ΛΙΛΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ: «Οψις αδήλων τα φαινόμενα» Η Λιλή Ελευθερίου ανασύρει και αφυπνίζει τα «άδηλα» κι όσα αποσιωπούνται. Η τέχνη είναι έτσι κι αλλιώς ένα παιχνίδι υπαινιγμών. Περιέχει όσα αποκαλύπτει κι όσα αφήνει να εννοηθούν σ ένα κανάλι πολυδαίδαλο ανάμεσα σε καλλιτέχνη και θεατή. Ενεργοποιείται συχνά στα έργα της η σημειολογία του καραβιού και του ταξειδιού. Το περιεχόμενο ενός πλοίου παραλληλίζεται με τα βιώματα και τις ψυχικές αποσκευές την ώρα του απόπλου και την ώρα του γυρισμού. Σ ένα ταξείδι που με άλλο συναισθηματικό φορτίο ξεκινάμε και με άλλο επιστρέφουμε. Σε ένα καράβι ζωής που το οδηγούμε εμείς ή που ίσως μας κατευθύνει εκείνο; Οι διαβαθμίσεις των χρωμάτων που σβήνουν δημιουργούν την αχλύ ενός ονείρου που μόλις αρχίζει ή μόλις τελειώνει. Είναι έργα αινιγματικά, ερμητικά που αποδίδουν μια στιγμή μεταιχμιακή : τη στιγμή που αναδύονται οι ερωτήσεις. Ο Μπρέχτ στον «Κύκλο με την κιμωλία» το διατύπωσε ως εξής «Ξέρεις πόση ηδονή κρύβει μία ερώτηση;» Όλες οι πιθανότητες απορρέουν και εμπεριέχονται μέσα σε μια ερώτηση. Και η Λιλή Ελευθερίου απαντάει με όλες τις πιθανές δυνατότητες, αφήνοντας ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα και θυμίζοντας το ποιητικό μυστήριο που έχει η Tempesta του Giorgone. Τα έργα της δημιουργούν ανάμεικτo συναίσθημα. Διχαζόμαστε μπροστά τους ισόμοιρα ανάμεσα σε μια ειδυλλιακή ατμόσφαιρα που βιώνεται ταυτόχρονα ως απειλητική. Είναι ίσως οι σκιές, ίσως οι φόρμες οι εύπλαστες, οι τόσο δυναμικά ανεξέλεγκτες που νομίζεις θα αυτονομηθούν και θ αρχίσουν να μετασχηματίζονται μόνες τους μπροστά στα μάτια σου, είναι τα χρώματα που συμπεριφέρονται σαν μικρές ανταρσίες. Μοιάζει να έχει ακινητοποιήσει στον καμβά κάτι που η φύση του είναι αδέσμευτη, αεικίνητη, παλλόμενη και συνεχώς μεταβαλλόμενη. Αποτυπώνει το εξελισσόμενο.
Είναι κι εκείνα τα πανιά σαν προσμονές και φιλοδοξίες που κύματα αγριεμένα γίνονται και συμπληγάδες καμμιά φορά. Έτσι τα ζωγραφίζει η Λιλή, φτερά για να πετάξεις ή για να γκρεμιστείς, πανιά για να αρμενίσεις ή για να βυθιστείς. Η στενή λωρίδα του υγρού στοιχείου σαν διάδρομος κρυστάλλινος μεταφοράς στο μεταφυσικό. Η θάλασσα στην ήρεμη, ακίνητη μορφή της προσφέρει με το καθρέφτισμα μια διαφορετική όψη του «φαινομένου». Τα πλοία, με τονισμένη την μακριά πλευρά δίνουν ένα επιβλητικό σχήμα, που μεγαλόπρεπα παραλληλίζεται με τη χαμηλή γραμμή του ορίζοντα. Μια σειρά από κουκίδες που ξεμακραίνουν στον ορίζοντα, μια ακολουθία μικρών σφαιριδίων που μικραίνουν ή μεγαλώνουν. Ίχνη μιας διαδρομής σαν αποσιωπητικά, κλειστοί πυρήνες των «αδήλων»; Σκέψεις ανέκφραστες, προσωπικές εμμονές, μυστικά που δεν έχουν έρθει στο φως, υπεκφυγή για όσα πρέπει να μείνουν κρυμμένα; Η σύνθεση των έργων κάνει το βλέμμα του θεατή να εκτοξεύεται από το ένα σημείο στο άλλο σε μια αναζήτηση του κέντρου βάρους. Ένα αμφιλεγόμενο, παιχνιδιάρικο, άτακτο κέντρο βάρους, που θαρρείς πως πάντα σου ξεφεύγει, ή πως μετακινείται μόλις εστιάσεις σ αυτό, παραπέμπει σε έναν μουσικό συσχετισμό. Η έννοια της αντίστιξης, των παράλληλων ταυτόχρονων μελωδιών, καθώς και η αντήχηση γραμμών και χρωμάτων, βρίσκουν εδώ μια εκδοχή ζωγραφικής απεικόνισης. Οι μελωδικές καμπύλες, που καταλήγουν σε οξείες γωνίες, οι φόρμες που ξετυλίγονται με μανιεριστικές συστροφές, παραδομένες σε μια χορευτικότητα συνθέτουν μια «συμφωνία» οπτική που στήνεται με χρωματικές τονικότητες. Οι καμπύλες, φορέας ενέργειας, έκφραση του εύπλαστου του «υπό διαμόρφωσιν» και του «εν εξελίξει» αιχμαλωτίζουν πάνω στο μουσαμά όχι μόνο την κίνηση αλλά και την έννοια της ροής που διέπει το σύμπαν. Λευκές φιγούρες, είτε ως προφίλ ενός προσώπου που αναπολεί ή ονειρεύεται είτε ως αχνές οπτασίες*, διάφανες και αέρινες, ή άλλοτε ως εύσωμες οντότητες που χορεύουν πάνω στα καράβια. Με μάτια συνήθως κλειστά δοσμένες στην άλλη διάσταση, του ύπνου, της περισυλλογής, της ενόρασης, ίσως και του θανάτου
Ο Scheler διαχωρίζει την έννοια της λέξης «σώμα» που δηλώνει τα δομικά χαρακτηριστικά από την έννοια της λέξης «κορμί» που δηλώνει το βιωμένο σώμα, εκείνο που ζει μέσω του συναισθήματος, της αντίληψης και της συγκίνησης. Παρά το ψυχρό τους χρώμα που θυμίζει την ύλη και τη γλυπτικότητα του μαρμάρου οι σάρκες αυτές είναι «κορμιά» ορχούμενα που είτε μοιάζουν να έχουν μόλις ξεδιπλωθεί από μια εμβρυακή φάση ή να ξεφεύγουν και να ζωντανεύουν ξεπερνώντας τα όρια της πέτρας ή του υλικού απ το οποίο είναι πλασμένα. Είναι συγκινησιακές οντότητες που επικαλούνται τον αόρατο δεσμό, τον κόσμο που δεν έχει σχέση με τον χρόνο και το χώρο, διαστέλλοντας τις εσωτερικές τους δυνατότητες. Μια σειρά αντιθέσεων, όπως οι παράλληλες και αλληλοσυγκρουόμενες κατευθύνσεις, τα στατικά και τα κινητικά στοιχεία, τα ελαφριά και τα βαριά υλικά, τα δυναμικά και τα παθητικά επίπεδα, συνδυάζονται με την αοριστία του χρόνου δημιουργώντας μια μαγική ταλάντευση. Η σχεδιαστική ακρίβεια φλερτάρει με την κατά τόπους αφαιρετική χρήση του χρώματος. Τμήματα των έργων θα μπορούσαν να αποτελέσουν ανεξάρτητες αφαιρετικές προτάσεις. Η Λιλή Ελευθερίου ακολουθεί μια συνεπή καλλιτεχνική πορεία, πιστή στην αισθητική και το εικαστικό ύφος που εξ αρχής επέλεξε. Αυτή η σταθερότητα απορρέει από την ισχυρή συσχέτιση της ζωγράφου με τις συγκεκριμένες φόρμες, την περιδίνηση και τους στροβιλισμούς τους, που αποτελούν πια το προσωπικό της στίγμα. Ο συνδυασμός της σχηματοποίησης με την πλαστικότητα, των υπερρεαλιστικών προθέσεων με την κυβιστική κατά τόπους διαπραγμάτευση καθώς και με την αφαιρετική χρήση του χρώματος προβάλλει ως η ιδιαιτερότητα του προσωπικού της οράματος. Ο ρόλος των χρωμάτων, ο κρυπτογραφημένος μέσα στην άγνωστη προσωπική μυθολογία της ζωγράφου, μας παρασύρει, με την κυρίαρχη θέση του κόκκινου, στην αναφορά εκείνου του πάθους και εκείνης της εσωτερικής φλόγας που μας ρυμουλκούν στον ένα δρόμο ή στον άλλο. Του οδοδείκτη εκείνου, που καθορίζει την πορεία μας και τις επιλογές μας στη ζωή. Κάποιες φόρμες αποδεσμεύονται και ξεχύνονται ατίθασα, σαν χρωματικές εξεγέρσεις, από το βαρύ σκαρί του τάνκερ, που αδυνατεί να τις συγκρατήσει παρά την επιβλητική παρουσία του. Από τη στέρεη καρίνα του, από το μελαγχολικό γκρί χρώμα του εκπορεύονται και ξεπηδούν χρωματισμένοι άνεμοι, φωτεινοί κυματισμοί, τα όνειρα, οι απαντοχές και οι προσδοκίες, όλα όσα φωτίζουν την περιπέτεια. Γεμάτο αυξομοιώσεις χρωματικών εντάσεων το βάθος των έργων εξυφαίνει όχι μόνο την ατμοσφαιρικότητα αλλά και την εσωτερικότητα, την υπόνοια μιας οφθαλμαπάτης,*
μιας ομίχλης ονείρου που πλανάται και που θα κάνει ίσως τα πάντα να σβήσουν και να διαλυθούν μέσα στη θολή γραμμή των οριζόντων * Η λέξη «όψις» σημαίνει επίσης και όραμα, οπτασία Κατερίνα Καζολέα ιστορικός τέχνης