CV και Πρόλογος Ο Βασίλης Βλασίδης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη του Γεννάρη του 1907. Ήταν ο μεγαλύτερος από τα τρία παιδιά του Μιλτιάδη και της Αικατερίνης Βλασίδη, τα άλλα δύο ήταν ο Βλάσης και η Αφροδίτη. Σε ηλικία 17 χρονών έρχεται μόνος του στην Αθήνα και με τα εφόδια ενός τελειόφοιτου της Μέσης Εκπαίδευσης αρχίζει να εργάζεται σε διάφορες δουλειές, όπως υπάλληλος σε εισαγωγική εταιρεία, σε τράπεζα σε ασφαλιστική εταιρεία και αλλού. Η κατοχή τον βρίσκει να δουλεύει στην ΟΥΛΕΝ (την μετέπειτα ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΥΔΑΤΩΝ και σημερινή ΕΥΔΑΠ) σαν σχεδιαστής. Οργανώνεται στο ΚΚΕ και πρωτοστατεί στην οργάνωση του σωματείου εργαζομένων της εταιρείας, του οποίου γίνεται πρόεδρος. Σε όλη τη διάρκεια της κατοχής παλεύει μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ κάτω από την καθοδήγηση της ηρωίδας Ηλέκτρας Αποστόλου στον τομέα διαφώτισης της Αθήνας. Ως αυτοδίδακτος ζωγράφος στο διάστημα μέχρι και την κατοχή ζωγραφίζει κυρίως σκίτσα και γελοιογραφίες. Συλλαμβάνεται παραμονή Χριστουγέννων του 1946 και αφού κρατείται για μερικούς μήνες στις Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ), το 1947 εκτοπίζεται στον Αγ. Κήρυκο Ικαρίας. Το 1948 τον στέλνουν στη Μακρόνησο και το καλοκαίρι του 1950, στον Άη-Στράτη όπου έμεινε μέχρι το 1956. Η δουλειά του στα χρόνια της εξορίας είναι σπουδαία. Είναι η περίοδος που ο Βασίλης φτάνει στο απόγειο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.
Το καλοκαίρι του 1956 έρχεται με ολιγοήμερη άδεια στην Αθήνα, έχοντας την υποχρέωση να παρουσιάζεται στην ασφάλεια κάθε μέρα, αλλά εξαιτίας ενός απρόσμενου γεγονότος δεν επιστρέφει ξανά στον Αη-Στράτη. Μετά από δέκα χρόνια εξορίας, επιστρέφει στον πολιτισμένο κόσμο. Για τον Βασίλη Βλασίδη όλα έχουν αλλάξει, όλα εκτός από δύο, η ιδεολογία και το χαμόγελό του. Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα. Το επάγγελμα του ζωγράφου ήταν προσοδοφόρο μόνο για αυτούς που είτε ανήκαν στην ελίτ είτε την αποδεχόντουσαν. Ο Βασίλης όμως δεν ανήκε σε καμία από αυτές τις δύο κατηγορίες. Αλλά και όταν έψαχνε για δουλειά, όχι άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν του ζωγράφου, η δυσκολία δεν ήταν μικρότερη. Μόλις έλεγε πως είχε γυρίσει από την εξορία, οι πόρτες όλες έκλειναν. Ο Βασίλης είχε, βλέπετε, «βεβαρημένο» πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων... Τον Βασίλη Βλασίδη τον γνώρισα στις αρχές του 1963. Συνδετικός κρίκος μεταξύ μας υπήρξε ο Μάνθος Κέτσης, ζωγράφος και συνεξόριστος με τον Βασίλη στον Αη-Στράτη. Θυμάμαι πόσο μεγάλη εντύπωση μου έκανε το πορτρέτο που μου ζωγράφισε το 1964. Ο Βασίλης ήθελε να αποτυπώσει πάνω στο χαρτί, αυτό που εκείνος διέκρινε στο μοντέλο του, που στη δική μου περίπτωση δεν ήταν τίποτα άλλο από οργή, θυμός, πείσμα αλλά και αποφασιστικότητα. Ήξερε να διαβάζει τους ανθρώπους πολύ καλά... Για να λύση το βιοποριστικό του ο Βλασίδης μπαίνει στο χώρο της διαφήμισης. Το ταλέντο του, συγκερασμένο με την ικανότητά του, άνοιγαν ένα ευρύ πεδίο επαγγελματικής δραστηριοποίησης. Έτσι δούλεψε αρκετά με εξώφυλλα βιβλίων, περιοδικών και τουριστικών φυλλαδίων. Ασχολήθηκε πολύ με πορτρέτα κατά παραγγελία, αλλά και με άλλα θέματα.
Παρά τις μεγάλες δυσκολίες και τον λίγο ελεύθερο χρόνο, κατάφερνε να κλέβει χρόνο και να ζωγραφίζει για τον εαυτό του πορτρέτα, ανδρών και γυναικών, αλλά και ολόσωμα γυμνά όπως και πολλά τοπία. Ο μεγάλος του καημός ήταν να αποκτήσει έναν σχετικά άνετο χώρο για να μπορέσει να ζωγραφίσει αυτά που ήθελε αυτός. «Να βάλω πέντε τελάρα με διαφορετικά θέματα, και να πετιέμαι από το ένα καβαλέτο στο άλλο», μου έλεγε Εγώ τελείωσα τη στρατιωτική μου θητεία το Δεκέμβρη του 1966 και δέκα μήνες αργότερα έφυγα μετανάστης στο Τορόντο του Καναδά. Έλεγα πως θα πήγαινα για 2-3 χρόνια. Έμεινα 23. Κατάφερα όμως και σπούδασα πολιτικός μηχανικός. Όλα αυτά τα χρόνια ο Βασίλης ήταν, νοερά, δίπλα μου δίνοντας μου κουράγιο όταν εγώ το έχανα. Στο Τορόντο του Καναδά, ήρθε δυο φορές (1981 και 1982) κλείνοντας έτσι ένα ημερολογιακό έτος. Εκεί, με δική μου παρότρυνση, και πίεση θα έλεγα, ζωγράφισε αρκετά έργα, υδατογραφίες, λάδια, παστέλ αλλά και πολλά σκίτσα. Μία φίλη, η Κική Σεβδαλή, πρόσφερε το σπίτι της για να κάνει ο Βασίλης Βλασίδης την πρώτη του ατομική έκθεση. Από τα είκοσι δύο έργα που εκτέθηκαν πουλήθηκαν τρία και η χαρά του καλλιτέχνη ήταν απερίγραπτη όχι τόσο για τα χρήματα που πήρε αλλά για την αναγνώρισή του ως ζωγράφου. Στη δεκαετία του 80 θυμάμαι που μάζευε τα δικαιολογητικά για τη σύνταξη της Εθνικής Αντίστασης. Του ψήσανε το ψάρι στα χείλη και φυσικά δεν την πήρε ποτέ Ο Βασίλης Βλασίδης δεν είχε και δεν ήθελε να έχει «μέσο». «Ο Κομμουνισμός είναι τρόπος ζωής», έλεγε. Και μπορεί να μην είναι ο πρώτος που το είπε αυτό αλλά είναι από εκείνους που το εφάρμοσαν στη ζωή τους.
Ήταν περήφανος άνθρωπος. Ίσως ο λιγότερο εγωιστής άνθρωπος που έχω συναντήσει στη ζωή μου. Τίμιος και ειλικρινής. Ο φίλος, που ποτέ δεν σου έλεγε τι πρέπει να κάνεις. «Πρέπει να πάρεις την απόφαση μόνος σου», μου έλεγε. Μιλούσε για τη ζωή και ζωγράφιζε την ομορφιά της ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές. Αγαπούσε τον άνθρωπο και όταν ζωγράφιζε πορτρέτα, έβγαζε πάνω στο χαρτί τη θετική διάσταση του μοντέλου του. Αυτή η φιλοσοφία του για τη ζωή και τον άνθρωπο, τον κράτησε ψυχικά ζωντανό σε όλη του τη ζωή. Με τον Βασίλη γυρίσαμε σχεδόν όλη την Ελλάδα. Κάθε φορά που ερχόμουν για διακοπές όλο και κάπου θα πηγαίναμε παρέα. Θυμάμαι τη συγκίνησή του όταν επισκεφθήκαμε το μαυσωλείο του Λένιν στη Μόσχα, το 1982 Αλλά θυμάμαι και το πόσο ψύχραιμα αντιμετώπισε την όλη κατάσταση, την ημέρα της πτήσης μας για το Τορόντο το 1981, όταν ξεχαστήκαμε στο κατάστημα με τα αφορολόγητα και καταφέραμε, χωρίς να ψωνίσουμε τίποτα, να χάσουμε το αεροπλάνο Λίγες μέρες πριν «φύγει», τον ρώτησα αν ήθελε να βγουν τα έργα του σε λεύκωμα. Δεν θυμάμαι αν άκουσα κάτι ως απάντηση. Θυμάμαι όμως την έκφραση στο πρόσωπό του, που ήταν σαν να μου έλεγε ένα μεγάλο «ευχαριστώ». Έπρεπε να κρατήσω την υπόσχεσή μου. Τα έργα που φιλοτέχνησε είναι πάνω από 1200 «μικρά» και «μεγάλα». Είναι θαύμα το πώς σώθηκαν τα περισσότερα από αυτά, αν λάβει κανείς υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκαν και διαφυλάχτηκαν. Φυσικά στον παραπάνω αριθμό έργων δεν προσμετρούνται αυτά που είχε χαρίσει και τα οποία δεν είναι λίγα. Ο Βασίλης Βλασίδης κατάφερε να μείνει άνθρωπος. Αντιμετώπιζε με χαμόγελο καταστάσεις που άλλους θα τους γονάτιζαν. Βλέποντάς τον έπαιρνες δύναμη. Υπήρξε πηγή αισιοδοξίας και παράδειγμα ζωής, για όλους όσοι τον γνώρισαν.
Η καρδιά του Βασίλη Βλασίδη σταμάτησε να χτυπάει στις 15 Φλεβάρη 1997 στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός στην Αθήνα σε ηλικία 90 χρονών. ΕΠΙΛΟΓΟΣ Ανιδιοτελής, ταπεινός και αξιοπρεπής. Ο Βασίλης Βλασίδης δεν κυνήγησε ούτε τη φήμη ούτε το χρήμα. Θα μπορούσε να είχε αρκετά και από τα δύο, έφτανε μόνο να συμφωνήσει με το «τίμημα». Ο Βλασίδης όμως δεν συμφώνησε. Ήταν περήφανος για το δρόμο που διάλεξε. Τίμιος με τον εαυτό του, τόσο που μπορούσε να κοιταχτεί στον καθρέφτη χωρίς να νοιώθει τύψεις για τίποτα. Προτίμησε να μείνει πιστός στα ιδανικά του και να αφήσει την ίδια του τη στάση ζωής να δείξει το δρόμο σε όσους θέλουν πραγματικά ν αλλάξουν αυτόν τον κόσμο. Την ημέρα της κηδείας του οι περισσότεροι από αυτούς που ήρθαν ήταν ηλικίας μεταξύ 35 και 55 χρονών, άνδρες και γυναίκες. Τον είχαν αγαπήσει όλοι και τους είχε αγαπήσει όλους. «Ο καθένας παίρνει από τη ζωή αυτό που είναι ικανός να πάρει», μου έλεγε. Τελειώνοντας θέλω να καταθέσω πως όσον αφορά τον εαυτό μου, αισθάνομαι πολύ τυχερός που γνώρισα τον άνθρωπο, τον ζωγράφο, τον κομμουνιστή Βασίλη Βλασίδη. Κώστας Λυγιαζής