«Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥΣ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ»



Σχετικά έγγραφα
Σελίδα 1 από 5. Τ

Τσιλιµίγκρα Μαρίας Ελένης

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

Σχέδιο Νόµου. «Επιλογή δικαστικών λειτουργών στις κορυφαίες θέσεις της Δικαιοσύνης. και επαναφορά της αρχής του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων» Άρθρο 1

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

ΣτΕ 3353/2004. του..., κατοίκου..., οδός..., ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Δημ. Μητρόπουλο (Α.Μ ) που τον διόρισε με πληρεξούσιο

ΣτΕ 2586/2011. Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ αριθμ. 350/2010 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πύργου.

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΣτΕ 1383/2012. κατά των:α)... και β)..., κατοίκων..., τακτικών δημοτικών συμβούλων, στις ως άνω δημοτικές εκλογές, οι οποίοι δεν παρέστησαν.

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

Ο ΠΡΥΤΑΝΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/763/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 15 /2015

Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ι Κ Η Σ Χ Ο Λ Η. Κ ο σ μ ή τ ο ρ α ς

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» Άρθρο 1

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

ΣτΕ 3427/2017. του..., κατοίκου Αραχώβης, ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Δέσποινα Μεταξά (Α.Μ.16728), που τη διόρισε στο ακροατήριο,

ΜΑΘΗΜΑ:ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ ΘΕΜΑ:Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥΣ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΑΕ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ:ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΗΤΡΩΟΥ:

Π Ι Ν Α Κ Α Σ Των κυριοτέρων προθεσµιών που αφορούν στη διενέργεια των γενικών βουλευτικών εκλογών της 25 ης Ιανουαρίου 2015

ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ - ΕΚΛΟΓΙΚΟ

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

ΣτΕ 2302/2011. κατά του..., κατοίκου Βάρης Αττικής (...), ο οποίος δεν παρέστη.

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ αριθμ. 274/2014 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πύργου Ηλείας.

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

π ρ ο κ η ρ ύ σ σ ε ι

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012

Αριθ. Πρωτ. 92 Fax:

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΙΑΦΟΡΩΝ

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Νοµοθεσία Συλλόγου Γονέων και Κηδεµόνων ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΓΟΝΕΩΝ. Ν.1566/85 Αρ. 53

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Use of this document is subject to the agreed Terms and Conditions and it is protected by digitally embedded signatures against unauthorized use

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ταχ. Κώδικας: Πληροφορίες: Ε. Κουτούκη Τηλέφωνο: Fax: Αριθ.

ΔΠΡ ΚΑΒ 479/2014. Κατά τη συνεδρίαση, ο διάδικος που παρέστη ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε τα αναφερόμενα στα πρακτικά.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ

Προπτυχιακή Εργασία. Χαλβαντζή Χριστίνα. Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Το θέμα και ο τρόπος ανάπτυξης του

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3106/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 47/2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Σπάρτη, 29/08/2017 Αρ. Πρωτ. 1031

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4266/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 79/2011

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Α Π Ο Φ Α Σ Η 98/2012

ΣτΕ 2456/2012. των: α)... και β)..., κατοίκων..., οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Σ. Σδούκο (Α.Μ. 9900), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,

ΑΝΩΤΑΤΗ ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΕΤΟΣ ΙΔΡΥΣΕΩΣ 1836 ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Ε Ι Α ΤΜΗΜ. ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

ΔΠΡ ΗΡΑΚΛ 7/2011. Κατά τη συζήτηση, οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ Τ.Ε.Ι. ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΕ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

Σπάρτη, 16/04/2018 Αρ. Πρωτ. 636

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 136/2012

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΥΔΡΕΥΣΗΣ & ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Α.Ε.

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αποστολή με φαξ και ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ ΕΚΛΟΓΙΚΟ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 145/2011

ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΡΙΑΣ ΘΕΜΑ : Προκήρυξη εκλογών για την ανάδειξη αιρετών εκπροσώπων στο Δ.Σ. του Νοσοκομείου

2296/2011 ΣτΕ. Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ αριθμ. 51/2011 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κοζάνης.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 108/2013

Σημειώνω τις εξής παρατηρήσεις επί του σχεδίου του ΒΙΒΛΙΟΥ IV (ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ):

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 75/2011

O ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΝΟΜΟΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 110/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 38/2007

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4268/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 80/2011

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Αθήνα, Αρ. Πρωτ.: 259

Αριθµός 111/2013 ΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3849, 30/4/2004

Κάθε πότε γίνονται εκλογές; Κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός αν η Βουλή διαλυθεί νωρίτερα.

ΑΔΑ: 456Μ9-ΙΦΘ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΑΝΑΡΤΗΤΕΟ. ΠΡΟΣ : Όλα τα Πανεπιστήμια της Χώρας

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΕΚΛΟΓΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΑΞΙΩΜΑ ΤΟΥ ΠΡΥΤΑΝΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ. ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ Ο.Π.Α. (συνεδρίαση 1 η / )

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

Αθήνα, $$202$$ Αριθ. Πρωτ.: $$201$$

: Τ.Θ Ηράκλειο Τ.Κ : Μ. Μούντη : : :

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

Αριθμός 665/2015 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ. Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4267/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 81/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 47/2015

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ Α. ΘΕΜΑΤΑ ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 60/2014

Transcript:

ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ- 2004 «Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥΣ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ» ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ : ΑΝ ΡΕΑΣ Γ. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΩΝΥΜΟ : ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ ΟΝΟΜΑ: ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΑΡ.ΜΗΤΡΩΟΥ: 1340199900899

ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ- 2004 «Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥΣ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ» ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ : ΑΝ ΡΕΑΣ Γ. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΩΝΥΜΟ : ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ ΟΝΟΜΑ: ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΑΡ.ΜΗΤΡΩΟΥ: 1340199900899

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΠΡΟΛΟΓΟΣ ( σελ. 1) 2. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ ΚΑΙ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΣΗΜΕΡΑ (σελ. 1-3) 3. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΚΑΕ (σελ. 3-4) 4. ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΕ (σελ. 4-6) 5. Η ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΕ ΩΣ ΕΚΛΟΓΟ ΙΚΕΙΟΥ (αρθ.100 παρ.1 περ.α Σ και αρθ.58 Σ) (σελ. 6-13) Εκδίκαση ενστάσεων που αναφέρονται σε εκλογικές παραβάσεις σχετικές µε την ενέργεια των εκλογών (σελ. 7-12) Εκδίκαση ενστάσεων που αναφέρονται στην έλλειψη νοµίµων προσόντων των εκλεγέντων βουλευτών (σελ. 12-13) Κρίση προδικαστικών ζητηµάτων (σελ. 13) 6. Η ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΑΕ (σελ. 14-15) 7.ΑΣΚΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥΣ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΥΤΗΣ (εγκυρότητα του δικογράφου της αιτήσεως,νοµιµοποίηση του αιτούντος,νοµότυπη υποβολή της αιτήσεως,εµπρόθεσµη άσκηση της αιτήσεως) (σελ. 15-18) 8. Η ΕΠ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ( σελ. 19-20) 9. Η ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΙΚΗΣ ΣΤΟ ΑΕ (σελ. 20) 10.Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΕ (σελ. 20-21) 11.ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΗΣ (αρθ.58 Σ και ΚΑΕ ) (σελ. 21-27) Έλλειψη νοµίµων προσόντων των εκλεγέντων βουλευτών(θετικά προσόντα-αρθ.55 παρ.1 Σ,αρνητικά προσόντα ή κωλύµατα εκλογιµότητας-αρθ.56 Σ) Παράβαση των συνταγµατικών εκλογικών αρχών Παράβαση του εκλογικού νόµου κατά την ενέργεια των εκλογών Λάθος περί την αρίθµηση των ψήφων 12.ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ (σελ. 27-28) εκλογιµότητας-αρθ.56 Σ)

Παράβαση των συνταγµατικών εκλογικών αρχών Παράβαση του εκλογικού νόµου κατά την ενέργεια των εκλογών Λάθος περί την αρίθµηση των ψήφων 12.ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ (σελ. 27-28) ΠΡΟΛΟΓΟΣ Μια από τις σηµαντικότερες εκφάνσεις του δηµοκρατικού πολιτεύµατος που ισχύει στην Ελλάδα είναι το σύστηµα ελέγχου του κύρους των βουλευτικών εκλογών. Ο έλεγχος και η εκδίκαση των βουλευτικών εκλογών κατά του κύρους των οποίων ασκούνται ενστάσεις που αναφέρονται είτε σε εκλογικές παρεµβάσεις σχετικές µε την ενέργεια των εκλογών είτε σε έλλειψη των νόµιµων προσόντων, ανατίθεται στο Ανώτατο Ειδικό ικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγµατος. Σύµφωνα µε το άρθρο 100 του Σ : «1. Συνιστάται Ανώτατο Ειδικό ικαστήριο στο οποίο υπάγονται : α) Η εκδίκαση ενστάσεων κατά το άρθρο 58.». 1 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ ΚΑΙ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΣΗΜΕΡΑ Κάνοντας µια ιστορική αναδροµή στη νοµοθετική ρύθµιση του θεσµού, ο έλεγχος κύρους των βουλευτικών εκλογών, αρχικά διεξαγόταν από τη Βουλή. Η διαδικασία της από τη Βουλή εξελέγξεως των εκλογών ρυθµιζόταν από τα άρθρα 2-7 του Κανονισµού αυτής της 7ης Ιουλίου 1865, τα οποία ίσχυσαν αµετάβλητα, εξαιρουµένης µιας παροδικής τροποποιήσεώς τους, µέχρι το 1911 οπότε αναθεωρήθηκε το άρθρο 73 του Σ. Το Σύνταγµα του 1911 εισήγαγε ένα νέο ειδικό δικαστήριο, το Εκλογοδικείο, το οποίο είχε ειδική δικαιοδοσία για την εκδίκαση αυτών των ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών. Το Εκλογοδικείο 1 Βλ. ηµήτρης Θ. Τσάτσος Συνταγµατικό ίκαιο Τόµος Β - ΟΡΓΆΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ - σελ. 525 επ. Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου Τόµος II σελ. 795 επ.

ήταν εντεκαµελές και συγκροτούνταν από τον Πρόεδρο του Συµβουλίου της Επικρατείας και πέντε αρεοπαγίτες, οι οποίοι ορίζονταν σε κάθε εκλογή µε κλήρωση. Αυτό, δηλαδή, δεν ήταν µόνιµο ή διαρκές και δεν ανήκε στην τάξη των τακτικών δικαστηρίων. Αυτό ήταν έκτακτο δικαστήριο, το οποίο συγκροτούνταν όταν επρόκειτο να διενεργηθούν εκλογές 2. Η νοµοθεσία αυτή ίσχυσε µέχρι του έτους 1952 και εφαρµόσθηκε ανάλογα από το κράτος του Συντάγµατος του 1927 και για την εκδίκαση των Γερουσιαστικών Εκλογών 3. Το Ν.. 2202 της 15ης Αυγούστου 1952 «περί εξελέγξεως και εκδικάσεως των βουλευτικών εκλογών» επανέλαβε κατά βάση την προϊσχύσασα νοµοθεσία, η οποία εναρµονίζεται µόνο ως προς τις αφορώσες τη συγκρότηση του Εκλογοδικείου διατάξεις προς το αναθεωρηµένο άρθρο 73 του προϊσχύοντος Συντάγµατος. Αυτό το Ν.. ίσχυσε αµετάβλητο µέχρι το τέλος του 1965 «περί τροποποιήσεως και συµπληρώσεως των διατάξεων του Ν.. 2202/1952». Τα ιάταγµα αντικαταστάθηκε από τις διατάξεις των άρθρων 72-88 Ν. δ. 4274 της 12ης Νοεµβρίου 1962 «περί τροποποιήσεως και συµπληρώσεως της εκλογικής νοµοθεσίας», τα οποία επαναλάµβαναν κατά βάση το προϊσχύον δίκαιο και έλυσαν ορισµένα ζητήµατα τα οποία γεννήθηκαν στη νοµολογία του Εκλογοδικείου. Οι διατάξεις αυτές περιελήφθησαν στο έκτο µέρος (άρθρα 116 132)του Εκλογικού Κώδικα του 1963 (Β.. 592/27-9-1963) και του 1974 (Π.. 650/3-10-1974) ίσχυσαν µέχρι την έναρξη της ισχύος το Κώδικα περί Ανωτάτου ικαστηρίου (1976). Η διάταξη του άρθρου 100 παρ. 3 του Συντάγµατος ορίζει, ότι «η οργάνωση και λειτουργία του δικαστηρίου, τα σχετικά µε τον ορισµό, την αναπλήρωση και την επικουρία των µελών του, καθώς και τα σχετικά µε τη διαδικασία σε αυτό ορίζονται µε ειδικό νόµο». Ο προβλεπόµενος από τη διάταξη νόµος έπρεπε κατά τις µεταβατικές διατάξεις του άρθρου 115 παρ. 2 του Σ. να εκδοθεί το αργότερο εντός έτους από την ισχύ αυτού, δηλαδή µέχρι της 11ης Ιουνίου 1976. Μέχρι ην έκδοση του εν λόγω νόµου και την έναρξη της λειτουργίας του ικαστηρίου, ο µεν έλεγχος του κύρους των αµφισβητουµένων βουλευτικών εκλογών και του δηµοψηφίσµατος ανατέθηκε στο Εκλογοδικείο, που προβλεπόταν στα προηγούµενα Συντάγµατα. Οι δε αµφισβητήσεις που αναφέρονται στην έκπτωση βουλευτών θα επιλύονταν από τη Βουλή. Ήδη κατά τον Νοέµβριο 1975 ανατέθηκε από τον Υπουργό ικαιοσύνης η κατάρτιση του 2 Βλ. Παρµ. Ν. Τζίφρα ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟΝ ΕΙ ΙΚΟΝ ΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ - 1976 3 Άρθρο 14 Ν. 3786/1929 «περί συγκροτήσεως της Γερουσίας»

νοµοσχεδίου στη Νοµοπαρασκευαστική Επιτροπή επί την τρέχουσα νοµοθετική εργασία του Υπουργείου. Η Επιτροπή αυτή ασχολήθηκε µε το θέµα από τον Νοέµβριο 1975 µέχρι τις αρχές Μαρτίου 1976 και κατήρτισε το νοµοσχέδιο. Στη συνέχεια οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 του νόµου 255/1976 προέβλεψαν τη συγκρότηση ειδικών Επιτροπών (συντακτικής και αναθεωρητικής) και για τη σύνταξη κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού ικαστηρίου. Κατ εφαρµογή των διατάξεων αυτών συγκροτήθηκε µε την 20739/1976 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και ικαιοσύνης πενταµελής Συντακτική Επιτροπή, η οποία κατήρτισε σχέδιο νόµου και µια σχετική Εισηγητική Έκθεση (14-4-1976). Το σχέδιο αυτό υπεβλήθη από Υπουργείου ικαιοσύνης στην Ειδική Κεντρική Νοµοπαρασκευαστική Επιτροπή, η οποία διατύπωσε ορισµένες παρατηρήσεις επ αυτού. Εν όψει των παρατηρήσεων αυτών και της σπουδαιότητας του θεσµού του Ανώτατου Ειδικού ικαστηρίου κρίθηκε σκόπιµη η συγκρότηση επταµελούς Αναθεωρητικής Επιτροπής για την αναθεώρηση του σχεδίου. Η Επιτροπή συνήλθε σε έντεκα συνεδριάσεις. Αυτή συνέταξε νέο Σχέδιο Κώδικα και σχετικό Εισηγητικό Σηµείωµα. Η Βουλή ασχολήθηκε µε το νοµοσχέδιο αυτό κατά τη συνεδρίαση της 3ης Ιουνίου 1976. Η Βουλή ψήφισε το νοµοσχέδιο κατά την ειδική διαδικασία ψηφίσεως Κωδικών (Νόµος 345/1976). Ο Νόµος αυτός αποτελείται από δύο άρθρα. Το πρώτο άρθρο κύρωσε τον από της Αναθεωρητικής Επιτροπής συνταχθέντα κώδικα, ενώ το δεύτερο άρθρο όρισε ιδίως τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος του κώδικα. ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ Κ.Α.Ε.. Ο Κώδικας αποτελείται από δέκα κεφάλαια και περιλαµβάνει 58 άρθρα. Το πρώτο κεφάλαιο (άρθρα 1 5) ρυθµίζει την οργάνωση του ΑΕ, ενώ το δεύτερο κεφάλαιο (άρθρο 6) καθορίζει τη δικαιοδοσία αυτού, επαναλαµβάνοντας τις διατάξεις του άρθρου 100 παρ. του Συντάγµατος. Το τρίτο κεφάλαιο (άρθρα 7 23) περιλαµβάνει τις γενικές διαδικαστικές διατάξεις, δηλαδή τις διατάξεις εκείνες, ο οποίες εφαρµόζονται καταρχήν σε όλες τις διαφορές που υπάγονται στη δικαιοδοσία του ΑΕ. Τα επόµενα έξι κεφάλαια περιέχουν τις ειδικές διαδικαστικές διατάξεις, δηλαδή τις διατάξεις εκείνες, οι οποίες ισχύουν σε συγκεκριµένες διαφορές. Αυτές θεσπίζουν εξαιρέσεις από τους κανόνες, τους οποίους καθιερώνουν οι γενικές διατάξεις. Ειδικότερα, το τέταρτο (άρθρα 24 34) κα πέµπτο κεφάλαιο (άρθρα35

38)περιλαµβάνουν τις ειδικές διατάξεις, οι οποίες εφαρµόζονται αντίστοιχα κατά την εκδίκαση των ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών και του δηµοψηφίσµατος. Πρέπει να σηµειωθεί ότι το άρθρο 23 του Κώδικα επιτάσσει την ανάλογη εφαρµογή των διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής ικονοµίας επί των θεµάτων τα οποία δεν ρυθµίζονται υπό των γενικών ή ειδικών διατάξεων αυτού. Οι διατάξεις του Κώδικα περί εκδικάσεως των ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών σε συνδυασµό µε τις γενικές διατάξεις αυτού επαναλαµβάνουν κατά βάση τις διατάξεις των άρθρων 116 132 του Εκλογικού Κώδικα. Το άρθρο 58 εδ. β του Κώδικα κατήργησε ρητώς τις διατάξεις αυτές του Εκλογικού Κώδικα, εξαιρουµένων των διατάξεων του των άρθρων 118 παρ. 1 (νοµιµοποίηση του ενισταµένου), 121(λόγοι ενστάσεως) και 132. Οι διατάξεις των άρθρων 119 παρ. 1 και 121 του Εκλογικού Κώδικα διατηρήθηκαν σε ισχύ. Επειδή η πλειοψηφία της Αναθεωρητικής Επιτροπής δεν περιέλαβε στον Κώδικα σχετικές διατάξεις, διότι θεώρησε εσφαλµένως αυτές ως ουσιαστικές και όχι ως διαδικαστικές 4. Θεωρείται ότι σιωπηρώς καταργήθηκε και το άρθρο 132 του Εκλογικού Κώδικα, διότι τούτο καλύπτεται πλήρως από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 4 του Κώδικα περί του ΑΕ και του Εκλογικού Κώδικα σε συνδυασµό µε τις διατάξεις των άρθρων 58 και 100 του Συντάγµατος αποτελούν το ισχύον σε εµάς Εκλογικό ίκαιο. ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΕ Οι διατάξεις του άρθρου 100 παρ.2 του Συντάγµατος ορίζουν ότι το Ανώτατο Ειδικό ικαστήριο συγκροτείται από τους Προέδρους του Συµβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, από τέσσερις συµβούλους της Επικρατείας και από τέσσερις Αρεοπαγίτες που ορίζονται ως µέλη µε κλήρωση κάθε δύο χρόνια. Στο δικαστήριο προεδρεύει ο αρχαιότερος από τους Προέδρους του Συµβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου. Έτσι, το ΑΕ κατά την εκδίκαση των ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών αποτελείται από 11 µέλη. Το ΑΕ δικάζει µε 13 µέλη (δύο τακτικοί καθηγητές των νοµικών µαθηµάτων των Νοµικών Σχολών των Πανεπιστηµίων της Χώρας) όταν πρόκειται για την εκδίκαση 4 Έτσι η διατήρηση σε ισχύ των διατάξεων αυτών του Εκλογικού Κώδικα διασπά την αυτοτέλεια του ικονοµικού απέναντι στο Ουσιαστικό Εκλογικό ίκαιο, η οποία αποκαταστάθηκε από το Κ.Α.Ε..

υποθέσεων του άρθρου 100 του Σ περιπτώσεις και Ε. Κατά τα λοιπά η ρύθµιση της συγκροτήσεως και ιδίως, του τρόπου της κληρώσεως, του ορισµού, της αναπληρώσεως και επικουρίας των µελών του ικαστηρίου και της γραµµατείας αυτού, καθώς και τα σχετικά µε τη διαδικασία σ αυτό ορίζονται µε ειδικό νόµο από τον κοινό νοµοθέτη. Τα θέµατα αυτά ρυθµίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 4 του Κ.Α.Ε.. Όλα τα µέλη του ικαστηρίου ορίζονται µε ισάριθµους αναπληρωτές κάθε διετία µε κλήρωση (άρθρο 1 παρ. 1 εδ. γ Κ.Α.Ε..). Η κλήρωση των µελών του ικαστηρίου από το άρθρο 2 του Κώδικα. Ο Υπουργός ικαιοσύνης αποστέλλει κατά το πρώτο δεκαήµερο του εκεµβρίου κάθε δεύτερο έτος στον Πρόεδρο του Συµβουλίου της Επικρατείας καταλόγους των εν ενεργεία Συµβούλων της Επικρατείας, των Αρεοπαγιτών και των τακτικών Καθηγητών των νοµικών µαθηµάτων των Νοµικών Σχολών των Πανεπιστηµίων της Χώρας. Καθηγητές οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του µέλους του Συµβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου, δεν περιλαµβάνονται στους καταλόγους των Καθηγητών. Κατά το δεύτερο δεκαήµερο του εκεµβρίου, κάθε δεύτερο έτος διενεργείται κλήρωση ενώπιον της Ολοµέλειας του Συµβουλίου της Επικρατείας, σε δηµόσια συνεδρίαση, βάσει των καταλόγων αυτών. Για τη συγκρότηση του ΑΕ, κάθε διετία, εκδίδεται απόφαση του Υπουργού της ικαιοσύνης η οποία περιλαµβάνει τα ονόµατα των κληρωθέντων τακτικών και αναπληρωµατικών µελών. Αυτή η απόφαση δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως και ανακοινώνονται προς τους κληρωθέντες, τους Προέδρους του Συµβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τον Κοσµήτορα των Νοµικών Σχολών, στους οποίους ανήκουν οι κληρωθέντες καθηγητές (άρθρο 2 του νόµου 345/1976). Σε περίπτωση ελλείψεως, απουσίας, κωλύµατος ή εξαιρέσεως οι Πρόεδροι του Συµβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως µέλη του ικαστηρίου αναπληρώνονται αντίστοιχα από τους Αντιπροέδρους των ικαστηρίων αυτών κατά σειρά αρχαιότητας, τα δε τακτικά µέλη αναπληρώνονται από τα αναπληρωµατικά µέλη, τα οποία καλούνται κατά την τάξη της κληρώσεώς τους. Στην περίπτωση αποχωρήσεως ή θανάτου τακτικού ή αναπληρωµατικού µέλους ενεργείται νέα κλήρωση για την αντικατάσταση αυτού. Μέχρι την ανάδειξη των νέων µελών, το ικαστήριο συγκροτείται από τα υπόλοιπα µέλη του. Το άρθρο 3 του ΚΑΕ (νόµος 345/1976) ρυθµίζει τα της επικουρίας των µελών του ικαστηρίου. Ο Πρόεδρος του ικαστηρίου προτείνει στην αρχή κάθε διετίας στον

Υπουργό ικαιοσύνης τον αριθµό των αναγκαιούντων δικαστικών λειτουργών και υφηγητών νοµικών θεµάτων της Νοµικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών προς επικουρία των µελών του ικαστηρίου στη προπαρασκευή των υποθέσεων προς συζήτηση 5. Από το άρθρο 4 του νόµου 345/1976 ρυθµίζονται τα σχετικά µε τη γραµµατεία του ικαστηρίου. Στη γραµµατεία του ικαστηρίου τοποθετούνται µε απόσταση δικαστικοί υπάλληλοι από τις Γραµµατείες των Πολιτικών ικαστηρίων και Εισαγγελιών και άρα δεν έχουν µόνιµη θέση. Αυτό έρχεται σε αντίθεση µε τη φύση του ΑΕ, το οποίο είναι µόνιµο ή διαρκές ικαστήριο και δεν συγκροτείται κάθε φορά για την εκδίκαση µιας ορισµένης διαφοράς. Ο µόνιµος χαρακτήρας του ικαστηρίου συνάγεται σαφώς από τη σύνθεσή του, από τους εκάστοτε Προέδρους των τριών Ανωτάτων ικαστηρίων και εκ της διετούς θητείας των µελών του. Γι αυτό το λόγο υπήρχαν αντιρρήσεις ως προς τη προσωρινότητα των µελών της γραµµατείας, των οποίων ο θέσεις δεν είναι οργανικές. Η ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΕ ΩΣ ΕΚΛΟΓΟ ΙΚΕΙΟΥ Το άρθρο 100 παρ. 1 του Σ και το άρθρο 6 του νόµου 345/1976 καθορίζει περιοριστικά τις διαφορές οι οποίες υπάγονται στη δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού ικαστηρίου. Στη προκειµένη περίπτωση µας ενδιαφέρει, η εκδίκαση ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών (άρθρο 58 Σ). Η διάταξη του άρθρου 58 του Σ ορίζει τα εξής: «Ο έλεγχος και η εκδίκαση των βουλευτικών εκλογών, κατά του κύρους των οποίων ασκούνται ενστάσεις που αναφέρονται είτε σε εκλογικές παραβάσεις σχετικές µε την ενέργεια των εκλογών είτε σε έλλειψη των νόµιµων προσόντων, ανατίθεται στο ΑΕ του άρθρου 100». Το ικαστήριο είναι αρµόδιο να κρίνει το κύρος των αµφισβητούµενων εκλογών από κάθε άποψη. ηλαδή, είναι αρµόδιο για την εκδίκαση των ενστάσεων κατά του 5 Σπηλιωτόπουλος Π. Επαµεινώνδας, Εγχειρίδιο ιοικητικού ικαίου II

κύρους των εκλογών, οι οποίες αναφέρονται τόσο στις εκλογικές παραβάσεις όσο και στην έλλειψη προσόντων 6. ΕΚ ΙΚΑΣΗ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΕ ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ Καταρχάς, όσον αφορά το πρώτο σκέλος της αρµοδιότητας του ΑΕ, περιλαµβάνει την εκδίκαση ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών, οι οποίες αναφέρονται στις εκλογικές παραβάσεις κατά τη διεξαγωγή τους (άρθρο 58 Σ). Η διατύπωση της διατάξεως και πολύ περισσότερο η φράση «σχετικά µε την ενέργεια των τους» γέννησε πολλές ερµηνευτικές δυσχέρειες. Ήδη από τη πρώτη εφαρµογή της διατάξεως αµφισβητήθηκε ζωηρά το ζήτηµα, αν η αρµοδιότητα του ΑΕ περιορίζεται µόνο στη κρίση των συντελούντων κατά την ηµέρα της εκλογικών παραβάσεων. Τελικά επικράτησε η ευρεία ερµηνεία, κατά την οποία στην αρµοδιότητα του ΑΕ υπάγονται καταρχήν όλες οι συντελούµενες εκλογικές παραβάσεις από τη προκήρυξη των εκλογών µέχρι την ανακήρυξη των εκλεγέντων. Η άποψη αυτή της νοµολογίας η οποία επικράτησε και στην επιστήµη είναι ορθή 7. Η αληθινή έννοια της διατάξεως είναι ότι αυτή καθιερώνει την αρχή, κατά την οποία στο ΑΕ υπάγεται η οριστική και αµετάκλητη κρίση κάθε παράβασης του Εκλογικού ικαίου οποτεδήποτε συντελουµένης και αφορούσας το κύρος της εκλογής. Στην προκειµένη, όµως, περίπτωση, γεννιούνται τα ακόλουθα ζητήµατα και ειδικότερα αν υπάγεται στο ικαστήριο ο έλεγχος α) της συνταγµατικότητας του Εκλογικού Νόµου, β) του κύρους των προπαρασκευαστικών πράξεων της εκλογής, γ) της νοµιµότητας της διενέργειας της β και γ κατανοµής στην περίπτωση της ισχύος του αναλογικού συστήµατος,δ) των παραβάσεων συντελουµένων µετά την ανακήρυξη των εκλεγέντων και αναφεροµένων στη πλήρωση βουλευτικής έδρας και ε) αν το Συµβούλιο της Επικρατείας είναι αρµόδιο να κρίνει το κύρος των προπαρασκευαστικών πράξεων της εκλογής. Ως προς τον α) προβληµατισµό, θεωρείται ότι το ΑΕ έχει αρµοδιότητα για εξέταση των ενστάσεων επί της συνταγµατικότητας των νόµων. Το Εκλογοδικείο φαίνεται ότι 6 Αποφάσεις 9, 10, 49 του 1990, ( συµπλήρωµα του δικονοµικού εκλογικού δικαίου) 7 Βλ. Αθ. Ράικος, ΙΚΟΝΟΜΙΚΟΝ ΕΚΛΟΓΙΚΟΝ ΙΚΑΙΟΝ, 7 η Έκδοση, 1977, σελ. 88

συνάντησε για πρώτη φορά ζήτηµα αµφισβήτησης της συνταγµατικότητας του εκλογικού νόµου µετά τις εκλογές της 19 Αυγούστου 1929, αποφαινόµενο επί ενστάσεων κατά του κύρους της εκλογής των αιρετών µελών της Γερουσίας που είχε ιδρύσει ως δεύτερο νοµοθετικό σώµα το Σ. του 1927. Μέχρι το 1932 οι αποφάσεις σηµείωναν ότι είναι αδύνατη η έρευνα της συνταγµατικότητας του νόµου ως λόγου ακύρωσης των ανακηρύξεων κατά των οποίων εγείρεται η ένσταση. ιότι και µετά την ακύρωση της εκλογής και ως δικανικό συµπέρασµα τέτοιου ελέγχου η διοίκηση δεν θα είχε την δυνατότητα να επαναλάβει την εκλογή µε άλλο νόµο, νόµο αντικατάστασης αυτού που θα είχε αποδοκιµάσει το Εκλογοδικείο. Από το 1932, όµως, το Εκλογοδικείο άλλαξε στάση ως προς το απαράδεκτο ενστάσεων ή λόγων ενστάσεων που προβάλλουν αυτοτελή συνταγµατικά ελαττώµατα του εκλογικού νόµου. Η άποψη αυτή παγιώθηκε και µετά το 1976 στις αποφάσεις του ΑΕ. Η µεταστροφή αυτή, συνεκτιµώµενη µε τις λύσεις στις οποίες έδινε συστηµατικά κάλυψη την απόρριψη των ενστάσεων τέτοιου περιεχοµένου επιτρέπεται να αποδοθεί στον κοινωνιολογικό παράγοντα της αλµατικής προόδου που σηµείωνε η εξ αρχής υιοθέτηση και η γρήγορη ανάπτυξη της έρευνας της συνταγµατικότητας του νόµου από το Συµβούλιο της Επικρατείας, ως λόγου ακυρώσεως των πράξεων της διοικήσεως που έχουν στήριγµα σε νόµο αντίθετο προς το Σ., και, υπό την επίδραση της νοµολογίας του, στον τρόπο του σκέπτεσθαι του Αρείου Πάγου. Η αλλαγή πορείας αυτή συνοδευόταν µε µια άλλη, που υπήρξε αφορµή και ήταν συνέπειά της. Το Εκλογοδικείο και έπειτα το ΑΕ δέχθηκαν ότι όλοι οι σταθµοί της εκλογικής διαδικασίας από την διεξαγωγή της ψηφοφορίας ως την ανακήρυξη των επιτυχόντων, διαµέσου της ανακήρυξης των υποψηφίων από το Πρωτοδικείο, αλλά και πράξεις προγενέστερες από την έναρξη της εκλογικής διαδικασίας και άσχετες προς παραβάσεις περί την ενέργεια της εκλογής ή την έλλειψη προσόντων υπάγονται στη δικαιοδοσία τους 8. Με το ζήτηµα ασχολήθηκε και η απόφαση 17/1962, η οποία αναγνώρισε την αρµοδιότητα του ικαστηρίου µε τη δικαιολογία ότι «... εξ ουδεµίας διατάξεως παρακωλύεται όπως, προκειµένου να κρίνει περί της συγκεκριµένης εκλογής, ης το κύρος προσβάλλεται ενώπιον αυτού, επεκτείνει την έρευνα αυτού, και εις τη παρεµπίπτουσα εξέτασιν της συνταγµατικότητας των ή της νοµιµότητας πάσης 8 του ΦΑΙ ΩΝΟΣ Θ. ΒΕΓΛΕΡΗ, Η Ι ΑΙΤΕΡΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ, σελ. 23-26

προγενεστέρας νοµοθετικής ή διοικητικής πράξεως...». Πρέπει, όµως, να επισηµανθεί ότι το ΑΕ κρίνει µόνο την ουσιαστική συνταγµατικότητα των νόµων και όχι την τυπική και αν κρίνει την διάταξη αντισυνταγµατική, αυτή δεν καθίσταται ανίσχυρη έναντι πάντων. Η νοµολογία του ΑΕ αναγνώρισε σιωπηρά τη δικαιοδοσία αυτού να εξετάζει τη συνταγµατικότητα του εκλογικού νόµου. Τη δικαιοδοσία αυτή του ικαστηρίου αιτιολόγησε για πρώτη φορά µε ειδική σκέψη η απόφαση 76/1985 που αφορούσε τον έλεγχο του κύρους των βουλευτικών εκλογών της 2ας Ιουνίου 1985. Η απόφαση αυτή νοµολόγησε ορθά ότι «παραδεκτώς καταρχήν προβάλλονται, ως λόγοι ακυρώσεως της εκλογής αντισυνταγµατικότητα διατάξεων της εκλογικής νοµοθεσίας..., διότι και οι παραβάσεις αυτές είναι εκλογικές, κατά την έννοια του άρθρου 58 Σ., των άρθρων 24 και 32 παρ. 3 του Ν. 345 / 1976 και του άρθρου 117 του Π.. 152 / 1985, υποκείµενες στη δικαιοδοσία του ΑΕ» 9. Αντίθετα κατά τη γνώµη του Βεγλερή, ο οποίος διαφωνεί µε τον Ράικο, όταν το Σ. ορίζει τα αντικείµενα των δύο ενστάσεων κατά του κύρους των εκλογών που επιτρέπει, και όταν κατονοµάζει το ικαστήριο που ιδρύει «ειδικόν» (1911, 1952 άρθρο 73, 1975 άρθρο 58), δεν µπορεί να γράφεται ότι ουδεµία διάταξη παρακωλύει το Εκλογοδικείο να κρίνει περί πάντων όσων έχουν σχέση µε τις βουλευτικές εκλογές. 10 Αναφορικά µε τον β προβληµατισµό δηλαδή τον υπό του δικαστηρίου έλεγχο του κύρους των προπαρασκευαστικών πράξεων της εκλογής, το ζήτηµα τούτο τίθεται εν σχέση προς τα προπαρασκευαστικά της εκλογής Π. ιατάγµατα, την ανακήρυξη των υποψηφίων, την κατά το άρθρο 89 παρ. 6 του Εκλογικού Κώδικα απόφαση του Α τµήµατος του Αρείου Πάγου και τους εκλογικούς καταλόγους. Ενώ παλαιότερη νοµολογία απέρριψε την αρµοδιότητα του ικαστηρίου να ελέγχει το κύρος των προπαρασκευαστικών πράξεων της εκλογής, η νοµολογία αυτή δεν φαίνεται ορθή. Κατά τη γνώµη του Ράικου το ικαστήριο είναι κατά το άρθρο 58 του Συντάγµατος αρµόδιο να κρίνει το κύρος οποιασδήποτε συναφούς προς την εκλογή βουλευτών πράξεως της εκτελεστικής εξουσίας ανεξαρτήτως του χαρακτήρος αυτής ως κυβερνητικής ή καθαρά διοικητικής. Είναι αµφίβολο το ζήτηµα, αν υπάγεται στην αρµοδιότητα του ικαστηρίου η κρίση των τυπικών παραλείψεων που συντελούνται κατά την ανακήρυξη των υποψηφίων κα των συνδυασµών. Η πάγια νοµολογία των του Εκλογοδικείου έλυσε το ζήτηµα 9 ΙΚΟΝΟΜΙΚΟΝ ΕΚΛΟΓΙΚΟΝ ΙΚΑΙΟΝ, ΑΘ. Γ. ΡΑΙΚΟΣ, σελ. 90 επ. 10 Απόφαση 23/1994 ΑΕ

καταφατικά. Πράγµατι, οι προκείµενες παραβάσεις αποτελούν εκλογικές παραβάσεις µε την έννοια του άρθρου 58 του Σ. Και καµία διάταξη του εκλογικού νόµου απέκλειε ή αποκλείει και ούτε πρόκειται να αποκλείσει την εν προκειµένω αρµοδιότητα του ικαστηρίου. 11. Επίσης αµφίβολο είναι το ζήτηµα αν η απόφαση που εκδίδεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 89 παρ. 6 του Εκλογικού Κώδικα παράγει δεδεικασµένο που δεσµεύει και το ικαστήριο. Η απάντηση θα πρέπει να είναι αρνητική για το λόγο ότι ο νοµοθέτης δύναται αναµφιβόλως να αναθέτει σε οποιαδήποτε αρχή (δικαστική ή διοικητική) τη λύση παντός ζητήµατος που αφορά την προπαρασκευή και τη διεξαγωγή των εκλογών, όταν κρίνει τούτο αναγκαίο για την οµαλή και απρόσκοπτη διενέργεια των εκλογών και την ενότητα της εκλογικής διαδικασίας, αλλά η σχετική απόφαση της αρχής σε καµία περίπτωση δεν µπορεί να δεσµεύει το ικαστήριο, στο οποίο ο συνταγµατικός νοµοθέτης την τελευταία λέξη σε κάθε ζήτηµα που αφορά το κύρος των αµφισβητούµενων βουλευτικών εκλογών. Με άλλες λέξεις το ικαστήριο είναι δυνάµει του άρθρου 58 του Σ. το Ανώτατο όργανο, στην κρίση του οποίου υπόκεινται όλες οι πράξεις των υπό της νοµοθετικής εξουσίας εκάστοτε ιδρυοµένων εκλογικών οργάνων ανεξαρτήτων της φύσεως αυτών. Τέλος, για το ζήτηµα αν οι αποφάσεις των Πρωτοδικείων για την εγγραφή ή την διαγραφή εκλογέων από τους εκλογικούς καταλόγους δηµιουργούν δεδικασµένο για το ικαστήριο, η Επιστήµη απάντησε καταφατικά στην αρχή, όπως και η νοµολογία. Όµως ορθότερη είναι η άποψη ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου περί εγγραφής ή διαγραφής από τους εκλογικούς καταλόγους δεσµεύει µόνο τα λοιπά εκλογικά όργανα και ιδίως τις εφορευτικές επιτροπές (άρθρο 75 παρ. 1 3 Εκλ. Κ.)όχι όµως και το ικαστήριο. ηλαδή, η απόφαση του Πρωτοδικείου δηµιουργεί ισχυρό τεκµήριο για το δικαίωµα των εκλογέων, το οποίο µπορεί µόνο να ανατραπεί από απόφαση του ικαστηρίου. Αναφορικά µε τον γ προβληµατισµό, δηλαδή τον έλεγχο από το ικαστήριο της νοµιµότητας της β και γ κατανοµής, το ζήτηµα λύθηκε µε τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν.. 2202 κατά την οποία «στην περίπτωση που οι εκλογές λαµβάνουν χώρα µε το σύστηµα της αναλογικής, η πρώτη, η δεύτερη και η Τρίτη κατανοµή, αποτελούν συνεχή εκλογική ενέργεια και η νόµιµη διαδικασία αυτών υπάγεται στην κρίση του Εκλογοδικείου». Την ίδια διάταξη επανέλαβε το άρθρο 120 παρ. 1 εδ. 2 11 Απόφαση 52/1985

του Εκλογ. Κ. του 1963 και 1974. Η διάταξη περιελήφθηκε µε διάφορη διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. Β του Κώδικα περί Ανωτάτου Ειδικού ικαστηρίου. Το Εκλογοδικείο 12 ορθά έκρινε, ότι υπάγεται στην αποκλειστική αρµοδιότητα αυτού και η κρίση της νοµιµότητας των αποφάσεων της Ανώτατης Εφορευτικής Επιτροπής 13. Όσον αφορά τον δ προβληµατισµό, δηλαδή τον έλεγχο από το Ανώτατο Ειδικό ικαστήριο των παραβάσεων που συντελούνται µετά την ανακήρυξη των εκλεγέντων και αναφέρονται στην πλήρωση βουλευτικής έδρας µπορούν να ειπωθούν τα εξής: Στην απόφαση 52/1975 του Εκλογοδικείου κρίθηκε ένσταση από υποψήφιο βουλευτή του κόµµατος της «Νέας ηµοκρατίας» της εκλογικής περιφέρειας του νόµου Κερκύρας κατά της πράξης του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων της 3ης Ιουλίου 1975 µε την οποία ζήτησε να καταλάβει την κενή έδρα λόγω παραιτήσεως βουλευτού Επικρατείας της «Νέας ηµοκρατίας». Ο εν λόγω βουλευτής έλαβε τις περισσότερες ψήφους προτιµήσεως και εξελέγη αναπληρωµατικός βουλευτής της Α εκλογικής περιφέρειας του κόµµατος σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 8 εδ. Β του Εκλογ. Κ. Η απόφαση απέρριψε την ένσταση ως απαράδεκτη λόγω αναρµοδιότητας του ικαστηρίου µε την αιτιολογία ότι το άρθρο 58 του Σ. το οποίο παραπέµπει στο άρθρο 100, στο Α.Ε.. ανατίθενται ενστάσεις που αναφέρονται είτε σε εκλογικές παραβάσεις κατά την ενέργεια των εκλογών, είτε σε έλλειψη των νόµιµων προσόντων. Αντίθετα ο Ράικος υποστηρίζει τη γνώµη της µειοψηφίας και δέχεται ότι ό,τι έχει να κάνει µε την πλήρωση κενών βουλευτικών εδρών κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου, ενώπιον του οποίου δύναται να υποβάλλεται σχετική ένσταση εντός της νοµίµου προθεσµίας που ξεκινά από την πρόσκληση του Προέδρου της Βουλής του αναπληρωµατικού για να συµπληρώσει την κενή έδρα (άρθρο 94 παρ. 1 Εκλογ. Κ. ) Τέλος, υπό αµφιβολία βρίσκεται το ζήτηµα του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως κατά των προπαρασκευαστικών πράξεων της εκλογής ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας. Το ζήτηµα τίθεται στην Ελλάδα σε σχέση µε τα εκτελεστικά ιατάγµατα της εκλογής αφού οι σπουδαιότερες πράξεις της εκλογικής προδικασίας (π.χ. η ανακήρυξη των υποψηφίων και των συνδυασµών) δεν µπορούν ήδη να προσβάλλονται παραδεκτώς µε αίτηση ακυρώσεως για το λόγο ότι αυτές εκδίδονται από τα κοινά ικαστήρια. Έτσι, ισχύει ότι υπάγονται στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Συµβουλίου της Επικρατείας οι κανονιστικές πράξεις της διοικήσεως, οι οποίες 12 Απόφ. 22/1964 13 Αποφάσεις 58/1985, 59-61 και 62-63/1985, 74, 75/1985

αναφέρονται στη προπαρασκευή και την ενέργεια των βουλευτικών εκλογών. Με αυτό τον τρόπο η συνταγµατικότητα και η έννοια του εκλογικού νόµου θα κρίνονται παράλληλα τόσο από το Συµβούλιο της Επικρατείας κατά τον έλεγχο του κύρους των πράξεων αυτών, όσο και από το ΑΕ κατά την εκδίκαση των ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών. Αν τα δύο αυτά ικαστήρια εκδώσουν αντίθετες αποφάσεις, δεν προβλέπεται από το Σύνταγµα η άρση της αµφισβητήσεως αυτής. Το ΑΕ µπορεί να επιλύει το ζήτηµα της συνταγµατικότητας και της έννοιας του εκλογικού νόµου δεσµευτικά για όλα τα ικαστήρια µόνο στην περίπτωση της διατάξεως του άρθρου 100 παρ. 1 εδ. Ε του Σ. Όταν, δηλαδή, εκδοθούν δύο σχετικές αντίθετες αποφάσεις από των δύο εκ των τριών Ανωτάτων ικαστηρίων. ΕΚ ΙΚΑΣΗ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΝΟΜΙΜΩΝ ΠΡΟΣΟΝΤΩΝ ΤΩΝ ΕΚΛΕΓΕΝΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ Το δεύτερο σκέλος της αρµοδιότητας του Εκλογοδικείου περιλαµβάνει την εκδίκαση ενστάσεων, οι οποίες αναφέρονται στην έλλειψη προσόντων των εκλεγέντων. Είναι αναµφίβολο ότι στην έννοια των προσόντων περιλαµβάνονται τόσο τα θετικά (άρθρο 55 παρ. 1 Σ.) όσο και τα αρνητικά (άρθρο 56 παρ. 1, 3 και 4 Σ.) προσόντα της εκλογιµότητας. Εν όψει της σαφούς διατυπώσεως του άρθρου 56 παρ. 1, 3 και 4 του Σ. και της ratio της απαγορεύσεως της ανακηρύξεως ως υποψηφίων των προσώπων που αναφέρονται σε αυτές είναι αµφίβολη η αρµοδιότητα της αρχής που ανακηρύσσει τους υποψηφίους, να εξετάζει την τήρηση των εν λόγω διατάξεων και αρνείται την ανακήρυξη των µη συµµορφούµενων προς αυτές υποψηφίων 14.Από τη σχετική απόφαση του Πρωτοδικείου δεν δηµιουργείται προδήλως δεδικασµένο για το Εκλογοδικείο, στην αποκλειστική αρµοδιότητα του οποίου ανήκει η οριστική και αµετάκλητη κρίση των αρνητικών προσόντων του εκλογίµου και του κύρους της ανακηρύξεως ή µη ανακηρύξεως κάποιου υποψηφίου. Στην προκειµένη περίπτωση είναι αδιάφορο, αν ο ανακηρυχθείς υποψήφιος εξελέγη βουλευτής. ιότι η άκυρη ανακήρυξη µη επιτυχόντος υποψηφίου, όπως και η κατά παράβαση του άρθρου 56 του Σ. µη ανακήρυξη κάποιου υποψηφίου, συνιστά προδήλως «εκλογική παράβαση 14 Βαµβέτσου, ΝοΒ 14 εσλ.187

περί την ενέργεια της εκλογής που υπάγεται στο πρώτο σκέλος της αρµοδιότητας του Εκλογοδικείου». Το ικαστήριο απέφυγε µεν τη λύση του ζητήµατος αυτού, εξέτασε, όµως, κατ ουσία τον σχετικό λόγο της ενστάσεως. Σύµφωνα µε το άρθρο 58 του Σ., το ΑΕ έχει την τελευταία λέξη σε κάθε ζήτηµα που αφορά το κύρος των εκλογών και δεν απαγορεύει την προσωρινή λύση οποιουδήποτε θέµατος που υπάγεται στην αποκλειστική αρµοδιότητα αυτού, από άλλες αρχές. ΚΡΙΣΗ ΠΡΟ ΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ Κατά την συναγόµενη από το άρθρο του Σ. γενική αρχή, το ΑΕ κρίνει αποκλειστικά και κυριαρχικά όλα τα ζητήµατα του Εκλογικού ικαίου, τα οποία γεννώνται κατά τον έλεγχο του κύρους των βουλευτικών εκλογών. Το ικαστήριο δύναται καταρχήν να κρίνει και όλα τα προδικαστικά ζητήµατα τα οποία τίθενται κατά την κρίση του ζητήµατος του κύρους των βουλευτικών εκλογών, και τα οποία υπάγονται στην αποκλειστική αρµοδιότητα άλλων δικαστηρίων. Αυτή, όµως, η αρµοδιότητα του ικαστηρίου την οποία αναγνώρισε εµµέσως και η µη περιληφθείσα στο άρθρο 130 του Εκλογικού Κώδικα και τα άρθρα 21 παρ. 1 και 33 του Κώδικα περί του ΑΕ διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του Ν. Γ/ΝΕ και του Ν.. 2202 και την οποία προβλέπει ρητώς το γαλλικό δίκαιο, υφίσταται µόνο, εφόσον το σχετικό ζήτηµα δεν λύθηκε κυρίως µε αµετάκλητη απόφαση του αρµοδίου δικαστηρίου, από την οποία παράγεται δεδικασµένο γι αυτό. Έτσι δεσµεύουν το ικαστήριο π.χ. οι αποφάσεις περί κτήσεως και στερήσεως της ελληνικής ιθαγένειας των αρµοδίων αρχών, οι αποφάσεις των ποινικών και πολιτικών δικαστηρίων που απαγγέλλουν τη στέρηση του εκλογικού δικαιώµατος και οι αποφάσεις των ίδιων δικαστηρίων που διατάσσουν την άρση της στέρησης αυτής. Αντίθετα, οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων που αφορούν εκλογικά αδικήµατα και εκδίδονται πριν την εκδίκαση της ενστάσεως δεν δεσµεύουν το Εκλογοδικείο, αφού τα εκλογικά αδικήµατα αποτελούν προεχόντως εκλογικές παραβάσεις µε την έννοια του άρθρου 58 του Σ.

Η ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΑΕ Οι διατάξεις των άρθρων 58 και 100 παρ. 1 στοιχ. Α και 3 του Σ. ορίζουν µόνο ότι ενώπιον του ΑΕ η διαδικασία αρχίζει µόνο µε την υποβολή ένστασης κατά του κύρους ορισµένης εκλογής. Αφήνουν µόνο στον κοινό νοµοθέτη τη ρύθµιση της διαδικασίας ενώπιον αυτού. Το Σύνταγµα εξουσιοδοτεί έτσι εν λευκώ τον κοινό νοµοθέτη να ρυθµίσει ελεύθερα τη διαδικασία. Αυτός δεσµεύεται µόνο από τις διατάξεις του άρθρου 93 παρ. 2 3 του Σ., οι οποίες κατοχυρώνουν για όλα τα δικαστήρια τις αρχές της δηµοσιότητας των συνεδριάσεων και της ειδικής αιτιολογίας και τη δηµόσια απαγγελία κάθε δικαστικής αποφάσεως. Τα της διαδικασίας ρυθµίζει το Ν.. 2202 και παράλληλα εφαρµόζονται τα άρθρα της Ποινικής ικονοµίας. Ο ΚΑΕ παραπέµπει συµπληρωµατικά στις διατάξεις του Κ.Πολ.. Η διαδικασία δεν διαφέρει κατά βάση αοπό τη διαδικασία του ΣτΕ. Η διαδικασία της εκδικάσεως κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών διέπεται από τα άρθρα 24 33 σε συνδυασµό µε τα άρθρα 7 23 του ΚΑΕ. Την προδικασία ενώπιον του ΑΕ ρυθµίζουν οι διατάξεις των άρθρων 24 30 παρ. 1 3 σε συνδυασµό προς τις διατάξεις των άρθ. 7 11 του ΚΑΕ. Η πρώτη πράξη της προδικασίας µε την οποία γεννάται κατά τις ρητές διατάξεις των άρθρων 58 και 100 παρ. 1 στοιχ. Α του Σ., η εκλογική δίκη, είναι η υποβολή ενστάσεως κατά του κύρους ορισµένης εκλογής. Αν και το Σ. χρησιµοποιεί τον όρο «ένσταση», αντίθετα ο ΚΑΕ αντικατέστησε αυτόν µε τον όρο «αίτηση», η οποία αποτελεί το µόνο ένδικο µέσο, το οποίο µπορεί να ασκείται ενώπιον του ΑΕ. Πράγµατι, κατά µεν τη διάταξη του άρθρου 7, το ΑΕ επιλαµβάνεται των υπαγοµένων στη δικαιοδοσία του υποθέσεων α) κατόπιν αίτησης ή β) κατόπιν περιελεύσεως σε αυτό παραπεµπτικής αποφάσεως άλλου δικαστηρίου. Η αίτηση ασκείται εντός 15 ηµερών από τη δηµοσίευση της προσβαλλόµενης αποφάσεως περί ανακηρύξεως βουλευτών ή αναπληρωµατικών (άρθρο 25 παρ. 1 ΚΑΕ ).Η αίτηση ασκείται κατά δύο τρόπους, είτε µε πρωτότυπη κατάθεσή της στον Γραµµατέα του ικαστηρίου, είτε µε επίδοση µέσω δικαστικού επιµελητή στον Εισαγγελέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (άρθρο 25 παρ. 3 ΚΑΕ ).

Η περαιτέρω προδικασία ενεργείται ενώπιον του εισηγητή της υποθέσεως. Ο εισηγητής µεριµνά τυχόν παραληφθεισών κοινοποιήσεων και τη συγκέντρωση των απαραίτητων για τη διάγνωση της υπόθεσης στοιχείο (άρθρο 11 ΚΑΕ ). Αν η επιδιωκόµενη την ακύρωση της ανακήρυξης βουλευτών ή αναπληρωµατικών αίτηση έχει έννοµες συνέπειες και στην ανακήρυξη άλλων βουλευτών ή αναπληρωµατικών, ο εισηγητής υποχρεούται να µεριµνήσει για την κοινοποίηση σε αυτούς αντιγράφου της αιτήσεως µε την πράξη ορισµού της δικασίµου είκοσι τουλάχιστον µέρες πριν τη συζήτηση. Οι αντίδικοι δικαιούνται, δέκά µέρες πριν τη συζήτηση να καταθέσουν στον Γραµµατέα του ικαστηρίου τις αντενστάσεις τους. Ο αιτών µπορεί να αντικρούσει εγγράφως τις υποβληθείσες αντενστάσεις επτά τουλάχιστον µέρες πριν τη συζήτηση, χωρίς όµως να προβάλλει νέα πραγµατικά γεγονότα γιατί είναι απαράδεκτοι νέοι ισχυρισµοί που προβάλλονται µετά την πάροδο ων προθεσµιών. Ο αντίδικος µπορεί να περιορισθεί απλώς στην αντίκρουση των ισχυρισµών του αιτούντος που προβάλλονται στην αίτηση (άρνηση της αιτήσεως), είτε να προβάλλει αυτοτελείς ισχυρισµούς (αντένσταση υπό την στενή έννοια). Μετά την πάροδο των προθεσµιών προβολής των ισχυρισµών των διαδίκων και προσαγωγής των αποδεικτικών µέσων, ο εισηγητής συντάσσει έκθεση, τόσο επί του πραγµατικού, όσο κα επί του νοµικού µέρους της υποθέσεως (άρθρο 11 παρ. 1 ΚΑΕ ). Η έκθεση κατατίθεται πέντε µέρες πριν τη συζήτηση στη Γραµµατεία του ικαστηρίου, για την οποία δεν µπορούν να λάβουν γνώση οι διάδικοι. ΑΣΚΗΣΗ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥΣ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΥΤΗΣ Για να είναι, όµως, παραδεκτή η αίτηση κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών θα πρέπει να πληρούνται οι παρακάτω τέσσερις προϋποθέσεις : 1) η εγκυρότητα του δικογράφου της αιτήσεως, 2) η νοµιµοποίηση του αιτούντος, 3) η νοµότυπη υποβολή της αιτήσεως, 4) η εµπρόθεσµη άσκηση της αίτησης.

1)Το δικόγραφο της αιτήσεως είναι έγκυρο όταν διαθέτει τα ακόλουθα στοιχεία: Από το δικόγραφο της αιτήσεως πρέπει να προκύπτει σαφώς και αναµφιβόλως ότι απευθύνεται ενώπιον του ΑΕ. Επίσης δεν είναι απαραίτητη η χρήση του όρου «αίτηση» ή «ένσταση» Η εσφαλµένη ονοµασία του ικαστηρίου και του δικογράφου δεν συνεπάγεται ακυρότητα αυτού, όταν από το περιεχόµενό του συνάγεται ότι πρόκειται για το προβλεπόµενο από το Σ. και τον ΚΑΕ ένδικο µέσο κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών. Η αίτηση πρέπει να αναφέρει το όνοµα, πατρώνυµο, επώνυµο, επάγγελµα και την ακριβή διεύθυνση του αιτούντος και των λοιπών διαδίκων. Επίσης, πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της υποθέσεως, σαφή έκθεση των γεγονότων τα οποία θεµελιώνουν τη σχέση και νοµιµοποιούν τον αιτούντα και την υπογραφή του αιτούντος ή του πληρεξουσίου αυτού δικηγόρου 15. Η αίτηση πρέπει να στρέφεται κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου περί ανακηρύξεως βουλευτών ή αναπληρωµατικών µιας εκλογικής περιφέρειας. Το δικόγραφο είναι έγκυρο αν από το περιεχόµενό του συνάγεται αναµφισβήτητα η εκλογή κατά του κύρους της οποίας στρέφεται η αίτηση 16. Το δικόγραφο της αιτήσεως πρέπει να περιλαµβάνει ένα τουλάχιστον ειδικό και ορισµένο λόγο ακύρωσης της εκλογής. Η αοριστία της αρχικής αιτήσεως µπορεί αναµφίβολα να αίρεται µε µεταγενέστερο δικόγραφο νοµότυπα υποβαλλόµενο εντός της προθεσµίας ασκήσεως της αιτήσεως. Η απόφαση 40/1975 τόνισε ορθά ότι «τα καθιστώντα συγκεκριµένους τους λόγους της ενστάσεως πραγµατικά περιστατικά δεν είναι αναγκαίον να καταχωρίζονται στο κείµενο αυτής, δυνάµενα κατά τις περιστάσεις και αναλόγως της φύσεώς τους να 15 Απόφαση 44/1977 16 Απόφαση 9/1977

διαλαµβάνωνται, ως κρατεί και επί ετέρων σχετικών δικογράφων, εις ίδιον παράρτηµα, υπό την προϋπόθεση όµως ότι τούτο όµως είναι συνδεδεµένο µε το δικόγραφο της ενστάσεως κατά τρόπο ώστε να αποτελεί µαζί µε αυτό ενιαίο σύνολο, το δε κοινοποιείται µετά της ενστάσεως όπου κατά νόµον επιβάλλεται κοινοποίησις αυτής». Από τη µελέτη της νοµολογίας δεν µπορούν να συναχθούν γενικές αρχές ως προς το ζήτηµα ποια πραγµατικά περιστατικά πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο της ενστάσεως, για να είναι νοµικά άρτιο και ορισµένο. Πάντως, το πόρισµα λέει ότι η νοµολογία του ΑΕ φάνηκε ακόµη αυστηρότερη και από αυτή των πολιτικών δικαστηρίων κατά την κρίση της αοριστίας του δικογράφου των ενστάσεων, αφού τις περισσότερες τις απέρριψε ως αόριστες και ανεπίδεκτες δικαστικής εκτιµήσεως. Το δικόγραφο της αιτήσεως πρέπει να περιλαµβάνει ορισµένο αίτηµα περί της εν λόγω ή εν µέρει ακυρώσεως της προσβαλλόµενης εκλογής. Τούτο ορίζει ρητά η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. Ε του ΚΑΕ. 2)Η νοµιµοποίηση του αιτούντος. Το άρθρο 58 του Σ. δεν ορίζει τίποτα σε σχέση µε το ζήτηµα της ενεργητικής νοµιµοποιήσεως για την άσκηση της αιτήσεως (ενστάσεως), αφού αφήνει την ρύθµιση αυτού στο κοινό νοµοθέτη. Το ζήτηµα ρύθµισε ρητά η διάταξη του άρθρου 75 παρ. 1 του Ν.. 4274 (άρθρο 119 παρ. 1 Εκλογ. Κ. ), η οποία ορίζει ότι ένσταση κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών σε ορισµένη εκλογική περιφέρεια µπορεί να ασκήσει καθένας ανακηρυχθείς υποψήφιος αλλά µη ανακηρυχθείς βουλευτής, µόνο για τους λόγους που περιλαµβάνονται στο άρθρο 121 παρ. 1 ες. Α και Β και κάθε εκλογέας εγγεγραµµένος στους εκλογικούς καταλόγους της ίδιας εκλογικής περιφέρειας. Η διάταξη αυτή διατηρήθηκε στον ΚΑΕ, άρθρο 58, στοιχ. Β. Η διάταξη αυτή δεν φαίνεται σύµφωνη προς το Σ. και ιδίως προς το θέατρο 51 παρ. 2 του Σ. Είναι αναµφίβολο ότι νοµιµοποιούνται να υποβάλλουν αίτηση από κοινού περισσότερα πρόσωπα εφόσον συνδέονται µε το δεσµό της οµοδικίας.

Η νοµιµοποίηση του ενισταµένου πρέπει να υφίσταται τόσο κατά την άσκηση της αιτήσεως όσο και κατά την συζήτηση αυτής. Εάν το έννοµο συµφέρον εξέλειπε µετά την υποβολή της αιτήσεως αυτή καθίσταται απαράδεκτη. Πρέπει να σηµειωθεί ότι, ενώ ο εκλογέας νοµιµοποιείται πάντοτε, υπό τον εκτεθέντα περιορισµό όσον αφορά την εσφαλµένη αρίθµηση των ψήφων, να προσβάλλει το κύρος της εκλογής, ο υποψήφιος ο οποίος δεν ανακηρύχθηκε τακτικός βουλευτής, νοµιµοποιείται υπό αυτήν του την ιδιότητα να ασκήσει αίτηση κατά της σχετική εκλογής µόνο αν πρόκειται να καταλάβει αν γίνει δεκτή η ένστασή του απευθείας ή κατόπιν επαναληπτικής εκλογής την έδρα ή τη σειρά αυτού κατά του οποίου έγινε η ένσταση τακτικού ή αναπληρωµατικού βουλευτή. Τέλος τίθεται το ερώτηµα εάν ο επιτυχών βουλευτής νοµιµοποιείται να ασκήσει αίτηση κατά του κύρους των της εκλογής άλλου βουλευτή της ίδιας εκλογικής περιφέρειας µε σκοπό την µεταβολή της καθορισθείσας σειράς επιτυχίας µε απόφαση του Πρωτοδικείου. 3)Η νοµότυπη υποβολή της αιτήσεως. Η υποβολή της αιτήσεως ρυθµίζεται από το άρθρο 25 παρ. 3 του ΚΑΕ κατά την οποία η αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι ασκούνται είτε δια της καταθέσεως στον Γραµµατέα του ικαστηρίου κατά το άρθρο 8, είτε µε επίδοση µέσω δικαστικού επιµελητή στοκ Εισαγγελέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόµενη απόφαση. Έτσι είναι απαράδεκτη η ένσταση η οποία υποβλήθηκε στο δικαστικό αντιπρόσωπο, στην εφορευτική επιτροπή, στον Νοµάρχη, στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Τέλος, πρέπει να σηµειωθεί ότι είναι δεκτή η µη νοµότυπα υποβληθείσα ένσταση για λόγους ανωτέρας βίας. 4) Η εµπρόθεσµη άσκηση της αιτήσεως. Το άρθρο 25 παρ. 1 του ΚΑΕ ρυθµίζει ότι η αίτηση ασκείται εντός δέκα πέντε ηµερών από τη δηµοσίευση της προσβαλλόµενης αποφάσεως περί ανακηρύξεως βουλευτών ή αναπληρωµατικών. Επί εφαρµογής αναλογικού εκλογικού συστήµατος που προβλέπει περισσότερες κατανοµές εδρών, η προθεσµία ασκήσεως αιτήσεως κατά της ανακηρύξεως, ξεκινάει από την δηµοσίευση της αποφάσεως περί ανακηρύξεως, µέσω της οποίας συµπληρώνεται ο συνολικός αριθµός των βουλευτικών εδρών της εκλογικής περιφέρειας.

Η ΕΠ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΑΕ Η επ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του ΑΕ διέπεται καταρχήν από τις διατάξεις των άρθρων 233 επ. του Κ.Πολ.., οι οποίες εφαρµόζονται αναλόγως, εφόσον ο ΚΑΕ δεν περιλαµβάνει σχετική ειδική ρύθµιση. Η συζήτηση αρχίζει µε την ανάγνωση της έκθεσης αυτού από τον εισηγητή (άρθρο 16 παρ. 1 ΚΑΕ ). Οι διάδικοι µπορούν να υποβάλλουν στο ικαστήριο υποµνήµατα τρεις τουλάχιστον µέρες πριν τη συζήτηση. Κατ εξαίρεση µπορεί να επιτραπεί από τον Πρόεδρο η υποβολή των υποµνηµάτων και µεταγενέστερα. Το δικαστήριο µπορεί αυτεπάγγελτα ή κατ αίτηση ενός διαδίκου να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων αιτήσεων µεταξύ των ίδιων ή διαφόρων διαδίκων, εάν κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται µείωση των εξόδων (άρθρο 246 ΚΠολ ). Η συνεκδίκαση πρέπει να διατάσσεται κυρίως προκειµένου περί συναφών ενστάσεων. Από τη νοµολογία του ΑΕ θεωρήθηκαν ως συνεκδικαστέες λόγω συνάφειας π.χ. οι ενστάσεις οι οποίες ασκήθηκαν από το ίδιο πρόσωπο κατά του κύρους της εκλογής του ίδιου βουλευτού. Επίσης, αυτές οι οποίες υπεβλήθησαν κατά του κύρους της εκλογής της ίδιας εκλογικής περιφέρειας και επιδίωκαν τον ίδιο σκοπό ή κατά του κύρους της εκλογής των ίδιων εκλογικών τµηµάτων. Αυτές που είχαν το ίδιο περιεχόµενο και στρέφονταν κατά του κύρους της εκλογής δύο βουλευτών της ίδιας µείζονος εκλογικής περιφέρειας. Πρέπει να σηµειωθεί ότι η εκλογική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη κάθε άλλης δίκης και δικαιούται να κρίνει παρεµπιπτόντως κάθε ζήτηµα που αφορά το κύρος της προσβαλλόµενης εκλογής και υπάγεται στην αρµοδιότητα άλλου δικαστηρίου και συνεπώς σε καµία περίπτωση δεν οφείλει να αναβάλλει τη συζήτηση της αιτήσεως µέχρι την κρίση του προκριµατικού ζητήµατος από το αρµόδιο δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκκρεµεί τυχόν σχετική δίκη.

Κύριοι διάδικοι της δίκης είναι οι αιτούντες και οι καθ ων στρέφεται η αίτηση βουλευτές και αναπληρωµατικοί. Επίσης, διάδικοι µπορεί να είναι οι βουλευτές ή αναπληρωµατικοί, οι οποίοι δεν ανακηρύχθηκαν µε την προσβαλλόµενη απόφαση και οι οποίοι έχουν έννοµο συµφέρον από την έκβαση της δίκης. Αυτοί δεν γίνονται αυτοδικαίως διάδικοι αλλά από την κοινοποίηση σ αυτούς αντιγράφου της αιτήσεως µετά πράξεως ορισµού της δικασίµου σύµφωνα µε τις διατάξεις 29 παρ. 1 2του ΚΑΕ. Τέλος, η έκταση της εξουσίας του ΑΕ κατά την εκδίκαση της αιτήσεως καθορίζεται σαφώς από τις διατάξεις του άρθρου 31 παρ. 1 του ΚΑΕ, η οποία καθιερώνει για την εκλογική δίκη το σύστηµα συζητήσεως. Το ΑΕ µπορεί κατά τη διάταξη αυτή να εξετάζει αυτεπαγγέλτως µόνο το παραδεκτό της αιτήσεως και το βάσιµο των προβαλλοµένων λόγων. Η ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΙΚΗΣ ΣΤΟ ΑΕ Από τον αντικειµενικό χαρακτήρα της δίκης και των ρητών διατάξεων των άρθρων 16 παρ. 3 εδ. Α και 1 του ΚΑΕ, οι οποίες επιτάσσουν την εκδίκαση της αιτήσεως και στην περίπτωση της παραιτήσεως του αιτούντος και της απουσίας των διαδίκων, συνάγεται η αρχή κατά την οποία η εν λόγω δίκη συνεχίζεται και παρά την αντίθετη θέληση των διαδίκων, η οποία καταργείται µόνο µε την έκδοση οριστικής αποφάσεως του ΑΕ. Κατά συνέπεια η εκλογική δίκη δεν µπορεί να καταργηθεί ούτε µε σιωπηρή ή ρητή παραίτηση από την αίτηση (άρθρο 18 ΚΑΕ ), ούτε µε την ταυτότητα του λόγου, ούτε µε συµβιβασµό και αποδοχή της αιτήσεως από τον αντίδικο, όπως γίνεται στην πολιτική δίκη. Τέλος, ούτε ο θάνατος οπουδήποτε διαδίκου δεν επιφέρει κατάργηση, αφού και πάλι η εκλογική δίκη δεν χάνει το αντικείµενό της. Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΕ

Οι αποφάσεις του ΑΕ καταρτίζονται όπως και οι αποφάσεις των πολυµελών δικαστηρίων, χωρίς όµως να περιέχονται και οι γνώµες της µειοψηφίας. Τα της ακυρώσεως της προσβαλλοµένης εκλογής ρυθµίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 32 του ΚΑΕ. Η ακύρωση της εκλογής λόγω έλλειψης προσόντων συνεπάγεται τη συµπλήρωση της κενούµενης έδρας από τον πρώτο κατά σειρά αναπληρωµατικό βουλευτή του ίδιου συνδυασµού, µη υπαρχόντων αναπληρωµατικών ή εξαντληθέντος του αριθµού αυτών µε προκήρυξη αναπληρωµατικής εκλογής. Αντίθετα, η ακύρωση της εκλογής λόγω παράβασης κατά την ενέργεια της φέρνει στο φως δύο ζητήµατα. Κατά πρώτον, το ΑΕ υποχρεούται να απαγγέλλει όλες τις συνέπειες, τις οποίες συνεπιφέρει η ακύρωση της ανακηρύξεως επί της ανακηρύξεως άλλων βουλευτών ή άλλων αναπληρωµατικών. Κατά δεύτερον, η ακυρούσα την ανακήρυξη των βουλευτών απόφαση του ΑΕ, διατάσσει την επανάληψη της ψηφοφορίας µεταξύ αυτών και των λοιπών υποψηφίων, τους οποίους καθορίζει και είτε σε ολόκληρη την εκλογική περιφέρεια, είτε σε ορισµένα µόνο τµήµατα αυτή, ανάλογα της εκτάσεως της διαπιστωθείσας παραβάσεως. Οι πέντε ακυρωτικές αποφάσεις του ΑΕ (38, 39, 40 του 1975) οι οποίες διέταξαν την επανάληψη της ψηφοφορίας, όρισαν ότι αυτή θα διεξάγετο «µεταξύ πάντων των κοµµάτων και των υποψηφίων των µετασχόντων της αρχικής εκλογής». Τέλος, θα πρέπει να σηµειωθεί ότι η απόφαση του ΑΕ, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 4 εδ. Α του Σ. και 21 παρ. 1 του ΚΑΕ, είναι αµετάκλητη και αποκλείεται η άσκηση τριτανακοπής κατά αυτής 17. 18 ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΗΣ 17 Απόφαση 49/1977 18 Αποφάσεις 36/1990, 21 23/1993, 28 και 34/1991

Οι λόγοι ακύρωσης της εκλογής καθορίζονται περιοριστικώς από τη διάταξη του 58 του Σ.. Συνεπώς ο κοινός νοµοθέτης δεν µπορεί να περιορίσει αυτούς ή να προσθέσει άλλους. Κατά τη συνταγµατική αυτή διάταξη δύο είναι οι λόγοι ακυρώσεως της εκλογής και ακριβέστερα η έλλειψη προσόντων και οι εκλογικές παραβάσεις κατά την ενέργεια των εκλογών. Και ο ΚΑΕ επαναλαµβάνει τη διάταξη του Σ. και του εκλογικού κώδικα και αναφέρει ότι οι λόγοι ενστάσεως κατά του κύρους των εκλογών είναι 1) η έλλειψη νοµίµων προσόντων των ανακηρυχθέντων βουλευτών ή αναπληρωµατικών αυτών ή νόµιµο κώλυµα στην ανακήρυξη αυτών 2) παράβαση του νόµου 19 κατά την ενέργεια της εκλογής γ) λάθος περί την αρίθµηση των ψήφων. Τα προσόντα της εκλογιµότητας διακρίνονται σε θετικά και αρνητικά (ή κωλύµατα εκλογιµότητας), καθορίζονται δε περιοριστικά αντίστοιχα από το άρθρο 55 και 56 του Συντάγµατος. Ως εκλογικές παραβάσεις νοούνται τόσο οι παραβάσεις του Συντάγµατος και ιδίως υπό αυτό καθιερούµενων εκλογικών αρχών, όσο και οι παραβάσεις του Εκλογικού Κώδικα και κάθε άλλης κανονιστικής πράξεως. Οι εκλογικές παραβάσεις διακρίνονται από την άποψη του χρόνου διαπράξεώς τους σε τρεις κατηγορίες. ιακρίνεται σε παραβάσεις κατά την προδικασία της εκλογής, παραβάσεις κατά την ηµέρα της εκλογής και παραβάσεις κατά την ανακήρυξη των εκλεγέντων. Οι εκτεθέντες λόγοι ακύρωσης της εκλογής διακρίνονται σε απόλυτους και σχετικούς. Απόλυτοι καλούνται οι λόγοι οι οποίοι επιφέρουν την ακύρωση της εκλογής οπωσδήποτε και ανεξάρτητα του αν αυτοί επηρεάζουν ή όχι το εκλογικό αποτέλεσµα, ενώ σχετικοί είναι εκείνοι οι οποίοι συνεπάγονται την ακύρωση της εκλογής µόνο, αν καθιστούν αµφίβολο το αποτέλεσµα αυτής. Απόλυτος λόγος είναι η έλλειψη προσόντων της εκλογιµότητας και σχετικός λόγος οι εκλογικές παραβάσεις. (άρθρο 32 ΚΑΕ ) 20. 1. ΘΕΤΙΚΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΕΚΛΟΓΙΜΟΤΗΤΑΣ 19 Ο όρος «νόµος» χρησιµοποιείται εν προκειµένω υπό την ουσιαστική έννοια και όχι υπό την τυπική έννοια αυτού. Εποµένως, στην έννοια αυτή του νόµου περιλαµβάνεται και το Σύνταγµα. 20 Αποφάσεις 6/1991

Η διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 του Συντάγµατος καθορίζει τα προσόντα, τα οποία απαιτούνται για την άσκηση του δικαιώµατος του εκλέγεσθαι : «Για να εκλεγεί κανείς βουλευτής απαιτείται να είναι έλληνας πολίτης, να έχει τη νόµιµη ικανότητα να εκλέγει και να έχει συµπληρώσει το εικοστό πέµπτο έτος της ηλικίας το κατά την ηµέρα της εκλογής.» Η διάταξη αυτή καθιερώνει περιοριστικά τα θετικά προσόντα, τα οποία είναι η ελληνική ιθαγένεια, η νόµιµη ικανότητα του εκλέγειν και η συµπλήρωση του 25 ου έτους της ηλικίας. Όλα τα προσόντα πρέπει να συντρέχουν κατά την ηµέρα της εκλογής. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ Εκλόγιµος είναι µόνο ο έλληνας πολίτης, δηλαδή αυτός που έχει την ελληνική ιθαγένεια ανεξάρτητα από φύλο, θρήσκευµα ή εθνικότητα. Κάθε έλληνας πολίτης έχει αυτοδικαίως το δικαίωµα του εκλέγεσθαι όπως και το δικαίωµα του εκλέγειν, ανεξάρτητα του τρόπου κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας. Έτσι και ο αλλοδαπός, ο οποίος αποκτά την ελληνική ιθαγένεια µε πολιτογράφηση καθίσταται αµέσως εκλόγιµος, χωρίς να απαιτείται η πάροδος ορισµένου χρόνου από την κτήση της ιθαγένειας. Κάθε έλληνας πολίτης είναι εκλόγιµός σε οποιαδήποτε εκλογική περιφέρεια ή σε περισσότερες εκλογικές περιφέρειες, οφείλοντας στην επιλογή µιας έδρας. Η ΝΟΜΙΜΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΚΛΕΓΕΙΝ Νόµιµη ικανότητα του εκλέγειν είναι η κτήση των προσόντων του εκλογέως. Η διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3 εδ. Α του Σ. καθορίζει ένα µόνο προσόν του εκλογέως και εξουσιοδοτεί την νοµοθετική εξουσία να θεσπίζει τα λοιπά προσόντα αυτού. Κατά συνέπεια η περιοριστική από το Σ. απαρίθµηση των προσόντων εκλογιµότητας δεν είναι απόλυτη, αφού αυτή µπορεί να καθορίζει προσόντα του εκλογέως και έτσι εµµέσως προσόντα του εκλογίµου. Υπάρχει εποµένως αντίφαση, η οποία κάµπτεται αν λάβουµε την αρχή της καθολικότητας της ψηφοφορίας (51 παρ. 3 εδ. Α Σ. ). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3 εδ. Α του Σ., καθορίζει περιοριστικώς τις περιπτώσεις, στις οποίες η νοµοθετική εξουσία µπορεί να περιορίζει το δικαίωµα του εκλέγειν.

Γεννήθηκε το ζήτηµα, αν ο νόµος µπορεί να απαιτήσει την εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους ως προσόν του δικαιώµατος του εκλέγειν από την εγγραφή του εκλογέως στους εκλογικούς καταλόγους. Η ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ 25 ΟΥ ΕΤΟΥΣ Η ηλικία του εκλογίµου αποδεικνύεται, µε την εγγραφή στο µητρώο αρρένων ή το δηµοτολόγιο του δήµου ή της κοινότητας. Εάν πρέπει να βεβαιωθεί πλην του έτους και η ηµεροµηνία γεννήσεως αυτή αποδεικνύεται µόνο µε ληξιαρχική πράξη γεννήσεως. Την ίδια ηλικία του εκλογίµου καθιερώνουν τα Συντάγµατα της Αυστρίας, του Λουξεµβούργου και των Ηνωµένων Πολιτειών. 2. ΑΡΝΗΤΙΚΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ Ή ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΙΜΟΤΗΤΑΣ Το άρθρο 56 του Συντάγµατος καθιερώνει ορισµένες εξαιρέσεις της θεσπιζόµενης από το άρθρο 55 αρχής της ικανότητας του εκλέγεσθαι κάθε προσώπου που έχει τα καθοριζόµενα από το άρθρο 55 παρ. 2 προσόντα. Πράγµατι, ορισµένα πρόσωπα, τα οποία έχουν όλα τα θετικά προσόντα της εκλογιµότητας, δεν µπορούν να εκλεγούν βουλευτές είτε απολύτως (απόλυτα κωλύµατα εκλογιµότητας) είτε χωρίς ορισµένη ενέργεια ή σε ορισµένη εκλογική περιφέρεια (σχετικά κωλύµατα εκλογιµότητας). Την απόλυτη µη εκλογιµότητα καθιερώνει η διάταξη τη παραγράφου 4 του άρθρου 56, ενώ την σχετική µη εκλογιµότητα προβλέπουν οι λοιπές διατάξεις του άρθρου αυτού (1-3 ). Τα κωλύµατα της εκλογιµότητας καθορίζονται, όπως και τα θετικά προσόντα, περιοριστικά από το Σύνταγµα. Πρέπει να προστεθεί ότι οι συνταγµατικές διατάξεις οι οποίες καθιερώνουν τα κωλύµατα, απαγορεύουν ακόµα και την ανακήρυξη προσώπων που εµπίπτουν σε αυτά ως υποψηφίων βουλευτών. Όσον αφορά την απόλυτη µη εκλογιµότητα, το Σύνταγµα θεσπίζει ένα απόλυτο κώλυµα εκλογιµότητας. Πρόκειται περί της υποχρεώσεως παραµονής σε δηµόσια υπηρεσία για ορισµένο χρονικό διάστηµα. Το εν λόγω κώλυµα καθιερώνεται από το άρθρο 56 παρ. 4 το οποίο ορίζει «Πολιτικοί υπάλληλοι και στρατιωτικοί γενικά που