ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 3. 3. 1982 ΥΠΟΘΕΣΗ 14/81 Στην υπόθεση 14/81, ALPHA STEEL LTD., μέ ἕδρα τό Λονδίνο, 2 Raymond Buildings, Gray's Inn, εκπροσωπούμενη ἀπό τόν André Elvinger, δικηγόρο Λουξεμβούργου καί μέ ἀντίκλητο στό Λουξεμβοῦργο τόν ὡς άνω δικηγόρο, 15, Côte-d'Eich, κατά προσφεύγουσα, ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤῶΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΏΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, εκπροσωπούμενης ἀπό τόν νομικό της σύμβουλο Michel van Ackere, επικουρούμενο ἀπό τόν Frank Benyon, μέλος της νομικῆς τῆς υπηρεσίας, μέ ἀντίκλητο τόν Oreste Montako, μέλος τῆς νομικής της υπηρεσίας, κτίριο Jean Monnet, Plateau du Kirchberg, Λουξεμβοῦργο, καθ' ἧς, πού 'έχει ὡς ἀντικείμενο την ἀκύρωση μιᾶς ἀτομικής ἀποφάσεως τῆς Ἐπιτροπής, περί καθορισμοί) ποσοστώσεων γιά ὡρισμένα προϊόντα σιδηρουργίας (άρθρο 33 της συνθήκης ΕΚΑΧ), ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ συγκείμενο ἀπό τους J. Mertens de Wilmars, πρόεδρο, G. Bosco, A. Touffait καί O. Due, προέδρους τμήματος, Ρ. Pescatore, Mackenzie Stuart, Α. O'Keeffe, Τ. Koopmans, U. Everling, Α. Χλωρό καί F. Grévisse, δικαστές, γενικός εἰσαγγελεύς: G. Reischl γραμματεύς: Ρ. Heim εκδίδει τήν ἀκόλουθη 752
ALPHA STEEL / ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΠΟΦΑΣΗ Τά πραγματικά περιστατικά τῆς υποθέσεως, ἡ ἐξέλιξη τῆς διαδικασίας, οἱ Ισχυρισμοί καί τά επιχειρήματα τῶν διαδίκων ἔχουν συνοπτικῶς ὡς έξης: Ι Πραγματικά περιστατικά καί διαδικασία 1. Ἱστορικό Περιστατικά Μέ την ἀπόφαση ΕΚΑΧ 2794/80, τῆς 31ης 'Οκτωβρίου 1980, ἡ 'Επιτροπή ἐθέσπισε ένα σύστημα ποσοστώσεων παραγωγής χάλυβος γιά τίς επιχειρήσεις τῆς βιομηχανίας σιδήρου καί χάλυβος (ΕΕ εἰδ. ἐκδ. 13/010, σ. 50). Κατά τό άρθρο 2 αυτής τῆς ἀποφάσεως, ή Ἐπιτροπή καθορίζει τριμηνιαίες ποσοστώσεις παραγωγής γιά τον ἀκατέργαστο χάλυβα, καθώς καί γιά τίς τέσσερις ὁμάδες ἐλασματοποιηθέντων προϊόντων, πού καθορίζονται στό ὡς άνω άρθρο 2 καί, κατά λεπτομερέστερο τρόπο, στό παράρτημα 1 τῆς ἀποφάσεως. Κατά τό ἄρθρο 3 αυτής τῆς γενικής ἀποφάσεως, ἡ 'Επιτροπή καθορίζει τριμηνιαίες ποσοστώσεις παραγωγής «γιά κάθε επιχείρηση», μέ βάση τίς παραγωγές ἀναφοράς τῆς συγκεκριμένης επιχειρήσεως, στίς όποιες ἀναφέρεται τό άρθρο 4, καί εφαρμόζοντας σ' αυτές τίς παραγωγές ἀναφοράς τά ποσοστά μειώσεως τοῦ ἄρθρου 5. Τό άρθρο 4 τῆς ἀποφάσεως θέτει στίς παραγράφους 1 καί 2 τους γενικούς κανόνες γιά τόν ὑπολογισμό' τῶν τριμηνιαίων παραγωγών ἀναφοράς τόσο γιά τά ἐλασματοποιηθέντα προϊόντα ὅσο καί γιά τάν ἀκατέργαστο χάλυβα. Ή διάταξη αύτη έχει ὡς έξῆς: «1. Γιά κάθε μήνα τοῦ δεδομένου τριμήνου, λαμβάνεται υπόψη ὁ 'ίδιος μήνας κατά τή διάρκεια τῆς περιόδου ἀπό 'Ιούλιο 1977 μέχρι 'Ιούνιο 1980, κατά τόν όποιο τό σύνολο παραγωγής τῶν τεσσάρων ὁμάδων τῶν ἐλασματο ποιημένων προϊόντων ήταν τό πιό υψηλό. Οἱ τρεις μήνες πού επιλέγονται κατ' αυτόν τόν τρόπο καί πού δέν είναι κατ' ἀνάγκη συνεχόμενοι, ἀποτελούν τήν περίοδο ἀναφορᾶς. 2. Οἱ παραγωγές ἀναφοράς εἶναι ἴσες, γιά τόν ἀκατέργαστο χάλυβα καί γιά κάθε μία ἀπό τίς τέσσερις ὁμάδες τῶν ἐλα σματοποιηθέντων προϊόντων, πρός τίς ἀντίστοιχες παραγωγές κατά τή διάρκεια τῆς περιόδου ἀναφοράς.» Οἱ παράγραφοι 3, 4 καί 5 τοῦ ἄρθρου 4 καθορίζουν τίς ιδιαίτερες περιπτώσεις, κατά τίς όποιες οἱ παραγωγές ἀναφοράς καί, κατά συνέπεια, οἱ ποσοστώσεις αυξάνονται. Τό άρθρο 4, παράγραφος 4 προβλέπει τήν προσαρμογή τῆς παραγωγής ἀναφοράς τῆς επιχειρήσεως, ἡ ὁποία, κατόπιν ενός προγράμματος επενδύσεων πού ἐδηλώθη δεόντως καί γιά τό ὁποῖο ή 'Επιτροπή δέν έδωσε ἀρνητική γνώμη, έθεσε σέ λειτουργία μετά τήν 1η 'Ιουλίου 1980, μία νέα εγκατάσταση πού αυξάνει τό σύνολο τῶν δυνατοτήτων παραγωγής των τεσσάρων ομάδων προϊόντων, σέ ἐπίπεδο πού υπερβαίνει, τουλάχιστον κατά 15 %, τό σύνολο τῶν υφισταμένων κατά τό 1979 δυνατοτήτων παραγωγής. Τό άρθρο 4, παράγραφος 3 ὁρίζει ὅτι ή 'Επιτροπή ὀφείλει νά αὐξήσει τίς παραγωγές ἀναφοράς: «ἐάν κατά τή διάρκεια τῆς περιόδου ἀπό 'Ιούλιο 1977 μέχρι 'Ιούνιο 1980, τό μέσο ποσοστό χρησιμοποιήσεως τῶν δυνατοτήτων παραγωγής μιας επιχειρήσεως βρίσκεται 10 ο/ο, ἡ περισσότερο κάτω ἀπό τό μέσο ποσοστό χρησιμοποιήσεως των 753
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 3. 3. 1982 ΥΠΟΘΕΣΗ 14/81 ιδίων εγκαταστάσεων τῶν άλλων επιχειρήσεων τῆς Κοινότητος κατά τη διάρκεια των ετών 1977, 1978, 1979, ἡ 'Επιτροπή θά προσαρμόζει τίς παραγωγές ἀναφορᾶς γιά κάθε επιχείρηση σέ επίπεδο πού ἀντιστοιχεί σέ ποσοστό χρησιμοποιήσεως 5 % χαμηλότερο τοῦ ἐν λόγω μέσου ποσοστοῦ των άλλων επιχειρήσεων: ἐάν ἡ επιχείρηση συμμετείχε ἀπό 'Ιουλίου 1977 μέχρι 'Ιουνίου 1980 στά προγράμματα παραδόσεως πού κατάρτησε ή 'Επιτροπή, καί ἐάν ὁ καθορισμός τοῦ προγράμματος γιά τήν επιχείρηση αυτή ἐβασίσθη στό έτος 1974, καί ἐάν κατά τή διάρκεια τοῦ τελευταίου αὐτοῦ έτους οἱ εγκαταστάσεις τῆς επιχειρήσεως δέν ετέθησαν ἡ ετέθησαν μερικώς σέ λειτουργία». Τό άρθρο 14 τῆς ἀποφάσεως δίνει τήν δυνατότητα σέ μία επιχείρηση νά προσφύγει στην 'Επιτροπή, ἐάν οἱ επιβληθέντες περιορισμοί τῆς προκαλούν εξαιρετικές δυσκολίες. Ή 'Επιτροπή δύναται, τότε, νά προσαρμόσει τίς διατάξεις τῆς ἀποφάσεως. Μέ τήν ἀπό 23 Δεκεμβρίου ἀπόφαση ΕΚΑΧ 3381/80 (ΕΕ εἰδ. ἔκδ. 13/010, σ. 88) ή 'Επιτροπή καθώρισε τό ποσοστό μειώσεως γιά τό πρώτο τρίμηνο τοῦ 1981. Μέ ἀτομική ἀπόφαση τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1980, πού ἐκοινοποιήθη στην προσφεύγουσα μέ επιστολή παραληφθείσα τήν 5η 'Ιανουαρίου 1981, ἡ 'Επιτροπή καθώρισε τίς ποσοστώσεις παραγωγῆς ὡς πρός τήν προσφεύγουσα γιά τό πρῶτο τρίμηνο τοῦ 1981. Ἡ ποσόστωση γιά τά προϊόντα τῆς ὁμάδος Ι, δηλαδή ρόλους καί φύλλα ἐλασματοποιηθέντα ἐν θερμῶ σέ εξειδικευμένες συστοιχίες, καθωρίσθη, κατόπιν εφαρμογής ποσοστού μειώσεως 27.73 % στην παραγωγή ἀναφοράς τῶν 102 993, σέ 74 433 τόννους, 754 ή δέ ποσόστωση γιά τόν ἀκατέργαστο χάλυβα καθωρίσθη, κατόπιν εφαρμογής τοῦ ἰδίου ποσοστού μειώσεως στην παραγωγή ἀναφορᾶς τῶν 87 500 τόννων, σέ 63 236 τόννους. Ή ἀπόφαση ἀνέφερε επίσης ὅτι ή παραγωγή ἀναφορᾶς εἶχε προσαρμοσθεί σύμφωνα μέ τό άρθρο 4 τῆς ἀποφάσεως 2794/80. Μέ επιστολή τῆς 19ης 'Ιανουαρίου 1981, στην ἀγγλική γλώσσα (προσφυγή, σχετικό 4), ἡ προσφεύγουσα υπέβαλε στην 'Επιτροπή ρητή καί αιτιολογημένη αίτηση επανεξετάσεως καί επανακαθορισμού των ποσοστώσεων παραγωγής γιά τό πρώτο τρίμηνο τοῦ 1981. Μέ ἀπόφαση τῆς 24ης Φεβρουαρίου 1981, διορθωτική τῆς ἀπό 19 Δεκεμβρίου 1980 ἀποφάσεως, ἡ 'Επιτροπή καθώρισε τήν παραγωγή αναφοράς πού δέν εἶχε προσαρμοσθεί, σέ 63 537 τόννους γιά τήν κατηγορία Ι καί 40 153 γιά τόν ἀκατέργαστο χάλυβα. Ἡ 'Επιτροπή ἐχορήγησε τό εὐεργέτημα τοῦ άρθρου 14 τῆς ἀποφάσεως 2794/80. Τό ποσοστό μειώσεως περιωρίσθη στό μηδέν, έτσι ὥστε οἱ ποσοστώσεις ἀντιστοιχοῦν πρός τήν παραγωγή ἀναφοράς. 2. 'Εξέλιξη τῆς διαδικασίας Μέ προσφυγή τῆς 29ης 'Ιανουαρίου 1981, ή ὁποία ἐπρωτοκολλήθη στην γραμματεία τοῦ Δικαστηρίου αυθημερόν, ἡ προσφεύγουσα ἐζήτησε τήν ἀκύρωση τῆς ἀνωτέρω ἀτομικῆς ἀποφάσεως. Ή προσφυγή της στηρίζεται, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 33 τῆς συνθήκης ΕΚΑΧ καί τῶν περί εφαρμογῆς της κανόνων δικαίου, στην παράβαση ουσιώδους τύπου καί στην κατάχρηση εξουσίας. Στό ἀπό 5 Μαρτίου 1981 υπόμνημα ἀντικρούσεως της, πού ἐπρωτοκολλήθη στην γραμματεία τοῦ Δικαστηρίου τήν ἑπομένη ἡμερα, ἡ 'Επιτροπή ὑποστηρίζει ὅτι «ή προσβαλλομένη ἀπόφαση» ἠκυρώθη καί ἀντικατεστάθη ἀπό τήν προσαπτομένη ἐν
ALPHA STEEL / ΕΠΙΤΡΟΠΗ παραρτήματι ἀπόφαση τῆς Ἐπιτροπῆς τής 24ης Φεβρουαρίου 1981, ἡ ὁποία ἀπεστάλη στην προσφεύγουσα αυθημερόν. 'Επειδή ἡ 'Επιτροπή εἶναι τῆς γνώμης ὅτι ή ἀπόφαση πού ἀποτελεί τό ἀντικείμενο της διαφορᾶς έπαυσε υφισταμένη ζητεί ἀπό τό Δικαστήριο νά κρίνει ὅτι παρέλκει ή έκδοση ἀποφάσεωςἐπί τῆς προσφυγής, καθώς καί νά ρυθμίσει τά τῶν δικαστικών εξόδων σύμφωνα μέ τό άρθρο 69 παράγραφος 5 τοῦ κανονισμού διαδικασίας. Ή προσφεύγουσα μέ ἀπάντηση πού κατετέθη στίς 9 'Απριλίου 1981, ἀμφισβητεῖ τό επιχείρημα τῆς 'Επιτροπής, ὅτι παρέλκει ή έκδοση ἀποφάσεωςἐπί τῆς προσφυγής. Στό ὑπόμνημα ἀνταπαντήσεως τῆς πού κατετέθη στίς 12 Μαΐου 1981, ἡ 'Επιτροπή επαναλαμβάνει τά αιτήματα τῆς άλλά εξετάζει ἐπίσης, τελείως επικουρικώς, τους λόγους ἀκυρώσεως πού προβάλλει ἡ προσφεύγουσα, ἐπί πλέον εκείνων πού εἶχε δεχθεί ἡ 'Επιτροπή. Ό πρόεδρος τοῦ Δικαστηρίου επέτρεψε στην προσφεύγουσα, κατόπιν αιτήσεως της, νά καταθέσει υπόμνημα ἀπαντήσεως «ἐπί τῆς ουσίας», τό όποιο κατετέθη στίς 30 'Ιουνίου 1981. Ή προσφεύγουσα ἐζήτησε συγχρόνως τήν συνεκδίκαση τῆς υποθέσεως μέ τήν υπόθεση 111/81. 'Αφού ἀντετάχθη στό ὡς άνω αίτημα περί συνεκδικάσεως ἡ 'Επιτροπή ἀπήντησε στό υπόμνημα «ἐπί τῆς ουσίας» μέ υπόμνημα τῆς 4ης Αυγούστου 1981. ΙΙ Αιτήματα τῶν διαδίκων Μέ τήν προσφυγή της, ἡ προσφεύγουσα ζητεί ἀπό τό Δικαστήριο νά ἀκυρώσει τήν ἀπόφαση τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1980 μέ τήν ὁποία ἡ Ἐπιτροπή τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθόρισε γιά τήν προσφεύγουσα τίς ποσοστώσεις παραγωγής χάλυβος πού προβλέπονται ἀπό τήν ἀπόφαση ΕΚΑΧ 2794/80 τῆς Ἐπιτροπής, τῆς 31ης 'Οκτωβρίου, περί καθορισμού συστήματος ποσοστώσεων τῆς παραγωγής χάλυβος γιά τίς επιχειρήσεις τῆς βιομηχανίας σιδήρου καί χάλυβος καί νά καταδικάσει τήν 'Επιτροπή στά δικαστικά έξοδα. Στην απάντηση της, ἡ προσφεύγουσα συ νεπλήρωσε τά αἰτήματά τῆς ζητώντας ἀπό τό Δικαστήριο νά ἀκυρώσει τήν ὡς άνω ἀπόφαση τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1980 ὅπως ἐτροποποιήθη στίς 24 Φεβρουαρίον 1981. Ἡ 'Επιτροπή ζητεί ἀπό τό Δικαστήριο νά κρίνει ὅτι δέν συντρέχει λόγος νά ἀποφανθείἐπί τῆς προσφυγής νά κανονίσει τά τῶν δικαστικῶν εξόδων σύμφωνα μέ τό άρθρο 69 παράγραφος 5 τοῦ κανονισμού διαδικασίας. ΙΙΙ Λόγοι καί ἐπιχειρήματα τῶν διαδίκων Α Τό ζήτημα ἄν ἡ προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου Κατόπιν εκθέσεως τοῦ εισηγητού δικαστού Ἡ 'Επιτροπή ἀναφέρει στό Δικαστήριο ὅτι καί μετ ἀκρόαση τοῦ γενικοῦ εισαγγελέως, ή προσβαλλομένη ἀπόφαση ἠκυρώθη καί τό Δικαστήριο ἀπέρριψε τό αίτημα περί ἀντικατεστάθη μέ τήν ἀπόφαση τῆς 24ης συνεκδικάσεως καί ἀπεφάσισε τήν έναρξη Φεβρουαρίου 1981, ζητεί δέ ἀπό τό Δικαστήριο νά κρίνει ὅτι παρέλκει ἡ έκδοση τῆς προφορικής διαδικασίας, χωρίς προηγουμένη διεξαγωγή ἀποδείξεων. ἀποφάσεως δεδομένου ὅτι ἡ διαφορά κατέστη άνευ ἀντικειμένου. Ή προσφεύγουσα ἀμφισβητεῖ τό επιχείρημα τῆς Ἐπιτροπῆς ὅτι δηλαδή ἡ ἀπόφαση τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1980 «έπαυσε υφισταμένη» καί οτι, επομένως, «παρέλκει ή έκδοση ἀποφάσεως τοῦ Δικαστηρίου». 755
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 3. 3. 1982 - ΥΠΟΘΕΣΗ 14/81 Πράγματι, ανεξαρτήτως τοῦ θέματος άν μία αρχή δύναται, μετά τήν άσκηση προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, νά «διορθώσει» τήν απόφαση τῆς καί μάλιστα οχι κατά τήν έννοια τῆς προσφυγής άλλα κατά τήν αντίθετη, δηλαδή τῆς χειροτερεύσεως τῆς θέσεως τοῦ ενδιαφερομένου, είναι έν πάση περιπτώσει ανεπίτρεπτο τό νά απαλλάσσεται τῆς προσφυγής ἡ αρχή, τής οποίας ἡ απόφαση προσβάλλεται, δηλώνοντας στην διορθωτική πράξη τῆς οτι δι' αυτής «άκυροθται καί αντικαθίσταται» ή προσβαλλομένη μέ τήν προσφυγή απόφαση. Στην πραγματικότητα, τό μόνο νέο στοιχείο τῆς φερομένης ὡς «νέας αποφάσεως» είναι ὅτι περιέχει αιτιολογία ἡ οποία δέν υπήρχε καθόλου στην προσβαλλομένη ατομική απόφαση. Επομένως, ἡ προσφυγή τής προσφευγούσης δέν κατέστη άνευ αντικειμένου, άλλ' άφορα κατ' ανάγκη τήν προσβαλλομένη απόφαση ὅπως ἐτροποποιήθη. Πράγματι, ἡ 'Επιτροπή ὄχι μόνο δέν παρητήθη ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς άλλά τήν διετήρησε ὡς πρός τίς κύριες εναντίον της αιτιάσεις πού περιέχονται στην προσφυγή. 'Η 'Επιτροπή ἀπορεῖ πῶς ἡ προσφεύγουσα ἀμφισβητεί τήν ἀκύρωση τῆς ἀποφάσεως τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1980, ἐνω, ἀκριβώς αὐτήν τήν ἀκύρωση ἐζήτει, τήν στιγμή πού ή 'Επιτροπή ἀνεγνώρισε κατ' αυτόν τόν τρόπο τό βάσιμο ενός ἀπό τους λόγους τῆς προσφευγούσης καί συνεπώς τήν παρανομία τῆς ἀποφάσεως, δηλαδή τήν ελλιπή ή εσφαλμένη αιτιολογία. Ή νέα ἀπόφαση ἀκύρωσε καί ἀντικατέστησε τήν προηγουμένη ἀπόφαση. Ή ἀπόφαση αυτή εἶναι τελείως νέα ὄχι μόνο λόγω τῆς αιτιολογίας τῆς ἀλλά καί λόγω τῶν διατάξεων πού εφαρμόζει, τῶν μεγεθών τῆς παραγωγής ἀναφοράς καί τῶν παρεχομένων ποσοστώσεων. Ἐπομένως, κανένα ἀπό τά στοιχεία τῆς προηγουμένης ἀποφάσεως δέν παραμένει ἐν ἰσχύι. Τό Δικαστήριο 'έχει ήδη ἀποφανθείἐπί τοῦ επιτρεπτοῦ τῆς ἀκυρώσεως ἀποφάσεως, 756 κατά τῆς οποίας έχει ἀσκηθεί προσφυγή, στίς υποθέσεις 4/54 ISA/ 'Ανωτάτη 'Αρχή Rec. 1954-1955, σ. 194, καί 5, 7 καί 8/60, Meroni κλ. Rec. 1961, σ. 201, 215, έχει δεχθεί δέ ὅτι ἡ κατάργηση προσβληθείσης ἀποφάσεως 'έχει ὡς ἀποτέλεσμα ὅτι ή αίτηση ἀκυρώσεως τῆς καθίσταται άνευ ἀντικειμένου. 'Ακόμα καί ἄν ἡ νέα ἀπόφαση ἐχορήγησε ποσοστώσεις μικρότερες ἀπό τίς περιεχόμενες στην ἀπόφαση τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1980, ἡ προσφεύγουσα δέν υπέστη καμία βλάβη, δεδομένου ὅτι εἶχε παραγάγει μόνο 3 359 καί 4 162 τόννους κατά τήν 1η Μαρτίου καί 5 593 καί 4 162 τόννους γιά ὅλο τό πρώτο τρίμηνο τοῦ 1981, ἀντιστοίχως. 'Επί πλέον, ἡ προσφεύγουσα δέν ἤσκησε προσφυγή κατά τῆς νέας ἀποφάσεως, εντός τῶν προθεσμιών τοῦ ἄρθρου 33 τῆς συνθήκης. Συνεπώς, ἡ 'Επιτροπή εμμένει στην άποψη της ὅτι παρέλκει ἡ ἐκ μέρους τοῦ Δικαστηρίου ἔκδοση ἀποφάσεωςἐπί τῆς υποθέσεως αυτής. Στό υπόμνημα ἀπαντήσεως τῆς ἐπί τῆς ουσίας, ἡ προσφεύγουσα ἐμμένει στόν λόγο αυτόν, θεωρώντας ὅτι ἡ 'Επιτροπή δέν δύναται νά αιτιολογεί τίς αποφάσεις τῆς ἐκ τῶν υστέρων. Β 'Επί τῆς ουσίας Πρώτος λόγος πού στηρίζεται στην έλλειψη αιτιολογίας ἡ στην ἀντιφατικότητα τῆς αιτιολογίας τῆς προσβαλλομένης ἀποφάσεως Κατά τήν προσφεύγουσα, οἱ ἀριθμοί πού ἀναφέρει ἡ 'Επιτροπή ὡς παραγωγή ἀναφοράς δέν ἀντιστοιχοῦν πρός τους πραγματικούς ἀριθμούς πού εμφαίνουν τήν πραγματοποιηθείσα παραγωγή κατά τους τρεις
ALPHA STEEL / ΕΠΙΤΡΟΠΗ μῆνες ἀναφορᾶς. Οι ἀριθμοί αυτοί προσηρμόσθησαν πρός τά άνω, ἡ προσφεύγουσα ὅμως δέν ἠδυνήθη νά ἐξακριβώσει ἡ ἴδια ἤ νά πληροφορηθεί ἀπό την Ἐπιτροπή, μέ ποιό τρόπο ἔγινε ἡ ἐν λόγω προσαρμογή. 'Υπό τίς περιστάσεις αυτές, ἡ προσφεύγουσα ευρίσκεται σέ πλήρη ἀδυναμία νά εξακριβώσει μέ ποία βάση καί γιά ποίους λόγους καθορίσθησαν οἱ ποσοστώσεις. Κατά τήν Επιτροπή, ἐνῶ στην αιτιολογία των ληφθέντων μέτρων δυνάμει τοῦ άρθρου 74 πρώτη παράγραφος, ἐδάφιο 3 πρέπει νά ἀναφέρει ὅτι συντρέχουν οἱ προϋποθέσεις πού προβλέπονται στό άρθρο 58, ἀντιθέτως τό άρθρο 58 δέν περιέχει ἀναφορά στίς προϋποθέσεις πού προβλέπονται στό άρθρο 74 καί, συνεπώς, δέν υπάρχει λόγος νά ἀναφερθεί τό άρθρο 74 στην αιτιολόγηση τῆς ἀποφάσεως 2794/80/ΕΚΑΧ, ἡ ὁποία ἐξεδόθη δυνάμει τοῦ ἄρθρου 58. Ή Ἐπιτροπή δέν ἀμφισβητεί τό βάσιμο τοῦ ἰσχυρισμοῦ αὐτοῦ. Δεύτερος λόγος πού στηρίζεται στόν προβαλλόμενο παράνομο χαρακτήρα τῆς ἀποφάσεως ΕΚΑΧ 2794/80 Ἡ 'Επιτροπή ἀναφέρεται στά μέτρα πού έλαβε ως πρός τίς εἰσαγωγές ἀπό χώρες μή μέλη τῆς Κοινότητος, ὅπως τίς διατάξεις κατά τοῦ «ντάμπιγκ», τό σύστημα κοινοτικής ἐπαγρυπνήσεως καί τίς συμφωνίες μέ ὡρισμένες τρίτες χώρες. Ή Ἐπιτροπή υπογραμμίζει ὅτι ἡ κρίση περί α) 'Ελλιπής αιτιολογία καί παράβαση τοῦ «ἀναγκαίου» τῶν λαμβανομένων τῶν ἄρθρων 58 παράγραφος 1 καί 74 δυνάμει τοῦ ἄρθρου 74 μέτρων ἀποτελεί τῆς συνθήκης ΕΚΑΧ πολιτική ἐπιλογή. Τό βάσιμο τῆς ἐπιλογής, στην ὁποία προέβη ἡ 'Επιτροπή καταδεικνύεται ἀπό τήν πτώση τοῦ επιπέδου τῶν εἰσαγωγῶν. Ή αιτίαση κατά τῆς 'Επιτροπής δέν δύναται νά προβληθεί παρά μέ προσφυγή λόγω παραλείψεως. Ἡ προσφεύγουσα υποστηρίζει ὅτι, ὅπως προκύπτει ἀπό τό 'ίδιο τό κείμενο των άρθρων 58 παράγραφος 1 καί 74 τῆς συνθήκης, κάθε εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 58 πρέπει ὁπωσδήποτε νά συνεπάγεται τήν ἐξέταση τοῦ «ἀναγκαίου τῶν μέτρων πού προβλέπονται στό άρθρο 74, κατόπιν δέ αὐτής τῆς εξετάσεως πρέπει νά ληφθεί ἡ ἀπόφαση περί εφαρμογής ἡ μή εφαρμογής τοῦ άρθρου 74, ἀναλόγως τοῦ «ἀναγκαίου» πού διεπιστώθη. 'Ελλείψει οιασδήποτε μνείας περί τοῦ ὅτι διενηργήθη αὐτη ἡ εξέταση καί τῆς δικαιολογήσεως τοῦ συμπεράσματος πού συνήχθη, ἡ αιτιολογία τῆς εφαρμογής τοῦ άρθρου 58 εἶναι ἐλλιπής. Ἀφοῦ τό «ἀναγκαίο» εἶναι ἀναμφισβήτητο, ἡ μή ταυτόχρονη εφαρμογή των μέτρων τοῦ ἄρθρου 74 συνιστά παράβαση των ἀνωτέρω δύο διατάξεων. Ή εξουσία εκτιμήσεως τῆς Ἐπιτροπῆς υπόκειται στόν έλεγχο τοῦ Δικαστηρίου. Ή προσφεύγουσα άπαντᾶ ὅτι, ἡ 'Επιτροπή δέν δύναται νά εφαρμόσει τό άρθρο 58 χωρίς νά εξετάσει τό ἀναγκαίο τῶν μέτρων τοῦ ἄρθρου 74 πράγματι, ἐάν δέν προβεί σ' αυτήν τήν εξέταση παραβαίνει τό άρθρο 58 ἐάν δέν ἀναφέρει στην ἀπόφαση της ὅτι προέβη στην εξέταση αυτή, παραβαίνει τήν υποχρέωση αιτιολογήσεως πού υπέχει. Ή υποχρέωση αιτιολογήσεως κρίνεται ἀπό τό Δικαστήριο μέ πολύ περισσότερη αυστηρότητα, καθ ὅσον ἡ εκτίμηση τῆς καταστάσεως γίνεται ἐν μέρει κατά διακριτική ἐξουσία καί, συνεπῶς, ἐκφεύγει ἐν μέρει τοῦ δικαστικοῦ έλεγχου. Ή υποχρέωση αύτη επιβάλλεται τόσο σέ περίπτωση ἀρνητικής ἀποφάσεως ὅσο καί σέ περίπτωση θετικής εφαρμογής. Οἱ εξηγήσεις πού έδωσε ἡ 'Επιτροπή μέ τό υπόμνημά τῆς έπρεπε νά έχουν δοθεί ὑπό τήν μορφή αιτιολογίας τῆς ἀποφάσεως. 757
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 3. 3. 1982 ΥΠΟΘΕΣΗ 14/81 6) Παράβαση τοῦ ἄρθρου 58 παράγραφος Δεδομένου ὅτι ἡ προσφεύγουσα, ἄν καί 2 τῆς συνθήκης εἶχε συμμετάσχει σ' αυτά τά προγράμματα, δέν συνεκέντρωνε ὅλες τίς τεθείσες προϋποθέσεις (πρᾶγμα πού επιβεβαιώνεται στην πρώτη αιτιολογική σκέψη τῆς ἀποφάσεως τῆς 24ης Φεβρουαρίου 1981), δέν Κατά την προσφεύγουσα, οἱ ποσοστώσεις δέν καθωρίσθησαν ἐπί τῆς «εὐλόγου ὑπῆρχε κανένας λόγος νά τύχει προσαρμογῆς δυνάμει τῆς ὡς άνω παραγράφου 3. βάσεως, λαμβανομένων ύπ' οψη τῶν άρχων πού ὁρίζονται στά άρθρα 2, 3 καί 4 (τῆς 'Από αὐτό ὅμως δέν συνάγεται καμμία διάκριση, ούτε σέ βάρος τῶν «νέων» επιχειρή συνθήκης)», ἡ ὁποία προβλέπεται στό άρθρο 58 παράγραφος 2. Πράγματι, κατά σεων ούτε ὁποιασδήποτε άλλης επιχειρήσεως πού δέν συγκεντρώνει τίς προϋποθέσεις αὐτης τῆς παραγράφου, επειδή δέν υπάρχει καμμία διαφορά στήν μεταχείριση επιχειρήσεων πού ευρίσκονται ὑπό παρόμοιες συνθῆκες. Ή μεταχείριση εἶναι διαφορετική μόνοἐφ ὅσον οἱ συνθῆκες διαφέρουν κατά επιχείρηση, πράγμα πού δικαιολογείται ἀπολύτως. τήν προσφεύγουσα, οι διατάξεις τοῦ άρθρου 4 παράγραφος 3 τῆς ἀποφάσεως ΕΚΑΧ 2794/80, συνιστούν διάκριση, έάν δέν εφαρμόζονται στίς ἐπιχειρήσεις, των ὁποίων τά προγράμματα ἑκουσίας παραγωγῆς δέν ἠδυνήθησαν νά βασισθούν στην χρήση τοῦ 1974, λόγω τοῦ ὅτι οι εγκαταστάσεις τους εἶναι πλέον πρόσφατες (οἱ αυτοαποκαλούμενες «νέες» επιχειρήσεις). Τό άρθρο 14 συνεπάγεται ὁμοίως διάκριση μεταξύ επιχειρήσεων βιώσιμων καί άλλων. Ἐπί πλέον, ὁ καθορισμός ποσοστώσεων ὡς πρός αυτές τίς επιχειρήσεις, μέ βάση μᾶλλον την πραγματική παραγωγή κατά τήν περίοδο ἀναφοράς παρά μέ βάση τίς δυνατότητες παραγωγῆς, καταλήγει ἀναπόφευκτα σέ διάκριση. Ή Ἐπιτροπή υποστηρίζει ὅτι ἡ βάση πού ελήφθη γιά τόν καθορισμό τῶν ποσοστώσεων οἱ παραγωγές ἀναφοράς γιά κάθε επιχείρηση εἶναι ἡ ὀρθή. Σ' αυτό τό σύστημα καθορισμοί) βάσεως προστίθενται οἱ διατάξεις τῶν παραγράφων 3, 4 καί 5 τοῦ ἄρθρου 4, ἄρθρου 5, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο καί τοῦ ἄρθρου 14. Τό άρθρο 14 επιτρέπει τόν μετριασμό τῶν δυσαναλόγων θυσιῶν, πού πιθανόν υπέστησαν ὡρισμένες ἐπιχειρήσεις, λόγω τῆς εφαρμογῆς τῶν γενικών κανόνων της ἀποφάσεως 2794/80. Ή διάταξη αυτή κατ' ουδέν συνεπάγεται διάκριση, καθ' ὅσον κάθε επιχείρηση πού δοκιμάζει ἐξαιρετικές δυσκολίες δύναται νά τύχει, γιά τόν λόγο αυτόν, προσαρμογῆς τῶν ποσοστώσεων της. Ἐάν ὡρισμένες επιχειρήσεις δέν δοκιμάζουν τέτοιες δυσκολίες άλλα παραμένουν «βιώσιμες» δέν ὑπάρχει κανένας λόγος νά τύχουν προσαρμογής δυνάμει τοῦ άρθρου αὐτοῦ ἀλλά καί πάλι, ὁ ἀποκλεισμός ἀπό τά εὐεργετήματα αὐτοῦ τοῦ άρθρου δέν συνιστά διαφορετική μεταχείριση ὁμοίων περιπτώσεων, άλλά διαφορετική μεταχείριση διαφορετικών περιπτώσεων. Τό άρθρο 14 παράγραφος 3, τό ὁποιο προβλέπει τήν προσαρμογή τῆς παραγωγῆς ἀναφορᾶς, ἐθεσπίσθη γιά νά ἀποφευχθεί ή ἀδικία πού θά ἠδύνατο νά προκύψει ἀπό τό γεγονός ὅτι τό άρθρο 4 παράγραφος 1 λαμβάνειὑπ ὄψη περίοδο τριῶν ετών, ἀποκλειστικώς σέ βάρος ὁρισμένων επιχειρήσεων πού είχαν συμμετάσχει στά εκούσια προγράμματα παραδόσεως καί πού συνεκέντρωναν άλλες ειδικές προϋποθέσεις. 758 Ή Ἐπιτροπή δέν συμμερίζεται τήν άποψη ὅτι συνιστά διάκριση τό γεγονός ὅτι λαμβάνεται ὡς βάση μάλλον ἡ πραγματική παραγωγή παρά ἡ παραγωγική ικανότης. Ή παραγωγή αυτή ἀποτελεί ἀντικειμενικό δεδομένο, ἀκριβές καί επιδεκτικό ἐκτιμήσεως, ἐνῶ ἀντιθέτως ἡ έννοια τῆς ικανότητος εἶναι λιγώτερο ἀκριβής, ἡ δέ υἱο-
ALPHA STEEL / ΕΠΙΤΡΟΠΗ θέτησή τῆς ὡς κριτηρίου δύναται νά συνεπάγεται ἀδικίες σέ σύγκριση μέ τό κριτήριο τῆς πραγματικής παραγωγῆς. Ἐπί πλέον, ὁ υπολογισμός τῶν ποσοστώσεων μέ ἀναφορά στην ικανότητα τῶν επιχειρήσεων θά έπληττε ἀναπόφευκτα τίς ἐπιχειρήσεις πού χρησιμοποιούν τίς ικανότητες τους κατά πολύ ὑψηλό ποσοστό χάρι σέ μία ὀρθολογιστική διαχείριση καί θά ευνοούσε ἀδικαιολογήτως εκείνες πού λειτουργοῦν μέ χαμηλό βαθμό ἐκμεταλλεύσεως. Ή παράγραφος 3 τοῦ ἄρθρου 4 επιδιώκει νά εξαλείψει τήν ἀδικία, ἡ ὁποία θέτει σέ μειονεκτική θέση τίς επιχειρήσεις πού, έχουν μέν δεχθεί νά συμμετάσχουν στά προγράμματα ἑκουσίου περιορισμοί) των παραδόσεων, τά ὁποῖα βασίζονται στίς παραδοθείσες ποσότητες τοῦ 1974, δέν είχαν ὅμως ἀκόμα θέσει κατά τό έτος ἐκεῖνο σέ λειτουργία τίς νέες ἐγκαταστάσεις τους. Οἱ «νέες» επιχειρήσεις, ὁπως ἡ προσφεύγουσα, πού δέν υπάγονται στό άρθρο 4 παράγραφος 3, δύνανται ἐν τούτοις νά ὑπαχθοῦν σέ ἄλλες ευεργετικές διατάξεις τῆς ἀποφάσεως ΕΚΑΧ 2794/80, μέ τίς όποιες επιδιώκεται ἐπίσης δικαία μεταχείριση, ὅπως τό άρθρο 14. Ή προσφεύγουσα υπήρξε θῦμα ενός άλλου μειονεκτήματος ἀπό τό ἀναφερόμενο στό άρθρο 4 παράγραφος 3, δηλαδή ἑνός ποσοστοῦ ἐκμεταλλεύσεως τῶν δυνατοτήτων τῆς ἀρκετά χαμηλοῦ γιά νά συνεπάγεται γι' αυτήν ασυνήθεις δυσκολίες κατά τήν έννοια τοῦ άρθρου 14. Αυτό διεπιστώθη μέ τήν ἀπόφαση τῆς 24ης Φεβρουαρίου 1981. Ή προσφεύγουσα ἀπήντησε ὅτι, τό σύστημα ποσοστώσεων επιβάλλει στίς ἐπιχειρήσεις μία θυσία πού συνίσταται στην μερική εκμετάλλευση τῆς παραγωγικῆς ικανότητος. Ή θυσία αυτή πρέπει νά κατανέμεται κατά δίκαιο τρόπο μέ βάση τήν υφισταμένη παραγωγική ικανότητα. 'Η επιχειρηματολογία τῆς 'Επιτροπής, κατά τήν ὁποία ἡ Ικανότης ἀποτελεί ἀσαφή έννοια πού δίνει λαβή σέ σημαντικές δυσκολίες εφαρμογής δέν ευσταθεί. Ή 'Επιτροπή είχε χρησιμοποιήσει καί ἡ 'ίδια αυτήν τήν έννοια για τά προγράμματά της, ὅπως τά προγράμματα προβλέψεως πού καταρτίζει ἀνά τρίμηνο καί τήν εφαρμογή τοῦ συστήματος τῶν προγραμμάτων εκούσιας μειώσεως, στίς επιχειρήσεις πού δέν είχαν παραγωγή κατά τό 1974. Ή ἐξακρίβωση τῆς παραγωγικής ικανότητος δέν δύναται νά εἶναι δυσκολότερη ἀπό τήν εξακρίβωση τῆς πραγματικῆς παραγωγής. 'Εξ άλλου οἱ εγκαταστάσεις οἱ όποιες ἐλειτούργησαν μέ υψηλό βαθμό εκμεταλλεύσεως τῶν ικανοτήτων τους, δέν εἶναι οἱ σύγχρονες εγκαταστάσεις πού τυγχάνουν ἀποτελεσματικής διαχειρίσεως, άλλα οἱ πεπαλαιωμένες εγκαταστάσεις μέ πολυάριθμο προσωπικό, πού ἐπιδοτοῦνται ἀπό τήν κυβέρνηση. Οἱ επιχειρήσεις αυτές, πού παρουσιάζονται ἀπό τήν 'Επιτροπή ως οἱ καλοί μαθητές, στην πραγματικότητα ἀποτελούν τό 'ίδιο τό ἀρχικό αἴτιο τῆς επιδεινώσεως στόν τομέα τῆς σιδηρουργίας. Ή προσφεύγουσα παραπονείται ὅτι τό σύστημα ἀναφορᾶς συνεπάγεται ἀδικίες, ἀπό τίς όποιες ἡ πλέον κατάφωρη εἶναι ή δυσμενής μεταχείριση τῶν επιχειρήσεων πού χρησιμοποιούν τήν παραγωγική τους ικανότητα σέ πολύ χαμηλό ποσοστό. Ή παράγραφος 3 τοῦ ἄρθρου 4 θά ήταν δυνατό νά διορθώσει αυτήν τήν ἀδικία, περιέχει ὅμως τρεις προϋποθέσεις πού έχουν ὡς ἀποκλειστικό σκοπό νά ευνοήσουν ὡρισμένες επιχειρήσεις, γιά τίς όποιες ή διάταξη αυτή εἶναι κυριολεκτικά κομμένη στά μέτρα τους. Ὅλες οἱ προϋποθέσεις παρουσιάζουν ένα ιδιαιτέρως σοβαρό κενό γιά τίς επιχειρήσεις πού προοδευτικά ἀπέκτησαν νέες εγκαταστάσεις κατά τήν περίοδο μεταξύ τοῦ 1974 καί τῆς 1ης 'Ιουλίου 1978, οἱ όποιες είχαν, ἐπί πλέον, γιά τόν λόγο αυτόν, μειωμένη περίοδο ἀναφορᾶς καί ἐστεροῦντο τῆς ευχερειας νά επιλέξουν τόν μήνα μέ τήν υψηλότερη παραγωγή. 759
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 3. 3. 1982 ΥΠΟΘΕΣΗ 14/81 γ) Παράβαση τον ἄρθρου 14 παράγραφοι Τρίτος λόγος: ἀκυρότης τῆς προσβαλλομένης ἀποφάσεως, λόγω παραβάσεως τῆς 4 καί 5 τῆς συνθήκης και τῆς γενικῆς ἀρχής τον δικαίον, κατάχρηση ἐξουσίας. άρθρων 4 παράγραφος 3 καί ἀποφάσεως ΕΚΑΧ 2794/80, ιδίως των 14. Ἡ προσφεύγουσα ἐπικρίνει τό γεγονός ὅτι τό ευεργέτημα τοῦ ἄρθρου 4 παράγραφος 3 εξαρτάται ἀπό την συμμετοχή τῆς επιχειρήσεως σέ ένα πρόγραμμα ἑκουσιας μειώσεως της παραγωγης. Αυτό ισοδυναμεί μέ τό νά προσδοθεί ἐκ τῶν υστέρων εξαναγκαστικός χαρακτήρας σέ μέτρα πού δέν ήταν δεσμευτικά ούτε ἠδύναντο νά εἶναι, πράγμα πού συνιστά παραβίαση τῆς ἀρχής «nulla poena sine lege». Ή Ἐπιτροπή ἀντιτάσσει ὅτι τό γεγονός ὅτι ἐπεφύλαξε τό ευεργέτημα τοῦ ἄρθρου 4 παράγραφος 3 σέ ὡρισμένες επιχειρήσεις, θύματα ἀδικίας, δέν συνιστά κύρωση έναντι τῶν άλλων επιχειρήσεων. Ἐφ' ὅσον δέν ὑπῆρξε κύρωση, δέν υπήρξε ούτε παραβίαση τῆς ἀρχῆς nulla poena sine lege. Ή Ἐπιτροπή δέν ἀντιλαμβάνεται πῶς ἡ ἀνωτέρω διάταξη παραβαίνει τήν τετάρτη καί πέμπτη παράγραφο τοῦ ἄρθρου 14 τῆς συνθήκης ΕΚΑΧ. Ή προσφεύγουσα άπαντᾶ ὅτι ἡ παράβαση συνίσταται στό ὅτι εδόθη υποχρεωτική ισχύς σέ μέτρα πού δέν ήταν δεσμευτικά. 'Αντιθέτως πρός τους κανόνες, σύμφωνα μέ τους ὁποίους οἱ γνώμες δέν δεσμεύουν, οἱ δέ πράξεις πού συνεπάγονται νομική υποχρέωση πρέπει νά λαμβάνονται καθ ὡρι σμένο τύπο, ἡ 'Επιτροπή προσέδωσε ἐκ τῶν υστέρων υποχρεωτικό καί εξαναγκαστικό χαρακτήρα σέ πράξεις μή δεσμευτικές, δηλαδή τήν ἀρνητική γνώμη (παράγραφος 4 τοῦ ἄρθρου 4 τῆς ἀποφάσεως 2794/80) καί τό πρόγραμμα παραδόσεων (παράγραφος 3 τοῦ ιδίου άρθρου). 'Υπάρχει παραβίαση τῆς ἀρχής τῆς δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. 'Ο διοικούμενος δικαιοῦται νά ἀναμένει ὅτι ἡ διοίκηση δέν θά θεσπίσει ἐκ τῶν υστέρων κυρώσεις γιά τήν μή τήρηση μιᾶς ρυθμίσεως πού εἶχε εμφανίσει ὡς μή δεσμευτική. 760 Ή προσφεύγουσα Ισχυρίζεται ὅτι ἡ παράγραφος 3 τοῦ ἄρθρου 4 θέτει δύο ἀντιφατικές καί ἀσυμβίβαστες μεταξύ τους προϋποθέσεις. Προκειμένου νά δοθεί περιεχόμενο στην παράγραφο αυτή, ὁ καθορισμός τοῦ προγράμματος παραδόσεων γιά τήν περίοδο ἀπό τόν 'Ιούλιο 1977 ὡς τόν 'Ιούνιο 1980, ὡς πρός τίς ἐπιχειρήσεις, οἱ εγκαταστάσεις τῶν ὁποίων δέν εἶχαν ἡ εἶχαν ἐν μέρει μόνο τεθεί σέ λειτουργία, πρέπει νά θεωρηθεί ὅτι βασίζεται στό έτος 1974, μέ ἀναφορά στην γενική κατάσταση στόν βιομηχανικό αυτόν τομέα κατά τό έτος αυτό. Ή Ἐπιτροπή δέν δύναται συνεπώς, νά δικαιολογήσει τήν άρνηση τῆς νά εφαρμόσει τό άρθρο 4 παράγραφος 3. Ή 'Επιτροπή τονίζει ὅτι, θεσπίζοντας τά βασισμένα στό έτος 1974 προγράμματα ἑκουσίας παραδόσεως, ἐστηρίχθη ὡς πρός ὅλες τίς ἐπιχειρήσεις στίς παραδόσεις τοῦ έτους αὐτοῦ καί ὄχι στην ικανότητα παραγωγής ἡ στην παραγωγή τῶν επιχειρήσεων. 'Εν πάση περιπτώσει, ἡ προσφεύγουσα δέν συμμετείχε στά προγράμματα παραδόσεων μεταξύ 'Ιουλίου 1977 καί 'Ιουνίου 1980, παρά μόνο ἀπό τό τρίτο τρίμηνο τοῦ 1978. Συνεπώς, ἡ προϋπόθεση πού ἀναφέρεται στό άρθρο 4 παράγραφος 3, πρώτη περίπτωση, δέν ἐπληρώθη, ἡ δέ παράγραφος αυτή κατ' οὐδένα τρόπο ἠδύνατο νά ἐφαρμοσθεί. Ή προσφεύγουσα ἀπήντησε ὅτι οἱ ἐν λόγω προϋποθέσεις εἶναι παράνομες καί συ νιστοῦν διακρίσεις, ἡ δέ 'Επιτροπή ὀφείλει νά εφαρμόσει τήν παράγραφο 3 χωρίς νά ἀπαιτεί τήν πλήρωση τῶν προϋποθέσεων αυτῶν. Όσον άφορα τό άρθρο 14, ἡ προσφεύγουσα υποστηρίζει ὅτι, βάσει τοῦ άρθρου
ALPHA STEEL / ΕΠΙΤΡΟΠΗ 58 πού επιβάλλει καθορισμό ποσοστώσεων κατά εύλογο τρόπο, τό άρθρο 14 δέν ἠδύνατο νά εφαρμοσθεί ως πρός τίς ἐπιχειρήσεις μέ πρόσφατες εγκαταστάσεις, των ὁποιων ἡ κανονική διείσδυση στήν ἀγορά δέν εἶχε συντελεσθεί, μέ κριτήριο τήν πραγματική παραγωγή. Μόνο ἡ παραγωγική ικανότης ἠδύνατο νά εἶναι καθοριστική. Ή 'Επιτροπή υποστηρίζει ὅτιἔλαβεύπ' ὄψη έναντι τῆς προσφευγούσης καί άλλων επιχειρήσεων τόν βαθμό εκμεταλλεύσεως τῆς παραγωγικής ικανότητος τῆς επιχειρήσεως, ως μέσο εκτιμήσεως τῶν εξαιρετικών δυσκολιών πού ενδεχομένως ὑφίστατο ή προσφεύγουσα. 'Επειδή ὅμως, ἡ ἀπόφαση ΕΚΑΧ 2794/80 'έχει ὡς ἀντικείμενο νά περιορίσει τήν παραγωγή προκειμένου νά τήν προσαρμόσει στην μειωμένη ζήτηση, οἱ προσαρμογές πού περιέχονται στό άρθρο 14 τῆς ἀποφάσεως αὐτής δέν πρέπει, κατ' ἀρχήν, νά καταλήξουν σέ ποσοστώσεις πού υπερβαίνουν τήν προηγουμένη παραγωγή των ἐπιχειρήσεων. Ή ἀπόφαση τῆς 24ης Φεβρουαρίου 1981 ἐτήρησε τήν ἀρχή αυτή. Ή προοφεύγονσα υποστηρίζει ὅτι μέ τήν εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 4, παράγραφος 3 δύνανται κάλλιστα νά καθορισθούν ποσοστώσεις ὑψηλότερες ἀπό τήν προηγουμένη πραγματική παραγωγή. Τό ἴδιο ισχύει γιά τίς επιχειρήσεις πού υπάγονται στίς ευεργετικές διατάξεις τοῦ άρθρου 14 καί οἱ όποιες θεωρούνται οτι συναντούν «εξαιρετικές δυσκολίες». IV Προφορική διαδικασία Ή προσφεύγουσα, ἐκπροσωπούμενη ἀπό τόν δικηγόρο André Elvinger, καί ἡ 'Επιτροπή, ἐκπροσωπούμενη ἀπό τόν Michel van Ackere ἀγόρευσαν κατά τήν συνεδρίαση τῆς 15ης Σεπτεμβρίου 1981. Ό γενικός εἰσαγγελεύς ἀνέπτυξε τίς προτάσεις του κατά τήν συνεδρίαση τῆς 29ης 'Οκτωβρίου 1981. Σκεπτικό 1 Μέ δικόγραφο πού κατετέθη στην γραμματεία τοῦ Δικαστηρίου στίς 29 'Ιανουαρίου 1981, ἡ κατά τό ἀγγλικό δίκαιο ἑταιρία Alpha Steel Ltd ἤσκησε, δυνάμει τοῦ άρθρου 33, παράγραφος 2 τῆς συνθήκης ΕΚΑΧ, προσφυγή μέ τήν όποια ζητείται ή ἀκύρωση τῆς ἀπό 19 Δεκεμβρίου 1980 ἀτομικῆς ἀποφάσεως τῆς 'Επιτροπῆς, περί καθορισμοῦ ποσοστώσεων παραγωγῆς ὡς πρός τήν προσφεύγουσα, γιά τό πρώτο τρίμηνο τοῦ 1981, εκδοθείσης κατ' εφαρμογή τῆς γενικής ἀποφάσεως ΕΚΑΧ 2794/80 τῆς 'Επιτροπής, τῆς 31ης 'Οκτωβρίου 1980 (ΕΕ εἰδ. εκδ. 13/010, σ. 50) περί θεσπίσεως συστήματος ποσοστώσεων παραγωγής χάλυβος. 2 Ή γενική ἀπόφαση (ΕΚΑΧ) 2794/80 προβλέπει στό ἄρθρο 4, παράγραφοι 1 καί 2 ὅτι οἱ ποσοστώσεις καθορίζονται μέ την εφαρμογή ἑνός ορισμένου γιά τό σύνολο τῶν επιχειρήσεων τοῦ χαλυβουργικοῦ τομέως τῆς Κοινότητος ποσοστοῦ 761
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 3. 3. 1982 ΥΠΟΘΕΣΗ 14/81 μειώσεωςἐπί τῆς παραγωγῆς ἀναφορᾶς, ἡ ὁποία υπολογίζεται γιά κάθε επιχείρηση κατά τα προβλεπόμενα ἀπό την ἐν λόγω ἀπόφαση. Αύτη ἡ παραγωγή ἀναφορᾶς δύναται πάντως νά αυξηθεί, ἐφ' ὅσον υπάρχουν Ιδιαίτερες περιστάσεις καί συντρέχουν οἱ προϋποθέσεις τῶν παραγράφων 3, 4 καί 5 τοῦ ἄρθρου 4. 3 Ή ἀτομική ἀπόφαση τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1980 περιείχε ὁρισμένους ἀριθμούς πού ἀντιστοιχοῦσαν στην παραγωγή ἀναφορᾶς, μνημονεύοντας ὅτι οἱ ἀριθμοί αυτοί εἶχαν προσαρμοσθεί κατ' εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 4, χωρίς ὅμως νά διευκρινίζει, πράγμα πού έγινε ἀργότερα, ὅτι επρόκειτο γιά τό άρθρο 4, παράγραφος 3. 4 Μέ άλλη ἀτομική ἀπόφαση, τῆς 24ης Φεβρουαρίου 1981, μεταγενέστερη της ἀσκήσεως τῆς παρούσης προσφυγής, ἡ Ἐπιτροπή ἀνεκάλεσε τήν προσβαλλομένη ἀπόφαση δίδοντας τήν εξήγηση ὅτι είχε ἐφαρμοσθεί κατά λάθος τό άρθρο 4 παράγραφος 3 υπέρ τῆς προσφευγούσης, έτσι ὥστε ἡ παραγωγή ἀναφορᾶς νά έχει καθορισθεί σέ πολύ υψηλό επίπεδο. Ή νέα ἀπόφαση καθορίζει τίς ὀρθές παραγωγές ἀναφοράς σέ επίπεδο πού δέν ἀμφισβητεί ἡ προσφεύγουσα. Μέ τήν ἀπόφαση παρέχεται στην προσφεύγουσα ἡ δυνατότης προσαρμογής των ποσοστώσεων κάθε επιχειρήσεως πού προβλέπει τό άρθρο 14 τῆς γενικής ἀποφάσεως, στην περίπτωση πού προκύπτει ὅτι ἡ μείωση τῆς παραγωγής ἡ τῶν παραδόσεων συνεπάγονται γιά τήν επιχείρηση εξαιρετικές δυσκολίες. Συνεπῶς, ἡ 'Επιτροπή δέν εφήρμοσε, γιά τον καθορισμό τῆς ποσοστώσεως παραγωγῆς, ποσοστό μειώσεως στήν παραγωγή ἀναφοράς, έτσι ώστε ἡ ποσόστωση ἰσοῦται πρός τήν παραγωγή αύτη. Οί κατ' αυτόν τόν τρόπο καθορισθείσες ποσοστώσεις εἶναι, πάντως, χαμηλότερες ἀπό τίς ποσοστώσεις πού είχε καθορίσει ἡ ἀπόφαση τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1980. 5 'Αρχικῶς, ἡ προσφυγή, καθ' ὅσον ἐστρέφετο κατά τῆς ἀποφάσεως τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1980, ἀπέβλεπε στήν ἀκύρωση της, βάσει τριών λόγων ἀκυρώσεως, ἀπό τους ὁποίους ὁ πρώτος ήταν ὅτι οἱ ἀριθμοί πού ἀνέφερε ἡ 'Επιτροπή ώς παραγωγή ἀναφοράς δέν ἀντιστοιχούσαν μέ τους πραγματικούς ἀριθμούς. Οἱ ἀριθμοί αυτοί εἶχαν προσαρμοσθεί πρός τά άνω, ἡ προσφεύγουσα ὅμως δέν ἠδυνήθη νά ἐξακριβώσει μέ ποιό τρόπο εἶχε γίνει ἡ προσαρμογή αυτή. 762
ALPHA STEEL / ΕΠΙΤΡΟΠΗ 6 Ἀφοῦ ἡ Ἐπιτροπή εξέδωσε την ἀπόφαση τῆς 24ης Φεβρουαρίου 1981, ἡ προσφεύγουσα συνεπλήρωσε την ἀπάντηση της, προκειμένου νά προσαρμόσει τά αιτήματά της, ζητώντας τήν ἀκύρωση τῆς ἀποφάσεως τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1980, ὅπως εἶχε τροποποιηθεί στίς 24 Φεβρουαρίου 1981. Ἐγκατέλειψε δέ τόν πρῶτο λόγο ἀκυρώσεως πού ἐστηρίζετο στό ὅτι οἱ ἀριθμοί πού περιείχε ἡ ἀπόφαση της 19ης Δεκεμβρίου ήταν ανακριβείς. Ἐπί τοῦ ἄν παρέλκει ἡ έκδοση ἀποφάσεως ἐπί τῆς προσφυγῆς 7 Ή 'Επιτροπή ὑποστηρίζει, κατ' ἀρχάς, ὅτι ἡ ἀτομική ἀπόφαση τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1980 ἠκυρώθη καί ὄχι ἀπλῶς προσηρμόσθη, μέ τήν ἀτομική ἀπόφαση τῆς 24ης Φεβρουαρίου 1981. Ἀφοῦ ἡ προσφεύγουσα δέν ἤσκησε νέα προσφυγή κατά τῆς ἀποφάσεως αυτής, ἡ 'Επιτροπή εἶναι τῆς γνώμης ὅτι παρέλκει ἡ ἐκ μέρους τοῦ Δικαστηρίου έκδοση ἀποφάσεως. 8 Ό ισχυρισμός αὐτός δέν δύναται νά γίνει δεκτός. Ή ἀπόφαση τῆς 24ης Φεβρουαρίου 1981, ἡ ὁποία, διαρκούσης τῆς ἐκκρεμοδικίας, ἀντικαθιστᾶ προηγουμένη ἀπόφαση πού ἔχει τό 'ίδιο περιεχόμενο, δηλαδή τόν καθορισμό ποσοστώσεως γιά τήν ἴδια περίοδο, πρέπει νά θεωρηθεί ὡς νέο γεγονός πού επιτρέπει στην προσφεύγουσα νά προσαρμόσει τά αιτήματα καί τους ισχυρισμούς της. Θά ήταν ἀντίθετο πρός τήν ὀρθή ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης καί πρός τήν ἀρχή τῆς οικονομίας τῆς διαδικασίας τό νά υποχρεωθεί ἡ προσφεύγουσα νά ἀσκήσει νέα προσφυγή ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου. 'Επί πλέον, θά ήταν άδικο τό νά δύναται ή 'Επιτροπή, προκειμένου νά ἀντιμετωπίσει τίς αιτιάσεις πού περιέχει ἡ ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου ἀσκηθείσα προσφυγή κατά ἀποφάσεως, νά προσαρμόζει τήν προσβαλλομένη αύτή ἀπόφαση ἡ νά τήν ἀντικαθιστᾶ μέ άλλη καί νά ἐπικαλείται κατά τήν δίκη αυτήν τήν τροποποίηση ἡ τήν ἀντικατάσταση γιά νά στερήσει ἀπό τόν ἀντίδικο τήν δυνατότητα νά προβάλλει, καί ὡς πρός τήν μεταγενέστερη ἀπόφαση, τά ἀρχικά αιτήματα καί τους ισχυρισμούς του ἡ νά ἀναπτύξει συμπληρωματικά αιτήματα καί ισχυρισμούς κατά τῆς ἀποφάσεως αυτής. Ἐπί τῆς ουσίας Λόγος ἀκυρώσεως στρεφόμενος κατά τῆς νέας ἀποφάσεως τῆς 24ης Φεοροναρίον 1981 9 Ἀναφερομένη στό διοικητικό δίκαιο ὁρισμένων Κρατών μελών, ἡ προσφεύγουσα ὑποστηρίζει κατ' ἀρχάς ὅτι ἡ 'Επιτροπή δέν δύναται νά ἀνακαλέσει μία ἀπόφαση πού ἀποτελεί ἀντικείμενο προσφυγής, ἡ τουλάχιστο, δέν δικαιούται νά ἀντικαταστήσει τήν ἀπόφαση αυτή μέ ἄλλη, δυσμενέστερη γιά τήν προσφεύγουσα. 763
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 3.3.1982 - ΥΠΟΘΕΣΗ 14/81 10 Σύμφωνα μέ την νομολογία τοῦ Δικαστηρίου, ὅπως συνάγεται ἀπό τίς ἀποφάσεις τῆς 12ης 'Ιουλίου 1957 (Algera, 7/56 καί 3/57 ὥς 7/57, Rec. σ. 89, βλ. σ. 116), της 12ης Ἰουλίου 1962 (Hoogovens, 14/61, ECR, σ. 491, βλ, σ. 520) καί τῆς 13ης 'Ιουλίου 1965 (Lemmerz-Werke, 111/63, Rec, σ. 836, βλ, σ. 852), ἡ ἀνάκληση παρανόμου πράξεως επιτρέπεται ἐφ' ὅσον γίνεται εντός ευλόγου προθεσμίας καί ἐφ' ὅσον ἡ 'Επιτροπή ἔλαβε ἐπαρκώς ὑπ' ὄψη τό πόσο ὁ προσφεύγων ενδεχομένως ἐβασίσθη στην νομιμότητα τῆς πράξεως. 1 1 Ἐν προκειμένω, ἡ προσφεύγουσα δέν ἐβασίσθη στην νομιμότητα τῆς ἀποφάσεως, δεδομένου ὅτι ἤσκησε προσφυγή περί ἀκυρώσεως. Ἐγνώριζε ἐπίσηςοτι ή 'Επιτροπή θεωροῦσε ὅτι ἡ προσφεύγουσα δέν ἠδύνατο νά υπαχθεῖ στίς ευεργετικές διατάξεις τοῦ ἄρθρου 4, παράγραφος 3 τῆς γενικῆς ἀποφάσεως (ΕΚΑΧ) 2794/80, δεδομένου ὅτι στά ὑπομνήματα τῆς ἀνεφέρθη ἡ ἰδία στην ἀνταλλαγή ἀλληλογραφίας επί τοῦ σημείου αὐτοῦ μέ τήν 'Επιτροπή, τήν ὁποία ἐθεωροῦσε ὅτι εἶχε ὑποπέσει σέ σφάλμα. 12 Ή καθυστέρηση τῆς Ἐπιτροπῆς νά διορθώσει αυτό τό σφάλμα δύναται νά ἐξηγηθεί, τουλάχιστον ἐν μέρει, ἀπό τό γεγονός ὅτι έπρεπε νά επεξεργασθεί στοιχεία πού ἀφορούσαν μεγάλο ἀριθμό επιχειρήσεων. Ή προσφεύγουσα δέν ἀπέδειξε κατά τί τήν έβλαψε ὁ διαδράμων μέχρι τίς 24 Φεβρουαρίου 1981 χρόνος. 'Από τό σύνολο τῶν ως άνω περιστάσεων προκύπτει ὅτι ἡ ἀνάκληση της ἀποφάσεως τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1980 έγινε εντός ευλόγου προθεσμίας, ὁ δέ εξ ταζόμενος λόγος ἀκυρώσεως πρέπει νά ἀπορριφθεί. Δεύτερος λόγος ακυρώσεως περί τῆς προβαλλομένης παρανομίας τῆς γενικῆς ἀποφάσεως (ΕΚΑΧ2794/80) 13 Ἀπό τίς ἀνωτέρω σκέψεις ἕπεται ὅτι οἱ ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητος πού προεβλήθησαν κατά τῆς ἀνακληθείσης ἀποφάσεως πρέπει νά θεωρηθούν ὅτι στρέφονται καί κατά τῆς ἀποφάσεως τῆς 24ης Φεβρουαρίου 1981. α) 'Ανεπαρκής αιτιολογία καί παράβαση τῶν ἄρθρων 58 παράγραφος 1 καί 74 τῆς συνθήκης ΕΚΑΧ 1 4 Πρός στήριξη τῆς ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητος πού προέβαλε, ἡ προσφεύγουσα ισχυρίζεται κατά πρώτο λόγο ὅτι ἡ 'Επιτροπή ὤφειλε νά εξετάσει τήν ἀνάγκη λήψεως τῶν προβλεπομένων στό ἄρθρο 74 τῆς συνθήκης ΕΚΑΧ μέτρων 764
ALPHA STEEL / ΕΠΙΤΡΟΠΗ εμπορικῆς πολιτικῆς, ταυτοχρόνως μέ την εξέταση τῆς δυνατότητος θεσπίσεως ενός συστήματος ποσοστώσεων. Στίς αιτιολογικές σκέψεις τῆς ἀποφάσεως της έπρεπε νά γίνεται μνεία περί τῆς εξετάσεως αὐτῆς, ἡ δέ έλλειψη τῆς συνιστά παράβαση τῆς υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Ἐπί πλέον, εἶναι ἀναμφισβήτητη ή ἀνάγκη τῆς λήψεως μέτρων ὡς πρός τίς εισαγωγές, ἡ δέ μή θέσπιση τέτοιων μέτρων, ἐνῶ ἐθεσπίσθησαν ποσοστώσεις παραγωγης, συνιστᾶ παράβαση τῶν άρθρων 58 καί 74 τῆς συνθήκης ΕΚΑΧ. 15 Όπως προκύπτει ἀπό τήν διατύπωση τοῦ ἄρθρου 58 τῆς συνθήκης ΕΚΑΧ, ή 'Επιτροπή 'έχει τήν εξουσία «στό βαθμό πού εἶναι ἀναγκαίο» νά λαμβάνει τά προβλεπόμενα στό άρθρο 74 μέτρα, συγχρόνως μέ κάθε άλλο τυχόν μέτρο πού λαμβάνεται βάσει τοῦ ἄρθρου 58. Ή εκτίμηση τῆς ἀνάγκης λήψεως τέτοιων μέτρων εναπόκειται στην Ἐπιτροπή ὑπό τήν επιφύλαξη τοῦ έλεγχου ἀπό τό Δικαστήριο τῆς νομιμότητος τῆς ἀσκήσεως τῆς εξουσίας αυτής. 16 Πρέπει νά τονισθεί σχετικῶς ὅτι ἡ ενάγουσα δέν προέβαλε κανένα στοιχείο πρός υποστήριξη τοῦ ισχυρισμοί) τῆς ὅτι ἡ 'Επιτροπή προέβη σέ κακή χρήση της διακριτικῆς τῆς εξουσίας. 'Αντιθέτως, ἡ 'Επιτροπή, πρίν θεσπίσει τό σύστημα ποσοστώσεων, έλαβε μέτρα προκειμένου νά ελέγξει τό επίπεδο τῶν τιμών καί τόν ὄγκο τῶν εισαγωγών προϊόντων σιδήρου καί χάλυβος προελεύσεως τρίτων χωρών. 'Ιδίως, καθώρισε τιμή βάσεως, συνήψε συμφωνίες μέ τίς τρίτες χώρες καί έλαβε μέτρα επιτηρήσεως. Κατά τόν χρόνο θεσπίσεως τῆς ἀποφάσεως ΕΚΑΧ 2794/80, ενίσχυσε ἀκόμη περισσότερο τήν επιτήρηση αὐτή καί ἀναθεώρησε τίς τιμές βάσεως. Σύμφωνα άλλωστε, μέ τά ἀριθμητικά στοιχεία πού παρέσχε ή 'Επιτροπή, οἱ εισαγωγές εμειώθησαν, μεταξύ 1977 καί 1979, ἡ τάση δέ αυτή συνεχίσθη πρίν καί μετά τήν θέσπιση τοῦ συστήματος τῶν ποσοστώσεων. 17 Ἔτσι, ἡ 'Επιτροπή δέν δύναται νά κατηγορηθεί ὅτι δέν προσεπάθησε επαρκώς νά ἀντιταχθεί κατά τῶν εισαγωγών προελεύσεως τρίτων χωρών, πολύ περισσότερο μάλιστα ἄν ληφθεί ὑπ' ὄψη τό γεγονός ὅτι, στίς διαπραγματεύσεις τῆς μέ τίς τρίτες χώρες, ἡ 'Επιτροπή ἀντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες, λόγω τοῦ ὅτι ή Κοινότης ἔχει πλεόνασμα εξαγωγών χάλυβος ἐνῶ συγχρόνως ὀφείλει νά εξασφαλίσει τήν συνέχιση τῶν κοινοτικών εξαγωγών, νά προσπαθεί δέ νά περιορίζει τίς εισαγωγές εντός τῆς Κοινότητος ὑπό τίς περιστάσεις αυτές, ἄν ἡ 'Επιτροπή ελάμβανε περιοριστικές αποφάσεις χωρίς διαπραγματεύσεις μέ τίς τρίτες χώρες, ὑπῆρχε φόβος νά προκαλέσει τήν λήψη ἐκ μέρους τους μέτρων ἀνταποδόσεως, ἐπιζημιων γιά τό κοινό συμφέρον. 765
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 3.3.1982 - ΥΠΟΘΕΣΗ 14/81 18 Ὅσον άφορᾶ την αιτιολογία τῆς ἀποφάσεως ΕΚΑΧ 2794/80, ἡ Ἐπιτροπή ὀφείλει να διευκρινίσει διά βραχέων μέν, ἀλλά κατά τρόπο ὅσο τό δυνατό σαφή καί εύστοχο, τά κύρια νομικά καί πραγματικά στοιχεία, ἐπί τῶν ὁποίων στηρίζεται ἡ ἀπόφαση τῆς καί πού εἶναι ἀναγκαία γιά νά κατανοηθεί ὁ συλλογισμός, βάσει τοῦ ὁποίου ενήργησε ἡ Ἐπιτροπή (ἀπόφαση τῆς 4ης 'Ιουλίου 1963, Ὁμοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας κατά 'Επιτροπής, 24/62, Rec, σ. 129). Δέν ἀπαιτείται πάντως νά συζητήσει ἡ 'Επιτροπή ἐπί ὅλων τῶν ἀντιρρήσεων πού θά ἠδύναντο νά προβληθούν κατά τῆς ἀποφάσεως (ἀπόφαση τῆς 20ής Μαρτίου 1957, Geitling κατά 'Ανωτάτης 'Αρχής, 2/56, Rec, σ. 9). Ούτε ἀπαιτείται νά ἀναφέρει τους λόγους γιά τους ὁποίους δέν ἔλαβε μέτρα άλλα ἀπό τά ἀναφερόμενα στην ἀπόφαση, πού θά ἠδύνατο νά λάβει στά πλαίσια τῆς διακριτικής τῆς εξουσίας. 19 Ἑπομένως, ἡ 'Επιτροπή δέν ὤφειλε νά ἀναφέρει στην αιτιολογία τῆς ἀποφάσεώς της ὅτι εἶχε εξετάσει τήν δυνατότητα λήψεως τῶν μέτρων πού ἀναφέρονται στό άρθρο 74 τῆς συνθήκης ΕΚΑΧ. "Αρα, ὁ ισχυρισμός περί παραβάσεως ουσιώδους τύπου δέν εἶναι βάσιμος. β) Παράβαση τοῦ ἄρθρου 58, παράγραφος 2 τῆς συνθήκης ΕΚΑΧ 20 Κατά τήν προσφεύγουσα, ἡ γενική ἀπόφαση δέν συμβιβάζεται πρός τό άρθρο 58, παράγραφος 2 τῆς συνθήκης ΕΚΑΧ σύμφωνα μέ τό όποιο οἱ ποσοστώσεις πρέπει νά καθορίζονται «ἐπί ευλόγου βάσεως». Ή προσφεύγουσα επικρίνει τήν ἀπόφαση ἀπό τρεις ἀπόψεις πού πρέπει νά ἐξετασθοῦν χωριστά. 21 Ή προσφεύγουσα προσάπτει κατά τῆς γενικής ἀποφάσεως ὅτι λαμβάνει ως ἀναφορά τήν περίοδο μεταξύ 'Ιουλίου 1977 καί 'Ιουνίου 1980, πρᾶγμα πού θέτει σέ μειονεκτική θέση τίς επιχειρήσεις πού μόλις εἶχαν ἀρχίσει νά παράγουν κατά τήν ἐν λόγω περίοδο ἡ ἐχρησιμοποίησαν μόνο μερικώς τήν παραγωγική τους ικανότητα κατ αυτήν τήν περίοδο. Ἐπί πλέον, τό σύστημα υπολογισμοῦ βάσει τῆς πραγματικής παραγωγής ευνοεί τίς επιχειρήσεις πού εἶχαν μεγάλη παραγωγή κατά τό παρελθόν. Θά ήταν δικαιότερο νά καθορισθούν οἱ ποσοστώσεις βάσει τῆς παραγωγικῆς ικανότητος τῶν επιχειρήσεων. 766
ALPHA STEEL / ΕΠΙΤΡΟΠΗ 22 Ό ισχυρισμός αυτός εἶναι ἀβάσιμος. Πρέπει πράγματι νά παρατηρηθεί ὅτι τό άρθρο 58, παράγραφος 2 τῆς συνθήκης δέν περιορίζει την ἐλευθερία τῆς Ἐπιτροπῆς ὡς πρός την επιλογή τῆς βάσεως πού ὁ ισχυρισμός εἶναι ἀβάσιμος. Ἐξ άλλου, πρέπει νά παρατηρηθεί ὅτι τό άρθρο 58, παράγραφος 2 τῆς συνθήκης δέν περιορίζει την ελευθερία τῆς Ἐπιτροπῆς σέ ὅ,τι άφορᾶ την επιλογή τῆς βάσεως πού χρησιμεύει γιά τόν εύλογο καθορισμό τῶν ποσοστώσεων σέ μία δεδομένη οικονομική κατάσταση. 'Από τίς ἐξηγήσεις πού εδόθησαν κατά τήν διάρκεια της διαδικασίας προκύπτει ὅτι δέν δύναται λογικώς νά ἀμφισβητηθεί ὅτι ἀποτελεί «εύλογη βάση» κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 58, παράγραφος 2, τό κριτήριο τῆς πραγματικής παραγωγής τῶν επιχειρήσεων πού επέλεξε ἡ Ἐπιτροπή. Πράγματι, τό κριτήριο αυτό, ὅπως χρησιμοποιείται στό άρθρο 4 τῆς ἀποφάσεως 2794/80, ἀποτελεί, ἀφ' ενός μέν, μία βάση ἀντικειμενικῆς εκτιμήσεως πού επιτρέπει νά ἀποφεύγονται οἱ ἀβεβαιότητες πού ἐνυπάρχουν στην εκτίμηση ενός στοιχείου, έν μέρει υποθετικοῦ, ὅπως ἡ Ικανότης παραγωγῆς, ἀφ' έτερου δέ, επιτρέπει τήν μείωση τῆς συνολικῆς παραγωγῆς, χωρίς ωστόσο νά μεταβάλει τίς ἀντίστοιχες θέσεις τῶν επιχειρήσεων στην ἀγορά. 23 Κατά τήν προσφεύγουσα, θά ήταν δικαιολογημένη ἡ μεταβολή τῆς οικείας θέσεως στην ἀγορά τῶν επιχειρήσεων πού, επιδοτούμενες ἀπό τό κράτος, λειτουργοῦν σέ υψηλό βαθμό εκμεταλλεύσεως μέ πεπαλαιωμένες εγκαταστάσεις καί πολυάριθμο προσωπικό, καί τῶν άλλων επιχειρήσεων πού εμπνέονται ἀπό τήν φροντίδα τῆς ἀποδοτικότητος. 'Ανεξαρτήτως τοῦ ἄν αυτό τό επιχείρημα ευσταθεί, τό άρθρο 58 δέν σκοπεί νά διορθώσει τή στρέβλωση τοῦ ἀνταγωνισμοῦ πού ὀφείλεται στίς κρατικές επιχορηγήσεις, κατά τῶν ὁποίων ἡ 'Επιτροπή διαθέτει άλλους τρόπους δράσεως. 24 'Επίσης, ἡ 'Επιτροπή δέν δύναται νά κατηγορηθεί ὅτι ἔλαβε ὡς περίοδο ἀναφοράς τήν περίοδο μεταξύ 'Ιουλίου 1977 καί 'Ιουνίου 1980. Ή δυνατότης των επιχειρήσεων νά επιτύχουν τόν καθορισμό ποσοστώσεων βάσει τῶν καλυτέρων ἀποτελεσμάτων πού εἶχαν κατά τήν ἐν λόγω περίοδο δέν συνιστά διάκριση ἔναντι τῶν επιχειρήσεων, τῶν ὁποίων οἱ πρόσφατες εγκαταστάσεις δέν ἐλειτουργοῦσαν ἀκόμη πλήρως κατά τόν 'Ιούλιο 1977. "Αν επομένως, ἀντιμετωπίζουν δυσχέρειες λόγω τῶν ποσοστώσεων πού τους έχουν καθορισθεί, δύνανται νά υποβάλλουν στην 'Επιτροπή αίτηση προσαρμογής, βάσει τοῦ ἄρθρου 14 της γενικῆς ἀποφάσεως. Τό άρθρο αυτό ἀποτελεί ρήτρα δικαιοσύνης, τῆς ὁποίας ή χρησιμότης καί ἡ ἀξία δέν δύνανται νά αμφισβητηθοῦν καί ἡ ὁποία επιτρέπει, ἄν χρειασθεί, νά διορθωθούν κατά τόν κατάλληλο τρόπο οἱ συνέπειες των άλλων διατάξεων τῆς γενικής άποφάσεως. 767
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 3.3.1982 - ΥΠΟΘΕΣΗ 14/81 25 Τέλος, ἡ προσφεύγουσα ἀμφισβητεί ἰδίως τις διατάξεις τοῦ ἄρθρου 4 παράγραφος 3 τῆς γενικῆς ἀποφάσεως (ΕΚΑΧ) 2794/80, οἱ όποιες ἔχουν θεσπισθεί κατά τήν γνώμη της, γιά νά ευνοήσουν μία συγκεκριμένη επιχείρηση καί οἱ όποιες συνεπάγονται διάκριση εἰς βάρος τῶν νέων επιχειρήσεων πού δέν ἠδύ ναντο νά στηρίξουν τό πρόγραμμα παραγωγής τους στό έτος 1974. 26 Ό Ισχυρισμός αυτός δέν εἶναι βάσιμος. Ή διαφορετική μεταχείριση δέν συνεπάγεται διάκριση, ἐφ ὅσον άφορᾶ μία διαφορετική κατάσταση, ἡ ὁποία δικαιολογεί ἀντικειμενικώς, διαφορετική μεταχείριση. 27 Ἐν προκειμένω, τό ἄρθρο 4 παράγραφος 3 τῆς γενικής ἀποφάσεως ἔχει ὡς σκοπό νά λάβει ὑπ ὅψη τήν κατάσταση ὡρισμένων επιχειρήσεων πού εἶχαν ευρεθεί σέ ιδιαιτέρως δυσμενή θέση λόγω τῆς ἑκουσίας συμμετοχής τους στό πρόγραμμα παραδόσεων. Πράγματι, τό πρόγραμμα παραδόσεων, ὡς πρός αυτές τίς επιχειρήσεις, ἐβασίσθη στην πραγματική του παραγωγή καί δέν έλαβε ὑπ ὄψη τίς εγκαταστάσεις πού δέν εἶχαν ἀκόμη τεθεί σέ λειτουργία, ἀντιθέτως πρός τίς επιχειρήσεις, οἱ εγκαταστάσεις τῶν ὁποίων ετέθησαν σέ λειτουργία ἀργότερα καί γιά τίς όποιες τό πρόγραμμα παραδόσεων ἐβασίσθη στην παραγωγική τους ικανότητα. γ) Παραβίαση τῆς ἀρχής «nulla poena sine lege» καί τῆς δικαιολογημένης εμπιστοσύνης 28 Ή προσφεύγουσα επικρίνει τό γεγονός ὅτι τό ευεργέτημα τοῦ ἄρθρου 4 παράγραφος 3 τῆς γενικής ἀποφάσεως ἐπιφυλάσσεται στίς επιχειρήσεις πού έχουν συμμετάσχει σέ πρόγραμμα ἑκουσίων παραδόσεων. Αυτό ισοδυναμεί μέ μιά ἐκ των υστέρων ἀναγνώριση δεσμευτικοῦ χαρακτῆρος σέ μέτρα μή δεσμευτικά καί παραβαίνει έτσι τήν ἀρχή «nulla poena sine lege», καθώς καί τήν ἀρχή τῆς δικαιολογημένης εμπιστοσύνης τῶν διοικούμενων. Ή προσφεύγουσα εκφράζει τήν 'ίδια μομφή καί κατά τῆς παραγράφου 4 τοῦ ἴδιου άρθρου, τό ευεργέτημα της ὁποίας επιφυλάσσεται στίς επιχειρήσεις πού δέν ενήργησαν ἀντιθέτως πρός τήν ἀρνητική γνώμη τῆς Ἐπιτροπής στό θέμα τῶν επενδύσεων. 29 Ό λόγος αυτός πρέπει νά ἀπορριφθεί. Τό άρθρο 4 παράγραφος 3 τῆς γενικής ἀποφάσεως (ΕΚΑΧ) 2794/80 σκοπεί νά συμψηφίσει τά μειονεκτήματα ἀπό τά όποια ἐθίγησαν οἱ επιχειρήσεις, οἱ όποιες υπάγονται στό πεδίο εφαρμογής τῆς ἀποφάσεως αυτής. Αυτό δέν ἀποτελεί καθόλου κύρωση έναντι τῶν άλλων επιχειρήσεων καί, συνεπώς, ἡ διάταξη αυτή δέν δύναται νά θεωρηθεί ὅτι παραβαίνει τήν ἀρχή «nulla poena sine lege». 768
ALPHA STEEL / ΕΠΙΤΡΟΠΗ 30 Ή Ἑπιτροπή δέν παρέβη οὔτε την ἀρχή τῆς δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των διοικούμενων. Οι επιχειρήσεις πού δέν συμμετείχαν στά εκούσια προγράμματα παραδόσεων δέν ἠδύναντο ευλόγως νά ἀναμένουν ὅτι θά συνεχίσουν νά ἀπολαύουν, μετά τήν θέσπιση ενός συστήματος ποσοστώσεων, τοῦ ἀνταγωνιστικοῦ πλεονεκτήματος, πού εἶχαν έναντι τῶν επιχειρήσεων οι ὁποιες εἶχαν συμμετάσχει στά ὡς άνω προγράμματα. 31 Καθ ὅσον άφορᾶ τό άρθρο 4 παράγραφος 4 τῆς γενικής ἀποφάσεως, ὁ λόγος αυτός δέν δύναται νά γίνει δεκτός, ἀφοῦ ἡ προσφεύγουσα δέν ισχυρίζεται ούτε θά ἠδύνατο νά ισχυρισθεί ὅτι έπρεπε νά τύχει προσαρμογής τῆς ποσοστώσεως της, γιά τόν λόγο αυτό. Τρίτος λόγος, ἀναφερόμενος στην ἀκυρότητα τῆς ἀτομικής ἀποφάσεως λόγω παραβάσεως τῆς γενικής ἀποφάσεως (ΕΚΑΧ) 2794/80 32 Ή προσφεύγουσα ισχυρίζεται ὅτι ἡ 'Επιτροπή έπρεπε νά τῆς ἀναγνωρίσει τό ευεργέτημα τῆς παραγράφου 3 τοῦ ἄρθρου 4 τῆς γενικής ἀποφάσεως (ΕΚΑΧ) 2794/80, πού ἀπαιτεί νά έχει συμμετάσχει ἡ επιχείρηση μεταξύ 'Ιουλίου 1977 καί 'Ιουνίου 1980 στά προγράμματα παραδόσεως, πού έχει καταρτίσει ἡ 'Επιτροπή, τό δέ πρόγραμμα γιά τήν επιχείρηση αυτή νά έχει βασισθεί στό έτος 1974. Γιά νά ἀποκτήσει έννοια τό εδάφιο αυτό, πρέπει νά θεωρηθεί ὅτι ὁ καθορισμός τοῦ προγράμματος ὡς πρός τίς επιχειρήσεις, οἱ εγκαταστάσεις τῶν ὁποίων δέν είχαν ἤ εἶχαν ἐν μέρει μόνο τεθεί σέ λειτουργία κατά τό 1974, εἶχε βασισθεί στό έτος αυτό, δεδομένου ὅτι τά προγράμματά τους είχαν καταρτισθεί μέ ἀναφορά στην γενική κατάσταση, τοῦ σχετικοῦ βιομηχανικοῦ τομέα, κατά τό ἐν λόγω έτος. 33 Ή ἀποδοχή αυτής τῆς ἀπόψεως θά ισοδυναμοῦσε ὄχι μέ ερμηνεία, άλλά μέ ἀναθεώρηση ενός κειμένου σαφοῦς καί μή διφορούμενου. Ἐν πάση περιπτώσει, ἀκόμη καί ἄν ἐγίνετο δεκτή ἡ άποψη της, ἡ προσφεύγουσα δέν συγκεντρώνει τό σύνολο τῶν προϋποθέσεων τῆς παραγράφου 3, πού ἀπαιτεί ὄχι μόνο νά βασισθεί τό πρόγραμμα παραδόσεων τῆς επιχειρήσεως στό έτος 1974, ἀλλά καί νά έχει συμμετάσχει ἡ επιχείρηση στά προγράμματα παραδόσεων ἀπό τόν 'Ιούλιο 1977 ὡς τόν 'Ιούνιο 1980' πράγματι, ἡ προσφεύγουσα δέν συμμετέσχε στά προγράμματα παραδόσεων παρά μόνο ἀπό τό τρίτο τρίμηνο τοῦ 1978. 'Επομένως, ἡ 'Επιτροπή ὀρθώς εφήρμοσε τήν ἐν λόγω διάταξη, ἀρνηθεῖσα στην προσφεύγουσα τό ευεργέτημα τῆς προσαρμογής πού προβλέπεται στό άρθρο 4 παράγραφος 3 τῆς γενικής ἀποφάσεως. 769
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 3.3.1982 ΥΠΟΘΕΣΗ 14/81 34 Ή προσφεύγουσα θεωρεί επίσης ὅτι ἡ Ἐπιτροπή ὤφειλε νά ἐφαρμόσει τό άρθρο 14 τῆς γενικῆς ἀποφάσεως, λαμβάνοντας ὑπ ὄψη την παραγωγική Ικανότητα καί ὄχι τήν πραγματική παραγωγή, καί να τῆς χορηγήσει υψηλότερη ποσόστωση. Πράγματι, ἡ 'Επιτροπή, μέ τήν ἀπό 24 Φεβρουαρίου 1981 ἀπόφαση της, ἐχορήγησε αὔξηση τῆς ποσοστώσεως γιά τό πρῶτο τρίμηνο τοῦ 1981. Λαμβάνοντας ὑπ ὄψη τόν βαθμό ἐκμεταλλεύσεως τῆς παραγωγικής Ικανότητος τῆς προσφευγούσης, ελάττωσε τό ποσοστό μειώσεως στό μηδέν, ἔτσι ὥστε ή ποσόστωση νά ἰσοῦται πρός τήν παραγωγή ἀναφοράς, ἐθεώρησε όμως ὅτι οἱ προβλεπόμενες στό άρθρο 14 προσαρμογές δέν έπρεπε, κατ' ἀρχήν, νά καταλήξουν σέ ποσοστώσεις ὑπερβαίνουσες τήν προηγουμένη παραγωγή καί, επομένως, έκρινε ὅτι δέν ἠδύνατο νά αυξήσει περισσότερο τήν ποσόστωση τῆς προσφευγούσης. 35 Όπως προέκυψε ἀπό τά στοιχεία πού παρέσχε ἡ 'Επιτροπή, ἡ προσφεύγουσα ἐχρησιμοποίησε μέρος μόνο τῆς ποσοστώσεως τῆς γιά τό πρῶτο τρίμηνο τοῦ 1981. Κατά τήν ἐπ ἀκροατηρίου συζήτηση, ἡ προσφεύγουσα προέβαλε ὡς επιχείρημα τό γεγονός ὅτι οἱ χορηγήσεις ποσοστώσεων είχαν ἐκ τῶν υστέρων επίδραση, λόγω τοῦ νέου συστήματος ποσοστώσεων πού ἐθέσπισε ἡ 'Επιτροπή γιά τήν μετά τόν 'Ιούνιο 1981 περίοδο, δεδομένου ὅτι οἱ ποσοστώσεις ὑπελογίσθησαν ἐν μέρει βάσει τῶν κατά τό παλαιό σύστημα ποσοστώσεων. 'Επομένως, ἔχει συμφέρον νά διατηρήσει τό δικαίωμα τῆς ὑψηλοτέρας δυνατής ποσοστώσεως, γιά νά δυνηθεί νά επωφεληθεί ενδεχομένης βελτιώσεως τῆς ἀγοράς. 36 "Αν, ἀργότερα, ἡ κατάσταση τῆς ἀγοράς επιτρέψει στην προσφεύγουσα νά παραγάγει καί νά πωλήσει μεγαλύτερη ποσότητα προϊόντων σιδήρου καί χάλυβος, δύναται νά υποβάλλει στην 'Επιτροπή αίτηση προσαρμογής, κατά τήν ισχύουσα κανονιστική ρύθμιση, ὁπότε ἡ 'Επιτροπή θα ὀφείλει νά ἀποφανθεί, λαμβάνοντας ὑπ ὄψη ὅλα τά διαθέσιμα στοιχεία, περιλαμβανομένου καί τοῦ ποσοστοῦ εκμεταλλεύσεως τῆς παραγωγικής ικανότητος τῆς προσφευγούσης. Ὑπό τίς περιστάσεις αυτές, ἡ άρνηση τῆς Ἐπιτροπῆς νά χορηγήσει στην προσφεύγουσα υψηλότερη ποσόστωση γιά τήν ἐπίδικη περίοδο δέν θεμελιώνει αιτίαση κατ' αὐτῆς. 37 Περαιτέρω, τό άρθρο 14 τῆς γενικής ἀποφάσεως επιτρέπει τήν προσαρμογή τῶν ποσοστώσεων, στην περίπτωση πού οἱ επιβληθέντες περιορισμοί προξενοῦν ἐξαιρετικές δυσκολίες στην επιχείρηση. 'Εν προκειμένω, τό γεγονός ὅτι ἡ πραγματική παραγωγή τῆς προσφευγούσης ὑπῆρξε πολύ χαμηλή καθ' ὅλη αυτήν τήν περίοδο καταδεικνύει ὅτι οἱ παροῦσες δυσχέρειες πού ἀντιμετωπίζει ἡ προσφεύγουσα ουδόλως ὀφείλονται στους περιορισμούς πού επέβαλε τό σύστημα τῶν ποσοστώσεων. 'Επιπροσθέτως, τό άρθρο 14 δέν έχει ὡς σκοπό νά επιτρέψει στην ἑταιρία νά επιτύχει τόν υπολογισμό τῶν ποσοστώσεων τῆς γιά μελλοντικές περιόδους ἐπί πλασματικής βάσεως. 770
ALPHA STEEL / ΕΠΙΤΡΟΠΗ 38 Ἑπομένως, αυτός ὁ λόγος πρέπει νά ἀπορριφθεί. 'Επί τῶν δικαστικῶν εξόδων 39 Σύμφωνα μέ τό άρθρο 69, παράγραφος 2 τοῦ κανονισμοί) διαδικασίας, ὁ ἡττηθείς διάδικος καταδικάζεται στά δικαστικά ἔξοδα. 40 Σύμφωνα, ὅμως, μέ την παράγραφο 3 τοῦ 'ίδιου ἄρθρου, τό Δικαστήριο δύναται νά καταδικάσει ἀκόμα καί τόν νικήσαντα διάδικο, στην καταβολή πρός τόν ἀντίδικο τῶν εξόδων στά όποια ἀναγκάσθηκε νά υποβληθεί, ἄν κρίνει ὅτι τά ἔξοδα αυτά προεκλήθησαν χωρίς εύλογη αιτία. 41 Ή 'Επιτροπή εδέχθη τό βάσιμο τοῦ πρώτου λόγου τῆς προσφευγούσης, θεσπίζοντας τήν ἀτομική ἀπόφαση τῆς 26ης Φεβρουαρίου 1981, ἐνῶ ἡ υπόθεση εκκρεμούσε ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου. 42 Ἑπομένως, εἶναι δίκαιο νά φέρει ἡ 'Επιτροπή μέρος τῶν εξόδων τῆς προσφευγούσης, τα όποια θά ἠδύναντο νά ἀποφευχθούν ἄν ἡ 'Επιτροπή εἶχε ὀρθῶς αιτιολογήσει τήν πρώτη τῆς ἀπόφαση. Διά ταύτα ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ κρίνει καί ἀποφασίζει: 1) Ἀπορρίπτει τήν προσφυγή. 771