Αν. Καθ. Μαρία Καραμεσίνη ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Ημερίδα ΕΙΕΑΔ,«Η αγορά εργασίας σε κρίση», Αθήνα, 9 Ιουλίου 2012
Ιστορική κρίση της αγοράς εργασίας ύψος της ανεργίας χωρίς ιστορικό προηγούμενο (22.6%) πολύ μεγάλη μείωση ονομαστικών και πραγματικών μισθών, ιδίως στον δημόσιο τομέα, ραγδαία επέκταση της επισφάλειας της απασχόλησης και περιορισμός εργασιακών δικαιωμάτων με ανατροπές στο θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας. Κρίση στην αγορά εργασίας όχι αναπόφευκτο επακόλουθο της οικονομικής κρίσης αλλά αποτέλεσμα πολιτικών συστατικό στοιχείο ενός πολιτικού σχεδίου με στόχο το ριζικό μετασχηματισμού του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου ανάπτυξης της περιόδου 1993-2008 Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής - Μνημόνια 1 + 2 Στόχοι = δημοσιονομική εξυγίανση + μείωση εξωτερικού ελλείμματος + νέο μοντέλο ανάπτυξης εξωστρεφές που θα στηρίζεται στις ιδιωτικές επενδύσεις (όχι στην εσωτερική καταναλωτική ζήτηση και τις κρατικές δαπάνες)
Μείωση εξωτερικού ελλείμματος + στροφή προς εξαγωγές: προϋποθέτουν τη δραστική μείωση του κόστους εργασίας προς αποκατάσταση των απωλειών ανταγωνιστικότητας-τιμής της εγχώριας παραγωγής κατά 10-20% μετά την είσοδο στην ΟΝΕ. Ρητός στόχος 2 ου Μνημονίου: μείωση του ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας στον επιχειρηματικό τομέα κατά 15% στο διάστημα 2012-2014. Διαδικασία ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΥΠΟΤΙΜΗΣΗΣ Α) Πολιτική σκληρής δημοσιονομικής λιτότητας για δραστική μείωση της ζήτησης στην οικονομία, συρρίκνωση της παραγωγής και αύξησης της ανεργίας. Η ανεργία συμβάλλει καθοριστικά στη μείωση των μισθολογικών διεκδικήσεων των εργαζομένων και στην κάμψη των αντιστάσεών τους έναντι δυσμενών μεταβολών της εργασιακής τους σχέσης εργασίας. Β) Θεσμικές ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις: διευκόλυνση απολύσεων, ευκολότερη χρήση ευέλικτων μορφών απασχόλησης, δραστική αλλαγή συστήματος συλλογικής διαπραγμάτευσης και διαμόρφωσης των μισθών, μονομερής κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων των μισθών στις ΔΕΚΟ και για τον κατώτατο μισθό.
Άρρητες παραδοχές του μοντέλου της εσωτερικής υποτίμησης: (α) η συνολική ανταγωνιστικότητα εξαρτάται κυρίως από την ανταγωνιστικότητα-τιμής και όχι από διαθρωτικούς παράγοντες (ποιότητα των προϊόντων, κλαδική σύνθεση και γεωγραφικός προσανατολισμός των προϊόντων) (β) η ανταγωνιστικότητα-τιμής εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το μοναδιαίο κόστος εργασίας και όχι π.χ. από το κόστος της ενέργειας (γ) η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας μεταφέρεται στις τιμές (δ) η οικονομία πρέπει να βρίσκεται σε ένα πολύ χαμηλό επίπεδο παραγωγής και πολύ υψηλό επίπεδο ανεργίας για ένα απροσδιόριστο διάστημα μέχρι η ζήτηση να ανακάμψει μέσω των καθαρών εξαγωγών.
Α) Η άνοδος του συγκριτικού κόστους εργασίας ευθύνεται πολύ λίγο για την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και οι υπερβολικές αυξήσεις μισθών ακόμα λιγότερο Β) Ο φαύλος κύκλος της ύφεσης που μπορεί να προκαλέσει μία παρατεταμένη διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης μειώνει τις επενδύσεις, καταστρέφει και υγιείς επιχειρήσεις και καθηλώνει την οικονομία σε πολύ υψηλά επίπεδα ανεργίας για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. ακυρώνει την προοπτική βελτίωσης της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας μέσω αύξησης της παραγωγικότητας και της βελτίωσης της ποιότητας των προϊόντων. δεν οδηγεί σε μία βιώσιμη αναπτυξιακή προοπτική αλλά την υπονομεύει.
Έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών ως % ΑΕΠ 1974-1998: 3,6%, 2000 12,0%, 2005 10.8 %, 2008 17,9% Τράπεζα Ελλάδος (2010) προσδιοριστικοί παράγοντες ελλείμματος Αρνητική εξέλιξη 1999-2008 οφείλεται (α) κατά 33% στο ισοζύγιο εισοδημάτων αυξανόμενες πληρωμές για εξωτερικό χρέος (β) κατά 36% στο ισοζύγιο τρεχουσών μεταβιβάσεων σταδιακή υποχώρηση αγροτικών επιδοτήσεων και μεταναστευτικών εμβασμάτων (γ) μόνο κατά 31% οφείλεται στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών. Το ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών ως % του ΑΕΠ βελτιώθηκε ελαφρά μεταξύ 2000 και 2005 και επιδεινώθηκε ραγδαία μεταξύ 2005 και 2008, παρόλο που το ονομαστικό μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις 35 σημαντικότερες βιομηχανικές χώρες αυξήθηκε κατά 14% μεταξύ 2000-2005 και μόνο κατά 2,9% μεταξύ 2005-2008. Το εμπορικό ισοζύγιο χωρίς καύσιμα και πλοία επίσης βελτιώθηκε ελαφρά μεταξύ 2000 και 2005 (γεωγραφικός αναπροσανατολισμός εμπορίου).
Στην επιδείνωση του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ 2005 και 2008 το μεγαλύτερο ρόλο έπαιξαν τα ισοζύγια καυσίμων και πλοίων, ενώ η αύξηση του ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 2,9% έπαιξε από μικρό έως ασήμαντο ρόλο ανάλογα με το έτος. Ανατίμηση του ευρώ κατά 36% μεταξύ 2001 και 2008 = βασικός λόγος της επιδείνωσης της ανταγωνιστικότητας-τιμής των εγχωρίων προϊόντων έναντι των εμπορικών εταίρων εκτός ευρωζώνης (Ιωακείμογλου 2011). Συγκριτικά υψηλότερος πληθωρισμός (κατά 1% περίπου ετησίως) = βασικός λόγος της επιδείνωσης της ανταγωνιστικότητας τιμής έναντι των εταίρων της ευρωζώνης (πληθωρισμός κερδών- έμμεσων φόρων). Το πραγματικό μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξήθηκε κατά 0,3% μεταξύ 2000 και 2005 και μειώθηκε κατά 2,4% μεταξύ 2005 και 2008.
% ετήσιας μεταβολής 2008 2009 2010 2011 2012 Α τρίμ ΑΕΠ -0.2-3.3-3.5-6.9-6.5 Απασχόληση 1.4-1.1-2.3-6.7-8.5 % Ανεργίας 7.7 9.5 12.6 17.7 22.6 Ιδιωτική κατανάλωση 4.0-1.3-3.6-7.1-6.7 Δημόσια κατανάλωση -2.1 4.8-7.2-9.1-5.0 Ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου -6.7-15.2-15.0-20.7-21.3 Εξαγωγές 3.0-19.5 4.2-0.3 1.4 Εισαγωγές 3.1-20.2-7.2-8.1-6.6 Έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών (% ΑΕΠ) -17.9-14.3-12.3-11.3 Πραγματικοί μισθοί 1.7 3.2-7.5-6.1 Παραγωγικότητα -0.9-3.0-1.7-0.2 Συγκριτικό ονομαστικό μοναδιαίο εργατικό κόστος 4.2 4.4-4.0-3.1
Πολύ περιορισμένη θετική συμβολή των εξαγωγών - και μάλιστα μόνο το 2010 - στη διαμόρφωση στο ΑΕΠ παρά τη μεγάλη μείωση των ονομαστικών και πραγματικών μισθών και του συγκριτικού ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 7%. Η μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών λαμβάνει χώρα κυρίως μέσω της μεγάλης μείωσης των εισαγωγών, που επιφέρει ο περιορισμός της συνολικής ζήτησης (καταναλωτικής και επενδυτικής), ως αποτέλεσμα των πολιτικών μείωσης δημοσίων δαπανών και εισοδημάτων και της αλματώδους ανόδου της ανεργίας. Οι εξαγωγές αντιπροσώπευαν το α τρίμηνο του 2012 το ίδιο ποσοστό του ΑΕΠ όπως το α τρίμηνο του 2008 (22%), ποσοστό πολύ μικρό για να καταστήσει τις εξαγωγές ατμομηχανή της ανάπτυξης, που θα δρουν αντισταθμιστικά ως προς τη μείωση της εγχώριας ζήτησης.
Η δραματική αύξηση της ανεργίας, η μείωση των μισθών και η αύξηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας συνδέονται μεταξύ τους μέσω της διαδικασίας «εσωτερικής υποτίμησης», που αποτελεί το κυρίαρχο μοντέλο απορρόφησης των εξωτερικών ελλειμμάτων, εν απουσία δυνατότητας υποτίμησης του νομίσματος μιας χώρας. Επειδή το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας είναι κυρίως διαρθρωτικό και δεν εξαρτάται τόσο από το κόστος εργασίας και επειδή το εξωτερικό εμπόριο δεν έχει μεγάλη συμβολή στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, οι μεγάλες ανατροπές στην αγορά εργασίας των τελευταίων χρόνων έχουν αμελητέες επιπτώσεις στην ανάπτυξη. Αντίθετα, έχουν συμβάλει στην αποδιάρθρωση του μοντέλου απασχόλησης και στην μαζική εξάπλωση της επισφάλειας της απασχόλησης. Επίσης, μέσω της διαδικασίας της εσωτερικής υποτίμησης, τροφοδοτούν το φαύλο κύκλο της ύφεσης, που ευθύνεται για την εκτίναξη της ανεργίας σε επίπεδα χωρίς ιστορικό προηγούμενο.