μαλλί σ!» (φοβέρα: θα σε ξεμαλλιάσω) ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ξη κουμμάτ του παναθύρ να ξαγηρίγ ς



Σχετικά έγγραφα
μαλλί σ!» (φοβέρα: θα σε ξεμαλλιάσω) ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ξη κουμμάτ του παναθύρ να ξαγηρίγ ς

1. για λεχθέντα: υποβαθμίζω την προσπαθώ να βρω κάτι: «έψαξα ούλου του σπίτ τσι δεν ήβρα τα κλεισβητώ. λ.)

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Εικόνες: Eύα Καραντινού


Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

Αυτήν εκεί την κοπελιά την ξέρεις; Πού είναι τα παιδιά; Γιατί δεν είναι μέσα στις τάξεις τους;

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Γράφουν τα παιδιά της Β 1 Δημοτικό Σχολείο Αγίου Δημητρίου

Καλλιεργώντας τη γη. νιν ή ινίν σκάλα του αμπελιου

10 + αλήθειες που μάθαμε συζητώντας με ψαράδες

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ. Σκηνή 1 η

Ζούσε στην άκρη ενός χωριού που το έλεγαν Κεφαλοχώρι. Το Κεφαλοχώρι βρισκόταν στην κορυφή ενός βουνού και είχε λογής λογής κατοίκους.

ΕΧΩ ΜΙΑ ΙΔΕΑ Προσπαθώντας να βρω θέμα για την εργασία σχετικά με την Δημοκρατία, έπεσα σε τοίχο. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα, τις σημειώσεις μου και δεν

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Ενότητα: ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΛΙΟΝΤΑΡΙ. O βασιλιάς των ζώων. Η οικογένεια των λιονταριών. Λιοντάρια

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ο ροταϊός και ο βασιλιάς της Κάρμεν Ρουγγέρη εικονογράφηση Λαυρέντης Χωραΐτης

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Παρουσίαση Αποτελεσμάτων Online Έρευνας για τα Χριστούγεννα

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

«Η νίκη... πλησιάζει»

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

T: Έλενα Περικλέους

Θεατρικό παιχνίδι «Η άνοιξη στον κήπο μας»

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Μύθοι του Αισώπου σε μορφή κόμικς. Εργασία από τα παιδιά της Ε τάξης

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

General Music Catalog General Music ΘΩΔΗ ΕΦΗ. page 1 / 5

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Παιχνίδια στην Ακροθαλασσιά

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwω ψerβνtyuςiopasdρfghjklzx cvbn nmσγqwφertyuioσδφpγρa ηsόρ ωυdf ghjργklαzxcvbnβφδγωmζq wert

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Θα φύγω :: Παπαϊωάννου Ι. - Ευγενικός Α. :: Αριθμός δίσκου: GA

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΥΜΝΑΖΕΤΑΙ (Κωµικό σκετς)

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΛΕΗΚ (William Blake)

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Η τέχνη της συνέντευξης Martes, 26 de Noviembre de :56 - Actualizado Lunes, 17 de Agosto de :06

ζάλα (τα) (σπάνια στον ενικό το ζά- ζαλούρα (η) < ζάλ-η + μεγεθυντ. ζαμάνια (τα) < τουρκ. zaman (χρό-

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ. Για την ΗΜΕΡΑ ΑΣΦΑΛΟΥΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ και τη Δράση Saferinternet.gr

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

Τα ρούχα του Βασιλιά

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ <<ΦΥΣΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ >> ΘΕΜΑ 1 <<ΣΧΗΜΑ ΓΗΣ ΜΕΡΑ & ΝΥΧΤΑ>>

Η Ιστορία. Προετοιμασία του παιχνιδιού. Μια περιπετειώδης αποστολή στον παράδεισο.

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Ίνγκο Ζίγκνερ. Ο μικρός δράκος. Καρύδας. Ο θησαυρός της ζούγκλας. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

μονόλογος. του γιώργου αθανασίου.

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Κατερίνα Ανωγιαννάκη Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ. Εικόνες: Πετρούλα Κρίγκου

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

(Σκηνικό η εξοχή ακούγονται πυροβολισµοί) Μπαίνουν δυο τσολιάδες λίγο βιαστικοί σα να µη θέλουν να τους δουν.

Χ ρ ο ν ι κ έ ς π ρ ο τ ά σ ε ι ς. Υ π ο θ ε τ ι κ έ ς π ρ ο τ ά σ ε ι ς

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Ο Τόμπυ και οι Μέλισσες

Modern Greek Beginners

ΕΠΙΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ

Transcript:

(168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 168 ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ξη κουμμάτ του παναθύρ να ξαγηρίγ ς του σπίτ!» μαλλί σ!» (φοβέρα: θα σε ξεμαλλιάσω) ξάκριγια επίρ. < ξ(ε) + άκριγια < μσν. άκρια < άκρη ξαγηρ κό (το) (επίθ.) < ξ(ε) < άκρη-άκρη, ξώπετσα, επιφανειακά: αγέρ-ας + -ικό «τ ν έφαγη (τη σφαίρα) ξάκριγια τσι μέρος που το «πιάνει» ο αέρας, που αερίζεται καλά: «εμ τι ξαγηρ κό, που είνι του σπίτ σας!» ξαδειάζου ρ. < ξ (ε) + αδειάζω όντας αποσχολημένος με πολλή δουλειά, βρίσκω κάποιον ελεύθερο χρόνο, ευκαιρώ: «- άμα ξαδειάγ ς, πέραση απού του σπίτ, που ση θέλου - ε ξαδειάζου να κατουρήσου» ξαίνου ρ. < αρχ. ξαίνω αραιώνω τις τρίχες του μαλλιού, το λαναρίζω, το χτενίζω Το μαλλί των προβάτων, αφού πρώτα το έπλεναν καλά, το έξαιναν με τα λανάρια (βλ. λ.), για να αφαιρέσουν τις όποιες ξένες ύλες υπήρχαν σ αυτό και να το κάνουν αφράτο και απαλό, κατάλληλο για γνέσιμο φρ.: «θα ση ξάνου τρίχα-τρίχα του γλίτουση» ξαμουλέρνου ρ. (αόρ. ξαμόλαρα) < ξ(ε) + αμουλέρνου < αμολέρνω < βεν. molar ή < ιταλ. mollare ή ammollare αφήνω ελεύθερο, εξαποστέλλω, ξεφορτώνομαι, εξορίζω: «θα πάρου του σ τσύλου στου β νό, να τουν ξαμουλάρου» ξανατσύλ μα (το) < ξανακυλ-ώ + -ημα υποτροπή αρρώστιας μτφ.: άνθρωπος φορτικός, πολύ ενοχλητικός, ανυπόφορος: «αυτός είνι αρρουστιά τσι ξανατσύλ μα» ξανατσ λώ ρ. < ξανα + κυλώ υποτροπιάζει η αρρώστια μου: «πάνου που αν ξη τα μάτια τ, ξανατσύλ ση» ξανοίγου ρ. < μσν. ξανοίγω < αρχ. ἐξανοίγω

(168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 169 169 ξηβγάζω ξεχερσώνω, μετατρέπω άγονη έκταση σε καλλιεργήσιμη, βγάζοντας από αυτήν άγριους θάμνους και βράχια, ξεχερσώνω (γ προσ.) ξανοίγ, ξάν ξη: σταμάτησε η βροχή, αραιώνουν τα σύννεφα: «ξάν ξη τσι θα μπουρέσου να πάγου στη δ λειά» ξάν μα (το) < ξάνοιγμα < ξανοίγω η εργασία του ξεχερσώματος η έκταση που έχουμε ξεχερσώσει μέρος με ανοιχτό ορίζοντα, ξέφωτο τοπωνύμιο δυτικά του χωριού (Βασιλικά) ξαπλανταρώνου ρ. < ξαπλάρ-ω (-ντα- για επίταση) < μσν. εξαπλώ ξαπλώνω και πιάνω ολόκληρο τον χώρο με ανοιχτά χέρια και πόδια, ξαπλώνω ανέμελα: «πήγη τσι ξηπλαντάρουση τσι ε τουν καίγητι καρφί» μτχ. παθ. πρκμ. ξηπλανταρουμένους: «τσείτι (κείτεται) ξηπλανταρουμένους κάτου απ τη σ τσιά (συκιά)» σωριάζομαι στο έδαφος: «μόλις έφαγη μια γρουθιά, ξηπλαντάρουση» ξαρρουστ κά (τα) < ξ(ε) αρρωστ-ώ (βλ. λ.) + -ικά δώρα που πήγαιναν στον άρρωστο (γλυκά, παξιμάδια, χυμούς) για να του ευχηθούν καλή ανάρρωση ξαρρουστώ ρ. < ξ(ε) + αρρωστώ αναρρώνω, είμαι σε ανάρρωση: «τουν έπιαση γρίπ τσι έκανη ένα μήνα να ξαρρουστήσ» ξαρχαίνου ρ. (αμετ.) (πιθ.ξ(ε) + αχνίζω αποβάλλω αχνούς (υδρατμούς) και θερμοκρασία, κρυώνω: «άση του φαγί να ξηρχάν!» (να φύγουν οι αχνοί, να κρυώσει) ξάφ (το) < χ(ρυ)σάφι < χρυσάφι χρυσάφι ξέκουμμα (το) < ξεκόβ-ω + κατάλ. -μα άτομο που έχει απομακρυνθεί από την εθνική ή κοινωνική του ομάδα και έχει προσκολληθεί σε άλλη περιφρονητική έκφραση για άτομο από ξένο τόπο: «ήρταν τα ξηκόμματα τσι γίναν αθρώπ!» ξη πρόθ. < ξε < αρχ. εκ (εξ) πρόθεση που σημαίνει: βγάλσιμο έξω (ξηδουντιάζου) ακύρωση προηγούμενης ενέργειας ή αποτελέσματος προηγούμενης ενέργειας (παγώνου - ξηπαγώνου - ξηπάγωμα), επίταση (κουφαίνου - ξηκουφαίνου) κ.ά. πολλά ξηβγάζω ρ. < ξε + βγάζω συνοδεύω κάποιον που φεύγει ως την

(168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 170 αντιλαμβάνομαι: «τι ξηδιάληξης απ αυτά π άκ σης;» ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι: «τι ξηδιάληξης που πήγης τσι του πρόκανης;» ξηδιαντρέπουμι ρ. < ξε + δια + ντρέπομαι παύω να ντρέπομαι κάποιον, ξεπληρώνοντας κάποια υποχρέωση που του είχα: «πήγα τσι τουν μάζηψα πέντη μέρης ηλιές τσι τουν ξηδιαντράπ κα, που πήγη τ μάννα μ στου νουσουκουμείου» ξηδιάντρουπους -η -ου < μσν. ξεδιάντροπος < ξ(ε) + αδιάντροπος αυτός που έχει αποβάλει εντελώς το αίσθημα της ντροπής, αδιάντροπος, ξετσίπωτος ξηκατνιάζουμι ρ. (αόρ. ξηκατνιάστ κα) < ξε + κατίν-α (ράχη ) + -ιάζομαι «μου βγαίνει» η κατίνα από τη μεγάλη προσπάθεια ή από το σήκωμα μεγάλου φορτίου, κουράζομαι υπερβολικά: «ξηκατνιάστ κα σήμηρα να σ κώνου ούλ τ μέρα δίχτυα απ τ ς ηλιές» ξηκατουριέμι ρ. < ξε + κατουριέμαι < αρχ. κατουρῶ έχω μεγάλη ανάγκη να ουρήσω, βιάζομαι να ουρήσω μτχ. παθ. πρκμ. ξηκατουρμένους: μτφ. ο πολύ βιαξηβράκουτους 170 πόρτα, ξεπροβοδίζω (ξέβγαλ -μα) μτφ.: στέλνω στον άλλο κόσμο: «τουν ξέβγαλη του Μαρίγ τουν Δημητρό» ξεπλένω: «θα ξηβγάλου τα ρούχα τσι θα τ απλώσου» ξηβράκουτους -η -ου < ξε-βρακώ -(νω) + -τος αυτός που δεν έχει βρακί να φορέσει, ο πάμφτωχος ξεβράκωτη (γυναίκα χωρίς προίκα): «ποιος θα τ πάρ έφτην τ ξηβράκουτ!» ξηγανιάζου ρ. < ξε + γάν-α (βλ. λ.) + -ιάζω μου φεύγει η γάνα που είχα: «ήπια κουμμάτ νηρο τσι ξηγάνιασα» μτφ.: ικανοποιούμαι μερικώς για κάτι που επιθυμούσα πολύ: «τα είπα τσι ξηγάνιασα», «χόρηψα κουμμάτ τσι ξηγάνιασα» ξηγουνιαδιάζου ρ. < ξε - γωνιάδ-(ι) + -ιάζω αφαιρώ από το καρβέλι γύρω-γύρω το ξεροψημένο μέρος (τις γωνίες): «η Γιώρ ς ξηγουνιαδιάση ούλου του ψουμί τσι αφήτση μόνου ς ψίχης» ξηδιαλέγου ρ. < μσν. ξεδιαλέγω < ξε + διαλέγω κάνω διαλογή, ξεχωρίζω από τα πολλά: «έχου να ξηδιαλέξου απ τα σύκα τα ψτάλια» καταλαβαίνω,

(168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 171 171 ξημπατ κώνου στικός: «ήρτη σα τουν ξηκατουρμένου!», «σα ξηκατουρμένους κάν!» ξηκουλιάζουμι ρ. < ξε + κώλ-ος + -ιάζομαι «μου βγαίνει ο κώλος» από τη μεγάλη κούραση, ξεθεώνομαι: «ξηκουλιάστ κα ίσιαμι να καθαρίσου του σπίτ» ξηλ μανίζου ρ. < ξε + λιμάν-ι + -ίζω βγαίνω έξω από το λιμάνι, ταξιδεύω, πηγαίνω σε άλλα μέρη μτφ.: ψυχαγωγούμαι, ξεσκάω, βγαίνω έξω από το σπίτι «να πάρω τον αέρα μου», ύστερα από μεγάλο διάστημα που έμενα κλεισμένος: «μη κάθησι μέσα τσι σκας! έβγα όξου να ξηλ μανίγ ς κουμμάτ!» ξηλουγιάζου -ουμι ρ. < μσν. ξελογιάζω < ξε + λόγ-ος + -ιάζω 1. τρομάζω, πανικοβάλλω, τρέπω σε φυγή: «έβγα τσι ξηλόγιαση τ ς όρθης», «ξηλουγιαστήκαν τα πρόβατα απ τ τφητσιά (τουφεκιά)» 2. ξεγελώ, εξαπατώ, αποπλανώ: «μη του πε, πε, πε, τ ξηλόγιαση τ κουπηλούδα» ξηλουρίζου ρ. < ξε + λουρ-ίδα + -ίζω αποσπώ βίαια λουρίδες, ξεσχίζω, κομματιάζω: «θα του πιάσου του π κάμ σου σ να του ξηλουρίσου» ξηλουχίζου ρ. (και ξηλουχώ, αμετ.) < ξε (εκ) + λόχ-η (φλόγα) + -ίζω βγάζω, πετώ φλόγες: «μη ρίχν ς άλλα ξύλα! ξηλόχ ση η φουτιά!» ξηματίζου ρ. (και ξηματώ) < μσν. εξομματίζω κόβω, βγάζω το μάτι (αφαιρώ από τα κουκιά το επάνω μαύρο μέρος του φλοιού (μάτι), για να βράσουν ευκολότερα και καλύτερα): «ήταν μια γριγιά τσι ξημάτ ζη κ τσιά» ξημαυλίζου ρ. < ξε (εκ) + μαυλίζω εκμαυλίζω, παρασύρω σε κακές συνήθειες, ξελογιάζω: «ήταν άμαθου του κουπηλούδ τσι του ξημαύλ ση» ξημηρδίζου ρ. ξε + μερίδ-α + -ίζω αποσπώ βίαια κομμάτια, ξεκολλώ μέρη, ξεσκίζω, κομματιάζω: «θα νέρτου τσι θα ση ξημηρδίσου!» ξημουραίνου -ουμι ρ. < μσν. εκμωραίνω κάνω κάποιον να συμπεριφέρεται σαν μωρός: «η Θιος τουν ξημώρανη!», «ξημουράθ τση γέρους άθρηπους τσι θέλ παντριγιά!» ξημπατ κώνου ρ. < ξε + μπατ κώνου (βλ. λ.) βγάζω ή βοηθώ κάποιον να βγει από τη λάσπη, μέσα στην οποία έχει κολλήσει, ξελασπώνω: «έλα βάλη

(168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 172 ξημπρουστιάζου 172 ένα χέρ να ξημπατ κώσουμε τ αυτουκίνητου» μτφ. (αμετ.): ξεχρεώνω, βγαίνω από τη δύσκολη οικονομική κατάσταση, που βρισκόμουν: «πούλ σα κουμμάτ λάδ τσι ξημπάτ κουσα» ξημπρουστιάζου ρ. < ξε + μπροστ-ά + -ιάζω ξεσκεπάζω, με κατ αντιπαράσταση εξέταση μπροστά σε τρίτους, τα σφάλματα ή τους ψευδείς ισχυρισμούς κάποιου ξημπρόστιασμα (το) < ξημπρουστιάζου (βλ. λ.) το ξεσκέπασμα μπροστά σε τρίτους του σφάλματος ή του ψέματος κάποιου:«ε μ αρέσιν μένα τα ξημπρουστιάσματα» ξην σκουμένους -η -ο < ξε + νηστικ-ός + -ωμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρ. *ξενηστικώνομαι πολύ πεινασμένος, θεονήστικος, ξελιγωμένος: «τρώγ σαν ξην σκουμένους» μτφ.: πλεονέχτης, λαίμαργος, αχόρταγος: «μάξηψη τόσου μαξούλ τσι δε χουρταίν η ξην σκουμένους» ξηνουγηννώ ρ. ξένος + γεννώ (για όρνιθες) γεννώ σε ξένη φωλιά και όχι στη δική μου: «τ μαύρ τ ν όρθα θα τ σφάξου, γιατί ούλου ξηνουγηννά» μτφ. (για άνδρες): έχω εξωσυζυγικές σχέσεις: «η Γιώρ ς, δυο χρόνια παντρημένους, τσι ξηνουγηννά» ξηπαραδιάζου -ουμι ρ. < ξε + παράδ-ες + -ιάζω αφαιρώ από κάποιον όλα τα χρήματά του (τους παράδες του) μεσ.: χάνω ή ξοδεύω όλα μου τα χρήματα: «πάντρηψη τ κόρ υτ τσι ξηπαραδιάστ τση» ξηπαραλιώ ρ. < ξεπαραλώ < ξε + παρά + ηλώ (μτγν. ἐξηλῶ = βγάζω τους ήλους, τα καρφιά, ξεκαρφώνω) ξεφτίζω πλεκτό, ξηλώνω τις ραφές ρούχου μτφ. (αμετ.): φεύγω από τη ζωή, πεθαίνω: «έτοιμους είνι η Γιώρ ς να ξηπαραλήσ!» ξηπαρδαλώνου -ουμι < ξε + παρτάλ-ι < τουρκ. partal - (κουρέλι) + -ώνω κουρελιάζω, κομματιάζω: «ξηπαρδαλουθήκαν τα παπούτσια μ! Θέλιν σόλιασμα!» μτχ. παθ. πρκμ.: ξηπαρδαλουμένους -η -ου: διαλυμένος, κουρελιασμένος: «η πόρτα είνι ξηπαρδαλουμέν» ξηπαρμένους -η -ο < μετοχή παθ. πρκμ. του αρχ. ρ. (ξε) ἐπαίρομαι (μτχ. ἐπηρμένος)

(168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 173 173 ξηρουβήχου υπερόπτης, αλαζόνας, καυχησιάρης: «κάτι (κάθεται) ένας ξηπαρμένους τσι καυτσιέτι πους μαζεύγ πηνήντα μόδια ηλιές» ξεμυαλισμένος: «ξηπαρμέν γ ναίκα» (γυναίκα, που έχουν πάρει τα μυαλά της αέρα, η ελαφρών ηθών): «αφήτση μια ξηπαρμέν τουν άντρα τ ς τσι τα μουρέλια τ ς τσι ακλούθ ση έναν αξ πόλ του» ξηπαστρεύγου ρ. < μσν. ξεπαστρεύω σκοτώνω, αφανίζω: «τ ς παραφ λάξαν τσι τ ς ξηπαστρέψαν έναν-έναν» ξεχερσώνω, από χέρσα γη ξεριζώνω τους άγριους θάμνους και την κάνω καλλιεργήσιμη: «ξηπάστρηψα ούλου του χουράφ» ξηπητσουριάζου ρ. < ξε + πητσούρ (βλ. λ.) + -ιάζω βγάζω από το ψωμί το «πετσούρι» (την κόρα) ξηπηταρούδ (το) < ξεπετ-ώ + υποκορ. επθμ. -αρούδι πουλάκι που αρχίζει να πετά και ν απομακρύνεται από τη φωλιά παιδάκι που μεγάλωσε πια αρκετά, προέφηβος ξηπητώ ρ. < ξε + πετώ πεταρίζω, φτερουγίζω: πρόληψη: όταν ξεπετά το μάτι σου, είναι σημάδι πως θα δεις, ύστερα από καιρό, κάποιο γνωστό σου πρόσωπο: «του μάτ υμ ξηπητά! άθρηπου θα δω!» μτφ.: λαχταρώ, έχω έντονη επιθυμία: «ξηπητά η καρδιά μ να πάγου στου χουριό» ξηπουρτίζου ρ. < ξε + πόρτ-α + -ίζω < μσν. εξωπορτίζω φεύγω κρυφά από το σπίτι για διασκέδαση ή παράνομες ερωτικές σχέσεις, εγκαταλείπω το σπίτι μτφ.: παίρνω τον κακό δρόμο: «απού μ κρή αρχίν ση να ξηπουρτίζ» ξηράδ (το) < ξηρ-ός + επθμ. -άδι οι ελιές που ξηραίνονται και πέφτουν από το δέντρο προτού ωριμάσουν: «αξ στιάτ κου ξηράδ» (αυγουστιάτικο ξεράδι) κομμάτι ξερό ψωμί, ξεροκόμματο: «ρίξη στου στσύλου ένα ξηράδ» μτφ.: χέρι ή πόδι: «κάτου τα ξηράδια σ!» ξηρουβήχου ρ. < μσν. ξεροβήχω < ξερο + βήχω προσποιούμαι πως βήχω, για ν αποφύγω απάντηση: «τουν ρώτ σα γιατί τουν έδιουξη απ τη δ λειά τσι τσείνους ξηρόβ ξη» προσποιούμαι πως βήχω από αμηχανία, μπροστά σε αδιέξοδο: πρβλ.: «απορία ψάλτου βηξ» βήχω για να κάνω φανε-

(168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 174 ξηρουλιθιά 174 ρή την παρουσία μου: «τουν είδα που έκληβγη τα λουλούδια τσι ξηρόβ ξα» ξηρουλιθιά (η) < μσν. ξηρόλιθ-ος + -ιά τρόπος χτισίματος πέτρας χωρίς συνδετικό υλικό (λάσπη, ασβέστη, τσιμέντο), αλλιώς ξηνουτρόχαλο. Με ξηρουλιθιά χτίζονται «σέτια» (βλ. λ.) και τοίχοι για περίφραξη χωραφιών ξησάζου ρ. ξε + αρχ. ἰσάζω ετοιμάζω, τακτοποιώ: «απαντέχου μ σαφιριά τσι ξησάζου του σπίτ» ξησιέρνου ρ. < ξε + σέρνω (τραβώ) τραβώ (δίνω έκταση σε) κάτι περισσότερο από όσο πρέπει: φρ. μτφ.: «μη του ξησιέρν ς του στσοινί» (μη παρατραβάς το σκοινί, μην οδηγείς την υπόθεση στα άκρα) ξησκαντάλα (η) < ξε + μτγν. σκάνδαλον (= ξύλινο εξάρτημα παγίδας) παγίδα για πιάσιμο πουλιών Λειτουργούσε κι έπιανε με θηλιά το πουλί από τα πόδια, όταν αυτό πατούσε σε μικρό ξυλάκι της ξεσκαντάλας (στο «σκάνδαλον»), το οποίο έπεφτε με το παραμικρό άγγισμα ή βάρος μτφ.: ό, τι είναι έτοιμο να καταρρεύσει, το ετοιμόρροπο: «ξησκαντάλα είνι η τοίχους! έτοιμους είνι ν αλέσ! (να γκρεμιστεί)» ξησκουλίζου ρ. < ξε-σκολ-ειό + -ίζω τελειώνω το σχολειό έχω αποκτήσει πείρα σε κάτι και δεν μπορεί να με ξεγελάσει κανένας: «έχου ξησκουλήσ, είμι ξησκουλ σμένους» ξητσίπουτους (ο) < ξετσιπώ-νομαι + -τος αυτός που δεν έχει «τσίπα», που έχει αποβάλει το αίσθημα της ντροπής, ο αδιάντροπος: «τι ν απαντέχ κανείς απού έναν ξητσίπουτου!» «ξητσίπουτ γ ναίκα»: γυναίκα ελευθερίων ηθών, πόρνη ξητσιώνουμι ρ. < (εξ) αιτιώνομαι < από το αρχ. ρ. αἰτιῶμαι (μέμφομαι, κατηγορώ) επιχαίρω για το κακό που βρήκε τον εχθρό μου: «η Γιώρ ς ξητσιώνητι που ψόφ ση του βόδ τ Δημητρού» ξηυτιλίζου: < μτγν. ἐξευτελίζω μειώνω ηθικά, θίγω, προσβάλλω, ταπεινώνω, ρεζιλεύω: «τουν έφτ ση μπρουστά στουν κόσμου τσι τουν ξηυτέλ ση» ξηφαν κός (ο) < ξε + φαν- (αόρ. φάν-ηκα του ρ. φαίνομαι, φαίνω = φέρνω στο φως, φωτίζω) + -ικός αυτός που φαίνεται καθαρά, που

(168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 175 175 ξ λώνου μπορείς να τον δεις ανεμπόδιστα, που τον λούζει το φως: «του σπίτ μας είνι πουλύ ξηφαν κό» (πρβλ. Ιλιάδα Π, στ. 299 «προβάλνουν τα ξέφαντα λιβάδια», μετ. Αλ. Πάλλη) ξηφτέρ (το) < ξεφτέρι < μσν. ξεφτέριν < λατιν. accipiter (κατά Μπαμπινιώτη από το μτγν. οξυπτέριον < υποκορ. του επίθ. οξύπτερος «αυτός που πετά γρήγορα, που κινεί γρήγορα τα φτερά του»: γεράκι μτφ: πανέξυπνοςάνθρωπος, αυτός που τα έχει μάθει όλα: «γίν τση ξηφτέρ στου χουρό» ξηφτ λίζου ρ. < ξε + φιτίλ-ι + -ίζω 1.τραβώ (μεγαλώνω) το φιτίλι του καντηλιού: «ξηφτίλ ση του καντήλ!» (τράβα, μάκρυνε, το φιτίλι του κα-ντηλιού) 2. καθαρίζω, ξεβουλώνω με φιτίλι: «ξηφτίλ ση τ αφτιά σ, ν ακούς!» ξηφτούρα (η) < ξεφτούρα < μτγν. επιθ. οξύπτερος - οξυπτέρα (αυτή που πετά γρήγορα, που κινεί γρήγορα τα φτερά της, βλ. λ. ξηφτέρ ) η όρνιθα πετά πάνω από τον φράχτη και το σκάει από το κοτέτσι μτφ.: η γυναίκα που ξεπορτίζει, που γυρίζει τις νύχτες ξηχρουνίζου ρ. < ξε + χρόν-ος + -ίζω αργώ, καθυστερώ, κάνω έναν ολόκληρο χρόνο: «πήγη να πάρ ψουμί απ τουν φούρνου τσι ξηχρόν ση» ξιτσ (το) < ξίκι < τουρκ. eksik (έλλειψη) ελλιπές, λειψό βάρος ξίτσ κους (ο) < τουρκ. eksik (λειψός, ελλιπής) ξίκικος, αυτός που του λείπει βάρος: «ξίτσ κα δράμια», «ξίτσ κα μυαλά» αυτός που δείχνει βάρος μεγαλύτερο από το πραγματικό: «ξιτσ τσια ζ γαριά» ξιω - ξιέμι ρ. < βλ. λ. ξύνου - ξύνουμι ξ λουγαϊδάρα (η) < ξύλο + γαϊδάρα ξύλινο φορείο, υποβασταζόμενο από δύο, για μεταφορά βαριών αντικειμένων (π.χ. βράχων): «πα στ ξ λουγαϊδάρα να ση φέριν» (κατάρα: να σε φέρουν νεκρό πάνω στη...) ξ λουμένους (ο) < μτχ. παθ. πρκμ. του ρ. ξ λώνου (βλ. λ.) αυτός που του έχουν φύγει οι ήλοι (τα καρφιά) ο ξεκάρφωτος, διαλυμένος μτφ. ασύνδετος, ασυνάρτητος, αφηρημένος, απρόσεχτος, χαζός: «ξ λουμένα λόγια» ξ λώνου -ουμι ρ. < μσν. ξηλώνω < μτγν. ἐξηλῶ (βγάζω τους ήλους = τα καρφιά, ξεκαρφώνω)

(168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 176 ξ νήθρα 176 1. αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο: «ξ λώνου τα μανίκια απ του παλτό» 2. αποσπώ την προσοχή, απασχολώ: «ξ λώνου του μουρό», «ξ λώθ κα μη τ τηληόρασ τσι έκαψα του φαγί» 3. μένω κατάπληκτος, αποσβολώνομαι: «ξ λώθ κα μη τα λόγια τ» ξ νήθρα (η) < ξιν-ός + -ήθρα άγριο χόρτο με ξινό χυμό, που φυτρώνει σε σχισμές βράχων και σε θάμνους. Μοιάζει με το λάπατο. ξόμπλ (το) < μσν. ε-ξόμπλι-ον στολίδι, κέντημα μτφ.: ψεγάδι, μειονέκτημα, κατηγόριο: «άμα θελ ς ν ακούγ ς τα ξόμπλια σ, πέ του!» ξός, ξή, ξό < χ(ρυ)σός < αρχ. χρυσός χρυσός: «τα χειρέλια τ είνι ξα», «ξο μουρό» ξουδιάζου ρ. < μσν. ξοδιάζω ξοδεύω: «ξουδιάση (ξόδεψε) τα μαλλιά τ τσηφαλιού τ» ξουμπλιάζου ρ. < ξόμπλ-ι + -ιάζω στολίζω, διακοσμώ με κεντήματα ή άλλα στολίδια (ξόμπλια) μτφ.: βρίσκω ψεγάδια, κακολογώ, κουτσομπολεύω: «ήρτη στου σπίτ υμ για να ξουμπλιάσ!» ξούρ (το) < κουσούρι < τουρκ. kusur ελάττωμα, αδυναμία, ψεγάδι: «η Γιώρ ς έχ ένα ξουρέλ! τουν αρέσ του ρακέλ!» ξουριάζου ρ. < ξούρ-ι + -ιάζω βρίσκω ξούρια σε κάποιον, τον κακολογώ: «κάτι (κάθεται) τσι ξουριάζ τ νύφ υτ ς!» ξουρίζου ρ. < ξε + ορίζω < αρχ. ἐξορίζω βγάζω κάποιον έξω από τα όρια του τόπου του εκτοπίζω σε απομακρυσμένο και ακατοίκητο μέρος: «πάρ τουν του στσύλου τσι ξούρ ση τουν» ξουχάρ ς - σα - κου < ξοχάρης < εξοχ-ή + -άρης άνθρωπος που εργάζεται ή διαμένει στην εξοχή, αγρότης ξ πάζου ρ. (αμετ., και ξ πώ) < μσν. ξυπάζω 1. ξιπάζω, αλαζονεύομαι, υπερηφανεύομαι, «το παίρνω στη μύτη μου»: «είδη πέντη παράδης στ τσέπ υτ τσι ξίσπαση!» μτχ. παθ. πρκμ.: ξ πασμένους: ο φαντασμένος, «που νομίζει πως είναι αυτός και όχι (κανένας) άλλος» 2. τρομάζω, ξαφνιάζομαι: «μα ξ πάσαν τα μ λάρια, πητάξαν απ τ ς κατίνης τα σαμάρια» ξύνου -ουμι ρ. (και ξύω - ξυέμι) < ξύνω -ομαι < αρχ. ξέω (για ξύλο, πέτρα, μάρμαρο κτλ.) και ξύω - ξύομαι (για σάρκα)

(168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 177 177 ξύστρους ξύνω: «ξύν τα νύχια τ για καβγά» ξυω: «θ αφήσουμη τη δ λειά μας, να ξυούμη τα μηριά μας» (παροιμ.) ξύνουμι: «ξύνητι σα ψουριάρ ς» ξυέμι: «ξυέτι στ τσιουμπάν τ γκατζουρίδα» (παροιμ.) ξύστρους (ο) < ξύστρος < ξύνω τριγωνική μεταλλική σπάτουλα με την οποία έξυναν τα τοιχώματα της σκάφης μετά την αφαίρεση της ζύμης από αυτήν