SIR GORDON SLYNN ΥΠΟΘΕΣΗ 155/79 ἀπ ευθείας πρόστιμο δύναται τό πολύ νά Γιά λογαριασμό τῆς γαλλικής κυβερνήσεως ἀπαγορεύσει μία συγκεκριμένη πρακτική, ελέχθη ὅτι τό άρθρο 14 τοῦ κανονισμού 17, ἐνῶ δύνανται νά ἐπιβληθούν ποινικές κυρώσεις, ἄν δέν γίνει συμμόρφωση πρός την Ἐπιτροπή εξουσίες έλεγχου, οἱ ὁποιες εἶναι ὑπό τήν ὀρθή έννοιά του, παρέχει στην ἀπόφαση του (άρθρα 7 καί 8). Κατά συνέπεια, ἡ κατάσταση στό Λουξεμβοῦργο ζονται ἀπό ὁποιαδήποτε ἀρχή τῆς προστα τελείως ἀπεριόριστες, χωρίς νά εμποδί διαφέρει ἀπό εκείνη πού ἐπικρατεί βάσει σίας τοῦ εμπιστευτικού χαρακτῆρος τῶν τοῦ κανονισμοῦ 17. Ή Ἐπιτροπή είναι σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου. ταυτοχρόνως ελεγκτής καί δικαστής καί δύναται νά επιβάλει πρόστιμα. Στίς Κάτω Χώρες, τό άρθρο 25 τοῦ West Economische Delicten ὁρίζει ὅτι, ἄν δέν ὁρίζεται άλλως, οἱ παραβάσεις οἰκονομικῆς φύσεως υπόκεινται στους κανόνες τοῦ κωδικος ποινικής δικονομίας (ὁ όποιος, καθώς είδαμε, φαίνεται νά ἐστερνίζεται τόν εμπιστευτικό χαρακτήρα τῶν σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου. Τό άρθρο 19 τοῦ Wet πραγματεύεται τίς ἐξουσίες έλεγχου, άλλά ρητῶς διαφυλάσσει τόν εμπιστευτικό χαρακτήρα τῶν σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου. Τό άρθρο 18 τοῦ Wet Economische Mededinging ἀποβλέπει στους ίδιους σκοπούς. Ή νομοθεσία τοῦ Ἡνωμένου Βασιλείου ρητώς διαφυλάσσει τόν εμπιστευτικό χαρακτήρα τῶν σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου (βλέπε τό άρθρο 85 τοῦ Fair Trading Act 1973, τό άρθρο 37 τοῦ Restrictive Practices Act 1976 καί τό άρθρο 3 τοῦ Competition Act 1980). Στην 'Αγγλία, φαίνεται πιθανόν ὅτι θά ἀπητεῖτο ρητή διάταξη, προκειμένου νά περιορισθεί ἡ νά καταργηθεί τό προνόμιο περί τοῦ ἐπαγγελματικοί) ἀπορρήτου. Καθίσταται ἑπομένως σαφές ὅτι δέν υπάρχει γενικώς, ἡ έστω ευρείας ἀποδοχής, κανών, κατά τόν όποιο ἡ ἐν λόγω προστασία τοῦ επαγγελματικοῦ ἀπορρήτου, ὅπως υφίσταται, ἀποκλείεται σέ θέματα ἀνταγωνισμού. Πρό πάντων, ὑπάρχει ἀμφισβήτηση σέ μερικές υποθέσεις" ὁ γενικός κανών εἶναι ὅτι ἡ προστασία εξακολουθεί. 1658 Λέγεται ὅτι ἡ σιωπή ὡς πρός τήν ἀρχή τῆς προστασίας τοῦ εμπιστευτικού χαρακτῆρος τῶν σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου υποδηλώνει ὅτι αύτη ουδόλως έχει εφαρμογή. Ἔγινε ζωηρή επίκληση τῆς νομοθετικής Ιστορίας τοῦ κανονισμού 17, προκειμένου νά ἀποδειχθεί ὅτι τό Συμβούλιο ἐξήτασε τό ζήτημα τοῦ περιορισμού τῶν εξουσιών τῆς Ἐπιτροπῆς κατ' αὐτόν τόν τρόπο καί ἐν συνεχεία τό ἀπέρριψε. Ό γενικός εἰσαγγελεύς Warner, μολονότι είχε ἀμφιβολίες περί τοῦ ἄν ἐπιτρέπεται νά ερμηνεύεται ένας κανονισμός δι' ἀναφοράς στην νομοθετική του Ιστορία, διετύπωσε τήν άποψη ὅτι τό Συμβούλιο δέν είχε ἐσκεμμένως ἀποφασίσει εναντίον τῆς εφαρμογής οποιασδήποτε ἀρχής τῆς προστασίας τοῦ εμπιστευτικού χαρακτῆρος τῶν σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου. Κατά τήν δευτέραἐπ ἀκροατηρίου συζήτηση, τό συμπέρασμά του ετέθη ἐν ἀμφιβόλω ἀπό τους πληρεξουσίους τῆς γαλλικής κυβερνήσεως καί τῆς 'Επιτροπής. 'Ενώ συμμερίζομαι τίς ἀνωτέρω ἀμφιβολίες, ἐν ὄψει τῆς δευτέρας ἐπ ἀκροατηρίου συζητήσεως, καθίσταται ἀναγκαίο νά εξετασθεῖ ἐκ νέου κατά πόσον ἡ νομοθετική Ιστορία τοῦ κανονισμού 17 εκφράζει, ἐν πάση περιπτώσει, σαφώς τήν πρόθεση τῶν συντακτών του. Τό προοίμιο ὁρίζει ὅτι ή Ἐπιτροπή πρέπει νά έχει τήν εξουσία νά ἀπαιτεί τήν προσκόμιση στοιχείων καί νά διενεργεί τους ἀναγκαίους έλέγχους, προκειμένου νά φέρει εἰς φως τίς ἀπαγορευόμενες ἀπό τήν συνθήκη περιοριστικές πρακτικές. Πρός υλοποίηση τούτου, ὁ κανονισμός περιέχει τέσσερις διατάξεις: τά άρθρα 11 μέχρι 14. Καθώς δύναται νά
AM & S / ΕΠΙΤΡΟΠΗ παρατηρηθεί ἀπό σύγκριση τοῦ ἀρχικοῦ σχεδίου, οἱ τροποποιήσεις πού προετάθησαν ἀπό τήν Κοινοβουλευτική Ἐπιτροπή Ἐσωτερικῆς 'Αγορᾶς (ἀμφότερα ευρίσκονται στην «έκθεση Deringer», έγγραφο 57/1961 Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου), τίς τροποποιήσεις τοῦ Κοινοβουλίου (JO ἀριθ. 73 τῆς 15ης Νοεμβρίου 1961, σελίς 1409) καί τήν τελική διατύπωση, επήλθαν εκτεταμένες ἀλλαγές σέ ὅ,τι αποτελεί σήμερα τό άρθρο 11, ἀλλά, πέραν τῆς ἀνασυντάξεως τοῦ ἄρθρου 14, παράγραφος 6, μικρές μόνο τροποποιήσεις τοῦ κειμένου επήλθαν στά άρθρα 14, παράγραφοι 2, 3 καί 5. Ὅσον άφορα τά άρθρα αυτά, ἡ ἀνωτέρω 'Επιτροπή διετύπωσε μερικές παρατηρήσεις περί τῆς τηρούμενης ἀπό τά κράτη γενικής ἀρχής, οἱ ὁποιες στηρίζονται στον κανόνα δικαίου. Σχετικώς είπε: «toute personne tenue de fournir des renseignements doit avoir le droit de refuser le témoignage tout comme le secret professionnel, par exemple des avocats et des experts comptables, doit être garanti. En cas de perquisition, il faut prévoir l'intervention du tribunal du fait que d'après la loi fondamentale allemande, par exemple, des perquisitions ne peuvent être faites que sur mandat du juge. La possibilité pour l'intéressé d'introduire un recours devant la Cour de justice contre la décision de la Commission ne remplace pas le mandat de perquisition du juge, car le renversement de la charge de la demande restreint d'une façon inadmissible la défense de l'intéressé» (paragraphe 121). Πάντως, ἡ μόνη προταθείσα μεταβολή ἀφορούσε τήν διατύπωση τοῦ ἄρθρου 11, στό όποιο προσετέθη ἡ ἀκόλουθη παράγραφος: pas la personnalité juridique, les personnes chargées de les représenter selon la loi ou les statuts. Les personnes tenues de fournir les renseignements peuvent refuser de répondre aux questions lorsque ladite réponse risque de les exposer elles mêmes ou d'exposer une des personnes pouvant refuser de témoigner en vertu du code national de procédure, ou les entreprises ou les associations d'entreprises qu'ils (sic) représentent, à des sanctions pénales.» Κατά τήν έκδοση τοῦ κανονισμού 17, παρελείφθη τό δεύτερο εδάφιο. Είναι ἀπολύτως σαφές ὅτι τό ἐδάφιο αυτό δέν ἀντιστοιχεῖ σέ καμμία γνωστή ἀρχή περί επαγγελματικοί) ἀπορρήτου εντός ὁποιουδήποτε ἀπό τά Κράτη μέλη. Ή πιό στενή τους σχέση εἶναι μέ τόν κανόνα, ἀναγνωριζόμενο ἀπό τό γερμανικό δίκαιο (καθώς καί ἀπό τό ἀγγλικό δίκαιοἐπί τοῦ ἐν λόγω θέματος), κατά τόν όποιο ένα πρόσωπο δύναται νά ἀρνηθεί νά ἀπαντήσει σέ ενοχοποιητικές ερωτήσεις. Ή παράγραφος 121 τῆς εκθέσεως Deringer εμφαίνει ὅτι τό γερμανικό δίκαιο ελήφθη σοβαρῶςὑπ ὄψη. Δέν προετάθησαν ὅλες οἱ συστάσεις τῆς εκθέσεως ως τροπολογίες στό σχέδιο, είναι δέ δυνατόν ὅτι ἡ ἐπιθυμία προστασίας τοῦ επαγγελματικοῦ ἀπορρήτου είχε τήν ίδια τύχη, ὁπως ἡ πρόταση ὅτι οἱ έλεγχοι πρέπει νά υπόκεινται σέ δικαστικές εγγυήσεις. Ἐν τούτοις, καίτοι ἡ προταθείσα ἀπό τό Κοινοβούλιο τροποποίηση τοῦ ἄρθρου 11 δέν ἠδύνατο νά εννοηθεί ως ἀναφορά στό επαγγελματικό ἀπόρρητο, ἀνακύπτει τό ερώτημα, γιατί δέν προετάθη παρόμοια τροποποίηση ἐν σχέσει πρός τό άρθρο 14; Σαφής ἀπάντηση δέν υπάρχει. «Sont tenus de fournir les renseignements demandés les propriétaires d'une entreprise ou leurs représentants et dans le cas de personnes morales, de sociétés ou d'associations n'ayant 'Από τά διαθέσιμα στοιχεία, ὅπως εἶναι ή νομοθετική Ιστορία (τοῦ άρθρου), κάθε άλλο παρά τήν σαφή ένδειξη τῆς βουλήσεως τῶν συντακτών παρέχει. Τό περισσότερο πού νομίζω ὅτι εἶναι δυνατόν νά 1659
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ TOY SIR GORDON SLYNN - ΥΠΟΘΕΣΗ 155/79 λεχθεί, εἶναι ένας περιορισμός τῶν εξουσιών έλεγχου τῆς 'Επιτροπῆς, πού αφορούν την παρούσα υπόθεση, πού προέβλεψε ή Κοινοβουλευτική 'Επιτροπή 'Εσωτερικής 'Αγορᾶς, πλην ὅμως αυτή δέν προέτεινε καμμία τροποποίηση πρός υλοποίηση τοῦ ἐν λόγω περιορισμού. Δέν υπάρχει καμμία ένδειξη ὅτι ἡ 'Επιτροπή ἡ τό Συμβούλιο ἐσκέφθησαν περί αὐτοθ ή, ἐάν ἐσκέφθησαν, τί ἐσκέφθησαν. 'Επομένως, ή νομοθετική ἱστορία δέν προσφέρει, κατά τήν γνώμη μου, ὁποιαδήποτε χρήσιμη κατεύθυνση γιά τήν ερμηνεία τοῦ ἄρθρου 14. Ό δικαστής Kutscher, στό μελέτημα του περί τῶν μεθόδων ερμηνείας τό 1976, εἶπε ὅτι ένα μετρο πού θεσπίζεται ἀπό κοινοτικό όργανο «... πρέπει νά ερμηνεύεται ἄν εἶναι δυνατό έτσι ώστε νά συμβιβάζεται πρός τόν ἀνώτερο κανόνα τῶν συνθηκών καί τίς γενικές ἀρχές τοῦ δικαίου, στίς όποιες προσδίδεται επίσης υπεροχή έναντι τοῦ παραγώγου δικαίου. Δέν πρέπει νά λαμβάνονταιὑπ ὄψη άλλες ερμηνείες, οἱ όποιες θά ὁδηγούσαν στό ἀσυμβίβαστο πρός τόν ἀνώτερο κανόνα δικαίου καί ἑπομένως στό ἀσυμβίβαστο ή στό ἀνίσχυρο τοῦ μέτρου πού θεσπίζεται ἀπό τό όργανο» (σελίς 38). Εἶναι ἀδύνατο νά γίνει δεκτό τό προβληθέν 'Αντιλαμβάνομαι πλήρως τήν σημασία τῆς ἐπιχείρημα, ὅτι ἡ ἀποκάλυψη έγγραφων σέ τηρήσεως τῶν άρθρων 85 καί 86 τῆς εξουσιοδοτημένο δυνάμει τοῦ ἄρθρου 14 συνθήκης, τήν ἀνάγκη ἀποκτήσεως κάθε υπάλληλο ουδαμώς ἀποτελεί προσβολή τῆς στοιχείου περί τοῦ τί έχουν πράξει τά ευρέως προστατευόμένης στά Κράτη μέλη πρόσωπα περί τῶν ὁποίων πρόκειται καί εμπιστοσύνης, ὅπως έχει καταδειχθεί μέ τίς δυσκολίες πρός ἀπόδειξη τῆς ἀληθείας. τήν ήδη δοθείσα σύνοψη. Οὔτε δέχομαι τό Ἐν τούτοις, τό άρθρο 14, ὑπό τήν ὀρθή επιχείρημα ὅτι ἡ δυνάμει τοῦ ἄρθρου 14 έννοιά του, δέν παρέχει, κατά τήν γνώμη διαδικασία εἶναι καθαρώς διοικητική καί μου, τήν εξουσία στην 'Επιτροπή νά εξετάζει έγγραφα τά όποια καλύπτονται ἀπό ἀποβλέπουσα στην εξακρίβωση τῶν πραγματικών περιστατικών, ούτως ὥστε ὁ τήν γενική ἀρχή τῆς προστασίας τοῦ ἐμπιστευτικοῦ χαρακτῆρος τῶν σχέσεων μεταξύ κανών νά μή δύναται νά εφαρμοσθεί ἐν πάση περιπτώσει. Δέν υπάρχει καμμία δικηγόρου καί πελάτου, ὅπως τήν ἀντιλαμβάνομαι νά ὑπάρχει στό κοινοτικό δίκαιο. σαφής διάκριση στην δυνάμει τοῦ κανονισμοῦ 17 διαδικασία μεταξύ τῆς εξακριβώσεως τῶν πραγματικών περιστατικών καί τῆς οιονεί δικαστικής φάσεως κατά τόν έλεγχο. 'Εμπλέκεται ἀπ ἀρχής μέχρι τέλους Είμαι επομένως τῆς γνώμης ὅτι ήταν ή ἴδια Γενική διεύθυνση. Ἐν πάση περιπτώσει, ἀναφέρομαι σέ ὅ,τι έχει λεχθεί ἀπό είναι δυνατόν νά λεχθεί, ἀπό νομικής εσφαλμένη ή ἄποψη τῆς 'Επιτροπής, ὅτι δέν τό Δικαστήριο στην υπόθεση 85/76 Hoffmann-La Roche κατά Ἐπιτροπῆς (1979) προστασίας τοῦ επαγγελματικού ἀπορ πλευρᾶς, ὅτι δέν υφίσταται κανών περί τῆς ECR 461, στην σκέψη 9, «ὁ σεβασμός τοῦ ρήτου στό κοινοτικό δίκαιο. Ό κανών δικαιώματος τοῦ δικάζεσθαι ἀψόγως, σέ αυτός, πάντως, εἶναι ευρύτερος, ὁπως προανέφερα, κατά τήν γνώμη μου δέ πιό κάθε διαδικασία δυναμένη νά καταλήξει σέ κυρώσεις, ιδίως πρόστιμα ἡ χρηματικές λογικός ἀπό τόν περιορισμένο κανόνα πού ποινές, ἀποτελεί θεμελιώδη ἀρχή τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου ἡ ὁποία πρέπει νά γενικός κανών τοῦ κοινοτικού δικαίου, έχει προτείνει ἡ 'Επιτροπή. Είναι ένας τηρείται, έστω καί ἄν πρόκειται περί διαδικασίας διοικητικοῦ χαρακτῆρος». 'Επο ἀρχής ἡ ὁποία εφαρμόζεται, καίτοι κατά αντλούμενος ἀπό τήν θεώρηση τῆς γενικής μένως, κατά τήν γνώμη μου, ὁ κανών περί διαφόρους τρόπους, στά Κράτη μέλη. Δέν προστασίας δέν ἀποκλείεται ἐκ τῆς φύσεως ἐξαρτᾶται ἀπό διοικητική παραχώρηση, τής διαδικασίας. ούτε συνάγεται ἀπό ὁποιαδήποτε έννοια 1660
AM & S / ΕΠΙΤΡΟΠΗ τοῦ «estoppel», πού ἀπορρέει ἀπό την ἀπάντηση πού ἐδόθη στην κοινοβουλευτική ερώτηση καί ὁ όποιος, στην θεωρία ἐν πάση περιπτώσει, θά ἠδύνατο μία ήμερα νά λεχθεί ὅτι δύναται νά καταργηθεί γιά τό μέλλον. Δέν ἀποκλείεται στόν τομέα έλεγχων πού ἀφοροῦν τόν ἀνταγωνισμό: ούτε εμποδίζει τήν εφαρμογή του τό άρθρο 14. περίπτωση αυτή, φαίνεται ὀρθό ότι τό κοινό συμφέρον ὅλων τῶν μελών τοῦ ὁμίλου πρέπει νά θεωρείται ότι δικαιολογεί τήν διαφύλαξη τοῦ εμπιστευτικοῦ χαρα κτῆρος τῶν σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου ἐν σχέσει πρός τά έγγραφα τά όποια έχουν συνταχθεί ύπό ἡ χάριν ενός μέλους τοῦ ὁμίλου καί ευρίσκονται στην κατοχή ενός άλλου. Εἶμαι ἑπομένως τῆς γνώμης ὅτι ήταν κατ οὐσίαν ὀρθές οἱ ἀπόψεις πού διετύπωσαν ὁ Δρ. Ehlermann καί ὁ Δρ. Oldekop (οἱ όποιες εκτίθενται στίς προτάσεις τοῦ γενικού εἰσαγγελέως Warner στην σελίδα 1623 καί στίς ὁποιες, παρά τό ὅτι εξεφράσθησαν ὑπό προσωπική ιδιότητα, θά προσέδιδα μεγάλο βάρος). Τίς ἐν λόγω ἀπόψεις συμμερίζεται κατ' οὐσίαν ὁ J. Sedemund στό άρθρο «Due process in Community law» καί σέ άλλα άρθρα στά όποια έχει ἀναφερθεί τό Δικαστήριο. Στην παροῦσα υπόθεση, ἕνα εἰδικό πρόβλημα σχετίζεται μέ τά έγγραφα τά όποια έχουν καταρτίσει ἡ γιά λογαριασμό των ὁποίων έχουν καταρτισθεί τά μέλη τοῦ ὁμίλου Rio-Tino-Zing, πού διαφέρει τῆς προσφευγούσης. Όπως έχει πεῖ τό Δικαστήριο στην υπόθεση 48/69, ICI κατά Ἐπι τροπής (1972) ECR 619 στην σελίδα 662, ή πραγματική σχέση μεταξύ τῶν μελών ἑνός ὁμίλου εταιριών, πού ἀπαρτίζουν μία οικονομική μονάδα, δύναται νά σημαίνει ὅτι ή χωριστή νομική προσωπικότητα τους πρέπει νά θεωρείται μάλλον τυπική παρά ουσιαστική διάκριση, ἰδίως στόν τομέα τοῦ ἀνταγωνισμοῦ. Ἐπί πλέον, νομική συμβουλή τήν ὁποία έχει ἑτοιμάσει εἴτε έμμισθος δικηγόρος εϊτε δικηγόρος ἀσκῶν τό επάγγελμα ιδιωτικῶς, κατεχομένη ὑπό ενός μέλους τοῦ ὁμίλου, δύναται πράγματι νά ζητηθεί ἐπ ὀνόματι ὅλων τῶν μελών τοῦ ομίλου. Αυτό συμβαίνει βεβαίως ὅταν, ὅπως ἐν προκειμένω, υφίσταται ένα μέλος τοο ομίλου τοῦ ὁποίου τά καθήκοντα συνίστανται στην παροχή νομικών συμβουλών στον ὅμιλο ὡς σύνολο. Στην Μερικά ἀπό τά έγγραφα, π.χ. τό έγγραφο ὑπ ἀριθ. 13, έχουν περιεχόμενο τό όποιο δέν εμπίπτει στίς κατηγορίες: (α) τῶν επικοινωνιών μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου (ή δικηγόρου καί δικηγόρου) καί (β) τών καταχωρίσεων τέτοιων επικοινωνιών, στίς όποιες έχω ἀναφερθεί. Τά τμήματα αυτά πρέπει νά προσκομίζονται. Στην πρακτική, δέν υπάρχει καμμία πραγματική δυσχέρεια καλύψεως τῶν τμημάτων τά όποια προστατεύονται. Πέραν αὐτοῦ, νομίζω ὅτι ὅλα τά έγγραφα, τά όποια εξακολουθοῦν νά θεωροῦνται ὡς επίδικα, προστατεύονται ἀπό τήν προσκόμιση τους στην 'Επιτροπή. Μολονότι τό διαδικαστικό θέμα έπαυσε νά αποτελεί τό προέχον ζήτημα, έχει παραμείνει ὡς σημαντικό μέρος τῆς επιχειρηματολογίας τῆς Ἐπιτροπής, ὑπό τήν έννοιά ὅτι: (α) τό ἄν προστατεύονται τά έγγραφα δέν εἶναι δυνατόν νά εξαρτάται ἀπό τήν προσωπική γνώμη τῆς επιχειρήσεως καί (β) κατά τήν παρούσα κατάσταση τοῦ κοινοτικού δικαίου, ὁ 'ίδιος ὁ ελεγκτής πρέπει νά ἀποφασίζει ἐπί τοῦ θέματος, μέ τήν ἐπιφύλαξη τοῦ δικαιώματος του νά διαβουλεύεται μέ τους συναδέλφους του γενικώς, ἀν ευρίσκεται σέ ἀμφιβολία. Συμφωνώ μέ τό πρώτο μέρος τοῦ επιχειρήματος, ἐνῶ τό δεύτερο τό ευρίσκω τελείως ἀπαράδεκτο. Νομίζω ὅτι σέ ὀρισμένα Κράτη μέλη ἡ ἀπόφαση ὡς πρός τό ἄν προστατεύεται τό έγγραφο δέν λαμβάνεται ἀπό τίς εκτελεστικές καί ελεγκτικές ἀρχές, πράγμα πού θά ήταν ἀπαράδεκτο. Δέν επαναλαμβάνω τίς ἀπόψεις πού διετύπωσε ὁ γενικός εἰσαγ γελεύς Warner ἐπί τῆς ἐν λόγω πλευράς τοῦ θέματος, άλλά τίς υιοθετώ. Συμφωνώ μαζί 1661
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ TOY SIR GORDON SLYNN - ΥΠΟΘΕΣΗ 155/79 του ὅτι τό ζήτημα πρέπει νά κρίνεται ἀπό ἀνεξάρτητο δικαστήριο. Είναι ὑπεραπλουστευμένη ἡ άποψη ὅτι ὁ ελεγκτής δύναται νά ἀποβάλει εντελώς ἀπό τόν νοῦ του ὁποιοδήποτε προστατευόμενο στοιχείο, τό όποιο ενδέχεται νά διαβάσει κατά τό στάδιο λήψεως ἀποφάσεως του. Αυτό ὀφείλουν νά τό πράττουν μερικές φορές οἱ δικαστές, πλην ὅμως ἡ εκπαίδευση τους εἶναι διαφορετική, άλλα καί γι' αυτούς ἀκόμα δέν ἀποτελεί πάντοτε εύκολο έργο. Ή ἀγγλική άποψη 'έχει ὑπερτονισθεί μέ τήν επιχειρηματολογία πού διετυπώθη γιά λογαριασμό τῆς γαλλικής κυβερνήσεως, καθ ὅσον, ὄχι σπάνια, ἡ ἀπόφαση ὡς πρός κειμένου νά εκδοθεί ἀπόφαση διαπιστώνουσα μία παράβαση, ἡ ἐν λόγω ἀπόφαση τό ἄν προστατεύονται τά ἔγγραφα λαμβάνεται σέ ξεχωριστή διαδικασία καί ὄχι ἀπό Κατά τήν γνώμη μου, μέ τήν προσέγγιση δύναται νά ἀκυρωθεί ἀπό τό Δικαστήριο. τόν δικάζοντα τήν οικεία υπόθεση δικαστή. αυτή, δέν λαμβάνονται ὑπ ὄψη σοβαροί 'Επί πλέον, στό σημείο αυτό νομίζω ὅτι λόγοι. Τά τυγχάνοντα προστασίας στοιχεία εἶναι σημαντικό νά λαμβάνεταιὑπ ὄψη τό (ἐξ υποθέσεως κακώς χρησιμοποιηθέντα) αίσθημα ἀδικίας πού ἐνδέχεται νά αἰσθάνονται εκείνοι πού υπόκεινται στον έλεγχο. ματολογίας τῆς 'Επιτροπής δύνανται νά δυνατόν νά ἀποτελούν τήν βάση επιχειρη Ή ενδιαφερόμενη ἐπιχείρηση θά αισθάνεται συχνά, χωρίς ἀμφιβολία, ἀβεβαία ὡς πρός τό ἄν ὁ ελεγκτής έχει πράγματι ἀποβάλει ἀπό τόν νοῦ του τό στοιχείο ἡ έχει προχωρήσει, ἐνσυνειδήτως ἡ ὄχι, στην διατύπωση ερωτήσεων ἡ στήν διεξαγωγή διερευνήσεων, οἱ όποιες δέν δύνανται νά προέρχονται παρά μόνο ἀπό στοιχεία πού τυγχάνουν προστασίας. Αυτό ουδαμῶς ἀντανακλᾶ τήν καλή πίστη ἡ τίς καλές προθέσεις τοῦ ελεγκτού. Προέρχεται ἁπλώς ἀπό τήν δυσχέρεια πού υπάρχει στό νά καταστεί γνωστό ἄν αυτός έχει ἀσυναισθήτως επηρεασθεί ἀπό ὅ,τι έχει ἀναγνώσει καί τό όποιο, ἐξ υποθέσεως, δέν θά έπρεπε νά τό έχει ιδεῖ. 1662 Σχετικώς, ευρίσκω τήν ἀπάντηση πρός τόν κ. Cousté μή ικανοποιητική ἡ υπόσχεση τῆς Ἐπιτροπῆς συνίσταται μόνο στην μή χρησιμοποίηση τοῦ έγγράφου. "Εχω τήν γνώμη ὅτι, ἄν υφίσταται δικαίωμα προστασίας, ἡ 'Επιτροπή δέν πρέπει νά βλέπει τό έγγραφο. Τό δημόσιο συμφέρον, ἀπό τό όποιο ἀπορρέει ἡ ἀρχή τῆς προστασίας τοῦ εμπιστευτικοῦ χαρακτῆρος τῶν σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου, γεννᾶται τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ζητείται ἡ παρέχεται ἡ συμβουλή καί ἐν συνεχεία εξακολουθεί νά υφίσταται ἀνεξαρτήτως τοῦ πότε ἀνακύπτει τό ζήτημα τῆς προσκομίσεως πρός έλεγχο. Δέν δύναμαι νά συμμερισθώ τήν νηφαλιότητα μέ τήν οποία ἡ 'Επιτροπή προτείνει ὅτι ὅλα δύνανται νά τακτοποιηθούν στό τέλος. Ἐλέχθη ὅτι, ἄν χρησιμοποιηθούν στοιχεία πού τυγχάνουν προστασίας προ εμφανισθοῦν σέ ένα ἀρχικό στάδιο τοῦ έλεγχου ὁ έλεγχος δύναται νά εἶναι καί συχνά εἶναι μακρός καί νά ἀπαιτεί πολύ χρόνο καί προσπάθεια ἐκ μέρους τοῦ προσωπικοῦ τῆς Ἐπιτροπής. Τό εἰς βάρος τῆς Κοινότητος κόστος, καί ἑπομένως εἰς βάρος τοῦ φορολογουμένου τελικώς, καθώς καί τῆς ενδιαφερόμενης ιδιωτικής επιχειρήσεως, δύναται νά εἶναι υπέρογκο. Κατά τήν γνώμη μου εἶναι πιό Ικανοποιητικό, πιό δίκαιο καί πιό ἀποτελεσματικό ὅπως ζήτημα αὐτοῦ τοῦ είδους νά επιλύεται σέ προηγούμενο στάδιο. Νομίζω ὅτι τά επιχειρήματα υπέρ τῆς εκδόσεως δικαστικῆς ἀποφάσεως, προτοῦ νά εξετασθούν καί χρησιμοποιηθούν τά έγγραφα, εἶναι συντριπτικά, έκτος ἄν ἡ Κοινότης θεσπίσει νομοθεσία, κατά τήν ὁποία δέν δύνανται νά επιλυθούν τέτοια ζητήματα σέ προηγούμενο στάδιο. Ἐν πάση περιπτώσει, ἀποτελεῖ σφάλμα τό ὅτι πρέπει νά εξακολουθοῦν νά χρησιμοποιοῦνται τέτοια προστατευόμενα στοιχεία, ἄν υπάρχουν διαθέσιμα μέσα νά κριθεί κατά πόσον προστατεύονται. Δέν θεωρώ ὅτι ἡ έκδοση μιᾶς τέτοιας ἀποφάσεως σέ προηγούμενο στάδιο συνεπάγεται σύγκρουση μεταξύ τῶν καθηλόντων τῆς 'Επιτροπής καί τοῦ καταλλήλου δικαστηρίου. ΟΙ λειτουργίες ἀμφοτέρων, πρός επίτευξη τῶν ἀληθών σκοπών τῆς συνθήκης
AM & S / ΕΠΙΤΡΟΠΗ καί τοῦ κοινοτικοί) δικαίου, εἶναι ἀλληλο συμπληρωματικά καί ὄχι συγκρουόμενα. Ό γενικός είσαγγελεύς Warner διετύπωσε ὁρισμένες σκέψεις ὑπό την ἔννοια νά επιλύεται τό ζήτημα ἀπό τά εθνικά δικαστήρια, ὡς ζήτημα κοινοτικού" δικαίου, μολονότι αυτός ἀπορρίπτει, ὅπως καί ἐγώ θά ἀπέρριπτα, τήν διατυπωθείσα πρόταση ὅτι ἡ προστασία πρέπει νά εξαρτάται ἀπό τήν ἐθνική νομοθεσία τοῦ Κράτους μέλους στό ὁποῖο ευρίσκονται τά έγγραφα. Ή λύση τήν ὁποία αυτός υπέδειξε ἀποτελεί προφανῶς μία δυνατή ὁδό, μολονότι ἐνδέχεται νά ἀνακύψει κάποια δυσχέρεια ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι σέ ορισμένες ἀπό τίς έννομες τάξεις φαίνεται ὅτι εκείνος πού ἀποφασίζει ἄν τἀ έγγραφα τυγχάνουν τοῦ προνομίου εἶναι ὁ πρόεδρος τοῦ δικηγορικού συλλόγου, παρά τό δικαστήριο. Έχω τήν γνώμη ὅτι υπάρχει καί μία εναλλακτική λύση, ἡ ὁποία δέν νομίζω ὅτι παρουσιάζει ὅλα τά μειονεκτήματα πού τῆς έχουν ἀποδοθεί. Νομίζω ὅτι, άπαξ καί τό ζήτημα ἀρχής έχει κριθεί ἀπό τό Δικαστήριο, τά επίδικα θέματα στίς περισσότερες ἀπό τίς μελλοντικές υποθέσεις θά είναι πιθανῶς μικρᾶς σημασίας. Στίς περισσότερες ἀπό τίς υποθέσεις, οἱ διάδικοι θά είναι πιθανῶς σέ θέση νά καταλήξουν σέ συμφωνία περί τοῦ ἄν ένα έγγραφο εμπίπτει πράγματι στην ἀρχή, καθ' ὅσον ὁ δικηγόρος τῆς επιχειρήσεως θά δύναται νά πείσει τόν ελεγκτή περί τῆς φύσεως τοῦ έγγράφου, χωρίς νά αποκαλύπτει τό περιεχόμενο. "Αν ἀνακύψουν διαφωνίες καί δέν Ικανοποιηθεῖ ἡ Επιτροπή, δύναται νά λάβει ἀπόφαση, ἡ ὁποία δύναται νά παραπεμφθεί στό Δικαστήριο, ὅπως συνέβη στην παρούσα υπόθεση, καί νά ἀσχοληθεί 'ίσως μέ αυτήν ένα τμήμα τοῦ Δικαστηρίου. Ὑπό τό φῶς τῆς πείρας πού έχει ἀποκτηθεί σέ παρεμφερή θέματα, δέν δέχομαι τόν ισχυρισμό ὅτι θά δοθεί έτσι λαβή σέ πληθώρα προσφυγών. Οὔτε πρέπει νά προσδοθεί ὁποιαδήποτε βαρύτητα στίς επικλήσεις καθυστερήσεων καί κωλυσιεργίας, οἱ ὁποιες λέγεται ὅτι συμβαίνουν σέ ἀμερικανικές δίκες. Οἱ αμερικανοί δικηγόροι εἶναι οἱ πρώτοι πού παρατηρούν ὅτι τέτοιες καθυστερήσεις δέν ἀποτελοῦν μέρος τοῦ συστήματος τοῦ 'Ηνωμένου Βασιλείου. Τό Δικαστήριο διαθέτει μεθόδους ώστε νά περιστέλλει άσκοπες προσφυγές. 'Ακόμη καί ἄν τά εἰς βάρος τῆς επιχειρήσεως έξοδα δέν ἀποτελέσουν εμπόδιο, λίγοι εἶναι οἱ δικηγόροι, ἀσχολούμενοι μ' αυτό τό εἶδος διαφορών, οἱ ὁποῖοι πιθανώς θά διακινδυνεύσουν νά δεχθούν σαβαρές επικρίσεις μέ ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου, φέροντας ενώπιόν του διαφορές ὡς πρός τά έγγραφα, χωρίς ελπίδα επιτυχίας. Νομίζω επομένως ὅτι ἡ καλύτερα λύση είναι ὅτι, ὅταν πράγματι ἀνακύπτει διαφορά, τό θέμα πρέπει νά παραπέμπεται στό παρόν Δικαστήριο, ὅπως έγινε στην παρούσα υπόθεση. Συνεπώς, εἶμαι τῆς γνώμης ὅτι, ὑπό τήν επιφύλαξη τῶν ὅσων έχω πει γιά τμήματα τῶν επιδίκων έγγράφων, πρέπει νά ἀναγνωρισθεί ὅτι τό άρθρο 1, παράγραφος 6, τῆς ἀπό 6 'Ιουλίου 1979 ἀποφάσεως τῆς Ἐπιτροπῆς εἶναι άκυρο καί νά καταδικασθεί ἡ 'Επιτροπή στην δικαστική δαπάνη τῆς προσφευγούσης. Κατά τήν γνώμη μου, δέν υπάρχει κανένας λόγος, προκύπτων ἐκ τῆς μεταγενεστέρας διαδικασίας, νά ἀποστοῦμε ἀπό τήν πρόταση τοῦ γενικοῦ εισαγγελέως Warner, ὅτι ἡ Ἐπιτροπή πρέπει να καταδικασθεί στά δικαστικά έξοδα τῶν νικησάντων παρεμβάντων, τῆς κυβερνήσεως τοῦ 'Ηνωμένου Βασιλείου καί τῆς CCBE καί οτι ή γαλλική κυβέρνηση πρέπει νά φέρει τά δικά τῆς δικαστικά έξοδα. 1663