ΤΟΣΕΣ ΟΔΥΝΗΡΕΣ ΘΥΣIΕΣ......Θυσίες στους θεούς της πατρίδας, αλλά επίσης στους θεούς του πολέμου, της φωτιάς που ισοπεδώνει τις πόλεις και του σίδερου που πετσοκόβει τις σάρκες, στους εχθρικούς θεούς της φύσης που καταπίνουν πλοία και ναύτες. Καρποί μιας άσβεστης δίψας για εκδίκηση, οι Μηδικοί Πόλεμοι, όπως κάθε πολεμική σύγκρουση, δεν ήταν παρά ανθρώπινες θυσίες για την ελευθερία, ελευθερία να διατηρήσουμε όσα κατακτήσαμε και ελευθερία να κατακτήσουμε αυτά που δε μας ανήκουν. Οδύνη για τα κατακρεουργημένα ή πνιγμένα σώματα και για τις καρδιές των γυναικών που έμειναν μόνες με την τεράστια απώλεια ενός συζύγου ή ενός γιου. Σύμφωνα με ένα έθιμο που αναγόταν στην εποχή του Σόλωνα, οι Αθηναίοι απέδιδαν επίσημες τιμές στους πολίτες που πέθαιναν στον πόλεμο. Μετά από κάθε εκστρατεία, οι σοροί τους διακομίζονταν στην Αθήνα, τοποθετούνταν σε φέρετρα από κυπαρισσόξυλο, μεταφέρονταν με μεγάλη πομπή στον Κεραμεικό διά της οδού των Τάφων και ενταφιάζονταν σε ειδική περιοχή. Ένας ρήτορας, ο οποίος επιλεγόταν λίγες ημέρες πριν από την ταφή, εκφωνούσε τον επιτάφιο λόγο. Περί τα μέσα του 5ου αιώνα π.χ., καθιέρωσαν στην Αθήνα μεγάλες εορτές, τα Επιτάφια, για να μνημονεύουν τους Αθηναίους πολεμιστές που έπεφταν για την πατρίδα. Άρχιζαν την έβδομη ημέρα του μηνός Πυανεψιώνος (δεύτερο ήμισυ του Οκτωβρίου), ταυτόχρονα με τα Θησεία, και τελεί
10 Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ ωναν με αγώνες και διαγωνισμούς ακόμα και τις ειρηνικές χρονιές, ένας επιτάφιος αγώνας υπήρχε στο πρόγραμμα. Με την ευκαιρία των εκδηλώσεων μνήμης για τους Αθηναίους ήρωες που έπεσαν κατά τον Κορινθιακό Πόλεμο (395-368 π.χ.) εναντίον των Σπαρτιατών για την κυριαρχία της Ελλάδας, ο Λυσίας εκφώνησε ένα λυπητερό επιτάφιο λόγο. Επί οκτώ έτη, άγριες μάχες θα διαδέχονταν η μία την άλλη και μετά από αυτές επιτάφιοι λόγοι θα εκφωνούνταν αδιάκοπα προς τιμήν των πεσόντων από επαγγελματίες ρήτορες όπως ο Λυσίας. Αιματηρές αναμετρήσεις και άφατοι πόνοι που συσσωρεύονται... Ο Λυσίας θυμάται τις μεγάλες θυσίες των Ελλήνων εναντίον των Περσών στη ναυμαχία της Σαλαμίνας: Την ίδια στιγμή άκουγαν ανακατεμένους τον ελληνικό και το βαρβαρικό παιάνα, τις προτροπές και των δύο και τις φωνές των σκοτωμένων, τη θάλασσα γεμάτη εχθρούς και πολλά πλοία να συγκρούονται, φιλικά και εχθρικά. Η ναυμαχία για πολλή ώρα ήταν ισόπαλη, και τη μια νόμιζαν ότι νικούν και σώζονται ενώ την άλλη ότι νικιούνται και χάνονται. Βέβαια εξαιτίας του φόβου που υπήρχε πίστεψαν πως είδαν πολλά που δεν είδαν και πως άκουσαν πολλά που δεν άκουσαν. Τι ικεσίες δεν έγιναν στους θεούς και τι αναμνήσεις θυσιών, τι λύπη για τα παιδιά και πόθος για τις γυναίκες, τι οίκτος για τους πατέρες και τις μητέρες και τι σκέψεις για τα μελλούμενα δεινά, αν νικιούνταν; Ποιος θεός δεν τους λυπήθηκε μπροστά στο μέγεθος του κινδύνου; Ή ποιος άνθρωπος δε δάκρυσε, ποιος δεν τους θαύμασε για την τόλμη τους; Αλήθεια ξεπέρασαν κατά πολύ όλους τους άλλους ανθρώπους ως προς την ανδρεία και στη σκέψη και στους πολεμικούς κινδύνους, εγκαταλείποντας την πόλη τους, μπαίνοντας στα πλοία και αντιτάσσο-
ΤΟΣΕΣ ΟΔΥΝΗΡΕΣ ΘΥΣΙΕΣ... 11 ντας τις ολιγάριθμες ζωές τους στο ασιατικό πλήθος. Φανέρωσαν σε όλους τους ανθρώπους με τη νίκη τους στη ναυμαχία πως είναι καλύτερο να κινδυνεύει κάποιος με λίγους για την ελευθερία παρά με πολλούς δούλους για τη δουλεία τους. Έδωσαν μεγάλη και ωραιότατη προσφορά για την ελευθερία των Ελλήνων, δηλαδή το στρατηγό Θεμιστοκλή, 1 ικανότατο στο λόγο, στη σκέψη και στην πράξη, πλοία περισσότερα από τους υπόλοιπους συμμάχους και άντρες εμπειρότατους. Και ποιοι από τους άλλους Έλληνες θα τους ανταγωνίζονταν στη σκέψη και στον αριθμό και στην ανδρεία; Δίκαια συνεπώς πήραν από την Ελλάδα τα αδιαμφισβήτητα αριστεία της ναυμαχίας και εύλογα κατέκτησαν ευτυχία ανάλογη με τους κινδύνους, επιδεικνύοντας στους βαρβάρους από την Ασία τη γνήσια και αυτόχθονα αρετή τους. Λυσίας, Επιτάφιος τοις Κορινθίων Βοηθοίς, 38-43 Ο Λυσίας θυμάται τους Αθηναίους που έπεσαν στο πεδίο της μάχης για να υπερασπιστούν τους Κορινθίους: (...) Έγιναν αίτιοι πολλών και καλών για την πατρίδα τους, επανόρθωσαν μάλιστα και τα σφάλματα άλλων και απομάκρυναν πολύ τον πόλεμο από τη χώρα τους. Πέθαναν όπως πρέπει να πεθαίνουν οι ανδρείοι, επιστρέφοντας στην πατρίδα τα τροφεία και αφήνοντας σ αυτούς που τους ανάθρεψαν λύπες. Αξίζει λοιπόν οι ζωντανοί να τους ποθούν και να τους κλαίνε και να λυπούνται τους συγγενείς τους για την υπόλοιπη ζωή. Ποια ευχαρίστηση άλλωστε τους μένει καθώς τέτοιοι άντρες θάφτηκαν, οι οποίοι, υπολογίζοντας τα πάντα λιγότερο από την αρετή, έχασαν τη ζωή τους, έκαναν τις γυναίκες τους χήρες, άφησαν τα παιδιά τους ορφανά και έρημους τους αδελφούς, τους πατέρες και
12 Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ τις μητέρες; Παρότι υπάρχουν πολλά και φοβερά, ζηλεύω τα παιδιά τους, επειδή είναι μικρά για να καταλάβουν ποιους πατέρες έχασαν, από τους οποίους γεννήθηκαν, ενώ τους προγόνους τους λυπάμαι, επειδή είναι μεγάλοι για να μπορέσουν να ξεχάσουν τη δυστυχία τους. Τι χειρότερο μπορούσε να τους συμβεί παρά να γεννήσουν και να θάψουν τα παιδιά τους στα γηρατειά τους, που είναι αδύναμοι στο σώμα και στερημένοι από ελπίδες και μένουν χωρίς φίλους και χωρίς πόρους ζωής, ενώ για την ίδια αιτία που προηγουμένως ήταν ζηλευτοί τώρα κινούν τον οίκτο, ώστε να είναι επιθυμητότερος γι αυτούς ο θάνατος από τη ζωή; Διότι όσο πιο γενναίοι άντρες ήταν τόσο μεγαλύτερο είναι το πένθος αυτών που έμειναν πίσω. Πώς θα μπορούσε να τελειώσει η λύπη τους; Μήπως με τις συμφορές της πόλης; Τότε όμως είναι φυσικό να θυμούνται και τους άλλους. Μήπως με την κοινή ευτυχία; Αλλά είναι ικανό να τους λυπήσει, γιατί τα δικά τους παιδιά έχουν πεθάνει, ενώ οι ζωντανοί απολαμβάνουν την αρετή τους. Μήπως στους ξεχωριστούς κινδύνους, όταν βλέπουν εκείνους που ήταν προηγουμένως φίλοι να τους αποφεύγουν λόγω της φτώχειας τους ενώ οι εχθροί τους τους περιφρονούν λόγω των δυστυχιών τους; Νομίζω πως μόνη αυτή την ευγνωμοσύνη μπορούμε ν αποδώσουμε σ αυτούς που κείτονται εδώ, αν φροντίζαμε ιδιαίτερα τους γονείς τους, όπως εκείνοι, και αν αγαπάγαμε τα παιδιά τους, σαν να είμαστε οι ίδιοι πατέρες τους, και στις γυναίκες τους αν συμπαραστεκόμασταν σαν να ήταν εκείνοι ζωντανοί. Ποιους άλλωστε εύλογα τιμούμε περισσότερο από αυτούς που κείτονται εδώ; Ποιους από τους ζωντανούς θα φροντίζαμε πιο δίκαια από τους συγγενείς αυτών, οι οποίοι απόλαυσαν εξίσου με τους άλλους την αρετή τους, ενώ, όταν πέθαναν, μόνο αυτοί μετέχουν με γνήσιο τρόπο στη δυστυχία τους. Δε γνωρίζω βέβαια για ποιο λόγο πρέπει να θρηνούμε έτσι δεν
ΤΟΣΕΣ ΟΔΥΝΗΡΕΣ ΘΥΣΙΕΣ... 13 ξεχνάμε βέβαια ότι κι εμείς είμαστε θνητοί. Γιατί συνεπώς πρέπει γι αυτά που από παλιά περιμέναμε να πάθουμε να στενοχωριόμαστε τώρα ή να λυπούμαστε τόσο πολύ για τις φυσικές συμφορές, τη στιγμή που ξέρουμε πως ο θάνατος είναι κοινός και για τους χειρότερους και για τους καλύτερους; Διότι ούτε τους πονηρούς περιφρονεί ούτε τους καλούς θαυμάζει, αλλά προσφέρεται όμοια σε όλους. Αν βέβαια ήταν δυνατόν όσοι γλίτωναν από τους κινδύνους των πολέμων να μείνουν αθάνατοι στον υπόλοιπο χρόνο, θ άξιζε οι ζωντανοί να πενθούν αιώνια τους πεθαμένους. Τώρα όμως η φύση είναι ασθενέστερη και από τις αρρώστιες και από τα γηρατειά, και ο δαίμονας που κρατάει τη μοίρα μας δεν εξευμενίζεται. Είναι σωστό λοιπόν να θεωρούμε τούτους ευδαιμονέστατους, που πέθαναν με τέτοιο τρόπο αγωνιζόμενοι για τα μεγαλύτερα και τα ωραιότερα αγαθά, χωρίς ν αναθέτουν τον εαυτό τους στην τύχη, ούτε περιμένοντας το φυσικό θάνατο, αλλά διαλέγοντας τον ωραιότερο. Βέβαια η ανάμνησή τους θα μείνει αγέραστη και οι τιμές τους ζηλευτές απ όλους τους ανθρώπους. Αυτοί πενθούνται ως θνητοί λόγω της φύσης τους, υμνούνται όμως ως αθάνατοι λόγω της αρετής τους. Και ασφαλώς θάβονται με δημόσια ταφή και προκηρύσσονται στη μνήμη τους αγώνες ανδρείας, σοφίας και πλούτου, επειδή αυτοί που πέθαναν στον πόλεμο αξίζουν να τιμώνται με τις ίδιες τιμές με τις οποίες τιμώνται και οι αθάνατοι. Τους μακαρίζω για το θάνατό τους και τους ζηλεύω και νομίζω πως μόνοι αυτοί από τους ανθρώπους είναι καλύτερο να γεννιούνται, αυτοί που, ενώ είχαν σώματα θνητών, άφησαν αθάνατη μνήμη για την αρετή τους. Είναι όμως ανάγκη να συνεχίσουμε το αρχαίο έθιμο και ακολουθώντας τον πατροπαράδοτο νόμο να θρηνήσουμε τους νεκρούς. 70-81
14 Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ Ο Αισχύλος είναι τριάντα πέντε ετών όταν λαμβάνει μέρος στη μάχη του Μαραθώνα και σαράντα πέντε όταν πολεμάει για δεύτερη φορά εναντίον των Περσών στη Σαλαμίνα. Οκτώ χρόνια αργότερα, αυτός ο ηθοποιός παρευρίσκεται στο θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα στην πρώτη διδασκαλία του έργου του Πέρσαι. 2 Είναι η αρχαιότερη τραγωδία που σώζεται μέχρι σήμερα. Με το έργο αυτό, που βασίζεται στην ιστορική πραγματικότητα της εποχής, ο Αισχύλος αναδεικνύεται νικητής στους δραματικούς αγώνες του έτους 472 π.χ.. Για πρώτη φορά ένας Έλληνας δραματουργός αφήνει τα μυθολογικά θέματα για να κάνει τους Αθηναίους να κλάψουν για τη θλιβερή μοίρα των Περσών που πολέμησαν στη Σαλαμίνα. Ο νικημένος Ξέρξης παρουσιάζεται στη μητέρα του για να της περιγράψει την ήττα, που την παρακολούθησε καθισμένος στο θρόνο του σε ένα πανοραμικό σημείο του όρους Αιγάλεω, από όπου τίποτα δεν του διέφυγε, ούτε καν η δειλία ορισμένων στρατιωτών του. Οι γραφείς του ήταν εκεί, ολόγυρά του, για να σημειώνουν τα ονόματα των γενναίων αντρών αλλά και αυτά των δειλών. Το φάντασμα του πατέρα του, του Δαρείου, ανεβαίνει από τον Άδη για να μάθει το φοβερό νέο. 3 Ο γιος κατέστρεψε με μία μόνο ήττα το έργο του πατέρα αυτός ο απογοητευμένος γιος, που θα δει τον εαυτό του να αναπαριστάται, ενόσω θα είναι ακόμα ζωντανός, σε μια σκηνή αθηναϊκού θεάτρου (θα πεθάνει δολοφονημένος το 465 π.χ.). Ο Αισχύλος εξελίσσει τις δραματικές δυνατότητες του διαλόγου εισάγοντας το δεύτερο υποκριτή (και ο Σοφοκλής, αργότερα, τον τρίτο). Τα κοστούμια των Περσών είναι εντυπωσιακά, οι εικόνες που ιχνογραφούνται από τα λόγια είναι θεαματικές, ο χορός μπαίνει χορεύοντας με υπόκρουση έναν ανατολίτικο ιωνικό ρυθμό και μετά με τροχαίο (πους δισύλλαβος). Τιμή σε ένα σαγηνευτικό πολιτισμό μέσω μιας ποιητικής αναπαράστασης του πανανθρώπινου πόνου.
ΤΟΣΕΣ ΟΔΥΝΗΡΕΣ ΘΥΣΙΕΣ... 15 Πλημμυρούνε στα δάκρυα οι κλίνες απ τον πόθο των αντρών οι Περσίδες βουτηγμένες σε βαρύτατο πένθος, καθεμιά ξεπροβόδησε τον άγριο πολεμόχαρον άντρα της κι έχει τώρα απομείνει δίχως ταίρι, ολομόναχη. Αισχύλος, Πέρσαι, 129-135 Κι ένα πλήθος γυναίκες ξεσκίζουν τα πέπλα τους και με δάκρυα ποτάμι πλημμυρούνε τους κόρφους, γιατί έχουν μερίδα στο πικρό μοιρολόι. 531-535 Κάθε σπίτι πενθεί που χει χάσει τον αφέντη του κι άκληροι τώρα οι γερόντοι γονείς τις μοιρόγραφτες συμφορές των θρηνούν και του πόνου το πολύβουο γρικούν μοιρολόι. 576-580 Το 503 π.χ., η Ιωνία, περιοχή που καταλάμβανε τα δυτικά παράλια της σημερινής Μικράς Ασίας, εγκλωβισμένη εντός της Περσικής Αυτοκρατορίας στις ακτές της Μεσογείου, επαναστατεί ενάντια στη δεσποτεία του βασιλιά Δαρείου Αʹ και με τη βοήθεια των Αθηναίων περνάει από φωτιά και σίδερο τις Σάρδεις, πρωτεύουσα της Λυδίας, περσικής επαρχίας που γειτονεύει με την ιωνική γη.
16 Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ Οι ιωνικές πόλεις, παράλιες και νησιωτικές, σχηματίζουν μια θρησκευτική ένωση, την Ιωνική Δωδεκάπολη ή Κοινό των Ιώνων. Μία από τις πόλεις που συμμετέχουν είναι η ένδοξη Μίλητος, λίκνο πολλών σοφών, αρχιτεκτόνων, καλλιτεχνών και φιλοσόφων. Είναι μια εκλεπτυσμένη πόλη, που αντιπροσωπεύει τον υψηλότερο βαθμό εκζήτησης στον οποίο έχει φτάσει ο ελληνικός πολιτισμός. Σε αντίποινα, οι Πέρσες την πολιορκούν για να φονεύσουν ή να πουλήσουν ως δούλους τους πολίτες της. Ο Δαρείος δεν αρκείται σε αυτό και στέλνει το στόλο του στην Ελλάδα της Ευρώπης υπό τις διαταγές του γαμπρού του Μαρδόνιου, αλλά ο στόλος καταστρέφεται από καταιγίδα το 492 π.χ.: τριακόσια πλοία και είκοσι χιλιάδες άντρες χάνονται. Το 491 π.χ., ο Δαρείος στέλνει πρέσβεις σε διάφορες ελληνικές πόλεις για να απαιτήσει όρκο πίστης και υποταγής στην Περσική Αυτοκρατορία, να προσφέρουν δηλαδή «γην και ύδωρ»: κάθε υποταγμένη πόλη οφείλει να δώσει νερό και τρόφιμα στον κατακτητή, στο μετέπειτα εισβολέα ο Ηρόδοτος θα αναφέρει πολλές φορές ότι οι ποταμοί ορισμένων περιοχών ξεράθηκαν από το πέρασμα αυτού του πολυπληθούς στρατού. Μόνο η Αθήνα και η Σπάρτη θανάτωσαν τους Πέρσες πρέσβεις αντί για άλλη απάντηση. 4 Έξαλλος από το θυμό, ο Δαρείος στέλνει το στρατό και το στόλο του υπό τον Δάτη και τον Αρταφέρνη με σκοπό η περσική δύναμη να αποβιβαστεί στην παραλία του Μαραθώνα, σε απόσταση σαράντα χιλιομέτρων από την Αθήνα, και στις 13 Σεπτεμβρίου του 490 π.χ. υφίσταται μια πολύ οδυνηρή ήττα. Ο Αθηναίος Μιλτιάδης και οι οπλίτες του με τη βοήθεια των Πλαταιέων θα σταματήσουν μόνοι τον εισβολέα, χωρίς τη συνδρομή των ισχυρών Σπαρτιατών, την οποία ζήτησαν, καθώς αυτοί άργησαν να φτάσουν διότι γιόρταζαν τη μεγάλη θρησκευτική εορτή τους, τα Κάρνεια. Έτσι τελείωσε ο Πρώτος Μηδικός Πόλεμος. 5 Προτού φύγουν από την πόλη, οι Αθηναίοι στρατηγοί έστειλαν ένα μήνυμα στη Σπάρτη. Αγγελιαφόρος ήταν ένας Αθηναίος που
ΤΟΣΕΣ ΟΔΥΝΗΡΕΣ ΘΥΣΙΕΣ... 17 λεγόταν Φιλιππίδης, επαγγελματίας δρομέας μεγάλων αποστάσεων. (...) Ο Φιλιππίδης λοιπόν (...) έφτασε στη Σπάρτη την επόμενη ημέρα που έφυγε από την Αθήνα και παρέδωσε στους άρχοντες των Σπαρτιατών το μήνυμα που έλεγε: «Άντρες της Σπάρτης, 6 οι Αθηναίοι σάς ζητούν να τους βοηθήσετε και να μη μείνετε απλοί θεατές της επικείμενης συντριβής και υποδούλωσης της αρχαιότερης πόλης της Ελλάδας από ένα βάρβαρο εισβολέα αυτή τη στιγμή, η Ερέτρια έχει πέσει στα χέρια του κι η Ελλάδα είναι πιο αδύναμη μετά την απώλεια μιας αξιόλογης πόλης της». Αυτός είπε όσα είχε πάρει εντολή να πει. Οι Σπαρτιάτες, μολονότι ήθελαν να στείλουν βοήθεια στην Αθήνα, δεν μπορούσαν να το κάνουν αμέσως γιατί θα καταπατούσαν τους νόμους τους. Ήταν η ένατη ημέρα του μήνα και δεν έπρεπε να αρχίσουν τις εχθροπραξίες προτού γεμίσει το φεγγάρι. Ηρόδοτος, Ιστορία, VI, 105-106 Η μάχη του Μαραθώνα όπως την περιγράφει ο Ηρόδοτος: Τότε οι Αθηναίοι παρατάχτηκαν για μάχη. Η δεξιά πτέρυγα ήταν κάτω από τις διαταγές του Καλλίμαχου, αφού οι Αθηναίοι συνήθιζαν εκείνη την εποχή να παραχωρούν στον πολέμαρχο τη διοίκηση αυτής της πτέρυγας ακολουθούσαν οι διάφορες φυλές, στη συνηθισμένη σειρά τους, και τελικά στην αριστερή πτέρυγα παρατάχτηκαν οι Πλαταιείς. Από τη μάχη του Μαραθώνα και μετά, όταν οι Αθηναίοι κάνουν θυσίες στις ανά τετραετία γιορτές τους, ο κήρυκας της Αθήνας συνδέει τα ονόματα της Αθήνας και των Πλαταιών στην προσευχή για την εύνοια των θεών. Μια συνέπεια της παράταξης των αθηναϊκών στρατευμάτων για τη μάχη ήταν
18 Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ η αποδυνάμωση του κέντρου στην προσπάθεια να απλωθούν αρκετά οι γραμμές, ώστε να καλύπτουν ολόκληρο το μέτωπο των Μήδων τα δύο άκρα ήταν αρκετά ισχυρά, ενώ το κέντρο είχε μόνο λίγες γραμμές βάθος. Αφού παρατάχτηκαν οι άντρες και οι προκαταρκτικές θυσίες υποσχέθηκαν νίκη, δόθηκε το σύνθημα κι οι Αθηναίοι ξεκίνησαν τρέχοντας προς τις γραμμές του εχθρού, όχι λιγότερο από οκτώ στάδια. 7 Οι Πέρσες, ξαφνιασμένοι που οι εχθροί τους πλησίαζαν τρέχοντας, ετοιμάστηκαν να τους αντιμετωπίσουν, με την πεποίθηση ότι οι Αθηναίοι αυτοκτονούσαν τολμώντας άμεση επίθεση, και μάλιστα με δρομαία έφοδο, με τόσο λίγες δυνάμεις, χωρίς την υποστήριξη ιππικού ή τοξοτών. Έτσι σκέφτηκαν αυτοί οι Αθηναίοι πάντως πλησίασαν σε όλο το μήκος του μετώπου και πολέμησαν με αλησμόνητο τρόπο. Ήταν οι πρώτοι Έλληνες, απ όσο ξέρω, που επιτέθηκαν τρέχοντας και οι πρώτοι που αντίκρισαν χωρίς φόβο τη μηδική ενδυμασία και τους άντρες που τη φορούσαν γιατί ως τότε κανείς Έλληνας δεν άντεχε ούτε ν ακούσει το όνομα Μήδος χωρίς να νιώσει τρόμο. Η μάχη του Μαραθώνα είχε μεγάλη διάρκεια. Στο κέντρο, όπου είχαν παραταχτεί οι ίδιοι οι Πέρσες και οι Σάκες, οι εισβολείς υπερτερούσαν, σε βαθμό, μάλιστα, που έσπασαν τις γραμμές των Ελλήνων και καταδίωξαν τους φυγάδες προς τα ηπειρωτικά οι Αθηναίοι όμως από τη μια πτέρυγα και οι Πλαταιείς από την άλλη, βγήκαν νικητές. Μόλις νίκησαν, άφησαν τους ηττημένους εχθρούς να υποχωρήσουν κι έπειτα, ενώνοντας τα δύο άκρα, στράφηκαν ενάντια στους Πέρσες που είχαν διαπεράσει το κέντρο. Και πάλι κατάφεραν να υπερισχύσουν, κυνηγώντας τον οικτρά ηττημένο εχθρό και πετσοκόβοντας τις δυνάμεις του μέχρι που έφτασαν στη θάλασσα, όπου απείλησαν να καταλάβουν και να κάψουν τα πλοία.