ΓΙΟΓΙΟ αυτός που χορεύει µε τον ήλιο



Σχετικά έγγραφα
Ρένα Ρώσση-Ζα ρη, Ðñþôç Ýêäïóç: Ιανουάριος 2010, αντίτυπα ÉSBN

Ρένα Ρώσση-Ζα ρη, Ðñþôç Ýêäïóç: Ιανουάριος 2010, αντίτυπα ÉSBN

OΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ ΔΙΑΘΕΤΟΥΝ 0,10 ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥΣ ΣΕ ΚΟΙΝΩΦΕΛΕΙΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΓΙΑ ΟΛΟ ΤΟ 2011

Ράνια Μπουµπουρή, Ðñþôç Ýêäïóç: Σεπτέµβριος 2010, αντίτυπα ÉSBN

Ρένα Ρώσση-Ζα ρη, Ðñþôç Ýêäïóç: Ιανουάριος 2010, αντίτυπα ÉSBN

Από τις Εκδόσεις Puffin Books, Λονδίνο Roald Dahl Nominee Ltd., 1978 Εικονογράφησης: Quentin Blake, Ðñþ ôç Ýê äï óç: Μάρτιος 2012

Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, 2009

Από τις Εκδόσεις Puffin Books, Λονδίνο Roald Dahl Nominee Ltd., 1978 Εικονογράφησης: Quentin Blake, Ðñþ ôç Ýê äï óç: Μάρτιος 2012

Ειρήνη Καµαράτου-Γιαλλούση, Ðñþôç Ýêäïóç: Σεπτέµβριος 2009 ÉSBN

Από τις Εκδόσεις Puffin Books, Λονδίνο Roald Dahl Nominee Ltd., 1990 Εικονογράφησης: Quentin Blake, Ðñþ ôç Ýê äï óç: Ιούνιος 2010

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Erol User, 2011 Εικόνας εξωφύλλου: STOCK Photography. Πρώτη έκδοση: Ιούνιος 2011 ΙSBN

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Από τις Εκδόσεις Puffin Books, Λονδίνο Roald Dahl Nominee Ltd., 1985 Εικονογράφησης: Quentin Blake, Ðñþ ôç Ýê äï óç: Ιούνιος 2010

την κοινωνική συμπεριφορά

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

Ðñþ ôç Ýê äï óç: Μάρτιος 2008 ÉSBN Ìå ôá ìüñ öù óç Metamorfossi, Greece

Πέγκυ Φούρκα, Βαλιώ Καρανδάκη Ðñþôç Ýêäïóç: Μάιος 2009 ÉSBN

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Εικόνες: Eύα Καραντινού

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Alex Flinn, 2007 Published by arrangement with HarperCollins Publishers. Πρώτη έκδοση: Απρίλιος 2011 Πρώτη ανατύπωση: Απρίλιος 2011

Σ Ε Ι Ρ Α Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Σ O 114 Α, Β & Γ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ

ÅéêïíïãñÜöçóç: Μάρω Αλεξάνδρου

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη, Πρώτη έκδοση: Νοέμβριος 2012 ISBN

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Μετάφραση: οµινίκη Σάνδη ΠΡΩΤΗ ΕΚ ΟΣΗ. Loewe Verlag GmbH, Bindlach 2013 EÊÄÏÓÅÉÓ ØÕ ÏÃÉÏÓ Á.Å., ÁèÞíá Ðñþôç Ýêäïóç: Μάρτιος 2014

Εικονογράφηση: Πωλίνα Παπανικολάου ΠΡΩΤΗ ΕΚ ΟΣΗ. Ελένη ασκαλάκη, Ðñþôç Ýêäïóç: Μάρτιος 2014 ÉSBN

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Η ιστορία του δάσους

Θα σε γαργαλήσω! Μάικ ο Φασολάκης. Μαρί Κυριακού. Εικονογράφηση: Λήδα Βαρβαρούση. Μαρί Κυριακού, 2010

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Ðñþôç Ýêäïóç: Οκτώβριος 2013 ÉSBN

Κατερίνα Ζωντανού. Γράμματα. Στη Νεφέλη και στον Αναστάση. K.Z. Εικονογράφηση: Γεωργία Στύλου. από τον

Κατερίνα Μουρίκη, Κυριακή Ζακχαίου, Ðñþôç Ýêäïóç: Μάιος 2009 ÉSBN

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Ίνγκο Ζίγκνερ. Ο μικρός δράκος. Καρύδας. Ο θησαυρός της ζούγκλας. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Εικονογράφηση: Κατερίνα Χρυσοχόου ΠΡΩΤΗ ΕΚ ΟΣΗ. Αθηνά Ανδρουτσοπούλου, Ðñþôç Ýêäïóç: Μάιος 2011 ÉSBN

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Γνωρίζω Δεν ξεχνώ Διεκδικώ

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Θεολόγος Τερζιάδης Χρυσή Πίκουλα, Ðñþôç Ýêäïóç: Απρίλιος 2010 ÉSBN

Πρόλογος. Καλή τύχη! Carl-Johan Forssén Ehrlin

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Συγγραφή: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ: A1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ. ΑΠΟ:

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Εικονογράφηση: Φωτεινή Τίκκου ΠΡΩΤΗ ΕΚ ΟΣΗ. Ιωάννα Μπαµπέτα, Ðñþôç Ýêäïóç: Μάρτιος 2013 ÉSBN

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Το παραμύθι της αγάπης

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Έπαιξαν χιονoπόλεμο, έφτιαξαν και μια χιονοχελώνα, κι όταν πια μεσημέριασε, γύρισαν στη φωλιά τους κι έφαγαν με όρεξη τις λιχουδιές που είχε

O πιο. άγγελος. μικρός. Xίλντε Κέλερ-Τιμ. εικόνες: Στέφανι Ράιχ

Εικονογράφηση: Χρύσα Σπυρίδωνος ΠΡΩΤΗ ΕΚ ΟΣΗ. Ράνια Μπουµπουρή, Ðñþôç Ýêäïóç: Μάιος 2013 ÉSBN

Κάθε βράδυ στο σπίτι του Γιαννάκη γινόταν χαμός! Η μαμά του έτρεχε από πίσω του και τον παρακαλούσε:

Ιωάννα Μπαµπέτα, Ðñþôç Ýêäïóç: Φεβρουάριος Έντυπη έκδοση ÉSBN Ηλεκτρονική έκδοση ÉSBN

Μετάφραση: οµινίκη Σάνδη

ΘΕΑΤΡΙΚΟ:ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΑΥΓΟ

T: Έλενα Περικλέους

Transcript:

ΓΙΟΓΙΟ αυτός που χορεύει µε τον ήλιο

TIÔËÏÓ ÐÑÙÔÏÔÕÐÏÕ: DIE WILDEN FUSSBALLKERLE JOJO, DER MIT DER SONNE TANZT Από τις Εκδόσεις Baumhaus Buchverlag GmbH, 2004 TÉÔËÏÓ ÂÉÂËÉÏÕ: Οι Άπαιχτοι Μπαλαδόροι Γιόγιο, αυτός που χορεύει µε τον ήλιο ÓÕÃ ÃÑÁ ÖÅ ÁÓ: Joachim Masannek ÅÉ ÊÏ ÍÏ ÃÑÁ ÖÇ ÓÇ: Jan Birck ÌÅ ÔÁ ÖÑÁ ÓÇ: Μαρία Αγγελίδου ÅÐÉ ÌÅ ËÅÉÁ ÄÉ ÏÑ ÈÙ ÓÇ ÊÅÉ ÌÅ ÍÏÕ: Eõäï îßá Ìðé ío ðïý ëïõ ÇËÅ ÊÔÑÏ ÍÉ ÊÇ ÓÅ ËÉ ÄÏ ÐÏÉ Ç ÓÇ: Μερσίνα Λαδοπούλου EÊÔÕ ÐÙ ÓÇ: Άγγελος Ελεύθερος & ÓÉÁ Ï.Å. ÂÉ ÂËÉ Ï ÄÅ ÓÉÁ: ÁÖÏÉ Âüìðñá Ï.Å. 2004 Baumhaus Verlag GmbH, Frankfurt am Main, Germany «Die Wilden Fu ballkerle: Jojo, der mit der Sonne tanzt» TM Joachim Masannek & Jan Birck EÊÄÏ ÓÅÉÓ ØÕ Ï ÃÉÏÓ Á.Å., ÁèÞ íá 2009 Ðñþ ôç Ýê äï óç: Φεβρουάριος 2009 ÉSBN 978-960-453-568-2 Ôõ ðþ èç êå óå áñ ôß åëåý èå ñï ç ìé êþí ïõ óé þí ëù ñß ïõ êáé öé ëé êü ðñïò ôï ðå ñé âüë ëïí. To ðá ñüí Ýñ ãï ðíåõ ìá ôé êþò éäé ï êôç óß áò ðñï óôá ôåý å ôáé êá ôü ôéò äé á ôü îåéò ôïõ Åë ëç íé êïý Íü ìïõ (Í. 2121/1993 üðùò Ý åé ôñï ðï - ðïé ç èåß êáé éó ý åé óþ ìå ñá) êáé ôéò äé å èíåßò óõì âü óåéò ðå ñß ðíåõ ìá ôé êþò éäé ï êôç óß áò. Áðá ãï ñåý å ôáé áðï ëý ôùò ç Üíåõ ãñá ðôþò Üäåéáò ôïõ åê äü ôç êá ôü ïðïéï äþ ðï ôå ôñü ðï Þ ìý óï áíôé ãñá öþ, öù ôï á íá ôý ðù óç êáé åí ãý íåé áíá ðá ñá ãù ãþ, åê ìß óèù óç Þ äá íåé óìüò, ìå ôü öñá óç, äé á óêåõþ, áíá ìå ôü äï óç óôï êïé íü óå ïðïéá äþ ðï ôå ìïñ öþ (çëå êôñï íé êþ, ìç á íé êþ Þ Üë ëç) êáé ç åí ãý íåé åê ìå ôüëëåõ óç ôïõ óõ íü ëïõ Þ ìý ñïõò ôïõ Ýñ ãïõ. ÅÊ ÄÏ ÓÅÉÓ ØÕ Ï ÃÉÏÓ Á.Å. PSICHOGIOS PUBLICATIONS S.A. äñá: Ôá ôï À ïõ 121 Head office: 121, Tatoiou Str. 144 52 Ìå ôá ìüñ öù óç 144 52 Metamorfossi, Greece Âé âëé ï ðù ëåßï: Ìáõ ñï ìé Ü ëç 1 Bookstore: 1, Mavromichali Str. 106 79 ÁèÞ íá 106 79 Áthens, Greece Ôçë.: 2102804800 Tel.: 2102804800 Telefax: 2102819550 Telefax: 2102819550 www.psichogios.gr www.psichogios.gr e-mail: info@psichogios.gr e-mail: info@psichogios.gr

Ãéüáêéì ÌÜóáíåê Ï É Á Ð Á É Ô Ï É Ì Ð Á Ë Á Ä Ï Ñ Ï É ΓΙΟΓΙΟ αυτός που χορεύει µε τον ήλιο Ìå ôü öñá óç: Ìá ñßá Áã ãå ëß äïõ Åé êï íï ãñü öç óç: Jan Birck

Για τον Λεόν, τον Μάρλον και τον πατέρα µου Γ.Μ.

ÐÅÑÉÅ ÏÌÅÍÁ Χρυσάφι... 13 Στη λάθος µεριά του δρόµου... 24 Ο τύπος µε το κασκέτο-προπέλα... 26 Ένας ιπποπόταµος ονειρεύεται πως είναι καγκουρό... 29 Η πύλη της κόλασης... 34 Τα µάγια της Σταχτοπούτας... 38 Ταξίδι σ έναν άλλο κόσµο... 47 Στο Καζάνι του ιαβόλου... 49 Προπόνηση µε σκούπες, νερόµποµπες και αµπούλες βρόµας... 56 Μια µέρα στον πύργο των παραµυθιών... 71 Ε, Βίλι, τι πρόβληµα έχεις;... 76 Η οκιµασία του Λάνσελοτ... 81 Ενάντια στις πιθανότητες... 88 Το παπούτσι έχει αίµα!... 103 Το χρυσό κλουβί... 115 Φυγή απ τη φυγή... 118 Η πρόκριση για το Παγκόσµιο Πρωτάθληµα... 123 Αυτός που χορεύει µε τη βροχή... 129 Τέρµα και τελείωσε... 136 Το σινιάλο του Κάµελοτ... 146 Το µυστικό των τεσσάρων... 157 Η εφιαλτική µέρα... 162 Αστρόσκονη... 172 Ποιοι είναι οι Άπαιχτοι Μπαλαδόροι... 178

Χρυσάφι Ήταν η Κυριακή πριν από την Πεντηκοστή και πανηγυρίζαµε το θρίαµβό µας. Πανηγυρίζαµε για τον Ρότσε και τον Μάρλον. Που έλαµπαν κι οι δυο από τη χαρά τους. Τριγύριζαν αγκαλιασµένοι στον κήπο και τα ανθάκια της κερασιάς χόρευαν σαν χιονονιφάδες γύρω τους. Άστραφταν στον ήλιο σαν να τανε από χρυσάφι. Σαν χριστουγεννιάτικος χαρτοπόλεµος, είπα µε το νου µου. Αλλά ο Μάρλον και ο Ρότσε ούτε που την έβλεπαν τη χρυσή βροχή. Για κείνους ένα µόνο µετρούσε: το ότι ήταν πάλι µαζί. Ο Μάρλον είχε γυρίσει από την παγωµένη έρηµο. Είχε ξεπεράσει το σπασµένο του κόκαλο, τη ρήξη του χιαστού, τη λύπηση που ένιωθε για τον εαυτό του και το θυµό και το µίσος που τον είχαν κυριεύσει εναντίον του καλύτερού του φίλου.

Ναι, που να µε πάρει! Ο Ρότσε έφταιγε για το ατύχηµα του Μάρλον. Αυτός τον είχε κυριολεκτικά εκσφενδονίσει ίσια στην κόλαση. Αλλά µετά είχε παλέψει για να τον σώσει. Ο Ρότσε ο Μάγος είχε κάνει ό,τι περνούσε κι ό,τι δεν περνούσε από το χέρι του, για να ξαναβρεί ο Μάρλον την έκτη του αίσθηση και να ξαναγίνει το πιο άγριο δεκάρι του κόσµου. Ναι. Κι ο Μάρλον του το χε ανταποδώσει. Είχε µιλήσει µε τον πατέρα του Ρότσε, το Βραζιλιάνο άσο του ποδοσφαίρου. Και τον είχε προπονήσει, ώσπου να ξαναβρεί τη φόρµα του και να µπορεί να συνεχίσει να παίζει µε την Μπάγερν. Ναι. Γι αυτό κι έµεινε ο Ρότσε µαζί µας. Γι αυτό δεν έφυγε γι άλλη χώρα. Γι αυτό έµεινε Άπαιχτος Μπαλαδόρος. Γι αυτό είµαστε ακόµα όλοι µαζί. Όχι, όχι, αυτό δεν είναι σωστό: δεν είµαστε απλώς µαζί. Εί- µαστε καλύτεροι και δυνατότεροι από ποτέ. Νικήσαµε το χειρότερο εχθρό που υπάρχει: την έχθρα µεταξύ µας. Τίποτα στον κόσµο δεν µπορεί πια να µας χωρίσει. Ούτε τώρα ούτε ποτέ. Εί- µαστε πέρα για πέρα σίγουροι. Γι αυτό και το πανηγυρίζουµε. Γι αυτό το γιορτάζουµε και µάλιστα στο ωραιότερο µέρος που ξέρω εγώ, ο Γιόγιο, που χορεύει µε τον ήλιο. Το παιδί από το ορφανοτροφείο. Που η µαµά του πίνει πολύ. «Ο λα λα! Το πιατάκι σας είναι άδειο και λυπηµένο!» αναστέναξε ο Έντγκαρ ο Πιγκουίνος. Ο µπάτλερ των γονιών του Μάρκους φορούσε πάνω από τη λιβρέα του µια κάτασπρη χιονάτη ποδιά κι έµοιαζε µε τη Μαίρη Πόπινς αν µπορείτε να φανταστείτε τη Μαίρη Πόπινς µε φαλάκρα. 14

«Κι όχι µόνο το πιατάκι σας! Α, µεσιέ ντε Σολέιγ! Θα σας µαλώσω!» Ο Έντγκαρ µε κοίταζε λες κι είχαν λιώσει όλοι οι πάγοι από το Νότιο Πόλο. Ύστερα µου γέµισε το πιάτο µ ένα βουνό πατατοσαλάτα (ένα βουνό πιο ψηλό κι από το Έβερεστ), ισορρόπησε στην κορ - φή του τα πιο χοντρά λουκάνικα του σύ- µπαντος και τα έλου - σε από πάνω µε µια πληµµύρα κέτσαπ. εν άντεξα το βάρος του πιάτου και σωριάστηκα σαν σακί στο γρασίδι. Ουφ, ήταν ήδη το τρίτο πιάτο. Κόντευα να σκάσω! Που να µε πάρει! Και σκεφτείτε ότι η περίφηµη µους του Πιγκουίνου, η παχιά, γαλλική κρέµα σοκολάτα του Έντγκαρ, περίµενε απείραχτη ακόµα σε πέντε γιγάντιες πιατέλες στα τραπέζια δίπλα στο γκριλ. «Ωωωωω Μήπως δεν είστε καλά; Μήπως νιώθετε αδιάθετος;» «Τι; Τι πράγµα;» ρώτησα και ρεύτηκα τόσο δυνατά, που µε άκουσαν όλοι. Ο Έντγκαρ ζάρωσε ανήσυχος το µέτωπό του. 15

«Παρντόν! Είστε εντάξει;» «Και παρατάξει!» γέλασε ο Μάρκους. Και σωριάστηκε δίπλα µου στο χορτάρι, µου χαµογέλασε και σαν να ταν αυτό το σύνθηµα, ρευτήκαµε κι οι δυο µαζί πολύ δυνατά και πολύ συνωµοτικά! «Μα τους βροµερούς διαβόλους της κόλασης! Τι µέρα κι αυτή σήµερα, Γιόγιο!» Ο Τοίχος ξάπλωσε ανάσκελα σταυρώνοντας τα χέρια κάτω από το κεφάλι του. Σήκωσε τα µάτια του στον ανοιξιάτικο ουρανό και έδιωξε από το πρόσωπό του το χριστουγεννιάτικο χαρτοπόλεµο που χόρευε γύρω µας. «Ω Θεµουθεµουθέµου!» στέναξε ευτυχισµένος. «Την είδες αυτή τη σούπερ µαγική πάσα;» Άνοιξα το στόµα µου ν απαντήσω, αλλά ο Μάξι µε πρόλαβε. «Και βέβαια την είδα! Τρο-µε-ρή!» Ο Μάξι το Κανόνι κάθισε δίπλα µου. «Ο Μάρλον άρπαξε την µπάλα στον αέρα και την έφτασε στην άλλη άκρη του γηπέδου». «ΚΑΒΟΥΜΣ! ΒΟΥΟΥΟΥΣ! ΚΑΙ ΚΑ-ΤΑ-ΤΑ-ΒΟΥΟΥ! Έτσι;» γέλασε ο Γιόσκα το Έβδοµο Σύνταγµα Ιππικού. Ο εφτάχρονος αδερφός του Γιούλι «Χάκλµπερι» Φορτ Νοξ µε κοίταξε µε µάτια που έλα- µπαν. Είχε καθίσει κι αυτός δίπλα, µαζί µε τους υπόλοιπους. Ήταν πια όλοι µαζεµένοι γύρω µου. Οι κατάµαυρες φανέλες τους άστραφταν σαν χρυσές, έτσι όπως έπεφτε πάνω τους το φως του ήλιου. Και βάλθηκαν να διηγούνται ξανά την ιστορία από την αρχή, για τουλάχιστον εκατοστή φορά 16

Το µατς είχε γίνει το απόγευµα: Ουντερχάχινγκ εναντίον Μπάγερν. Με τους παίκτες που η Μπάγερν στέλνει στην Μπουντεσλίγκα. Που να µε πάρει! Σωστά ακούσατε! Ήταν το µατς-τεστ για τον πατέρα του Ρότσε. Και το πέρασε µε άριστα δέκα! Ναι. Στο ηµίχρονο, λοιπόν, θέλησε να ευχαριστήσει τον Μάρλον, επειδή που να µε πάρει και να µε σηκώσει! ο Μάρλον τον είχε προπονήσει. Μέρα και νύχτα. Γι αυτό κι ο Τζάκοµο ήθελε πάση θυσία να τον βάλει στο γήπεδο να παίξει. Οι άλλοι της οµάδας δεν κατάλαβαν νόµιζαν ότι τους έκανε πλάκα. Αλλά ο Μίχαελ Μπάλακ το πιασε το νόηµα, κατάλαβε τι ήθελε ο Ρι- µπάλντο. Κι έβγαλε τη φανέλα του και την έδωσε στον Μάρλον. Αυτός τη φόρεσε µε δέος και παρόλο που του πεφτε µεγάλη τι µεγάλη; Σαν φουστάνι τού ερχόταν! Μέχρι τα γόνα τα! ο Μάρλον τη φόρεσε και στάθηκε µια χαρά. Ψήλωσε. Συνήλθε. Ξαναβρήκε τον εαυτό του: τη διαίσθησή του, δηλαδή. Και γι αυτό δε δίστασε ούτε δευτερόλεπτο. Η µπάλα τινάχτηκε προς το µέ - ρος του, τροµερή µπαλιά του µέσου της Χάχινγκερ. Ο Μάρλον, όµως, την έπιασε στον αέρα και µε µια απίστευτη σούπερ µαγική πάσα την έστειλε στον πατέρα του Ρότσε, τον Τζάκοµο Ρι- µπάλντο, το Βραζιλιάνο µάγο της Μπάγερν, στην άλλη άκρη του γηπέδου. Αυτός έκανε το φοβερό του γυριστό τακουνάκι στιλ Κοπακαµπάνα και οδήγησε την µπάλα στη µέση του γηπέδου, στη γραµµή των πέναλτι. Κι εκεί είχε εµφανιστεί ο Μάρλον, από το πουθενά. Το δεκάρι µας την άρπαξε και την έστειλε, χωρίς να χάσει στιγµή, προς το τέρµα της Χάχινγκερ. Κι ο Ρι- µπάλ ντο, που ήξερε πολύ καλά τι είχε στο νου του ο Μάρλον, βρισκόταν την κατάλληλη στιγµή στην κατάλληλη θέση. Μισή 17

στροφή έκανε γύρω από τον εαυτό του ο Βραζιλιάνος άσος και η µπάλα βρέθηκε στα δίχτυα. «Καλά!» γέλασε ο Φάµπι κι αγκάλιασε τον Ντριπλαδόρο από τους ώµους. «Ο αδερφός σου είναι σκέτος θάνατος!» «Εννοείται!» απάντησε ο Λεόν. «Αλλά µόνο για τους αντιπάλους του». «Όσο γι αυτό, θα βαζα και τα δυο µου πόδια στη φωτιά!» πετάχτηκε ο Φέλιξ ο Κεραυνός κι άφησε ένα σφύριγµα θαυ- µασµού. Κι η Βανέσα η Ατρόµητη ξέχασε για µια στιγµή πού ήταν και τι έκανε. «Τα πόδια µου, την ψυχή µου κι ολόκληρη την καρδιά µου!» φώναξε τόσο δυνατά, που την άκουσαν όλοι. Ο Μάρλον κοκκίνισε µέχρι τ αυτιά. «Για µισό λεπτό! Για µισό λεπτό, πανάθεµά µε! Τι θα πει αυτό πάλι;» Ο Ρότσε ο Μάγος είχε ανοίξει τα µάτια του διάπλατα, σαν πιατάκια του καφέ. «Μάρλον! Εγώ νόµιζα ότι η Νέσα είναι τσιµπηµένη µε τον Φάµπι». Ο Βραζιλιάνος δεν µπορούσε να κρατήσει τα γέλια του. Αλλά τη χαρά του διαδέχτηκε πόνος, και µάλιστα τριπλός: τρεις κλοτσιές τον βρήκαν η µια πίσω από την άλλη. Η πρώτη ήταν από τον Μάρλον, η δεύτερη από τη Βανέσα κι η τρίτη από τον Ράµπαν. «Κόψε τις σαχλαµάρες!» τον µάλωσε το αγόρι µε τα χοντρά γυαλιά. «Ρότσε! Έλεος! εν έχουµε καιρό για τέτοιες βλακείες!» «Ναι! Μα τις χίλιες κουτσουλιές!» βλαστήµησε ο Γιούλι «Χά - κλµπερι» Φορτ Νοξ. «Ο Ράµπαν έχει δίκιο! Έχουµε το πρωτάθληµα!» «Που είναι σε µια βδοµάδα ακριβώς!» πρόσθεσε ο Φέλιξ 18

σοβαρός όπως πάντα. Γιατί αυτός την είχε οργανώσει τη συµ- µετοχή µας στο Πρωτάθληµα Παίδων. Ολοµόναχος. Αλλά για τον Ντενίζ την Ατµοµηχανή το είχαµε ήδη στην τσέπη το κύπελλο. «Μα τα ιπτάµενα χαλιά της µακρινής Ανατολής!» κοκορεύτηκε ο Τούρκος και η κόκκινη όρθια τούφα των µαλλιών του πήγε κι ήρθε όλο καµάρι. «Αλλά προτού πάµε για το πρωτάθληµα, θα στείλουµε µια βόλτα στο φεγγάρι την Τουρνερκράις! Εντάξει;» «Εντάξει! Κι από το φεγγάρι γραµµή στην κόλαση!» φώναξε ο Μάρκους ο Τοίχος και σήκωσε το χέρι του για να το χτυπήσει θριαµβευτικά µε το χέρι του Ντενίζ. «Κι έτσι θα είµαστε και πρώτοι στον όµιλο και πρωταθλητές!» «Πρώτοι και καλύτεροι!» γέλασε ο Τούρκος και συνέχισε αµέσως: «Όλα θα πάνε καλά» «Ναι, φτάνει να µαστε άγριοι!» απάντησε µε χαµόγελο ο Μάρ - κους. «Και άγριοι είµαστε, Γιόγιο! Ε; ίκιο δεν έχω;» Ο Μάρκους ο Τοίχος γέλασε και µε χτύπησε στον ώµο. «Ω Θεµουθεµουθέµου! Γιόγιο, είµαστε πιο άγριοι παρά ποτέ! Και οι διακοπές µόλις άρχισαν». Εννοούσε τις διακοπές της άνοιξης. Μόνο που εµένα οι διακοπές της άνοιξης δε µ ένοιαζαν. Καθόλου. «Ε! Γιόγιο! Τρέχει τίποτα; Είσαι εντάξει;» Ο Μάρκους µε σκούντησε άλλη µια φορά στον ώµο, αλλά εγώ δεν είπα λέξη. εν αντέδρασα καν. Είχα πάψει από ώρα ν ακούω τις κουβέντες των Άπαιχτων Μπαλαδόρων. Το µυαλό µου έτρεχε αλλού. Οι σκέψεις µου χόρευαν µαζί µε το χρι- 19

στουγεννιάτικο χαρτοπόλεµο στον αέρα και σκόρπιζαν και µου ξέφευγαν, έλιωναν µόλις προσπαθούσα να τις πιάσω, όπως έλιωνε στη γλώσσα η γλυκιά «µους του Έντγκαρ», που τρώγαµε όλη αυτή την ώρα. Ο ήλιος κόντευε να βασιλέψει λούζοντας τον κήπο και τη βίλα όπου έµενε ο Μάρκους µε το πορφυρόχρυσο φως του. Ο Έντγκαρ κρέµασε φαναράκια και λαµπιόνια. Τα φωτάκια ταλαντεύονταν και κουνιούνταν αργά στο απαλό αεράκι. «Σαν πελώριες κωλοφωτιές µοιάζουν», είπα και δεν έδωσα καµιά προσοχή στη φωνή µέσα µου που µε προειδοποιούσε. Ψψψτ! Γιόγιο, πρόσεχε! µου ψιθύριζε η φωνή µέσα µου. Πυγολαµπίδες τις λένε. Πυγολαµπίδες. Ακούς; Εγώ, όµως, δεν ήθελα ν ακούσω. Τα φωτάκια τραβούσαν τα άσπρα ανθάκια της κερασιάς και τις σκέψεις µου, σαν να ταν νυχτοπεταλούδες. Έβλεπα µόνο τον τεράστιο κήπο και το τεράστιο σπίτι και φανταζόµουν ότι ζούσα εγώ εδώ. Εγώ στη θέση του Μάρκους. Φανταζόµουν ότι ο πατέρας του Μάρκους ήταν δικός µου πατέρας. Γιατί τότε θα ταν κι η µαµά του µαµά µου. Σήµερα την πρωτοείδα από κοντά. ηλαδή, ξέρετε τι εννοώ: είναι πανέµορφη και είναι ηθοποιός. Ο Μάρκους µάς το είχε πει, αλλά τώρα την έβλεπα να τριγυρίζει σαν νεράιδα στον κήπο. Το χαµόγελό της έκανε τα πάντα να λάµπουν σαν να ταν από ατόφιο χρυσάφι. Κι εγώ µετρούσα τις µατιές που µου χάριζε. Μα η µαγική της οµορφιά δεν κατάφερε τίποτα µε το σακάκι του Βίλι, ή µε το πουκάµισό του µε τις κόκκινες βούλες. Μαζί µε τις µπότες από δέρµα φιδιού ήταν τα δώρα µας για τα γενέθλιά 20

του. Είχαµε αποφασίσει ότι έπρεπε επιτέλους να τον ντύσουµε µε τα ρούχα που του άξιζαν. Ναι, που να µε πάρει και να µε σηκώσει! Γιατί ήταν χωρίς αµφιβολία καµιά ο καλύτερος προπονητής του κόσµου. Μόνο που εδώ, στον κήπο, δίπλα στη νεράιδα και στις κωλοφωτιές-πυγολαµπίδες µε τα τρελά φωτάκια τους, το ντύσιµο του Βίλι έµοιαζε µε παλιό τσουβάλι. Με αυτό το σακάκι ο Βίλι ήταν εδώ σαν τη µύγα µες στο γάλα, όπως κι εγώ άλλωστε µε τα µπαλωµένα µου πέδιλα. Ναι. Ή όπως αυτή η γυναίκα, που στεκόταν τώρα µπροστά µου. Ήταν κοντή, χοντρή και φορούσε κάτι απαίσια γυαλιά στην κόκκινη µύτη της. «Γεια σας, κυρία Σάµπε!» είπε ο Μάρκους όλο ενθουσιασµό και µου χωσε τον αγκώνα του στη µέση µου. «Ε, Γιόγιο! Ξύπνα! Ήρθε η µαµά σου!» Τινάχτηκα τροµαγµένος. Τη στιγµή εκείνη έσπασαν τα λα- µπιόνια. Όχι, όχι τα λαµπιόνια του Έντγκαρ. Τα άλλα λαµπιόνια, των ονείρων µου. Ξύπνησα απότοµα, σαν να µε είχαν χώσει κάτω από το παγωµένο ντους. Θύµωσα, πείσµωσα. «Έλα! Είµαι έτοιµος! Πάµε!» είπα στη γυναίκα που ήταν µητέρα µου. Και προχώρησα βιαστικός προς την αυλόπορτα. Αλλά ο Μάρκους µε φώναξε: «Ε, Γιόγιο! Περίµενε. Μπορεί να θέλει κάτι να τσιµπήσει η µαµά σου!» «Τι είπες;» Έκανα µεταβολή και τον κάρφωσα απειλητικά µε το βλέµµα µου, αλλά ο Μάρκους αγνόησε την προειδοποίη σή µου. «Μαµά!» φώναξε µε δυνατή φωνή. «Έχουµε επισκέψεις! Έλα να σου συστήσω την κυρία Σάµπε! Είναι η µαµά του Γιόγιο!» Και το είπε δυνατά, πιστέψτε µε. Τόσο δυνατά, που τον άκου- 21

σαν όλοι. Για µια στιγµή σιωπή απλώθηκε στον κήπο. Σωριάστηκα κατάχαµα από ντροπή. Και το βλέµµα που έριξε η µαµά του Μάρκους στη µαµά µου µε σκότωσε. «Σε παρακαλώ, µαµά!» ψιθύρισα. Η µαµά µου έγινε κατακόκκινη. Κατακόκκινη σαν τη µύτη της. Ένιωσε πόσο ντρεπόµουν για λογαριασµό της και κατάπιε µε δυσκολία έναν κόµπο µεγάλο σαν πεπόνι, που της είχε σταθεί στο λαιµό. «Όοοχι, ε-ευχαριστώ!» τραύλισε. «Έ-έ-έχω φάει. Π-π-πολύ!» Η µαµά µου προσπάθησε να χαµογελάσει, αλλά το χαµόγε - λο πάγωσε στο πρόσωπό της. «Ναι; Τι κρίµα!» είπε ψέµατα η µαµά του Μάρκους. «Θα πιείτε, όµως, κάτι; Έτσι δεν είναι; Ένα ποτηράκι µόνο! Τι είναι ένα ποτηράκι, κυρία ;» «Σάµπε!» ρουθούνισε αγριεµένος ο Μάρκους. «Μαµά, από δω η κυρία Σάµπε! Μόλις σου το είπα το όνοµά της!» «Ναι, ναι, ακριβώς. Συγγνώµη! εν το συγκράτησα! εν είναι κι εύκολο» απάντησε η µαµά του Μάρκους και πρόσφερε ένα ποτήρι σαµπάνια στη µαµά µου χαµογελώντας περιπαιχτι κά. «Ορίστε! Μόνο που δυστυχώς δεν µπορώ να τσουγκρίσω µαζί σας. Γιατί εγώ, ξέρετε, δεν πίνω!» Η µαµά µου κούνησε το κεφάλι της συµφωνώντας. εν είχε ακούσει ούτε την ειρωνεία ούτε την κοροϊδία. Το χρυσό ποτό µέσα στο ποτήρι έλαµπε στο φως των φαναριών. Κι άπλωσε το χέρι της να το πάρει. Θεέ µου! Πόσο άσχηµα ένιωσα! «Μαµά, σε παρακαλώ!» ψιθύρισα κι άνοιξα την αυλόπορτα. «Σε ικετεύω!» 22

Κι η µαµά µου χαµήλωσε το χέρι της χωρίς να πάρει το ποτήρι. «Ό-ό-όχι! Ε ευχαριστώ!» τραύλισε και βγήκε σαν κυνηγηµένη στο δρόµο. Εγώ στάθηκα στην αυλόπορτα και έριξα µια µατιά στον Μάρκους µια µατιά που θα µπορούσε να τον σκοτώσει. Τίποτα περισσότερο δεν µπορούσα να κάνω. Ένιωθα σαν πληγωµένο αγρίµι. Ήθελα µόνο να κρυφτώ στη ζούγκλα, να τρυπώσω στο λαγούµι µου. «Ευχαριστήθηκες τώρα;» τον ρώτησα µε φωνή βραχνή από το θυµό µου. Και κάνοντας µεταβολή έφυγα τρέχοντας. 23