Αντωνία Φασουλιώτη 1982: Η ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΟΥ ΕΝ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ ΤΟΝ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟ «ΗΘΙΚΟ ΠΑΝΙΚΟ» Αποτέλεσε αίτηµα πολλών γενεών και πολλών πεφωτισµένων µυαλών του τόπου. Συχνά αποτέλεσε αφορµή για τη διεξαγωγή «οµηρικών καβγάδων» µεταξύ των πολέµιων και των υποστηρικτών του. Τελικά το µονοτονικό σύστηµα γραφής καθιερώθηκε στην ελληνική εκπαίδευση και στο δηµόσιο βίο στις 12 Ιανουαρίου του 1982, µε σχετική απόφαση της Βουλής των Ελλήνων. Στην προσπάθειά µας να ανιχνεύσουµε, µέσα από τα δηµοσιεύµατα των εφηµερίδων της εποχής, τη στάση που τήρησε ο πνευµατικός κόσµος της χώρας απέναντι σε αυτή τη σηµαντική για την πορεία της ελληνικής εκπαίδευσης εξέλιξη, καταλήξαµε σε ένα συµπέρασµα που ερχόταν σε αντίθεση µε την υπόθεση εργασίας την οποία είχαµε κάνει όταν ξεκινούσαµε την έρευνα αυτή. Συγκεκριµένα, είχαµε την αίσθηση ότι θα βρισκόµασταν µπροστά σε ένα πλήθος κειµένων, ο αριθµός, η ένταση και το περιεχόµενο των οποίων θα συνιστούσαν αυτό που οι επικοινωνιολόγοι και οι γλωσσολόγοι ονοµάζουν «ηθικό πανικό». 1 Μάλιστα την αρχική µας υπόθεση είχαν ενισχύσει τόσο το ενδιαφέρον που έδειξαν οι πνευµατικοί άνθρωποι του τόπου στις δεκαετίες που προηγήθηκαν της καθιέρωσης του µονοτονικού συστήµατος για το είδος του τονικού συστήµατος πολυτονικό ή µονοτονικό που τελικά θα εφαρµοζόταν στην ελληνική εκπαίδευση, όσο και οι έντονες αντιπαραθέσεις που είχαν προκληθεί εξαιτίας του θέµατος αυτού. Πολύ περισσότερο δε που εξακολουθεί να επανέρχεται ακόµα και σήµερα, µε δηµοσιεύµατα που εµφανίζονται κατά καιρούς σε διάφορες εφηµερίδες. Το πλήθος όµως των σχετικών µε την καθιέρωση του µονοτονικού συστήµατος κειµένων που εντοπίσαµε στις εφηµερίδες της εποχής, σε συνδυασµό µε το περιεχόµενο των εν λόγω δηµοσιευµάτων ήρθαν να ανατρέψουν τις αρχικές µας υποθέσεις για την πρόκληση ηθικού πανικού και να µας οδηγήσουν στην αναζήτηση των λόγων εκείνων που συνέβαλαν ώστε ένα τόσο σηµαντικό θέµα να περάσει ουσιαστικά απαρατήρητο. Υπήρξαν βέβαια λίγα δηµοσιεύµατα, κυρίως επιστολές αναγνωστών, 2 που το περιεχόµενό τους είχε στοιχεία, υφολογικά κυρίως, που µας θύµισαν το φαινόµενο του ηθικού πανικού παρ όλα αυτά, ήταν περιορισµένα. Η έρευνά µας σε τέσσερις εφηµερίδες της εποχής, δηλαδή στο Βήµα, στην Ελευθεροτυπία, στο Έθνος και στην Καθηµερινή, είχε ως αποτέλεσµα τον εντοπισµό 20 κειµένων που καταπιάνονταν µε το θέµα της καθιέρωσης του µονοτονικού συστήµατος στην ελληνική εκπαίδευση. Η περίοδος την οποία καλύπτουν αυτά τα δηµοσιεύµατα εκτείνεται από το εκέµβριο του 1981 έως και το Φεβρουάριο του 1982. Χαρακτηριστικό µάλιστα των κειµένων αυτών είναι ότι δεν αποτελούν το πεδίο για την ανάπτυξη ενός διαλόγου αναφορικά µε το αν πρέπει ή όχι να καθιερωθεί το µονοτονικό σύστηµα, αλλά, αντίθετα, το βήµα από το οποίο µέλη της ειδικής οµάδας εργασίας πρόκειται για την επιτροπή που συστάθηκε από το υπουργείο Παιδείας µε σκοπό τη διατύπωση ολοκληρωµένων προτάσεων για τον τρόπο µε τον οποίο έπρεπε να ρυθµιστεί το ζήτηµα του τονισµού της ελληνικής γλώσσας διατύπωναν 1 Βλ. Σπύρος Μοσχονάς, «ηµοσιεύµατα του τύπου για τη γλώσσα», στο στο ηµοσιογραφία και γλώσσα Πρακτικά συνεδρίου (15-16 Απριλίου 2000), επιµ. Π. Μπουκάλας και Σ. Μοσχονάς, Μορφωτικό Ίδρυµα της Ενώσεως Συντακτών Ηµερησίων Εφηµερίδων Αθηνών, Αθήνα 2001, σελ. 87-90. 2 «Γλώσσα, Έθνος, Λαός» (επιστολή αναγνώστη), Καθηµερινή, 19/1/1982. 1
τις απόψεις τους αναφορικά µε το είδος του µονοτονικού συστήµατος που έπρεπε να καθιερωθεί. 3 Στο σηµείο αυτό πρέπει να αναφέρουµε πως, στο πλαίσιο της οµάδας που συγκροτήθηκε το 1981 µε πρωτοβουλία του τότε υπουργού Παιδείας Ελευθέριου Βερυβάκη, αναπτύχθηκαν δύο διαφορετικές τάσεις-συστήµατα: Αυτό που ονοµάστηκε «σύστηµα της πλειοψηφίας», και το «αντίπαλο», αυτό δηλαδή που πήρε το όνοµα «σύστηµα της µειοψηφίας». Με οδηγό τα κείµενα 4 που εντοπίσαµε στις εφηµερίδες της εποχής, θα µπορούσαµε να κωδικοποιήσουµε τα χαρακτηριστικά των δύο συστηµάτων ως εξής: Σύστηµα της πλειοψηφίας: Πρόκειται για το είδος του µονοτονικού που συγκέντρωσε την υποστήριξη των περισσότερων µελών της οµάδας εργασίας που συγκρότησε το υπουργείο Παιδείας. Η εν λόγω πρόταση προέβλεπε: Κατάργηση των τόνων και των πνευµάτων. Χρήση του ενός σηµαδιού στις λέξεις που κατά την ανάγνωση θα µπορούσαν να παρατονιστούν, δηλαδή σε όλες τις λέξεις που έχουν δύο και περισσότερες συλλαβές. Τα µονοσύλλαβα δε χρειάζονται τονικό σηµάδι, γιατί το αν θα διαβαστούν τονισµένα ή άτονα εξαρτάται από το γλωσσικό πλαίσιο στο οποίο βρίσκονται. Είναι δύσκολο να βρεθούν και να εφαρµοστούν ένας ή περισσότεροι κανόνες για το πότε έχουν δυναµικό-πραγµατικό τόνο κάποιες λέξεις. Εξαίρεση αποτελούν τα µονοσύλλαβα «πώς» και «πού» όταν είναι ερωτηµατικά, και το διαζευκτικό «ή». Στις περιπτώσεις αυτές, και µόνο τότε, παίρνουν τόνο. Σύστηµα της µειοψηφίας: Με ανάλογο τρόπο, όταν χρησιµοποιούµε τον όρο «σύστηµα της µειοψηφίας», αναφερόµαστε στο σύστηµα που υποστηρίχθηκε από µικρό αριθµό ατόµων στην εν λόγω οµάδα. Τα χαρακτηριστικά του συστήµατος αυτού είναι τα εξής: Καταργούνται τα πνεύµατα, αλλά διατηρούνται τα τονικά σηµάδια σε όλες τις µονοσύλλαβες λέξεις. Εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα αποτελούν τα άρθρα ο, η, οι, που δεν τονίζονται. Επιπλέον, τα «που» και «πως», όταν δεν είναι ερωτηµατικά, δε δέχονται τόνο. Τέλος, από τα µονοσύλλαβα τόνο δεν παίρνουν το µόριο «ως» και όλα τα εγκλιτικά. Παράλληλα, θα πρέπει να επισηµάνουµε πως κάποια από τα κείµενα που γράφτηκαν την εποχή εκείνη για το µονοτονικό σύστηµα αποτέλεσαν πεδίο για την ανάπτυξη πολιτικής αντιπαράθεσης. Συγκεκριµένα, στις εφηµερίδες της συµπολίτευσης δηµοσιεύτηκαν κείµενα 5 στα οποία κυρίαρχο ήταν το στοιχείο της επιβράβευσης της πολιτικής που ακολούθησε το κυβερνών κόµµα στο συγκεκριµένο ζήτηµα, καθώς και της κριτικής στην αντιπολίτευση για τη στάση της. Αντίστοιχα, οι αντιπολιτευτικές εφηµερίδες χρησιµοποίησαν την περίπτωση του µονοτονικού συστήµατος για να καυτηριάσουν 6 την τακτική που υιοθέτησε η κυβέρνηση. Τα δηµοσιεύµατα των εφηµερίδων τόσο της συµπολίτευσης όσο και της αντιπολίτευσης αποτέλεσαν ουσιαστικά τη µεταφορά της διαµάχης που αναπτύχθηκε για το µονοτονικό σύστηµα ανάµεσα στη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και στην αντιπολίτευση της Ν από τη Βουλή στον τύπο και µέσω αυτού στο ευρύ κοινό. Πρέπει ωστόσο να επισηµανθεί ότι κυβέρνηση και αντιπολίτευση βρέθηκαν να διαφωνούν για τον τρόπο µε τον οποίο θα προωθούνταν η «επίµαχη» µεταρρύθµιση και όχι 3 Α. Βουγιούκας, «Το µονοτονικό στην τελική του φάση», Το Βήµα, 14/1/1982 Εµµ. Κριαράς, «εν είναι λύση το µισό µονοτονικό», Το Βήµα, 14/2/1982 Α. Βουγιούκας, «Το µονοτονικό ζήτηµα γλωσσο-εκπαιδευτικό», Το Βήµα, 22/1/1982 «Το µονοτονικό» (επιστολή της Αλόης Σιδέρη), Το Βήµα, 23/1/1982. 4 Α. Βουγιούκας, «Το µονοτονικό ζήτηµα γλωσσο-εκπαιδευτικό», ό.π. 5 «Καµία αντίρρηση χθες στη Βουλή για το µονοτονικό», Το Βήµα, 12/1/1982 «Στις 12:30 η Ν αποχώρησε πριν τη συζήτηση του άρθρου 2», Έθνος, 12/1/1982 «Η Ν σαµποτάρει τη συζήτηση για το µονοτονικό», Ελευθεροτυπία, 12/1/1982 «Κατά του µονοτονικού», Ελευθεροτυπία, 13/1/1982. 6 «Το µονοτονικό και η αποχώρηση της Ν», Καθηµερινή, 13/1/1982 «Αιφνιδιαστικά χθες εισήχθη τροπολογία για το µονοτονικό», Καθηµερινή, 12/1/1982. 2
για το αν έπρεπε ή όχι να καθιερωθεί το µονοτονικό σύστηµα, καθώς κανένα από τα κόµµατα του ελληνικού Κοινοβουλίου δε φάνηκε να έχει ενστάσεις. Αποτέλεσµα της αντιπαράθεσης αυτής ήταν η αποχώρηση της Ν από τη διαδικασία, µε το αιτιολογικό ότι η ώρα ήταν περασµένη και δεν έφτανε ο χρόνος προκειµένου να συζητηθεί ένα τόσο σηµαντικό θέµα. Τελικά η τροπολογία 2, που περιλαµβανόταν στο νοµοσχέδιο για τον τρόπο διεξαγωγής των εισαγωγικών εξετάσεων και προέβλεπε την καθιέρωση του µονοτονικού συστήµατος, ψηφίστηκε από τους βουλευτές της συµπολίτευσης και τους βουλευτές της ελάσσονος αντιπολίτευσης. Πριν όµως περάσουµε στην ανάπτυξη κάποιων υποθέσεων σχετικά µε τον περιορισµένο χαρακτήρα που προσέλαβε ο διάλογος για το µονοτονικό και τη µη πρόκληση ηθικού πανικού, παραθέτουµε µερικά στοιχεία για το παρελθόν του µονοτονικού συστήµατος, καθώς και για τα 20 κείµενα που γράφτηκαν και δηµοσιεύτηκαν για το θέµα αυτό λίγο πριν και λίγο µετά την επίσηµη καθιέρωσή του στην ελληνική εκπαίδευση, τον Ιανουάριο του 1982. ΤΟ ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΟ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΡΕΙΑ Κείµενα στα οποία διατυπώνεται το αίτηµα για απλοποίηση του τονικού συστήµατος µπορούµε να εντοπίσουµε ήδη από το 18ο αιώνα. 7 Πρωτοπόρος στην κίνηση αυτή θα λέγαµε πως είναι ο Νικόλαος Φαρδύς, που το 1884 επιχειρεί σε ένα κείµενο που δηµοσιεύει να απαλλάξει την καθαρεύουσα από τους τόνους και τα πνεύµατα. Σε ανάλογες κινήσεις θα προβούν ο Ισίδωρος Σκυλίτσης και ο Αλέξανδρος Πάλλης. Ειδικότερα, ο Ισίδωρος Σκυλίτσης το 1886 θα προτείνει την απάλειψη της ψιλής και της βαρείας, ενώ λίγα χρόνια αργότερα ο Α. Πάλλης θα προχωρήσει ένα βήµα παραπέρα, µιας και όχι µόνο θα προτείνει, αλλά και θα εφαρµόσει στα κείµενά του την κατάργηση των τόνων και των πνευµάτων. Το ίδιο πνεύµα, της απλοποίησης δηλαδή του ορθογραφικού και τονικού συστήµατος, διακρίνει τα κείµενα και πολλών άλλων γλωσσολόγων και λογοτεχνών που από το 1884 και εξής εµφανίζονται ως θερµοί υποστηρικτές µιας τέτοιας προοπτικής. Ενδεικτικά µπορούµε να αναφέρουµε το γλωσσολόγο Γεώργιο Χατζιδάκι, που το 1911, αν και ένθερµος αντίπαλος του δηµοτικισµού, προτείνει την απλοποίηση του τονισµού στα σχολεία. Ο Χατζιδάκις θα προχωρήσει στην πρόταση αυτή µετά από τη διαπίστωση πως η ορθογραφία και το περίπλοκο σύστηµα που εφαρµοζόταν τότε στην εκπαίδευση προκαλούσαν µεγάλα προβλήµατα στους µικρούς µαθητές που προσπαθούσαν να µυηθούν στην ελληνική γλώσσα. Χαρακτηριστική περίπτωση υποστηρικτή του απλοποιηµένου τονικού συστήµατος αποτελεί και ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, που το 1913 προτείνει ένα ριζοσπαστικό σύστηµα. Ωστόσο ο Τριανταφυλλίδης δε θα επιχειρήσει ποτέ να χρησιµοποιήσει το σύστηµα αυτό στα κείµενά του. Την υιοθέτηση του απλοποιηµένου τονικού συστήµατος θα υποστηρίξουν µε τη σειρά τους, µέσα στα επόµενα χρόνια, και άλλοι άνθρωποι των γραµµάτων και του πνεύµατος, µεταξύ αυτών οι Ε. Γιανίδης, Εµµανουήλ Κριαράς, Γ. Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Βασίλης Ρώτας και πλήθος άλλων γλωσσολόγων και λογοτεχνών. Εκτός από τους πνευµατικούς ανθρώπους, το θέµα φαίνεται να απασχόλησε ιδιαίτερα και την πολιτεία, αν λάβουµε υπόψη µας τις σχετικές κινήσεις που έγιναν διαδοχικά το 1931, το 1938, το 1976 και τελικά το 1982. Συγκεκριµένα, το 1931 ο τότε υπουργός Παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου απευθύνθηκε στις Φιλοσοφικές Σχολές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, καθώς και στην Ακαδηµία Αθηνών, και τους ζήτησε να υποβάλουν κάποιες προτάσεις για τη µεταρρύθµιση του ορθογραφικού και του τονικού συστήµατος. Τότε ο Παπανδρέου δεν έλαβε καµία 7 Εµµ. Κριαράς, Η σηµερινή µας γλώσσα, Μαλλιάρης Παιδεία, Αθήνα 1983. 3
απάντηση, αν και, όπως έγινε γνωστό εκ των υστέρων, στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης και στην Ακαδηµία Αθηνών διαµορφώθηκαν κάποιες προτάσεις για το θέµα. Ωστόσο καµία από τις προτάσεις αυτές δεν υπερίσχυσε, ώστε να κατατεθεί στο υπουργείο Παιδείας και να αποτελέσει την αφετηρία για τη µεταρρύθµιση. Το 1938, και µεσούσης της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, θα συγκροτηθεί από τον ίδιο το δικτάτορα µια επιτροπή, µε επικεφαλής το γλωσσολόγο Μανόλη Τριανταφυλλίδη, που σκοπό είχε να συντάξει τη γραµµατική της δηµοτικής. Στο πλαίσιο της δραστηριότητας αυτής, η επιτροπή θα προτείνει και την απλοποίηση του τονικού συστήµατος, την αντικατάσταση δηλαδή του τόνου µε ένα σηµάδι και την κατάργηση των πνευµάτων. Ο Μεταξάς ωστόσο θα απορρίψει την πρόταση µε το αιτιολογικό ότι οι θέσεις των µελών της επιτροπής έρχονταν σε αντίθεση µε τις θέσεις του Εκπαιδευτικού Συµβουλίου. Η τρίτη, έµµεση, προσπάθεια της πολιτείας να διευθετήσει το θέµα του τονισµού σηµειώνεται δύο µόλις χρόνια µετά τη µεταπολίτευση, το 1976, επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραµανλή. Ο τότε υπουργός Παιδείας Γεώργιος Ράλλης συγκρότησε µια επιτροπή στην οποία ανέθεσε την εξέταση της νέας γραµµατικής. Η επιτροπή αυτή θα εξετάσει και το ζήτηµα του τονισµού και µετά από οµόφωνη απόφαση θα εισηγηθεί στην ηγεσία του υπουργείου την καθιέρωση του µονοτονικού συστήµατος, εισήγηση που όµως θα σταµατήσει µπροστά στους δισταγµούς της πολιτείας να προχωρήσει στην εφαρµογή της. Η τελευταία ανάµειξη της πολιτείας στο θέµα του τονισµού της ελληνικής γλώσσας ήταν το 1982, οπότε εισάγεται και ψηφίζεται από τη Βουλή τροπολογία που προβλέπει την καθιέρωση του µονοτονικού. Αναλυτικότερα, το εκέµβριο του 1981, µε πρωτοβουλία του υπουργού Παιδείας Ελευθέριου Βερυβάκη, συγκροτείται µια ειδική οµάδα εργασίας µε πρόεδρο τον Εµµ. Κριαρά και µέλη τους Φ. Κρακριδή, Χρ. Τσολάκη, Β. Φόρη,. Τοµπαΐδη, Α. Βουγιούκα, Χρ. Μιχαλά, Α. Κοτλίτσα και Αλ. Σιδέρη. Έργο της οµάδας αυτής ήταν να επεξεργαστεί και να υποβάλει µια πρόταση για τον τρόπο µε τον οποίο θα έπρεπε να τονίζεται η ελληνική γλώσσα. Η πρόταση που η οµάδα εργασίας διαµορφώνει υποβάλλεται το εκέµβριο του ίδιου χρόνου στο υπουργείο Παιδείας, το οποίο ταυτόχρονα ζητάει και από το ΚΕΜΕ να γνωµοδοτήσει πάνω στο θέµα του τονισµού. Το ΚΕΜΕ υιοθέτησε και πρότεινε το σύστηµα που είχε µειοψηφήσει στην οµάδα εργασίας του υπουργείου Παιδείας. Τελικά, στις 12 Ιανουαρίου 1982, και κάτω από τις συνθήκες που έχουµε ήδη περιγράψει, η ελληνική Βουλή αποφάσισε την καθιέρωση του µονοτονικού συστήµατος, που είχε πλειοψηφήσει στην οµάδα εργασίας. Ακόµα και στις µέρες µας ωστόσο, το θέµα µοιάζει να µην έχει λήξει. Στον τύπο, τον συντηρητικό κυρίως, επανέρχεται συχνά, όπως συχνά επανέρχεται µεταξύ των γλωσσολόγων και το ζήτηµα της τροποποίησης του µονοτονικού (βλ. τις εναλλακτικές προτάσεις των Γ. Μπαµπινιώτη, Ευ. Πετρούνια, Μ. Σετάτου). Είµαστε αναγκασµένοι να θεωρήσουµε τις νεότερες αντιστάσεις στην καθιέρωση του µονοτονικού ακόµα πιο ασθενικές από τις αρχικές. ΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ Επιφυλλίδες: Στην κατηγορία αυτή περιλαµβάνονται κείµενα στα οποία αναπτύσσεται ένας διάλογος για το είδος του µονοτονικού συστήµατος που πρέπει να καθιερωθεί. Ωστόσο ούτε στα κείµενα αυτά καταφέραµε να εντοπίσουµε αναφορές που να µας παραπέµπουν στο φαινόµενο του ηθικού πανικού. Τα κείµενα αυτά είναι τα ακόλουθα: Βήµα, 14/1/1982, «Το µονοτονικό στην τελική του φάση», του Α. Βουγιούκα. Βήµα, 16/1/1982, «εν είναι λύση το µισό µονοτονικό», του Εµµ. Κριαρά. Βήµα, 22/1/1982, «Το µονοτονικό ζήτηµα γλωσσο-εκπαιδευτικό», του Α. Βουγιούκα. Βήµα, 6/2/1982, «Μονοτονικό και άχρηστη δασεία», του Εµµ. Κριαρά. Βήµα, 6/2/1982, «Πώς ξεκίνησε, πού έφθασε το µονοτονικό», του Κ. Σακελλαρίου. Σχόλια: Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται όλα εκείνα τα κείµενα, µικρού ή µεγάλου µεγέθους, που, µε αφορµή τη συζήτηση και την ψήφιση της τροπολογίας για το µονοτονικό 4
στη Βουλή, ασκούν κριτική, θετική ή αρνητική, στη στάση που τήρησε στο θέµα η κυβέρνηση ή η αντιπολίτευση. Τα κείµενα της κατηγορίας αυτής είναι τα εξής: Ελευθεροτυπία, 12/1/1982, «Η Ν σαµποτάρει τη συζήτηση για το µονοτονικό». Ελευθεροτυπία, 13/1/1982, στη στήλη «Απόψεις» φιλοξενείται το κείµενο που φέρει τον τίτλο «Κατά του µονοτονικού». Καθηµερινή, 10 και 11/1/1982, υπάρχουν δύο σχόλια στη στήλη «Πολιτικό δελτίο». Βήµα, 26/1/1982, στην πρώτη σελίδα της εφηµερίδας υπάρχει ένα σχετικό κείµενο που τιτλοφορείται «Οι τόνοι». Επιστολές: Εδώ εντάσσονται οι επιστολές που είχαν αποσταλεί στις εφηµερίδες µε θέµα την καθιέρωση του µονοτονικού συστήµατος. Οι επιστολές αυτές προέρχονταν άλλοτε από γνωστά άτοµα του πνευµατικού κόσµου της χώρας και άλλοτε από απλούς πολίτες, οι οποίοι επιχειρούσαν να εκφράσουν την αγωνία τους για την αλλαγή του τονικού συστήµατος. Στις επιστολές αυτές, και κυρίως στις επιστολές των αναγνωστών, µπορούµε να πούµε ότι υπάρχει µια τάση για κινδυνολογία, η οποία πηγάζει από το φόβο πως η καθιέρωση του µονοτονικού συστήµατος θα επιφέρει και την απώλεια της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων. Εντοπίσαµε 5 κείµενα που εντάσσονται στην κατηγορία «Επιστολές», τα οποία και παραθέτουµε µε χρονολογική σειρά: Καθηµερινή, 19/1/1982, επιστολή αναγνώστη µε τίτλο «Γλώσσα, Έθνος, Λαός». Βήµα, 23/1/1982, επιστολή της Αλόης Σιδέρη (µέλους της ειδικής οµάδας εργασίας που συγκρότησε το υπουργείο Παιδείας για την εξέταση του θέµατος). Βήµα, 27/1/1982, επιστολή-απάντηση στην Αλόη Σιδέρη από τον Α. Βουγιούκα (µέλος επίσης της ειδικής οµάδας εργασίας που συγκρότησε το υπουργείο Παιδείας), µε τίτλο «Από αφορµή το µονοτονικό». Βήµα, 27/1/1982, επιστολή-απάντηση στην Αλόη Σιδέρη από τον Εµµ. Κριαρά (επίσης µέλος της παραπάνω ειδικής οµάδας), µε τίτλο «Και µία απάντηση από τον Εµµ. Κριαρά». Βήµα, 6/2/1982, επιστολή του Φ. Κ. Βώρου (µέλους επίσης της ειδικής οµάδας εργασίας). Ειδησεογραφία: Στην κατηγορία αυτή εντάξαµε τα κείµενα που είχαν καθαρά δηµοσιογραφικό περιεχόµενο, όσα δηλαδή απλώς παρουσίαζαν ως είδηση την καθιέρωση του µονοτονικού συστήµατος. Εδώ, όπως και στα «Σχόλια», η καθιέρωση του µονοτονικού συστήµατος θα λέγαµε πως αντιµετωπίστηκε µε τρόπο ουδέτερο από γλωσσολογική άποψη, όχι όµως και από πολιτική. Τα κείµενα της «Ειδησεογραφίας» είναι τα ακόλουθα: Βήµα, 12/1/1982, στην πρώτη σελίδα της εφηµερίδας µε τον τίτλο «Καµία αντίρρηση χθες στη Βουλή για το µονοτονικό». Έθνος, 12/1/1982, δύο κείµενα που φέρουν τους τίτλους «Στις 12:30 η Ν αποχώρησε πριν τη συζήτηση του άρθρου 2» και «Καταργούνται από σήµερα οι τόνοι και τα πνεύµατα». Καθηµερινή, 13/1/11982, κείµενο µε τον τίτλο «Το µονοτονικό και η αποχώρηση της Ν». ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ... Οι υποθέσεις έχουν συνήθως δύο µειονεκτήµατα: Συχνά µπορεί να είναι αυθαίρετες, όπως και συχνά µπορεί να αµφισβητηθούν. Στην περίπτωση του µονοτονικού συστήµατος όµως, οι υποθέσεις είναι οι µόνες στις οποίες µπορούµε να καταφύγουµε προκειµένου να απαντήσουµε στο ερώτηµα γιατί ένα τόσο σηµαντικό θέµα δεν απέκτησε από και διά µέσου του Τύπου την έκταση που θα ανέµενε κανείς να έχει στα µέλη της ελίτ: γλωσσολόγους, ανθρώπους των γραµµάτων και του πνεύµατος, πολιτισµογράφους. Η αρχική δέσµευση των µελών της οµάδας που συγκρότησε το υπουργείο Παιδείας ήταν πως δε θα µιλούσαν στα ΜΜΕ αναφορικά µε το τι ειπώθηκε και αποφασίστηκε στο 5
πλαίσιο των εργασιών της συγκεκριµένης οµάδας. Από τα µέλη της οµάδας αποφάσισαν να αρθρογραφήσουν µόνο οι Α. Βουγιούκας, Εµµ. Κριαράς, Αλόη Σιδέρη και ο Φ. Κ. Βώρος, όχι για να καταδικάσουν την καθιέρωση του µονοτονικού συστήµατος, αλλά για να υποστηρίξουν το είδος του συστήµατος που οι ίδιοι πρόκριναν (πλειοψηφίας ή µειοψηφίας), αναπτύσσοντας τα πλεονεκτήµατά του και υπογραµµίζοντας τα µειονεκτήµατα του «αντιπάλου δέους». Είναι πιθανό λοιπόν πολλά από τα «µέλη» του λεγόµενου πνευµατικού κόσµου της χώρας να επέλεξαν να µην εµπλακούν στη «διαµάχη» που είχε ξεσπάσει µεταξύ των ατόµων που συµµετείχαν στην οµάδα εργασίας για το είδος του µονοτονικού συστήµατος που θα έπρεπε να εφαρµοστεί. Το µονοτονικό σύστηµα εξάλλου είχε ήδη αρχίσει να χρησιµοποιείται από κάποιες εφηµερίδες και να υιοθετείται από συγγραφείς και γλωσσολόγους στα κείµενά τους ακόµα και πριν την επίσηµη καθιέρωσή του. Είχε δηλαδή προετοιµαστεί το έδαφος για να γίνει δεκτό, και οι όποιες αντιδράσεις/αντιθέσεις που ίσως να υπήρχαν είχαν ατονήσει µε τον καιρό. Αξίζει επίσης να σηµειωθεί πως η καθιέρωση του µονοτονικού συστήµατος ωφελούσε οικονοµικά τους εκδοτικούς οίκους, τις υπηρεσίες του κράτους και τις εφηµερίδες, καθώς το κόστος για την έκδοση κειµένων, βιβλίων και εγγράφων στο µονοτονικό σύστηµα ήταν πολύ µικρότερο απ ό,τι στο πολυτονικό. Επέλεξαν λοιπόν να αποσιωπήσουν το θέµα ή µάλλον να µην ασχοληθούν ιδιαίτερα µε αυτό. Το µονοτονικό σύστηµα διευκόλυνε όµως και τη ζωή των απλών ανθρώπων, αφού πλέον δε θα ήταν υποχρεωµένοι να µαθαίνουν τους κανόνες τονισµού. Το γεγονός αυτό φαίνεται πως περιόρισε τις όποιες αντιδράσεις µεταξύ των πολιτών της χώρας. Ένας ακόµα λόγος τον οποίο θα µπορούσαµε να επικαλεστούµε προκειµένου να δικαιολογήσουµε το φαινόµενο που λεπτοµερώς αναπτύξαµε πιο πάνω είναι και ο χρόνος κατά τον οποίο ψηφίστηκε η σχετική τροπολογία ή, για να είµαστε πιο ακριβείς, η ώρα. Το γεγονός ότι η τροπολογία ψηφίστηκε πολύ µετά τις δώδεκα τα µεσάνυχτα είναι πιθανό να περιόρισε το ενδιαφέρον που έδειξαν τα ΜΜΕ, και κατ επέκταση το κοινό των ΜΜΕ και οι άνθρωποι που ασχολούνται µε γλωσσολογικού περιεχοµένου θέµατα. Αρκετά όµως µε τις θεωρίες «συνωµοσίας» (είτε των οικονοµικών παραγόντων είτε των πνευµατικών τους εκπροσώπων είτε της δηµοσιογραφίας). εδοµένου ότι η αρχική µας υπόθεση ότι το µονοτονικό είναι ένα σηµαντικό ζήτηµα, ικανό να εγείρει συνειδήσεις δεν επαληθεύτηκε, το απλούστερο για µας θα ήταν να υποθέσουµε ότι η αρχική µας υπόθεση απλώς ήταν εσφαλµένη. Ότι δηλαδή η καθιέρωση του µονοτονικού συστήµατος παρουσιάστηκε ως σοβαρό ζήτηµα, αλλά ποτέ δεν ήταν. υστυχώς, αυτή δεν ήταν η υπόθεση βάσει της οποίας εργαστήκαµε, οπότε η επαλήθευσή της εκκρεµεί. 6