Πρώτη Διάλεξη. 1) Ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων



Σχετικά έγγραφα
ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΟΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ Ι ΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩN ΠΟΣΟΤΙΚΩN ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩN ΜΕΤΑΞΥ ΤΩN ΚΡΑΤΩN ΜΕΛΩN

ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΠΌ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ. Έγγραφο καθοδήγησης 1

της 10ης Δεκεμβρίου 1968*

Ελευθερία κυκλοφορίας κεφαλαίων και πληρωμών

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

Τέταρτη Διάλεξη. Ελευθερία παροχής υπηρεσιών

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση Ο ΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πέτρος Πανταζόπουλος, Δικηγόρος, ΔΝ

Διεθνές Οικονομικό Δίκαιο Μάθημα 4: H GATT 1994

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1061/2009 του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 2009 για θέσπιση κοινού καθεστώτος εξαγωγών

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2015/0276(COD) της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας

(Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 29ης Ιουνίου 1995 *

Κύκλος Κοινωνικής Προστασίας ΠΟΡΙΣΜΑ

Η Θεωρία της Εμπορικής Πολιτικής

Μάθημα : Δίκαιο εσωτερικής αγοράς & ανταγωνισμού Ε.Ε (Φεβρουάριος 2016)

β) σύστημα επιστροφής δασμών: το καθεστώς της τελειοποίησης προς επανεξαγωγήμε τη μορφήτην οποία προβλέπει η παράγραφος 1 στοιχείο β)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Εκπτώσεις Δεσπόζουσας Επιχείρησης

ΕΡΩΤΗΜΑ 1: ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ?

ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΗ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Κεφάλαιο 4 - Κινητικότητα προϊόντων: Απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών και των τεχνικών εμποδίων

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΤΙΤΛΟΣ Ι Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ. Άρθρο 26. (πρώην άρθρο 23 της ΣΕΚ) Άρθρο 27 ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

Άρθρο 99 Η αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης μπορεί να είναι είτε δημόσια είτε ιδιωτικήαποθήκη. Νοούνται ως:

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

B7-0080/361. Brian Simpson, Britta Reimers, Bas Eickhout, Kartika Tamara Liotard, Ulrike Rodust, Göran Färm και άλλοι

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΖΑΜΠΟΓΛΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: Η ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΗ ΕΝΩΣΗ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Έγγραφο συνόδου ΠΡΟΣΘΗΚΗ. στην έκθεση. Επιτροπή Νομικών Θεμάτων. Εισηγητής: Andrzej Duda A8-0017/2015

EΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πρόταση οδηγίας (COM(2017)0660 C8-0394/ /0294(COD)) Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Ref. Ares(2014) /07/2014

Θέμα: Διεκδίκηση μειωμένων συντελεστών Φ.Π.Α.

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

Θέμα: «Άρθρο 177 του Τελωνειακού Κώδικα - αποστολές που αποτελούνται από εμπορεύματα διαφορετικών διακρίσεων του Δασμολογίου»

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

14481/17 ΔΑ/μκρ 1 DG G 2B

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ. σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Ιουνίου 2003 *

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 1998 *

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Έγγραφο συνόδου ΠΡΟΣΘΗΚΗ. στην έκθεση. Επιτροπή Νομικών Θεμάτων. Εισηγητής: Andrzej Duda A8-0047/2015

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 6ης Οκτωβρίου σχετικά με περιορισμούς στις πληρωμές με χρήση μετρητών (CON/2017/40)

PE-CONS 17/1/15 REV 1 EL

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

L 162/20 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

B7-0080/352. Brian Simpson, Britta Reimers, Bas Eickhout, Kartika Tamara Liotard, Ulrike Rodust, Göran Färm και άλλοι

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL B7-0080/437. Τροπολογία. Britta Reimers εξ ονόματος της Ομάδας ALDE

Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας. προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

6353/1/13 REV 1 ADD 1 ΑΒ/γπ 1 DQPG

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-228/99 και Τ-233/99

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3851, 30/4/2004

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

PE-CONS 16/1/15 REV 1 EL

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

Υποχρεώσεις που απορρέουν από τον φόρο προστιθέμενης αξίας για παροχές υπηρεσιών και πωλήσεις αγαθών εξ αποστάσεως

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο Σ/Λ & Πολλαπλής Επιλογής Αντικείμενο μελέτης της μακροοικονομίας είναι (μεταξύ άλλων) η:

10373/1/15 REV 1 ADD 1 ΙΑ/ακι 1 DPG

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΑ ΠΩΛΗΣΕΩΝ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΑ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ (Αριθ. 7)

9494/16 ΣΠΚ/γπ 1 DG G 2B

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Καταπολέμηση φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής Η έκπτωση δαπανών

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΠΟΛ.1125/ Υποχρέωση απόκτησης ΑΦΜ ή ορισμού φορολογικού

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 8-A ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 326/59 ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΤΙΤΛΟΣ Ι Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ (αριθ. 7)

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

Γνώμη 7/2018. σχετικά με το σχέδιο καταλόγου της αρμόδιας εποπτικής αρχής της Ελλάδας. για

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΘΕΜΑ: Διευκρινίσεις σχετικά με τον έλεγχο που πραγματοποιείται στα πλαίσια της Αμοιβαίας

Transcript:

1 Πρώτη Διάλεξη Ο όρος «εσωτερική αγορά» Εξειδικεύεται στo άρθρο 26 παρ.2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (στη συνέχεια ΣΛΕΕ). Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ως «εσωτερική αγορά» νοείται ένας χώρος «χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων ( )». Πρόκειται δηλαδή για ένα κοινό οικονομικό χώρο, στο πλαίσιο του οποίου καταργείται, αφ ενός μεν κάθε εμπόδιο στην απρόσκοπτη άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων, και αφ ετέρου τα εσωτερικά τελωνιακά σύνορα και οι συνοριακοί έλεγχοι των φυσικών προσώπων (ΔΕΚ «Schul»). 1) Ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων Οι διατάξεις της ΣΛΕΕ που κατοχυρώνουν άμεσα την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων είναι αυτές που θεσπίζουν την τελωνιακή ένωση (άρθρα 28 και 30), εκείνες που αναφέρονται στη απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών και των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος στις εμπορευματικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών (άρθρα 34 και επόμενα), καθώς και των φορολογικών διακρίσεων (άρθρα 110 και επόμενα) και τέλος εκείνες που επιβάλλουν τη διαρρύθμιση των κρατικών εμπορικών μονοπωλίων (άρθρο 37). 2.1 Πεδίο εφαρμογής «ratione materiae» 2.2 Μέσα υλοποίησης της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων 2.1.1 Τελωνειακή Ένωση

2 Ένα από τα μέσα υλοποίησης της εσωτερικής αγοράς είναι η διασφάλιση τελωνειακής ένωσης μεταξύ των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 28 της ΣΛΕΕ, η τελωνειακή ένωση προϋποθέτει, αφ ενός μεν τη κατάργηση των δασμών και των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος στις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ εισαγωγές και εξαγωγές αγαθών και, αφ ετέρου τη θέσπιση ενός ενιαίου-κοινού εξωτερικού δασμολογίου. Η έννοια του δασμού δεν θέτει ιδιαίτερα προβλήματα,δεδομένου ότι πρόκειται για χρηματική επιβάρυνση, που επιβάλλεται κατά την εισαγωγή ή και την εξαγωγή ενός αγαθού και αποτελεί συνήθως ένα ποσοστό επί της δασμολογητέας αξίας του εν λόγω αγαθού. Αντίθετα χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης η «κοινοτική-ενωσιακή» έννοια της φορολογικής επιβάρυνσης ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό, η οποία αποτελεί συνήθη μορφή έμμεσου φορολογικού προστατευτισμού, με σκοπό τη παρεμπόδιση ή τη δυσχέρανση των εισαγωγών. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κάθε χρηματική επιβάρυνση, έστω και ελάχιστη, «ανεξάρτητα από την ονομασία και τη τεχνική της επιβολής της, που επιβάλλεται μονομερώς σε εμπορεύματα, λόγω του γεγονότος ότι διασχίζουν τα σύνορα», όταν δεν αποτελεί κατά κυριολεξία δασμό, συνιστά επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος, έστω και αν δεν εισπράττεται υπέρ του κράτους. Τα ίδια εννοιολογικά στοιχεία συνθέτουν mutatis-mutandis και την έννοια των εξαγωγικών δασμών που και αυτοί απαγορεύονται απολύτως από το άρθρο 30 της ΣΛΕΕ. Εάν η φορολογική επιβάρυνση απορρέει από ένα γενικό σύστημα εσωτερικών φόρων που πλήττει συστηματικά και με βάση ενιαία κριτήρια τόσο τα εγχώρια όσο και τα εισαγόμενα προϊόντα, τότε για το νομικό χαρακτηρισμό της ενδέχεται να είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη ο προορισμός του προϊόντος του φόρου. Αυτό δε γιατί, στην περίπτωση μιας φορολογικής επιβάρυνσης που είναι τυπικά ουδέτερη, όσον αφορά τη δομή και τον τρόπο είσπραξής της, αυτή παρόλα αυτά μπορεί να ασκήσει εν τοις πράγμασι διαφορετική επίπτωση στις δύο κατηγορίες προϊόντων (εισαγόμενα και εγχώρια), ανάλογα με τον προορισμό του φόρου.

3 2.2.2. Κατάργηση των φορολογικών διακρίσεων Θα πρέπει, κατ αρχήν, να υπενθυμίσουμε ότι το άρθρο 110 της Συνθήκης, στο σύνολό του, αποσκοπεί στη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών, υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού. Αυτό επιτυγχάνεται, αφ ενός μεν με την απαγόρευση των εσωτερικών φόρων που ενέχουν δυσμενή διάκριση εις βάρος των εισαγομένων, σε σχέση με τα ομοειδή εγχώρια προϊόντα (110 παρ.1) και αφ ετέρου με τη κατάργηση των ενεχόντων προστατευτικό χαρακτήρα φόρων και τη διασφάλιση έτσι της απόλυτης ουδετερότητας των εσωτερικών φόρων από πλευράς ανταγωνισμού μεταξύ εγχωρίων και εισαγομένων προϊόντων (110 παρ.2). Το άρθρο 110 δεν καλύπτει παρά μόνο τους εσωτερικούς φόρους, οι οποίοι πλήττουν άμεσα ή έμμεσα το προϊόν. Είναι εκτός του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως αυτής οι φόροι που πλήττουν μια εμπορική ή παραγωγική δραστηριότητα, η οποία ενδεχομένως συνδέεται και με την παραγωγή ή την εμπορία του προϊόντος (π.χ ο φόρος επί των διαφημίσεων ή οι φόροι εγγραφής στα μητρώα εταιριών ή σε άλλα δημόσια βιβλία κ.λ.π). Η διάταξη του άρθρου 110 δεν καλύπτει ούτε τους φόρους που πλήττουν τις υπηρεσίες (πχ. τον ειδικό φόρο τραπεζικών εργασιών). Ανάλογες εθνικές ρυθμίσεις εμπίπτουν ενδεχομένως στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Όπως πολύ ορθά έχει κρίνει το Δικαστήριο, ένα σύστημα φορολογίας δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 110 «παρά μόνο αν είναι διαρρυθμισμένο κατά τρόπο που να αποκλείει σε κάθε περίπτωση τη βαρύτερη φορολογία των εισαγομένων σε σχέση με τα ομοειδή εγχώρια». Αυτό σημαίνει, a contratrio, ότι για την εφαρμογή του άρθρου 110 παράγραφος 1, αρκεί η επίμαχη φορολογία να είναι διαρθρωμένη έτσι που δυνητικά να μπορεί να οδηγήσει σε δυσμενέστερη μεταχείριση των εισαγομένων προϊόντων. Η δυνατότητα δυσμενούς διάκρισης σε βάρος των εισαγομένων προϊόντων μπορεί να οφείλεται κυρίως, είτε στη προβλεπόμενη διαφορά του συντελεστή φορολόγησης, είτε στη προβλεπόμενη διαδικασία είσπραξης, είτε στον διαφορετικό προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας ή αλλιώς της βάσης υπολογισμού του φόρου. Έτσι, για παράδειγμα,

4 εάν τα στοιχεία υπολογισμού της φορολογητέας αξίας των εισαγομένων προϊόντων οδηγούν στη διεύρυνση της, σε σχέση με την φορολογητέα αξία των ομοειδών εγχωρίων προϊόντων, είτε με τη προσθήκη πρόσθετων εξόδων (όπως είναι τα έξοδα μεταφοράς, προμήθειας ή συσκευασίας ) είτε με τον μη ισοδύναμο υπολογισμό πιθανών εκπτώσεων τότε το άρθρο 110 παράγραφος 1 ευρίσκει εφαρμογή. Επίσης, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ένα πλεονέκτημα που προβλέπεται αποκλειστικά και μόνο υπέρ της εγχώριας παραγωγής, υπό τη μορφή προθεσμιών ή άλλων ευκολιών πληρωμής, συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση σε βάρος των προϊόντων που εισάγονται από άλλα κράτη μέλη, κατά παράβαση της απαγορεύσεως που περιέχεται στο άρθρο 110 παρ.1 της Συνθήκης. Αναφορικά με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 110 της Συνθήκης, πρέπει να τονίσουμε ότι η λειτουργία της είναι συμπληρωματική, με την έννοια ότι «καταλαμβάνει κάθε εκδήλωση έμμεσου φορολογικού προστατευτισμού στη περίπτωση εισαγομένων προϊόντων τα οποία, χωρίς να είναι ομοειδή, κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου, με εγχώρια προϊόντα, βρίσκονται ωστόσο, ως προς ορισμένα από αυτά σε σχέση ανταγωνισμού, έστω και μερική, έμμεση ή δυνητική». Δεύτερη Διάλεξη 1.Κατάργηση ποσοτικών περιορισμών και μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών Τα άρθρα 34 και 35 (πρώην 28 και 29) της ΣΛΕΕ απαγορεύουν τους ποσοτικούς περιορισμούς στις εισαγωγές ή τις εξαγωγές μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και τα μέτρα που έχουν ισοδύναμα αποτελέσματα με τους ποσοτικούς περιορισμούς. Οι διατάξεις αυτές αναγνωρίζεται από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ότι έχουν άμεση εφαρμογή, ήτοι παρέχουν στους ιδιώτες δικαιώματα, τα οποία τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να προασπίζουν. Οι ποσοτικοί περιορισμοί (ποσοστώσεις στις εισαγωγές ή τις εξαγωγές), με την κυριολεκτική έννοια του όρου, δεν παρουσιάζουν καμία δυσκολία στην οριοθέτηση και το χαρακτηρισμό τους και συνεπώς

5 δεν χρήζουν ιδιαίτερης ανάπτυξης. Θα περιορισθούμε συνεπώς, στo πλαίσιo του παρόντος, στην ανάλυση, κυρίως μέσα από την νομολογία του Δικαστηρίου, της έννοιας των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς στις εισαγωγές (παρακάτω, υπό στοιχείο α). Εν συνεχεία θα εκθέσουμε συνοπτικά το νομικό καθεστώς των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς στις εξαγωγές (παρακάτω, υπό στοιχείο β). Και τέλος θα αναλύσουμε σε αδρές γραμμές το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της εξαιρετικής διάταξης του άρθρου 36 (πρώην 30) της Συνθήκης (παρακάτω, υπό στοιχείο γ). α) Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς στις εισαγωγές : Έννοια και μορφές - Ορισμός To Δικαστήριο όρισε για πρώτη φορά την έννοια των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος στην υπόθεση Dassonville, όπου αποφάνθηκε ότι αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος «κάθε εμπορική ρύθμιση των κρατών μελών, η οποία είναι ικανή να εμποδίσει άμεσα ή έμμεσα, στο παρόν ή στο μέλλον το ενδοκοινοτικό εμπόριο». Είναι προφανές ότι το Δικαστήριο προέκρινε μια διασταλτική ερμηνεία, η οποία ευνοεί περισσότερο την επίτευξη των στόχων της Συνθήκης και απετέλεσε τη βάση της διαμόρφωσης και εξέλιξης της μεταγενέστερης σχετικής νομολογίας του. Τα βασικά εννοιολογικά στοιχεία του ορισμού που έδωσε το Δικαστήριο είναι τα ακόλουθα : i. Κατ αρχήν πρόκειται για κρατικά μέτρα, δηλαδή για πράξεις και πρακτικές που έχουν υιοθετηθεί από δημόσια αρχή ή που οφείλονται ουσιαστικά σε αυτή, έστω και αν έχουν τυπικά υιοθετηθεί από κάποια διακεκριμένη οντότητα. Αυτό συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, είναι αρμοδιότητα της δημόσιας αρχής να αποφασίσει ή να προτείνει το διορισμό ή την παύση των μελών του αποφασιστικού οργάνου της διακεκριμένης οντότητας ή όταν απαιτείται η προέγκριση της δημόσιας αρχής για την έκδοση της σχετικής πράξης. Το Δικαστήριο έκρινε σχετικά ότι, ακόμα και δηλώσεις ενός δημοσίου υπαλλήλου καταλογίζονται στο κράτος και εξομοιώνονται συνεπώς με κρατικά μέτρα,

6 όταν γίνονται στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του και δεν διαψεύδονται, εκλαμβάνονται δε από τους αποδέκτες τους, ως επίσημες κρατικές θέσεις. ii. Tα πιθανά περιοριστικά αποτελέσματα του μέτρου επί των ενδοκοινοτικών συναλλαγών είναι το δεύτερο εννοιολογικό στοιχείο της έννοιας των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος στις εισαγωγές. Δεν είναι απαραίτητο να μπορούν να υπολογισθούν εκ των προτέρων τα περιοριστικά αποτελέσματα, αλλά ούτε και να είναι αισθητά. Επίσης θα πρέπει να τονίσουμε ότι στον ορισμό του Δικαστηρίου δεν φαίνεται να αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό ενός κρατικού μέτρου ως μέτρου ισοδυνάμου αποτελέσματος το διακριτικό του αποτέλεσμα σε βάρος των εισαγομένων προϊόντων. iii. Τα κρατικά μέτρα που θεσπίζουν χρηματικές επιβαρύνσεις δεν ελέγχονται, κατά κανόνα, ως μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών ή επί των εξαγωγών. Τα μέτρα αυτά ελέγχονται πρωτίστως από τις διατάξεις των άρθρων 28, 30 ή 110 της ΣΛΕΕ. Κατ εξαίρεση όμως, επί ελλείψεως παρεμφερούς εγχώριας παραγωγής, είναι δυνατόν ένας εσωτερικός φόρος, που εκφεύγει του ελέγχου του άρθρου 110, να χάνει τον χαρακτήρα του αυτό και να μπορεί να χαρακτηρισθεί, ως μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών, όταν αποδεικνύεται ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τις εισαγωγές του προϊόντος. - Κατηγορίες Η πρώτη κατηγορία μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος είναι οι εθνικές διατάξεις που έχουν άμεσα και φανερά διακριτικά αποτελέσματα, στο μέτρο που επιβάλλουν όρους, οι οποίοι πλήττουν αποκλειστικά τα εισαγόμενα και ως εκ τούτου είναι ικανοί να καταστήσουν την εισαγωγή, την πώληση ή τη χρησιμοποίηση των προϊόντων αυτών αδύνατη ή δυσχερέστερη. Η δεύτερη κατηγορία μέτρων είναι τα λεγόμενα αδιακρίτως εφαρμοζόμενα μέτρα σε εισαγόμενα και εγχώρια εμπορεύματα. Στη κατηγορία αυτή εμπίπτουν όλα τα κρατικά μέτρα, τα οποία δεν αποσκοπούν στη ρύθμιση της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών αλλά είναι έτσι διατυπωμένα έτσι, ώστε να

7 έχουν εφαρμογή τόσο στα εισαγόμενα, όσο και στα εγχώρια. Πλην όμως θέτουν εμπόδια ή παρακωλύουν ή καθιστούν δυσχερέστερη, καθ οιονδήποτε τρόπο, την ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά κράτους μέλους των προϊόντων προέλευσης άλλων κρατών μελών. Ακολουθώντας, για λόγους μεθοδολογίας κυρίως, την κατηγοριοποίηση των αδιακρίτως εφαρμοζομένων μέτρων στην οποία το ίδιο το Δικαστήριο προέβη στην υπόθεση Keck και Mithouard μπορούμε να κατατάξουμε τα μέτρα αυτά στις εξής υποκατηγορίες : Κατ αρχήν, στην κατηγορία των αδιακρίτως εφαρμοζομένων μέτρων υπάγονται οι εθνικές εκείνες ρυθμίσεις που καθορίζουν τις «τεχνικές» προδιαγραφές, τις οποίες πρέπει να πληρούν τα προϊόντα,ανεξάρτητα από τη προέλευσή τους, προκειμένου να μπορούν να αποτελέσουν νόμιμα αντικείμενο εμπορίας στο έδαφος ενός κράτους μέλους. Οι ρυθμίσεις αυτές αναφέρονται μεταξύ άλλων στη σύνθεση, στις διαστάσεις,στο βάρος, στο χρώμα, στη συσκευασία, στην ονομασία, στη σήμανση και εν γένει στις τεχνικές προδιαγραφές των προϊόντων (Cassis de Dijon). Εκτός από τη προαναφερόμενη υποκατηγορία ρυθμίσεων, μια άλλη υποκατηγορία, η οποία μάλιστα απετέλεσε και αντικείμενο ιδιαίτερης νομολογιακής αντιμετώπισης, είναι τα κρατικά μέτρα που αφορούν τις μεθόδους πώλησης, διανομής και προώθησης των προϊόντων (Keck και Mithouard). Ανεξάρτητα από την κριτική που ασκήθηκε στη νομολογία Keck και Mithouard, ιδίως όσον αφορά στην κατηγοριοποίηση των κρατικών ρυθμίσεων στην οποία προέβη, οι διατυπωθείσες με την νομολογία αυτή, αλλά και τη νομολογία Cassis de dijon, αρχές, σε συνδυασμό και με τον θεμελιώδη κανόνα που τέθηκε στην υπόθεση Dassonville, αποτελούν τελικά τον οδηγό για την αξιολόγηση κάθε μορφής κρατικής ρύθμισης, που επηρεάζει δυσμενώς τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Έτσι, κάθε κρατική ρύθμιση που παρακωλύει την πρόσβαση ενός προϊόντος στην αγορά χώρας εισαγωγής, υποχρεώνοντας τις ενδιαφερόμενες να πραγματοποιήσουν εισαγωγές επιχειρήσεις, να προσαρμόσουν (με κόστος πολλές φορές) την εμπορική τους πολιτική ή να τηρήσουν πρόσθετες προϋποθέσεις και να προβούν σε προσαρμογές, ή που έχει ως

8 αντικείμενο ρύθμισης ή ως συνέπεια τον αποκλεισμό της χρήσης ή/ και της ζήτησης ενός προϊόντος και συνεπώς και της πρόσβασής του στην αγορά κράτους μέλους, συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών. Αυτό βεβαίως, υπό την αναγκαία πάντοτε προϋπόθεση, ότι το εξεταζόμενο μέτρο δεν είναι πρόσφορο και ανάλογο προς την επίτευξη κάποιου σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Με βάση τα προαναφερόμενα και λαμβανομένης υπόψη της εξέλιξης και των τάσεων της νομολογίας, η εφαρμογή του άρθρου 34 της Συνθήκης σε μια κρατική ρύθμιση εξαρτάται τελικά από ένα ενιαίο κριτήριο, ήτοι την παρακώλυση, πραγματική ή δυνητική των εισαγωγών, σύμφωνα και με τη θεμελιώδη παραδοχή που διατυπώνεται στην υπόθεση Dassonville. H φύση και το περιεχόμενό του μέτρου δεν αποτελούν παρά περιστάσεις, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται κάθε φορά υπόψη κατά την εκτίμηση της συνδρομής του κριτηρίου αυτού. Αυτό που, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να εξετάζεται είναι εάν και κατά πόσο ένα μέτρο, είτε πρόκειται για τεχνική ρύθμιση, είτε για μέτρο που καθορίζει όρους πώλησης, είτε για οποιοδήποτε άλλο μέτρο, το οποίο δεν εντάσσεται μεν σε αυτές τις κατηγορίες, αλλά μπορεί παρόλα αυτά να πλήξει τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές (όπως είναι για παράδειγμα οι κρατικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στην αποθήκευση, μεταφορά ή τους όρους διαμετακόμισης των εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης) έχει περιοριστικά αποτελέσματα στις ενδοκοινοτικές εισαγωγές, αφού είναι ικανό να εμποδίσει ή να καθυστερήσει τις εισαγωγές ή να καταστήσει περισσότερο δύσκολη, δαπανηρή ή λιγότερο ελκυστική και ενδιαφέρουσα την εισαγωγή ενός προϊόντος. Τελειώνοντας οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι η καθιέρωση ενιαίου κριτηρίου αξιολόγησης όλων των κρατικών ρυθμίσεων (ανεξάρτητα από την ειδικότερη κατηγορία στην οποία ανήκουν) στο πλαίσιο του άρθρου 34 συμβάλλει στην ενότητα της ερμηνείας και εφαρμογής της διάταξης αυτής, άλλα και σε μεγαλύτερη ευελιξία στην αντιμετώπιση των ποικίλων κρατικών ρυθμίσεων, οι οποίες δεν εντάσσονται στις κατηγορίες των μέτρων πώλησης ή των τεχνικών ρυθμίσεων, όπως είναι για παράδειγμα οι ρυθμίσεις που αφορούν τους όρους μεταφοράς και αποθήκευσης των προϊόντων ή τους όρους και τις συνθήκες χρήσης τους και οι οποίες επηρεάζουν δυσμενώς την πρόσβαση των προϊόντων στην οικεία αγορά της χώρας εισαγωγής.

9 β) Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς στις εξαγωγές Σύμφωνα με την αρχική προσέγγιση της νομολογίας του Δικαστηρίου τα μέτρα αυτά απαγορεύονται, εφ όσον έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα, να περιορίζουν ειδικά τα εξαγωγικά ρεύματα και να δημιουργούν, κατ αυτό τον τρόπο, διαφοροποιημένη μεταχείριση, ανάμεσα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό εμπόριο του κράτους μέλους, εξασφαλίζοντας έτσι ένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα για την εγχώρια παραγωγή ή την εσωτερική αγορά του εν λόγω κράτους. γ) Δικαιολόγηση των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος, με βάση το άρθρο 36 Το άρθρο 36 της ΣΛΕΕ παρέχει στα κράτη μέλη το δικαίωμα να αποκλίνουν από την κατά τα άρθρα 34 και 35 απαγόρευση των περιοριστικών μέτρων, εφόσον η απόκλιση δικαιολογείται από κάποιους λόγους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο αυτό. Αυτοί είναι η προστασία της δημόσιας ηθικής, της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας, η προστασία της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και ζώων, η προφύλαξη των φυτών, η προστασία των εθνικών θησαυρών καλλιτεχνικής, ιστορικής ή αρχαιολογικής αξίας και η προστασία της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας. Οι λόγοι αυτοί αποτελούν επιφυλάξεις εθνικής κυριαρχίας, η άσκηση της οποίας όμως δεν είναι ανεξέλεγκτη. Έτσι, ενώ τα κράτη μπορούν, κατά κανόνα, να έχουν τη δική τους εθνική κλίμακα αξιών, όσον αφορά για παράδειγμα το επιθυμητό επίπεδο προστασίας της δημόσιας ηθικής ή της δημόσιας τάξης, παρόλα αυτά τα μέτρα που εφαρμόζουν θα πρέπει, αφενός μεν, να τηρούν τις απαιτήσεις της αρχής της αναλογικότητας, και αφετέρου, να μην αποτελούν μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

10 i. Ο κατάλογος των λόγων που μνημονεύονται στο άρθρο 36 είναι περιοριστικός, ενώ αντίθετα δεν υπάρχει numerus clausus (περιορισμένος αριθμός) για τους λόγους γενικού συμφέροντος, οι οποίοι έχουν διαμορφωθεί νομολογιακά στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 34 στις αδιακρίτως εφαρμοζόμενες ρυθμίσεις. ii. Η διάταξη του άρθρου 36, ως εξαιρετική διάταξη, υπόκειται σε αυστηρή περιοριστική ερμηνεία. iii. Η διάταξη του άρθρου 36 μπορεί να χρησιμεύσει για την κατ εξαίρεση νομιμοποίηση κάθε μέτρου ισοδυνάμου αποτελέσματος, ακόμη και αν αυτό πλήττει μόνο τις εισαγωγές. Αντίθετα οι νόμιμοι στόχοι γενικού συμφέροντος δεν καταλαμβάνουν και δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τις ρυθμίσεις που αφορούν αποκλειστικά τις εισαγωγές ή τις εξαγωγές ή ακόμα εισάγουν φανερές διακρίσεις σε βάρος των εισαγομένων ή των προοριζόμενων προς εξαγωγή προϊόντων. Κατά τούτο το άρθρο 36 έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής. iv. Οι λόγοι που μνημονεύονται στο άρθρο 36, μπορούν να αποτελούν και νόμιμους στόχους γενικού συμφέροντος, ενώ το αντίστροφο δεν συμβαίνει πάντα. Για παράδειγμα ο στόχος γενικού συμφέροντος που αναφέρεται στη προστασία του καταναλωτή μπορεί να καλύπτεται σε ορισμένες περιπτώσεις από το στόχο της προστασίας της υγείας του άρθρου 36.Αυτό όμως δεν συμβαίνει αναγκαστικά, ιδίως όταν η προστασία του καταναλωτή συνίσταται στην αποτροπή της παραπλάνησής του. v. Σκοποί αμιγώς οικονομικής φύσεως δεν μπορούν να δικαιολογήσουν σε καμία περίπτωση (εκτός ίσως από την περίπτωση που συντρέχει λόγος προστασίας της βιομηχανικής ή εμπορικής ιδιοκτησίας) εμπόδια στην θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. 1 2.Διαρρύθμιση των κρατικών εμπορικών μονοπωλίων Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 37 παρ.1 της ΣΛΕΕ, αλλά και από τη θέση του στο σύστημα της Συνθήκης, η διάταξη αυτή αποβλέπει στην εξασφάλιση του θεμελιώδους κανόνα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά και στη διατήρηση κανονικών συνθηκών ανταγωνισμού

11 μεταξύ των οικονομιών των κρατών μελών, στη περίπτωση που σε κάποιο από τα κράτη αυτά, ένα συγκεκριμένο προϊόν υπόκειται σε κρατικό μονοπώλιο εμπορικού χαρακτήρα. H εξεταζόμενη διάταξη εφαρμόζεται στα κρατικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα, δηλαδή σε κάθε Οργανισμό με τον οποίο το κράτος μέλος ελέγχει ή έστω επηρεάζει, νομικά ή πραγματικά, άμεσα ή έμμεσα, τις εισαγωγές ή τις εξαγωγές ανάμεσα στα κράτη μέλη. Αντίθετα δεν εφαρμόζεται στα μονοπώλια παροχής υπηρεσιών ή παραγωγής. 1 Βλ. ενδεικτικά απόφαση ΔΕΚ, 28-4-1998, Decker,υπόθεση C- 120/95, Συλλ. 1998, Ι-1831, σκέψη 39