Αρχαία Ελληνικά Παρατηρήσεις Διδαγμένου προσανατολισμού B1. Πρέπει, λοιπόν, να εξετάζετε με τέτοια κριτήρια αυτούς που αναμιγνύονται στα πολιτικά με φιλοτιμία και με ευπρέπεια και όχι, αν κάποιος είναι μακρυμάλλης, να τον μισείτε γι αυτό το λόγο. Γιατί, αυτού του είδους οι συνήθειες δε βλάπτουν ούτε τους απλούς πολίτες ούτε τις αρχές της πόλης, όμως από εκείνους τους πολίτες, που είναι αποφασισμένοι να κινδυνεύουν απέναντι στους εχθρούς, όλοι σας γενικά ωφελείστε. Επομένως δεν αξίζει, κύριοι βουλευτές, ούτε να αγαπάμε ούτε να μισούμε κανέναν από την εξωτερική του εμφάνιση, αλλά να (τον) κρίνουμε από τις πράξεις (του). Γιατί πολλοί, ενώ μιλούν χαμηλόφωνα και ντύνονται καθωσπρέπει, έχουν γίνει αίτιοι μεγάλων συμφορών ενώ άλλοι, παρόλο που παραμελούν αυτά, έχουν κάνει σε σας πολλά καλά. Β2. Η υποδειγματική στάση του Μαντίθεου φαίνεται και γίνεται αισθητή τόσο από το βαθμό συμμετοχής του στις εκστρατείες και τις φρουρές όσο και από τη διάρκεια της συμμετοχής του, που εκφράζεται με το ρήμα και τον επιρρηματικό προσδιορισμό του χρόνου (πάντα τον χρόνον διατετέλεκα τάς εξόδους ποιούμενος), και από την ποιότητα συμμετοχής του, που εκφράζεται με την ωραιότατη αντίθεση «μετά των πρώτων μεν τας εξόδους ποιούμενος μετά των τελευταίων αναχωρών». Ολοκληρώνοντας λοιπόν ο Μαντίθεος την αφήγησή της πολεμικής του δράσης συμπληρώνει ως τελευταία απόδειξη το ότι δεν απέφυγε ποτέ καμιά εκστρατεία ή φρούρηση αλλά αντιθέτως, εκστράτευε πάντα με τους πρώτους και αναχωρούσε με τους τελευταίους από το πεδίο της μάχης. Με το ηθικό αυτό επιχείρημα που είναι και πραγματικό /λογικό άρα και πειστικό και ισχυρό εξαίρεται η ευσυνειδησία, η συνέπεια, η συνέχεια, η διάρκεια και η ποιότητα της προσφοράς του στην πόλη ως στρατιώτης. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί επίσης και η χρήση των εξακολουθητικών χρόνων (ποιούμενος, αναχωρών), οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί του χρόνου (πώποτε, πάντα τον χρόνον), οι αντιθέσεις (πώποτε πάντα τον χρόνον, των πρώτων των τελευταίων). Αποδεικνύεται έτσι φλογερός πατριώτης, υπερασπιστής των θεσμών και των νόμων της πόλης, με αίσθημα αυτοθυσίας και συναίσθηση του χρέους προς την πατρίδα.
Β3. Ο Μαντίθεος στο σημείο αυτό γνωρίζοντας πως η εξωτερική του εμφάνιση ενδέχεται να αποτελέσει παράγοντα που θα επηρεάσει αρνητικά φροντίζει να τονίσει ότι προέχει να κρίνεται κάθε άτομο με βάση τις πράξεις του, και όχι με βάση την εμφάνισή του, η οποία προφανώς και μπορεί να παρασύρει στη διαμόρφωση μιας λανθασμένης και παραπλανητικής εντύπωσης. Το αν κάποιος ντύνεται κόσμια και συμπεριφέρεται με ευπρέπεια, δεν σημαίνει πως είναι απαραίτητα και καλός πολίτης με πραγματική αγάπη για την πατρίδα του. Μόνο με βάση τις πράξεις ενός ατόμου μπορεί να κριθεί ουσιαστικό το ήθος και η ποιότητά του. Ο Μαντίθεος έχει κατηγορηθεί ως Λακωνιστής καθώς διατηρούσε μακριά και ατημέλητη κόμη και μακρύ γένι, γεγονός που τον έκανε αντιπαθή σε πολλούς δημοκρατικούς Αθηναίους που πρόσεχαν την εμφάνισή τους γιατί πίστευαν ότι εκτός από την εμφάνιση πιθανόν είναι να θαυμάζει και να μιμείται και τον Λακωνικό τρόπο ζωής, Δεν αρμόζει λοιπόν στους Βουλευτές να δημιουργούν συμπάθειες ή αντιπάθειες και πολύ περισσότερο να αποφασίζουν παρασυρμένοι από την όψη (εμφάνιση), αλλά να κρίνουν από τα έργα. Οι Βουλευτές πρέπει να αξιολογούν με τη λογική και όχι με το συναίσθημα. Η αισθητική δεν μπορεί να αποτελεί μέτρο κρίσεως αφού τα καλά έργα είναι εκείνα που αποτελούν το πλέον αξιόπιστο και αντικειμενικό μέτρο κρίσεως. Θεωρεί, τέλος, πως παρά το γεγονός ότι η εξωτερική εμφάνιση ενός ανθρώπου δεν πρέπει να θεωρείται καθοριστική και την ποιότητα του ήθους του, διότι η πραγματική αξία και το αληθινό ήθος του ανθρώπου μπορούν να κριθούν μόνο με βάση τις πράξεις του. Ένας δόλιος άνθρωπος που θέλει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των άλλων προκειμένου να τους εξαπατήσει, εννοείται πως μπορεί να υιοθετεί έναν πολύ προσεγμένο τρόπο εμφάνισης και συμπεριφοράς, όπως αντιστοίχως ένας καλοκάγαθος άνθρωπος που έχει τις καλύτερες των προθέσεων μπορεί να αδιαφορεί πλήρως για την εμφάνισή του. Άρα, το μόνο ασφαλές κριτήριο είναι η προσεκτική μελέτη των πράξεών του σε βάθος χρόνου, καθώς έτσι καθίσταται εμφανής η πραγματική του ποιότητα. Β4. α. Βασικό θεσμό για τη θεμελίωση και διασφάλιση του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα των κλασικών χρονών αποτελούσε η δοκιμασία των αρχόντων, αιρετών και κληρωτών. Κάθε δηλ. Αθηναίος πολίτης, προκειμένου να ασκήσει οποιοδήποτε αξίωμα, έπρεπε μετά την εκλογή του να υποστεί μια υποχρεωτική εξέταση που στόχευε στο να διαπιστωθεί αν πληρούνταν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την ανάληψη των καθηκόντων του και αν ήταν άξιος του λειτουργήματος που είχε κληθεί να αναλάβει. Η δοκιμασία γινόταν αρχικά ενώπιον της Βουλής των πεντακοσίων αργότερα όμως προστέθηκε και ένα δεύτερο στάδιο ενώπιον του δικαστηρίου της Ηλιαίας για όσους αποδοκίμαζε η Βουλή και ασκούσαν έφεση.
β. Τα κύρια μέρη, στα οποία ο ρήτορας ταξινομεί το απαραίτητο υλικό για τη συγκρότηση του κειμένου, είναι το προοίμιον, η διήγησις, η πίστις (απόδειξη) και ο επίλογος. Στο Προοίμιον σύντομα ο ρήτορας ενημερώνει τον ακροατή επί του θέματος και προσπαθεί να εξασφαλίσει την εύνοια και την προσοχή του. Στον Επίλογο συνήθως επιδιώκονται δύο κυρίως σκοποί, η ανάμνηση, που επιτυγχάνεται με μια συντομότατη ανακεφαλαίωση των βασικών θέσεων του λόγου και η παθοποιία που καταλήγει σε προτροπή ή αποτροπή. Όταν ο λόγος είναι πολύ σύντομος, ο επίλογος δεν είναι απαραίτητος. Β5.α. ποιούμενος: ποίημα, χειροποίητος, ποιητής ὄψεως: οπτικός, διόπτρα, κάτοψη ἰδιώτας: ιδιωτικός ιδιωτεύω ιδιωτεία πόλεως: πολίτευμα, απολίτιστος, μητροπολιτικός ὠφελεῖσθε: ωφέλεια, ωφελιμιστικός ωφέλιμος β. υπόλοιπο: ἀπελείφθην, άκοσμος: κοσμίως, σκέψη: σκοπεῖν, κάτοψη:, ὄψεως, βουλευτής: βουλή. ΚΕΙΜΕΝΟ: Ἀντιφῶντος Περί τοῦ χορευτοῦ 33-34 Α1. Πιστεύω, λοιπόν, άνδρες, ότι και από όσα έχουν ειπωθεί και αποδειχτεί, δίκαια θα με αθωώνατε και ότι όλοι ανεξαιρέτως γνωρίζετε καλά ότι καθόλου δε μου ταιριάζει αυτή η κατηγορία. Για να μάθετε, όμως, ακόμη καλύτερα, γι αυτό το σκοπό θα πω περισσότερα, και θα αποδείξω σε εσάς ότι αυτοί οι κατήγοροι είναι οι πιο επίορκοι και ασεβείς από τους ανθρώπους και άξιοι να μισούνται όχι μόνο από εμένα, αλλά και από όλους εσάς και από τους άλλους πολίτες εξαιτίας αυτής εδώ της δίκης. Γιατί αυτοί την πρώτη ημέρα, κατά την οποία πέθανε το παιδί και την επόμενη, κατά την οποία βρισκόταν νεκρό, ούτε οι ίδιοι είχαν την αξίωση να κατηγορούν εμένα ούτε (θεωρούσαν) ότι διαπράττω κάποιο αδίκημα σ αυτή την υπόθεση, αλλά συναναστρέφονταν μαζί μου και συζητούσαν.
B1. ΘΕΜΑ B Λέξη Ζητούμενος τύπος Απάντηση εἰρημένων γ πληθ. Οριστ. Αορ. β Ε.Φ. εἶπον μισεῖσθαι α πληθ. Υποτ. Ενεστ. Μ.Φ. μισώμεθα αἰτιᾶσθαι γ εν. Οριστ. Πρτ. Μ.Φ. ᾐτιᾶτο μάθητε β πληθ. Προστ. Αορ. β Ε.Φ. μάθετε ἀπέθανεν β εν. Ευκτ. Πρκ. Ε.Φ. τεθνηκώς εἴης (ὦ) ἄνδρες κλητική ενικού (ὦ) ἄνερ δικαίως να γραφούν οι άλλοι πλείω βαθμοί του επιρρήματος δοτική ενικού ουδετέρου γένους στο συγκριτικό βαθμό ὑμῖν αιτιατική πληθ. γ προσώπου δικαιότερον-δικαιότατα τῷ πλέονι σφᾶς ὁ παῖς γενική πληθυντικού τῶν παίδων ΘΕΜΑ Γ Γ1. ἀποψηφίσασθαι: ειδικό απαρέμφατο, ως αντικείμενο του δοξαστικού ρήματος «ἡγοῦμαι». τούτου ἕνεκα: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του σκοπού στο «λέξω», (αναστροφή πρόθεσης). ὄντας: κατηγορηματική μετοχή που αναφέρεται στο αντικείμενο «τούς κατηγόρους» του ρήματος «ἀποδείξω». ἀνθρώπων: γενική διαιρετική στο «ἀσεβεστάτους». ὑφ ὑμῶν: εμπρόθετος του ποιητικού αιτίου στο «μισεῖσθαι».
Γ2. ὅτι οὐδέν μοι προσήκει τῆς αἰτίας ταύτης δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση. Εισάγεται με τον ειδικό σύνδεσμο ὅτι, που εκφράζει την αντικειμενική κρίση, εκφέρεται με οριστική, που δηλώνει το πραγματικό, και λειτουργεί ως αντικείμενο του απαρεμφάτου «ἐπίστασθαι». ἵνα δ ἔτι καὶ ἄμεινον μάθητε δευτερεύουσα επιρρηματική τελική πρόταση. Εισάγεται με τον τελικό σύνδεσμο «ἵνα», εκφέρεται με υποτακτική, που δηλώνει τον προσδοκώμενο σκοπό, και λειτουργεί ως επεξήγηση στον εμπρόθετο προσδιορισμό «τούτου ἕνεκα».