Κογκίδου. (2005). Κατανοώντας την Παιδική Φτώχεια και τον Κοινωνικό Αποκλεισµό στον 21 ο Αιώνα - Από την Οπτική των Παιδιών. Εισήγηση στο 10 ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας Η Ψυχολογία Απέναντι στις Προ(σ)κλήσεις του Σήµερα. ιοργάνωση: ΕΛΨΕ και Τοµέας Ψυχολογίας, Τµήµα Φ.Π.Ψ., Πανεπιστήµιο Ιωαννίνων. 1-4 εκεµβρίου, Ιωάννινα. ΗΜΗΤΡΑ ΚΟΓΚΙ ΟΥ Κατανοώντας τη παιδική φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισµό στον 21 ο αιώνα - Από την οπτική των παιδιών Η ζωή και οι εµπειρίες των παιδιών που ζουν σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισµού έχει αλλάξει κατά τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα. Με 374.823 παιδιά έως 15 ετών να ζούν κάτω από το όριο της φτώχειας στην Ελλάδα το 2003, δηλ. το 22,30% -σύµφωνα µε συγκρίσιµα στοιχεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο της Eurostat που αποτελούν τη βασική πηγή για στατιστικές εισοδήµατος, συνθηκών διαβίωσης και κοινωνικού αποκλεισµού 1 - η πιθανότητα να ζήσει ένα παιδί για κάποιο διάστηµα της παιδικής του ηλικίας σε αυτές τις συνθήκες είναι µια ανησυχητική πραγµατικότητα. Καθίσταται αναγκαίο, λοιπόν, να έχουµε µια σαφή γνώση για το πώς επηρεάζει η εµπειρία της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισµού την κοινωνική και οικογενειακή ζωή των παιδιών. 1 EΡEYNΑ ΕΙΣΟ ΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ -EU - SILC 2003). Η έρευνα που διενήργησε η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας και το ΕΚΚΕ την άνοιξη του 2003. 1
Το φαινόµενο της παιδικής φτώχειας ή τα παιδιά των κοινωνικά αποκλεισµένων οικογενειών δεν έχουν απασχολήσει µέχρι πρόσφατα την επιστηµονική κοινότητα στη χώρα µας, µε αποτέλεσµα τη περιορισµένη ύπαρξη στατιστικών δεδοµένων και µελετών. Εξαίρεση αποτελεί η πρόσφατη ανάλυση του φαινοµένου της παιδικής φτώχειας στην Ελλάδα από τον Μπούζα (2002). Επίσης, πολύ λίγο γνωρίζουµε από µελέτες πως η εµπειρία της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισµού επιδρά στις αντιλήψεις των παιδιών για τη ζωή τους, πως τα παιδιά µεταφράζουν αυτές τις εµπειρίες και πως αυτές διαµεσολαβούνται και εκφράζονται. Για να έχουµε, όµως, αυτά τα δεδοµένα -µε στόχο τη δηµιουργία µιας κοινωνίας µε συνοχή - θα πρέπει τα παιδιά να τοποθετηθούν στο επίκεντρο του προβληµατισµού µας και να διερευνηθούν οι επιπτώσεις της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισµού στη ζωή τους,. ηλ. θα πρέπει να έχουµε τη δυνατότητα να κατανοήσουµε µερικά από τα θέµατα και τη πραγµατικότητα της παιδικής φτώχειας από µια παιδοκεντρική οπτική. Επιπλέον, η έλλειψη αυτής της γνώσης έχει ως συνέπεια οι όποιες παρεµβάσεις να µην έχουν ως βάση την γνώση του φαινοµένου, δηλ. τη σκιαγράφηση των χαρακτηριστικών των παιδιών που ανήκουν σε ειδικές οµάδες και τις συνθήκες διαβίωσής τους, την ανάλυση των αιτίων, της έκτασης, της έντασης και της διαχρονικής εξέλιξης του φαινοµένου της παιδικής φτώχειας. Η πρόκληση της παιδικής φτώχειας Με βάση τη προηγούµενη ανάλυση, στόχος είναι να έρθει στο επίκεντρο του πολιτικού διαλόγου το ζήτηµα της παιδικής φτώχειας έτσι ώστε να υπάρξει δέσµευση για την καταπολέµησή του. Η ανάδειξη δηλ. του θέµατος, τόσο στην επιστηµονική κοινότητα, όσο και στα κέντρα λήψης αποφάσεων, θα συµβάλλει στην καλύτερη γνώση των διαστάσεων του κοινωνικού αυτού ζητήµατος, γνώση 2
απαραίτητη για τον σχεδιασµό αποτελεσµατικών παρεµβάσεων - στο βαθµό που υπάρχει πολιτική βούληση. Στο επίπεδο της κοινωνικής πολιτικής, οι πολιτικές για τις οικογένειες δεν ανταποκρίνονται πάντα στις ανάγκες όλων των οικογενειών -ιδιαίτερα στην Ελλάδα - πολύ περισσότερο των παιδιών, των οποίων οι ανάγκες φαίνεται, στη καλλίτερη περίπτωση, να καλύπτονται από τις ανάγκες των οικογενειών. Τα παιδιά, όµως, είναι πιο ευάλωτα στις αλλαγές της οικογενειακής πολιτικής. Είναι ενδιαφέρον, επίσης, να σηµειώσουµε ότι στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής τα παιδιά άλλοτε εµφανίζονται ως φορτίο προς τους γονείς τους, άλλοτε ως µελλοντικοί ενήλικες, άλλοτε ως απειλή της κοινωνικής τάξης και σταθερότητας. Σπάνια εµφανίζονται απλά ως παιδιά, µε τους δικούς τους προβληµατισµούς, τη δική τους φωνή και δράση. Έτσι, παρατηρούµε ότι και οι πολιτικές καταπολέµησης της φτώχειας επικεντρώνονται κυρίως στο µέλλον των παιδιών που βιώνουν την εµπειρία της φτώχειας, δηλ. µε ένα ενδιαφέρον γι αυτά κυρίως ως µελλοντικών ενηλίκων. Αυτό αντανακλά µια παραδοσιακή αντίληψη για τα παιδιά που επικεντρώνεται λιγότερο στη βιωµένη εµπειρία των παιδιών και περισσότερο τα βλέπει ως επένδυση για το µέλλον και αυτό αντανακλάται στις πολιτικές. 2 2 Για παράδειγµα, αναφέρεται πολύ συχνά στη σχετική βιβλιογραφία, ότι άν στόχος της κοινωνικής πολιτικής είναι η διάρρηξη του φαύλου κύκλου της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισµού και η µη µεταβίβασή τους από γενιά σε γενιά εν είδει κληρονοµιάς, τότε η κοινωνική πολιτική οφείλει να περιορίσει τους κινδύνους αποκλεισµού των παιδιών ορισµένων κοινωνικοοικονοµικών οµάδων από τη κοινωνία της πληροφορίας και της διαβίου εκπαίδευσης - δεδοµένου ότι οι παράγοντες αυτοί, µεταξύ των άλλων, είναι γνωστό ότι θεωρούνται πολύ σηµαντικοί στην µάχη ενάντια στη φτώχεια και στον κοινωνικό αποκλεισµό των νέων. Στην Ε. Ε.(1998) υπάρχουν 5 εκατοµµύρια νέοι/ες που δεν έχουν συµπληρώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση και άλλα 14 εκατοµµύρια που, αν και τελείωσαν την υποχρεωτική εκπαίδευση, δεν παρακολουθούν κανένα πρόγραµµα κατάρτισης και παραµένουν λίγο-πολύ ανιδειδίκευτοι. Όπως αναφέρει ο Μπούζας (2002), η πρόωρη ένταξη των νέων στην αγορά εργασίας χωρίς προσόντα και εξειδίκευση, εκτός του ότι θεωρείται απώλεια ανθρώπινων πόρων, προδικάζει µια επαγγελµατική ζωή µε 3
Τα παιδιά -ως υποκείµενα και ως πολίτες µε δικαιώµατα - απουσιάζουν σε µεγάλο βαθµό στο σχετικό δηµόσιο διάλογο και στις σχετικές πολιτικές. Η καθυστερηµένη ίδρυση του Συνήγορου για τα ικαιώµατα των Παιδιών αποτελεί µια σχετική απόδειξη. Οι εµπειρίες τους και οι ανάγκες τους δεν αναδεικνύονται ως ένα σοβαρό και αυτόνοµο ζήτηµα. Και αυτό συνέβη σε µεγάλο βαθµό και από τα άτοµα που ασχοληθήκαµε από τις αρχές της δεκαετίας του 90 µε τη φτώχεια. Πάντως, οι επιδράσεις της φτώχειας στη ζωή των παιδιών πρέπει να κατανοηθούν βραχυπρόθεσµα δηλ. κατά τη ίδια τη παιδική ηλικία - και µακροπρόθεσµα δηλ. κατά την ενηλικίωση. Απαραίτητη προϋπόθεση γι αυτό είναι ο προσδιορισµός και η κατανόηση των θεµάτων που απασχολούν τα παιδιά. Τι γνωρίζουµε για τη παιδική φτώχεια - Έρευνες µε παιδιά Γνωρίζουµε από τις έρευνες ότι τα παιδιά όπως και οι γυναίκες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στη φτώχεια, ότι µπορεί να ζούν σε αυτή για µεγάλο χρονικό διάστηµα, ή για επαναλαµβανόµενα διαστήµατα. Συνδέεται άµεσα µε την ανεργία, την εθνικότητα, τη µονογονεϊκότητα, την αρρώστια, την αναπηρία, την µακρόχρονη εξάρτηση από ανεπαρκή επιδόµατα. Οι περισσότερες µελέτες µε ποσοτικές µεθόδους επικεντρώνονται στις επιδράσεις που έχει η παιδική φτώχεια στη ζωή του µελλοντικού ενήλικα. Η κατανόηση των επιδράσεων της παιδικής φτώχειας στην ίδια τη παιδική ηλικία µπορεί να επιτευχθεί, όµως, µόνον µε έρευνες προσανατολισµένες προς τα παιδιά. Η συλλογή κατάλληλων στοιχείων για µια παιδοκενρική διερεύνηση της χαµηλές αποδοχές, ασταθή απασχόληση και µειωµένες δυνατότητες κοινωνικο-οικονοµικής ανέλιξης. Εξάλλου, έχει επίσηµα αναγνωριστεί ότι η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισµός αποτελούν τις κύριες αιτίες της παιδικής εργασίας, η οποία έχει µακροχρόνιες και επιβαρυντικές συνέπειες στα παιδιά (γι αυτό εξάλλου υπάρχει και σύσταση του Συµβουλίου της Ευρώπης για την καταπολέµηση της εκµετάλλευσης της παιδικής εργασίας). 4
κοινωνικής ζωής των παιδιών είναι, όµως, προβληµατική. Υπάρχει µεγάλη έλλειψη στατιστικών στοιχείων που έχουν τα παιδιά στο επίκεντρο της ανάλυσης. Συχνά αγνοούνται, ή συλλέγονται στοιχεία επιπρόσθετα σε αυτά των ενηλίκων, ως στοιχεία δηλ. που αφορούν την ηλικιακή οµάδα 0-16 ετών. Έτσι δεν γνωρίζουµε πως τα παιδιά αυτά µεταφράζουν αυτές τις εµπειρίες και πως αυτές διαµεσολαβούνται, αν και σε ποιο βαθµό και µε ποιο τρόπο βιώνουν τον κοινωνικό αποκλεισµό, τι στρατηγικές χρησιµοποιούν για να τον αντιµετωπίσουν. Η σταδιακή επικράτηση της αντίληψης ότι τα παιδιά δεν είναι παθητικά µέλη των νοικοκυριών, αλλά έχουν τις δικές τους απόψεις, αντιλήψεις, εµπειρίες έχει οδηγήσει στην αύξηση του ερευνητικού ενδιαφέροντος για τα παιδιά και τους νέους. Στην οποιαδήποτε περίπτωση, παρά τη θετική αυτή εξέλιξη, οι έρευνες και σε αυτό το πεδίο δεν παύουν συχνά να αντανακλούν τις αντιλήψεις των ενηλίκων για τις ανάγκες των παιδιών. Μεγάλο τµήµα των ερευνών που περιλαµβάνουν παιδιά δεν είναι µε παιδιά ή για τα παιδιά. Είναι ιδιαίτερα σηµαντικό να συµπεριλάβουµε την οπτική των παιδιών στη προσπάθειά µας να κατανοήσουµε πως ο κοινωνικός αποκλεισµός επιδρά στη ζωή των παιδιών και των διαφορετικών οικογενειών. Η οπτική αυτή γίνεται τελευταία όλο και περισσότερο αποδεκτή από την ακαδηµαική κοινότητα και από άτοµα της δράσης που οραµατίζονται κοινωνίες µε συνοχή στις οποίες τα παιδιά είναι πλήρως ενταγµένα και οι αντιλήψεις, οι απόψεις, τα συναισθήµατά τους λαµβάνονται υπόψη στο σχεδιασµό και στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής που τα αφορά. Βλέπουν τα παιδιά ως δρώντα υποκείµενα, που έχουν αντιλήψεις και απόψεις για τη ζωή τους και κατά συνέπεια το δικαίωµα να τις εκφράσουν. Ενδεχόµενα, η δική τους οπτική µπορεί να αποτελεί ένα διαφορετικό τρόπο 5
κατανόησης, εξίσου έγκυρο µε του γονιού ή των γονιών και των άλλων ενηλίκων που εµπλέκονται στη ζωή τους. Πληρέστερη, όµως, κατανόηση της ζωής των παιδιών µπορεί να επιτευχθεί µεσω ποιοτικών ερευνών, οι οποίες είναι εξαιρετικά σπάνιες γεγονός που είναι κατανοητό στο βαθµό που µέχρι πρόσφατα η φωνή των ενηλίκων φτωχών σπάνια ακουγόταν στην έρευνα για τη φτώχεια µια περιοχή στην οποία κυριαρχούσαν οι ειδικοί. Η οπτική αυτή αποτελεί µια στροφή από τα αντικείµενα της έρευνας στο υποκείµενο και µια παραδοχή ότι τα παιδιά είναι οι πιο κατάλληλοι πληροφοριοδότες για τη ζωή τους και τα θέµατα που τους απασχολούν και έχουν νόηµα γι αυτά. Έρευνα µε επίκεντρο τα παιδιά δε σηµαίνει µόνον ανάπτυξη κατάλληλης µεθοδολογίας, αλλά και συνολικά διαφορετική προσέγγιση σε κάθε στάδιο της ερευνητικής διαδικασίας, µε ιδιαίτερη έµφαση στον χειρισµό ηθικών ζητηµάτων, ζητηµάτων εξουσίας και ελέγχου, ζητηµάτων που έχουν να κάνουν µε το γεγονός ότι είναι ιδιαίτερα ευάλωτα και εξαρτώµενα, αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να τα συµπεριφερόµαστε µε σεβασµό στην αυτονοµία τους σε όλη τη διάρκεια της ερευνητικής διαδικασίας. Τι γνωρίζουµε για τη παιδική φτώχεια /κοινωνικό αποκλεισµό - Εννοιολογικό πλαίσιο Υπάρχουν πολλοί τρόποι κατανόησης και µέτρησης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισµού. Η σχετική συζήτηση είναι πολύ µεγάλη. Μια από τις κυριότερες κριτικές στον ορισµό της έννοιας του αποκλεισµού είναι ο αόριστος χαρακτήρας της και η έλλειψη µιας συγκεκριµένης, κοινά αποδεκτής σηµασίας. Αυτό συνέβη κυρίως γιατί κατά καιρούς έχει χρησιµοποιηθεί σαν σύνθηµα µε πολλές και διαφορετικές σηµασίες. 6
Αυτό που ενδιαφέρει - για να αποτελέσει βάση για παρέµβαση και στο βαθµό που επιδίωξη µας είναι να τονίσουµε τα διαφορετικά µονοπάτια που οδηγούν στον αποκλεισµό - είναι ένα αναλυτικό πλαίσιο που δεν θα εστιάζει στον κοινωνικό αποκλεισµό σαν ένα τελικό στάδιο, κοινωνικής και οικονοµικής εξαθλίωσης, αλλά αντίθετα θα ερευνά τη δυναµική διαδικασία που ωθεί τα άτοµα από µια ζώνη ενσωµάτωσης, σε µια ζώνη αβεβαιότητας και τελικά περιθωριοποίησης 3. 3 Σύµφωνα µε αυτή την οπτική, τα κύρια χαρακτηριστικά του κοινωνικού αποκλεισµού είναι: *η πολυδιάστατη προσέγγιση (που συνδυάζει πολιτικά, κοινωνικά και οικονοµικά στοιχεία που αλληλεπιδρούν) * αποτελεί συνέπεια της ανεργίας και της αβεβαιότητας (η δύναµη της σχέσης µεταξύ της επαγγελµατικής κατάστασης και των άλλων οικονοµικοκοινωνικών διαστάσεων της ζωής υποδηλώνει ότι τα άτοµα σε συνθήκες επαγγελµατικής αστάθειας διατρέχουν µεγάλο κίνδυνο αποκλεισµού από την κοινωνία). * Η ποιοτική διάσταση. (αυτό που είναι σηµαντικό στην ανάλυση του φαινοµένου δεν είναι µόνο τα προβλήµατα που σχετίζονται µε την πρόσβαση σε βασικά αγαθά, όπως, εργασία, στέγαση, υγεία και εκπαίδευση, αλλά επιπλέον, η ποιότητα όλων των ανωτέρω). * Μια µακρόχρονη διαδικασία. (αντιµετώπιση του αποκλεισµού είναι µια διαδικασία που απαιτεί κόπο και χρόνο0. * Μια δυναµική διαδικασία (ο αποκλεισµός δεν επικεντρώνεται σε ένα τελικό στάδιο που χαρακτηρίζεται από κοινωνική και οικονοµική αποστέρηση αλλά αντίθετα εστιάζει σε δυναµικές διαδικασίες που δηµιουργούν αυτή τη κατάσταση και ωθούν τα άτοµα από µια ζώνη ενσωµάτωσης σε µια ζώνη αβεβαιότητας, ανασφάλειας και τελικά περιθωριοποίησης). * Μια σχετική έννοια. (σε αντίθεση µε τη φτώχεια, που µπορεί να είναι απόλυτη ή σχετική, η έννοια του αποκλεισµού έχει την ιδιότητα της σχετικότητας. Εξαρτάται από τοπικά, πολιτισµικά και χρονικά κριτήρια όπως επίσης και από το τί θεωρούν οι 7
Τα παιδιά -ως υποκείµενα και ως πολίτες µε δικαιώµατα - απουσιάζουν σε µεγάλο βαθµό στο σχετικό δηµόσιο διάλογο και στις σχετικές πολιτικές. Η καθυστερηµένη ίδρυση του Συνήγορου για τα ικαιώµατα των Παιδιών αποτελεί µια σχετική απόδειξη. Οι εµπειρίες τους και οι ανάγκες τους δεν αναδεικνύονται ως ένα σοβαρό και αυτόνοµο ζήτηµα. Και αυτό συνέβη σε µεγάλο βαθµό και από τα άτοµα που ασχοληθήκαµε από τις αρχές της δεκαετίας του 90 µε τη φτώχεια. Η ανάπτυξη παιδοκεντρικών προσεγγίσεων στην κατανόηση της εµπειρίας της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισµού στην παιδική ηλικία εµπεριέχει µια ριζική αλλαγή του εννοιολογικού πλαισίου κατανόησης της φτώχειας. Αν και η έννοια του κοινωνικού αποκλεισµού είναι µια έννοια που χρησιµοποιείται αρκετά και υπάρχουν πολλοί τρόποι κατανόησης, όπως αναφέραµε προηγουµένως, όλοι έχουν στο επίκεντρο τους ενήλικες. Ακόµη και όταν ζητήµατα όπως η εγκατάλειψη του σχολείου, η νεανική παραβατικότητα βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, τα παιδιά θεωρούνται ως ένα είδος ανθρώπινου κεφαλαίου που πρέπει να προστατευθεί και να αναπτυχθεί. Οι επιδράσεις της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισµού εκτείνονται, όµως, από τη παιδική ηλικία στην ενήλική ζωή. Τα παιδιά βιώνουν κοινωνικό αποκλεισµό άµεσα κατά τη παιδική τους ηλικία, στην οµάδα των συνοµηλίκων. Ο κοινωνικός αποκλεισµός των άνθρωποι, µιας δεδοµένης κάθε φορά κοινωνίας, απαραίτητα στοιχεία µιας «φυσιολογικής» ζωής). * Μια προσανατολισµένης στρατηγικής έννοια. (αυτό που ενδιαφέρει είναι ένα αναλυτικό πλαίσιο που δεν εστιάζει στον κοινωνικό αποκλεισµό σαν ένα τελικό στάδιο αλλά αντίθετα ερευνά τα διαφορετικά µονοπάτια που οδηγούν τα άτοµα από µια ζώνη ενσωµάτωσης, σε µια ζώνη αβεβαιότητας και τελικά περιθωριοποίησηςο κοινωνικός αποκλεισµός απαιτεί ριζικό ανασχηµατισµό της κοινωνικής στρατηγικής προς την ανάπτυξη των ικανοτήτων, της συνεργασίας δηµοσίου ιδιωτών και της υϊοθέτησης πολιτικών πρόληψης και ενσωµάτωσης). 8
παιδιών υποδηλώνει πολύ περισσότερα πράγµατα από τον αποκλεισµό των ενηλίκων από την κοινωνία µε τον τρόπο που το αντιλαµβάνονται οι ενήλικες. Μπορεί να σηµαίνει αποκλεισµό από τους κανόνες και τα ήθη της κοινωνίας των παιδιών. Κατ αυτή την έννοια, η παιδική ηλικία χρειάζεται να θεωρηθεί ως µια αυτόνοµη κοινωνική εµπειρία, µε τους δικούς της κανόνες ένταξης και συµµετοχής και κατά συνέπεια αποκλεισµού. Μεθοδολογία µέτρησης και µέγεθος της παιδικής φτώχειας στην Ελλάδα Αν, κατ αναλογία, χρησιµοποιήσουµε για τη µέτρηση της παιδικής φτώχειας τον ορισµό της σχετικής φτώχειας, το ποσοστό δηλαδή του διάµεσου ισοδύναµου εισοδήµατος του συνόλου του πληθυσµού ή της ίδιας της πληθυσµιακής οµάδας, τότε στην Ελλάδα το 1994 το 12,3% του συνόλου των παιδιών ζούσαν κάτω από συνθήκες σχετικής φτώχειας (Innocenti Report Card, 2000). ηλ. περισσότερα από ένα στα δέκα παιδιά στερούνται των απαραίτητων παροχών και της υποστήριξης.με όρους σχετικής φτώχειας έχει υπολογιστεί ότι στις χώρες της Ε.Ε. ο κίνδυνος φτώχειας που αντιµετωπίζει ένα παιδί ( µικρότερο από 16 ή 18 ετων) καθορίζεται από τη κατάσταση του νοικοκυριού στο οποίο διαµένει. 4 Αίτια της παιδικής φτώχειας Η παιδική φτώχεια στις αναπτυγµένες χώρες σχετίζεται µε: 4 Τα παιδιά στην Ελλάδα, το 1996, αντιµετωπίζουν σχετικό κίνδυνο φτώχειας µικρότερο από τον αντίστοιχο των ενηλίκων και από τα παιδιά άλλων χωρών ( µε δείκτη 100 τον κίνδυνο φτώχειας των ενηλίκων, τα παιδιά στην Ελλάδα έχουν δείκτη 92, ενώ ο αντίστοιχος για τα παιδιά στην Ε.Ε. ήταν 122. Το υψηλό επίπεδο οικονοµικής ανάπτυξης κάθε χώρας δεν εξασφαλίζει υποχρεωτικά σε όλα τα παιδιά ένα µέσο βιοτικό επίπεδο, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των νοικοκυριών. Τα ποσοστά των φτωχών παιδιών στη Σουηδία το 1994 ήταν 2,6%, ενώ στην Ελλάδα 12, 3%. 9
τα δηµογραφικά χαρακτηριστικά του νοικοκυριού τη διασύνδεση των ενηλίκων µελών µε την αγορά εργασίας και τις διαδικασίες διανοµής εισοδήµατος και την πρόσβαση του νοικοκυριού στην αναδιανοµή εισοδήµατος. 1) Ως προς τα δηµογραφικά χαρακτηριστικά του νοικοκυριού, τα παιδιά που ζουν σε µονογονεϊκές οικογένειες και σε νοικοκυριά µε άνεργα ενήλικα µέλη κινδυνεύουν περισσότερο από τις συνέπειες της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισµού σε όλες τις χώρες της Ε.Ε (Eurostat, 2000). Συγκεκριµένα στην Ελλάδα, ως προς τα δηµογραφικά χαρακτηριστικά του νοικοκυριού, το έτος 1994, ο κίνδυνος παιδικής φτώχειας είναι διπλάσιος για τα παιδιά που ζουν σε µονογονεϊκές οικογένειες ( 24,9%) από ό,τι σε άλλα νοικοκυριά (11,8%) (Innocenti Report Card, 2000). Το έτος 1998, ορισµένοι τύποι νοικοκυριών διατρέχουν µεγαλύτερο κίνδυνο να ζήσουν σε συνθήκες φτώχειας. Οι µόνοι-γονείς µε εξαρτώµενα παιδιά αποτελούν την οµάδα που βρίσκεται σε µεγαλύτερο κίνδυνο σε σύγκριση µε τα άλλα νοικοκυριά (38% ενώ στην Ε.Ε.-15 35%), ακολουθούν δύο ενήλικα άτοµα µε τρία ή περισσότερα εξαρτώµενα παιδιά (29%), τρία ή περισσότερα άτοµα µε εξαρτώµενα παιδιά (25%), δύο ενήλικα άτοµα µε δύο εξαρτώµενα παιδιά (22%), δύο ενήλικα άτοµα µε ένα εξαρτώµενο παιδί (16%) (Eurostat European Community Household Panel (ECHP) UDB, version December 2001). 2) Ως προς τις σχέσεις των ενηλίκων µελών µε την αγορά εργασίας και τις διαδικασίες διανοµής εισοδήµατος Η απασχόληση αποτελεί την κύρια πηγή εισοδηµάτων για τη µεγάλη πλειοψηφία των νοικοκυριών. Στην χώρα µας η παιδική φτώχεια είναι µικρότερη στα 10
νοικοκυριά µε τουλάχιστον ένα εργαζόµενο ενήλικά, η επίπτωση όµως της απασχόλησης στη µείωση των ποσοστών φτώχειας είναι σηµαντικά υψηλότερη στις χώρες του ΟΟΣΑ από ότι στη χώρα µας. 5 Επίσης, κατά το χρονικό διάστηµα 1984-1994 σηµειώθηκε οριακή µείωση της παιδικής φτώχειας (-0,3 ποσοστιαίες µονάδες) που οφείλεται στα νοικοκυριά µε δύο γονείς αλλά κανένα εργαζόµενο. ηλ. έχουµε έστω και αυτή οριακή µείωση οφείλεται πιθανόν στη στόχευση της κοινωνικής πολιτικής σε αυτού του τύπου τα νοικοκυριά. Τα µονογονεϊκά νοικοκυριά µε µη εργαζόµενο ενήλικα εµφανίζουν τη µεγαλύτερη αύξηση της παιδικής φτώχειας (7,2 ποσοστιαίες µονάδες) και τα νοικοκυριά µε δύο γονείς και ένα εργαζόµενο ενήλικα την µικρότερη( κατά 1,5 ποσοστιαία µονάδα) (Μπούζας, 2002) 6. 3) Ως προς την πρόσβαση του νοικοκυριού στην αναδιανοµή εισοδήµατος. Μια πρώτη προσέγγιση της συγκριτικής αποτελεσµατικότητας των κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα και στην Ε.Ε.-15 προκύπτει από το ποσοστό µείωσης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισµού, που λειτουργεί σε όφελος των ατόµων, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα και δείκτη ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής. Έτσι, ως προς την πρόσβαση του νοικοκυριού στην αναδιανοµή του εισοδήµατος, υπάρχει περιορισµένη συνεισφορά γενικά των κοινωνικών µεταβιβαστικών επιδοµάτων στη διαµόρφωση των εισοδηµάτων των οικογενειών 5 Για παράδειγµα, στην περίπτωση των µονογονεϊκών νοικοκυριών στην Ελλάδα, το έτος 1994, η παιδική φτώχεια µειώνεται κατά 20 ποσοστιαίες µονάδες, όταν υπάρχει εργαζόµενος ενήλικας, ενώ στις αντίστοιχες χώρες του ΟΟΣΑ η µείωση είναι 28 ποσοστιαίες µονάδες. 6 Σύµφωνα µε διεθνείς µελέτες, ο περιορισµός της σχετικής φτώχειας εξαρτάται όχι µόνον από τη κατανοµή της απασχόλησης -εργασίας υπέρ των µη εργαζοµένων αλλά και από τη µείωση της ανισότητας στους µισθούς, ζήτηµα ιδιαίτερα σηµαντικό δεδοµένου ότι η πλειοψηφία των µονογονεικών οικογενειών έχουν µόνο γονιό γυναίκα. 11
στη χώρα µας (1%)( Eurostat, 2001). Αν δούµε, δηλ., τα ποσοστά της φτώχειας πριν και µετά τις χρηµατικές µεταβιβάσεις στην Ελλάδα το 1999, παρατηρούµε ότι η µείωση της φτώχειας περιορίζεται κατά 1 ποσοστιαία µονάδα σε σύγκριση µε την Ε.Ε.-15 όπου η µείωση ανέρχεται σε 9 ποσοστιαίες µονάδες Η περιορισµένη αυτή συνεισφορά των οικογενειακών επιδοµάτων στην ευηµερία των νοικοκυριών σηµαίνει και αναποτελεσµατικότητα στη µείωση της παιδικής φτώχειας. Έτσι η παιδική φτώχεια µειώνεται περίπου κατά µία ποσοστιαία µονάδα στην Ελλάδα, ενώ κατά 6,8 στις χώρες της Ε.Ε. Τέλος, παρατηρούνται σηµαντικές διαφοροποιήσεις ανάµεσα στους φτωχούς στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες χώρες ως προς το χάσµα της φτώχειας. Στην Ελλάδα η τιµή του δείκτη είναι ακραία (28). Επίσης, ένα άλλο στοιχείο αφορά την εµµονή της φτώχειας, δηλ. η περίπτωση των ατόµων που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας µακράς διαρκείας. Το µέγεθος της φτώχειας εξακολουθεί να παραµένει αναλλοίωτο στη χώρα µας. Φυσικά υπάρχουν πολλά προβλήµατα µε τον συµβατικό ορισµό της φτώχειας, Η εξειδίκευση και η χρήση πιο αξιόπιστων δεικτών µπορεί να οδηγήσουν σε µια πιο καλή περιγραφή των τάσεων που διαγράφονται και να οδηγήσουν σε χάραξη µιας πιο αποτελεσµατικής πολιτικής. EΡEYNΑ ΕΙΣΟ ΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ -EU -SILC 2003). Το ζήτηµα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισµού είναι τα τελευταία χρόνια υψηλά στην ατζέντα του πολιτικού διαλόγου στην Ε.Ε. Στο ευρωπαικό συµβούλιο της Λισσαβόνας το 2000, υπήρξαν, µεταξύ των άλλων, και αιτήµατα για ποιοτική βελτίωση των στατιστικών δεδοµένων. Στο πλαίσιο αυτό, το 12
Ευρωπαϊκό συµβούλιο του Laeken to 2001, καθόρισε 18 κοινούς στατιστικούς δείκτες οι οποίοι αποτυπώνουν τη πολυδιάστατη µορφή του φαινοµένου του κοινωνικού αποκλεισµού και από το 2003 αποτελούν µέρος των Εθνικών Σχεδίων ράσης των κρατών µελών για τον κοινωνικό αποκλεισµό. Έτσι υπάρχει εναρµονισµένη µεθοδολογία για συλλογή συγκρίσιµων στοιχείων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η Eurostat από το 2003 σχεδίασε ένα νέο εργαλείο που θα αποτελεί τη βασική πηγή για στατιστικές εισοδήµατος, συνθηκών διαβίωσης και κοινωνικού αποκλεισµού (EΡEYNΑ ΕΙΣΟ ΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ -EU -SILC 2003). Η έρευνα που διενήργησε η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας και το ΕΚΚΕ την άνοιξη του 2003 έγινε µε το νέο αυτό µεθοδολογικό πλαίσιο, στο οποίο προστέθηκαν και άλλες ερωτήσεις. εν είναι δυνατόν, λόγω χρόνου, να αναφερθώ στη µεθοδολογία µέτρησης της φτώχειας, σύµφωνα µε αυτό το εργαλείο. Θα σηµειώσω µόνον ότι υπολογίζει τη γραµµή φτώχειας µε τη σχετική έννοια, η οποία ορίζεται στο 60% του διαµέσου ισοδύναµου συνολικού διαθέσιµου εισοδήµατος του νοικοκυριού. Ως συνολικό ισοδύναµο διαθέσιµο εισόδηµα του νοικοκυριού θεωρείται το συνολικό καθαρό ( µετά την αφαίρεση των φόρων και των εισφορών για κοινωνική ασφάλιση) χρηµατικό εισόδηµα που λαµβάνεται από το νοικοκυριό και τα µέλη του το προηγούµενο έτος από τη διενέργεια της έρευνας. Σύµφωνα µε αυτή, το ποσοστό οικονοµικής επισφάλειας (κίνδυνος φτώχειας) για τον πληθυσµό της Ελλάδας είναι 21,1%. Τα ποσοστά µειώνονται σε 19,3% αν συνυπολογιστεί η ιδιοκατοίκηση και αυξάνονται σε 22,6% αν δεν συνυπολογιστούν οι κοινωνικές µεταβιβάσεις. 13
Εξίσου σηµαντικό είναι να υπολογιστούν και τα χαρακτηριστικά των φτωχών, δηλ. ποιες οµάδες πληθυσµού θεωρούνται φτωχές. Σύµφωνα µε τα στοιχεία αυτά, το ποσοστό οικονοµικής επισφάλειας για τα παιδιά έως 15 ετών είναι 22,30%, δηλ. 374.823 παιδιά ζούν κάτω από το όριο της φτώχειας. Σε σχέση µε επιµέρους κατηγορίες πληθυσµού, µεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας διατρέχουν οι ηλικιωµένοι, οι άνεργοι και οι συνταξιούχοι, τα νοικοκυριά µε χαµηλό επίπεδο εκπαίδευσης του υπεύθυνου του νοικοκυριού, τα πολυµελή νοικοκυριά (από 5 άτοµα και πάνω). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα δεδοµένα που αφορούν σε µη χρηµατικούς δείκτες αποστέρησης των νοικοκυριών στην Ελλάδα που σχετίζονται µε τον κοινωνικό αποκλεισµό, όπως η κατοχή συγκεκριµένων διαρκών καταναλωτικών αγαθών, ο τρόπος απόκτησής τους (σύναψη δανείων, κάρτες), η κατανοµή των νοικοκυριών σύµφωνα µε τη δυνατότητα πληρωµής ορισµένων καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών ή την κατάσταση υγείας του υπεύθυνου στο νοικοκυριό, τη χρήση κοινωνικών υπηρεσιών ή τον λόγο της µη χρήσης τους, το βαθµό δυσκολίας στην αντιµετώπιση των αναγκών. Συµπερασµατικά Οι διαφορετικές εννοιολογικές και µεθοδολογικές προσεγγίσεις της έννοιας της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισµού, και κατά. συνέπεια ποσοτικές µετρήσεις, είναι αναπόφευκτο να διαφοροποιούν τα αντίστοιχα µεγέθη των φτωχών ατόµων και κατά συνέπεια των παιδιών. Ας µη ξεχνάµε, όµως, ότι αυξάνεται ο αριθµός των κοινωνικά αποκλεισµένων ατόµων και ότι από τον ορισµό και την κατανόηση του φαινοµένου εξαρτώνται και οι στρατηγικές καταπολέµησής του. 14
Γνωρίζουµε από τη σχετική έρευνα τι σηµαίνει να µεγαλώνει ένα παιδί σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισµού -στην Ελλάδα η γνώση αυτή υπάρχει σε περιορισµένη έκταση και αφορά ελάχιστες οµάδες. Πως, για παράδειγµα, κατανοούν και βιώνουν τα παιδιά τη ζωή τους ως µέλη µονογονεικών οικογενειών; ( αναφέροµαι στα παιδιά αυτά όχι µόνον γιατί βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός µου, αλλά γιατί, όπως ανέφερα παραπάνω, τα παιδιά που ζούν σε αυτή τη µορφή οικογένειας στην Ελλάδα κινδυνεύουν σε µεγάλο βαθµό να ζήσουν σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισµού.) Ερευνες τέτοιου τύπου συµβάλλουν στη γνώση και την κατανόηση των συνθηκών ζωής γενικά της οµάδας αυτής και αποτελούν απαραίτητο εργαλείο για το σχεδιασµό πολιτικής που θα παίρνει υπόψη τις ανάγκες και την οπτική των παιδιών και όχι µόνο των ενηλίκων. Αυτό που απουσιάζει, όµως, από τη σχετική διερεύνηση του ζητήµατος του κοινωνικού αποκλεισµού γενικά -στην Ελλάδα και σε µικρότερο βαθµό διεθνώς - είναι η φωνή των ίδιων των παιδιών και η βιωµένη εµπειρία τους. Για να υπάρξει, όµως, πρέπει να τοποθετήσουµε τα παιδιά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός µας και όχι µόνον το φαινόµενο του κοινωνικού αποκλεισµού γενικά, να διερευνήσουµε τις επιδράσεις του στη καθηµερινότητά τους, δηλ. να αναπτύξουµε ευαίσθητες παιδοκεντρικές και ολιστικές προσεγγίσεις στην έρευνα και στην ανάλυση. Οι πολιτικές καταπολέµησης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισµού θεωρούν κυρίως τα παιδιά ως µελλοντικούς πολίτες και εργαζόµενους, παραµερίζοντας το αυτόνοµο δικαίωµα να µπορούν να ζήσουν τη παιδική τους ηλικία χωρίς την εµπειρία της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισµού. Χωρίς όµως µια πληρέστερη κατανόηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισµού ως βιωµένης εµπειρίας στην παιδική ηλικία, µε τη 15
χρήση παιδοκεντρικών µεθόδων έρευνας, δεν µπορούν να αναπτυχθούν καινοτόµες και αποτελεσµατικές πολιτικές που θα βελτιώσουν τη ζωή αυτών των παιδιών και των οικογενειών τους µε τον πιο κατάλληλο και πολιτισµικά ευαίσθητο τρόπο.. 16
17
18