ΜΊΝΩΣ ΕΥΣΤΑΘΙΆΔΗΣ Ο ΔΎΤΗΣ μυθιστόρημα ΙΚΑΡΟΣ
1 «Σ ήκω, νύχτωσε». Δεν είχε χαράξει ακόμα όταν άκουγε τη βραχνή φωνή να κόβει τα όνειρα στη μέση και να τα πετάει κουτσά στις άκρες της πραγματικότητας. Με έναν ανάποδο τρόπο ο πατέρας του έλεγε την αλήθεια. Έπρεπε να σηκωθεί νύχτα απ το κρεβάτι. Ήταν ώρα για δουλειά. «Σήκω, νύχτωσε». Τα μάτια του ανοίγουν κι αμέσως γουρλώνουν για να μαντέψουν τι είναι αυτό που τον ξυπνάει πίσω απ το σκοτάδι. Κανείς δεν έχει μιλήσει. Ο πατέρας του, νεκρός εφτά χρόνια πια, του έχει αφήσει την επαναλαμβανόμενη προσταγή για κληρονομιά. Στον ουρανό ένα σύννεφο δυτικά κρατάει την τελευταία αντανάκλαση του φεγγαριού. Σκύβει να πιει απ τη βρύση της αυλής. Φίλο το φωνάζουν το νερό, γιατί τους κάνει να ξεχνάνε την πείνα. Χώνει τελετουργικά το καλάμι του ψαρέματος στην πλάτη του παλτού του. Είναι κομμένο με ακρίβεια εκατοστού, για να μη διακρίνεται καθόλου σε κάθε 11
ΜΊΝΩΣ ΕΥΣΤΑΘΙΆΔΗΣ του βήμα. Το ψάρεμα απαγορεύεται αυστηρά, όπως κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Στον δρόμο τρέχει για να κρυφτεί πίσω από τις σκιές και τους κορμούς των αραιών δέντρων. Τα εκατόν πενήντα σκαλοπάτια της εκκλησίας τα κατεβαίνει πετώντας και προτού φτάσει στο λιμάνι, κόβει αριστερά στο χωμάτινο μονοπάτι. Δεν απέχει παραπάνω από ένα χιλιόμετρο η παραλία. Ο χρόνος κυλάει γρήγορα, κι αυτός παρατηρεί συνε - χώς τον ορίζοντα, τα αστέρια και το αθέατο ρολόι, που είναι σφηνωμένο ανάμεσά τους. Μισή ώρα περιθώριο κρέμεται μέχρι το πρώτο φως και τίποτα δεν έχει ακόμα καταδεχτεί να τσιμπήσει το αγκίστρι του. Ετοιμάζεται να ξανατινάξει το καλάμι. Η κίνηση μένει μετέωρη, ενώ δύο αντρικές φωνές τρυπάνε το σκοτάδι. Είναι αδύνατον να καταλάβει τι λένε, και ούτε τον ενδιαφέρει. Δεν επιτρέπεται να τον πιάσουν να ψαρεύει, μονάχα αυτό έχει σημασία. Οι φωνές αργά και σταθερά πλησιάζουν. Δέντρο ή κρυψώνα δεν υπάρχει σε ακτίνα πενήντα τουλάχιστον μέτρων και το τρέξιμο πάνω στα βότσαλα θα ακουστεί σαν καλπασμός. Νιώθει πως θέλει να κατουρήσει, μα γνωρίζει τα φτηνά κόλπα του φόβου. Βάζει το δεξί του πόδι στη θάλασσα. Είναι τόσο παγωμένη όσο και το μυαλό του. Οι δύο σκιές αρχίζουν να διακρίνονται στο τέλος του μονοπατιού. Παίρνει αναπνοή, σφίγγει το καλάμι και βουτάει. Το κεφάλι του σχεδόν βυθίζεται στο νερό, το στόμα του προεξέχει ελάχιστα από την επιφάνεια. Οι δύο άντρες φτάνουν στο σημείο όπου ψάρευε. Ακόμη κι αν τον έψαχναν, δεν θα μπορούσαν να τον εντοπίσουν. 12
Ο ΔΎΤΗΣ Ήδη κολυμπάει αθόρυβα πενήντα ή εξήντα μέτρα μακριά. Κάτι κρατάνε στα χέρια τους και φωνάζουν ακατανόητες λέξεις, κομμάτια μιας κουρασμένης διαμαρτυρίας. Ένα δύο Έχουν αρχίσει να μετράνε. Τρία οοοοοπ! Ο ήχος της πτώσης φτάνει στ αυτιά του πολλαπλασιασμένος από το νερό. Οι άντρες φεύγουν και το φορτίο τους έχει προφανώς καταλήξει στη θάλασσα. Παραμένει στη θέση του μέχρι να τους καταπιεί η νύχτα. Το κολύμπι δεν μοιάζει με καλοκαιρινό παιχνίδι καθώς σφίγγει ακόμα το καλάμι στο χέρι και φοράει όλα του τα ρούχα. Το παλτό ζυγίζει όσο ολόκληρη η πόλη, που κρέμεται από ψηλά, κάπου μακριά, χωρίς φώτα. Χρειάζεται τρία τέσσερα λεπτά μέχρι να φτάσει έξω και να ξαναπατήσει στον βυθό. Το πεταμένο φορτίο των δύο αντρών επιπλέει δίπλα του. Ένα μεγάλο σακί με... Όχι. Ένα ανθρώπινο σώμα. Ανήμπορος να κάνει ή να σκεφτεί οτιδήποτε, το τραβάει στην παραλία. Η νέα γυναίκα τού κόβει την ανάσα όπως τον κοιτάζει με τα νεκρά, ορθάνοιχτα μάτια της. Την έχουν τυλίξει με μια κουβέρτα. Είναι άραγε απλή περιέργεια ή μια ανάμνηση λαγνείας που τον σπρώχνει να παραμερίσει το τελευταίο της σκέπασμα; Ενστικτωδώς τραβιέται μερικά βήματα πίσω. Στην κάτω μεριά του αριστερού μαρμάρινου στήθους της υπάρχει ένα αλλόκοτο μαύρο σημάδι. Την ξαναπλησιάζει για να δει καλύτερα. Μια πληγή που δεν κατάφερε να επουλωθεί. Ποτέ δεν έχει ξαναδεί τέτοιο πράγμα και τώρα κάτι τον 13
ΜΊΝΩΣ ΕΥΣΤΑΘΙΆΔΗΣ τραβάει όλο και πιο κοντά. Ανίκανος να αντισταθεί, απλώνει τα δάχτυλα για να ψηλαφήσει. Ένα ανεξήγητο κενό, μια τρύπα. Πώς έχει ανοίξει έτσι το ανθρώπινο σώμα; Πρέπει να ειδοποιήσει κάποιον, αλλά άμα το επιχειρήσει, κινδυνεύει να μαθευτεί πως ψάρευε, και μάλιστα τη νύχτα. Τελικά φεύγει τρέχοντας. Εκείνη η πληγή κάτω από το στήθος, τα ορθάνοιχτα μάτια και η νεκρή ομορφιά θα τον κυνηγήσουν. Ίσως γιατί γνωρίζει την κοπέλα. Κάποτε ολόκληρη η πόλη ήταν περήφανη γι αυτή. Οι στρατιώτες μαζεύουν το πτώμα της δύο ώρες αργότερα. Λίγο μετά το ξημέρωμα ένας λιμενεργάτης το έχει βρει ξεβρασμένο στην παραλία. Σύμφωνα με ρητές εντολές οι ετοιμασίες γίνονται αστραπιαία. Στους γονείς επιτρέπεται να αντικρίσουν το πρόσωπο της κόρης τους μόνο για μια φευγαλέα στιγμή. Ορδές κόσμου ανηφορίζουν προς το νεκροταφείο το ίδιο απόγευμα. Κατά τη διάρκεια της τελετής ολόκληρο το σώμα παραμένει σταθερά καλυμμένο κάτω από το φέρετρο. Κάτι πάει να ψελλίσει ο πατέρας, ευτυχώς όμως κάποιος του φράζει έγκαιρα το στόμα. «Πνιγμός». Αν ψάξεις στα αρχεία της πόλης, σ αυτή τη λέξη θα σκοντάψεις. Είναι η επίσημη εκδοχή. Ποτέ δεν ασχολήθηκε ιατροδικαστής με την υπόθεση. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Μόνο δύο άτομα ήξεραν τι είχε συμβεί. Ο πρώτος τής είχε μιλήσει το προηγούμενο βράδυ. Σχεδόν μία ώρα στεκόταν απέναντί της και επαναλάμβανε τα ίδια λόγια. Την προειδοποιούσε για την τύχη της, μα εκείνη έμενε να τον 14
Ο ΔΎΤΗΣ κοιτάζει βουβή και υπνωτισμένη από το αναπόφευκτο. Ο δεύτερος άνθρωπος που γνώριζε την αιτία θανάτου έτρεχε ήδη μακριά. Χρόνια αργότερα ονειρεύτηκε πως με τα δάχτυλά του μπορούσε να καλύψει την τρύπα κάτω από το στήθος. Μα μερικές πληγές μένουν ανοιχτές και γεννάνε το μέλλον. 15