Αρ. Φακ.: Α.Κ.Ι. 7/2007 Έκθεση της Αρχής Ισότητας μετά από καταγγελία ατόμου με βαριά αναπηρία για δυσμενή μεταχείριση του από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας 1. Ο κ Σ. Α., άτομο με βαριά αναπηρία, ηλικίας 47 ετών, με επιστολή του ημερομηνίας 9 Φεβρουαρίου 2007, μου υπέβαλε καταγγελία κατά των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας αναφορικά με το χειρισμό της περίπτωσης του. Ο κ Α. έθεσε, συγκεκριμένα, υπόψη μου, ότι το Φεβρουάριο του 2007 η εμπλεκόμενη υπηρεσία ανέστειλε την καταβολή σ αυτόν του επιδόματος φροντίδας με την αιτιολογία ότι θα επανεξέταζε την περίπτωση του. Η θέση του είναι ότι χωρίς το επίδομα φροντίδας και δεδομένης της βαριάς αναπηρίας του και της έλλειψης οικογενειακής στήριξης θα οδηγηθεί στην ιδρυματοποίηση του. 2. Ο παραπονούμενος γεννήθηκε το 1960 με σπαστική τετραπληγία και μειωμένη όραση λόγω πρόωρου τοκετού. Παρέμεινε στο Νοσοκομείο Λευκωσίας τα επόμενα 6 χρόνια. Η μητέρα του απεβίωσε όταν ήταν 4 ετών και ο πατέρας του ουσιαστικά τον εγκατέλειψε. Το 1966 μεταφέρθηκε στο αναρρωτήριο του Ερυθρού Σταυρού στην Κερύνεια όπου τέλειωσε το Δημοτικό Σχολείο. Στη διάρκεια της εισβολής παρέμεινε εκεί για εννέα μήνες εγκλωβισμένος. Το Μάιο του 1975 ήρθε στη Λευκωσία και αφού έμεινε για ορισμένο διάστημα στη Στέγη Αναπήρων τη φροντίδα του ανέλαβε η αδελφή της μητέρας του. Τα επόμενα χρόνια εκπαιδεύτηκε να δένει καρέκλες στο Κέντρο Αποκαταστάσεως Αναπήρων και στη συνέχεια ως τηλεφωνητής στη Σχολή Τυφλών. Το 1983 μεταφέρθηκε στην Πτέρυγα Τετραπληγικών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Το 1988 διορίσθηκε στη Δημόσια Υπηρεσία ως τηλεφωνητής, θέση την οποία κατέχει μέχρι σήμερα. Ο κ Α. αποϊδρυματοποιήθηκε σε ηλικία 33 ετών (το 1993) οπότε άρχισε να ζει σε σπίτι που του παραχωρήθηκε σε προσφυγικό συνοικισμό. Στην αποϊδρυματοποίηση του συνέτεινε η έγκριση από την εμπλεκόμενη υπηρεσία του αιτήματος του να του χορηγείται επίδομα φροντίδας, το οποίο συνεχίσθηκε να του καταβάλλεται μέχρι το Φεβρουάριο του 2007. 3. Από την έρευνα προέκυψε ότι το επίδομα φροντίδας διδόταν αρχικά στον κ Α. δυνάμει του άρθρου 24 1 του τότε ισχύοντος περί Δημοσίων Βοηθημάτων και 1 Προνοεί ότι ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας είχε εξουσία παροχής κοινωνικών υπηρεσιών ευημερίας σε πρόσωπα για να προλάβει ή μειώσει την εξάρτηση τους από κονδύλια δημοσίων βοηθημάτων, ή από υπηρεσίες που χορηγούνταν από το Τμήμα ή για να βοηθήσει πρόσωπα με σοβαρά ή χρόνια προβλήματα που σχετίζονταν με την εν λόγω εξάρτηση.
2 Υπηρεσιών Νόμου. Προέκυψε, επίσης, ότι η αναστολή χορήγησης του επιδόματος φροντίδας σχετιζόταν με την ψήφιση του νέου περί Δημοσίων Βοηθημάτων Νόμου (Ν.95(Ι)/2006), πράγμα παραδεκτό και από τη Διευθύντρια της εμπλεκόμενης υπηρεσίας, η οποία στη γραπτή τοποθέτηση της 2 υποστήριξε ότι «μετά την ψήφιση του Ν.95(Ι)/2006 πραγματοποιήθηκε έρευνα με σκοπό να διερευνηθεί αν προκύπτουν δικαιώματα δημόσιου βοηθήματος βάσει του άρθρου 3(10)(α)(i) και 9(1)(α)(ιι) της νέα νομοθεσίας». Σημειώνω ότι το άρθρο 24 δεν τροποποιήθηκε με το Ν.95(Ι)/2006 αλλά παρέμεινε ως είχε. 3.1. Το άρθρο 3(10)(α)(ι) προνοεί ότι ο Διευθυντής έχει εξουσία να εγκρίνει την παροχή δημόσιου βοηθήματος σε άτομα με αναπηρία έστω και αν αυτά απασχολούνται πλήρως σε προσοδοφόρα εργασία, και το άρθρο 9(1)(α)(ιι) προνοεί ότι κατά τον υπολογισμό των εισοδημάτων και των οικονομικών πόρων ενός αιτητή ή ληπτή δημόσιου βοηθήματος δεν λαμβάνεται υπόψη το ποσό μέχρι των 300 που κερδίζει από την εργασία του εφόσον ο αιτητής ή η αιτήτρια ή η σύζυγος ή ο σύζυγος, αντίστοιχα, είναι άτομο με αναπηρία. Όπως σαφώς από τις νέες αυτές ρυθμίσεις προκύπτει, ο νομοθέτης, αναγνωρίζοντας τη μειονεκτική θέση στην οποία τα άτομα με αναπηρία βρίσκονται συγκρινόμενα με άλλες ομάδες προσώπων, καθώς επίσης και το ότι τόσο οι βασικές όσο και οι ειδικές τους ανάγκες είναι αυξημένες, προέβλεψε την ευνοϊκότερη μεταχείριση τους ως αντισταθμιστικό της μειονεκτικής τους θέσης μέτρο. 4. Με βάση τα στοιχεία του σχετικού διοικητικού φακέλου το τελευταίο επίδομα φροντίδας που δόθηκε στον κ Α. αφορούσε το μήνα Φεβρουάριο του 2007. Τον ίδιο μήνα η εμπλεκόμενη υπηρεσία με επιστολή ημερομηνίας 28 Φεβρουαρίου 2007 τον ενημέρωσε ότι για να συνεχισθεί η παροχή δημόσιου βοηθήματος θα έπρεπε να συγκατατεθεί, υπογράφοντας σχετικό έγγραφο, για την επιβολή απαγόρευσης επί της περιουσίας του δυνάμει του άρθρου 3(14) και (15) του Ν.95(Ι)/2006. Ο κ Α. δεν έδωσε τη συγκατάθεση του, αφού συμβουλεύθηκε το δικηγόρο του, και έκτοτε σταμάτησε να του χορηγείται το επίδομα φροντίδας. 4.1. Αιτιολογώντας η Διευθύντρια την απόφαση για επιβολή απαγόρευσης επί της περιουσίας του παραπονούμενου δυνάμει του άρθρου 3(14) και (15) υποστήριξε ότι «κατά τη διάρκεια της έρευνας (που όπως πιο πάνω αναφέρεται έγινε με σκοπό να διαπιστωθεί αν με βάση τη νέα νομοθεσία προέκυπταν δικαιώματα για δημόσιο βοήθημα) διαπιστώθηκε ότι ο κ Α. είναι κάτοχος ½ οικοπέδου στο Καϊμακλί με σημερινή αγοραία αξία 40.000». Αυτό, όπως από τη δική μου έρευνα προκύπτει, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ήσαν από το 1982 ενήμερες ότι ο κ Α. είναι κάτοχος ακίνητης περιουσίας την οποία κληρονόμησε από τη μητέρα του. Σημειώνω ότι το σχετικό πιστοποιητικό εγγραφής ακίνητης περιουσίας ήταν από 2 Επιστολή ημερομηνίας 8 Μαΐου 2007 με αρ. φακ.: 22.08.02.01.
3 τότε καταχωρημένο στον προσωπικό του φάκελο (ερ. 94). Σημειώνω, επίσης, ότι πρόκειται για ακίνητο το οποίο βρίσκεται σε δυσπραγούσα περιοχή (στο Βόρειο Πόλο) και ότι ο παραπονούμενος κατέχει τα 5/12 ενώ τα 7/12 κατέχει η συνιδιοκτήτρια αδελφή του. 4.2. Το άρθρο 3(14) προνοεί ότι εάν αιτητής που πληροί τις προϋποθέσεις παροχής σ αυτόν δημόσιου βοηθήματος, κατέχει, εκτός από την οικία στην οποία ζει, άλλη ακίνητη ή κινητή περιουσία, της οποίας η αξιοποίηση είναι ανέφικτη, παρέχεται σ αυτόν δημόσιο βοήθημα το οποίο θα ανακτάται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27. Δυνάμει του άρθρου 27 οποιοδήποτε ποσό δημόσιου βοηθήματος μπορεί να ανακτάται από την περιουσία του λήπτη μετά το θάνατο του, εφόσον δεν έχει εξαρτώμενα πρόσωπα που βρίσκονται στη ζωή. Το άρθρο 3(15) καθορίζει, τέλος, ότι για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (14) και του άρθρου 27, ο Διευθυντής μπορεί, πριν από την απόφαση του για παροχή δημόσιου βοηθήματος στον αιτητή, να επιβάλει απαγόρευση 3 επί ολόκληρης ή μέρους της ακίνητης περιουσίας του της οποίας η αξιοποίηση κρίνεται ως μη εφικτή. 4.3. Με βάση τη διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 3(14)(15) είναι προφανές ότι η διαδικασία επιβολής απαγόρευσης επί της περιουσίας μπορεί να τροχιοδρομηθεί μόνο πριν τη λήψη απόφασης για χορήγηση δημόσιου βοηθήματος και κατ επέκταση στα πλαίσια εξέτασης αίτησης για χορήγηση δημόσιου βοηθήματος. Προκύπτει, ότι στην περίπτωση του κ Α., ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήτανε λήπτης και όχι αιτητής δημοσίου βοηθήματος, η Διευθύντρια της εμπλεκόμενης υπηρεσίας δεν νομιμοποιούνταν να αποφασίσει την επιβολή απαγόρευσης επί της περιουσίας του. Ενδεικτικά αναφέρω ότι και στην επιστολή ημερομηνίας 28 Φεβρουαρίου 2007, με την οποία ζητήθηκε από τον παραπονούμενο να συγκατατεθεί στην επιβολή απαγόρευσης επί της περιουσίας του, γίνεται λόγος για «συνέχιση» της παροχής δημοσίου βοηθήματος και όχι για έγκριση μιας τέτοιας παροχής. 5. Από την εμπλεκόμενη υπηρεσία, υποστηρίχθηκε, τέλος, ότι ο κ Α. παραλείπει συστηματικά να προσκομίσει τα απαιτούμενα στοιχεία για την οικονομική του κατάσταση αν και του έχει ζητηθεί επανειλημμένα, ότι ουδέποτε έδωσε πληροφορίες για το ύψος των υπερωριών που λαμβάνει από την εργασία του επί μηνιαίας βάσης και ότι τον 7/2006 σύναψε δάνειο από το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Δημοσίων Υπαλλήλων ύψους 82.500, με μηνιαία δόση αποπληρωμής ύψους 480, χωρίς να ενημερώσει τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ή να δώσει οποιεσδήποτε πληροφορίες. 3 Ο όρος «απαγόρευση» έχει την έννοια που του αποδίδεται στο άρθρο 12(5)(β) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, συνεπάγεται, δηλαδή, την στέρηση από τον ιδιοκτήτη του δικαιώματος να μεταβιβάσει ή να υποθηκεύσει την ιδιοκτησία του.
4 5.1. Τα στοιχεία του σχετικού διοικητικού φακέλου δεν συνηγορούν εντούτοις με τη θέση ότι ο παραπονούμενος συστηματικά παραλείπει να δώσει στοιχεία για την οικονομική του κατάσταση. Όπως από την έρευνα διαπίστωσα, ο κ Α., όταν του ζητήθηκαν στοιχεία για σκοπούς ελέγχου της οικονομικής του κατάστασης, παρέδωσε, στις 11 Δεκεμβρίου 2006, στη λειτουργό Ευημερίας κ Μαρία Χατζηχαρή, δύο εξουσιοδοτήσεις. Με την πρώτη εξουσιοδοτούσε όλες τις Τράπεζες να αποκαλύψουν στην Επαρχιακή Λειτουργό Ευημερίας κ Χατζηχαρή οποιεσδήποτε καταθέσεις ή μετοχές έχει καθώς και τη διακίνηση του λογαριασμού του από το 2000 μέχρι σήμερα. Με τη δεύτερη εξουσιοδότησε το Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας να εξασφαλίσει από οποιαδήποτε πηγή στοιχεία ή πληροφορίες που σχετίζονται με την κινητή ή ακίνητη περιουσία του, την απασχόληση του, ή με οποιαδήποτε παροχή, ωφέλημα ή χορηγία λαμβάνει ή αναμένεται να λάβει. Επιπρόσθετα, ο κ Α. παρέδωσε την ίδια ημέρα στην κ Χατζηχαρή έγγραφο του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Δημοσίων Υπαλλήλων που επιβεβαιώνει ότι είχε συνάψει οικιστικό δάνειο ύψους 82.500, καθώς και αντίγραφο της κατάστασης μισθοδοσίας του για το μήνα Νοέμβριο του 2006. Σημειώνω ότι στο φάκελο του είναι καταχωρημένο αντίγραφο της κατάστασης της μισθοδοσίας του και για το μήνα Φεβρουάριο του ίδιου έτους (ερ.163). Η Διευθύντρια μπορούσε εν πάση περιπτώσει, ειδικά για το θέμα των υπερωριών, να ζητήσει πληροφορίες από το Γενικό Λογιστήριο δεδομένου ότι ο παραπονούμενος την εξουσιοδότησε γραπτώς να εξασφαλίσει από οποιαδήποτε πηγή στοιχεία που αφορούν την απασχόληση του. 5.2. Κρίνω σκόπιμο να σταθώ ιδιαίτερα στο θέμα της σύναψης δανείου από τον παραπονούμενο. Από συνομιλία που λειτουργός του Γραφείου μου είχε με την κ Χατζηχαρή φάνηκε ότι η εμπλεκόμενη υπηρεσία θεωρεί υποχρέωση του κάθε λήπτη δημόσιου βοηθήματος να την ενημερώνει για τις οικονομικής φύσεως αποφάσεις του, όπως η σύναψη δανείου. Φάνηκε, επίσης, ότι η μη προηγούμενη ενημέρωση της από τον παραπονούμενο για το γεγονός ότι είχε συνάψει ένα τόσο μεγάλο δάνειο δημιούργησε αμφιβολίες ως προς την ειλικρίνεια του. Στον περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμο δεν περιέχεται διάταξη που να θέτει τους λήπτες δημόσιου βοηθήματος υπό την επιτήρηση ή υπό την κηδεμονία των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας σε σχέση με τις οικονομικής φύσεως συνδιαλλαγές τους. Η μόνη υποχρέωση που ο αιτητής/λήπτης έχει είναι, δυνάμει του άρθρου 9(θ), να παράσχει στοιχεία και πληροφορίες στο Διευθυντή σε σχέση με την οικονομική του κατάσταση. Προκύπτει, ότι σε περίπτωση που λήπτης δημόσιου βοηθήματος συνάψει δάνειο με αποτέλεσμα την ουσιώδη μείωση των εισοδημάτων και των οικονομικών του πόρων, λόγω του ύψους της καταβλητέας μηνιαίας δόσης αποπληρωμής, εκείνο που ενδιαφέρει και μπορεί να εξετάσει η εμπλεκόμενη υπηρεσία είναι αν η σύναψη του δανείου έγινε καλόπιστα, για την αντιμετώπιση πραγματικών αναγκών, ή κακόπιστα, για να την εξαπατήσει. 5.3. Από τη δική μου έρευνα δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δείχνει πρόθεση του κ Α. να εξαπατήσει τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας. Τέτοια πρόθεση θα
5 μπορούσε ίσως να θεωρηθεί ότι υπάρχει αν ο κ Α. λόγω της ουσιώδους μείωσης των εισοδημάτων του κατά 480 το μήνα (όση είναι η δόση αποπληρωμής του δανείου) και ενόψει των ευνοϊκότερων για τα άτομα με αναπηρίες ρυθμίσεων του Ν95(Ι)/2006 [βλ. άρθρα 3(10)(α)(ι),9(1)(α)(ι)], υπέβαλλε αίτηση για χορήγηση δημόσιου βοηθήματος πέραν του επιδόματος φροντίδας το οποίο του χορηγούνταν, πράγμα το οποίο δεν έκανε. Σημειώνω ότι ο παραπονούμενος υποστηρίζει ότι έχει συνάψει το συγκεκριμένο δάνειο για να αποπληρώσει προσωπικά του χρέη τα οποία έχουν δημιουργηθεί σταδιακά εδώ και χρόνια και για να επιδιορθώσει το σπίτι που του παραχωρήθηκε το 1993 και στο οποίο έκτοτε δεν έγινε ανακαίνιση. Υποστήριξε, επίσης, ότι γενεσιουργός αιτία δημιουργίας των χρεών του είναι τα αυξημένα λόγω της αναπηρίας του έξοδα όπως, η διακίνηση του από και προς την εργασία του με ταξί 4, η αγορά φαρμάκων που δεν διατίθενται από τις κρατικές φαρμακευτικές υπηρεσίες (Mabron, Arcoxia), και η υπερκατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, ώστε να αποφεύγει τους επώδυνους μυϊκούς σπασμούς (μέχρι άπνοιας) που του προκαλούνται λόγω της σπαστικής του τετραπληγίας όταν η θερμοκρασία στο χώρο που ζει δεν είναι ρυθμισμένη 5. 6. Δυνάμει του άρθρου 3(1)(γ) σε συνδυασμό με το άρθρο 6 (2)(ε) του περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμο του 2004, αποτελεί αρμοδιότητα του Επιτρόπου η προαγωγή ισότητας ευκαιριών ανεξαρτήτως, μεταξύ άλλων, ειδικών αναγκών, σε θέματα κοινωνικής προστασίας. 6.1. Στην πρόσφατη Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα την ισότητα ευκαιριών για τα άτομα με αναπηρία 6 προτρέπονται τα κράτη μέλη να δώσουν έμφαση στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών και προσωπικής βοήθειας στα άτομα με αναπηρίες και να μη λησμονούν ότι οι υπηρεσίες υποστήριξης θα επιτρέψουν τόσο στα άτομα με αναπηρίες όσο και στα άτομα που τα φροντίζουν να διάγουν ομαλό βίο και να διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στην κοινωνία 7. 6.2. Το κοινωνικό δικαίωμα στην πρόνοια, που κατοχυρώνεται με τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη 8, εγγυάται για όλους τη διασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης και κοινωνικής προστασίας. Το ελάχιστο αυτό όριο δεν ταυτίζεται με την ικανοποίηση των στοιχειωδών μόνον βασικών αναγκών, αλλά όσων επιβάλλει ο σεβασμός της ανθρώπινης αξίας 9. 4 Σχετική απόδειξη Γραφείου Ταξί είναι καταχωρημένη στο ερ.193 του φακέλου. 5 Σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό είναι καταχωρημένο στο ερ. 132 του φακέλου. 6 2007/C 93/08, 17.1.2007. 7 Παρ. 2.13. 8 Ν.27(ΙΙΙ)/2000, κυρωτικός του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη του 1996. 9 Τα Κοινωνικά Δικαιώματα, Γιώργος Σ.-Π. Κατρούμπαλος.
6 6.3. Με τον περί Ατόμων με Αναπηρίες Νόμο του 2000 (Ν.127(Ι)/2000) 10 ο νομοθέτης προέβη σε μια γενική διακήρυξη των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρίες (άρθρο 4), όπως το δικαίωμα για αξιοπρεπές επίπεδο ζωής και όπου απαιτείται μέσα από οικονομικές παροχές και κοινωνικές υπηρεσίες. Πολύ ορθά ο Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, κ Μίκης Φλωρέντζος, επισήμανε στην πραγματεία του για τη νομική και κοινωνική θέση των ατόμων με αναπηρία 11 ότι η απλή αυτή γενική διακήρυξη των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρίες δεν μπορεί να επενεργήσει από μόνη της προς όφελος τους χωρίς τη θέσπιση συγκεκριμένων νομοθετικών προνοιών που να επιβάλλουν στο κράτος την εφαρμογή τους στην πράξη. Η πιο σημαντική εξέλιξη προς την κατεύθυνση της μετουσίωσης σε πράξη της προηγούμενα απλής διακήρυξης των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρίες, επήλθε με την ψήφιση του Ν.95(Ι)/2006. Ειδικά η ρύθμιση του άρθρου 3(10)(α)(ι), ξεπερνώντας την αντίληψη ότι κοινωνικής πρόνοιας χρήζουν μόνο τα άτομα με αναπηρίες λόγω των οικονομικών τους προβλημάτων, παρέχει την ευχέρεια στο Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας να εγκρίνει δημόσιο βοήθημα έστω και εάν το άτομο με αναπηρία απασχολείται σε πλήρως προσοδοφόρα εργασία. Η προνομιακή αυτή μεταχείριση των ατόμων με αναπηρία έναντι των μη ανάπηρων δικαιολογείται, και επιβάλλεται, με βάση την αρχή της αναλογικής ισότητας, που σημαίνει την όμοια μεταχείριση των όμοιων και την ανόμοια των ανόμοιων. Και, εντέλει, ως μέτρο, συμβάλλει στην προαγωγή της ισότητας ευκαιριών των ατόμων με αναπηρία. 6.4. Όμως, ενώ προηγούμενα υπήρχε θέμα μετουσίωσης της απλής διακήρυξης των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία σε νομοθετικά μέτρα που να διασφαλίζουν την εφαρμογή τους, σήμερα εγείρεται, όπως διαπιστώνω, θέμα μετουσίωσης σε πράξη των νομοθετικών (θετικών) μέτρων που θεσπίσθηκαν. Συγκεκριμένα, διαπίστωσα, ότι οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας χειρίσθηκαν την περίπτωση του κ Α. ως να είναι όμοια με οποιαδήποτε άλλη περίπτωση λήπτη που δεν είναι άτομο με αναπηρία κατά παράβαση της αρχής της αναλογικής ισότητας και κατ επέκταση κατά παράβαση της αρχής της μη διάκρισης. Ειδικότερα, διαπίστωσα, ότι η επανεξέταση της περίπτωσης του κ Α., που οδήγησε και στη διακοπή του επιδόματος φροντίδας που του χορηγούνταν, έγινε κατ επίκληση της θέσπισης του Ν.95(Ι)/2006 ενώ ταυτόχρονα αγνοήθηκαν οι θετικές για τα άτομα με αναπηρίες πρόνοιες του. Πέραν τούτου, σε μια ατυχή προσπάθεια επιβολής απαγόρευσης επί της περιουσίας του αμφισβητήθηκε η ειλικρίνεια του και υποστηρίχθηκε ότι αρνείται συστηματικά να παράσχει πληροφορίες σχετικές με την οικονομική του κατάσταση, πράγμα που η δική μου έρευνα κατέδειξε ότι δεν ευσταθεί. 10 Ακολούθησε ο τροποποιητικός Ν.57(Ι)/2004, εναρμονιστικός της οδηγίας 2000/78/ΕΚ. 11 The legal and social position of persons with disability in the new legal order of the Republic of Cyprus as a member stat of the European Union, 2005.
7 7. Με βάση το σύνολο των πιο πάνω η σύσταση μου είναι να επαναρχίσει άμεσα η χορήγηση στον κ Α. του επιδόματος φροντίδας, καθώς επίσης, και να του καταβληθούν τα ποσά που αντιστοιχούν στους μήνες κατά τους οποίους η χορήγησή του είχε διακοπεί. Ηλιάνα Νικολάου Επίτροπος Διοικήσεως Λευκωσία, 13 Ιουνίου 2007 ΕΣ/