ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η παρούσα μελέτη πραγματεύεται το ζήτημα του χρόνου εργασίας στο ελληνικό εργατικό δίκαιο, το οποίο αποτελεί ένα από το βασικότερα σημεία αναφοράς της σχέσης εργασίας. Οι ρυθμίσεις του χρόνου εργασίας παραδοσιακά προσεγγίζονται, στο πλαίσιο του εργατικού δικαίου, ως ένα σύνολο προστατευτικών διατάξεων, οι οποίες επιδιώκουν να διασφαλίσουν έννομα αγαθά ύψιστης σημασίας για τον εργαζόμενο (λ.χ. υγεία, ασφάλεια, προσωπική και οικογενειακή ζωή). Ωστόσο, παρά την αδιαμφισβήτητη προστατευτική λειτουργία των κανόνων περί χρόνου εργασίας, η σύγχρονη εργασιακή πραγματικότητα αποδεικνύει ότι η ρύθμιση του ωραρίου έχει αποκτήσει ένα περισσότερο σύνθετο ρόλο στη διάρθρωση της αγοράς εργασίας. Ειδικότερα, ο ρόλος των διατάξεων περί χρόνου εργασίας έγινε ολοένα και πιο αμφιλεγόμενος, στο πλαίσιο της γενικότερης εξέλιξης του ευρωπαϊκού εργατικού δικαίου, το οποίο κινείται στην ευαίσθητη ισορροπία του συνδυασμού της ευελιξίας των επιχειρήσεων και της προστασίας των εργαζομένων. Αδιάψευστο μάρτυρα της διασύνδεσης των ρυθμίσεων περί χρόνου εργασίας με την ευελιξία, αλλά και την επιδίωξη διασφάλισης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων αποτελούν οι σύγχρονες μορφές απασχόλησης (λ.χ. οι συμβάσεις μηδενικών ωρών απασχόλησης, εργασία με ψηφιακά μέσα τεχνολογίας), οι οποίες, αρκετές φορές, αποκλίνουν έντονα από το παραδοσιακό μοντέλο οργάνωσης του ωραρίου. Ωστόσο, και το παραδοσιακό σύστημα οργάνωσης του χρόνου εργασίας εμφανίζει αρκετά στοιχεία ελαστικότητας προς όφελος του εργοδότη, τα οποία θέτουν σημαντικές προκλήσεις για το εργατικό δίκαιο. Η εννοιολογική οριοθέτηση του ωραρίου στις σύγχρονες μορφές απασχόλησης, αλλά και ο τρόπος διαμόρφωσης ενός περισσότερου συμμετρικού πλαισίου οργάνωσης του χρόνου εργασίας, το οποίο να λαμβάνει υπόψη τόσο την εργοδοτική ανάγκη για ευελιξία, όσο και τα θεμελιώδη έννομα αγαθά των εργαζομένων αποτελούν το αντικείμενο αυτής της μελέτης. Για λόγους επιστημονικής αντικειμενικότητας επισημαίνεται, εκ προοιμίου, ότι ο πολυδιάστατος χαρακτήρας των ρυθμίσεων περί χρόνου εργασίας καθιστά το εν λόγω πεδίο κατάλληλο για θεωρητική αναζήτηση προς διατύπωση βελτιωτικών προτάσεων, όχι όμως και δεκτικό απόλυτων λύσεων. Αθήνα, Ιανουάριος 2017 Ιωάννης Β. Σκανδάλης Δ.Ν. Δικηγόρος
1. Εισαγωγή Κεφάλαιο Πρώτο: Επισκόπηση της Μελέτης Η παρούσα μελέτη αναλύει το θέμα της οριοθέτησης του χρόνου εργασίας στο πλαίσιο του ελληνικού εργατικού δικαίου με παράλληλες αναφορές και στο Ευρωπαϊκό δίκαιο, στο βαθμό που κρίνεται αυτό απαραίτητο, σε μια απόπειρα ανάδειξης των προβληματικών ζητημάτων, που συνδέονται με το εν λόγω θέμα και διατύπωσης προτάσεων προς αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών. Θα πρέπει εισαγωγικά να τονισθεί για σκοπούς οριοθέτησης του αντικειμένου της μελέτης, δεδομένης και της ευρύτητας του όρου «χρόνος εργασίας» στο εργατικό δίκαιο, ότι η ανάλυση του εν λόγω ζητήματος αφορά αποκλειστικά το ωράριο των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Συνεπώς, όπως αναφέρεται αναλυτικότερα στο δεύτερο κεφάλαιο, λοιπά ζητήματα του εργατικού δικαίου, που συνδέονται με το χρόνο εργασίας (π.χ. υπολογισμός προϋπηρεσίας για σκοπούς αποζημίωσης απόλυσης, διάκριση συμβάσεων εργασίας ορισμένου από αόριστου χρόνου) κείνται εκτός του αντικειμένου της μελέτης. Ο σκοπός του παρόντος εισαγωγικού κεφαλαίου είναι να εξηγήσει το αντικείμενο και τα βασικά επιχειρήματα της μελέτης, προσφέροντας παράλληλα μια γενική εικόνα για το περιεχόμενο αυτής. 2. Η σημασία του χρόνου εργασίας Ο χρόνος εργασίας αποτελεί ένα από το πιο καίρια σημεία αναφοράς της σχέσης εργασίας, δεδομένου ότι η σύμβαση εργασίας ανήκει στις διαρκείς συμβάσεις, υπό την έννοια ότι δεν εκπληρώνεται με μια στιγμιαία παροχή, οπότε ο χρόνος αποτελεί βασικό στοιχείο προσδιορισμού της ποσότητας παροχής της εργασίας. Όπως εύγλωττα παρατηρεί ο Κουκιάδης, επιδιώκοντας να αναδείξει τη βαρύτητα του χρόνου εργασίας για την όλη τη δομή της σχέσης εργασίας, «δεν θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε, ότι η χρονική διάσταση αποτελεί πλέον το κλειδί για τον προσδιορισμό των εξελίξεων σε όλο το φάσμα των εργασιακών σχέσεων, ακόμα και στα σημεία εκείνα που από πρώτη ματιά δεν φαίνονται να βρίσκονται σε άμεση σχέση με το χρόνο». 1 1. Κουκιάδης, Η αρχή της ελαστικότητας και η μετεξέλιξη του εργατικού δικαίου, ΕΕργΔ 1991,
Η καίρια σημασία του προσδιορισμού του χρόνου εργασίας στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας γίνεται ευκόλως αντιληπτή, εφόσον αναλογιστεί κανείς ότι ο χρόνος εργασίας διαπερνά όλη τη δομή της σχέσης εργασίας. 2 Υπό αυτή την έννοια, ο ελάχιστος μισθός, αλλά και οι έννοιες της πλήρους, μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης θα ήταν αντικείμενο εύκολης καταστρατήγησης χωρίς την αυστηρή οριοθέτηση και θωράκιση του χρόνου εργασίας. Ωστόσο, πέραν της κεφαλαιώδους σημασίας του χρόνου εργασίας για την όλη δομή και λειτουργία της σχέσης εργασίας, η ρύθμιση του είναι σημαντική και ως παράγοντας της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, 3 όπως αναδεικνύεται, μεταξύ άλλων, και από τη νομική βάση, που επέλεξε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την υιοθέτηση της χρονικά πρώτης Ευρωπαϊκής Οδηγίας για το χρόνο εργασίας, 4 ήτοι το άρθρο 118 Α της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (νυν άρθρο 153 της Συνθήκης περί λειτουργίας της Ευσελ. 1. Ομοίως και ο Τραυλός-Τζανετάτος, ο οποίος σημειώνει ότι «αποτελεί κοινό τόπο η επισήμανση ότι ο χρόνος εργασίας συγκροτεί ένα θεμελιακό, τον πρωταρχικό και σημαντικότερο τελικά, όρο της σχέσης εξαρτημένης εργασίας», βλ. Τραυλό-Τζανετάτο, Η απορρύθμιση του χρόνου εργασίας, ΕΕργΔ 1997, σελ. 867 (με παράλειψη υποσημειώσεων). 2. Η σημασία του χρόνου για το εργατικό δίκαιο, υπό όλες τις διαστάσεις του, προσεγγίζεται με πληρότητα από τον Κουκιάδη, ο οποίος επισημαίνει ότι «ο χρόνος ως έννοια που εκφράζει τη διάρκεια μιας κατάστασης και την αλληλουχία της αποτελεί έννοια καθοριστική για τη σύμβαση εργασίας, προσδίδοντας σε αυτή ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της, που την κατατάσσει στις διαρκείς συμβάσεις. Ο χρόνος ενδιαφέρει τη σύμβαση εργασίας για διαφορετικούς λόγους και κατά τις τρεις διαστάσεις του. Για το παρελθόν εκφράζει τη μη αναστρέψιμη κατάσταση και είναι δημιουργός δικαιωμάτων (αρχαιότητα, κεκτημένα δικαιώματα). Για το μέλλον εκφράζει την αβεβαιότητα που συνδέεται με την ανασφάλεια που αντιμετωπίζεται με επιμέρους διατάξεις, ανάμεσα στις οποίες η σημαντικότερη είναι η ρύθμιση από την αυθαίρετη απόλυση. Για το παρόν [ ] εκφράζει τους όρους εκμετάλλευσης της εργασίας, αφού αποτελεί ένα από τους βασικούς όρους προσδιορισμού του μισθού, τον προσδιορισμό με βάση την ποσότητα της παρεχόμενης εργασίας», βλ. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις και το Δίκαιο της Ευελιξίας της Εργασίας (Σάκκουλας 6 η έκδοση, Αθήνα Θεσσαλονίκη 2014), σελ. 473. 3. Για την επίδραση της εργασίας στην υγεία, βλ. Vacarie Travail et santé: un tournant σε Les transformations du droit du travail : études offertes à Gérard Lyon-Caen (Dalloz, Paris 1989), σελ. 331. 4. Οδηγία 93/104/EΚ του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 1993 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (1993) Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 307, 13/12/1993 σελ. 18 24. Σημειώνεται ότι η Οδηγία 93/104 έχει τροποποιηθεί από την Οδηγία 2000/34 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 2000, (2000) Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 195, 1.8.2000, σελ. 41 45 και μεταγενέστερα αντικαταστάθηκε με την Οδηγία 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, (2003) 2
ρωπαϊκής Ένωσης - ΣΛΕΕ) περί «εξασφάλισης υψηλότερου επιπέδου προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων». Επομένως, η πρόβλεψη ενός ανώτατου ορίου εργάσιμων ωρών, σε συνδυασμό με την εξασφάλιση ελάχιστων περιόδων ανάπαυσης, θεωρήθηκε ως αναγκαίο μέτρο για τη διασφάλιση της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων. Επιπλέον, η εξασφάλιση μιας κανονικότητας στις ώρες εργασίας, μέσω της, κατά κανόνα, τήρησης του συμφωνηθέντος ωραρίου αποτελεί αναγκαία συνθήκη για τη διασφάλιση της ομαλότητας της προσωπικής ζωής του εργαζομένου (ιδιωτικής και οικογενειακής) 5 και της εξισορρόπησης του εργασιακού με τον ιδιωτικό του βίο, 6 η οποία αναπόφευκτα βασίζεται στην προβλεψιμότητα ως προς τις ώρες εργασίας. 7 Πέραν όμως των ανωτέρω στόχων, μια ακόμη βασική παράμετρος της ρύθμισης του χρόνου εργασίας που δεν έχει τονιστεί αρκετά, είναι η κοινωνική διάσταση του χρόνου εργασίας, 8 η οποία γίνεται αισθητή ιδίως στις σύγχρονες μορ- Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 299, 18/11/2003 σελ. 09 19. Οι αναφορές στην παρούσα μελέτη στην Οδηγία χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση θα αφορούν την Οδηγία περί χρόνου εργασίας. 5. Για τη σημασία της διασφάλισης της προσωπικής και οικογενειακής ζωής του εργαζομένου βλ. Waquet, En marge de la loi Aubry: travail effectif et vie personnelle du salarié (1998) Droit Social, σελ. 963. 6. Ομοίως και ο Ζερδελής, ο οποίος σημειώνει ότι χωρίς την πρόβλεψη ανωτάτων ορίων απασχόλησης, δεν εξασφαλίζεται στον εργαζόμενο επαρκής ελεύθερος χρόνος, ο οποίος είναι αναγκαίος για τη συμμετοχή του σε άλλα πεδία της ζωής (οικογενειακός βίος, κοινωνική ζωή, κ.α.), βλ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο - Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις (Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014), σελ. 631. 7. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν οι Λεβέντης και Παπαδημητρίου, κατά την κατάρτιση της συμβάσεως εργασίας ο εργαζόμενος προσαρμόζει συνήθως τους όρους εργασίας στις συνθήκες της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής. Επομένως, οι συνθήκες ζωής του μισθωτού συναπαρτίζουν σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη - τα περιστατικά εκείνα επί των οποίων στηρίχθηκαν τα μέρη για τη σύναψη της σύμβαση εργασίας. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν ο εργοδότης να αγνοεί τα περιστατικά αυτά κατά την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, βλ. Λεβέντη - Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο (ΔΕΝ, 2011), σελ. 713 (υποσημείωση 4, με παράλειψη περαιτέρω παραπομπών). Ομοίως και ο Miné τονίζει ότι το ασταθές ωράριο διαταράσσει την προσωπική ζωή του εργαζομένου βλ. Miné, Droit Du Temps du Travail, (Librairie générale de droit et de jurisprudence, Paris 2004), σελ. 110. 8. Αυτό επισημαίνεται και από τον Νικολόπουλο, ο οποίος τονίζει ότι μεταξύ των παραμέτρων των εργασιακών σχέσεων, που πλήττονται από τα προωθούμενα μέτρα ευελιξίας, ο χρόνος εργασίας παρουσιάζει την ευρύτερη κοινωνική διάσταση, επειδή η ελαστικοποίηση του [ ] προκαλεί σοβαρή παρέμβαση στην οργάνωση του κοινωνικού χρόνου του εργαζομένου και της οικογένειας του με σημαντικότερη συνέπεια τον περιορισμό του ελεύθερου χρόνου του και την ανατροπή κάθε οικογενειακού προγραμματισμού, βλ. Νικολόπουλο, «Το Αστι- 3
φές απασχόλησης, όπως οι συμβάσεις μηδενικών ωρών απασχόλησης, που δημιουργούν συνθήκες ακραίας εργασιακής ανασφάλειας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η οριοθέτηση του χρόνου εργασίας καθ εαυτή αποκτά σημασία στο πλαίσιο του εργατικού δικαίου, προκειμένου να θωρακισθεί η ιδιωτική σφαίρα του εργαζομένου, καθώς είναι κοινωνικά μη ανεκτό ο εργαζόμενος να βρίσκεται διαρκώς σε μια κατάσταση αναμονής προς εργασία. Η κατάσταση αυτή είναι μη ανεκτή για λόγους που ανάγονται στην προστασία της αξίας και της προσωπικότητας του εργαζομένου 9 που αποτελούν συνταγματικώς προστατευόμενα έννομα αγαθά, σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 5 του Συντάγματος, 10 όπως θα εξηγηθεί στο δεύτερο κεφαλαίο της παρούσας μελέτης. Σε επιμέρους τμήματα της παρούσας μελέτης, το υφιστάμενο ρυθμιστικό πλαίσιο οργάνωσης του χρόνου εργασίας και οι σύγχρονες μορφές απασχόλησης αξιολογούνται επί τη βάσει όλων των προαναφερόμενων παραμέτρων της ρύθμισης του χρόνου εργασίας. 3. Η ρύθμιση του χρόνου εργασίας στα σύγχρονα δεδομένα Παρά την αδιαμφισβήτητη κεφαλαιώδη προστατευτική λειτουργία των κανόνων περί χρόνου εργασίας στο εργατικό δίκαιο, η ρύθμιση του χρόνου εργασίας, εντός των σύγχρονων κοινωνικό-οικονομικών δεδομένων, δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς ως ένα προστατευτικό μέτρο για τους εργαζομένους, καθώς η σύγχρονη εργασιακή πραγματικότητα αποδεικνύει ότι έχει αποκτήσει ένα περισσότερο σύνθετο ρόλο στη διάρθρωση της αγοράς εργασίας. Ειδικότερα, ο ρόλος των διατάξεων περί χρόνου εργασίας έγινε ολοένα και πιο αμφιλεγόμενος, στο κό Δίκαιο στο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης» σε Σύμμεικτα Γεωργίου Κουμάντου (Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα Κομοτηνή 2004), σελ. 861 (με παράλειψη παραπομπών). 9. Για το γεγονός ότι παρά την εξάρτηση, που αποτελεί δομικό στοιχείο της σύμβασης εργασίας, ο εργαζόμενος διατηρεί πάντα ένα απαραβίαστο πυρήνα αυτονομίας και ελευθερίας, βλ. Frouin, «La protection des droits de la personne et des libertés du salarié» (1998) n 99 CSBP, σελ. 123. 10. Η νομολογία αρκετά συχνά κατά την προσέγγιση του άρθρου 57 του Αστικού Κώδικα που αναφέρεται στην προστασία της προσωπικότητας στο πλαίσιο των ιδιωτικού δικαίου σχέσεων, ερμηνεύει το εν λόγω άρθρο υπό το πρίσμα των άρθρων 2 παρ.1 και 5 του Συντάγματος, προβαίνοντας ταυτόχρονα σε ένα εννοιολογικό προσδιορισμό του περιεχομένου της ΑΚ 57 βάσει των παραπάνω συνταγματικών διατάξεων, βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1462/04, δημοσιευθείσα σε ΕΕργΔ 2005, σελ. 576. Ομοίως και οι ΕφΑθ 3195/2003 (δημοσιευθείσα σε Δ/ΝΗ 2004, σελ. 547 επ.), ΕφΘεσ 2040/2003 (δημοσιευθείσα σε ΑΡΜ 2003, σελ.1300 επ.), Εφ. Θρ. 404/2001 (δημοσιευθείσα σε ΑΡΜ 2002, σελ. 571 επ.), ΕφΑθ 8078/2000 (δημοσιευθείσα σε ΔΕΕ 2001, σελ. 641 επ.) που αναφέρονται και στο ζήτημα της ηθικής βλάβης. 4
πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής για το εργατικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο κινείται προς την επιδίωξη του συνδυασμού της εξασφάλισης «ευελιξίας» για τις επιχειρήσεις και της εγγύησης της «ασφάλειας» των εργαζομένων, 11 επιδίωξη η οποία μάλιστα θεωρήθηκε ως μονόδρομος για την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης. Επομένως, εκτός από τους προστατευτικούς στόχους της ρύθμισης του χρόνου εργασίας που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη ενότητα, η εν λόγω ρύθμιση στη σύγχρονη αγορά εργασίας προσεγγίζεται ολοένα και περισσότερο ως βασικός παράγοντας βελτίωσης της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων. 12 Ο παράγοντας της βελτίωσης της παραγωγικότητας, ως σύγχρονος στόχος της νομοθεσίας περί χρόνου εργασίας, γίνεται ιδιαιτέρως αισθητός στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, δεδομένης της διαπίστωσης ότι βασική επιδίωξη των σύγχρονων μορφών απασχόλησης αποτελεί η εξασφάλιση μιας επιπλέον δυνατότητας ευελιξίας για τις επιχειρήσεις, κατά την οργάνωση του χρόνου εργασίας. Όπως καθίσταται ευκόλως αντιληπτό, οι σχετικές απόπειρες εξεύρεσης της χρυσής τομής μεταξύ της ευελιξίας στην αγορά εργασίας με την ταυτόχρονη επιδίωξη προστασίας των εργαζομένων βρήκαν πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης στη χωρά μας, ιδίως από το 2008 και εφεξής, όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια της σοβούσας οικονομικής κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό, έγινε πολύ σύντομα αντιληπτό ότι η προσπάθεια εξασφάλισης της ευελιξίας στην αγορά εργασίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το χρόνο εργασίας, και επομένως ήδη οι πρώτες μεταρρυθμίσεις αφορούσαν ακριβώς το ζήτημα αυτό (π.χ. μείωση ποσοστού πρόσθετης αμοιβής για υπερεργασία και υπερωρία, διευκόλυνση της επιβολής συστήματος διευθέτησης του χρόνου εργασίας κτλ.). 13 Ωστόσο, η προσπάθεια εξι- 11. Για ανάλυση του ζητήματος συνδυασμού της ευελιξίας με την ασφάλεια, βλ. Bekker and Wilthagen, Flexicurity- a European Approach to Labour Market Policy σε Mayer (ed) Intereconomics: Review of European Economic Policy (Econpapers 2008), σελ. 68. 12. Βλ. σχετικά Communication from the Commission to the European Parliament, the Council, the European Economic and Social Committee, and the Committee of the Regions: Reviewing the Working Time Directive (first-phase consultation of the social partners at European Union level under Article 154 of the TFEU) (Brussels, 24.3.2010 COM(2010) 106 final), σελ. 5. Αλλά και ο Miné σημειώνει ότι μια από τις παραμέτρους της νομοθεσίας περί χρόνου εργασίας αποτελεί η δυνατότητα ανταπόκρισης των επιχειρήσεων στις διακυμάνσεις της αγοράς, βλ. Miné, Droit Du Temps du Travail, (Librairie générale de droit et de jurisprudence, Paris 2004), σελ. 79. 13. Για μια αναλυτική παρουσίαση των σημαντικών αλλαγών, που επήλθαν στον ελληνικό εργατικό δίκαιο, κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, βλ. Κ. Παπαδημητρίου, The Greek labour law face to the crisis: A dangerous passage towards a new juridical nature (ELLN 5