Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) 645/2000 ΜΠΡ ΚΕΡΚ (301807) ΕΕΜΠΔ/2001 (337), ΑΡΧΝ/2002 (783), ΧΡΙΔ/2001 (464) Αθέμιτος ανταγωνισμός. Η διακριτική μεταχείριση συναλλασσομένων αποτελεί πράξη ανταγωνισμού. Προϋποθέσεις. Εννοια του όρου "διακριτική μεταχείριση". Αρνηση πώλησης προϊόντων σε ορισμένα πρόσωπα επιλεκτικά από κεντρικά πρακτορεία διανομής εφημερίδων και περιοδικών. Μονομελές Πρωτοδικείο Κερκύρας 645/2000 Πρόεδρος: Π. Ζαρκαδούλας Δικηγόροι: Ν. Πιπερίδης, Σπ. Κακαβάκης, Δ. Γεωργόπουλος, Αικ. Χάρη ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ :... Ο νόμος επιτρέπει τον ανταγωνισμό εφόσον γίνεται με θεμιτές μεθόδους. Αν υπερακοντίζει τα όρια που διαγράφονται από τα χρηστά ήθη, ο νόμος απαγορεύει τον ανταγωνισμό ως αθέμιτο ως αποτελούντα ειδικό αστικό αδίκημα, υπό ορισμένες δε προϋποθέσεις και ποινικό. Ετσι ο ν. 146/1914 "περί αθεμίτου ανταγωνισμού" αφενός μεν θέτει γενική ρήτρα που απαγορεύει τον αθέμιτο ανταγωνισμό, αφετέρου δε ρυθμίζει ειδικές περιπτώσεις αθέμιτου ανταγωνισμού. Σύμφωνα με τη γενική ρήτρα του αρ. 1 "Απαγορεύεται κατά τας εμπορικός, βιομηχανικάς ή γεωργικάς συναλλαγάς πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γινομένη πράξις, αντικειμένη εις τα χρηστά ήθη". Από τη φράση "κατά τας εμπορικάς, βιομηχανικάς ή γεωργικάς συναλλαγάς" συνάγεται ότι οι διατάξεις περί αθεμίτου ανταγωνισμού αποτελούν δίκαιο του εμπορίου και όχι μόνον δίκαιο των εμπόρων (βλ. Αλ. Τσιριντάνη, Στοιχεία Εμπορικού Δικαίου, Πέμπτη έκδοση παρ. 53, σελ. 165-166). Οι όροι (τα στοιχεία) που συγκροτούν το πραγματικό του κανόνα του αρ. 1 ν. 146/1914 είναι: α) πράξη (ενέργεια ή παράλειψη), η οποία β) γίνεται προς τον σκοπό ανταγωνισμού, επικρατήσεως δηλαδή στην αγορά, απέναντι σ` άλλους εμπόρους και γ) κατά τρόπο που προσκρούει στα χρηστά ήθη. Πάγια η νομολογία των δικαστηρίων μας εξειδικεύοντας την αόριστη αξιολογική έννοια των χρηστών ηθών δέχεται ότι εκείνη η πράξη είναι αντίθετη με τα χρηστά ήθη, κατά την έννοια του αρ. 1 ν. 146/1914, όταν "αντιβαίνει εις τας ιδέας του κατά γενικήν αντίληψιν χρηστώς και εμφρόνως σκεπτομένου ανθρώπου" (ΑΠ (Ολομ.) 397/1975 ΝοΒ 23, 1164, ΑΠ 925/1991, ΝοΒ 40, 550, ΑΠ 1/1972, ΝοΒ 20, 490, ΠολΠρΑθ 9666/1997, ΔΕΕ 1998, 153). Αποφασιστικό κατ` αυτήν κριτήριο για τον προσδιορισμό της έννοιας των χρηστών ηθών θεωρείται "το αίσθημα και οι ιδέες κάθε ορθώς, δικαίως και εμφρόνως σκεπτομένου ανθρώπου μέσα στο συναλλακτικό κύκλο στον οποίο γίνεται η πράξη ή η χρησιμοποίηση μεθόδων και μέσων αντίθετων προς την ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών" (βλ. εκτός από την ανωτέρω παρατιθεμένη νομολογία και ΑΠ 15/1972, ΕΕμπΔ 1972,400, ΜΠρΑθ 5869/1994, ΕΕμπΔ 1995, 127, ΠρΑθ 23406/ 1993, ΕΕμπΔ 199, 480). Λαμβάνονται δηλαδή υπόψη οι αναλήψεις περί ηθικής του μέσου κοινωνικού ανθρώπου στο δεδομένο τόπο και χρόνο ήτοι στον τόπο στον οποίο και κατά τον χρόνο κατά τον οποίο δικάζει ο δικαστής (βλ. πάντως και την πρόταση Λιακόπουλου για την εξειδίκευση της έννοιας των χρηστών ηθών με βάση κριτήρια συνταγματικού κυρίως χαρακτήρα και την προσπάθεια της Ελληνικής επιστήμης να προσεγγίσει την εν λόγω έννοια με την προσαγωγή διαφόρων άλλων κριτηρίων σε Θ. Λιακόπουλου, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, έκδοση ε` (2000), σελ. 418 επ.).το ζήτημα είναι πραγματικό, εξαρτάται δε και εκ του κλάδου του εμπορίου (Τσιριντάνης ό.π. σελ. 166). Η αθέμιτη ανταγωνιστική πράξη μπορεί να έχει τον χαρακτήρα είτε υλικής, αλλά νομικά ενδιαφέρουσας πράξης, είτε δικαιοπραξίας. Ετσι η αγωγή προς παράλειψη στη μορφή της άρσης της προσβολής ή η αγωγή αποζημίωσης στη μορφή της in natura αποκατάστασης της ζημίας, μπορεί να κατατείνουν και
στην απαγόρευση κατάρτισης δικαιοπραξίας ή ακόμη και στην επιβολή υποχρέωσης προς κατάρτιση δικαιοπραξίας. Το τελευταίο θα συμβαίνει στην περίπτωση της διακριτικής μεταχείρισης. Ως διακριτική μεταχείριση ορίζεται η διαφοροποιημένη αντιμετώπιση προσώπων στις συναλλαγές, που δεν δικαιολογείται αντικειμενικά, δηλαδή, με βάση τα επιχειρηματικά κριτήρια της συγκεκριμένης περίπτωσης, π.χ. λόγω αφερεγγυότητας ή έλλειψης αξιοπιστίας. Περιεχόμενο της έννοιας της διακριτικής μεταχείρισης, που περιορίζεται μόνον μεταξύ δύο προσώπων, μπορεί να είναι αφενός μεν οι όροι συναλλαγής, αφετέρου δε η αποχή από τη σύναψη συναλλακτικών σχέσεων (διμερές μποϋκοτάζ), είτε με προμηθευτές (άρνηση αγορών), είτε με αγοραστές (άρνηση παροχών). Εδώ πρέπει να ειπωθεί ότι η εφαρμογή διακρίσεων στις συναλλαγές δεν αποτελεί κατ` αρχήν αθέμιτη δραστηριότητα, διότι συνιστά την πεμπτουσία του οικονομικού συστήματος της αγοράς, στην οποία τα δρώντα πρόσωπα είναι ελεύθερα να επιλέξουν κατά την απόλυτη κρίση τους και χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν από τους αντισυμβαλλομένους τους, καθορίζοντας μαζί τους συγκεκριμένους όρους συναλλαγής. Γι` αυτό και το Ελληνικό δίκαιο του ανταγωνισμού δεν απαγορεύει γενικώς τη διακριτική μεταχείριση. Η άνιση όμως μεταχείριση μιας συγκεκριμένης επιχείρησης από άλλη μπορεί στη συγκεκριμένη περίπτωση να είναι απαγορευμένη κατά το αρ. 1 ν. 146/1914, όταν έχει ως αποτέλεσμα, ή πιθανολογείται σοβαρά, ότι μπορεί να επιφέρει την εκτόπισή της από την αγορά ή την αντίστοιχη σοβαρή διακινδύνευσή της. Προς την κατεύθυνση αυτή εξετάζεται κατά πόσο με βάση τα χρηστά ήθη μια ανταγωνιστική πράξη που έχει ως περιεχόμενο την άρνηση σύναψης συμβάσεων με τρίτους ή τη διακοπή μπορεί να συνιστά το λεγόμενο διμερές μποϋκοτάζ, όταν δηλαδή μια επιχείρηση αρνείται να συνάψει σύμβαση ή διακόπτει την εκτέλεσή της. Το διμερές μποϋκοτάζ κρίνεται κατά τις γενικές διατάξεις (αρ. 281 και 288 ΑΚ) και βέβαια, με εφαρμογή, όπως ειπώθηκε, της διάταξης του αρ. 1 ν. 146/1914. Το ζήτημα όμως που ανακύπτει περαιτέρω είναι πώς θα κληθεί το αρ. 1 ν. 146/ 1914 να καλύψει το υπόψει θέμα, αφού κατά την κρατούσα άποψη η έλλειψη σχέσης ανταγωνισμού μεταξύ μερών που ανήκουν σε διαφορετικές οικονομικές βαθμίδες αποκλείει την εφαρμογή του ν. 146/1914. Είναι σαφές ότι και μόνο λόγω του περιορισμού αυτού καμμία σχεδόν περίπτωση διακριτικής μεταχείρισης δεν εμπίπτει στις διατάξεις του ν. 146/1914 δεδομένου ότι η συμπεριφορά αυτή αφορά κατά κανόνα σε κάθετες σχέσεις (βιομηχάνων και χονδρεμπόρων, χονδρεμπόρων και λιανεμπόρων κ.λπ.), που δεν είναι σχέσεις ανταγωνισμού. Για το λόγο αυτό υπάρχει η τάση ευρείας και δυναμικής ερμηνείας της "πράξης ανταγωνισμού" του αρ. 1 ν. 146/1914, έτσι ώστε να συλλαμβάνονται και εκείνες οι αντίθετες προς τα χρηστά ήθη πράξεις παρεμποδιστικού χαρακτήρα που ενεργούνται μεταξύ προσώπων που δεν συνδέονται με σχέση ανταγωνισμού. Αρκεί ότι η πράξη ενεργείται προς το συμφέρον τρίτων, ανταγωνιστών αυτού κατά του οποίου στρέφεται ο μετερχόμενος την αθέμιτη πράξη. Με την ερμηνεία αυτή επιτυγχάνεται η διεύρυνση των ορίων εφαρμογής του ν. 146/1914 (βλ. για όλα αυτά Θ. Λιακόπουλο ό.π. σ. 413 in fine, 429 υπό (ΙΙΙ), 439 και 440, Γ. Τριανταφυλλάκη, σε Ν. Ρόκα (Επιμέλεια ύλης), Αθέμιτο Ανταγωνισμό, αρ. 1, σελ. 221-222, όπου και παραθέσεις πλούσιας νομολογίας). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση οι αιτούντες, επικαλούμενοι επείγουσα περίπτωση, ζητούν ως ασφαλιστικό μέτρο, να υποχρεώσει το Δικαστήριο τους καθών, από τους οποίους η πρώτη, τρίτη και πέμπτη εταιρίες είναι κεντρικά πρακτορεία διανομής τύπου, οι δε δεύτερος και τέταρτη εταιρία πράκτορες των πρώτων και τρίτης εταιριών αντιστοίχως, να άρουν την γενομένη εις βάρος τους προσβολή και να υποχρεωθούν να τους διαθέτουν προς πώληση από το περίπτερό τους, που βρίσκεται στην πόλη της Κέρκυρας, το σύνολο των απ` αυτούς (καθ` ων η αίτηση) διανεμομένων εφημερίδων και περιοδικών, καθώς και να υποχρεωθούν να παραλείψουν στο μέλλον πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού εις βάρος τους, οι οποίες συνίστανται στην άρνηση των (καθ` ων η αίτηση) να τους προμηθεύουν τα ως άνω εφημερίδες και περιοδικά, ενώ πράπουν τούτο (πωλούν) στον ανταγωνιστή τους Γ.Π., ο οποίος διαθέτει "κιόσκυ" σε απόσταση τριάντα (30) μέτρων από το περίπτερό τους και που ετύγχανε
προηγούμενος μισθωτής του περιπτέρου με την απειλή χρηματικής ποινής 2000.000 δραχμών και προσωπικής κρατήσεως ενός (1) έτους κατά του τετάρτου των καθ` ων και κατά των νομίμων εκπροσώπων των υπολοίπων νομικών προσώπων, καταδικαζομένων συγχρόνως αυτών στη δικαστική δαπάνη των. Μ` αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αίτηση παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ` ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (1η και 3η παράγραφος του αρ. 683 ΚΠολΔ) και δικάζει κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των αρ. 686 επ. ΚΠολΔ. Είναι δε νόμιμη, μόνον όμως κατά το μέρος που απευθύνεται κατά των πρώτης, τρίτης και πέμπτης των καθ` ων εταιριών, αφού τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της, αληθινά υποτιθέμενα, στοιχειοθετούν το διμερές μποϋκοτάζ, που αναπτύχθηκε στη νομική σκέψη και καλύπτονται επομένως από τις διατάξεις των αρ. 1 ν. 146/1914, 281 και 288 ΑΚ, που ερμηνεύθηκαν στην ίδια σκέψη και 731, 732, 176 ΚΠολΔ. Αντιθέτως η αίτηση στρεφόμενη κατά των δεύτερου και τέταρτης εταιρίας από τους καθ` ων τυγχάνει νόμω αβάσιμη και αποβαίνει για το λόγο αυτό απορριπτέα διότι αυτοί, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αίτηση δρουν ως πράκτορες, ο μεν δεύτερος της πρώτης των καθ` ων εταιρίας, η δε τέταρτη της τρίτης των καθ` ων εταιρίας, και συνεπώς αναλαμβάνουν με αμοιβή την υποχρέωση να μεριμνούν για τη διακίνηση του έντυπου τύπου (εφημερίδων και περιοδικών) των πρώτων στην Κέρκυρα, ήτοι ενεργούν πάντοτε για λογαριασμό των τελευταίων, εμφανιζόμενοι προς τα έξω (απέναντι στους αιτούντες) ως πληρεξούσιοι αυτών (πρώτης και τρίτης των καθ` ων εταιριών), (βλ. σχετικά Θ. Λιακόπουλου, Γενικό Εμπορικό Δίκαιο, γ) έκδ., σελ. 79-80, Ν. Ρόκα. Στοιχεία Εμπορικού Δικαίους 1995, 48-49). Περαιτέρω το αίτημα για την απαγγελία προσωπικής κράτησης κατά των νομίμων εκπροσώπων των πρώτης, τρίτης και πέμπτης των καθ` ων εταιριών, πρέπει ν` απορριφθεί, διότι η αίτηση δεν στρέφεται κατ` αυτών ατομικά, ώστε να προσλάβουν την ιδιότητα του διαδίκου. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για το αίτημα περί απειλής χρηματικής ποινής κατά των εν λόγω εκπροσώπων, το οποίο είναι νόμιμο, στηριζόμενο στη διάταξη του αρ. 946 παρ. 1 ΚΠολΔ. Πιθανολογήθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά γεγονότα, τα οποία έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (αρ. 335 ΚΠολΔ): Ο πρώτος από τους αιτούντες, Σ.Β., είναι νόμιμος κάτοχος αδείας εκμεταλλεύσεως περιπτέρου, το οποίο βρίσκεται στην πόλη της Κέρκυρας και στη συμβολή των οδών λεωφ. Αλεξάνδρας και Π. Ζαφειροπούλου. Δυνάμει της από 30.7.1999 συμβάσεως μισθώσεως περιπτέρου, η οποία εγκρίθηκε με την με αριθμό πρωτ. * απόφαση του νομάρχη Κέρκυρας, κατέστησαν οι δεύτερη και τρίτος από τους αιτούντες ΑΙ. και ΑΙ., συμμισθωτές του ως άνω περιπτέρου. Η έναρξη εργασιών στο περίπτερο από τους συμμισθωτές έγινε στις 4.8.1999. Η πρώτη, τρίτη και πέμπτη των καθ` ων, ανώνυμες εταιρίες οι δυο πρώτες και εταιρία περιορισμένης ευθύνης η τελευταία, με την επωνυμία "Α. Α.Ε.", "Ε. Α.Ε." και "Ε.ΠΔ.Ξ.Τ. Ε.ΠΕ.", αντιστοίχως, που έχουν την έδρα τους στην Αθήνα, είναι κεντρικά πρακτορεία διανομής εφημερίδων και περιοδικών στην Ελλάδα και διανέμει εκάστη μεγάλο αριθμό εφημερίδων και περιοδικών, που αναγράφονται στην αίτηση (Ελληνικά οι δύο πρώτες και ξένα οι τελευταία). Πριν τη σύναψη της προαναφερόμενης σύμβασης μισθώσεως του άνω περιπτέρου, εκμεταλλεύονταν αυτό ο Γ.Π δυνάμει σύμβασης, που είχε καταρτισθεί μεταξύ αυτού και του πρώτου των αιτούντων, την 14.10.1994, που ήταν ορισμένης διάρκειας ήτοι άρχιζε την 1.10.1994 και έληγε την 31.10.1997. Λόγω αρνήσεως όμως του μισθωτή, μετά την πάροδο της τριετίας, ν` αποδώσει στην εκμισθωτή την χρήση του μισθίου ακολούθησαν δικαστικές ενέργειες εκ μέρους του τελευταίου, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την έκδοση ευνοϊκής γι` αυτόν απόφασης, της με αριθμό * του Δικαστηρίου αυτού και η οποία, μεταξύ των άλλων, υποχρέωσε τον ανωτέρω Γ.Π., να του αποδώσει τη χρήση του περιπτέρου. Διαρκούσης της ως άνω μισθώσεως, ο μισθωτής του περιπτέρου, εκμεταλλευόμενος την αδυναμία του πρώτου από τους αιτούντες να πετύχει την αποβολή του σε σύντομο
διάστημα λόγω των χρονοβόρων διαδικασιών και έχοντας αποφασίσει να εγκαταλείψει το περίπτερο, στα μέσα Αυγούστου 1997, δυο περίπου μήνες πριν τη λήξη της μίσθωσης, μίσθωσε (στο όνομα του γυιού του, αλλά ουσιαστικά μισθωτής ήταν ο ίδιος) επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας και σε απόσταση μόλις τριάντα (30) μέτρων από το περίπτερο, ένα ισόγειο κατάστημα και ασκούσε σε αυτό όμοια ακριβώς δραστηριότητα με αυτήν του περιπτέρου (πώληση τσιγάρων, εφημερίδων, περιοδικών, χυμών, αναψυκτικών κ.λπ.). Με διαφημιστικές πινακίδες, τις οποίες είχε αναρτήσει στο περίπτερο, γνωστοποιούσε στο καταναλωτικό κοινό τη νέα του δραστηριότητα, εκδηλώνοντας παράλληλα με αυτό τον τρόπο την πρόθεσή του να εγκαταλείψει το περίπτερο, το οποίο όμως δεν παρέδωσε και κρατούσε σε κατάσταση υπολειτουργίας με μόνο σκοπό να εδραιώσει την νέα του επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά κυρίως για να πετύχει την μεταφορά του δικαιώματος που είχε το περίπτερο να προμηθεύεται εφημερίδες και περιοδικά στο κατάστημα το οποίο μίσθωσε, το οποίο και πέτυχε με την συνδρομή των πρώτης, τρίτης και πέμπτης των καθ` ων εταιριών και πουλούσε εφημερίδες και περιοδικά, κάνοντας απευθείας χρήση του προνομίου του αυτού και "μεταφέροντάς το" στην ουσία από το περίπτερο στην νέα του επιχείρηση. Την εν λόγω δραστηριότητα εξακολουθεί να ασκεί ο προαναφερόμενος πρώην μισθωτής του περιπτέρου (ΓΠ). Αυτός μέχρι και σήμερα είχε μακροχρόνια εμπορική σχέση με τους καθ` ων η αίτηση, και ειδικότερα του προμήθευαν εφημερίδες και περιοδικά προς μεταπώληση στο περίπτερο το οποίο διατηρούσε, όπως ειπώθηκε, μέχρι τα μέσα Ιουνίου 1999, όταν και παρέδωσε το περίπτερο στον πρώτο από τους αιτούντες, συμμορφούμενος με την προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου αυτού. Οι πρώτη, τρίτη και πέμπτη από τους καθ` ων εξακολουθούν να προμηθεύουν εφημερίδες και περιοδικά τον Γ.Π., ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, ασκεί εμπορική δραστηριότητα, εντελώς όμοια με αυτή του περιπτέρου και σε απόσταση τριάντα (30) μέτρων από αυτό, στο όνομα του γυιού του. Η λεωφ. Αλεξάνδρας έχει μήκος περίπου 800 μέτρων και καθόλο το μήκος της υπάρχουν δυο σημεία πώλησης εφημερίδων και περιοδικών, το ένα στην αρχή της περίπου, όπου βρίσκεται και το "κιόσκι" Γ.Π., στη συνέχεια και ακριβώς απέναντι από το ταχυδρομείο είναι το περίπτερο των αιτούντων και στο τέλος της λεωφόρου υπάρχει ένα ακόμη περίπτερο, το οποίο επίσης διαθέτει εφημερίδες και περιοδικά. Το επίμαχο περίπτερο, το οποίο μάλιστα εκμεταλλευόταν ο πρώτος από τους αιτούντες μέχρις ότου το εκμισθώσει στον Γ.Π., πάντοτε διακινούσε εφημερίδες και περιοδικά σε συνεργασία με τους καθ` ων η αίτηση, μέχρις και τον Ιούνιο 1999, όταν εγκαταλείφθηκε από τον Γ.Π. και έκτοτε από τις 5.8.1999 όταν οι αιτούντες ζήτησαν να τους εφοδιάσουν οι καθ` ων η αίτηση με εφημερίδες και περιοδικά, αυτοί αρνήθηκαν, με αποτέλεσμα να σταματήσουν την προμήθεια του περιπτέρου με εφημερίδες και περιοδικά. Η αποχή αυτή από τη σύναψη συναλλακτικών σχέσεων, ήτοι η άρνηση των κεντρικών πρακτορείων διανομής - πρώτης, τρίτης και πέμπτης των καθ` ων -να προμηθεύουν με εφημερίδες και περιοδικά το περίπτερο, που εκμεταλλεύονται οι νέοι συμμισθωτές, δεύτερη και τρίτος από τους αιτούντες Α.Γ. και Α.Γ., ενώ συνεχίζουν να προμηθεύουν με εφημερίδες και περιοδικά το νέο κατάστημα που άνοιξε ο προηγούμενος μισθωτής, Γ.Π., συνιστά άνιση μεταχείριση της επιχείρησης των πρώτων από την επιχείρηση του δεύτερου εκ μέρους των εν λόγω καθ` ων η αίτηση εταιριών, που δεν δικαιολογείται αντικειμενικά δηλαδή με βάση επιχειρηματικά κριτήρια και την καλή πίστη και ενεργείται αποκλειστικά προς το συμφέρον του τελευταίου, ανταγωνιστή των πρώτων. Επομένως αποτελεί αθέμιτη δραστηριότητα και φέρει τη μορφή διμερούς μποϋκοτάζ, που αναλύθηκε στη νομική σκέψη. Μ` άλλα λόγια, σύμφωνα με την ευρεία ερμηνεία της "πράξης ανταγωνισμού" του αρ. 1 ν. 146/1914, που δόθηκε ανωτέρω, η πράξη αυτή παρεμποδιστικού χαρακτήρα που ενεργείται μεταξύ των αιτούντων και των ως άνω τριών από τους καθ` ων η αίτηση -εταιριών, οι οποίοι δεν συνδέονται με σχέση ανταγωνισμού, ενεργείται προς το συμφέρον του ανταγωνιστή Γ.Π., πλήττει τον ανταγωνισμό κατά τρόπο που προσκρούει στα χρηστά ήθη, αφού πιθανολογείται ότι μπορεί να επιφέρει την εκτόπιση της επιχείρησης των δύο τελευταίων από τους αιτούντες από
την αγορά ή την σοβαρή διακινδύνευσή της και συνεπώς απαγορεύεται απ` αυτό (αρ. 1 ν. 146/1914)....