(168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 168 ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ξη κουμμάτ του παναθύρ να ξαγηρίγ ς του σπίτ!» μαλλί σ!» (φοβέρα: θα σε ξεμαλλιάσω) ξάκριγια επίρ. < ξ(ε) + άκριγια < μσν. άκρια < άκρη ξαγηρ κό (το) (επίθ.) < ξ(ε) < άκρη-άκρη, ξώπετσα, επιφανειακά: αγέρ-ας + -ικό «τ ν έφαγη (τη σφαίρα) ξάκριγια τσι μέρος που το «πιάνει» ο αέρας, που αερίζεται καλά: «εμ τι ξαγηρ κό, που είνι του σπίτ σας!» ξαδειάζου ρ. < ξ (ε) + αδειάζω όντας αποσχολημένος με πολλή δουλειά, βρίσκω κάποιον ελεύθερο χρόνο, ευκαιρώ: «- άμα ξαδειάγ ς, πέραση απού του σπίτ, που ση θέλου - ε ξαδειάζου να κατουρήσου» ξαίνου ρ. < αρχ. ξαίνω αραιώνω τις τρίχες του μαλλιού, το λαναρίζω, το χτενίζω Το μαλλί των προβάτων, αφού πρώτα το έπλεναν καλά, το έξαιναν με τα λανάρια (βλ. λ.), για να αφαιρέσουν τις όποιες ξένες ύλες υπήρχαν σ αυτό και να το κάνουν αφράτο και απαλό, κατάλληλο για γνέσιμο φρ.: «θα ση ξάνου τρίχα-τρίχα του γλίτουση» ξαμουλέρνου ρ. (αόρ. ξαμόλαρα) < ξ(ε) + αμουλέρνου < αμολέρνω < βεν. molar ή < ιταλ. mollare ή ammollare αφήνω ελεύθερο, εξαποστέλλω, ξεφορτώνομαι, εξορίζω: «θα πάρου του σ τσύλου στου β νό, να τουν ξαμουλάρου» ξανατσύλ μα (το) < ξανακυλ-ώ + -ημα υποτροπή αρρώστιας μτφ.: άνθρωπος φορτικός, πολύ ενοχλητικός, ανυπόφορος: «αυτός είνι αρρουστιά τσι ξανατσύλ μα» ξανατσ λώ ρ. < ξανα + κυλώ υποτροπιάζει η αρρώστια μου: «πάνου που αν ξη τα μάτια τ, ξανατσύλ ση» ξανοίγου ρ. < μσν. ξανοίγω < αρχ. ἐξανοίγω
(168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 169 169 ξηβγάζω ξεχερσώνω, μετατρέπω άγονη έκταση σε καλλιεργήσιμη, βγάζοντας από αυτήν άγριους θάμνους και βράχια, ξεχερσώνω (γ προσ.) ξανοίγ, ξάν ξη: σταμάτησε η βροχή, αραιώνουν τα σύννεφα: «ξάν ξη τσι θα μπουρέσου να πάγου στη δ λειά» ξάν μα (το) < ξάνοιγμα < ξανοίγω η εργασία του ξεχερσώματος η έκταση που έχουμε ξεχερσώσει μέρος με ανοιχτό ορίζοντα, ξέφωτο τοπωνύμιο δυτικά του χωριού (Βασιλικά) ξαπλανταρώνου ρ. < ξαπλάρ-ω (-ντα- για επίταση) < μσν. εξαπλώ ξαπλώνω και πιάνω ολόκληρο τον χώρο με ανοιχτά χέρια και πόδια, ξαπλώνω ανέμελα: «πήγη τσι ξηπλαντάρουση τσι ε τουν καίγητι καρφί» μτχ. παθ. πρκμ. ξηπλανταρουμένους: «τσείτι (κείτεται) ξηπλανταρουμένους κάτου απ τη σ τσιά (συκιά)» σωριάζομαι στο έδαφος: «μόλις έφαγη μια γρουθιά, ξηπλαντάρουση» ξαρρουστ κά (τα) < ξ(ε) αρρωστ-ώ (βλ. λ.) + -ικά δώρα που πήγαιναν στον άρρωστο (γλυκά, παξιμάδια, χυμούς) για να του ευχηθούν καλή ανάρρωση ξαρρουστώ ρ. < ξ(ε) + αρρωστώ αναρρώνω, είμαι σε ανάρρωση: «τουν έπιαση γρίπ τσι έκανη ένα μήνα να ξαρρουστήσ» ξαρχαίνου ρ. (αμετ.) (πιθ.ξ(ε) + αχνίζω αποβάλλω αχνούς (υδρατμούς) και θερμοκρασία, κρυώνω: «άση του φαγί να ξηρχάν!» (να φύγουν οι αχνοί, να κρυώσει) ξάφ (το) < χ(ρυ)σάφι < χρυσάφι χρυσάφι ξέκουμμα (το) < ξεκόβ-ω + κατάλ. -μα άτομο που έχει απομακρυνθεί από την εθνική ή κοινωνική του ομάδα και έχει προσκολληθεί σε άλλη περιφρονητική έκφραση για άτομο από ξένο τόπο: «ήρταν τα ξηκόμματα τσι γίναν αθρώπ!» ξη πρόθ. < ξε < αρχ. εκ (εξ) πρόθεση που σημαίνει: βγάλσιμο έξω (ξηδουντιάζου) ακύρωση προηγούμενης ενέργειας ή αποτελέσματος προηγούμενης ενέργειας (παγώνου - ξηπαγώνου - ξηπάγωμα), επίταση (κουφαίνου - ξηκουφαίνου) κ.ά. πολλά ξηβγάζω ρ. < ξε + βγάζω συνοδεύω κάποιον που φεύγει ως την
(168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 170 αντιλαμβάνομαι: «τι ξηδιάληξης απ αυτά π άκ σης;» ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι: «τι ξηδιάληξης που πήγης τσι του πρόκανης;» ξηδιαντρέπουμι ρ. < ξε + δια + ντρέπομαι παύω να ντρέπομαι κάποιον, ξεπληρώνοντας κάποια υποχρέωση που του είχα: «πήγα τσι τουν μάζηψα πέντη μέρης ηλιές τσι τουν ξηδιαντράπ κα, που πήγη τ μάννα μ στου νουσουκουμείου» ξηδιάντρουπους -η -ου < μσν. ξεδιάντροπος < ξ(ε) + αδιάντροπος αυτός που έχει αποβάλει εντελώς το αίσθημα της ντροπής, αδιάντροπος, ξετσίπωτος ξηκατνιάζουμι ρ. (αόρ. ξηκατνιάστ κα) < ξε + κατίν-α (ράχη ) + -ιάζομαι «μου βγαίνει» η κατίνα από τη μεγάλη προσπάθεια ή από το σήκωμα μεγάλου φορτίου, κουράζομαι υπερβολικά: «ξηκατνιάστ κα σήμηρα να σ κώνου ούλ τ μέρα δίχτυα απ τ ς ηλιές» ξηκατουριέμι ρ. < ξε + κατουριέμαι < αρχ. κατουρῶ έχω μεγάλη ανάγκη να ουρήσω, βιάζομαι να ουρήσω μτχ. παθ. πρκμ. ξηκατουρμένους: μτφ. ο πολύ βιαξηβράκουτους 170 πόρτα, ξεπροβοδίζω (ξέβγαλ -μα) μτφ.: στέλνω στον άλλο κόσμο: «τουν ξέβγαλη του Μαρίγ τουν Δημητρό» ξεπλένω: «θα ξηβγάλου τα ρούχα τσι θα τ απλώσου» ξηβράκουτους -η -ου < ξε-βρακώ -(νω) + -τος αυτός που δεν έχει βρακί να φορέσει, ο πάμφτωχος ξεβράκωτη (γυναίκα χωρίς προίκα): «ποιος θα τ πάρ έφτην τ ξηβράκουτ!» ξηγανιάζου ρ. < ξε + γάν-α (βλ. λ.) + -ιάζω μου φεύγει η γάνα που είχα: «ήπια κουμμάτ νηρο τσι ξηγάνιασα» μτφ.: ικανοποιούμαι μερικώς για κάτι που επιθυμούσα πολύ: «τα είπα τσι ξηγάνιασα», «χόρηψα κουμμάτ τσι ξηγάνιασα» ξηγουνιαδιάζου ρ. < ξε - γωνιάδ-(ι) + -ιάζω αφαιρώ από το καρβέλι γύρω-γύρω το ξεροψημένο μέρος (τις γωνίες): «η Γιώρ ς ξηγουνιαδιάση ούλου του ψουμί τσι αφήτση μόνου ς ψίχης» ξηδιαλέγου ρ. < μσν. ξεδιαλέγω < ξε + διαλέγω κάνω διαλογή, ξεχωρίζω από τα πολλά: «έχου να ξηδιαλέξου απ τα σύκα τα ψτάλια» καταλαβαίνω,
(168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 171 171 ξημπατ κώνου στικός: «ήρτη σα τουν ξηκατουρμένου!», «σα ξηκατουρμένους κάν!» ξηκουλιάζουμι ρ. < ξε + κώλ-ος + -ιάζομαι «μου βγαίνει ο κώλος» από τη μεγάλη κούραση, ξεθεώνομαι: «ξηκουλιάστ κα ίσιαμι να καθαρίσου του σπίτ» ξηλ μανίζου ρ. < ξε + λιμάν-ι + -ίζω βγαίνω έξω από το λιμάνι, ταξιδεύω, πηγαίνω σε άλλα μέρη μτφ.: ψυχαγωγούμαι, ξεσκάω, βγαίνω έξω από το σπίτι «να πάρω τον αέρα μου», ύστερα από μεγάλο διάστημα που έμενα κλεισμένος: «μη κάθησι μέσα τσι σκας! έβγα όξου να ξηλ μανίγ ς κουμμάτ!» ξηλουγιάζου -ουμι ρ. < μσν. ξελογιάζω < ξε + λόγ-ος + -ιάζω 1. τρομάζω, πανικοβάλλω, τρέπω σε φυγή: «έβγα τσι ξηλόγιαση τ ς όρθης», «ξηλουγιαστήκαν τα πρόβατα απ τ τφητσιά (τουφεκιά)» 2. ξεγελώ, εξαπατώ, αποπλανώ: «μη του πε, πε, πε, τ ξηλόγιαση τ κουπηλούδα» ξηλουρίζου ρ. < ξε + λουρ-ίδα + -ίζω αποσπώ βίαια λουρίδες, ξεσχίζω, κομματιάζω: «θα του πιάσου του π κάμ σου σ να του ξηλουρίσου» ξηλουχίζου ρ. (και ξηλουχώ, αμετ.) < ξε (εκ) + λόχ-η (φλόγα) + -ίζω βγάζω, πετώ φλόγες: «μη ρίχν ς άλλα ξύλα! ξηλόχ ση η φουτιά!» ξηματίζου ρ. (και ξηματώ) < μσν. εξομματίζω κόβω, βγάζω το μάτι (αφαιρώ από τα κουκιά το επάνω μαύρο μέρος του φλοιού (μάτι), για να βράσουν ευκολότερα και καλύτερα): «ήταν μια γριγιά τσι ξημάτ ζη κ τσιά» ξημαυλίζου ρ. < ξε (εκ) + μαυλίζω εκμαυλίζω, παρασύρω σε κακές συνήθειες, ξελογιάζω: «ήταν άμαθου του κουπηλούδ τσι του ξημαύλ ση» ξημηρδίζου ρ. ξε + μερίδ-α + -ίζω αποσπώ βίαια κομμάτια, ξεκολλώ μέρη, ξεσκίζω, κομματιάζω: «θα νέρτου τσι θα ση ξημηρδίσου!» ξημουραίνου -ουμι ρ. < μσν. εκμωραίνω κάνω κάποιον να συμπεριφέρεται σαν μωρός: «η Θιος τουν ξημώρανη!», «ξημουράθ τση γέρους άθρηπους τσι θέλ παντριγιά!» ξημπατ κώνου ρ. < ξε + μπατ κώνου (βλ. λ.) βγάζω ή βοηθώ κάποιον να βγει από τη λάσπη, μέσα στην οποία έχει κολλήσει, ξελασπώνω: «έλα βάλη
(168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 172 ξημπρουστιάζου 172 ένα χέρ να ξημπατ κώσουμε τ αυτουκίνητου» μτφ. (αμετ.): ξεχρεώνω, βγαίνω από τη δύσκολη οικονομική κατάσταση, που βρισκόμουν: «πούλ σα κουμμάτ λάδ τσι ξημπάτ κουσα» ξημπρουστιάζου ρ. < ξε + μπροστ-ά + -ιάζω ξεσκεπάζω, με κατ αντιπαράσταση εξέταση μπροστά σε τρίτους, τα σφάλματα ή τους ψευδείς ισχυρισμούς κάποιου ξημπρόστιασμα (το) < ξημπρουστιάζου (βλ. λ.) το ξεσκέπασμα μπροστά σε τρίτους του σφάλματος ή του ψέματος κάποιου:«ε μ αρέσιν μένα τα ξημπρουστιάσματα» ξην σκουμένους -η -ο < ξε + νηστικ-ός + -ωμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρ. *ξενηστικώνομαι πολύ πεινασμένος, θεονήστικος, ξελιγωμένος: «τρώγ σαν ξην σκουμένους» μτφ.: πλεονέχτης, λαίμαργος, αχόρταγος: «μάξηψη τόσου μαξούλ τσι δε χουρταίν η ξην σκουμένους» ξηνουγηννώ ρ. ξένος + γεννώ (για όρνιθες) γεννώ σε ξένη φωλιά και όχι στη δική μου: «τ μαύρ τ ν όρθα θα τ σφάξου, γιατί ούλου ξηνουγηννά» μτφ. (για άνδρες): έχω εξωσυζυγικές σχέσεις: «η Γιώρ ς, δυο χρόνια παντρημένους, τσι ξηνουγηννά» ξηπαραδιάζου -ουμι ρ. < ξε + παράδ-ες + -ιάζω αφαιρώ από κάποιον όλα τα χρήματά του (τους παράδες του) μεσ.: χάνω ή ξοδεύω όλα μου τα χρήματα: «πάντρηψη τ κόρ υτ τσι ξηπαραδιάστ τση» ξηπαραλιώ ρ. < ξεπαραλώ < ξε + παρά + ηλώ (μτγν. ἐξηλῶ = βγάζω τους ήλους, τα καρφιά, ξεκαρφώνω) ξεφτίζω πλεκτό, ξηλώνω τις ραφές ρούχου μτφ. (αμετ.): φεύγω από τη ζωή, πεθαίνω: «έτοιμους είνι η Γιώρ ς να ξηπαραλήσ!» ξηπαρδαλώνου -ουμι < ξε + παρτάλ-ι < τουρκ. partal - (κουρέλι) + -ώνω κουρελιάζω, κομματιάζω: «ξηπαρδαλουθήκαν τα παπούτσια μ! Θέλιν σόλιασμα!» μτχ. παθ. πρκμ.: ξηπαρδαλουμένους -η -ου: διαλυμένος, κουρελιασμένος: «η πόρτα είνι ξηπαρδαλουμέν» ξηπαρμένους -η -ο < μετοχή παθ. πρκμ. του αρχ. ρ. (ξε) ἐπαίρομαι (μτχ. ἐπηρμένος)
(168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 173 173 ξηρουβήχου υπερόπτης, αλαζόνας, καυχησιάρης: «κάτι (κάθεται) ένας ξηπαρμένους τσι καυτσιέτι πους μαζεύγ πηνήντα μόδια ηλιές» ξεμυαλισμένος: «ξηπαρμέν γ ναίκα» (γυναίκα, που έχουν πάρει τα μυαλά της αέρα, η ελαφρών ηθών): «αφήτση μια ξηπαρμέν τουν άντρα τ ς τσι τα μουρέλια τ ς τσι ακλούθ ση έναν αξ πόλ του» ξηπαστρεύγου ρ. < μσν. ξεπαστρεύω σκοτώνω, αφανίζω: «τ ς παραφ λάξαν τσι τ ς ξηπαστρέψαν έναν-έναν» ξεχερσώνω, από χέρσα γη ξεριζώνω τους άγριους θάμνους και την κάνω καλλιεργήσιμη: «ξηπάστρηψα ούλου του χουράφ» ξηπητσουριάζου ρ. < ξε + πητσούρ (βλ. λ.) + -ιάζω βγάζω από το ψωμί το «πετσούρι» (την κόρα) ξηπηταρούδ (το) < ξεπετ-ώ + υποκορ. επθμ. -αρούδι πουλάκι που αρχίζει να πετά και ν απομακρύνεται από τη φωλιά παιδάκι που μεγάλωσε πια αρκετά, προέφηβος ξηπητώ ρ. < ξε + πετώ πεταρίζω, φτερουγίζω: πρόληψη: όταν ξεπετά το μάτι σου, είναι σημάδι πως θα δεις, ύστερα από καιρό, κάποιο γνωστό σου πρόσωπο: «του μάτ υμ ξηπητά! άθρηπου θα δω!» μτφ.: λαχταρώ, έχω έντονη επιθυμία: «ξηπητά η καρδιά μ να πάγου στου χουριό» ξηπουρτίζου ρ. < ξε + πόρτ-α + -ίζω < μσν. εξωπορτίζω φεύγω κρυφά από το σπίτι για διασκέδαση ή παράνομες ερωτικές σχέσεις, εγκαταλείπω το σπίτι μτφ.: παίρνω τον κακό δρόμο: «απού μ κρή αρχίν ση να ξηπουρτίζ» ξηράδ (το) < ξηρ-ός + επθμ. -άδι οι ελιές που ξηραίνονται και πέφτουν από το δέντρο προτού ωριμάσουν: «αξ στιάτ κου ξηράδ» (αυγουστιάτικο ξεράδι) κομμάτι ξερό ψωμί, ξεροκόμματο: «ρίξη στου στσύλου ένα ξηράδ» μτφ.: χέρι ή πόδι: «κάτου τα ξηράδια σ!» ξηρουβήχου ρ. < μσν. ξεροβήχω < ξερο + βήχω προσποιούμαι πως βήχω, για ν αποφύγω απάντηση: «τουν ρώτ σα γιατί τουν έδιουξη απ τη δ λειά τσι τσείνους ξηρόβ ξη» προσποιούμαι πως βήχω από αμηχανία, μπροστά σε αδιέξοδο: πρβλ.: «απορία ψάλτου βηξ» βήχω για να κάνω φανε-
(168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 174 ξηρουλιθιά 174 ρή την παρουσία μου: «τουν είδα που έκληβγη τα λουλούδια τσι ξηρόβ ξα» ξηρουλιθιά (η) < μσν. ξηρόλιθ-ος + -ιά τρόπος χτισίματος πέτρας χωρίς συνδετικό υλικό (λάσπη, ασβέστη, τσιμέντο), αλλιώς ξηνουτρόχαλο. Με ξηρουλιθιά χτίζονται «σέτια» (βλ. λ.) και τοίχοι για περίφραξη χωραφιών ξησάζου ρ. ξε + αρχ. ἰσάζω ετοιμάζω, τακτοποιώ: «απαντέχου μ σαφιριά τσι ξησάζου του σπίτ» ξησιέρνου ρ. < ξε + σέρνω (τραβώ) τραβώ (δίνω έκταση σε) κάτι περισσότερο από όσο πρέπει: φρ. μτφ.: «μη του ξησιέρν ς του στσοινί» (μη παρατραβάς το σκοινί, μην οδηγείς την υπόθεση στα άκρα) ξησκαντάλα (η) < ξε + μτγν. σκάνδαλον (= ξύλινο εξάρτημα παγίδας) παγίδα για πιάσιμο πουλιών Λειτουργούσε κι έπιανε με θηλιά το πουλί από τα πόδια, όταν αυτό πατούσε σε μικρό ξυλάκι της ξεσκαντάλας (στο «σκάνδαλον»), το οποίο έπεφτε με το παραμικρό άγγισμα ή βάρος μτφ.: ό, τι είναι έτοιμο να καταρρεύσει, το ετοιμόρροπο: «ξησκαντάλα είνι η τοίχους! έτοιμους είνι ν αλέσ! (να γκρεμιστεί)» ξησκουλίζου ρ. < ξε-σκολ-ειό + -ίζω τελειώνω το σχολειό έχω αποκτήσει πείρα σε κάτι και δεν μπορεί να με ξεγελάσει κανένας: «έχου ξησκουλήσ, είμι ξησκουλ σμένους» ξητσίπουτους (ο) < ξετσιπώ-νομαι + -τος αυτός που δεν έχει «τσίπα», που έχει αποβάλει το αίσθημα της ντροπής, ο αδιάντροπος: «τι ν απαντέχ κανείς απού έναν ξητσίπουτου!» «ξητσίπουτ γ ναίκα»: γυναίκα ελευθερίων ηθών, πόρνη ξητσιώνουμι ρ. < (εξ) αιτιώνομαι < από το αρχ. ρ. αἰτιῶμαι (μέμφομαι, κατηγορώ) επιχαίρω για το κακό που βρήκε τον εχθρό μου: «η Γιώρ ς ξητσιώνητι που ψόφ ση του βόδ τ Δημητρού» ξηυτιλίζου: < μτγν. ἐξευτελίζω μειώνω ηθικά, θίγω, προσβάλλω, ταπεινώνω, ρεζιλεύω: «τουν έφτ ση μπρουστά στουν κόσμου τσι τουν ξηυτέλ ση» ξηφαν κός (ο) < ξε + φαν- (αόρ. φάν-ηκα του ρ. φαίνομαι, φαίνω = φέρνω στο φως, φωτίζω) + -ικός αυτός που φαίνεται καθαρά, που
(168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 175 175 ξ λώνου μπορείς να τον δεις ανεμπόδιστα, που τον λούζει το φως: «του σπίτ μας είνι πουλύ ξηφαν κό» (πρβλ. Ιλιάδα Π, στ. 299 «προβάλνουν τα ξέφαντα λιβάδια», μετ. Αλ. Πάλλη) ξηφτέρ (το) < ξεφτέρι < μσν. ξεφτέριν < λατιν. accipiter (κατά Μπαμπινιώτη από το μτγν. οξυπτέριον < υποκορ. του επίθ. οξύπτερος «αυτός που πετά γρήγορα, που κινεί γρήγορα τα φτερά του»: γεράκι μτφ: πανέξυπνοςάνθρωπος, αυτός που τα έχει μάθει όλα: «γίν τση ξηφτέρ στου χουρό» ξηφτ λίζου ρ. < ξε + φιτίλ-ι + -ίζω 1.τραβώ (μεγαλώνω) το φιτίλι του καντηλιού: «ξηφτίλ ση του καντήλ!» (τράβα, μάκρυνε, το φιτίλι του κα-ντηλιού) 2. καθαρίζω, ξεβουλώνω με φιτίλι: «ξηφτίλ ση τ αφτιά σ, ν ακούς!» ξηφτούρα (η) < ξεφτούρα < μτγν. επιθ. οξύπτερος - οξυπτέρα (αυτή που πετά γρήγορα, που κινεί γρήγορα τα φτερά της, βλ. λ. ξηφτέρ ) η όρνιθα πετά πάνω από τον φράχτη και το σκάει από το κοτέτσι μτφ.: η γυναίκα που ξεπορτίζει, που γυρίζει τις νύχτες ξηχρουνίζου ρ. < ξε + χρόν-ος + -ίζω αργώ, καθυστερώ, κάνω έναν ολόκληρο χρόνο: «πήγη να πάρ ψουμί απ τουν φούρνου τσι ξηχρόν ση» ξιτσ (το) < ξίκι < τουρκ. eksik (έλλειψη) ελλιπές, λειψό βάρος ξίτσ κους (ο) < τουρκ. eksik (λειψός, ελλιπής) ξίκικος, αυτός που του λείπει βάρος: «ξίτσ κα δράμια», «ξίτσ κα μυαλά» αυτός που δείχνει βάρος μεγαλύτερο από το πραγματικό: «ξιτσ τσια ζ γαριά» ξιω - ξιέμι ρ. < βλ. λ. ξύνου - ξύνουμι ξ λουγαϊδάρα (η) < ξύλο + γαϊδάρα ξύλινο φορείο, υποβασταζόμενο από δύο, για μεταφορά βαριών αντικειμένων (π.χ. βράχων): «πα στ ξ λουγαϊδάρα να ση φέριν» (κατάρα: να σε φέρουν νεκρό πάνω στη...) ξ λουμένους (ο) < μτχ. παθ. πρκμ. του ρ. ξ λώνου (βλ. λ.) αυτός που του έχουν φύγει οι ήλοι (τα καρφιά) ο ξεκάρφωτος, διαλυμένος μτφ. ασύνδετος, ασυνάρτητος, αφηρημένος, απρόσεχτος, χαζός: «ξ λουμένα λόγια» ξ λώνου -ουμι ρ. < μσν. ξηλώνω < μτγν. ἐξηλῶ (βγάζω τους ήλους = τα καρφιά, ξεκαρφώνω)
(168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 176 ξ νήθρα 176 1. αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο: «ξ λώνου τα μανίκια απ του παλτό» 2. αποσπώ την προσοχή, απασχολώ: «ξ λώνου του μουρό», «ξ λώθ κα μη τ τηληόρασ τσι έκαψα του φαγί» 3. μένω κατάπληκτος, αποσβολώνομαι: «ξ λώθ κα μη τα λόγια τ» ξ νήθρα (η) < ξιν-ός + -ήθρα άγριο χόρτο με ξινό χυμό, που φυτρώνει σε σχισμές βράχων και σε θάμνους. Μοιάζει με το λάπατο. ξόμπλ (το) < μσν. ε-ξόμπλι-ον στολίδι, κέντημα μτφ.: ψεγάδι, μειονέκτημα, κατηγόριο: «άμα θελ ς ν ακούγ ς τα ξόμπλια σ, πέ του!» ξός, ξή, ξό < χ(ρυ)σός < αρχ. χρυσός χρυσός: «τα χειρέλια τ είνι ξα», «ξο μουρό» ξουδιάζου ρ. < μσν. ξοδιάζω ξοδεύω: «ξουδιάση (ξόδεψε) τα μαλλιά τ τσηφαλιού τ» ξουμπλιάζου ρ. < ξόμπλ-ι + -ιάζω στολίζω, διακοσμώ με κεντήματα ή άλλα στολίδια (ξόμπλια) μτφ.: βρίσκω ψεγάδια, κακολογώ, κουτσομπολεύω: «ήρτη στου σπίτ υμ για να ξουμπλιάσ!» ξούρ (το) < κουσούρι < τουρκ. kusur ελάττωμα, αδυναμία, ψεγάδι: «η Γιώρ ς έχ ένα ξουρέλ! τουν αρέσ του ρακέλ!» ξουριάζου ρ. < ξούρ-ι + -ιάζω βρίσκω ξούρια σε κάποιον, τον κακολογώ: «κάτι (κάθεται) τσι ξουριάζ τ νύφ υτ ς!» ξουρίζου ρ. < ξε + ορίζω < αρχ. ἐξορίζω βγάζω κάποιον έξω από τα όρια του τόπου του εκτοπίζω σε απομακρυσμένο και ακατοίκητο μέρος: «πάρ τουν του στσύλου τσι ξούρ ση τουν» ξουχάρ ς - σα - κου < ξοχάρης < εξοχ-ή + -άρης άνθρωπος που εργάζεται ή διαμένει στην εξοχή, αγρότης ξ πάζου ρ. (αμετ., και ξ πώ) < μσν. ξυπάζω 1. ξιπάζω, αλαζονεύομαι, υπερηφανεύομαι, «το παίρνω στη μύτη μου»: «είδη πέντη παράδης στ τσέπ υτ τσι ξίσπαση!» μτχ. παθ. πρκμ.: ξ πασμένους: ο φαντασμένος, «που νομίζει πως είναι αυτός και όχι (κανένας) άλλος» 2. τρομάζω, ξαφνιάζομαι: «μα ξ πάσαν τα μ λάρια, πητάξαν απ τ ς κατίνης τα σαμάρια» ξύνου -ουμι ρ. (και ξύω - ξυέμι) < ξύνω -ομαι < αρχ. ξέω (για ξύλο, πέτρα, μάρμαρο κτλ.) και ξύω - ξύομαι (για σάρκα)
(168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 177 177 ξύστρους ξύνω: «ξύν τα νύχια τ για καβγά» ξυω: «θ αφήσουμη τη δ λειά μας, να ξυούμη τα μηριά μας» (παροιμ.) ξύνουμι: «ξύνητι σα ψουριάρ ς» ξυέμι: «ξυέτι στ τσιουμπάν τ γκατζουρίδα» (παροιμ.) ξύστρους (ο) < ξύστρος < ξύνω τριγωνική μεταλλική σπάτουλα με την οποία έξυναν τα τοιχώματα της σκάφης μετά την αφαίρεση της ζύμης από αυτήν