ÚÌÂÓÔappleÔ ÏÔ. ΕΤΟΣ 68o ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2014 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2014

Σχετικά έγγραφα
Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ

Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 59/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ 1. Γενικά. Η προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή αποτελεί μία από τις περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ (Ζ ΕΞΑΜΗΝΟ) ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ [επίκ. καθ. Απόστολος Σοφιαλίδης]

Προθεσμίες διενέργειας διαδικαστικών πράξεων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΙΙ. Η ΑΠΛΗ ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΙΙΙ. Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΙV. Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

απορροφώσας και της απορροφώµενης τράπεζας και τη µε αριθµό 38385/ πράξη του συµβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική

ΜΕΙΖΟΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ: 0001 (Αποδοχές και Συντάξεις ) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ: Α. Θεσμικό πλαίσιο δαπάνης.

Αριθµός απόφασης 135/2013 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ Ε ΕΣΣΑΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Σελίδα 1 από 6 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ (Κ.Ε.Π.)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Το εκκλητό των δικαστικών αποφάσεων

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ 2/7/2014 ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛ. ΡΟΔΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΣΤ. ΚΟΥΤΑΛΙΑΝΟΣ ΤΕΛΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Ο αναιρετικός έλεγχος των πλημμελειών σε σχέση με τις αιτήσεις. 1.- Προδιάθεση

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ :.90./2012 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 21722/2011 (αριθµός κατάθεσης αγωγής 22752/2008) ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ

ΣΧΕΔΙΟ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Μεταβίβαση λόγω ενεχύρου. Ο ενεχυράσας οφειλέτης που πλήρωσε ακάλυπτη επιταγή, αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο, καθίσταται κομιστής της επιταγής.

ΣΤΕ 376/2019 [ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΑΝΑΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΟΡΙΟΓΡΑΜΜΗΣ ΑΙΓΙΑΛΟΥ-ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΣΤΟ ΚΑΒΟΥΡΙ]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ της ΕρμΚΠολΔ

Αριθμός 287/2011 (αριθ. έκθ. κατ. δικογράφου: /ΕΜ / ) ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

*ΛΟΙΠΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΕΣ * Νο. 5

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Αριθμός 925/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΣΔΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ «ΟΜΟΔΙΚΙΑ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΡΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ, ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ-ΑΝΑΚΟΠΕΣ. Αριθμός απόφασης 443/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος... 7 Συντομογραφίες... 9 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΓΕΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Εισαγωγικά

ΑΠΟΦΑΣΗ 223/2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

Α. Πεδίο εφαρμογής ΠΟΛ. 1213

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 27/01/2017. Αριθμός απόφασης: 862

Αριθμός απόφασης 4013/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

ΣτΕ 851/2016 [ Υπολογισμός αξίας ακινήτου για επιβολή εισφοράς σε χρήμα]

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΩ ΙΚΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΚΟΝΟΜΙΑΣ. Βιβλίο πρώτο ΓΕΝΙΚΕΣ ΙΑΤΑΞΕΙΣ. Άρθρα Κεφάλαιο πρώτο: ικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων

2. Οι τροποποιήσεις του ογδόου βιβλίου του ΚΠολΔ (αναγκαστική εκτέλεση) από το Ν.4335/2015

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα Αρ. απόφασης 887

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΑΚΤΙΚΟ 21 ο / ΑΠΟΦΑΣΗ 836/2012

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΕΝΩΣΗ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Ακυρωτικές διαφορές

του. λόγω κατάσχεσης εις χείρας τρίτου δυνάμει της ως άνω δικαστικής αποφάσεως. Επ αυτού εκθέτω τα ακόλουθα:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :30. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :4. Αρθρο :31. Αρθρο 30.

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

Πίνακας περιεχομένων

1 6. ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ 222/2011

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ. Ως προς τη νομική φύση των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων

Ανακύπτοντα ζητήματα διαχρονικού δικαίου στην κατ έφεση δίκη μετά την έναρξη ισχύος του ν /2015 Ελευθερία Χ. Κώνστα Πρόεδρος Πρωτοδικών

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμ /661/2017 (Β 1403) Υπουργική Απόφαση όπως αυτή έχει τροποποιηθεί και ισχύει» 1. ΝΟΜΟΣ 3869/2010 ή άλλου είδους ρυθμίσεις

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 1/2014. (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Προς

ΑΔΑ: ΒΛΛΟΗ-Π99 Α Α: ΕΠΕΙΓΟΝ. Αθήνα, 1 Οκτωβρίου 2013 ΠΟΛ. 1225

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Transcript:

9 9 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΤΟΣ 68o ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2014 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2014 ÚÌÂÓÔappleÔ ÏÔ 1479 1492 1501 1525 1554 1561 1580 1587 1620 1645 Η αναιρεσιβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση (άρθρο 553 ΚΠολΔ) ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΒΕΡΒΕΝΙΩΤΗ, Δικηγόρου στον Άρειο Πάγο Η έννοια της οικογένειας στο πλαίσιο της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ για την ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ Δ. ΛΕΝΤΖΗ, Λέκτορα στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Αστικό Δίκαιο Εμπορικό Δίκαιο Εργατικό Δίκαιο Πολιτική Δικονομία ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΝΟΜΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ - ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ

Μηνιαία νομική επιθεώρηση ªËÓÈ ÓÔÌÈÎ ÂappleÈıÂÒÚËÛË ÚÌÂÓÔappleÔ ÏÔ ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΣΥΛΛΟΓΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ Δ.Σ.Θ. Ε ΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ Δ ΙΕΥΘΥΝΣΗ: ΝΙΚΟΛΑΟΣ Θ. ΝΙΚΑΣ, Κ ΑΘΗΓΗΤΗΣ Ν ΟΜΙΚΗΣ Σ ΧΟΛΗΣ Α.Π.Θ. ΕΤΟΣ 68ο ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΕΥΧΟΣ 9 Η ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΑΛΛΟΜΕΝΗ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΑΡΘΡΟ 553 ΚΠΟΛΔ) Χαρίλαος Βερβενιώτης, Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο Κατά το άρθρο 553, επιτρέπεται αναίρεση μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και με έφεση α) εκείνων που παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο εξαιτίας καθ' ύλην αναρμοδιότητας και εκείνων που έχουν εκδοθεί κατά παράβαση του άρθρου 46 από το δικαστήριο στο οποίο έγινε η παραπομπή, β) των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή. Αν η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική, δεν επιτρέπεται αναίρεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων, πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη. (παρ. 1) Αν προσβληθεί με αναίρεση η οριστική απόφαση, θεωρούνται ότι έχουν προσβληθεί και οι μη οριστικές που έχουν εκδοθεί προηγουμένως, και αν δεν απευθύνεται ρητώς εναντίον τους η αναίρεση, (παρ. 2) 1. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 308 και 309, οριστικές αποφάσεις είναι οι αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν εν όλω ή εν μέρει την αγωγή, την ανταγωγή, την κύρια παρέμβαση, την προσεπίκληση και γενικότερα, κάθε αίτηση παροχής έννομης προστασίας, η οποία γίνεται δεκτή ή απορρίπτεται και περατώνει τη δίκη, απεκδύοντας το δικαστήριο από κάθε άλλη ενέργεια στη δίκη (ολαπ 5/2001 ολαπ 15/2001- ολαπ 280/2001 ΑΠ 1721/2007, ΧρΙΔ 2008. 998). Για τον χαρακτηρισμό μιας απόφασης ως οριστικής ή μη κρίσιμο, καταρχήν, είναι το διατακτικό της. Δεν είναι όμως απαραίτητο η κρίση του δικαστηρίου να έχει διατυπωθεί στο διατακτικό. Μπορεί να διατυπώνεται και στο αιτιολογικό, αλλά ρητώς και σαφώς, να προκύπτει δηλαδή από αυτό ότι το δικαστήριο διέλαβε σκέψη ως προς την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής ή της ανταγωγής, παρέλειψε όμως από προφανή παραδρομή, να μεταφέρει και στο διατακτικό της απόφασης την κρίση του αυτή (ΑΠ 674/1974, ΝοΒ 23.285). Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν το δικαστήριο στο αιτιολογικό κρίνει απορριπτέα την ανταγωγή, την κρίση του όμως αυτή δεν την μεταφέρει στο διατακτικό. Κατά μείζονα λόγο το διατακτικό μπορεί να συμπληρώνεται ή να διευκρινίζεται από το αιτιολογικό (ΑΠ 300/1981, ΝοΒ 29.1502). Οριστικές αποφάσεις (που όταν είναι και τελεσίδικες) προσβάλλονται με αναίρεση) είναι, ενδεικτικά, οι παρακάτω: Η απόφαση με την οποία, αφενός μεν απορρίφθηκε η έφεση ως προς την κύρια αίτηση (αίτημα), αφετέρου δε μεταρρυθμίστηκε μεν η εκκληθείσα απόφαση ως προς την επικουρική αίτηση, δεν κρατήθηκε όμως ως προς αυτήν η υπόθεση προς εκδίκαση, αλλά αναπέμφθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο που εξέδωσε την εκκληθεί- Αρμενόπουλος 2014 9 1479

σα απόφαση, έτσι ώστε το δικαστήριο (Εφετείο) απεκδύθηκε εξ ολοκλήρου από την υπόθεση, και δεν παρέμεινε πλέον σ' αυτό υπόλοιπο της διαφοράς, και μπορεί να αχθεί εκ νέου στο Εφετείο με νέα έφεση κατά της απόφασης που θα εκδοθεί (ΑΠ 702/1958, ΝοΒ 7.237 ΑΠ 472/1960, ΝοΒ 9 160. ΑΠ 163/1965, ΝοΒ 13.1017). Η απόφαση που απορρίπτει την πρόσθετη παρέμβαση και θέτει τον παρεμβαίνοντα εκτός δίκης. Οι αποφάσεις που απορρίπτουν την αγωγή για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης. Οι απόφαση του Εφετείου, με την οποία μεταρρυθμίστηκε η πρωτόδικη απόφαση ως προς την επικουρική αίτηση (επικουρικό αίτημα) και απορρίφθηκε η κύρια (ΑΠ 207/1968, ΝοΒ 16.717 σημ. Κ. I. Παπαδημητρίου). Οι αποφάσεις, οι οποίες κατά το ένα μέρος αποφαίνονται στο κύριο αγωγικό αίτημα, αδιαφόρως αν τα μη οριστικώς κριθέντα αιτήματα αφορούν το ίδιο δικαίωμα ή συνάμα και άλλο επιβοηθητικά ασκούμενο με την ίδια ή με δεύτερη αγωγή και από το άλλο μέρος γίνεται δεκτό ένα από τα κύρια αιτήματα και απορρίπτεται το άλλο κύριο αίτημα κατά τα επικουρικώς με τη δεύτερη αγωγή κριθέντα (ΑΠ 203/1950, Θέμ ΞΑ' 18 με εισαγγελική πρόταση Δ. Κιουσόπουλου- ΑΠ 214/1950, ΝοΒ 6.368 = Θέμ. ΞΑ ' 18). Η απόφαση που εκδίδεται επί αγωγής εικονικότητας δύο συμβολαίων, με την οποία, ως προς το ένα συμβόλαιο γίνεται δεκτή η αγωγή και ως προς το άλλο κρίνεται ότι υποκρύπτει δωρεά από ιδιαίτερο καθήκον (ΑΠ 1003/1973, ΕΕΝ 1974.401). Η απόφαση με την οποία διατάσσεται η αυτούσια διανομή (άρθρ. 487 ΚΠολΔ) με κλήρωση και παραπέμπεται η υπόθεση σε εντεταλμένο δικαστή για να γίνει ενώπιον του η κλήρωση, καθόσον, ανεξάρτητα από τον χρόνο και το αποτέλεσμα της κλήρωσης, η υπόθεση δεν πρόκειται να επανέλθει στο ίδιο δικαστήριο (ΑΠ 1062/1974, ΝοΒ 23 631 = ΑρχΝ ΚΣΤ' 74- ΑΠ 1773/1999, ΕλλΔ 2000.989). Η απόφαση του Εφετείου, ως προς τη διάταξη με την οποία, κατ αποδοχή λόγου έφεσης, απορρίπτουν κύριο ή παρεμπίπτον αίτημα της αγωγής ή της ανταγωγής, καθ όλες ή κατά μερικές από τις βάσεις τους και απεκδύουν το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία ως προς το αίτημα της αγωγής ή της ανταγωγής, ως προς τις βάσεις που απορρίφθηκαν (ΑΠ 175/1980, ΝοΒ 28.1469). Η απόφαση του Εφετείου ως προς τη διάταξή τους με την οποία, κατ απόκρουση σχετικού λόγου έφεσης, απορρίπτει κύριο ή παρεμπίπτον αίτημα της αγωγής ή της ανταγωγής καθ όλες ή μερικές από τις βάσεις της και απεκδύει το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία ως προς το αίτημα αυτό, σε σχέση με την βάση που απορρίφθηκε, ενώ είναι μη οριστική η απόφαση που απορρίπτει λόγο εφέσεως και διακρατεί προς περαιτέρω εξέταση το αίτημα της αγωγής ή ανταγωγής ως προς τις βάσεις που δεν απορρίφθηκαν (ΑΠ 273/1974, ΝοΒ 22.1271' ΑΠ 920/1977, ΝοΒ 26.723 ' ΑΠ 372/1981, ΝοΒ 29.1545 = Δ 12.722 ΑΠ 360/1982 ΕΕργΔ 41.653 ' ΑΠ 137/1983, ΝοΒ 31.1542). 1. Απόφαση μη οριστική Μη οριστική είναι η απόφαση που δεν κρίνει οριστικά τη διαφορά και μπορεί, είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου από τους διαδίκους να ανακληθεί σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που την εξέδωσε, εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση. Μη οριστικές αποφάσεις είναι, ενδεικτικά αναφερόμενες, οι παρακάτω: Η απόφαση με την οποία κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης (ΑΠ 1154/1977 ΝοΒ 26.1024' ΑΠ 21/2001, ΕΕΝ 2002.353) Η απόφαση που παραπέμπει τη διαφορά στην προσήκουσα διαδικασία σύμφωνα με το άρθρ. 691 (ΑΠ 1711/1980, ΝοΒ 29.1097 = Δ 12.312' ΑΠ 675/1973, ΝοΒ 22.65) Η απόφαση με την οποία αναβάλλεται ή αναστέλλεται η εκδίκαση της υπόθεσης (άρθρ. 249 και 250 - ΑΠ 1709/1995, ΕΕΝ 1997.360) Η απόφαση που δέχεται την ανακοπή ερημοδικίας, δεν αποφαίνεται όμως οριστικά επί της αγωγής, ούτε ως προς τη διάταξή της για το παραδεκτό της ανακοπής, διότι δεν περατώνει τη δίκη και υπόκειται σύμφωνα με το άρθρο 309 σε ανάκληση από το δικαστήριο που την εξέδωσε, όταν ασχοληθεί εκ νέου με την υπόθεση (ΑΠ 81/1968, ΝοΒ 16.483) Η απόφαση του Εφετείου, η οποία, μετ αποδοχή της εφέσεως και εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως, δεν αποφαίνεται οριστικώς επί της διαφοράς, αλλά, σύμφωνα με το άρθρο 535 1 ΚΠολΔ, αναπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που εξέδωσε την εκκληθείσα απόφαση, για περαιτέρω εκδίκαση κατ ουσίαν (ολαπ 230/1983' ΑΠ 688/2000, ΕλλΔ 2001.78). 1480 Αρμενόπουλος 2014 9

Η απόφαση που διατάσσει την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων (άρθρο 245) (ΑΠ 687/1985, ΕΕΝ 53.247). Η απόφαση του Εφετείου που δέχεται την έφεση, εφόσον δεν περιέχει και οριστική διάταξη επί της αγωγής ή της ανταγωγής ως προς όλες ή μερικές από τις βάσεις τους, περί παραδοχής ή απόρριψης αυτών, είτε εν όλω είτε εν μέρει για τυπικό ή ουσιαστικό λόγο, και γι αυτό δεν είναι και η τελευταία που εκδίδεται στη δίκη (ΑΠ 514/1938, Θέμ. Ν" 326 ΑΠ 175/1980 ΝοΒ 28.1469). Η απόφαση που δέχεται ή απορρίπτει την ένσταση και την κρίνει νόμω βάσιμη ή αβάσιμη (ΑΠ 977/1984, ΝοΒ 33.632 = ΕΕΝ 1985.483' ΑΠ 1699/1981 (αδημ)). Η απόφαση που διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης κατ αρθρ. 254 ΚΠολΔ (ΑΠ 1027/1992, ΕλλΔ 1994.378). Η απόφαση, η οποία, κατά παραδοχή λόγου έφεσης, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε δεχτεί ή είχε απορρίψει την αγωγή είτε εν όλω είτε εν μέρει, για τυπικό ή ουσιαστικό λόγο και, αναβάλλοντας την επί της αγωγής κρίση, έταξε αποδείξεις (ολαπ 1285/1982, ΝοΒ 1983/219- ολαπ 230/1983- ΑΠ 661/2006, ΕΕΝ 2007.573- ΑΠ 6/2006 ΝοΒ 2006 863- ΑΠ 603/2008, ΕφΑΔ 2008.690). Η απόφαση, με την οποία το Εφετείο έκρινε παραδεκτή την έφεση και, ερευνώντας την ουσία, δέχθηκε ως αποδειχθέντα ορισμένα στοιχεία της αγωγής, ακολούθως δε, αναβάλλοντας την οριστική κρίση του επί της ουσίας, διέταξε πραγματογνωμοσύνη, αφού από την κρίση αυτή δεν κωλύεται η επανεξέταση σε άλλη στάση της δίκης τα όσα έχουν κριθεί, ακόμη δε και του παραδεκτού της εφέσεως ως προς έναν ή όλους τους διαδίκους. Διότι η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο δίκης, αλλά αποτελεί, αναλόγως του αν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικονομικής αξίωσης για την παροχή της προστασίας αυτής, με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια κρίση. Η οριστικότητα, επομένως, της απόφασης του Εφετείου κρίνεται αναφορικά με τη δικονομική αυτή αξίωση και όχι με το αίτημα του εφετηρίου εγγράφου με αίτημα την παραδοχή της έφεσης (ολαπ 12/1989- ΑΠ 603/2008, ΕφΑΔ 2008.190). Η απόφαση με την οποία, ιδίως το Εφετείο, κατ αποδοχή κάποιου λόγου έφεσης, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε δεχτεί ή είχε απορρίψει την αγωγή είτε εν όλω είτε εν μέρει, για τυπικό ή ουσιαστικό λόγο και, αναβάλλοντας την επί της αγωγής κρίση, έταξε αποδείξεις, διότι η απόφαση αυτή δεν είναι τελευταία στη διαφορά (ΑΠ 661/2006, ΕΕΝ 2007.573). Η απόφαση που δέχεται την ανακοπή εναντίον ερήμην απόφασης, η οποία όμως δεν αποφάνθηκε στην αγωγή οριστικά, ούτε ως προς τη διάταξή της για το παραδεκτό της ανακοπής, καθόσον δεν περατώνει τη δίκη και μπορεί να ανακληθεί από το δικαστήριο, αν αυτό ασχοληθεί εκ νέου με την υπόθεση (ΑΠ 81/1968, ΝοΒ 16.483). Η απόφαση, με την οποία το Εφετείο δέχεται έφεση του ενάγοντος κατά της πρωτοβάθμιας αποφάσεως που απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, επειδή κρίνει, αντιθέτως προς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι η αγωγή είναι νόμιμη, και, ύστερα από εξαφάνιση της αποφάσεως που έχει εκκληθεί, διατάσσει αποδείξεις. Διότι με αυτή το Εφετείο δεν εξέφερε κρίση στην αγωγή ως προς όλα τα επίπεδα της δικαστικής κρίσεως, απεκδύοντας έτσι το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία σε σχέση με το αντικείμενο της δίκης, ήτοι με το αίτημα, όχι του εφετηρίου εγγράφου, αλλά το αίτημα περί αποφάνσεως του δικαστηρίου επί του αγωγικού αιτήματος παροχής δικαστικής προστασίας (ΑΠ 1721/2007, ΧρΙΔ 2008.998). Η απόφαση, με την οποία το Εφετείο, μετ εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, αναπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση ή σε άλλο ομοιόβαθμο δικαστήριο της περιφερείας του (ΑΠ 174/1985, ΝοΒ 33.1711). Η παραπέμπουσα την υπόθεση σε άλλο δικαστήριο για αναρμοδιότητα καθ ύλη, λόγω υπαγωγής της διαφοράς στη διαιτησία (ΑΠ 1263/1984, ΝοΒ 33.805). Η απόφαση καθίσταται τελεσίδικη με την έκδοση της απόφασης που απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη (ΑΠ 548/1971, ΝοΒ 19.1420- ΑΠ 75/19903 ΝοΒ 18.793). Αν εξαφανισθεί (ακυρωθεί) η οριστική απόφαση κατά παραδοχή της έφεσης, της αναψηλάφησης και της αναίρεσης, συνακυρώνεται και η μη οριστική απόφαση, εφόσον στηρίζεται στην ίδια παράβαση για την οποία έγινε δεκτό το ένδικο μέσο (άρθρ. 579 παρ. 1 ΚΠολΔ), το οποίο έχει ανάλογη εφαρμογή και στην έφεση (άρθρ. 535) και αναψηλάφηση (άρθρ. 549). Είναι αυτονόητο ότι η ακύρωση της μη οριστικής απόφασης δεν Αρμενόπουλος 2014 9 1481

αποτελεί μορφή μη επιτρεπόμενης ανάκλησης, αλλά επέρχεται ως συνέπεια της ευδοκίμησης του ένδικου μέσου. 2. Απόφαση υπό αίρεση Κατά τις διατάξεις των άρθρων 309, 375 παρ. 2, 474, 476, 477 και 519 (και 553) οι αποφάσεις που διατάζουν λογοδοσία ή παράδοση καταλόγου των στοιχείων της ομάδας αντικειμένων και ορίζουν προθεσμία μέσα στην οποία ο λογαριασμός ή ο κατάλογος πρέπει να κατατεθεί με τα δικαιολογητικά στη γραμματεία του δικαστηρίου είναι οριστικές υπό αίρεση. Κατά δε το άρθρο 477 παρ. 1 και 2 εδ. α' του ίδιου κώδικα, αν δεν κατατεθούν μέσα στην προθεσμία που όρισε η απόφαση ο λογαριασμός ή ο κατάλογος, οι αποφάσεις γίνονται οριστικές ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας ή την υποβολή του καταλόγου (ΑΠ 978/1997 ΕλλΔ 1998.110' ΑΠ565/1999 ΑΠ 344/2004, ΕΕΝ 2004.575). Η οριστική αυτή απόφαση εκτελείται ως προς αμφότερα τα κεφάλαια της μετά την τελεσιδικία της που επέρχεται είτε με την παρέλευση άπρακτης της προς άσκηση έφεσης προθεσμίας, είτε με την έκδοση οριστικής απόφασης που απορρίπτει την έφεση που ασκήθηκε κατ αυτής. Στην τελευταία αυτή περίπτωση εκτελείται η τελεσίδικη πλέον ως άνω πρωτοβάθμια απόφαση ως προς την περί καταβολής του ορισθέντος με αυτή ελλείμματος διάταξη της χωρίς να παρέχεται πλέον στο δοσίλογο νέα προθεσμία προς κατάθεση του λογαριασμού, αλλά ούτε και ο δοσίλογος έχει τέτοια ευχέρεια για εκπρόθεσμη κατάθεση του λογαριασμού, αφού ο λογαριασμός αυτός έπρεπε να είχε κατατεθεί μέσα στην προθεσμία, που είχε οριστεί με την αρχική υπό αίρεση απόφαση, μετά την παρέλευση της οποίας ο δοσίλογος εκπίπτει πλέον του δικαιώματος του προς κατάθεση του λογαριασμού (ΑΠ 1184/1980, ΝοΒ 29.543' ΑΠ 978/1997, ΕλλΔ 1998.110' ΑΠ 565/1999 'ΑΠ 344/2004, ΕΕΝ 2004.575). Το ίδιο ισχύει εάν η έφεση απορριφθεί ως προς το κεφάλαιο της πρωτοβάθμιας απόφασης για λογοδοσία και γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως προς το κεφάλαιο αυτής για το εικαζόμενο έλλειμμα και υποχρεωθεί ο δοσίλογος να καταβάλει ως τέτοιο μικρότερο ποσό, οπότε εκτελείται η εφετειακή απόφαση χωρίς και πάλι να υπάρχει προθεσμία ή δυνατότητα του δοσίλογου για κατάθεση του λογαριασμού (ΑΠ 1122/2006, ΕλλΔ 2006.418 = ΝοΒ 55.352' ΑΠ 978/1997 ΕλλΔ 1998 110' ΑΠ 565/1999- ΑΠ 344/2004, ΕΕΝ 2004.575). Η διάταξη της απόφασης περί καταδίκης του δοσίλογου στην καταβολή ορισμένου ελλείμματος αποτελεί μέσο εξαναγκασμού, παράλληλα και πέρα από τα αλλά μέσα της αναγκαστικής εκτέλεσης που προβλέπονται με τη γενική διάταξη του άρθρου 946 ΚΠολΔ, προκειμένου να εξαναγκασθεί ο δοσίλογος να εκπληρώσει εμπρόθεσμα, ήτοι μέσα στην οριζόμενη προθεσμία την υποχρέωση του, δηλαδή να προβεί στις κατ' άρθρο 303 ΑΚ πράξεις, οι οποίες δεν μπορούν να γίνουν από τρίτο πρόσωπο, αλλά η επιχείρηση τους εξαρτάται αποκλειστικά από τη δική του βούληση. Διαφοροποιείται όμως ως προς τα άλλα από το άρθρο 946 ΚΠολΔ προβλεπόμενα μέσα εξαναγκασμού (απειλή χρηματικής ποινής, απαγγελία προσωπικής κράτησης), καθόσον η καταψηφιστική για το πιθανολογούμενο έλλειμμα διάταξη προσδιορίζεται χρονικά και τελεί υπό την αίρεση της μη εμπρόθεσμης κατάθεσης του λογαριασμού, χωρίς την πλήρωση της οποίας δεν οριστικοποιείται και έτσι δεν ενεργοποιείται η εκτελεστότητα της καταδίκης σε καταβολή του πιθανολογούμενου ελλείμματος (ΑΠ 978/1997, ΕλλΔ 1998.110- ΑΠ 565/1999- ΑΠ 344/2004, ΕΕΝ 2004.575) Με την πλήρωση της αιρέσεως αυτής δηλ. την μη εμπρόθεσμη κατάθεση του λογαριασμού, ενεργοποιείται το διατακτικό της απόφασης ως προς την καταδίκη του δοσίλογου να καταβάλει το πιθανολογούμενο έλλειμμα. Δηλαδή με τη διάταξη της απόφασης για καταδίκη του δοσίλογου να καταβάλει το πιθανολογούμενο έλλειμμα, επιβάλλεται σ' αυτόν δικονομικό βάρος, στο οποίο, αν δεν ανταποκριθεί, θα επέλθουν οι προβλεπόμενες ως άνω έννομες συνέπειες, το δε βάρος αυτό, που συνέχεται αποκλειστικά με ορισμένη διαδικαστική συμπεριφορά του δοσίλογου, δεν εξαρτάται από την τελεσίδικη διάγνωση της υποχρέωσης προς λογοδοσία, αλλά συναρτάται μόνο με την οριστικότητα απλώς της κρίσης αυτής, ως δικονομική συνέπεια της μη εμπρόθεσμης κατάθεσης του λογαριασμού. Έτσι η κατάθεση του λογαριασμού εντάσσεται αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας δίκης και αποτελεί το προπαρασκευαστικό στάδιο για τον καθορισμό, σύμφωνα με τα άρθρα 475 και 476 ΚΠολΔ, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, του καταλοίπου του λογαριασμού που κατατέθηκε (ΑΠ 978/1997, ΕλλΔ 1998.110- ΑΠ 565/1999- ΑΠ 344/2004 ΕΕΝ 2004.575) 1482 Αρμενόπουλος 2014 9

Διαδικαστικό στάδιο κατάθεσης από το δοσίλογο του λογαριασμού μετά την κατά τα ανωτέρω οριστικοποίηση της απόφασης δεν προβλέπεται νομοθετικώς και μάλιστα μέσα σε νέα προθεσμία από την επίδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης μετά την τελεσιδικία της. Η αξίωση του δοσίλογου ως προς το εικαζόμενο έλλειμμα μετά την οριστικοποίηση ως προς αυτό της πρωτοβάθμιας απόφασης καθίσταται αυτοτελής και ανεξάρτητη και δεν αποσβήνεται με την εκπρόθεσμη κατάθεση του λογαριασμού από το δοσίλογο.= (ΑΠ 978/1997, ΕλλΔ 1998.110- ΑΠ 565/1999- ΑΠ 344/2004 ΕΕΝ 2004.575) 3. Οριστικότητα της απόφασης στην απλή ομοδικία α. Από τη διάταξη του άρθρου 75 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι στην απλή ομοδικία η μεταξύ των περισσοτέρων ομόδικων σχέση είναι καθαρά δικονομική και σκοπό έχει την εκδίκαση περισσότερων διαφορών σε μία δίκη. Έτσι, οι πράξεις ή παραλείψεις του κάθε ομόδικου δεν βλάπτουν ούτε ωφελούν τους υπόλοιπους, τα δε δικαιώματα του ενός ομοδίκου δεν επηρεάζονται από τη δικαιολογητική σχέση του άλλου ούτε από τις ενέργειες εκείνου στη δίκη (ΑΠ 1625/2005, ΕλλΔ 2008.1062' ΑΠ251/1997, ΕΕΝ 1998.493) Επομένως στην απλή ομοδικία: Η απόφαση που εκδίδεται ως προς έναν ομόδικο, περατώνει τη δίκη και καθίσταται αυτοτελώς οριστική ως προς αυτόν και μπορεί να προσβληθεί με αναίρεση και πριν εκδοθεί οριστική απόφαση ως προς τους άλλους απλούς ομοδίκους (ολαπ 401/1981, ΝοΒ 29.1557' ολαπ 902/1989' ολαπ 18/2001' ολαπ 982/2002' ΑΠ 1540/2003 ΑΠ 651/2004, ΕλλΔ 2004.1665' ΑΠ 65/2006, ΝοΒ 54.1071' ΑΠ 578/2008, ΝοΒ 2008.24' ΑΠ 1515/2007 ΕλλΔ 2009.697' ΑΠ 541/2009, ΕφΑΔ 2009. 980). Η κίνηση, η αναστολή ή η διακοπή και η λήξη των προθεσμιών των ενδίκων μέσων κρίνονται αυτοτελώς για κάθε ομόδικο (ΑΠ 153/1996, ΕλλΔ 38.554). Η επίδοση της απόφασης από κάποιον ή προς κάποιον από τους ομοδίκους κινεί την προθεσμία της έφεσης μόνο κατά του επιδόσαντος και εκείνου προς τον οποίο έγινε η επίδοση, όχι δε και ως προς τους λοιπούς ομοδίκους (άρθρο 75 παρ. 1 ΚΠολΔ - ΑΠ 1625/2005, ΕλλΔ 2008.1062). Η απόφαση μπορεί να εκδίδεται κατ αντιμωλία ως προς τον έναν και ερήμην ως προς τον άλλον (ΑΠ 896/2002, ΕλλΔ 2003.1279). Η υπεράσπιση κάθε ομόδικου μπορεί να είναι διαφορετική και οι αποφάσεις που θα εκδοθούν μπορεί να είναι αντιφατικές (ΑΠ 251/1997, ΕΕΝ 1998.493). Ο ένας μπορεί να προβάλει ενστάσεις και ο άλλος όχι (ΑΠ 111/1999, ΕλλΔ 1999.805). Ο θάνατος ενός των απλών ομοδίκων δεν επιφέρει διακοπή της δίκης με τη γνωστοποίησή του και έναντι των λοιπών ομόδικών του, ως προς τους οποίους η διαδικασία συνεχίζεται ακωλύτως, δίχως να απαιτείται προηγούμενη επανάληψη της δίκης ούτε κλήτευση σ αυτή των κληρονόμων του θανόντος ομόδικου, εκτός αν η κλήτευσή τους διαταχθεί από το δικαστήριο (άρθρ. 75 και 288 - ΑΠ 1584/2006, ΕΕΝ 2008.248). Η παραίτηση κάποιου από τους απλούς ομοδίκους από το δικαίωμα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας ή έφεσης ή η παραίτησή τους από το δικόγραφο των ασκηθέντων ήδη ενδίκων μέσων, ούτε ωφελεί ούτε βλάπτει τους λοιπούς απλούς ομοδίκους (άρθρο 750 - ΑΠ 251/1997 ΕΕΝ 1988.493). β. Απλή ομοδικία υπάρχει στις παρακάτω ενδεικτικά αναφερόμενες περιπτώσεις: Στην ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης μεταξύ των ανακοπτόντων ή μεταξύ των καθών η ανακοπή (ΑΠ 643/1993, ΕΕΝ 1994.429' ΑΠ 190/1998, ΕΕΝ 1999.455' ΑΠ 1331/2003, ΕλλΔ 2005.112-ΑΠ 280/2004, ΕλλΔ 2005.112' ΑΠ 250/2004, ΕλλΔ 2005.430). Στην ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης και ειδικότερα ως προς τα έξοδα μεταξύ των περισσότερων ανακοπτόντων και τον καθού η ανακοπή (ΑΠ 525/1999- ΑΠ 756/2001' ΑΠ 280/2004, ΕλλΔ 2005.430). Στη δίκη επί αγωγής κατά περισσοτέρων εναγομένων από αδικοπραξία (ολαπ 1516/1996 ΕλλΔ 1997.25' ΑΠ 71/2005, ΕλλΔ 2005.704). Στη δίκη μεταξύ των εναγομένων ιδιοκτητών διαμερίσματος (ψιλού κυρίου και επικαρπωτή) (ΑΠ 263/2004, ΕλλΔ 2004.792). Στη δίκη επί της αγωγής περισσότερων δικαιούχων κατ άλλων δικαιούχων οριζόντιων ιδιοκτησιών πολυώροφης οικοδομής, με αίτημα την αποκατάσταση του αυθαιρέτως μεταβληθέντος προορισμού κοινόχρηστου χώρου της οικοδομής (ΑΠ 1584/2006, ΕΕΝ 2008.58). Στη δίκη μεταξύ περισσοτέρων συνεκμισθωτών (ΑΠ 51/1980, ΝοΒ 28. 1155' ΑΠ 72/2005 Αρμενόπουλος 2014 9 1483

ΕλλΔ 2005.1459). Στη δίκη απόδοσης του μισθίου κατά περισσοτέρων συμμισθωτών ενεχόμενων εις ολόκληρο μεταξύ τους (ΑΠ 627/1989). Στη δίκη επί της αγωγής των περισσοτέρων συγκυριών κατά του ενυπόθηκου δανειστή για την εξάλειψη των υποθηκών επί του κοινού ακινήτου (ΑΠ 70/1910, Θέμ ΛΑ' 129). Στη δίκη επί αγωγής με περισσότερους ενάγοντες, η οποία κατά την κύρια μεν βάση της έχει το χαρακτήρα της απαιτήσεως περί νομής (conditio possessionis) που προΐσχύσαντος β.ρ.δ. δικαίου, κατά την επικουρική δε το χαρακτήρα της διεκδικητικής και πουβλικιανής (ΑΠ 343/2007, ΕλλΔ 2008. 789). Στη δίκη μεταξύ του προσεπικαλούντος και του προσεπικαλούμενου, ο οποίος δεν παρενέβη προσθέτως (ΑΠ 1318/1980, ΝοΒ 29.665). Στη δίκη μεταξύ συγκυριών και προσεπικαλούμενων (ολαπ 20/1995' ΑΠ 335/1991 ΕΕΝ 1992.183). Και στη περίπτωση που ενάγει ένας από τους συγκυρίους, ζητεί την αναγνώριση της κυριότητας όλων και την απόδοση του πράγματος σε όλους (ΑΠ 15/2001, ΕλλΔ 2001 677' ΑΠ 84/2003, ΕλλΔ 2003.1347). Στη δίκη επί αγωγής, μετά την ανάκληση της δωρεάς μεταξύ των περισσοτέρων κληρονόμων του δωρητή (εναγόντων) ή των περισσοτέρων δωρεοδόχων. Στη δίκη με από κοινού εναγόμενους πρωτοφειλέτη και εγγυητή (ΑΠ 1598/2000, ΕλλΔ 42.1288- ΕφΘεσ 1627/2003, Αρμ. 2004.683 σημ. Σ. Τ.Γ.) Σε δίκη επί της αγωγής περισσοτέρων συμβολαιογράφων κατά του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, για την καταβολή του οφειλόμενου μερίσματος από τη σύνταξη κρατικών συμβολαίων (ολαπ 401/1981, ΝοΒ 29.1557). Στη δίκη μεταξύ των περισσοτέρων εναγόντων που αξιώνουν τη νόμιμη μοίρα κατά των περισσοτέρων κατακρατούντων την κληρονομιά και ζητούν να αναγνωριστεί η άκυρη διαθήκη κατά το μέρος που θίγεται η νόμιμη μοίρα (ΑΠ 977/2005, ΕΕΝ 2006.280). Στη δίκη μεταξύ των συγκληρονόμων ή των συγκληροδόχων ως προς την κληρονομική μερίδα που ανήκει στον καθένα, γιατί η αξίωση του καθενός ως προς τη μερίδα αυτήν, είτε προσδιορίζεται κατ ιδανικό μέρος είτε αναφέρεται σε κληρονομιαίο πράγμα, δεν αποτελεί αδιαίρετο δίκαιο που να επιβάλλει τη συμμετοχή στη δίκη όλων των συνδικαιούχων (ΑΠ 55/2008, ΕΠολΔ 2008.392 σημ. Κ. Γιαννόπουλου). Στη δίκη με ενάγοντα τον αποκληρωθέντα που διεκδικεί τη νόμιμη μοίρα και εναγομένους τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους (ολαπ 902/1982' ΑΠ 1185/1989, ΕλλΔ 1991. 1255). Στη δίκη επί της αγωγής μεταξύ περισσοτέρων εκ δημοσίας διαθήκης κληρονόμων και κληροδόχων, με αντικείμενο την αναγνώριση της ακυρότητας εν όλω της διαθήκης, ως εκ της στερήσεως του διαθέτη της χρήσεως του λογικού λόγω πνευματικής νόσου, άλλως δι έλλειψη παρ' αυτώ συνειδήσεως των πραττομένων κατά τον χρόνο της συντάξεως ταύτης, διότι υφίσταται μεν ταυτότητα του αντικειμένου της δίκης εν αναφορά προς άπαντας τους ομοδίκους, πλην όμως κατ ουσίαν η διαφορά αναφέρεται στο ανύπαρκτο του δικαιώματος των κληρονόμων και κληροδόχων, κατά την επί της διαθήκης θεμελίωσή του, και στο υπαρκτό του εξ αδιαθέτου κληρονομικού δικαιώματος των εναγόντων (ολαπ 902/1982, ΝοΒ 31.209- ΑΠ 717/1986- ΕφΑΘ 9398/1996, ΕλλΔ 1998. 1630). Στη δίκη για τον διορισμό προσωρινής διοίκησης νομικού προσώπου (ΑΕ) (άρθρ. 69 ΑΚ άρθρ. 739, 741, 752, 789 ΚΠολΔ), η ομοδικία των μελών, των οποίων η εκλογή προσβάλλεται ως μη νόμιμη και των λοιπών εκλεγέντων και κυρίως παρεμβαινόντων (ολαπ 18/2001, ΕλλΔ 2002.76). Στη δίκη επί αγωγής μεταξύ των συνεναγομένων μελών της ομόρρυθμης εταιρίας μετά την παραίτηση του ενάγοντος ως προς την εταιρία (ΕφΑΘ 3189/1992, ΕλλΔ 1995.698). Στη δίκη επί της αγωγής του άρθρ. 668 ΚΠολΔ μεταξύ περισσοτέρων εργαζομένων ως εναγόντων ή εναγομένων (ΑΠ 175/2000, ΕλλΔ 2000. 684). Στη δίκη για αποζημίωση από εργατικό ατύχημα μεταξύ των εναγομένων: πλοιοκτήτριας αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρίας, του αντιπροσώπου της στην Ελλάδα, του νόμιμου εκπροσώπου του τελευταίου (όταν αυτός είναι νομικό πρόσωπο) και του εφοπλιστή (ΑΠ 839/1977, ΝοΒ 26.680- ΑΠ 1236/2007, ΧρΙΔ 2008.239). Στη δίκη επί της αγωγής του μη προαχθέντος κατά του εργοδότη και των προαχθέντων από κοινού εναγομένων (ολαπ 23/1993, ΕλλΑ 1994.341- ολαπ 4/1993, ΕλλΔ 1994.329- ολαπ 5/2005, με παρ. Μπέη- ολαπ 6/2005, ΕλλΔ 2005.691). Στη δίκη επί αγωγής κατά περισσοτέρων εις ολόκληρο ευθυνόμενων από αυτοκινητικό ατύ- 1484 Αρμενόπουλος 2014 9

χημα (ολαπ 1516/1996, ΕλλΔ 1997.25). Στη δίκη επί της αγωγής κατά περισσότερων ευθυνόμενων για την πληρωμή του αξιογράφου, ανεξάρτητα από τη νομική αιτία της ευθύνης του καθενός (εκδότη, αποδέκτου, οπισθογράφου, τριτεγγυητή) (ΑΠ 1720/1998, ΕΕΝ 2000. 281). Στην αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής Μεταξύ των περισσοτέρων αιτούντων και των καθών (ΑΠ 700/2000, ΕλλΔ 2000.1581). Στην κύρια παρέμβαση η οριστικότητα και η τελεσιδικία της απόφασης κρίνονται αυτοτελώς. Επομένως, μπορεί η απόφαση επί της αγωγής να έχει καταστεί οριστική ή τελεσίδικη, χωρίς να έχει καταστεί οριστική ή τελεσίδικη η απόφαση επί της παρέμβασης. Επομένως, αναίρεση κατά της οριστικής και τελεσίδικης απόφασης στην κύρια δίκη μπορούν να ασκήσουν μόνο οι αρχικοί διάδικοι, όχι και ο παρεμβαίνων. Και αντιστρόφως, κατά της οριστικής και τελεσίδικης απόφασης επί της παρέμβασης, έφεση μπορούν να ασκήσουν αναίρεση τόσο ο παρεμβαίνων όσο και οι κύριοι διάδικοι (ΑΠ 1207/2003, ΕλλΔ 2005 398' ΑΠ 651/2004). 4. α. Οριστικότητα της απόφασης στην αναγκαστική ομοδικία Στην αναγκαστική ομοδικία η οριστικότητα και η τελεσιδικία της απόφασης κρίνονται ενιαία: Η απόφαση, για να προσβληθεί με αναίρεση πρέπει να είναι οριστική και τελεσίδικη ως προς όλους (ΑΠ 1036/1981, ΕΕΝ 49. 695). Το ένδικο μέσο του ενός έχει αποτελέσματα και για τον άλλο. Επομένως στην αναγκαστική ομοδικία: Η επίδοση της απόφασης, αν γίνεται με επιμέλεια ορισμένων από τους εφεσίβλητους, σε όλους τους ομοδίκους, των οποίων απορρίφθηκε η έφεση, θέτει σε κίνηση την προθεσμία αναίρεσης και υπέρ των υπόλοιπων, με αποτέλεσμα, η εμπρόθεσμη άσκηση από τους εκκαλούντες της αναίρεσης να ισχύσει έναντι όλων των εφεσιβλήτων (ΑΠ 1645/2002 ΕλλΔ 2003.741' ΑΠ 1470/2002, ΕλλΔ 2003.185). Η παραίτηση από το δικόγραφο του ενδίκου μέσου, αν γίνει από έναν από τους αναγκαίους ομοδίκους, δεν επάγεται αποτέλεσμα ούτε και για τον διάδικο που παραιτήθηκε (ΑΠ 837/2007, ΕλλΔ 2007.1664). Οι ομόδικοι που μετέχουν στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται (άρθρο 76). Κατά την παρ. 4 του ιδίου άρθρου, η άσκηση των ένδικων μέσων από κάποιον από τους ομόδικους της παρ. 1 έχει αποτελέσματα και για τους άλλους. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αν κάποιος αναγκαίος ομόδικος άσκησε ένδικο μέσο, θεωρείται από το νόμο ότι το άσκησαν αυτό και οι ομόδικοί του, παρόλο που αδράνησαν. Η άσκηση μεταγενεστέρως ένδικου μέσου από αναγκαίο ομόδικο, αφού αυτός προσέλαβε την ιδιότητα του διαδίκου με την άσκησή του από άλλο ομόδικο, καθιστά το ένδικο μέσο απαράδεκτο ως εκ δευτέρου ασκηθέν, σύμφωνα με το άρθρο 555 ΚΠολΔ. Η αρχή αυτή όμως κάμπτεται, όταν δικαιολογείται έννομο συμφέρον προς άσκηση αυτοτελώς ενδίκου μέσου από άλλον αναγκαίο ομόδικο, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν προβάλλονται με αυτό λόγοι που δεν περιέχονται στο προηγουμένως από άλλον ομόδικο ασκηθέν και με τους οποίους επιδιώκεται η παροχή δραστικότερης δικαστικής προστασίας, πέρα δηλαδή από εκείνη που επιδιώκεται και είναι δυνατό να παρασχεθεί με βάση το προηγουμένως ασκηθέν. Η αντίθετη εκδοχή θα μπορούσε να οδηγήσει σε στέρηση παροχής έννομης προστασίας, την οποία καθένας δικαιούται να ζητήσει κατά το άρθρο 20 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1107/2003). β. Υπάρχει αναγκαστική ομοδικία στις ακόλουθες, ενδεικτικά αναφερόμενες περιπτώσεις: Στη δίκη (διαφορά) του άρθρ. 9 ν. 1562/1985 (σύσταση αναγκαστικής οριζόντιας ιδιοκτησίας) (ΑΠ 1470/2002, ΕλλΔ 2003.185). Στη δίκη επί αγωγής προς διάρρηξη μεταβιβαστικής σύμβασης προς καταδολίευση δανειστών (άρθρ. 939 ΑΚ) μεταξύ του μεταβιβάσαντος και του τρίτου (δεν νοείται έκδοση αντιφατικών αποφάσεων) (ΑΠ 31/1993, ΕλλΔ 1995.1130- ΑΠ 81/1993, ΕΕΝ 1994.47- ΑΠ 1001/2007, ΕλλΔ 2008. 1063). Στη δίκη επί αγωγής παροχής διόδου (άρθρ. 1012 ΑΚ) μεταξύ των κυρίων περισσοτέρων ακινήτων που παρεμβάλλεται μεταξύ του ακινήτου που έχει ανάγκη τη δίοδο και της δημόσιας ή της δημοτικής οδού (ΑΠ 935/2003, ΕλλΔ 2004.1628). Στη δίκη επί αγωγής για την ακύρωση της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης Οικοδομικού Συνεταιρισμού (άρθρ. 11 παρ. VI εδ. 4 του π.δ. 93/1987) μεταξύ του Συνεταιρισμού και όλων των μελών του, έναντι των οποίων ενεργεί η ακυρωτική απόφαση (ΑΠ 1383/1999, ΕλλΔ Αρμενόπουλος 2014 9 1485

2000.763) Στη δίκη μεταξύ της ενώσεως προσώπων (και της σωματειακής ένωσης - 107 ΑΚ) και των συνεναγομένων. Η έφεση έχει αποτελέσματα για την ένωση (ΕφΑΔΘ9482/2001, ΕλλΔ 2004.183) Μεταξύ του κύριου διαδίκου και του προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβάντος κατά το αρθρ. 225 (αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, άρθρ. 83 - ΑΠ 23/1997, ΕΕΝ 1998.383 (επέκ. δ/σμένου) ΑΠ 27/1997, ΕΕΝ 1998.383 ΑΠ 72/2005, ΕλλΔ 2005.1459). Στη δίκη επί αγωγής μετόχου μεταξύ των συναγομένων Ανώνυμης Εταιρίας και κατόχου μετοχών, με την οποία (αγωγή) ζητείται η ακύρωση της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου για κάλυψη αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου και ανάληψη των αντίστοιχων μετοχών από τον κάτοχό της (ΕφΑΘ 4881/1991, ΕλλΔ 1993.620, με περαιτέρω, παραπομπές στη θεωρία και τη νμλ.). Στη δίκη για αναγνώριση ύπαρξης νομιμοποίησης τέκνων εκτός γάμου, όπου η ισχύς της δεχόμενης ή της απορρίπτουσας την αγωγή απόφασης επεκτείνεται αυτοδικαίως έναντι όλων των ομοδίκων (ΕΕΝ 1982.478). Μεταξύ ΟΕ και μελών τους, η οποία (ομοδικία) διατηρείται και όταν προβληθούν από τα μέλη προσωπικές ενστάσεις (ΕφΑΘ 9848/1987, ΕλλΔ 1989.99). Αν υπάρξει παραίτηση του ενδίκου μέσου κατά της ΟΕ, η ομοδικία μεταξύ των μελών είναι απλή (ΕφΑΘ 3189/1992, ΕλλΔ 1995.698). Στη δίκη επί αγωγής προσβολής της πατρότητας ή της αναγνώρισης μη ύπαρξης σχέσης γονέα και τέκνου (άρθρ. 619 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ μεταξύ των συνεναγόμενων, οι οποίοι μόνο από κοινού μπορούν να εναχθούν (ΑΠ 1199/1997 ΝοΒ 1999.133 -ΑΠ 478/1984. ΝοΒ 30.48 - ΑΠ 720/2006, ΕλλΔ 2008.994 (619 1 β) ΑΠ 410/1982, ΕΕΝ 50.226 (619 2 παθ. νομιμ.) ΑΠ 78/2008, ΕλλΔ 2008.1073). Στη δίκη επί αγωγής για την αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας ή της ακύρωσης γάμου τρίτου και των δύο συζύγων (άρθρ. 608 παρ. 2 ΚΠολΔ) (ολαπ 1043/1976, ΝοΒ 25.503 = ΕΕΝ 44.260 με μειοψ. ΕφΑΘ 9947/1998). Στη δίκη επί της αγωγής κατά του πρωτοφειλέτη και του εγγυητή στην περίπτωση του άρθρου 328 (ΑΠ 1627/2003, Αρμ. 2003.328' ΕφΑΘ 9481/1997, ΕλλΔ 1998.682' ΑΠ ΕφΑΔ 892/2002, ΕλλΔ 2005.904' ΕφΑΘ 1917/2002, ΕλλΔ 2004. 1070). γ. Αντίθετα δεν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία (βλ. και ΑΠ 1223/1995, ΕλλΔ 1997. 1792) Στη δίκη κατά του εγγυητή και του πρωτοφειλέτη, μόνο στις περιπτώσεις όπου το ζήτημα που πρόκειται να κριθεί αναφέρεται στην κοινή υπεράσπιση, ενώ αντίθετα επιβάλλεται η εφαρμογή των κανόνων της απλής ομοδικίας όταν δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα (76 2-30/2003, ΕλλΔ 44.1346). Στη δίκη κατά του οφειλέτη από συναλλαγματική και κατά του τριτεγγυητή (76 30/2003, ΕλλΔ 44.1346). Στη δίκη επί της διεκδικητικής αγωγής μεταξύ των περισσοτέρων νομεών ή κατόχων, όχι όμως ως νεμομένων ή κατεχόντων κατ ιδανικά μέρη. Στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα της κυριότητας υφίσταται ακέραιο έναντι έκαστου των εναγομένων και η εκτελεση αποβαίνει αδύνατη ως προς τον έναν μόνο από τους εναγόμενους (ΠρΑΘ 417/1908, θέμ. ΙΣΤ 462). Στη δίκη επί της τριτανακοπής, όταν η τριτανακοπτόμενη απόφαση δεν έχει εκτελεστεί (ολαπ 11/1982' ολαπ 63/1981- ολαπ 321/1983 ΑΠ 849/2007, ΕφΑΔ 2008.458'ΑΠ 1506/1987, ΕΕΝ 1988.818). Αν όμως η τριτανακοπτόμενη απόφαση έχει εκτελεστεί, υπάρχει απλή ομοδικία μεταξύ των αρχικών διαδίκων (ΑΠ 849/2007, ΕφΑΔ 2008.458 ΑΠ 1506/1987, ΕΕΝ 1988.818). Στη δίκη επί αιτήσεως του ενδιαφερομένου κυρίου του απαλλοτριωθέντος προς εφαρμογή του σχεδίου πόλεως, δι έκδοση δικαστικής αποφάσεως προς βεβαίωση της αυτοδικαίως επελθούσης ανακλήσεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, στην οποία δίκη δέον υποχρεωτικώς να καλούνται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο, μεταξύ των οποίων δημιουργείται αναγκαστική ομοδικία, ιδίως λόγω κοινής παθητικής νομιμοποίησης αυτών (ΑΠ 153/1978, ΝοΒ 27.33). Στη δίκη επί αγωγής δικαστικής αναγνώρισης ανάκλησης της απαλλοτρίωσης μεταξύ του Δημοσίου και του Δήμου (ΑΠ 1494/1998, ΕΕΝ 2000.174- ΑΠ 1299/1988, ΕλλΔ 1990.320). Στη δίκη επί της αίτησης του οριστικού προσδιορισμού της απαλλοτριωτικής αποζημίωσης μεταξύ όλων των διαδίκων που παρέστησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου για τον προσωρινό καθορισμό της τιμής μονάδας της απαλλοτρίωσης (ΑΠ 1236/2001 ΕλλΔ 2002.105). Στη δίκη μεταξύ κάποιου από τους αρχι- 1486 Αρμενόπουλος 2014 9

κούς διαδίκους και των υπέρ αυτού προσθέτως παρεμβαινόντων με αυτοτελή (ομοδικιακή) πρόσθετη παρέμβαση, στους οποίους επεκτείνεται κατά νόμο το δεδικασμένο στη δίκη μεταξύ των κύριων διαδίκων (άρθρ. 76, 83 - ΑΠ 23/1997, ΕΕΝ 1998.383'ΑΠ 27/1997, ΕΕΝ 1998.383' ΑΠ 902/2002, ΕλλΔ 2003 1279'ΑΠ 72/2005, ΕλλΔ 2005.1459' ΑΠ 91/2005, ΝοΒ 53.1420). 5. Απόφαση εν μέρει οριστική 1. Αν η απόφαση είναι οριστική, ενώ ως προς άλλη διάταξή της είναι μη οριστική, δεν μπορεί κατά το οριστικό μέρος, να προσβληθεί με αναίρεση πριν περατωθεί όλη η δίκη, πριν εκδοθεί δηλαδή τελειωτική απόφαση (ΑΠ 1150/2006' ΑΠ 541/2009, ΕφΑΔ 2009/ Η0). Η εν μέρει οριστική απόφαση συμπροσβάλλεται με την τελειωτική απόφαση. Τυχόν επίδοσή της κατά το διάστημα που μεσολαβεί, δεν κινεί την προθεσμία της αναίρεσης. Η προθεσμία της αναίρεσης θα αρχίσει από τότε που αυτή θα επιδοθεί (ή θα επιδοθεί εκ νέου) μετά την τελειωτική περάτωση της δίκης. α. Ενδεικτικά, εν μέρει οριστικές αποφάσεις είναι: Η απόφαση που επιλύει τη διαφορά και όχι αυτή που προσλαμβάνει τον χαρακτήρα αυτόν από μόνο το γεγονός ότι το δικαστήριο απεκδύεται από τη δίκη προτού αυτό εισέλθει στην ουσιαστική εξέταση της διαφοράς, την οποία αφήνει αδίκαστη (ΑΠ 1263/1984, ΝοΒ 33.805). Η απόφαση που παραπέμπει την υπόθεση σε άλλο δικαστήριο για αναρμοδιότητα καθ ύλη (ΑΠ 1263/1984, ΝοΒ 33.805), η οποία καθίσταται τελεσίδικη με την έκδοση της απόφασης που απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη (ΑΠ 75/1970, ΝοΒ 18.793' ΑΠ 548/1974 ΝοΒ 19.1420). Η απόφαση επί αγωγής για τροχαίο ατύχημα, η οποία κατά το μέρος της αποζημίωσης για τις υλικές ζημίες είναι οριστική και κατά το μέρος περί του το ότι ο ενάγων θα είναι μόνιμα ανάπηρος και ανίκανος για κάθε εργασία εφόρου ζωής του, με τις συνεπαγόμενες απαιτήσεις του για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα, για το οποίο διατάχθηκε ιατρική πραγματογνωμοσύνη, είναι μη οριστική (ΑΠ 72/1974, ΕΕΝ 1995.45). Η απόφαση σε συνεκδικαζόμενες περισσότερες αγωγές που σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο, κατά το μέρος που το δικαστήριο έκρινε οριστικά τη μία από αυτές, είναι οριστική, ενώ κατά το μέρος που διέταξε αποδείξεις για την άλλη είναι μη οριστική (ΑΠ 265/2004, ΝοΒ 2005.271'ΑΠ 1185/2001, ΕλλΔ 2002.706' ΑΠ 994/2003'ΑΠ 295/2007, ΕΠολΔ 2008.61' ΑΠ 99/2008, ΕλλΔ 2008.1434'ΑΠ 1060/2004, ΕλλΔ 48.123 ΑΠ 24/2001, ΑρχΝ 2001.914). Αυτό ισχύει ιδίως, όταν μεταξύ των σωρευμένων αγωγών υπάρχει σχέση εξάρτησης ή υπάρχει μεταξύ τους σχέση κύριου και παρεπόμενου (ΑΠ ΕλλΔ 2008.118' ΑΠ 10690/2004, ΕλλΔ 2007.122), όπως, για παράδειγμα, όταν για το ένα μέρος έγινε δεκτή η αγωγή (για το προδικαστικό ζήτημα της ακυρότητας της δικαιοπραξίας) και για το άλλο μέρος τάχθηκαν αποδείξεις για την αγωγή αποζημίωσης ή όταν κατά το ένα μέρος έγινε δεκτή η αγωγή και κατά το άλλο μέρος τάχθηκαν αποδείξεις επί της αγωγής (ή ανταγωγής) για τους καρπούς ή τις δαπάνες (ΑΠ 1060/2004, ΕλλΔ 2007.122) Η απόφαση που αποφαίνεται επί της αγωγής και επί της ανταγωγής, η οποία ασκήθηκε υπό αίρεση, ήτοι υπό την αίρεση ευδοκίμησης της αγωγής. Η απόφαση που απορρίπτει έφεση μερικών από τους απλούς ομοδίκους ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ ως προς τους άλλους ομοδίκους κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της κοινής έφεσης (ΑΠ 1284/1976, ΝοΒ 25. 904- ΑΠ 1501/1985). Η απόφαση, με την οποία απορρίπτονται ορισμένα κονδύλια της αγωγής και για τα άλλα τάσσονται αποδείξεις (ΑΠ 33/2005, ΕλλΔ 2003.1612). Η απόφαση του Εφετείου, με την οποία επικυρώνεται η πρωτόδικη απόφαση ως προς τη βάση της αγωγής που είχε απορριφθεί και διατάσσονται αποδείξεις για τις λοιπές (ΑΠ 185/1911, Θέμ ΚΘ' 498- ΑΠ 1447/1967, ΝοΒ 3.668). Η απόφαση επί της αγωγής διανομής, η οποία κατά το ένα μέρος τέμνει οριστικά το ζήτημα της συγκυριότητας και κατά το άλλο διατάσσει αποδείξεις για το εφικτό ή μη της αυτούσιας διανομής (πρβλ. ΑΠ 17/1959, ΝοΒ 7.493. Αντιθέτως ΑΠ 59/1981, ΝοΒ 1981.1255- ΑΠ 1320/1992, ΕλλΔ 1994.407). Η απόφαση, με την οποία απορρίπτεται η μία βάση της αγωγής και τάσσονται αποδείξεις ως προς τις λοιπές (ΑΠ 144/1967, ΝοΒ 5.668). Η απόφαση, με την οποία κατά το ένα μέρος απορρίπτεται η επικουρικά σωρευμένη αγωγή (άρθρ. 219) και κατά το άλλο μέρος τάσσονται αποδείξεις για την πρωτοδίκως απορριφθεί- Αρμενόπουλος 2014 9 1487

σα κύρια αγωγή (ΑΠ 54/1947, Θέμ. ΝΗ'. 201' ΑΠ 1185/2001, ΕλλΔ 2002.707' ΑΠ 705/2003, ΕλλΔ 2004.153). Η απόφαση του Εφετείου, η οποία από το ένα μέρος προσδιορίζει την τιμή μονάδος αποζημίωσης για το ακίνητο που απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά και τα συστατικά του, και από το άλλο μέρος επιφυλάσσεται για το κεφάλαιο της ιδιαίτερης αποζημίωσης για την έκταση που απέμεινε (άρθρ. 13 παρ. 4 ΚΑΑ, άρθρ. 13 παρ. 4 ν.δ. 797/1971 - ΑΠ 555/2003 ΕλλΔ 2004.1027). Η απόφαση που εκδόθηκε σε συνεκδικασθείσες αντίθετες εφέσεις και με την οποία κατά το ένα μέρος απορρίπτεται η μια έφεση και κατά το άλλο μέρος τάσσονται αποδείξεις για την αντίθετη έφεση (ΑΠ 1275/1979, ΝοΒ 28.724' ΑΠ 29/1993, ΕλλΔ 1993.1081' ΑΠ 30/2000 ΕλλΔ 2000.684). Η απόφαση επί της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής η οποία κατά το ένα μέρος απορρίπτει ορισμένους λόγους και ως προς τους υπόλοιπους τάσσει αποδείξεις (ΑΠ 311/1939, Θέμ. Ν\764). Η απόφαση, που κατά το ένα μέρος δέχεται την αγωγή ή την ανταγωγή ή την κύρια παρέμβαση και κατά το άλλο μέρος απορρίπτει την ένσταση του εναγομένου (ΑΠ 977/1984 ΕΕΝ 1985.483). β. Δεν θεωρούνται εν μέρει οριστικές και εν μέρει μη οριστικές: Οι αποφάσεις που εκδίδονται επί της αγωγής και της ανταγωγής. (ΑΠ 766/1988, ΕλλΔ 1999. 1736' ΑΠ, ΕλλΔ 1999.1937'ΑΠ 547/2006, ΕλλΔ 2008.744). Σημείωση: Οι αποφάσεις που εκδίδονται επί της αγωγής και επί της ανταγωγής, η οποία ασκείται υπό την αίρεση παραδοχής της αγωγής δεν θεωρούνται εν μέρει οριστικές αλλά αποτελούν μία απόφαση. Οι αποφάσεις που εκδίδονται επί της αγωγής και επικουρικώς επί της ένστασης συμψηφισμού. Δεν θεωρούνται επίσης εν μέρει οριστικές οι αποφάσεις που εκδίδονται στις σωρευόμενες αντικειμενικά περισσότερες αγωγές (άρθρο 218 παρ. 1). Αν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο συνεκδικάστηκαν περισσότερες αγωγές που είχαν σωρευτεί στο ίδιο δικόγραφο, προς εξοικονόμηση δαπανών και χρόνου, και στη μία από αυτές εκδόθηκε οριστική απόφαση ως προς όλους τους μετέχοντες στη δίκη διαδίκους, ενώ ως προς την άλλη ή τις άλλες αγωγές εκδόθηκε μη οριστική απόφαση ως προς όλους ή μερικούς από τους μετέχοντες στη δίκη διαδίκους, η οριστική απόφαση που εκδόθηκε ως προς όλους τους διαδίκους, υπόκειται αυτοτελώς σε αναίρεση και πριν εκδοθεί η οριστική απόφαση ως προς τις άλλες αγωγές που σωρεύτηκαν στο ίδιο δικόγραφο, διότι τέτοια απόφαση στην ουσία είναι άλλη, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 553 ΚΠολΔ, σε σχέση με αυτήν που εκκρεμεί και δεν περατώθηκε ακόμη ως προς τις υπόλοιπες αγωγές που συνεκδικάστηκαν στο ίδιο δικόγραφο (ΑΠ 295/2007, ΕΠολΔ 2008.61 ΑΠ 99/2008, ΕλλΔ 2008.1434' ΑΠ 1565/2009, ΕφΑΔ 2009.980' ΑΠ 541/2009, ΕφΑΔ 2009.980. Αντίθετα ΑΠ 24/2001' ΑΠ 541/2009, ΕφΑΔ 2009.980). Απόφαση στην κύρια παρέμβαση: Σε περίπτωση που ασκήθηκε κύρια παρέμβαση, το παραδεκτό της άσκησης αναίρεσης κατά της ερήμην του εναγομένου εκδοθείσας ως μη υποκείμενης σε έφεση από τον ενάγοντα, κρίνεται αυτοτελώς και δη ανεξάρτητα από το αν ως προς αυτόν (ενάγοντα) η ερήμην εκδοθείσα απόφαση υπόκειται σε προσβολή με ανακοπή ερημοδικίας εκ μέρους του ερήμην δικασθέντος εναγόμενου, όχι δε και αν αυτή υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας εκ μέρους του ερήμην δικασθέντος εναγόμενου, όχι δε και αν αυτή υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας έναντι του κυρίου παρεμβαίνοντος (ΑΠ 925/2000, ΕΕΝ 2002. 17). Απόφαση στην αγωγή με κύριο και επικουρικό αίτημα: Στην περίπτωση αγωγής με κύριο ή επικουρικό αίτημα, έκδοση οριστικής απόφασης επί των αιτημάτων αυτών και άσκησης έφεσης κατά μερικών από τις διατάξεις αυτές κατά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, σε αναίρεση υπόκειται η απόφαση του πρωτοδικείου ως προς τις μη εκκληθείσες και τις απαραδέκτως εκκληθείσες διατάξεις μόνο μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου επί όλων των αιτήσεων. Πριν από την έκδοση της απόφασης του Εφετείου δεν αρχίζει η προθεσμία της αναίρεσης κατά των μη εκκληθεισών και των απαραδέκτως εκκληθεισών οριστικών διατάξεων της πρωτόδικης απόφασης (ΑΠ 698/1983, ΕΕΝ 51. 205'ΑΠ 162/1997, ΕλλΔ 1997. 1534' ΑΠ 1565/2001, ΕλλΔ 2004. 90). 6. Απόφαση τελεσίδικη α. Απόφαση ερήμην Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρ- 1488 Αρμενόπουλος 2014 9

θρων 531 παρ. 2α και 321 συνάγεται ότι ο χαρακτήρας μιας απόφασης ως ερήμην εκδοθείσας εξαρτάται από την (πραγματική ή πλασματική) απουσία του διαδίκου στη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε και όχι από το εάν η απόφαση αυτή στηρίχθηκε σε συναγωγή δυσμενών συνεπειών ερημοδικίας καθώς και γενικότερα από το αν η ερημοδικία παράγει βλαπτικές συνέπειες για εκείνο που ερημοδικάσθηκε (ΑΠ 174/ 1985, ΝοΒ 33. 1711' ΑΠ 1457/1995, ΕλλΔ 1997.1532' ΑΠ 1262/2003, ΕλλΔ 2005.396' ΑΠ 1058/2007, ΧριΔ 2008.248). Στερείται σημασίας το ότι το δικαστήριο παρέλειψε, τυχόν, να ορίσει παράβολο ερημοδικίας. Ακόμη, ο χαρακτήρας μιας απόφασης ως ερήμην εκδοθείσας δεν έχει σχέση με τη βασιμότητα ή μη των επιτρεπόμενων λόγων ανακοπής (άρθρ. 501) (ΑΠ 174/ 1985, ΝοΒ 33. 1711' ΑΠ 1457/1995, ΕλλΔ 1997.1532' ΑΠ 1262/2003, ΕλλΔ 2005.396' ΑΠ 1058/2007 ΧριΔ 2008.248). Η απόφαση διατηρεί το χαρακτήρα της ως ερήμην, έστω και αν, παρά την ερημοδικία του εφεσιβλήτου, το Εφετείο δικάζοντας υπόθεση της εκούσιας δικαιοδοσίας σα να ήταν παρόντες οι διάδικοι (άρθρο 764 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ), απέρριψε την έφεση του αντιμωλίαν δικαζόμενου εκκαλούντος και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε προσβληθεί με αυτή (ΑΠ 174/1985, ΝοΒ 33. 1711'ΑΠ 1457/1995, ΕλλΔ 1997.1532' ΑΠ 1262/2003, ΕλλΔ 2005.396' ΑΠ 1058/2007, ΧριΔ 2008.248). Μετά την κατάργηση των άρθρων 506 και 515 ΚΠολΔ με το άρθρο 3 15 και 19 ν. 2207/1994 η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας κατά οποιασδήποτε ερήμην αποφάσεως δεν αναστέλλει την προθεσμία της εφέσεως. Η άσκηση όμως ανακοπής ερημοδικίας αναστέλλει την προθεσμία της έφεσης έστω και αν στο διάστημα αυτό επιδόθηκε η ερήμην απόφαση (ολαπ 11/1998, ΑΠ 126/2000, ΕΕΝ 2001.539 ΑΠ 1600/2003, ΕλλΔ 2004.718' ΑΠ 841/2004, ΕλλΔ 2004.1605). Σε περίπτωση δε απόρριψης της ανακοπής ερημοδικίας, η κατά της τελευταίας αυτής απόφασης έφεση δεν θεωρείται ότι συμπροσβάλλει και την ερήμην εκδοθείσα απόφαση κατά της οποίας στράφηκε η ανακοπή (ΑΠ 890/2003, ΕλλΔ 45.94 ΑΠ 790//2007, ΝοΒ 45.1212). Η έφεση που ασκήθηκε κατά της ερήμην απόφασης ενόσω ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην είχε ακόμη προθεσμία να ασκήσει ανακοπή είναι απαράδεκτη (ολαπ 11/1998' ΑΠ 1600/2003, ΕλλΔ 2004.718- ΑΠ 841/2004, ΕλλΔ 2004.1604). Λόγω της μη αναστολής της προθεσμίας έφεσης κατά την διάρκεια της προθεσμίας ανακοπής μπορεί να ασκηθεί επικουρικά έφεση υπό την αίρεση δηλαδή απόρριψης της ανακοπής ερημοδικίας ως απαράδεκτης. Στην περίπτωση αυτή αν η ανακοπή γίνει δεκτή, η έφεση δεν έχει πλέον αντικείμενο (ΑΠ 1782/2002, ΕλλΔ 45.93). Η ερήμην πρωτόδικη απόφαση, κατά της οποίας επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας, όχι όμως και έφεση, γίνεται τελεσίδικη με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας της ανακοπής, η οποία αρχίζει με την επίδοση της ερήμην απόφασης. Αν ασκήθηκε ανακοπή ερημοδικίας, τελεσίδικη είναι η απόφαση που εκδόθηκε επί της ανακοπής, κατά της οποίας (και όχι κατά της ερήμην απόφασης) απευθύνεται η αναίρεση, είτε με αυτήν έγινε δεκτή η ανακοπή και εξετάστηκε η υπόθεση κατ ουσία είτε αυτή απορρίφθηκε για λόγους δικονομικούς (ως απαράδεκτη), η δε προθεσμία της αναίρεσης αρχίζει από την επίδοση της απόφασης που εκδόθηκε επί της ανακοπής. (ολαπ 11/1998 ΑΠ 126/2000, ΕΕΝ 2001.539- ΑΠ 1600/2003, ΕλλΔ 2004.718- ΑΠ 841/2004, ΕλλΔ 2004.1605). Δεν υπόκεινται σε έφεση: Οι αποφάσεις των Ειρηνοδικείων στις μικροδιαφορές που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρ. 466 έως 472 (αποφάσεις ανέκκλητες) (ΑΠ 530/1972, ΕΕΝ 40.80). Αν ο ενάγων επίτηδες και προς καταδολίευση των διατάξεων των άρθρ. 499 έως 472 και 513, καθόρισε μεγαλύτερη ή μικρότερη την αξία του επίδικου αντικειμένου, προκειμένου να επιτύχει ανέκκλητη απόφαση ή να εξασφαλίσει το ένδικο μέσο της έφεσης, αντίστοιχα, κρίσιμη για το εκκλητό ή μη της απόφασης που θα εκδοθεί είναι η πραγματική αξία (ΑΠ 494/1954, ΝοΒ 10.708- ΕφΑΘ 13256/1988, ΕλλΔ 1993.1635). Οι αποφάσεις που εκδίδονται στις διαφορές για τη γονική μέριμνα του τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο (άρθρ. 1515 παρ. 1 και 2 ΑΚ - ΑΠ 1111/2002, ΕλλΔ 2000.1664- ΑΠ 235/2005 ΕλλΔ 2006.748). Κρίθηκε ότι η απαγόρευση του ένδικου μέσου της έφεσης στις παραπάνω διαφορές δεν είναι αντίθετη στα άρθρα 20 παρ. 1 Συντ. και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ (ΑΠ 1111/2002, ΕλλΔ 2002.1664- ΑΠ 235/2005, ΕλλΔ 2006.748). Από το συνδυασμό των άρθρ. 549 και 551 ακολουθεί, ότι, αν ασκηθεί κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή ερημοδικίας, αίτη- Αρμενόπουλος 2014 9 1489

ση αναψηλάφησης και αυτή απορριφθεί, είτε ως απαράδεκτη είτε ως εκπρόθεσμη είτε ως νομικά αβάσιμη, δηλαδή χωρίς να εξαφανισθεί η πληττόμενη απόφαση και να εξετασθεί η ουσία της υπόθεσης, τότε η απόφαση που απέρριψε την ανακοπή ερημοδικίας και η ερήμην απόφαση προσβάλλονται με αναίρεση αυτοτελώς, υπό την προϋπόθεση όμως ότι έχει παρέλθει η προθεσμία για την άσκησή τους. Επίσης προσβάλλεται αυτοτελώς και η απόφαση που εκδόθηκε επί της ανακοπής, για πλημμέλειες που αφορούν την απόρριψη της αίτησης ή των λόγων αυτής ως απαράδεκτων ή ως κατ ουσία αβάσιμων (ΑΠ 841/2004, ΕλλΔ 2004.1605). Δεν εμποδίζεται η άσκηση αναίρεσης κατά της ερήμην απόφασης που απέρριψε την ανακοπή ερημοδικίας, για το λόγο ότι αυτή υπόκειται σε αναψηλάφηση ή ότι αναστέλλεται η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης από την προθεσμία άσκησης της αναψηλάφησης ή από την άσκηση της αναψηλάφησης και μέχρι την έκδοση της απόφασης αυτής (ΑΠ 841/2004, ΕλλΔ 2004.1605). Αν η ερήμην πρωτόδικη απόφαση δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας, υπόκειται όμως σε έφεση τελεσίδικη είναι η απόφαση που εκδόθηκε στην έφεση (με την επίδοσή της). Δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας οι παρακάτω, ενδεικτικά αναφερόμενες, αποφάσεις: Οι αποφάσεις στις δίκες τις σχετικές με της αναγκαστικής εκτέλεσης. Κατά το άρθρο 937 δεν επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης που εκδίδεται στις δίκες της εκτέλεσης, τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο βαθμό (ΑΠ 1530/1988, ΕλλΔ). Η διάταξη του άρθρου 937 κρίθηκε ότι δεν είναι αντίθετη προς τα άρθρα 20 παρ. 1 Συντ και 6 ΕΣΔΑ.. Οι αποφάσεις που εκδίδονται στην ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων και δέχονται ή απορρίπτουν την αγωγή, οι οποίες υπόκεινται σε όλα τα άλλα ένδικα μέσα (άρθρ. 644). Οι αποφάσεις που διατάσσουν την παροχή του πιστοποιητικού (κληρονομητηρίου), οι οποίες προσβάλλονται μόνο με έφεση (άρθρ. 824 παρ. 1). Οι αποφάσεις που διατάσσουν την αφαίρεση του πιστοποιητικού (κληρονομητηρίου) ή το κηρύσσουν ανίσχυρο ή το τροποποιούν ή το ανακαλούν, οι οποίες μπορούν να προσβληθούν μόνο με τριτανακοπή (άρθρο 1965 ΑΚ). Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε αιτήσεις για διόρθωση ή ερμηνεία (άρθρ. 315 επ.) μιας απόφασης, οι οποίες μπορούν να προσβληθούν με όλα τα ένδικα μέσα, με τα οποία θα μπορούσε να προσβληθεί η απόφαση που ζητήθηκε να διορθωθεί ή να ερμηνευθεί, εκτός από ανακοπή ερημοδικίας. Οι αποφάσεις που δέχονται την αίτηση του αφάντου για να αρθεί η κατάσταση της αφάνειας (άρθρ. 785 παρ. 2). Αν κατά της πρωτόδικης απόφασης επιτρέπεται και ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, τελεσίδικη είναι η απόφαση που εκδόθηκε στην ανακοπή, αν δεν ασκήθηκε κατ αυτής έφεση ή η απόφαση που εκδόθηκε στην έφεση, αν δεν ασκήθηκε ανακοπή ερημοδικίας ή η απόφαση που εκδόθηκε στην έφεση, αν ασκήθηκαν κατ'αυτής και ανακοπή ερημοδικίας και έφεση ή η ερήμην πρωτόδικη απόφαση αν δεν ασκήθηκαν κατ αυτής ούτε ανακοπή ερημοδικίας ούτε έφεση ή αν παρήλθε άπρακτη η προθεσμία των δύο ένδικων μέσων ή αν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην παραιτήθηκε από το δικαίωμα της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης. Αν κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε έφεση, τελεσίδικη είναι η απόφαση που εκδόθηκε στην έφεση αμέσως με την επίδοσή της. Αν παρήλθε άπρακτη η προθεσμία της έφεσης ή ο δικαιούμενος να την ασκήσει παραιτηθεί από το δικαίωμα άσκησης της, τελεσίδικη είναι η πρωτόδικη απόφαση. Αν κατά της ερήμην απόφασης του Εφετείου ασκήθηκε εκπρόθεσμη ανακοπή ερημοδικίας, τελεσίδικη είναι η ερήμην απόφαση με την πάροδο της προθεσμίας της ανακοπής. Αν η απόφαση του Εφετείου είναι ερήμην και κατ'αυτής ασκήθηκε ανακοπή, με αναίρεση προσβάλλεται η απόφαση που επιδόθηκε στην ανακοπή. Αν παρήλθε άπρακτη η προθεσμία της ανακοπής ή ο δικαιούμενος παραιτήθηκε από το δικαίωμα της ανακοπής ερημοδικίας, με αναίρεση προσβάλλεται η απόφαση του Εφετείου. Αν η αναίρεση απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους, με αναίρεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση. Μπορεί όμως να προσβληθεί συγχρόνως και η εφετειακή, για τον λόγο ότι παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτη την έφεση (άρθρο 559 αριθ. 14). Στην περίπτωση αυτή η αναίρεση κατά της πρωτόδικης απόφασης είναι επικουρική, εξαρτώμενη από την απόρριψη της αναίρεσης κατά της απόφασης του Εφετείου. Στις εργατικές διαφορές, αν η έφεση του εκκαλούντος απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, αν κλη- 1490 Αρμενόπουλος 2014 9

τεύθηκε κατ αντιμωλία του εφεσιβλήτου (εναγομένου), η απόφαση του Εφετείου, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή, θεωρείται ως ερήμην εκδοθείσα και ως τέτοια υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας, με συνέπεια η απόφαση να μην είναι τελεσίδικη (ΑΠ 1621/1997, ΕλλΔ 1997.1354). Αν η απόφαση είναι εν μέρει τελεσίδικη, με αναίρεση προσβάλλεται μόνο η τελειωτική απόφαση που περατώνει τη δίκη, όχι και η εν μέρει οριστική τελεσίδικη απόφαση. Στην περίπτωση αυτή συμπροσβάλλεται και η εν μέρει οριστική απόφαση μέσα στην νόμιμη προθεσμία, η οποία αρχίζει από την επίδοση και των δυο αποφάσεων και δη αφότου γίνει η δεύτερη επίδοση. Χρόνος τελεσιδικίας Κρίσιμος χρόνος τελεσιδικίας της απόφασης είναι ο χρόνος άσκησης της αναίρεσης. Η τελεσιδικία αποδεικνύεται: Είτε με την οικεία έκθεση επίδοσης είτε με την κατά το άρθρο 139 παρ. 3 επισημείωση της ημερομηνίας επίδοσης της απόφασης και την πάροδο έκτοτε της προθεσμίας των τακτικών ένδικων μέσων της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης (ΑΠ 1262/2003, ΕλλΔ 2005.396). Είτε με την παραίτηση από το δικαίωμα της άσκησης της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης, η οποία μπορεί να είναι και σιωπηρή, όταν ο ερήμην δικασθείς διάδικος εγκαταλείπει την ανακοπή ερημοδικίας και ασκεί κατά της ερήμην απόφασης απ ευθείας έφεση κατά το άρθρ. 528 (ΑΠ 1262/2003, ΕλλΔ 2005.394). Είτε με την έκθεση επίδοσης του δικογράφου της παραίτησης από το δικόγραφο του ασκηθέντος ένδικου μέσου προς τον αντίδικο ή με το πρακτικό του δικαστηρίου που περιέχει την παραίτηση από το δικαίωμα του ένδικου μέσου. Είτε με την έκθεση επίδοσης επόμενου ένδικου μέσου, με το οποίο γίνεται συνάμα και παραίτηση από το δικόγραφο ή από το δικαίωμα προηγούμενης άσκησής του. Είτε με δικαστική ομολογία του αντιδίκου (ΑΠ 1262/2005, ΕλλΔ 2005.396 ΑΠ 578/2008 ΝοΒ 2008.2115). 7. Παραπομπή εξαιτίας καθ ύλην αναρμοδιότητας Για την τελεσιδικία κρίσιμος είναι ο χρόνος επέλευσης της και όχι ο χρόνος συζήτησης της αίτησης αναίρεσης (ΑΠ 578/2008. ΝοΒ 2008.2414) Εκτός από τις τελεσίδικες αποφάσεις που αναφέρονται στην ουσία της διαφοράς, αναίρεση επιτρέπεται κατά το άρθρο 553 παρ. 1 α' και κατά των αποφάσεων εκείνων που παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο εξαιτίας καθ ύλην αναρμοδιότητας, καθώς και εκείνων που έχουν εκδοθεί κατά παράβαση του άρθρου 46 από το δικαστήριο στο οποίο έγινε η παραπομπή (ΑΠ 459/1988, ΕλλΔ 30. 961). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου αναίρεση επιτρέπεται και κατά των αποφάσεων που παραπέμπουν την υπόθεση στη διαιτησία κατ εφαρμογή του άρθρου 246 (ολαπ 8/1997, ΕλλΔ 1997.1714' ΑΠ 12/1980'ΑΠ 459/1988, ΕλλΔ 30. 961' ΑΠ 783/2001, ΕΕΝ 2001.715). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 264 και 885 παρ. 1, προκύπτει ότι το αρμόδιο δικαστήριο που παρέπεμψε την υπόθεση στη διαιτησία, λόγω ύπαρξης σχετικής συμφωνίας των διαδίκων, από την παύση της ισχύς της συμφωνίας αυτής ανακτά την αρμοδιότητά του και το δεδικασμένο από την παραπεμπτική στη διαιτησία απόφαση του δικαστηρίου παύει να ισχύει. Αν προτάθηκε εγκαίρως και παραδεκτώς η υπαγωγή της διαφοράς στη διαιτησία και το δικαστήριο, αν και υπήρχε συμφωνία διαιτησίας, δεν την παρέπεμψε, παραλείπει παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτη τη διαδικασία (εκδίκαση) της αγωγής (και όχι απαράδεκτο της αγωγής) (ΑΠ 459/1989, ΕλλΔ 1989.965 ΑΠ 1043/1998, ΕλλΔ 1998.1562' ΑΠ 783/2001 ΕΕΝ 2001.715). Αρμενόπουλος 2014 9 1491