46 Χρόνια ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΑΒΒΑΪΔΗ-ΜΑΝΩΛΑΡΑΚΗ ΠΑΓΚΡΑΤΙ : Χρυσ. Σμύρνης 3 : Τηλ.: 2107601470 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ INTERNET : ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 2006-2007 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1. Στο ποίημα Καισαρίων μπορούμε να διακρίνουμε μερικά από τα γνωρίσματα της ποίησης του Καβάφη, όπως είναι η πεζολογία, η θεατρικότητα, η λεπτή ειρωνεία, η συμβολική χρήση ιστορικών προσώπων, το ενδιαφέρον του για τα μικρά και ασήμαντα. Ειδικότερα: Ο γνωστός ιδιότυπος πεζολογικός τόνος του καβαφικού ύφους δε συνίσταται τόσο στην απουσία επιμελημένης στιχουργίας και ομοιοκαταληξίας όσο στη χρήση λέξεων και φράσεων του καθημερινού προφορικού λόγου («εν μέρει», (στ.1), «άν πείς γιά τές γυναίκες», (στ. 9), «Ά, νά, ήρθες σύ», (στ.15) κ.ά.) και γενικά στο όλο ύφος του κειμένου. Πιο έκδηλος βέβαια είναι ο πεζολογικός τόνος στην πρώτη ενότητα του ποιήματος. Το ύφος το χαρακτηρίζει η λιτότητα των εκφραστικών μέσων, απουσιάζουν δηλαδή τα σχήματα λόγου και τα άλλα περίτεχνα «διακοσμητικά» στοιχεία, η έλλειψη ρητορισμού και στόμφου, ενώ απουσιάζουν από το λόγο οι πομπώδεις και λυρικές εξάρσεις, οι μεγαλοστομίες, οι ωραιολογίες και τα «κοσμητικά επίθετα»: τα επίθετα χρησιμοποιούνται όχι για εκφραστικό εντυπωσιασμό αλλά μόνον όπου είναι απαραίτητο να υπογραμμιστούν κάποια γνωρίσματα ή ιδιότητες. Γενικά, απουσιάζουν τα «φραστικά πυροτεχνήματα» και η «περίσσεια λόγου». Η θεατρικότητα της καβαφικής ποίησης εντοπίζεται και στον Καισαρίωνα, καθώς υπάρχουν δυο πρόσωπα στο «σκηνικό»: το ένα είναι ο ίδιος ο ποιητής στο ρόλο του αρχαιοδίφη-παραμυθά («Ο Καβάφης συνδυάζει τον αρχαιοδίφη που επαληθεύει και την παραμικρή λεπτομέρεια με τον παραμυθά που φτιάχνει την ιστορία όπως τη θέλει αυτός», Πήτερ Μπήαν) και το άλλο είναι δημιούργημα της φαντασίας του πρώτου που «γεννιέται» μέσα απ` αυτή την ιστορική αναδίφηση-αναζήτηση. Το πρόσωπο αυτό, 1
καθώς εμφανίζεται μέσα απ` τα σκοτάδια της ιστορίας, παραμένει αμίλητο και βουβό (Καισαρίων), ενώ ο ποιητής-αφηγητής (Καβάφης), απευθύνεται σ` αυτό σε β ενικό πρόσωπο. Υπάρχει όμως και άλλο ένα στοιχείο που επιβεβαιώνει το παραπάνω χαρακτηριστικό της καβαφικής ποίησης. Ο ποιητήςαφηγητής αναπαριστά σκηνές-εικόνες και από την προσωπική ζωή του και από την ιστορία και φτιάχνει έτσι το ιδιαίτερο «σκηνικό» του ποιήματος. Στην αρχή του ποιήματος παρακολουθούμε τον ποιητή να διαβάζει ένα βιβλίο το βράδυ στο σπίτι του, «για να εξακριβώσει μιαν εποχή» αλλά και «για να περάσει την ώρα του». Η σκηνή-εικόνα αυτή συνεχίζεται και συμπληρώνεται ουσιαστικά στην τρίτη στροφή-ενότητα με τη λάμπα (πετρελαίου) που επίτηδες αφήνει ο ποιητής να αργοσβήσει, για να φανταστεί καλύτερα τον Καισαρίωνα να έρχεται στην κάμαρά του μέσα στη νύχτα (εδώ ο ποιητής θεληματικά διαπλέκει τη σκηνή της ιδιωτικής ζωής με τη σκηνή της ιστορίας). Εκτός όμως από την πραγματική σκηνή του ιδιωτικού βίου ο ποιητής προσπαθεί να αναπαραστήσει/αναβιώσει και ένα ιστορικό πρόσωπο και μια ιστορική σκηνή: αναπλάθει τη μορφή του Καισαρίωνα («πιο ελεύθερα σ` έπλασα μες στον νου μου», (στ.18)), τον οποίο φαντάζεται «ωραίο κ` αισθηματικό», με πρόσωπο που έχει «μιαν ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά». Και λέμε τον φαντάζεται έτσι, γιατί η ιστορία δεν διέσωσε πληροφορίες για το πρόσωπό του ούτε για την προσωπικότητα και το χαρακτήρα του. Ωστόσο ο Καβάφης κατορθώνει να τον αναπαραστήσει-αναγεννήσει επαρκώς, παρά την ένδεια πληροφοριών. Ακόμα, ο Καβάφης φαντάζεται, και με αυτόν τον τρόπο αναβιώνει, την τελευταία σκηνή του δράματος του Καισαρίωνα: φαντάζεται πώς θα ήταν ο νεαρός βασιλιάς τις ώρες που εξυφαίνονταν δολοπλοκίες για τη θανάτωσή του, τις τελευταίες του ώρες δηλαδή. Υπάρχουν λοιπόν δυο βασικές σκηνές-εικόνες στο ποίημα. Η θεατρικότητα λοιπόν δεν συνίσταται μόνο στην ύπαρξη προσώπων που δρουν, αλλά και σκηνών-εικόνων, που πλαισιώνουν τα πρόσωπα αυτά. Η λεπτή ειρωνεία, ως γνώρισμα της ποιητικής τεχνικής του Καβάφη, είναι επίσης έκδηλη στους στίχους 5-10: ο ποιητής ειρωνεύεται εκείνους που κολάκευαν τους αλεξανδρινούς βασιλιάδες, τους αυλοκόλακες, που «έριχναν στάχτη» στα μάτια των Πτολεμαίων, τους ίδιους τους Πτολεμαίους, που ναρκισσιστικά δέχονταν τις κολακείες και παρέβλεπαν τους επερχόμενους κινδύνους για το βασίλειό τους, ακόμα και τις 2
γυναίκες της βασιλικής δυναστείας, που κι αυτές με τη ματαιοδοξία τους συνετέλεσαν στην καταστροφή του. Η ειρωνεία συντελείται σε τρία επίπεδα. Στο λεκτικό-συντακτικό, όπου όλοι οι έπαινοικολακείες («λαμπροί, ένδοξοι, κραταιοί, αγαθοεργοί», «θαυμαστές») δηλώνουν τη χρεοκοπία και τον εξευτελισμό του ελληνιστικού κόσμου, στην προβολή των αντιφατικών περιστάσεων, όταν δηλ. δηλώνεται έμμεσα ότι οι απόψεις που έχουν οι Πτολεμαίοι και οι κόλακές τους είναι τραγικές αυταπάτες και, τέλος, στην κοινή, ευπρονόητη, φθαρμένη ομοιοκαταληξία, που καταντά περιττή, όπως περιττοί ήταν και οι έπαινοι και οι κολακείες, αφού δεν διέσωσαν το ελληνιστικό βασίλειο της Αιγύπτου. Ο ρόλος της ειρωνείας είναι να σατιρίσει, να χλευάσει τη «φθαρμένη» εποχή, τους ηγεμόνες της και τους λόγιους συγγραφείς του Μουσείου της Αλεξάνδρειας, που ως μίσθαρνοι κολάκευαν τους βασιλείς-εργοδότες τους. Η συμβολική χρήση ιστορικών προσώπων, βασικό χαρακτηριστικό της καβαφικής ποίησης, εφόσον ο Καβάφης θεωρούσε αναγκαία τη μετατροπή των αισθητηριακών εμπειριών σε ιδέες, οι οποίες πρέπει να εκφραστούν με σύμβολα, είναι εμφανής στη συμβολοποίηση του Καισαρίωνα: ο νεαρός Λαγίδης συμβολίζει όλα εκείνα τα πρόσωπα που η Ιστορία τα θέτει στο περιθώριο, αν όχι στην αφάνεια, και τα αδικεί, αφιερώνοντας σ` αυτά λίγες μόνο γραμμές. Το ενδιαφέρον για τα μικρά και ασήμαντα διακρίνεται σε πολλά ποιήματα του Καβάφη. Έτσι και στον Καισαρίωνα, στους στίχους 12-14 και 16-17 κάνει λόγο για μια μνεία μικρή κι ασήμαντη, που τράβηξε την προσοχή του, για τις λίγες γραμμές μονάχα που βρίσκονται γι` αυτόν στην ιστορία. Αυτά τα μικρά και ασήμαντα κεντρίζουν το ενδιαφέρον του ποιητή, ο οποίος με την δημιουργική ποιητική του φαντασία, συμπληρώνει τα κενά της ιστορίας, αναπλάθοντας τη μορφή και τη δράση των ιστορικών και ιστορικά αδικημένων αυτών προσώπων. Τα μικρά και ασήμαντα ιστορικά, γίνονται λοιπόν, μέσω της καβαφικής γραφίδας, μεγάλα και σημαντικά ποιητικά. 2. Πράγματι, εξετάζοντας το ποίημα ως σύνολο, διαπιστώνουμε ότι ο Καισαρίων διακρίνεται για τον αυτοαναφορικό του χαρακτήρα. Αναφέρεται δηλαδή στον εαυτό του ως ποίημα, καθώς μας δείχνει από πού αντλεί ο Καβάφης την έμπνευσή του και ποια είναι η 3
διαδικασία της δημιουργίας ενός ποιήματός του. Αρχικά, γίνεται αναφορά στην πηγή του ποιήματος: «Ἐν μέρει γιά νά ἐξακριβώσω μία ἐποχή, ἐν μέρει καὶ τὴν ὥρα νὰ περάσω, τὴν νύχτα χθὲς πῆρα μία συλλογὴ ἐπιγραφῶν τῶν Πτολεμαίων νὰ διαβάσω», στ.1-4. Ο ποιητής παρουσιάζει τα κίνητρα, τους λόγους, που τον οδήγησαν να ασχοληθεί με ένα βιβλίο, το οποίο περιείχε μια συλλογή επιγραφών των Πτολεμαίων: α) είναι εραστής του βιβλίου, βιβλιόφιλος, φιλαναγνώστης και φιλέρευνος, και επιδιώκει την ιστορική γνώση και β) επιθυμεί να αξιοποιήσει τον ελεύθερο χρόνο που έχει. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η τεχνική της έμπνευσης στα ποιήματα του Κ.Καβάφη: αφού ο ποιητής-αρχαιοδίφης ανοίξει ένα βιβλίο και αρχίζει να το μελετά, μια μικρή μνεία, μια λεπτομέρεια, δηλαδή, που αναφέρεται σε ένα νεκρό ιστορικό πρόσωπο για το οποίο η Ιστορία δεν μας παρέδωσε πολλές πληροφορίες, κεντρίζει την προσοχή και το ενδιαφέρον του: «Ὅταν κατόρθωσα τὴν ἐποχὴ νὰ ἐξακριβώσω θάφινα τὸ βιβλίο ἂν μιά μνεία μικρή, κι ἀσήμαντη, τοῦ βασιλέως Καισαρίωνος δὲν εἵλκυε τὴν προσοχή μου ἀμέσως...», στ. 11-14. Έπειτα, κινητοποιείται η φαντασία του Καβάφη, ο οποίος, ως ποιητής- παραμυθάς/αφηγητής πλέον, αναπτύσσει και μετουσιώνει δημιουργικά σε ποίηση την ασήμαντη αυτή λεπτομέρεια που βρίσκεται στο περιθώριο της επίσημης ιστορίας και απαθανατίζει αυτό το αδικημένο ιστορικά πρόσωπο στη μορφή που αυτός του έδωσε: «A, νά, ἦρθες σὺ μὲ τὴν ἀόριστη γοητεία σου. Στὴν ἱστορία λίγες γραμμὲς μονάχα βρίσκονται γιὰ σένα, κ ἔτσι πιὸ ἐλεύθερα σ ἔπλασα μὲς στὸν νοῦ μου. Σ ἔπλασα ὡραῖο κ αἰσθηματικό. Ἡ τέχνη μου στὸ πρόσωπό σου δίνει μιάν ὀνειρώδη συμπαθητικὴ ἐμορφιά.», στ. 15-21. 4
Το ποιητικό του όραμα πλέον έχει σχηματιστεί πλήρως, έχει πάρει «σάρκα και οστά»: «Καὶ τόσο πλήρως σὲ φαντάσθηκα», στ.22. Το ίδιο το ποίημα, λοιπόν, άμεσα ή έμμεσα, «εξιστορεί τη δημιουργία του, κάνοντας αναφορά στα στοιχεία που το συνιστούν». (Γρηγόρης Τζουσδάνης) 3. Οι λόγιες λέξεις του ποιήματος εντοπίζονται κυρίως στους στ. 6-8: «λαμπροί, ένδοξοι, κραταιοί, αγαθοεργοί», «σοφοτάτη». Η συσσώρευση αυτή των λόγιων επιθέτων που δηλώνουν σπουδαίες ιδιότητες και ικανότητες ηγετικές, πολιτικές και στρατιωτικές, απηχούν την ειρωνική διάθεση του ποιητή, αφού η Ιστορία απέδειξε ότι οι ηγέτες αυτοί ήσαν κατώτεροι των περιστάσεων, καθώς οι αξιοθρήνητοι και ματαιόδοξοι αυτοί βασιλίσκοι, με τις έριδες και τους συνεχείς πολέμους εναντίον άλλων ελληνιστικών βασιλείων σε συνδυασμό και με την άγρια εκμετάλλευση των ιθαγενών κατοίκων, διευκόλυναν τις επεμβάσεις της Ρώμης και τελικά την οριστική υποταγή των ελληνιστικών βασιλείων στην εξουσία της. 4. «Ο ποιητής ξαναπλάθει με τη φαντασία του την αόριστη γοητεία του νεαρού βασιλιά» (Πήτερ Μπήαν). Όπως φαίνεται και από τους στίχους που ακολουθούν(«στὴν ἱστορία λίγες γραμμὲς μονάχα βρίσκονται γιὰ σένα, κ ἔτσι πιὸ ἐλεύθερα σ ἔπλασα μὲς στὸν νοῦ μου») η αοριστία αυτή οφείλεται ακριβώς σ` αυτή την έλλειψη πληροφοριών που υπάρχει για το πρόσωπο του Καισαρίωνα στις ιστορικές πηγές. Η αοριστία, ωστόσο, αυτή δεν εμποδίζει τον Καβάφη- ίσα ίσα του δίνει μεγαλύτερες δυνατότητες- να αναπλάσει τη φυσιογνωμία, τη μορφή του Καισαρίωνα, όπως εκείνος επιθυμεί. Βέβαια, επηρεασμένος απ` την ηδονιστική προκατάληψη ότι ο Καισαρίων, ως γιος της Κλεοπάτρας και απόγονος των Λαγιδών δεν μπορεί παρά να είναι όμορφος (κάτι τέτοιο είναι βιολογικά-γενετικά καθορισμένο), τον δημιουργεί με τη δύναμη της ποιητικής του φαντασίας όμορφο, όπως είναι φυσικό. 5
5. Εμφανές είναι ότι και στα δυο του ποιήματα ο Καβάφης αποκαλύπτει τα μυστικά του ποιητικού του εργαστηρίου. Αρχικά, με κίνητρα την αγάπη του για την έρευνα και τη γνώση, όντας δηλαδή φιλέρευνος και φιλαναγνώστης, προστρέχει, όπως αναφέρεται στο Σ` ένα βιβλίο παληό- «Σ` ένα βιβλίο παληόπερίπου εκατό ετών», όπως και στον Καισαρίωνα προστρέχει σε ένα βιβλίο που περιέχει «μία συλλογὴ ἐπιγραφῶν τῶν Πτολεμαίων». Μελετώντας τα βιβλία αυτά, συγκινείται από μια λεπτομέρεια («μιαν υδατογραφία άνευ υπογραφής»- «μιά μνεία μικρή, κι ἀσήμαντη»), την οποία αναπτύσσει και μετουσιώνει δημιουργικά σε ποίηση. Έπειτα, ο ποιητής-παραμυθάς/αφηγητής πλάθει το ποιητικό του όραμα βάζοντας τη σφραγίδα της προσωπικής του δημιουργίας («δεν ήταν προορισμένος ο έφηβος της ζωγραφιάς με καστανά βαθύχροα μάτια με του προσώπου του την εκλεκτή εμορφιά» - «A, νά, ἦρθες σὺ μὲ τὴν ἀόριστη γοητεία σου. Στὴν ἱστορία λίγες γραμμὲς μονάχα βρίσκονται γιὰ σένα, κ ἔτσι πιὸ ἐλεύθερα σ ἔπλασα μὲς στὸν νοῦ μου. Σ ἔπλασα ὡραῖο κ αἰσθηματικό. Ἡ τέχνη μου στὸ πρόσωπό σου δίνει μιάν ὀνειρώδη συμπαθητικὴ ἐμορφιά.»), από την οποία αναβλύζει ο ηδονισμός και ο αισθησιασμός του. Επιμέλεια: Γιασουρίδης Μίλτος 6
7