Με βάση τον ορισμό του «εργατικού ατυχήματος» όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του Ν. 551/15, όπως έχει κωδικοποιηθεί και τροποποιηθεί μέχρι και σήμερα, τρία είναι τα βασικά στοιχεία που πρέπει να συντρέχουν για την θεμελίωσή του: α) η επέλευση κάποιου «βίαιου συμβάντος», β) η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ βίαιου συμβάντος και παρεχόμενης εργασίας και γ) η πρόκληση στον εργαζόμενο ανικανότητας για εργασία ή θανάτου εξ αιτίας του ατυχήματος. Κατά την σαφή έννοια του άρθρου 1 του Ν. 55/15 όπως κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24.7/25.8.20 και διατηρήθηκε σε ισχύ μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή την εργασία σε εργάτη ή υπάλληλο θεωρείται κάθε βλάβη του σώματος ή της υγείας, η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγόμενου αποκλειστικώς σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, το οποίο και δεν θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε η σχέση παροχής των υπηρεσιών και η υπό συγκεκριμένες συνθήκες προσφορά τους. Δηλαδή κατά την νομολογία η βλάβη του σώματος ή της υγείας πρέπει να οφείλεται σε εξωτερικό αίτιο άσχετο με την ιδιοσυστασία του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία και προοδευτική εξασθένηση και φθορά του, λόγω της φύσης και του είδους της εργασίας ή των
εγγενών προς αυτά δυσμενών όρων της παροχής της. Δηλαδή, η ίδια η έννοια του «ατυχήματος», όπως την δέχεται η θεωρία και η νομολογία του εργατικού δικαίου, που είναι παραπλανητική και ασφαλώς δεν την δέχεται το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα, καθώς επί της ουσίας πρόκειται για εργοδοτικά εγκλήματα, είναι ελλιπέστατη καθώς κατά πάγια νομολογία σε περίπτωση που η ασθένεια προϋπήρχε στον εργαζόμενο, χωρίς να έχει εκδηλωθεί, η εκδήλωση ή η επιδείνωση αυτής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ατύχημα από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής. Επιπλέον, από την ίδια την απαίτηση ενός βίαιου συμβάντος κατά την εκτέλεση της εργασίας, νομιμοποιούνται και δεν διώκονται βλαπτικά αποτελέσματα στην υγεία των εργαζομένων, που οφείλονται στην εντατικοποίηση της εργασίας, στην μεγάλη έλλειψη προσωπικού, στην κυριαρχία των ελαστικών σχέσεων εργασίας και στην παραβίαση των ανωτάτων ορίων υπερωριακής απασχόλησης. Σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 551/15 ο εργοδότης της επιχείρησης όπου συνέβη το εργατικό ατύχημα, η ο αναπληρωτής του, είναι υποχρεωμένος να βεβαιώσει εντός 15ημερών από το ατύχημα εγγράφως και ενόρκως ενώπιον του Ειρηνοδίκη του τόπου ατυχήματος τις λεπτομέρειες του ατυχήματος, την ημέρα κατά την οποία συνέβη και τα πλήρη στοιχεία του παθόντος εργαζόμενου. Εντός της ίδιας προθεσμίας ο θεράπων ιατρός οφείλει να βεβαιώσει επίσης ενόρκως και
εγγράφως ενώπιον του ίδιου Ειρηνοδίκη, την κατάσταση του παθόντος. Παράλειψη της ως άνω υποχρέωσης επισύρει πρόστιμο. Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να αναγγείλει επίσης το συμβάν εντός 24 ωρών στην Επιθεώρηση Εργασίας και εντός του ίδιου χρονικού διαστήματος υποχρεούται να αναγγείλει στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή αλλά και στις αρμόδιες υπηρεσίες του ασφαλιστικού οργανισμού στον οποίο υπάγεται ο εργαζόμενος εντός 24 ωρών, εφόσον πρόκειται περί σοβαρού τραυματισμού ή θανάτου. Επίσης οφείλει να τηρεί βιβλίο ατυχημάτων, στο οποίο να αναγράφονται τα αίτια και η περιγραφή του εργατικού ατυχήματος και να το θέτει πάντοτε προς έλεγχο στην διάθεση των αρμόδιων αρχών αλλά και να τηρεί κατάλογο των ατυχημάτων εκείνων που είχαν ως συνέπεια για τον εργαζόμενο ανικανότητα εργασίας μεγαλύτερη των τριών εργασίμων ημερών. Σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 22 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας του ΙΚΑ (όπως ισχύουν) ο εργοδότης υποχρεούται εντός 5 ημερών σε αναγγελία στο αρμόδιο υποκατάστημα του ΙΚΑ. Σε περίπτωση παράλειψης της υποχρέωσης αυτής οι υπεύθυνοι της επιχείρησης απειλούνται με ποινική δίωξη. Γενικότερα, το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο προβλέπει μια σειρά υποχρεώσεων που πρέπει να τηρεί η εργοδοσία για την υγιεινή και την ασφάλεια στους χώρους εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, η εργοδοσία πρέπει να λαμβάνει κάθε μέτρο που απαιτείται, ώστε να προστατεύονται οι
εργαζόμενοι στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει την υγεία και τη σωματική τους ακεραιότητα. Να εφαρμόζει κάθε υπόδειξη των τεχνικών και υγειονομικών επιθεωρητών εργασίας και γενικά να διευκολύνει το έργο τους μέσα στην επιχείρηση. Να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή εντός της επιχείρησης των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας, να υλοποιεί συλλογικά μέτρα προστασίας, να γνωστοποιεί επαρκώς όλους τους επαγγελματικούς κινδύνους από την εργασία. Να εξασφαλίζει επαρκή εκπαίδευση με την μορφή πληροφοριών και οδηγιών στους εργαζόμενους, προσαρμόζοντας τον κάθε παραγωγικό τομέα σε κάθε εργαζόμενο, να δίνει προτεραιότητα σε μέτρα ομαδικής προστασίας έναντι των μέρων ατομικής προστασίας. Να καταρτίζει ολοκληρωμένο σχέδιο διαφυγής και διάσωσης, το οποίο να αναρτάται στους χώρους εργασίας και σε κάθε περίπτωση που η εργασία ενδέχεται να δημιουργήσει κινδύνους, οφείλει να διακόπτει την παροχή εργασίας, μέχρι και την οριστική αποκατάσταση των ελλείψεων. Σε κάθε επιχείρηση, ανεξάρτητα από τον αριθμό των εργαζομένων γεννάται για τον εργοδότη υποχρέωση απασχόλησης τεχνικού ασφαλείας και σε επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από πενήντα (50) εργαζόμενους υποχρέωση απασχόλησης ιατρού εργασίας. Όμως, πρέπει να έχουμε υπόψη, κάτι που πολύ συχνά παραβιάζεται από τους εργοδότες, ότι σε επιχειρήσεις ή και σε τμήματα επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν μόλυβδο, αμίαντο, καρκινογόνες ουσίες ή βιολογικούς
παράγοντες και από την εκτίμηση των κινδύνων προκύπτει κίνδυνος για την υγεία ή την ασφάλεια των εργαζόμενων, ο εργοδότης έχει υποχρέωση απασχόλησης ιατρού εργασίας ανεξάρτητα από τον αριθμό των εργαζομένων. Από τις προηγούμενες εισηγήσεις, τέθηκαν ολοκληρωμένα οι ελλείψεις σε φορείς και φυσικά πρόσωπα που έχουν ως αρμοδιότητα τον έλεγχο και την καταγραφή των «εργατικών ατυχημάτων» στους χώρους εργασίας, τέθηκε η σκόπιμη μη καταγραφή και η παραποίηση στοιχείων που αφορούν «τα εργατικά ατυχήματα». Θα προσπαθήσω να παραθέσω κάποια επιχειρήματα κριτικής στο υπάρχον νομικό πλαίσιο, τους νομικούς ισχυρισμούς που η εργοδοσία αξιοποιεί σε δίκες όπου δικάζονται «εργατικά ατυχήματα» αλλά και διάφορες ερμηνείες και αιτιολογίες από σχετικές αποφάσεις δικαστηρίων. Αρχικά, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η προθεσμία που ο νόμος παρέχει στον εργαζόμενο για να ασκήσει αγωγή είναι 3 χρόνια, αν ο εργοδότης και ο ιατρός εργασίας έχουν κάνει όλες τις απαιτούμενες γνωστοποιήσεις, σε αντίθεση με την κοινή προθεσμία που υπάρχει στη συντριπτική πλειοψηφία των αδικοπραξιών. Όταν ο παθών από ατύχημα που έγινε από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη για αποζημίωση. Δηλαδή, υπάρχει απαλλαγή και από την αποζημίωση του Ν.
551/15 για το εργατικό ατύχημα και από την κατά το κοινό δίκαιο ευθύνη για αποζημίωση. Μόνο στην περίπτωση που το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του προσώπου που προστήθηκε από αυτόν και στην περίπτωση αυτή οφείλει μόνον την διαφορά μεταξύ του ποσού της κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης και του ολικού ποσού των χορηγούμενων από το ΙΚΑ αποδοχών. Βέβαια, στην έννοια του δόλου η νομολογία ασφαλώς δεν εντάσσει την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, την εντατικοποίηση της εργασίας, το κυνήγι του μέγιστου ποσοστού κέρδους από τον εργοδότη, την αναπλήρωση της εργατικής δύναμης, σε μερικές περιπτώσεις, μόνον μέχρι εκείνο το σημείο που ο εργαζόμενος θα μπορεί και την επόμενη μέρα να πάει για δουλειά. Συχνός στην πρακτική είναι και ο ισχυρισμός της εργοδοσίας περί συνυπαιτιότητας του εργαζόμενου, με αποτέλεσμα ο δικαστής να έχει την δυνατότητα να μειώσει κατά την κρίση του το ποσό της οφειλόμενης αποζημίωσης, ακόμη και μέχρι το μισό αυτής. Επιπλέον, σε εργασιακούς χώρους όπου υπάρχουν αρκετά εργατικά ατυχήματα, και προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά δίχως αμφισβήτηση η ευθύνη του εργοδότη, συνηθίζεται να δίνεται ένα ενδεικτικό ποσό ως αποζημίωση ή να του παρέχεται κανονικά ο μισθός κατά το χρονικό διάστημα νοσηλείας του. Βέβαια, όταν ο εργαζόμενος εν συνεχεία ασκήσει αγωγή εναντίον του εργοδότη για την πλήρη αποζημίωσή του και για
χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η εργοδοτική πλευρά προβάλλει συχνά ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, με επιχείρημα ότι ήδη έχει οικειοθελώς καταβάλει προς τον εργαζόμενο χρήματα για την κάλυψη των αναγκών του από το ατύχημα. Σίγουρα, συναντάται συχνά και ο ωμός εκβιασμός και η πίεση της εργοδοσίας προς τον εργαζόμενο να μην διεκδικήσει τα δικαιώματά του, να μην ασκήσει αγωγή για να απαιτήσει την ολοσχερή αποζημίωσή του από το εργατικό ατύχημα. Ακόμη πιο ύπουλη είναι και η συχνή προσπάθεια του εργοδότη να επικαλείται ενώπιον του Δικαστηρίου και το επιχείρημα ότι ευθύνεται καθ ολοκληρίαν ή μερικώς κάποιος άλλος εργαζόμενος για το «εργατικό ατύχημα», προσπαθώντας ξεδιάντροπα να αποκρύψει τις ευθύνες του, ιδίως σε επιχειρήσεις όπου περισσότεροι εργαζόμενοι συνεργάζονται για το παραγωγικό αποτέλεσμα. Επίσης, τα «εργατικά ατυχήματα» θεωρούνται συχνά είτε μεμονωμένα γεγονότα είτε γεγονότα αναγόμενα αυστηρά στην ατομική σχέση μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, στην ατομική σύμβαση εργασίας και όχι θέματα που αφορούν και τα σωματεία που δραστηριοποιούνται στο συγκεκριμένο εργασιακό χώρο, με αποτέλεσμα η εργοδοσία να αρνείται την παροχή επαρκών στοιχείων για τις πραγματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες επήλθε το «ατύχημα» στα συνδικάτα ή να απαγορεύει την είσοδο στην επιχείρηση σε εκπροσώπους του σωματείου που έχουν επιδιώξει επαφή με τον εργαζόμενο, τον
τεχνικό ασφαλείας, τον ιατρό εργασίας ή με αυτόπτες μάρτυρες του «ατυχήματος». Χαρακτηριστικό είναι και ότι με βάση τον Ν. 3850/2010 που αφορά την υγεία και την ασφάλεια των εργαζόμενων η παραβίαση των μέτρων ασφάλειας στους εργασιακούς χώρους από τον εργοδότη θεωρείται πια πταίσμα και επισύρει μόνον πρόστιμο, ενώ πριν την ψήφιση του νόμου θεωρούταν πλημμέλημα και οι εργοδότες απειλούνταν και με ποινές φυλάκισης. Πιο συγκεκριμένα, στον χώρο των ΟΤΑ, όπου εργοδότης είναι επί της ουσίας το ίδιο το κράτος, ένα Νομικό Πρόσωπου Δημοσίου Δικαίου ο εκάστοτε Δήμος, η αξίωση του εργαζόμενου σε ΟΤΑ από «εργατικού ατύχημα» θα ασκείται με βάση τα άρθρα 105 και 106 Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου και θα απευθύνεται ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, με αποτέλεσμα, αν και η έννοια της υπαιτιότητας του εργοδότη Δημοσίου είναι ευρύτερη, η υπερβολικά αργή εκδίκαση να έχει ως αποτέλεσμα η τελεσίδικη απόφαση να εκδίδεται στην καλύτερη περίπτωση σε 8 χρόνια από την άσκηση της αγωγής και σε 10 στα πολύ σοβαρά ή θανατηφόρα ατυχήματα. Αν λάβουμε υπόψη ότι στη δικαστηριακή πρακτική σχεδόν πάντα θα ασκήσουν έφεση εναντίον της εις βάρος τους πρωτόδικης απόφασης.