ΤΟ ΙΑΤΡΙΚΌ ΑΠΌΡΡΗΤΟ Τριαντάφυλλος Περβίζος Δικηγόρος Θεσσαλονίκης, Σπουδαστής ΔΠΜΣ ΑΠΘ: Σύγχρονες Ιατρικές Πράξεις Δικαιϊκή Ρύθμιση - Βιοηθική Διάσταση, tpervizos@gmail.com ΠΕΡΊΛΗΨΗ Στο πλαίσιο της παρούσας εισήγησης γίνεται προσπάθεια να προσεγγιστεί το ιατρικό απόρρητο. Αρχικά γίνεται αναφορά στο ευρωπαϊκό και εθνικό νομοθετικό πλαίσιο και στη συνέχεια ακολουθεί ανάλυση των ισχυουσών ρυθμίσεων του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (άρθρο 13 του ν. 3418/2005). Προτάσσονται η έννοια και το πεδίο εφαρμογής και ακολουθούν η έκταση της υποχρέωσης του ιατρού και λόγοι για τους οποίους πρέπει να προστατεύεται το απόρρητο, ενώ απαρριθμούνται και οι κίνδυνοι τους οποίους διατρέχει. Στην επόμενη ενότητα αναλύονται εκτενώς όλες οι περιπτώσεις κάμψης του απορρήτου και τέλος καταγράφονται συνοπτικά οι ευθύνες που αντιμετωπίζει ο ιατρός σε περίπτωση παραβίασής του. Λέξεις κλειδιά: απόρρητο, υποχρέωση εχεμύθειας. ΕΙΣΑΓΩΓΉ Ο σεβασμός του ιατρικού απορρήτου αποτελεί μια από τις αρχαιότερες αρχές του ιατρικού λειτουργήματος. Ήδη στον όρκο του Ιπποκράτη προβλεπόταν η ακόλουθη υποχρέωση για τους ιατρούς: «Και όσα τυχόν βλέπω ή ακούω κατά τη διάρκεια της θεραπείας ή και πέρα από τις επαγγελματικές μου ασχολίες στην καθημερινή μου ζωή, αυτά που δεν πρέπει να μαθευτούν παραέξω, δεν θα τα κοινοποιώ, θεωρώντας τα θέματα αυτά μυστικά». Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η Σύμβαση του Οβιέδο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική (ν. 2619/1998) προβλέπει το σεβασμό στην ιδιωτική ζωή του ασθενή (άρθρο 10 παρ. 1). Παράλληλα τόσο από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσο και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει νομολογηθεί ότι το ιατρικό απόρρητο προστατεύεται από το άρθρο 8 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και από το άρθρο 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως τμήμα της ιδιωτικής ζωής. Σε εθνικό επίπεδο το ιατρικό απόρρητο προστατευόταν τόσο στο Κώδικα περί Ασκήσεως του Ιατρικού Επαγγέλματος (ΑΝ 1565/1939) όσο και στον Κανονισμό Ιατρικής Δεοντολογίας (β.δ. της 25-5/6-7/1955).
Ηθικά Διλήμματα και Νέες Τεχνολογίες στην Άνοια 117 Εξάλλου και με τον πιο πρόσφατο νόμο 2071/1992 στο άρθρο 47 παρ. 8 ορίζεται ότι: «Ο ασθενής έχει το δικαίωμα στο μέτρο και στις πραγματικές συνθήκες που είναι δυνατόν, προστασίας της ιδιωτικής του ζωής. Ο απόρρητος χαρακτήρας των πληροφοριών και του περιεχομένου των εγγράφων που τον αφορούν, του φακέλου των ιατρικών σημειώσεων και ευρημάτων, πρέπει να είναι εγγυημένος.» Η συγκεκριμένη διατύπωση για το δικαίωμα στο απόρρητο του νοσοκομειακού ασθενή, παρότι μοιάζει περισσότερο με ευχολόγιο και διακήρυξη, φαίνεται να αντιλαμβάνεται πλήρως την ελληνική νοσοκομειακή πραγματικότητα, και παρά το γεγονός ότι ήδη έχει παρέλθει εικοσαετία από την ψήφιση του συγκεκριμένου νόμου, διαπιστώνονται ακόμη πολλά κενά και ελλείψεις, σημείο στο οποίο θα αναφερθούμε αργότερα. Εξάλλου, πέρα από τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005), ο οποίος αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας εισήγησης, το απόρρητο προστατεύεται και από το νόμο 2474/1997 «για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα». Ο νόμος αυτός υπάγει τα δεδομένα της υγείας στα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του ασθενούς (άρθρο 2 περ. β) και θέτει αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις για τη συλλογή και επεξεργασία τους. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι ο όρος ιατρικό απόρρητο είναι ευρύτερος των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, διότι περιλαμβάνει και προστατεύει και πληροφορίες οι οποίες δεν γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας (άρθρο 2 περ δ ν. 2472/1997), ανεξάρτητα μάλιστα από το αν αυτές περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο (άρθρο 3 παρ. 1 ν. 2472/1997). ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΔΊΟ ΕΦΑΡΜΟΓΉΣ Στην παράγραφο 1 του άρθρου 13 ΚΙΔ τίθεται ως βασική υποχρέωση του ιατρού η αυστηρή τήρηση απόλυτης εχεμύθειας. Συγκεκριμένα η υποχρέωση αναφέρεται σε οποιοδήποτε στοιχείο υποπίπτει στην αντίληψη του ιατρού ή του το αποκαλύπτει ο ίδιος ο ασθενής ή τρίτοι, και το οποίο αφορά στον ίδιο τον ασθενή ή τους οικείους (για την έννοια των οικείων βλ. άρθρο 1 παρ. 4 περ. β ΚΙΔ) του. Πάντως ο ίδιος ο νόμος περιορίζει το απόρρητο μόνο σε πληροφορίες που αντιλήφθηκε ο ιατρός ή του αποκαλύφθηκαν στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων του. Βασική προϋπόθεση ώστε μια πληροφορία να εμπίπτει στο ιατρικό απόρρητο είναι αυτή να μην είναι ευρέως γνωστή ή πλατιά διαδεδομένη (Μπάκας, 1996). Περαιτέρω στοιχεία που χαρακτηριστικά υπάγονται στην έννοια του απορρήτου είναι η ασθένεια, η αγωγή που λαμβάνει ο ασθενής, το ιστορικό, ενδεχομένως δε και οι συνθήκες εισαγωγής στο νοσκομείο. Κάποτε ακόμα και
118 Τριαντάφυλλος Περβίζος η ειδικότητα του ιατρού είναι δυνατόν να αποκαλύπτει την ασθένεια λόγου χάριν ψυχίατρος ή αφροδισιολόγος. Κατά συνέπεια και αυτό το όνομα του ασθενούς πρέπει να προστατεύεται. Εξάλλου πληροφορίες και στοιχεία που δύνανται να υπαχθούν στην έννοια του απορρήτου σχετίζονται με την οικογενειακή ζωή, τις καθημερινές συνήθειες, τα μελλοντικά σχέδια και τη σεξουαλική ζωή του ασθενούς (Μάλλιος, 2013). Όπως ήδη αναφέρθηκε καθήκον εχεμύθειας έχει ο ιατρός όχι μόνο για όσα του εμπιστεύτηκε ο ασθενής, αλλά και για όσα υπέπεσαν στην αντίληψή του κατά την άσκηση των καθηκόντων του και πιθανώς προσπάθησε ο ασθενής να τα αποσιωπήσει. Έκταση υποχρέωσης ιατρού και διάρκεια τήρησης του απορρήτου Η παραβίαση του ιατρικού απορρήτου μπορεί να γίνει όχι μόνο με ενέργεια, όταν δηλαδή ο ιατρός αποκαλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες, αλλά και με παράλειψη. Τούτο για παράδειγμα συμβαίνει, όταν ο ιατρός αφήνει έκθετους (=μη προσηκόντως φυλασσόμενους) ιατρικούς φακέλους ασθενών, αλλά και όταν παραλείπει να λάβει τα ορθά μέτρα ηλεκτρονικής προστασίας εφόσον τηρεί ηλεκτρονικό αρχείο (Λασκαρίδης, 2013). Η παράγραφος 2 περιπτ. α επιβάλλει στον ιατρό μια πρόσθετη υποχρέωση για την αποτελεσματική τήρηση του απορρήτου. Ο ιατρός οφείλει να ασκεί την αναγκαία εποπτεία σε όσους τον συνδράμουν κατά την άσκηση του λειτουργήματός του. Η διατύπωση του ΚΙΔ είναι αρκετά ευρεία και αναφέρεται σε βοηθούς, συνεργάτες και άλλα πρόσωπα, τα οποία συμπράττουν ή συμμετέχουν ή στηρίζουν τον ιατρό με οποιοδήποτε τρόπο και αποκτούν έτσι πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες. Κατά συνέπεια η εποπτεία του ιατρού πρέπει να εκτείνεται σε υφισταμένους του ειδικούς και ειδικευόμενους ιατρούς και φοιτητές ιατρικής, νοσηλευτικό προσωπικό, μαίες, παρασκευαστές και χειριστές ιατρικών μηχανημάτων, διοικητικούς υπαλλήλους, γραμματείς, ακόμη και ιατρικούς επισκέπτες, ενδεχομένως δε και μέλη της οικογένειάς του. (Μάλλιος, 2013) Περαιτέρω, η δεύτερη περίπτωση της παραγράφου 2 ορίζει ότι ο ιατρός οφείλει να λαμβάνει κάθε μέτρο διαφύλαξης του απορρήτου και για το χρόνο μετά τη με οποιονδήποτε τρόπο- παύση ή λήξη άσκησης του λειτουργήματός του. Τούτο σημαίνει ότι ο ιατρός δεσμεύεται από το απόρρητο και μετά τη συνταξιοδότησή του ή και οποιοδήποτε λόγο προσωρινή ή οριστική αφαίρεση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος. Εξάλλου, στην παρ. 6 προβλέπεται ότι το απόρρητο εξακολουθεί να ισχύει και πρέπει να διαφυλάσσεται και μετά το θάνατο του ασθενούς. Κύριος δε σκοπός και της πρόβλεψης αυτής είναι η εμπιστοσύνη του κοινού απέναντι στο λειτούργημα του ιατρού, η οποία πρέπει να γίνεται σεβαστή και μετά το
Ηθικά Διλήμματα και Νέες Τεχνολογίες στην Άνοια 119 θάνατο του ασθενούς (Λασκαρίδης, 2013). Από το συνδυασμό των δύο ανωτέρω διατάξεων (13 παρ. 2 περ. β και 13 παρ. 6) και παρά την έλλειψη νομοθετικής πρόβλεψης πρέπει να γίνει δεκτό ότι το απόρρητο εξακολουθεί να ισχύει και μετά το θάνατο του ιατρού. Έτσι σε περίπτωση αποκάλυψης από τους κληρονόμους του ιατρού πληροφοριών που εμπεριέχονται σε ιατρικό φάκελο και εμπίπτουν στο ιατρικό απόρρητο προτείνεται η ευθύνη αυτών με βάση την από τις περιστάσεις συναγόμενη σύμβαση παρακαταθήκης (ΑΚ 822, 823 εδ. α) (Λασκαρίδης, 2013). Λόγοι (αυξημένης) προστασίας του ιατρικού απορρήτου Οι πληροφορίες που καλύπτει το ιατρικό απόρρητο εμπίπτουν στη σφαίρα, ή αλλιώς, στον πυρήνα της ιδιωτικότητας. Αποτελούν στοιχεία που ο καθένας θα επιθυμούσε να παραμείνουν κρυφά, καθώς ανήκουν στο πιο δύσβατο και απροσπέλαστο κομμάτι της ιδιωτικής ζωής του καθενός. Η ιδιωτικότητα ως δικαίωμα συνίσταται στο να προσδιορίζει κανείς πότε και σε ποια έκταση θα γίνονται γνωστές τέτοιες πληροφορίες σε τρίτους. Συνακόλουθα, πιθανή προσβολή του απορρήτου μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα και τον περιορισμό της αυτονομίας του υποκειμένου, εκθέτοντάς το ακόμη και σε κοινωνικές διακρίσεις (Μήτρου, 2006). Περαιτέρω, κατ άρθρο 8 παρ. 2 εδ. α ΚΙΔ «Ο ιατρός φροντίζει για την ανάπτυξη σχέσεων αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού μεταξύ αυτού και του χρήστη ασθενή». Ο ίδιος ο νόμος λοιπόν ανάγει την εμπιστοσύνη ως θεμέλιο στη σχέση ιατρού-χρήστη υπηρεσιών υγείας, ενώ τούτο επιβάλλεται και από τη φύση του ιατρικού λειτουργήματος. Ο πάσχων ασθενής καταφεύγει στον ιατρό, αποκαλύπτει σε αυτόν το πρόβλημά του και άλλες πληροφορίες για την υγεία του αναμένοντας να γίνει καλά. Τέλος, με την τήρηση του απορρήτου ο νομοθέτης αποβλέπει και στη διαφύλαξη και προστασία και της δημόσιας υγείας. Αυτό γίνεται καλύτερα κατανοητό σε περίπτωση ιδίως μεταδοτικών νοσημάτων. Αν ο ασθενής φοβούμενος ότι θα αποκαλυφθεί το νόσημά του αποφεύγει να επισκεφθεί τον ιατρό, τότε δεν διατρέχει κίνδυνο μόνο η δική του υγεία, αλλά και των υπολοίπων ανθρώπων με τους οποίους έρχεται σε επαφή. (Μάλλιος, 2013). Διαχρονικοί και σύγχρονοι κίνδυνοι τους οποίους διατρέχει το απόρρητο Στη σημερινή εποχή ολοένα και περισσότερο αυξάνονται οι κίνδυνοι τους οποίους διατρέχει το απόρρητο, καθιστώντας το ακόμη πιο ευάλωτο. Ως παραδείγματα θα μπορούσαν να αναφερθούν ο ηλεκτρονικά τηρούμενος φάκελος του ασθενή, η συνεχώς αυξανόμενη ιατρική έρευνα, ακόμη και
120 Τριαντάφυλλος Περβίζος οι φορολογικοί έλεγχοι. Στα ανωτέρω μπορεί κανείς να προσθέσει και τους «κλασικούς» παράγοντες παραβίασής του, όπως είναι η γραφειοκρατία των νοσοκομείων, η υποδομή των θαλάμων των ασθενών, και η κακή και παράνομη συνήθεια της ενημέρωσης των συγγενών ακόμη και πριν από τον ίδιο τον ασθενή και μάλιστα χωρίς την προηγούμενη συναίνεσή του (Ψαρούλης & Βούλτσος, 2010). ΚΆΜΨΗ Ή ΔΙΆΣΠΑΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΎ ΑΠΟΡΡΉΤΟΥ Στις παραγράφους 3, 4 και 5 του άρθρου 13 ΚΙΔ προβλέπονται ορισμένες ευρείες εξαιρέσεις, οι οποίες σχετικοποιούν την προστασία του ιατρικού απορρήτου. 1. Λόγοι άρσης του ιατρικού απορρήτου Ειδικότερα στην παρ. 3 επιτρέπεται η άρση του ιατρικού απορρήτου, όταν ο ιατρός αποβλέπει στην εκπλήρωση νομικού καθήκοντος. Τέτοια περίπτωση συντρέχει όταν η αποκάλυψη επιβάλλεται στον ιατρό από κάποιον ειδικό νόμο, όπως για παράδειγμα επί γεννήσεως τα άρθρα 20 έως 23 του ν. 344/1976 και επί θανάτου τα άρθρα 32 έως 39 του αυτού ως άνω νόμου. Αντίστοιχες προβλέψεις υπάρχουν και για αφροδίσια νοσήματα (άρθρο 3 ν 1193/1981 όπως τροποποιήθηκε με ν. 2734/1999) όπως και για τον HIV (άρθρο 44 εδ. 1 ν. 3204/2003), όπου οι ιατροί υποχρεούνται σε ενημέρωση του ΚΕΕΛ. Περαιτέρω το άρθρο 232 του Ποινικού Κώδικα (εφεξής ΠΚ) υπό τον τίτλο παρασιώπηση εγκλημάτων ορίζει στην παρ. 1 ότι «όποιος, ενώ έμαθε με τρόπο αξιόπιστο ότι μελετάται κακούργημα ή ότι άρχισε ήδη η εκτέλεσή του, και σε χρόνο τέτοιον ώστε να μπορεί ακόμη να προληφθεί η τέλεση ή το αποτέλεσμά του παραλείπει να το αναγγείλει εγκαίρως στην αρχή τιμωρείται, αν το κακούργημα τελέστηκε ή έγινε απόπειρά του, με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, ανεξάρτητα αν ο δράστης τιμωρηθεί.» Ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας, νομοθέτημα του έτους 2005, γνωρίζοντας ότι οι ιατροί έρχονται σε γνώση στοιχείων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους για την προπαρασκευή ή μελέτη κακουργημάτων, θεσπίζει έναν λόγο άρσης του ιατρικού απορρήτου, ώστε αυτοί να μην καθίστανται κατηγορούμενοι για το έγκλημα αυτό και αντιμέτωποι με ποινή φυλάκισης έως τρία έτη. Στο σημείο αυτό ωστόσο πρέπει να τονιστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η άρση του ιατρικού απορρήτου εν προκειμένω. Πρέπει δηλαδή ο ιατρός να πληροφορείται ότι επίκειται η τέλεση όχι ενός οποιουδήποτε εγκλήματος, αλλά αποκλειστικά κακουργήματος, η πληροφορία αυτή
Ηθικά Διλήμματα και Νέες Τεχνολογίες στην Άνοια 121 πρέπει να είναι αξιόπιστη και όχι να αποτελεί μια φημολογία ή υπόθεση. Επιπλέον και το χρονικό σημείο, κατά το οποίο ο ιατρός πληροφορείται την επικείμενη τέλεση κακουργήματος θα πρέπει να είναι τέτοιο, ώστε η ανακοίνωση να μην είναι άσκοπη, αλλά να μπορεί να προλάβει την τέλεση του κακουργήματος ή την επέλευση του αποτελέσματός του. Από την άλλη πλευρά, όταν ο ιατρός πληροφορείται ότι ο ασθενής του έχει ήδη τελέσει ένα κακούργημα ή πλημμέλημα, για το οποίο δεν έχει συλληφθεί ή τιμωρηθεί, δεν προβλέπεται λόγος άρσης του απορρήτου. Ούτε άλλωστε κινδυνεύει ο ιατρός να τιμωρηθεί με βάση το άρθρο 231 ΠΚ για υπόθαλψη εγκληματία, διότι σε αυτή την περίπτωση δεν ματαιώνει εν γνώσει του τη σύλληψη άλλου προσώπου, απλώς δεν τη διευκολύνει. Στην ίδια παράγραφο (άρθρο 13 παρ. 3) στην περίπτωση β προβλέπεται η άρση του ιατρικού απορρήτου, όταν ο ιατρός αποβλέπει στη διαφύλαξη έννομου ή άλλου δικαιολογημένου, ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος ή συμφέροντος του ίδιου του ιατρού ή κάποιου άλλου, το οποίο δεν μπορεί να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Στην προκείμενη κατηγορία, λοιπόν, υπάγονται οι ακόλουθες περιπτώσεις: Δημόσιο συμφέρον: Η παροχή ιατρικών πληροφοριών στα ασφαλιστικά ταμεία αποτελεί κλασσική περίπτωση κάμψης του απορρήτου χάριν δημοσίου συμφέροντος. Αυτά πρέπει να γνωρίζουν την ακριβή κατάσταση υγείας των ασφαλισμένων τους, ώστε να προγραμματίζουν ορθά την πολιτική τους για την βέλτιστη περίθαλψη των ασφαλισμένων. (Λασκαρίδης, 2013) Συμφέρον του ίδιου του ιατρού: Χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών για την κατάσταση ενός ασθενούς μπορεί να κάνει και ο ίδιος ο ιατρός όταν χρείαζεται να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενώπιον ποινικών δικαστηρίων και πειθαρχικών οργάνων ή ενώπιον πολιτικών δικαστηρίων για την διεκδίκηση λόγου χάριν της αμοιβής του. Συμφέρον τρίτου: Σε ασθένειες όπως για παράδειγμα το AIDS γίνεται δεκτό ότι ο ιατρός δύναται να ενημερώσει τα μέλη της οικογένειας του ασθενούς σε περίπτωση που δεν προβαίνει ο ίδιος στην ενημέρωσή τους. Δικαιολογητικός λόγος του δικαιώματος αυτού είναι η προστασία της ζωής και της υγείας ατόμων, με τα οποία ο ασθενής έρχεται συχνά σε επαφή. Αξίζει ωστόσο να τονισθεί ότι το συμφέρον χάριν του οποίου θα αρθεί η τήρηση του ιατρικού απορρήτου θα πρέπει αφενός μεν να μην μπορεί να διαφυλαχθεί διαφορετικά, αφετέρου δε να αξιολογείται αντικειμενικά ως υπέρτερο της τήρησης του ιατρικού απορρήτου. Μόνο υπό αυτές τις αυστηρές προϋποθέσεις αίρεται ο κατ αρχήν άδικος χαρακτήρας της πράξης. Τέλος στην περίπτωση γ της παραγράφου 3 του σχολιαζόμενου άρθρου προβλέπεται η επιτρεπόμενη άρση του ιατρικού απορρήτου, όταν συντρέχει κατάσταση ανάγκης ή άμυνας. Για το περιεχόμενο των όρων αυτών, εφόσον
122 Τριαντάφυλλος Περβίζος ο ίδιος ο ΚΙΔ δεν ορίζει κάτι, θα πρέπει να προσφύγουμε στους ορισμούς του Ποινικού Δικαίου. Έτσι σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 2 ΠΚ «άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους.» Ενώ κατ άρθρο 25 παρ. 1 ΠΚ «Δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος, για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου, χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη που απειλήθηκε.» Χαρακτηριστικά παραδείγματα που αναφέρονται στη βιβλιογραφία για τις περιπτώσεις άρσης του απορρήτου λόγω άμυνας ή κατάστασης ανάγκης είναι το εξής: εν διαστάσει σύζυγος μηνύεται από την πρώην σύζυγο για ασέλγεια σε βάρος της ανήλικης θυγατέρας τους. Φοβούμενος ότι θα του επιβληθούν μέτρα δικονομικού καταναγκασμού (π.χ. προσωρινή κράτηση, περιοριστικοί όροι) λαμβάνει από ιδιωτική ψυχιατρική κλινική βεβαίωση αφορώσα την ψυχική κατάσταση της μηνύτριας και την προσκομίζει στο στάδιο της ανακρίσεως. (ΠολΠρωτΑθ 6970/2005, Digesta 2008, 469 επ. Σε Λασκαρίδη, 2013) 2. Η συναίνεση του ασθενή για την άρση του ιατρικού απορρήτου Στο άρθρο 13 παρ. 4 ΚΙΔ ορίζεται ότι η συναίνεση εκείνου στον οποίο αφορά το απόρρητο αίρει την υποχρέωση τήρησής του. Ο ίδιος ο ΚΙΔ δεν περιλαμβάνει τα χαρακτηριστικά που θα πρέπει να φέρει η συναίνεση του ασθενούς για την άρση του απορρήτου. Ούτε άλλωστε μπορούμε να προσφύγουμε στο άρθρο 12 ΚΙΔ αναφορικά με την συναίνεση του ενημερωμένου ασθενή (informed consent),διότι η τελευταία αφορά τη διενέργεια μιας ιατρικής πράξης, που ως τέτοια ωστόσο δεν μπορεί να νοηθεί η άρση του ιατρικού απορρήτου. Λύση στο θέμα αυτό μπορεί να αναζητηθεί στο νόμο 2472/1997 «για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» Συγκεκριμένα στο άρθρο 7 παρ. 2 περ. α αυτού ορίζεται ότι επιτρέπεται η συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων κατόπιν άδειας της ΑΠΔΠΧ υπό την προϋπόθεση ότι το υποκείμενο έδωσε τη γραπτή συγκατάθεσή του. Ο έγγραφος τύπος της συναίνεσης επιβάλλεται εξάλλου τόσο από την ασφάλεια των συναλλαγών όσο και από την προστασία των εμπλεκομένων μερών, δηλαδή αφενός του ιατρού και αφετέρου του ασθενούς. Προτείνεται περαιτέρω ότι η συγκατάθεση αυτή θα πρέπει να είναι ρητή,
Ηθικά Διλήμματα και Νέες Τεχνολογίες στην Άνοια 123 σαφής και ειδική, να αποκλείεται δηλαδή η σιωπηρή μορφή συγκατάθεσης και να εξειδικεύεται τόσο η ποσότητα των πληροφοριών όσο και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο θα μπορούν τα δεδομένα να κοινοποιηθούν (Λασκαρίδης, 2013; Μάλλιος, 2013). Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο στο πλαίσιο μιας πολιτικής δίκης (400 παρ. 1 ΚΠολΔ) όσο και στο πλαίσιο μια διοικητικής δίκης (183 παρ. 1 περ. β εδ. β ΚΔΔ) υπάρχουν αντίστοιχες ρυθμίσεις οι οποίες επιτρέπουν να εξετάζονται οι ιατροί ως μάρτυρες για γεγονότα που τους εμπιστεύθηκε ο ασθενής ή τα διαπίστωσαν οι ίδιοι κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους, αν τους το επιτρέψει εκείνος, στον οποίο αφορά το απόρρητο. Αναφορικά ωστόσο με την ποινική δίκη τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Το άρθρο 212 παρ. 1 περ. γ ΚΠΔ ορίζει ότι ακυρώνεται η διαδικασία, αν εξεταστούν ως μάρτυρες είτε στην προδικασία είτε στην κύρια διαδικασία γιατροί και μεταξύ άλλων και οι βοηθοί τους σχετικά με όσα εμπιστευτικά πληροφορήθηκαν κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους, εκτός όπου ειδικός νόμος τους υποχρεώνει να τα αναγγείλουν στην αρχή. Ενώ στην παράγραφο 2 του αυτού άρθρου ορίζεται ότι η ανωτέρω απαγόρευση δεν παύει ακόμη και αν οι ιατροί απαλλάχθηκαν από την υποχρέωση τήρησης του απορρήτου από πλευράς του ασθενούς. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν εισάγεται απλώς απαλλαγή από την υποχρέωση για μαρτυρία, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 209 ΚΠΔ, αλλά απαγόρευση μαρτυρίας. Η απαγόρευση αυτή τέθηκε για ηθικούς και κοινωνικούς λόγους, οι οποίοι είναι υπέρτεροι και αυτής της ιδιωτικής βούλησης του ασθενή. Πρωτίστως δηλαδή προστατεύεται η εμπιστοσύνη του κοινού στο ιατρικό λειτούργημα (και σε μια σειρά άλλων κλειστού αριθμού λειτουργημάτων) και ακολουθεί η προστασία του απορρήτου, παρά το γεγονός ότι σκοπός της ποινικής δίκης είναι η ανακάλυψη της ουσιαστικής αλήθειας (Κωνσταντινίδης, 2006; Καίσαρης, 2011). Συγκρίνοντας το άρθρο 212 ΚΠΔ με το 13 παρ. 4 ΚΙΔ παρατηρούμε ότι οι διατάξεις αυτές έρχονται σε σύγκρουση. Ωστόσο κατ εφαρμογή του νομικού αξιώματος ότι ο ειδικός νόμος υπερισχύει του γενικού, η διάταξη του άρθρου 212 ΚΠΔ ως περιέχουσα ειδικότερες ρυθμίσεις αφορώσες αποκλειστικά την ποινική δίκη υπερισχύουν στο πλαίσιο αυτής. Ολοκληρώνοντας το σχολιασμό της παρ. 4 για την επιτρεπόμενη άρση του ιατρικού απορρήτου κατόπιν συναίνεσης του ασθενούς πρέπει να τονιστεί και το εξής. Η συναίνεση του ασθενούς είναι τότε μόνο έγκυρη όταν αυτή δεν είναι προϊόν πλάνης, απάτης, απειλής, (άρθρα 140 επ., 147 επ., 150 επ. ΑΚ) σωματικής ή ψυχολογικής βίας, (7 παρ. 2 Συντ σε συνδυασμό με το άρθρο 308 επ. ΠΚ) ή εάν η άρση του απορρήτου συνιστά προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπως για παράδειγμα όταν αυτή είναι αποτέλεσμα οικονομικής συναλλαγής.
124 Τριαντάφυλλος Περβίζος 3. Περιπτώσεις απαλλαγής από την υποχρέωση τήρησης του απορρήτου Στις περιπτώσεις κάμψης του ιατρικού απορρήτου υπάγεται τέλος και η παράγραφος 5 του άρθρου 13 ΚΙΔ. Σύμφωνα με αυτή: «Οι ιατροί που ασκούν δημόσια υπηρεσία ελέγχου, επιθεώρησης ή πραγματογνωμοσύνης απαλλάσσονται από την υποχρέωση τήρησης του ιατρικού απορρήτου μόνο έναντι των εντολέων τους και μόνο ως προς το αντικείμενο της εντολής και τους λοιπούς όρους χορήγησής της». Χαρακτηριστικά παραδείγματα που μπορούν να αναφερθούν εν προκειμένω είναι ο έλεγχος και οι επιθεωρήσεις που διενεργούνται επί των φορέων υγείας από το Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας όσο και η διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης από ιατροδικαστή. Οι ανωτέρω προβλέψεις κρίνονται απόλυτα δικαιολογημένες. Πράγματι, υπάρχουν δημόσιες υπηρεσίες που για να λειτουργήσουν ορθά και να παράσχουν πράγματι ωφέλεια στους πολίτες πρέπει να λάβουν γνώση πληροφοριών από ιατρούς. Από την άλλη η ίδια η δικονομική θέση του πραγματογνώμονα ιατροδικαστή ως βοηθού του δικαστή με ειδικές γνώσεις (άρθρο 183 ΚΠΔ) επιβάλλει την άρση του απορρήτου, άλλως δεν θα μπορούσε να επιτελέσει το ρόλο για τον οποίο θεσπίστηκε. Η δικαστική αρχή άλλωστε είναι αυτή που διορίζει τον πραγματογνώμονα (Λασκαρίδης, 2013; Μάλλιος, 2013). Σε κάθε περίπτωση το απόρρητο κάμπτεται μόνο έναντι του εντολέα και με αποκλειστικό περιεχόμενο το αντικείμενο της εντολής. Έναντι των υπολοίπων ο ιατρός (είτε ως ελεγκτής, είτε ως επιθεωρητής, είτε ως πραγματογνώμων) εξακολουθεί να έχει υποχρέωση εχεμύθειας στο ακέραιο. Ευθύνη του ιατρού Ο ιατρός σε περίπτωση προσβολής του ιατρικού απορρήτου δύναται να έχει αστική ευθύνη (δηλαδή υποχρέωση άρσης της προσβολής, παράλειψής της στο μέλλον κι καταβολής αποζημίωσης) από τα άρθρα 57 και 914 ΑΚ, ποινική ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 371 ΠΚ με απειλούμενη ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους υπό την προϋπόθεση ότι το αδίκημα έχει τελεστεί με δόλο και έχει υποβληθεί έγκληση. Τέλος από το συνδυασμό των άρθρων 13 και 36 παρ. 2 ΚΙΔ τιμωρείται και πειθαρχικά από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα η παράβαση του ιατρικού απορρήτου. Παράλληλα με τα ανωτέρω προβλέπονται και ειδικές αστικές και ποινικές κυρώσεις και στο νόμο 2474/1997 σε περίπτωση παράβασης της νομοθεσίας για τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα.
Ηθικά Διλήμματα και Νέες Τεχνολογίες στην Άνοια 125 ΣΥΜΠΈΡΑΣΜΑ Το ιατρικό απόρρητο αποτελεί μια από τις σημαντικότερες αρχές που πρέπει να διέπουν τη σχέση ιατρού ασθενούς. Η ιδιωτικότητα του ασθενούς, η εμπιστοσύνη του κοινού απέναντι στο ιατρικό λειτούργημα και η προστασία της δημόσιας υγείας αποτελούν τους πιο βασικούς λόγους σεβασμού της υποχρέωσης για εχεμύθεια. Οι κίνδυνοι παράβασής του απορρήτου, τόσο οι σύγχρονοι όσο και οι κλασικοί είναι πολλοί, και πρέπει να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα προστασίας του, ώστε αυτό να διαφυλλάσεται πραγματικά. Στον ίδιο το νόμο προβλέπονται πολλοί λόγοι κάμσης ή διάσπασης του απορρήτου που κατατείνουν κατ ουσίαν στη μη υποχρέωση τήρησής του. Οι εξαιρέσεις αυτές θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά και να αποτελούν την ultima ratio, την έσχατη δηλαδή λύση, ώστε να περισώζεται η αξία του ιατρικού απορρήτου. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ Καίσαρης, Π. (2011 2 ). Σε: Μαργαρίτη, Λ. (επιμ.), Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ άρθρο, τόμος πρώτος,, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη,, υπό το άρθρο 212 ΚΠΔ. Κωνσταντινίδης Α., (2006). Το Ιατρικό Απόρρητο. Σε: Συνηγόρου του Πολίτη, Ιατρικό Απόρρητο πληροφορίες που αφορούν προσωπικά δεδομένα, ηλεκτρονικός ιατρικός φάκελος και αρχεία νοσοκομείων, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 43 επ. Λασκαρίδης Ε, (2013). Σε Λασκαρίδη Ε. (επιμ.) Ερμηνεία Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005), Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Νομική Βιβλιοθήκη, 157-173 Μάλλιος Ε. (2013). Σε: Βιδάλη Τ., Παπαχρίστου Θ. (επιμ.) Ιατρική Δεοντολογία, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 117-130. Μήτρου Λ., (2006). Προσωπικά Δεδομένα, ιδιωτικότητα και απόρρητο. Σε: Συνηγόρου του Πολίτη, Ιατρικό Απόρρητο πληροφορίες που αφορούν προσωπικά δεδομένα, ηλεκτρονικός ιατρικός φάκελος και αρχεία νοσοκομείων, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 19 επ. Μπάκας Χ. (1996). Η κάμψη του απόλυτου χαρακτήρα της απαγόρευσης κατάθεσης του γιατρού στην ποινική δίκη, ΠοινΧρ, 769 επ. Ψαρούλης, Δ., Βούλτσος, Π. (2010). Ιατρικό Δίκαιο Στοιχεία Βιοηθικής, Θεσσαλονίκη: University Studio Press.