Φροντιστήριο «Φιλολογικό» 4 ο Διαγώνισμα στη Νεοελληνική Λογοτεχνία Ενότητα: Ποιήματα για την ποίηση, Κική Δημουλά Γιώργος Ιωάννου Επιμέλεια: Μάνθου Άρτεμις Κείμενα Α. Ο Δαρείος Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος του επικού ποίηματός του κάμνει. Τό πώς την βασιλεία των Περσών παρέλαβε ο Δαρείος Υστάσπου. (Από αυτόν κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς, ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ Ευπάτωρ). Αλλ εδώ χρειάζεται φιλοσοφία. πρέπει ν αναλύσει τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος: ίσως υπεροψίαν και μέθην. όχι όμως _ μάλλον σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων.(10) Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής. Αλλά τον διακόπτει ο υπηρέτης του που μπαίνει τρέχοντας, και την βαρυσήμαντην είδησι αγγέλλει. Άρχισε ο πόλεμος με τους Ρωμαίους. Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα σύνορα. Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά! Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς, ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ Ευπάτωρ, μ ελληνικά ποιήματα ν ασχοληθεί. Μέσα σε πόλεμο _φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.(20) Αδημονεί ο Φερνάζης. Ατυχία! Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο» ν αναδειχθεί, και τους επικριτάς του, τους φθονερούς, τελειωτικά ν αποστομώσει. Τι αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του. Και να ταν μόνο αναβολή, πάλι καλά. Αλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
στην Αμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή. Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Ρωμαίοι. Μπορούμε να τα βγάλουμε μ αυτούς, (30) οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ; Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες; Θεοί μεγάλοι, της Ασία προστάται, βοηθήστε μας. _ Όμως μες σ όλη του την ταραχή και το κακό, επίμονα κ η ποιητική ιδέα πάει κ έρχεταιτο πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην. Υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος. (1920) Β. Τα Αντικλείδια Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα κα προσπερνούνε. Όμως μερικοί κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν. Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί. Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη και τη ζωή του κάποτε χαλάνε μάταια γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν. Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν. Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος. Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν από τότε που υπάρχει ο κόσμος είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια για ν ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης. Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Γ. Γ. Ο Ελεγκτής Ένας μπαξές γεμάτος αίμα είν ο ουρανός και λίγο χιόνι έσφιξα τα σχοινιά μου πρέπει και πάλι να ελέγξω τ αστέρια εγώ κληρονόμος πουλιών πρέπει έστω και με σπασμένα φτερά να πετάω.
Δ. Κική Δημουλά, Σημείο Αναγνωρίσεως άγαλμα γυναίκας με δεμένα χέρια Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα, εγώ σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν. Στολίζεις κάποιο πάρκο. Από μακριά εξαπατάς. Θαρρεί κανείς πως έχεις ελαφρά ανακαθήσει να θυμηθείς ένα ωραίο όνειρο που είδες, πως παίρνεις φόρα να το ζήσεις. Από κοντά ξεκαθαρίζει το όνειρο: δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου μ ένα σκοινί μαρμάρινο κι η στάση σου είναι η θέλησή σου κάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγεις την αγωνία του αιχμαλώτου. Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη: αιχμάλωτη. Δεν μπορείς ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου, ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα. Δεμένα είναι τα χέρια σου. Και δεν είν το μάρμαρο μόνο ο Άργος. Αν κάτι πήγαινε ν αλλάξει στην πορεία των μαρμάρων, αν άρχιζαν τ αγάλματα αγώνες για ελευθερίες και ισότητες, όπως οι δούλοι, οι νεκροί και το αίσθημά μας, εσύ θα πορευόσουνα μες στην κοσμογονία των μαρμάρων με δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη. Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα, εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως. Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε στο μάρμαρο ο γλύπτης κι υπόσχονται οι γοφοί σου ευγονία αγαλμάτων, καλή σοδειά ακινησίας. Για τα δεμένα χέρια σου, που έχεις όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω, σε λέω γυναίκα. Σε λέω γυναίκα γιατ είσ αιχμάλωτη. [Το λίγο του κόσμου, 1971]
Ε. Γ. Ιωάννου, Μές στούς Προσφυγικούς Συνοικισμούς Στέκομαι καί κοιτάζω τά παιδιά παίζουνε μπάλα. Κάθομαι στό ὁρισμένο καφενεῖο σέ λίγο θά σχολάσουν καί θ ἀρχίσουν νά καταφτάνουν οἱ μεγάλοι. Κουρασμένοι ἀπ τή δουλειά, εἶναι πολύ πιό ἀληθινοί. Οἱ περισσότεροι γεννήθηκαν ἐδῶ σ αὐτή τήν πόλη, ὅπως κι ἐγώ. Κι ὅμως διατηροῦν πιό καθαρά τά χαρακτηριστικά τῆς ράτσας τους καί τήν ψυχή τους, ἀπό μᾶς τούς διεσπαρμένους. Ἰδίως ὅταν τούς βλέπω ἐδῶ, μοῦ φαίνονται πιό γνήσιοι. Κάπως ἀλλιώτικοι μοιάζουν μακριά, σέ ἄλλα περιβάλλοντα συναντημένοι. Ἡ ἀλήθεια πάντως εἶναι πώς στό ζήτημα τῆς ἀναγνωρίσεως ἔχω φοβερά ἐξασκηθεῖ. Ὅπου κι ἄν εἶμαι, τόν Πόντιο, ἄς ποῦμε, τόν διακρίνω ἀπό μακριά κι ἀπό μιά γραμμή τοῦ κορμιοῦ του μονάχα. Δέν εἶναι ἀνάγκη ν ἀκούσω τήν ὁμιλία του, οὔτε νά διαπιστώσω τήν ἀλλιώτικη μελαχρινάδα. Σπανίως νά πέσω ἔξω. Ἀπό κοντά ὅμως εἶμαι ὁλότελα ἀλάνθαστος. Τό ἴδιο καί μέ τούς Καραμανλῆδες, τούς Καυκάσιους, τούς Μικρασιάτες ἀπ τίς ἀκτές, τούς ἄλλους ἀπ τά βάθη, τούς Κωνσταντινουπολίτες, ἀπό μέσα ἤ ἀπ τά περίχωρα, κι ἄς επιμένουν ὅλοι τους πώς εἶναι ἀπ τήν καρδιά τῆς Πόλης, κι ἀπ τό Γαλατά. Οἱ Θρακιῶτες ὅμως ἔρχονται πιό καστανοί ξανθοί πολλές φορές, κι εὐκολότερα μπερδεύονται μέ πρόσφυγες ἀπό μέρη ἄλλα. Ἐξάλλου σά νά ἔχουν χάσει τήν ἰδιαίτερη προφορά τους ἤ ἴσως ἐγώ νά τήν ἔχω συνηθίσει. Μπερδεύονται κυρίως μ αὐτούς πού ἦρθαν ἀπ τή Ρωμυλία. Αὐτό συμβαίνει κι ἀνάμεσα στούς Ἠπειρῶτες καί στούς ἄλλους ἀπ τίς περιοχές τοῦ Μοναστηριοῦ. Ὅταν τούς μπερδεύω, τό καταλαβαίνω συνήθως ἀργά γιατί ἔχω τόση πεποίθηση πάνω σ αὐτό τό ζήτημα, ὥστε σπανίως ρωτῶ. Κατά βάθος βέβαια αὐτό δέν εἶναι σφάλμα, εἶναι διαπίστωση. Κι ὅμως πόση συγκίνηση ἔχει νά κοιτάζεις ἤ νά συζητᾶς στά καφενεῖα καί νά διαισθάνεσαι τή δική σου ἤ μιά ἄλλη πανάρχαια ράτσα. Ἀκοῦς ἐκεῖνες τίς φωνές μέ τή ζεστή προφορά καί σοῦ ρχεται ν ἀγκαλιάσεις. Ὀνόματα ἀπό σβησμένους τάχα λαούς καί χῶρες δειλιάζουν μέσα στό νοῦ μεθῶ μονάχα καί πού τά λέω ἀπό μέσα μου, καθώς ὁλοένα βεβαιώνομαι. Χαίρομαι νά κοιτάζω τίς ἁδρές καί τίμιες φυσιογνωμίες τους, κι ἀνατριχιάζω βαθιά, ὅταν σκέφτομαι πώς αὐτός πού μοῦ μιλᾶ εἶναι δικός μου ἄνθρωπος, τῆς φυλῆς μου. Κάτι σά ζεστό κύμα μέ σκεπάζει ξαφνικά, θαρρεῖς καί γύρισα ἐπιτέλους στήν πατρίδα. Δέν ἔχει σημασία πού δέ γνώρισα ποτέ αὐτή τήν πατρίδα ἤ πού δέ γεννήθηκα κάν ἐκεῖ. Τό αἷμα μου ἀπό κεῖ μονάχα τραβάει ἐκτός κι ἄν εἶναι ἀληθινό πώς ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπ αὐτά πού τρώει καί πίνει, ὁπότε πράγματι εἶμαι ἀπό δῶ. Καί πῶς ἐξηγεῖται τότε ὅλη αὐτή ἡ λαχτάρα; Γυρνῶ μές στούς προσφυγικούς συνοικισμούς μέ δυνατή εὐχαρίστηση. Θράκες, Χετταῖοι, Φρύγες, ὄμορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρεῖς, ἀνθοῦν ἀνάμεσά μας. Οἱ ἴδιοι δέν ξέρουν βέβαια αὐτά τά ὀνόματα γιά μένα ὅμως εἶναι φορτωμένα μυστήριο καί ἀγάπη. Κι ἄν ἀκόμα δέν εἶναι, πολύ θά ἤθελα νά ἦταν ἔτσι ἡ ἀλήθεια. Κι ὅμως τά τελευταῖα χρόνια ἔχουν κάνει τό πᾶν γιά νά σκορπίσει ἡ ὀμορφιά αὐτή στούς τέσσερεις ἀνέμους. Οἱ ἐγκληματίες τῶν γραφείων ἐκμεταλλεύτηκαν τή ζωηράδα τους καί τήν ἁγνότητά τους. Τούς ἐξώθησαν νά σφάξουν καί νά σφαχτοῦν νά φαγωθοῦν, ἰδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τούς τρέμουν καί προσπαθοῦν νά τούς ξεφορτωθοῦν μέ τή μετανάστευση. Πολύ ἀργά, νομίζω. Κάθε φορά πού φεύγω ἀπό κεῖ, μέ ἀποχαιρετοῦν χωρίς νά δείξουν παραξένεμα, ἄν καί ἄγνωστοί μου ἄνθρωποι. Τούς πληροφορεῖ τό αἷμα τους γιά μένα, ὅπως καί τό δικό μου μέ κάνει νά τούς κατέχω ὁλόκληρους. Πάντως ποτέ τους δέν ἐπιμένουν νά μέ κρατήσουν στίς παρέες τους. Ὁλομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στίς μεγάλες ἀρτηρίες. Ὅταν ἀνάβει τό κόκκινο καί σταματοῦν τ αὐτοκίνητα, μοῦ φαίνεται γιά μιά στιγμή πώς παύει ἐντελῶς
κάθε θόρυβος. Ἐρυθρά καί λευκά αἱμοσφαίρια σά νά κυκλοφοροῦν. Κι ὅμως βλέπω πώς τό πλῆθος ἐξακολουθεῖ νά περπατᾶ, νά κουβεντιάζει ἤ νά γελάει. Σταματῶ πολλές φορές στή μέση τοῦ πεζοδρομίου, κι ὅπως στό κούτσουρο πού κόβει τό νερό, ἔτσι περιστρέφονται γύρω μου οἱ διαβάτες. Τώρα πού δέν ἐμποδίζουν οἱ μηχανές, ἀκούω χιλιάδες βήματα στό πλακόστρωτο. Μοῦ ρχεται νά καμπυλώσω τή ράχη μου γιά νά περάσει χωρίς ἐμπόδια αὐτό τό ποτάμι. Τῆς Γονατιστῆς, ὅταν περνάει ἀπό πάνω μου τό βουβό ποτάμι τῶν προγόνων, γονατισμένος πάνω στά καρυδόφυλλα, σκύβω βαθιά στό χῶμα, γιά νά μή βγάλουν οἱ ψυχές ἐξαιτίας μου τόν παραμικρότερο παραπονιάρικο βόμβο. Ἐγώ ὅμως ἀπό τώρα εἶμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στούς ξένους καί στά ξένα πράγματα ζῶ διαρκῶς στά ἕτοιμα καί στά ἐνοικιασμένα. Συγκατοικῶ μέ ἀνθρώπους πού ἀδιαφοροῦν τελείως γιά μένα, κι ἐγώ γι αὐτούς. Οὔτε μικροδιαφορές δέν ὑπάρχουν κάν μεταξύ μας. Ὁ ἕνας ἀποφεύγει τόν ἄλλο, ὅσο μπορεῖ. Μά κι ἄν τύχει νά σοῦ μιλήσουνε, κρύβουν συνήθως τά πραγματικά τους στοιχεῖα σά νά ναι τίποτε κακοποιοί. Τό ἰδανικό, ἡ τελευταία λέξη τοῦ πολιτισμοῦ, εἶναι, λέει, νά μή ξέρεις οὔτε στή φάτσα τό γείτονά σου. Πονηρά πράγματα βέβαια προφάσεις πολιτισμοῦ, γιά νά διευκολύνονται οἱ ἀταξίες. Γι αὐτό ζηλεύω αὐτούς πού βρίσκονται στόν τόπο τους, στά χωράφια τους, στούς συγγενεῖς τους, στά πατρογονικά τους. Τουλάχιστο, ἄς ἤμουν σ ἕνα προσφυγικό συνοικισμό μέ ἀνθρώπους τῆς ράτσας μου τριγύρω. (Γιά ἕνα φιλότιμο, 1964) Ερωτήσεις 1. Η αμφίθυμη διάθεση, η υπαινικτικότητα (Ο Κοτζιάς την ονομάζει «τεχνική του φενακισμού) και το εσώστροφο στοιχείο της γλώσσας (μιλά απευθυνόμενος στον εαυτό του, όχι σε κάποιον άλλο) αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της πεζογραφίας του Γ. Ιωάννου. Να επαληθεύσετε την άποψη αυτή αναφέροντας τρία παραδείγματα από το πεζογράφημα «Στους προσφυγικούς συνοικισμούς». Μονάδες 15 2.. α) Το ποίημα «Τα αντικλείδια» χαρακτηρίζεται από απλότητα και σαφήνεια παρά το φευγαλέο νόημά του. Να επισημάνετε δύο εκφραστικούς τρόπους που δημιουργούν αυτήν την εντύπωση και να αναφέρετε ένα παράδειγμα για κάθε περίπτωση (μονάδες 10) β) Το ποίημα αφηγείται την επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες απόπειρα να συλληφθεί η ουσία και η ιδέα της ποίησης. Πώς αισθητοποιείται αυτή η ατέρμονη διαδικασία; (μονάδες 10) Μονάδες 20 3. α) Στο ποίημα «Ο Δαρείος» κυριαρχεί η γ πρόσωπη αφήγηση η οποία εναλλάσσεται με ελεύθερο πλάγιο λόγο και εσωτερικό μονόλογο. Να εντοπίσετε ένα παράδειγμα για κάθε περίπτωση στους στίχους 21-33 και να σχολιάσετε την επιλογή των συγκεκριμένων αφηγηματικών τεχνικών από τον ποιητή (μονάδες 12).
β) Να σχολιάσετε τη λειτουργία της επανάληψης στους στίχους α) 19-20 και β) 36-37 του ποιήματος «Ο Δαρείος» (μονάδες 8) 4. Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα, εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως. Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε στο μάρμαρο ο γλύπτης κι υπόσχονται οι γοφοί σου ευγονία αγαλμάτων, καλή σοδειά ακινησίας. Για τα δεμένα χέρια σου, που έχεις όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω, σε λέω γυναίκα. Μονάδες 20 Να εντοπίσετε το σχήμα της άρσης και θέσης στους παραπάνω στίχους από το ποίημα «Σημείο αναγνωρίσεως» της Κ. Δημουλά και να σχολιάσετε τη λειτουργία του σε μια παράγραφο 100-120 λέξεων. Μονάδες 25 5. Να διαβάσετε το παρακάτω ποίημα του Μ. Σαχτούρη «Ο ουρανός» και να εντοπίσετε τρεις ομοιότητες ως προς το περιεχόμενο και δύο ως προς τη μορφή με το ποίημα «Ο Ελεγκτής». Ὁ Ο ὐ ρ α ν ό ς Πουλιὰ μαῦρες σαΐτες τῆς δύσκολης πίκρας δὲν εἶν εὔκολο πράμα ν ἀγαπήσετε τὸν οὐρανὸ πολὺ μάθατε νὰ λέτε πὼς εἶναι γαλάζιος ξέρετε τὶς σπηλιές του τὸ δάσος τοὺς βράχους του; ἔτσι καθὼς περνᾶτε φτερωτὲς σφυρίχτρες ξεσκίζετε τὴ σάρκα σας πάνω στὰ τζάμια του κολλοῦν τὰ πούπουλά σας στὴν καρδιά του Καὶ σὰν ἔρχεται ἡ νύχτα μὲ φόβο ἀπ τὰ δέντρα κοιτᾶτε τ ἄσπρο μαντίλι τὸ φεγγάρι του τὴ γυμνὴ παρθένα ποὺ οὐρλιάζει στὴν ἀγκαλιά του τὸ στόμα τῆς γριᾶς μὲ τὰ σάπια τὰ δόντια του τ ἄστρα μὲ τὰ σπαθιὰ καὶ μὲ τοὺς χρυσοὺς σπάγγους τὴν ἀστραπὴ τὸν κεραυνὸ τὴ βροχή του τὴ μακριὰ ἡδονὴ τοῦ γαλαξία του. Μονάδες 20 Καλή επιτυχία!!!
Φροντιστήριο «Φιλολογικό» 4 ο Διαγώνισμα στη Νεοελληνική Λογοτεχνία Ενότητα: Ποιήματα για την ποίηση, Κική Δημουλά Γιώργος Ιωάννου Επιμέλεια: Μάνθου Άρτεμις Ενδεικτικές απαντήσεις 1. Η αμφίθυμη διάθεση, η υπαινικτικότητα (Ο Κοτζιάς την ονομάζει «τεχνική του φενακισμού) και το εσώστροφο στοιχείο της γλώσσας (μιλά απευθυνόμενος στον εαυτό του, όχι σε κάποιον άλλο) αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της πεζογραφίας του Γ. Ιωάννου. Να επαληθεύσετε την άποψη αυτή αναφέροντας τρία παραδείγματα από το πεζογράφημα «Στους προσφυγικούς συνοικισμούς». Μονάδες 15 Το ύφος των έργων του χαρακτηρίζεται από αμφίθυμη διάθεση, καθώς παρά τη συναισθηματική φόρτιση που μπορεί να χαρακτηρίζει το λόγο του, χαλιναγωγεί το συναίσθημα και διατηρεί το χιούμορ του, αναμειγνύει το κωμικό με το τραγικό, την πικρή με τη γλυκιά ανάμνηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα θα μπορούσε να θεωρηθεί η συνειρμική παρέκβαση που αναφέρεται στον ελληνικό γραφειοκρατικό μηχανισμό, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε το δυναμισμό, την εργατικότητα και την αγνότητα των προσφύγων, ωθώντας τους στην αλληλοεξόντωση ή στη μετανάστευση (Κι ὅμως τά τελευταῖα χρόνια Πολύ ἀργά, νομίζω). Με τη συγκεκριμένη παρέκβαση το κλίμα αλλάζει, καθώς οι πικρές αναμνήσεις των δεινών που υπέστησαν οι πρόσφυγες διαδέχονται τη γλυκιά αναπόληση των συναισθημάτων που βίωνε ο ίδιος ανάμεσά τους, μέσα στον οικείο χώρο του καφενείου και έτσι, η χαρά, η ευχαρίστηση, η μέθη και ανατριχίλα γίνονται πίκρα, θυμός και οργή. Όχι για πολύ όμως, καθώς η σκέψη του ξαναγυρνά στον οικείο χώρο του καφενείου και τα αρνητικά συναισθήματα υποχωρούν και το ψυχικό κλίμα αλλάζει. Η συγκίνηση τον πλημμυρίζει και πάλι, όταν θυμάται τη εγκαρδιότητα με την οποία τον αποχαιρετούν οι πρόσφυγες, κάθε φορά που φεύγει από το καφενείο, χωρίς να φτάνει ωστόσο στην υπερβολή, χάρη σε μια αυτοσαρκαστική παρατήρηση, που υπογραμμίζει τη διαφορά του από τον κόσμο των προσφυγικών συνοικισμών (Κάθε φορά πού φεύγω ἀπό κεῖ, στίς παρέες τους).
Ο λόγος του επίσης, συχνά χαρακτηρίζεται από υπαινικτικότητα, τεχνική του φενακισμού την ονομάζει ο Κοτζιάς. Ο αφηγητής δηλαδή διατυπώνει έμμεσα τη σκέψη του και συγκαλυμμένα. Κάνει κάποια νύξη, υποβάλλοντας περισσότερο μια σκέψη παρά διατυπώνοντάς την ρητά. Πολύ συχνά οι υπαινιγμοί συνδυάζονται με την ειρωνεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα θα μπορούσε να θεωρηθεί η αναφορά στις αρχαίες μη ελληνικές φυλές (Θράκες, Χετταίους, Φρύγες, Λυδούς), που ο ίδιος θα ήθελε να έχουν αναμειχθεί με τις αρχαίες ελληνικές φυλές από τις οποίες κατάγονται οι πρόσφυγες, αφήνοντας στον πολιτισμό τους την ιδιαίτερη σφραγίδα τους. Τέλος, ας σημειωθεί το εσώστροφο στοιχείο της γλώσσας, το γεγονός δηλαδή ότι αφηγητής μιλά στραμμένος προς τα έσω, απευθυνόμενος δηλαδή στον εαυτό του και όχι σε κάποιον άλλο. Έχουμε δηλαδή έναν εσωτερικό μονόλογο, καθώς ο αφηγητής εκθέτει τις σκέψεις που κάνει συνειρμικά βλέποντας τα παιδιά να παίζουν μπάλα μπροστά στο προσφυγικό καφενείο ή διασχίζοντας τον μεγάλο αυτοκινητόδρομο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα θα μπορούσε να θεωρηθεί η ευχή με την οποία κλείνει η αφήγηση, η οποία δε φαίνεται να έχει κανέναν άλλο αποδέκτη παρά τον ίδιο του τον εαυτό: «Τουλάχιστο, ας ήμουν σ έναν προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους της ράτσας μου τριγύρω». 2.. α) Το ποίημα «Τα αντικλείδια» χαρακτηρίζεται από απλότητα και σαφήνεια παρά το φευγαλέο νόημά του. Να επισημάνετε δύο εκφραστικούς τρόπους που δημιουργούν αυτήν την εντύπωση και να αναφέρετε ένα παράδειγμα για κάθε περίπτωση (μονάδες 10) Ο αλληγορικός μύθος που αφηγείται τη δραματική προσπάθεια των ποιητών να συλλάβουν το άπιαστο είδωλο της ποίησης χαρακτηρίζεται από απλότητα και σαφήνεια, παρά το φευγαλέο νόημά του, που θυμίζει παραμύθι. Ο Παυλόπουλος εξασφαλίζει στο λόγο του απλότητα αποφεύγοντας τις εξεζητημένες και επιτηδευμένες λέξεις και προτιμώντας λέξεις απλές, καθημερινές, λαϊκές πολλές φορές (αρμαθιά, το μάτι τους κάτι αρπάζει). Την απλότητα εξασφαλίζει επίσης ο μικροπερίοδος παρατακτικός λόγος. Το ποίημα αποτελείται κατά κανόνα από μικρές κύριες προτάσεις με απλή συντακτική δομή. Στις περισσότερες κυριαρχεί το ρήμα και τα βασικά μέρη του λόγου (υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο), ενώ είναι ελάχιστοι οι προσδιορισμοί και τα εκφραστικά
σχήματα (Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν. Η πόρτα δεν ανοίγει πια). (Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί), β) Το ποίημα αφηγείται την επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες απόπειρα να συλληφθεί η ουσία και η ιδέα της ποίησης. Πώς αισθητοποιείται αυτή η ατέρμονη διαδικασία; (μονάδες 10) Η αέναη προσπάθεια των ποιητών να συλλάβουν το άπιαστο είδωλο της ποίησης αισθητοποιείται καταρχήν με την αλληγορική εικόνα των ποιητών που αναζητούν απεγνωσμένα διάφορους τρόπους, για να ανοίξουν την κλειστή πόρτα της ποίησης, καταλήγοντας να φτιάχνουν αντικλείδια. Η αίσθηση του αορίστως επαναλαμβανόμενου γεγονότος οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη χρήση ενεστώτα (χτυπάνε, ψάχνουνε, χαλάνε, προσπαθούν), ενώ υποστηρίζεται και από τον παντογνώστη αφηγητή, που έχει καθολική εποπτεία του χώρου και του χρόνου και κατά συνέπεια είναι σε θέση να γνωρίζει όλες τις ποιητικές προσπάθειες που έγιναν «από τότε που υπάρχει ο κόσμος». Κυρίως όμως η αίσθηση της αέναης επανάληψης δημιουργείται από το σχήμα του κύκλου. Το ποίημα ξεκινά ορίζοντας την ποίηση ως μια «Πόρτα ανοιχτή» (Η ποίηση είναι μια Πόρτα ανοιχτή), με την έννοια ότι ο άνθρωπος έχει από τη φύση του τη δυνατότητα της ποιητικής ενόρασης, της σύλληψης ενός κόσμου ιδεατού μέσω της φαντασίας. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει πως όλοι οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη μαγεία αυτού του κόσμου. Λίγοι είναι αυτοί που έχουν την ευαισθησία και αυτοί, όταν προσπαθούν, διαπιστώνουν ότι τελικά η ποιητική ιδέα παραμένει απρόσιτη. Κανένα ποίημα δεν μπορεί να αποτυπώσει την ποιητική ιδέα στην τελειότητά της. Αυτό άλλωστε δηλώνει και η «κλειστή πόρτα»: τον χιμαιρικό χαρακτήρα της ποιητικής ιδέας, αλλά παράλληλα και την πρόκληση για προσπάθεια ποιητικής δημιουργίας. Η επανάληψη του αρχικού στίχου στο τέλος του ποιήματος με την προσθήκη ενός «Μα» τονίζει ακριβώς τον αέναα επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα αυτής της προσπάθειας. Η πόρτα παρ όλο που κλείνει τελικά παραμένει ανοιχτή (Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή). Παρόλο που η δημιουργία του τέλειου ποιήματος (του κλειδιού) παραμένει στόχος ανέφικτος, η ποιητική σύλληψη του κόσμου δεν θα πάψει ποτέ να υφίσταται. Όσο υπάρχουν άνθρωποι, πάντα θα υπάρχουν αυτοί που θα βλέπουν με «τα μάτια της ψυχής» πέρα από τα όρια του αισθητού κόσμου. Η ιδεατή σύλληψη του κόσμου πάντα θα λειτουργεί ως πρόκληση για ποιητική
δημιουργία, όσο υπάρχει κόσμος και όσο υπάρχουν άνθρωποι. Η περιπέτεια θα επαναλαμβάνεται στους αιώνες. Μονάδες 20 3. α) Στο ποίημα «Ο Δαρείος» κυριαρχεί η γ πρόσωπη αφήγηση η οποία εναλλάσσεται με ελεύθερο πλάγιο λόγο και εσωτερικό μονόλογο. Να εντοπίσετε ένα παράδειγμα για κάθε περίπτωση στους στίχους 21-33 και να σχολιάσετε την επιλογή των συγκεκριμένων αφηγηματικών τεχνικών από τον ποιητή (μονάδες 12). β) Να σχολιάσετε τη λειτουργία της επανάληψης στους στίχους α) 19-20 και β) 36-37 του ποιήματος «Ο Δαρείος» (μονάδες 8) Μονάδες 20 α) Το ποίημα είναι ένας πλάγιος σκηνικός μονόλογος (τα γεγονότα μεταφέρονται από έναν αφηγητή), που σε ορισμένα σημεία μετατρέπεται σε ευθύ (εκφράζει ο ίδιος ο ήρωας τις σκέψεις του χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου αφηγητή). Κατά συνέπεια αποτελείται από αφήγηση και πλάγιο (ελεύθερο πλάγιο λόγο) ή ευθύ μονόλογο (εσωτερικό μονόλογο). Η ροή της ποιητικής αφήγησης είναι ευθύγραμμη και διακόπτεται μόνο από τον ευθύ ή πλάγιο μονόλογο του ήρωα. Στο μεγαλύτερο μέρος της είναι τριτοπρόσωπη και εκφέρεται από έναν αφηγητή που σχολιάζει τα συμβάντα και γνωρίζει τα πάντα: τα ιστορικά γεγονότα, τις σκέψεις και τα συναισθήματα του Φερνάζη (παντογνώστης αφηγητής). αφήγηση Στο στίχο 21 (Αδημονεί ο Φερνάζης) ακούμε τη φωνή του αφηγητή, που σχολιάζει την αντίδραση του ποιητή Φερνάζη στην είδηση του πολέμου. ελεύθερος πλάγιος λόγος Πριν ολοκληρωθεί ο στίχος η αφήγηση δίνει τη θέση της στον ελεύθερο πλάγιο λόγο, που εισάγεται με μια ρητορική αναφώνηση (Ατυχία!) και ολοκληρώνεται στο στίχο 24. Ο Καβάφης διατηρεί το τρίτο πρόσωπο, αλλά παραλείπει το λεκτικό ρήμα που θα δήλωνε πλάγιο λόγο. Ο αφηγητής υιοθετεί το ύφος και το ιδίωμα του Φερνάζη (και τους επικριτάς του τους τρομερούς να αποστομώσει), πετυχαίνοντας έτσι να αποδώσει με μεγαλύτερη ένταση και ζωηρότητα τα συναισθήματα του ποιητή αλλά και να αποστασιοποιηθεί ειρωνικά απέναντί τους. (Αν θεωρήσουμε ότι ο
Φερνάζης αποτελεί προσωπείο του Καβάφη, μπορούμε να μιλάμε και για αυτοειρωνεία). Στο σημείο αυτό αρχίζει να γίνεται πιο εμφανής η εσωτερική εστίαση, δηλαδή η προοπτική του ήρωα, χωρίς όμως να εξαφανίζεται και η προοπτική του αφηγητή, σε σημείο που τελικά συγχέονται και δεν είναι ευδιάκριτες οι φωνές. εσωτερικός μονόλογος Στους στίχους 25-33 έχουμε έναν ευθύ εσωτερικό- μονόλογο που λογικά εκφέρεται από το Φερνάζη, μεταφέρεται όμως μάλλον- από τον αφηγητή. Το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο (έχουμε, μπορούμε, βγάλουμε, μετρηθούμε, μας) παραπέμπει στο μας του στίχου 5, όπου ακουγόταν η φωνή του αφηγητή. Εξάλλου, και πάλι σκόπιμα παραλείπονται τα εισαγωγικά και το λεκτικό ρήμα, όπως και παραπάνω, γεγονός που ενισχύει την αίσθηση ότι λανθάνει η φωνή του αφηγητή. Η εστίαση γίνεται εσωτερική, γιατί η κατάσταση παρουσιάζεται απ την προοπτική του ήρωα, ο οποίος διαβλέποντας την επερχόμενη ήττα, στρέφεται στην απελπισία του στους Θεούς, δείχνοντας ηττοπάθεια (Μπορούμε να τα βγάλουμε μ αυτούς, / οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ; / Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;). Η λανθάνουσα παρουσία όμως του αφηγητή επιτρέπει την άσκηση ειρωνείας. Γενικότερα Το διαρκές πέρασμα απ την τριτοπρόσωπη στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση προσδίδει στο ποίημα ζωντάνια, αμεσότητα και παραστατικότητα, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της θεατρικότητάς του. β) στ. 19-20 Η φράση «ελληνικά ποιήματα», που επαναλαμβάνεται εμφατικά στους στίχους19-20, ενισχύει την ειρωνεία απέναντι στο Μιθριδάτη, που συντηρεί ένα καθεστώς αυλοκολακείας και θεωρεί την ενασχόληση με την ποίηση μια περιττή και μάταιη πολυτέλεια σε περίοδο πολέμου. Ιδιαίτερα, αντιμετωπίζεται ειρωνικά η μη ουσιαστική επαφή του Μιθριδάτη με την ελληνική παιδεία, παρά το γεγονός πως ήταν εξελληνισμένος βασιλιάς και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του φρόντισε για τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού. Εμφανιζόταν όμως ως προστάτης του ελληνικού στοιχείου μάλλον από πολιτική σκοπιμότητα, για να κερδίσει τη σύμπραξη των ελληνικών πόλεων στον πόλεμο κατά των Ρωμαίων. Την ίδια στιγμή η επανάληψη της φράσης από τον Φερνάζη (γιατί εδώ ουσιαστικά αποδίδονται οι σκέψεις του Φερνάζη από τον αφηγητή), ηχεί ειρωνικά και για τον ίδιο
τον αυλοκόλακα ποιητή, καθώς αποκαλύπτει τον υποκριτικό σεβασμό του προς τον μονάρχη, που λίγο πριν τον προσφωνούσε τιμητικά παραθέτοντας τα ελληνικά του προσωνύμια (Διόνυσος και Ευπάτωρ) και τώρα αμφισβητεί την ελληνικότητά του. στ. 36-37 Τον ίδιο στόχο υπηρετεί και η τριπλή επανάληψη της μίας από τις δύο εκδοχές που «βασανίζουν» τον Φερνάζη: «ίσως υπεροψίαν και μέθην» (στ. 9), «το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην.» (στ. 36), «υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος» (στ. 37). Πρόκειται για μια εκδοχή που δεν είναι βέβαια κολακευτική για το Δαρείο και το Μιθριδάτη που είναι απόγονός του-, αλλά είναι ιστορικά αληθής και εκφραστικά πιο εύστοχη από τη δεύτερη και ως εκ τούτου πιο πιθανή. Την πρώτη φορά ο Φερνάζης την εγκαταλείπει, για να υιοθετήσει τη δεύτερη εκδοχή (μάλλον σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων), που είναι αντιποιητική, καθώς αποτελεί μια «δύσκαμπτη περίφραση», και ιστορικά αναληθής, προκειμένου να κολακέψει την εξουσία για να έχει την εύνοιά της, γεγονός που υπογραμμίζει ειρωνικά την ιδιοτέλεια και τον καιροσκοπισμό του. Τις άλλες δύο φορές η επανάληψη της φράσης, τονίζει εμφατικά ότι η ποιητική ιδέα «πάει κ έρχεται επίμονα» στο μυαλό του Φερνάζη, παρόλη την «ταραχή και το κακό», γεγονός που φανερώνει έντονο προβληματισμό και κρίση καλλιτεχνικής συνείδησης. Η δυσμενής ιστορική συγκυρία δίνει στην ποιητική έμπνευση άλλη μορφή. Επιλέγει τελικά να πει την αλήθεια: «το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην. / υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος». Η επανάληψη δείχνει την αμφιταλάντευση του ποιητή πριν κατασταλάξει. Όμως η φωνή του αφηγητή που λανθάνει πίσω από τη φωνή του Φερνάζη, σχολιάζει έμμεσα την απόφαση του να προβάλει την ιστορική αλήθεια, αφήνοντας ένα ειρωνικό υπονοούμενο για την ιδιοτέλειά της. 4. Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα, εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως. Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε στο μάρμαρο ο γλύπτης κι υπόσχονται οι γοφοί σου ευγονία αγαλμάτων, καλή σοδειά ακινησίας.
Για τα δεμένα χέρια σου, που έχεις όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω, σε λέω γυναίκα. Να εντοπίσετε το σχήμα της άρσης και θέσης στους παραπάνω στίχους από το ποίημα «Σημείο αναγνωρίσεως» της Κ. Δημουλά και να σχολιάσετε τη λειτουργία του σε μια παράγραφο 100-120 λέξεων. Μονάδες 25 Η ποιήτρια για μια ακόμη φορά διατυπώνει τη θέση της τονίζοντάς την εμφατικά και αμέσως μετά την αιτιολογεί χρησιμοποιώντας το σχήμα άρσης και θέσης (όχι γιατί (αλλά) για τα ). Ο λόγος για τον οποίο ονομάζει το γλυπτό «γυναίκα» δεν είναι οι ανοιχτοί γοφοί που συνδέονται με την ιδιότητα της γυναίκας να γεννά παιδιά, αλλά τα δεμένα χέρια της, που γίνονται το σύμβολο της αιχμαλωσίας που διαχρονικά βιώνει, το «σημείο αναγνωρίσεως» της γυναικείας φύσης. Μάλιστα με δια διάθεση πικρής ειρωνείας αναφέρεται στη διαιώνιση αυτής της κατάστασης, καθώς οι απόγονοι της γυναίκας «αγάλματα» θα είναι και αυτοί, δηλαδή αιχμάλωτοι στα ίδια κοινωνικά στερεότυπα και κατά συνέπεια, ανίκανοι να ανατρέψουν το κοινωνικό κατεστημένο. Έτσι, η κατάσταση θα παραμένει στάσιμη. Λέξεις 117 5. Να διαβάσετε το παρακάτω ποίημα του Μ. Σαχτούρη «Ο ουρανός» και να εντοπίσετε τρεις ομοιότητες ως προς το περιεχόμενο και δύο ως προς τη μορφή με το ποίημα «Ο Ελεγκτής». Ὁ Ο ὐ ρ α ν ό ς Πουλιὰ μαῦρες σαΐτες τῆς δύσκολης πίκρας δὲν εἶν εὔκολο πράμα ν ἀγαπήσετε τὸν οὐρανὸ πολλοί μάθατε νὰ λέτε πὼς εἶναι γαλάζιος ξέρετε τὶς σπηλιές του τὸ δάσος τοὺς βράχους του; ἔτσι καθὼς περνᾶτε φτερωτὲς σφυρίχτρες ξεσκίζετε τὴ σάρκα σας πάνω στὰ τζάμια του κολλοῦν τὰ πούπουλά σας στὴν καρδιά του
Καὶ σὰν ἔρχεται ἡ νύχτα μὲ φόβο ἀπ τὰ δέντρα κοιτᾶτε τ ἄσπρο μαντίλι τὸ φεγγάρι του τὴ γυμνὴ παρθένα ποὺ οὐρλιάζει στὴν ἀγκαλιά του τὸ στόμα τῆς γριᾶς μὲ τὰ σάπια τὰ δόντια του τ ἄστρα μὲ τὰ σπαθιὰ καὶ μὲ τοὺς χρυσοὺς σπάγγους τὴν ἀστραπὴ τὸν κεραυνὸ τὴ βροχή του τὴ μακριὰ ἡδονὴ τοῦ γαλαξία του. Μονάδες 20 Το ποιήματα του Σαχτούρη «Ο Ουρανός» και «Ο Ελεγκτής» έχουν κοινή θεματολογία. Χαρακτηριστική ομοιότητα αποτελεί η αναφορά στον ουρανό, που αποτελεί σταθερό μοτίβο στην ποίηση του Σαχτούρη και συμβολίζει τον κόσμο των ιδεών, του ονείρου και της φαντασίας. Στο ποίημα «Ο Ελεγκτή» παρουσιάζεται «γεμάτος αίμα και λίγο χιόνι», παραμορφωμένος δηλαδή από τα εφιαλτικά είδωλα της πραγματικότητας. Παρόμοια και στο ποίημα «Ο Ουρανός», η εντύπωση ότι είναι «γαλάζιος» (ιδανικός, όμορφος, καλός ) αναιρείται από τις εφιαλτικές εικόνες που του αποδίδονται στη συνέχεια. Οι σπηλιές, τα δάση, οι βράχοι, τα τζάμια, όπου τα πουλιά ξεσκίζουν τις σάρκες τους δημιουργούν ένα εφιαλτικό σκηνικό, που δείχνει τη φρικτή παραμόρφωση αυτού του κόσμου από τα οδυνηρά βιώματα του πολέμου. Κοινό στοιχείο επίσης αποτελεί επίσης το πουλί, που παρουσιάζεται να εξασφαλίζει την επικοινωνία με τον ουρανό και παραπέμπει στον ποιητή. Στο ποίημα «Ο Ελεγκτής» ο ποιητής παρουσιάζεται ως πουλί με σπασμένα φτερά που πετά στον αιματόβρεχτο ουρανό ελέγχοντας το φως των αστεριών και στο ποίημα «Ο Ουρανός», οι ποιητές είναι «πουλιά μαύρες σαϊτες της δύσκολης πίκρας», που νομίζουν πως είναι εύκολη υπόθεση να κατακτήσει κανείς τον κόσμο της ποίησης, του ονείρου και των ιδεών (μάθατε νὰ λέτε πὼς εἶναι γαλάζιος). Τέλος, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τη δυσκολία που χαρακτηρίζει το ποιητικό εγχείρημα. Και στα δύο ποιήματα η κατάκτηση του «ουρανού» παρουσιάζεται ως δύσκολη υπόθεση. Στο ποίημα «Ο Ελεγκτής» ο ποιητής-πτηνό «σφίγγει τα σκοινιά του», όταν ετοιμάζεται να πετάξει στον αιματόβρεχτο ουρανό και έχει «σπασμένα» τα φτερά του και στο ποίημα «Ο Ουρανός» αναφέρεται ρητά η δυσκολία: «δεν είναι εύκολο πράγμα να αγαπήσετε τον ουρανό».
Εναλλακτικά, θα μπορούσατε να αναφέρετε τα χρώματα που κυριαρχούν και στα δύο ποιήματα και έχουν συμβολική σημασία. Στο ποίημα «Ο Ελεγκτής» μπορούμε να διακρίνουμε το άσπρο του χιονιού, το κόκκινο του αίματος και το μαύρο του έναστρου ουρανού και στο ποίημα «Ο Ουρανός» το γαλάζιο του ουρανού, το μαύρο στις «σαϊτες της δύσκολης πίκρας», το άσπρο στο μαντίλι του φεγγαριού και το χρυσό στους χρυσούς σπάγκους των αστεριών. Όσον αφορά στη μορφή, μπορούμε να εντοπίσουμε μια εμφανή ομοιότητα στον τίτλο, ο οποίος αποτελείται από ένα οριστικό άρθρο και ένα προσηγορικό ουσιαστικό που παραπέμπει στην καθημερινή εμπειρία (Ο Ελεγκτής, Ο ουρανός). Έτσι δημιουργείται μια ρεαλιστική ατμόσφαιρα, η οποία όμως θα δώσει τη θέση της σε εικόνες πλασμένες από τη φαντασία με φανερή την επιρροή του υπερρεαλισμού. Ο ποιητής ορίζει το χώρο, ώστε να προετοιμαστεί ο αναγνώστης να μπει στο μαγικό κόσμο του ποιήματος και να παρακολουθήσει τη μικρή του ιστορία. Μια ακόμη ομοιότητα παρατηρείται στη στιχουργία των ποιημάτων. Και τα δύο αποτελούνται από ανισοσύλλαβους, ανομοιοκατάληκτους στίχους χωρίς μέτρο (ελεύθερος στίχος). Είναι δηλαδή νεωτερικά ποιήματα. Εναλλακτικά θα μπορούσαν αναφερθούν: Η γλώσσα και των δύο ποιημάτων: απλή, δημοτική Οι απροσδόκητοι συνδυασμοί αντιφατικών εννοιών (υπερρεαλιστικό στοιχείο): πχ «κληρονόμος πουλιών», «τ ἄστρα μὲ τὰ σπαθιὰ καὶ μὲ τοὺς χρυσοὺς σπάγγους», «η μακριά ηδονή του γαλξία» Οι υπερρεαλιστικές (πχ του ουρανού που είναι γεμάτος αίμα και λίγο χιόνι ή γεμάτος σπηλιές, βράχους, δάση )