Μισθολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα Ανισότητες: από την καταγραφή στην ανατροπή Η μελέτη της Ευαγγελίας Παπαπέτρου για την απασχόληση - ανεργία και τις μισθολογικές διαφορές ανδρών - γυναικών ήλθε να επιβεβαιώσει για μια ακόμη φορά τις διακρίσεις που υφίστανται οι γυναίκες στην αγορά εργασίας. Μια διάκριση που απαντιέται και στις υπόλοιπες 14 χώρες της ΕΕ, αν και σε ηπιότερες μορφές, πιθανολογώντας ότι μελέτες που θα υπάρξουν και για τα 25 κράτη της ΕΕ θα εμφανίζουν μεγαλύτερες αποκλίσεις της ανισότητας. Τα άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία και συμπεράσματα της μελέτης - που ένα μέρος τους παρουσιάζουμε, με ευθύνη της ΕΠΟΧΗΣ - δείχνουν ότι οι γυναίκες εργαζόμενες, ιδιαίτερα αυτές που είναι χαμηλότερης εκπαιδευτικής βαθμίδας, υφίστανται μια έντονη κοινωνική δυσμενή μεταχείριση στην απασχόληση επ' αμοιβή και στο σπίτι (που, δυστυχώς δεν μπορεί να καταγραφεί). Διπλάσιο ποσοστό ανεργίας, ιδιαίτερα των νέων γυναικών και με αμοιβές χαμηλότερες, 25% κατά μέσον όρο. Οι στατιστικές αναλύσεις δεν μπορούν να ερμηνεύσουν, σύμφωνα με τα παραγωγικά χαρακτηριστικά ανδρών - γυναικών, τα αίτια της διαφοράς τους στην αγορά εργασίας. Ένα μεγάλο ποσοστό (38%) παραμένει μη ερμηνεύσιμο. Τα συνδικάτα, οι κοινωνικές οργανώσεις και κυρίως οι γυναικείες, η Αριστερά σε τελευταία ανάλυση, οφείλουν όχι μόνο να ερμηνεύουν, αλλά και να εξαλείψουν το ανερμήνευτο 38%.. Μ Μ Η ελληνική αγορά εργασίας και η θέση της Ελληνίδας εργαζόμενης σ' αυτήν χαρακτηρίζονται από ιδιαιτερότητες, σε πολλά σημεία όμως παρουσιάζουν ομοιότητες με τις υπόλοιπες 14 χώρες της ΕΕ. Η προσφορά εργασίας των γυναικών έχει αυξηθεί διαχρονικά. Ωστόσο, το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό (Πίνακας 1), αν και διαχρονικά αυξήθηκε, παραμένει σημαντικά χαμηλότερο (50,1%) του μέσου ποσοστού συμμετοχής των γυναικών για το σύνολο της ΕΕ (60,9%). Επίσης, στην Ελλάδα το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό παραμένει σημαντικά χαμηλότερο από αυτό των ανδρών (76,6%). Η απασχόληση των γυναικών Το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών στην Ελλάδα (42,5%) υπολείπεται σημαντικά από το αντίστοιχο της ΕΕ (55,6%) και είναι ακόμη χαμηλότερο από το 60% που έχει τεθεί ως στόχος για το 2010 από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβόνας. Στην Ελλάδα η ανεργία πλήττει ιδιαίτερα τις γυναίκες και τους νέους. Το ποσοστό ανεργίας των γυναικών (15%) είναι σημαντικά υψηλότερο από αυτό των ανδρών (6,6%) στη χώρα και σημαντικά υψηλότερο από το μέσο ποσοστό ανεργίας των γυναικών στην ΕΕ (8,7%). Το ποσοστό ανεργίας των νέων γυναικών ηλικίας 15-24 ετών στην Ελλάδα (34,3%) είναι υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ (15,5%). 1
Εκπαίδευση και απασχόληση Σημαντικές διαφοροποιήσεις παρατηρούνται στα ποσοστά απασχόλησης, συμμετοχής και ανεργίας των γυναικών για διαφορετικά επίπεδα εκπαίδευσης. Τα ποσοστά απασχόλησης και συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό αυξάνονται καθώς αυξάνεται το επίπεδο εκπαίδευσης των γυναικών. Τα ποσοστά απασχόλησης και συμμετοχής των γυναικών με ανώτατη εκπαίδευση είναι υπερδιπλάσια των ποσοστών που έχουν οι γυναίκες με εκπαίδευση χαμηλότερης βαθμίδας. Οι γυναίκες απόφοιτοι λυκείου (μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης) εμφανίζουν τα υψηλότερα επίπεδα ανεργίας και οι γυναίκες πτυχιούχοι ανώτατων σχολών (ανώτατο επίπεδο εκπαίδευσης) το μικρότερο ποσοστό ανεργίας. Ο βαθμός ενσωμάτωσης των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι μικρός και αυτό φαίνεται αν υπολογιστεί το ποσοστό απασχόλησης σε ισοδύναμες μονάδες πλήρους απασχόλησης (συνολικές εργατοώρες διαιρούμενες με τις ετήσιες ώρες εργασίας πλήρους ωραρίου). Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό για τις γυναίκες είναι ιδιαίτερα χαμηλό, 41,3%, το τρίτο χαμηλότερο στην ΕΕ και σημαντικά χαμηλότερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο στην ΕΕ (46,8%). Επίσης, το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών στην Ελλάδα σε ισοδύναμες μονάδες πλήρους απασχόλησης υπολείπεται σημαντικά του ποσοστού για τους άνδρες (72%), το οποίο είναι ελαφρά υψηλότερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο στην ΕΕ (71,2%). Μερική απασχόληση Το ποσοστό μερικής απασχόλησης -δηλαδή ο αριθμός των μερικώς απασχολουμένων ως ποσοστό του συνολικού αριθμού των απασχολουμένων- των γυναικών (8,1%) είναι υπερτριπλάσιο από το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών (2,3%). Σημειώνουμε, βέβαια ότι το ποσοστό μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα (4,5%) είναι σημαντικά χαμηλότερο από ό,τι κατά μέσον όρο στην ΕΕ (18% περίπου). Η μερική απασχόληση προσφέρει στις γυναίκες εργαζόμενες την ευκαιρία να συνδυάσουν την εργασία με τις ανάγκες της οικογένειας, ιδιαίτερα σε εκείνες τις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν επαρκείς μονάδες φροντίδας παιδιών ή η οικογένεια δεν έχει τη δυνατότητα να καλύψει το σχετικό κόστος. Όμως, συνήθως οι θέσεις μερικής απασχόλησης αφορούν εργασίες με μικρότερες δυνατότητες εξέλιξης και με χαμηλότερες αμοιβές (ΟΟΣΑ, 1999). Κατάταξη κατά επάγγελμα Οι γυναίκες αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό των υπαλλήλων γραφείου (52,5%) και των ανειδίκευτων υπαλλήλων (52,2%). Η απασχόληση των γυναικών σε διευθυντικές και σε ανώτατες διοικητικές θέσεις σε σχέση με τους άνδρες είναι ιδιαίτερα περιορισμένη, καθώς μόνο το 20% των θέσεων αυτών καλύπτεται από γυναίκες, ενώ μόνο το 1,3% του συνόλου των γυναικών κατέχει διευθυντικές θέσεις. Το 26,7% των γυναικών απασχολούνται ως υπάλληλοι γραφείου, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών (14% στο σύνολο των ανδρών). Παρατηρούμε λοιπόν ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά και το είδος της απασχόλησης ανάμεσα στις γυναίκες και τους άνδρες εργαζομένους, οι οποίες δικαιολογούν χωριστές εκτιμήσεις για τους άνδρες και τις γυναίκες κατά φύλο. 2
Αμοιβές ανδρών-γυναικών Διαφορές παρουσιάζονται και στις σχετικές αμοιβές γυναικών-ανδρών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ για την Ελλάδα για το 1998, ο λόγος των μέσων μηνιαίων αποδοχών των γυναικών υπαλλήλων προς τις μέσες μηνιαίες αποδοχές των ανδρών υπαλλήλων στο σύνολο της χώρας σε βασικούς κλάδους του δευτερογενούς τομέα της οικονομίας ήταν 69,7%. Ειδικότερα: στα ορυχεία - μεταλλεία - λατομεία ήταν 84,2%, στη μεταποίηση 70,8% και στον ηλεκτρισμό-ύδρευση 62,7%. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ειδικής δειγματοληπτικής έρευνας νοικοκυριών της ΕΕ (ECHP) του έτους 1998, στην Ελλάδα ο λόγος των μέσων ακαθάριστων ωριαίων αμοιβών των γυναικών προς εκείνες των ανδρών στο σύνολο της οικονομίας ήταν 86,8%, ενώ για το σύνολο της ΕΕ ήταν 83,8% (βλ. Πίνακα 2). Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, στην Ελλάδα ο λόγος των αμοιβών των γυναικών προς εκείνες των ανδρών είναι υψηλότερος από ό,τι κατά μέσον όρο στην ΕΕ. Μια πιθανή εξήγηση που αναφέρεται είναι ότι σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι σχετικά χαμηλό, οι γυναίκες που συμμετέχουν στην αγορά εργασίας έχουν υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα οι μισθολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών να είναι σχετικά περιορισμένες. Αντίθετα, σε χώρες στις οποίες στην αγορά εργασίας συμμετέχει ένα μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών με χαμηλότερη εκπαίδευση και δεξιότητες, οι μισθολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι μεγαλύτερες. Τέλος, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ οι γυναίκες εργαζόμενες στην Ελλάδα έχουν ισχυρή παρουσία σε 14 επαγγέλματα (επί συνόλου 115), στα οποία και κυριαρχούν (με μέση συμμετοχή 69%). Αντίθετα, τα 3/4 των ανδρών εργαζομένων έχουν ισχυρή παρουσία σε 29 επαγγέλματα. Το μέσο ετήσιο εισόδημα από μισθούς είναι υψηλότερο στους άνδρες. Οι γυναίκες λαμβάνουν, κατά μέσον όρο, περίπου το 75% των αμοιβών των ανδρών εργαζομένων. Στατιστικά σημαντική διαφορά παρουσιάζεται στις μεταβλητές της ηλικίας, της εμπειρίας, της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και των ωρών απασχόλησης. Η μέση ηλικία των ανδρών μισθωτών είναι μεγαλύτερη κατά περίπου 3 έτη από τη μέση ηλικία των γυναικών μισθωτών. Εξάλλου, ο άνδρας εργαζόμενος φαίνεται ότι διαθέτει μεγαλύτερη εμπειρία από τη γυναίκα (κατά μέσον όρο 5 επιπλέον έτη εμπειρίας). Το ποσοστό των γυναικών οι οποίες διαθέτουν τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι μεγαλύτερο από εκείνο των ανδρών. Αντίθετα, δεν παρουσιάζεται στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των ποσοστών των ανδρών και των γυναικών που διαθέτουν δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι άνδρες εργαζόμενοι φαίνεται ότι εργάζονται τουλάχιστον τέσσερις ώρες την εβδομάδα περισσότερο από ό,τι οι γυναίκες. Στατιστικά σημαντικές διαφορές δεν υπάρχουν ως προς την οικογενειακή κατάσταση και τον αριθμό των παιδιών. Οι άνδρες και οι γυναίκες που απασχολούνται είναι κυρίως έγγαμοι και έχουν, κατά μέσον όρο, περίπου ένα παιδί κάτω των 16 ετών. Η επίδραση της δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις αποδοχές είναι μεγαλύτερη στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες. Οι εκτιμώμενοι συντελεστές δείχνουν ότι οι γυναίκες εργαζόμενες έχουν υψηλότερες αποδόσεις για το επίπεδο της εκπαίδευσης που διαθέτουν από ό,τι οι άνδρες εργαζόμενοι. 3
Η εργασιακή εμπειρία έχει ιδιαίτερα σημαντική επίδραση στις αποδοχές των εργαζόμενων ανδρών και γυναικών. Η εργασιακή εμπειρία φαίνεται ότι αυξάνει περισσότερο τις αποδοχές των γυναικών από ό,τι εκείνες των ανδρών εργαζομένων. Συνεπώς, η επίδραση της εμπειρίας και της εκπαίδευσης στους μισθούς είναι μεγαλύτερη στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες. Το μικρότερο μέρος της διαφοράς των αμοιβών προκύπτει επειδή οι άνδρες και οι γυναίκες εργαζόμενοι διαφέρουν ως προς τα παραγωγικά χαρακτηριστικά τους και το ανερμήνευτο μέρος της διαφοράς στις αποδοχές, που πολλοί οικονομολόγοι ονομάζουν "παράγοντα διάκρισης", ερμηνεύεται περισσότερο από το "μειονέκτημα" που έχουν οι γυναίκες εργαζόμενες και λιγότερο από το "πλεονέκτημα" που έχουν οι άνδρες εργαζόμενοι. Συμπεράσματα Από τη σύντομη παρουσίαση της ελληνικής αγοράς εργασίας και της θέσης της Ελληνίδας εργαζόμενης σ' αυτήν προέκυψαν συνοπτικά τα εξής: Τα ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό και τα ποσοστά απασχόλησης των γυναικών στην Ελλάδα είναι χαμηλά και το ποσοστό ανεργίας των γυναικών είναι υψηλό. Τα ποσοστά απασχόλησης και συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό αυξάνονται καθώς αυξάνεται το επίπεδο εκπαίδευσης των γυναικών. Ο βαθμός ενσωμάτωσης των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι μικρός και το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών στην Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά του ποσοστού απασχόλησης των ανδρών (σε ισοδύναμες μονάδες πλήρους απασχόλησης). Στην Ελλάδα ο λόγος των σχετικών αμοιβών μεταξύ γυναικών και ανδρών εργαζομένων είναι υψηλότερος από τον κοινοτικό μέσο όρο. Από την επεξεργασία των στοιχείων της ανάλυσης φαίνεται ότι οι άνδρες εργαζόμενοι έχουν μεγαλύτερη ηλικία και εμπειρία από τις γυναίκες εργαζόμενες. Διαφορές επίσης παρουσιάζονται στο επίπεδο εκπαίδευσης των εργαζομένων. Το ποσοστό των γυναικών που διαθέτουν τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι μεγαλύτερο από εκείνο των ανδρών. Αντίθετα, δεν παρουσιάζεται σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών που διαθέτουν δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Από μη παραμετρικούς ελέγχους φαίνεται ότι οι αποδοχές των ανδρών εργαζομένων έχουν υψηλότερη τιμή και μικρότερη διασπορά σε σχέση με τις αμοιβές των γυναικών. Οι αμοιβές των ανδρών είναι, κατά μέσον όρο, υψηλότερες από τις αμοιβές των γυναικών. Ο λόγος των μέσων αμοιβών των γυναικών προς τις μέσες αμοιβές των ανδρών ανέρχεται σε 75% για το σύνολο του δείγματος των εργαζομένων, δηλαδή οι αμοιβές των γυναικών εργαζομένων είναι, κατά μέσον όρο, 25% χαμηλότερες από τις αμοιβές των ανδρών. Οι άνδρες εργαζόμενοι απολαμβάνουν, κατά μέσον όρο, υψηλότερες αμοιβές από τις γυναίκες συναδέλφους τους στο ίδιο δεκατημόριο (ομάδα) της κατανομής των μισθών. Η διαφορά ως προς τις αποδοχές μεταξύ ανδρών και γυναικών μειώνεται καθώς μετακινούμαστε από την 1η ομάδα της κατανομής των μισθών (χαμηλότερο επίπεδο μισθών) προς την 5η μέση ομάδα (δεκατημόριο) και στη συνέχεια αυτή η διαφορά και πάλι αυξάνεται μέχρι την 9η ομάδα (δεκατημόριο) (υψηλότερο επίπεδο μισθών) της κατανομής των μισθών. Οι γυναίκες που βρίσκονται στο χαμηλότερο δεκατημόριο της κατανομής των μισθών λαμβάνουν, κατά μέσον όρο, περίπου το 68% των αμοιβών των ανδρών συναδέλφων τους, δηλαδή λαμβάνουν 32% χαμηλότερες αποδοχές από τους άνδρες εργαζομένους. Οι γυναίκες στα δύο υψηλότερα τμήματα της κατανομής των μισθών λαμβάνουν το 77% και το 74%, αντίστοιχα, των αποδοχών των ανδρών συναδέλφων τους. 4
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης έδειξαν ότι για το σύνολο του δείγματος οι διαφορές ως προς τα παραγωγικά χαρακτηριστικά των εργαζομένων ερμηνεύουν περίπου το 40% της διαφοράς των αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων, ενώ το ανερμήνευτο μέρος της διαφοράς των αμοιβών ("ανερμήνευτο κατάλοιπο" ή "παράγοντας διάκρισης εις βάρος των γυναικών") είναι το υπόλοιπο περίπου 60%. Από αυτό, γύρω στις 22 εκατοστιαίες μονάδες χαρακτηρίζονται ως "πλεονέκτημα" των ανδρών, δηλ. το γεγονός ότι αμείβονται καλύτερα επειδή είναι άνδρες εργαζόμενοι και όχι γιατί έχουν διαφορετικά παραγωγικά χαρακτηριστικά, και οι υπόλοιπες 38 εκατοστιαίες μονάδες είναι το "μειονέκτημα" των γυναικών, δηλ. το γεγονός ότι αμείβονται με χαμηλότερες αμοιβές επειδή είναι γυναίκες και όχι γιατί έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά ανθρώπινου κεφαλαίου. Η ίδια εικόνα παρουσιάζεται και σε όλα τα δεκατημόρια της κατανομής των μισθών, καθώς οι διαφορές ως προς τις αμοιβές μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων φαίνεται ότι δεν ερμηνεύονται από τα διαφορετικά παραγωγικά χαρακτηριστικά των εργαζομένων αλλά μάλλον αποτελούν το ανερμήνευτο μέρος της διαφοράς των αμοιβών ή αποτελούν διάκριση εις βάρος των γυναικών. Της Ευαγγελίας Παπαπέτρου* * Η Ευαγγελία Παπαπέτρου εργάζεται στη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος και ως επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος του "Οικονομικού Δελτίου" της Τράπεζας της Ελλάδος. Δημοσιεύθηκε: Εποχή τεύχος 735, 03-10-2004 5