ΤΙΤΛΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Η εργαλειοκρατική αντίληψη για την επιστήμη ως αντιρεαλιστική θέση Η περίπτωση του Bas. C.



Σχετικά έγγραφα
τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα»

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΛΕΞΕΙΣ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

GEORGE BERKELEY ( )

ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΟ 22 2 ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

Το ζήτημα της πλάνης στο Σοφιστή του Πλάτωνα

Είναι τα πράγματα όπως τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας;

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΓΓΛΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΣΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΓΝΩΣΗ

Λογική. Μετά από αυτά, ορίζεται η Λογική: είναι η επιστήμη που προσπαθεί να εντοπίσει και να αναλύσει τους καθολικούς κανόνες της νόησης.

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.

Ο Άνσελμος για την ύπαρξη του Θεού (Monologion κεφ. 1)

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι

Θέµατα Αρχών Φιλοσοφίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Λυκείου 2000

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

ΑΡΧΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 2002

Θέµατα Αρχών Φιλοσοφίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Λυκείου 2000

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

Η Απουσία του Χρόνου Σελίδα.1

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

ΚΕΙΜΕΝΑ Ι 1. 1 Τα κείμενα που ακολουθούν συνοδεύουν και υποβοηθούν τη μελέτη των αντίστοιχων

Αισθητική φιλοσοφία της τέχνης και του ωραίου

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

Η ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ»

Θέματα Επιστημολογίας. Ρένια Γασπαράτου

Νοητική Διεργασία και Απεριόριστη Νοημοσύνη

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΛΠ22 ΤΡΙΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΟΤΥΠΗ

VIDEOφιλοσοφείν: Η τεχνολογία στην υπηρεσία της Φιλοσοφίας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

μέρους έμβια ουσία που διαθέτει αίσθηση; Αν κάτι είναι αναντίρρητο για τα επί μέρους όντα είναι ότι δεν μπορούν να κατηγορηθούν σε πολλά.

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Η ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

ΕΠΙΣΗΜΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ. 1. Σι είναι επιστήμη 2. Η γέννηση της επιστημονικής γνώσης 3. Οριοθέτηση θεωριών αστικότητας

ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΚΑΝΟΝΑΣ

Οι πηγές μου:copleston (HMP), Spade (SMP), Kroons (LMP), Λογοθέτης (ΦΠΜΧ), Cambridge Companion to Ockham.

Φιλοσοφία της Γλώσσας

ἐπιθυμητικόνἐ θ ό Πλάτωνος Πολιτεία ή Περί δικαίου (380 π.χ.) δικαιοσύνη = οἰκειοπραγία: κάθε μέρος ενός συνόλου ή

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

ΧΡΟΝΟΣ ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ & ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΕΠΙΔΟΣΗ

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Τµήµα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήµης

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ»

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ. ΤΟΥ 46 ου ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ Β ΤΑΞΗΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΑΡΧΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΘΕΜΑ: «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΓΝΩΣΗ»

Διακριτά Μαθηματικά ΙΙ Χρήστος Νομικός Τμήμα Μηχανικών Η/Υ και Πληροφορικής Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2018 Χρήστος Νομικός ( Τμήμα Μηχανικών Η/Υ Διακριτά

1. Εισαγωγή. 2. Τεχνικές και «κρατούμενα»

Η μεθοδολογία της επιστήμης

Περιεχόμενα. Προλογικό Σημείωμα... 17

Ανάπτυξη Χωρικής Αντίληψης και Σκέψης

Επιστήμη και Αλήθεια

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΠΤΙΚΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ

Θεόδωρος Μαριόλης Τ.Δ.Δ., Πάντειο Πανεπιστήμιο Ι.Κ.Ε. Δημήτρης Μπάτσης

< > Ο ΚΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ, ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ Η ΕΞΗΓΗΣΗ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΕΝΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΝΕΥΜΑ

2 ο Σεμινάριο ΕΓΚΥΡΗ ΠΡΑΞΗ & ΣΥΝΟΧΗ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Δίκτυο σχολείων για τη μη-βία

Ηθική & Τεχνολογία Μάθημα 1 ο Εισαγωγή στις Βασικές Έννοιες

ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ.

7. Η θεωρία του ωφελιµ ισµ ού

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΓΝΩΣΗΣ. ΤΕΙ ΑΜΘ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ Γεώργιος Θερίου

αντισταθµίζονται µε τα πλεονεκτήµατα του άλλου, τρόπου βαθµολόγησης των γραπτών και της ερµηνείας των σχετικών αποτελεσµάτων, και

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ Ή ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00)

Τι μαθησιακός τύπος είναι το παιδί σας;

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ»

Αισθητική. Ενότητα 8: Καντ ΙΙ: Προσδιορισμός των καλαισθητικών κρίσεων κατά το ποσόν, την αναφορά και τον τρόπο. Όνομα Καθηγητή : Αικατερίνη Καλέρη

LUDWIK FLECK ( ) (Λούντβικ Φλεκ) Ο Ludwik Fleck και η κατασκευή των επιστημονικών γεγονότων.

ΛΟΓΙΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗΣ, ΕΣΠΙ 1

NORWOOD RUSSELL HANSON ( ) (Νόργουντ Ράσελ Χάνσον) Η ιδέα της θεωρητικής φόρτισης

Αναλυτικό Πρόγραμμα Μαθηματικών

Συνείδηση, αντίληψη και τυφλή όραση

Κεφάλαιο 9. Έλεγχοι υποθέσεων

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΘΕΤΙΚΗΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. ΜΕΡΟΣ Α : Άλγεβρα. Κεφάλαιο 2 ο (Προτείνεται να διατεθούν 12 διδακτικές ώρες) Ειδικότερα:

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 2017

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Το ταξίδι στην 11η διάσταση

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΓΟΥΣΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗΣ Β3 (υπεύθυνη καθηγήτρια :Ελένη Μαργαρίτου)

4. Η τέχνη στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του Χέγκελ για την ιστορία

Οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι είναι μια φιλοσοφική, θρησκευτική και πολιτική σχολή που ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π.χ από τον Πυθαγόρα τον Σάμιο στον Κρότωνα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΗ

Κεφάλαιο 5. Το Συμπτωτικό Πολυώνυμο

Υποθετικές προτάσεις και λογική αλήθεια

ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ Β ΛΥΚΕΙΟΥ 2003 ΑΡΧΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Φιλοσοφία της Επιστήμης ΙΙ

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2013

Το Αληθινό, το Όμορφο και η απόλυτη σχέση τους με την Νοημοσύνη και τη Δημιουργία Σελ.1

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32)

Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία

Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ; Εμμ. Νικολουδάκης Σχ. Σύμβουλος Μαθηματικών

Transcript:

ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΓΝΩΣΙΟΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΙΤΛΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Η εργαλειοκρατική αντίληψη για την επιστήμη ως αντιρεαλιστική θέση Η περίπτωση του Bas. C. van Fraassen Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια: Βενέτη Άννα A.M. 27 Επιβλέπουσα: Χριστοπούλου Δήμητρα, Λέκτωρ Μέλη τριμελούς επιτροπής: Τερέζης Χρήστος, Καθηγητής Καλέρη Αικατερίνη, Αναπληρώτρια καθηγήτρια Πάτρα, 2014

Ευχαριστίες Καταρχήν θα ήθελα να εκφράσω τις πιο θερμές μου ευχαριστίες στην κύρια επιβλέπουσα της μεταπτυχιακής μου εργασίας Χριστοπούλου Δήμητρα, Λέκτορα του Τμήματος Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πατρών, τόσο για τη συνεχή καθοδήγησή της με τις πολύτιμες γνώσεις της, όσο και για την αμέριστη συμπαράστασή της σε όποιες δυσκολίες αντιμετώπισα καθ όλη τη διάρκεια της εκπόνησης της εργασίας. Θα ήθελα ακόμα να ευχαριστήσω τα άλλα δύο μέλη της τριμελούς επιτροπής της μεταπτυχιακής μου εργασίας, τον Καθηγητή κ. Χρήστο Τερέζη και την Αναπληρώτρια Καθηγήτρια κ. Αικατερίνη Καλέρη, για την πρόθυμη συμμετοχή τους στην τριμελή επιτροπή καθώς επίσης και για το ενδιαφέρον και τη βοήθεια τους. 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος σελ. 4 1. ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ 1.1. Από τον Πλατωνισμό στον σύγχρονο επιστημονικό ρεαλισμό Πλατωνισμός σελ.5-11 1.2. Ρεαλισμός στη Νεότερη φιλοσοφία 1.2.1Άμεσος Ρεαλισμός...σελ. 11-13 1.2.2.Έμμεσος ή Αιτιώδης Ρεαλισμός...σελ. 13-15 1.2.3.Ιδεαλισμός...σελ.15 1.3. Σύγχρονος Επιστημονικός Ρεαλισμός...σελ.16-22 1.3.1.Επιχειρήματα υπέρ του επιστημονικού ρεαλισμού...σελ.18-22 2. ΕΡΓΑΛΕΙΟΚΡΑΤΙΑ Ι 2.1.Αληθείς περιγραφές της φυσικής πραγματικότητας; σελ.23-28 2.2 Σώζειν τα φαινόμενα Vs Ρεαλιστικές αξιώσεις σελ. 28-32 2.3. Οι βασικές μορφές της παραδοσιακής εργαλειοκρατίας...σελ.32-38 2.4.Αντιδράσεις προς την εργαλειοκρατία στις αρχές του 20ου αι...σελ.38-44 3. ΕΡΓΑΛΕΙΟΚΡΑΤΙΑ ΙΙ Ο Pierre Maurice Duhem για την επιστήμη...σελ.45-55 2

4. ΕΡΓΑΛΕΙΟΚΡΑΤΙΑ ΙΙΙ Η θεωρία του Bastian Cornelis van Fraassen για τη επιστήμη στο έργο του The Scientific Image...σελ.56 4.1 Ο κατασκευαστικός εμπειρισμός του van Fraassen...σελ.56-59 4.2. Η Διχοτόμηση μεταξύ θεωρίας/μη παρατηρήσιμου και παρατηρήσιμου...σελ.59-62 4.3.Τα αντιρεαλιστικά επιχειρήματα και η στάση του Van Fraassen...σελ.63-70 4.4. To επιχείρημα του μη θαύματος (ΝΜΑ) και ο van Fraassen... σελ.70-71 4.5. Μπορεί ο αντιρεαλισμός του van Fraassen να δώσει μία εξήγηση για τις νέες προβλέψεις των απρόσμενων φαινομένων;...σελ.71-76 4.6. Η κριτική του van Fraassen στη Συναγωγή στην καλύτερη Εξήγηση(IBE): σχολιασμός στην κριτική του Στάθη Ψύλλου...σελ.76-80 4.6.1. Εναντίον του πρώτου επιχειρήματος του van Fraassen...σελ.80-81 4.6.2. Ενάντια στο επιχείρημα from a bad lot...σελ.81-85 4.6.3. Ενάντια στο επιχείρημα από την μη διαφορά...σελ.85-87 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ...σελ.88-93 Επίλογος...σελ.9 4 Βιβλιογραφία...σελ.95-99 3

Πρόλογος Αφορμή εκκίνησης της παρούσας εργασίας συνιστά η διαμάχη σχετικά με την διάκριση παρατηρήσιμου μη παρατηρήσιμου στα πλαίσια της φιλοσοφίας της επιστήμης. Υπάρχει κάτι πίσω από τα παρατηρήσιμα φαινόμενα; Κι αν υπάρχει, πρέπει αυτό να ενδιαφέρει την επιστήμη; Τα ανωτέρω ερωτήματα έχουν απασχολήσει το πεδίο της φιλοσοφίας επί αιώνες και συνεχίζουν να προβληματίζουν και να γεννούν νέες συζητήσεις. Από την εποχή του Πλάτωνα μέχρι και την σύγχρονη εποχή, έχουν γραφτεί πολλά για τη σχέση θεωρίας- παρατήρησης όσον αφορά τις οντότητες στη φυσική, στα μαθηματικά και στην αστρονομία. Εκκινώντας από τις ιδέες του Αθηναίου φιλοσόφου φτάνουμε σταδιακά στη διαμάχη του επιστημονικού ρεαλισμού και της εργαλειοκρατικής προσέγγισης για την επιστήμη όσον αφορά την αποδοχή ή μη των θεωρητικών-μη παρατηρήσιμων οντοτήτων από την επιστήμη. Ο διάλογος-διαμάχη επεκτείνεται στα θέματα της επιστημονικής εξήγησης, της αλήθειας, της εμπειρικής επάρκειας των θεωριών και της διάκρισης της πραγματικότητας σε παρατηρήσιμη και μη παρατηρήσιμη. 4

1.ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ 1.1. Από τον Πλατωνισμό στον σύγχρονο επιστημονικό ρεαλισμό Πλατωνισμός Διακριτικό γνώρισμα της φιλοσοφίας είναι η θεωρία. Οι φιλόσοφοι επεξεργάζονται και εφαρμόζουν θεωρίες. Τι είναι όμως η φιλοσοφική θεωρία; Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η θεωρία είναι μια συνοπτική περιγραφή της πραγματικότητας. Στην ιδανική περίπτωση, η θεωρία είναι επιπλέον και εξήγηση της πραγματικότητας. Αν ο Θαλής είπε ότι τα πάντα προέρχονται από το νερό, τότε διατύπωσε την πρώτη φιλοσοφική θεωρία: με αυτή την απλή σκέψη φιλοδοξούσε να εξηγήσει ποικίλα φαινόμενα της φυσικής πραγματικότητας. Το σίγουρο είναι ότι ο Δημόκριτος κατείχε μια φιλοσοφική θεωρία: η πεποίθησή του ότι η πραγματικότητα αποτελείται από κινούμενα άτομα στο κενό του έδωσε τη δυνατότητα να διατυπώσει εξηγήσεις για κάθε πλευρά της ανθρώπινης εμπειρίας. Η αντίστοιχη σύλληψη του Πλάτωνα είναι ότι, πέρα από τη συνεχώς μεταβαλλόμενη αισθητή πραγματικότητα, υπάρχουν κάποιες αυθύπαρκτες, αμετάβλητες και άχρονες οντότητες, οι «Ιδέες». Τα αντικείμενα του αισθητού κόσμου οφείλουν την ύπαρξή τους και την όποια αλήθεια τους στη σχέση τους με τις Ιδέες. Αυτός είναι ο πυρήνας της πλατωνικής θεωρίας των Ιδεών. Στη θεωρία των Ιδεών ο Πλάτων στηρίζει τη συνολική ερμηνεία της πραγματικότητας. Ο Πλάτων δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στα δεδομένα των αισθήσεων. Υποστηρίζει ότι ο αισθητός κόσμος είναι ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο σύμπαν, χωρίς σταθερότητα. Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τις αισθήσεις του για να συλλάβει την αισθητή πραγματικότητα, οι αισθήσεις όμως είναι εξ ορισμού υποκειμενικές και αποτελούν πηγή πλάνης. Πώς είναι δυνατό λοιπόν να αποκτήσει κανείς έγκυρη γνώση για οτιδήποτε βασισμένος στις αισθήσεις του; Αν υπάρχει κάποια βεβαιότητα, αυτή πρέπει να αναζητηθεί στη νόηση και στη γλώσσα - στους «λόγους». Οι πλατωνικές Ιδέες είναι τα αντικείμενα της καθαρής σκέψης. 5

Οι Ιδέες του Πλάτωνα θυμίζουν το Ον του Παρμενίδη. Όπως το παρμενίδειο Ον, έτσι και οι Ιδέες είναι αυθύπαρκτες, συλλαμβάνονται με τη νόηση, είναι αιώνιες, αγέννητες και άφθαρτες, ακίνητες και αμετάβλητες. Η διαφορά είναι ότι οι πλατωνικές Ιδέες είναι πολλές και διαφορετικές. Όλες οι ηθικές αξίες αποτελούν Ιδέες: η αρετή, η δικαιοσύνη, η ανδρεία, η σωφροσύνη, η ευσέβεια και όλες οι άλλες αντίστοιχες. Ιδέες είναι ακόμη οι μαθηματικές οντότητες: η ισότητα, η ενότητα, η πολλαπλότητα, ο αριθμός, το σημείο, η γραμμή, το γεωμετρικό σχήμα, το στερεό. Και τα φυσικά είδη είναι Ιδέες: το ζώο, το φυτό, ο άνθρωπος, το νερό, η φωτιά, ο χρυσός κτλ. Επομένως, πλατωνικές Ιδέες υπάρχουν πάρα πολλές. Θα έλεγε κανείς ότι είναι τόσες όσα και τα αφηρημένα ουσιαστικά της γλώσσας ή καλύτερα όσα τα κατηγορήματα της γραμματικής: «Συνήθως δεχόμαστε ότι υπάρχει μια καθορισμένη Ιδέα για κάθε ομάδα επιμέρους πραγμάτων με το ίδιο όνομα (Πλάτων, Πολιτεία 596a)». Ας δούμε μια στοιχειώδη πρόταση της γλώσσας, που περιέχει ένα υποκείμενο και ένα κατηγόρημα: «ο Σωκράτης είναι δίκαιος» ή «ο Σωκράτης διδάσκει» ή «το τραπέζι της κουζίνας μας είναι τετράγωνο». Σε όλες αυτές τις προτάσεις σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο ή ένα πράγμα αποδίδεται μια ιδιότητα - η δικαιοσύνη, η διδασκαλία, το τετράγωνο σχήμα. Σε αντίθεση με το υποκείμενο που είναι κάτι το ατομικό, το κατηγόρημα είναι κοινό, γενικό: και άλλοι άνθρωποι είναι δίκαιοι ή διδάσκουν, πολλά ακόμη αντικείμενα έχουν τετράγωνο σχήμα. Ο Πλάτων λοιπόν ισχυρίζεται ότι το κατηγόρημα (που δηλώνει μια ιδιότητα) παραπέμπει σε μια αυθύπαρκτη Ιδέα, οπότε αυτό που δηλώνουν οι απλές αυτές προτάσεις είναι η σχέση ενός αισθητού όντος με μια Ιδέα - την Ιδέα της δικαιοσύνης, της διδασκαλίας, του τετραγώνου. Στη γλώσσα του Πλάτωνα, για να είναι ο Σωκράτης δίκαιος πρέπει να «μετέχει» στην Ιδέα της δικαιοσύνης. Οι πράξεις του δηλαδή πρέπει να έχουν κοινότητα με το απόλυτο ιδεώδες, που εκφράζει η Ιδέα της δικαιοσύνης. Και τα αφηρημένα ουσιαστικά, όπως για παράδειγμα, η δικαιοσύνη, η εντιμότητα κλπ., εκφράζουν Ιδέες. 6

Άρα ο κόσμος μας είναι διχασμένος. Από τη μια μεριά, υπάρχει η ασαφής και χαοτική πραγματικότητα της καθημερινής μας εμπειρίας, με την οποία είναι εξοικειωμένοι όλοι οι άνθρωποι. Και από την άλλη, υπάρχει το σταθερό σύμπαν των αιώνιων Ιδεών, την ύπαρξη του οποίου ελάχιστοι υποψιάζονται. Ο ένας είναι ο κόσμος της αίσθησης και της ανθρώπινης γνώμης (της «δόξας»), και ο άλλος ο κόσμος της νόησης και της αλήθειας. Η μετάβαση από τον έναν κόσμο στον άλλο είναι ο δρόμος της φιλοσοφίας, ένας δρόμος που απαιτεί σκληρή προσπάθεια και κατάλληλη εκπαίδευση. Σε μια υποβλητική μεταφορά στην Πολιτεία [514a-517a] ο Πλάτων παρομοιάζει τους ανθρώπους με αλυσοδεμένους δεσμώτες οι οποίοι έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε ένα υπόγειο σπήλαιο και θεωρούν ότι η πραγματικότητα ταυτίζεται με τις αμυδρές σκιές που βλέπουν να κινούνται στα τοιχώματα του σπηλαίου. Ορισμένοι από τους δεσμώτες έχουν την τύχη να τους ελευθερώσει κάποιος και να τους πείσει με πολύ κόπο να στραφούν προς την έξοδο του σπηλαίου ανεβαίνοντας ένα μακρύ και δύσβατο μονοπάτι. Μόνο όταν βγουν από το σπήλαιο και εξοικειωθούν με το εκτυφλωτικό φως του ήλιου, θα αντιληφθούν την πλάνη μέσα στην οποία έζησαν όλη την προηγούμενη ζωή τους. Η φιλοσοφική ζωή είναι αφιερωμένη στη νόηση και στις Ιδέες 1. Στην ιστορία της φιλοσοφίας ο όρος ρεαλισμός χρησιμοποιήθηκε αναφορικά με αρκετές διαφορετικές θεωρίες. Ο όρος «πλατωνισμός» δηλώνει τη διδασκαλία του Πλάτωνος, σύμφωνα με την οποία αφηρημένες οντότητες, όπως τα μαθηματικά αντικείμενα, ή ιδιότητες, όπως οι ιδέες της δικαιοσύνης ή της λευκότητας, είναι πραγματικές και ανεξάρτητες από τις αισθήσεις. Στον διάλογο Φαίδων 2 (αποσπάσματα του έργου παρατίθενται κατωτέρω) για 1 Borman K. (2006), Πλάτων, (μετ.) Ιωάννης Γ. Καλογεράκος, Ινστιτούτο του βιβλίου Α. Καρδαμίτσα, σσ.102-111. 2 Πλάτων, Φαίδων-Πρωταγόρας, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ευ. Παπανούτσος Β. Τατάκης, Δαίδαλος, Ι. Ζαχαρόπουλος: στ. 99d-e: «Ὑπερφυῶς μὲν οὖν, ἔφη, ὡς βούλομαι. 7

Ἔδοξε τοίνυν μοι, ἦ δ ὅς, μετὰ ταῦτα, ἐπειδὴ ἀπειρήκη τὰ ὄντα σκοπῶν, δεῖν εὐλαβηθῆναι μὴ πάθοιμι ὅπερ οἱ τὸν (5) ἥλιον ἐκλείποντα θεωροῦντες καὶ σκοπούμενοι πάσχουσιν διαφθείρονται γάρ που ἔνιοι τὰ ὄμματα, ἐὰν μὴ ἐν ὕδατι ἤ (e.) τινι τοιούτῳ σκοπῶνται τὴν εἰκόνα αὐτοῦ. τοιοῦτόν τι καὶ ἐγὼ διενοήθην, καὶ ἔδεισα μὴ παντάπασι τὴν ψυχὴν τυφλω- θείην βλέπων πρὸς τὰ πράγματα τοῖς ὄμμασι καὶ ἑκάστῃ τῶν αἰσθήσεων ἐπιχειρῶν ἅπτεσθαι αὐτῶν. ἔδοξε δή μοι χρῆναι εἰς τοὺς λόγους καταφυγόντα ἐν ἐκείνοις σκοπεῖν (5) τῶν ὄντων τὴν ἀλήθειαν». (μετ.) «Σκέφτηκα λοιπόν, συνέχισε ο Σωκράτης, αφού κουράστηκα να μελετώ τα υπάρχοντα πράγματα, ότι θα έπρεπε να προσέξω μήπως πάθω αυτό που παθαίνουν όσοι παρατηρούν και εξετάζουν τον Ήλιο στη διάρκεια μιας έκλειψης. Μερικοί, όπως ξέρετε, καταστρέφουν τα μάτια τους όταν δεν προνοούν να κοιτάξουν την εικόνα του Ήλιου μέσα στο νερό ή σε άλλο παρόμοιο μέσο. Κάπως έτσι σκέφτηκα και εγώ και φοβήθηκα μήπως τυφλώσω εντελώς την ψυχή μου με το να κοιτώ τα πράγματα με τα μάτια μου και με το να προσπαθώ να τα αγγίζω με όλες τις αισθήσεις μου. Θεώρησα λοιπόν ότι έπρεπε να καταφύγω στους λόγους και μέσα σ αυτούς να εξετάσω την αλήθεια των πραγμάτων». στ.100c-d» «Ἀλλὰ μήν, ἔφη ὁ Κέβης, ὡς διδόντος σοι οὐκ ἂν φθάνοις περαίνων. Σκόπει δή, ἔφη, τὰ ἑξῆς ἐκείνοις ἐάν σοι συνδοκῇ ὥσπερ ἐμοί. φαίνεται γάρ μοι, εἴ τί ἐστιν ἄλλο καλὸν πλὴν αὐτὸ 8

πρώτη φορά ο Πλάτων υποστηρίζει με σαφήνεια την ύπαρξη των αφηρημένων αντικειμένων, τα οποία συνήθως αποκαλεί «Μορφές» ή «Ιδέες». Οι Μορφές αυτές είναι αιώνιες, αμετάβλητες και ασώματες, αφού δεν είναι αισθητές, μπορούμε να τις συλλάβουμε μόνο με τη νόηση. Ο Πλάτων τονίζει ότι θα ήταν λάθος να ταυτίσουμε δύο ίσα ραβδιά με την ισότητα καθ εαυτήν ή τα όμορφα σώματα με το ωραίο καθ εαυτό. τὸ καλόν, οὐδὲ δι ἓν ἄλλο καλὸν εἶναι ἢ διότι μετέχει (5) ἐκείνου τοῦ καλοῦ καὶ πάντα δὴ οὕτως λέγω. τῇ τοιᾷδε αἰτίᾳ συγχωρεῖς; Συγχωρῶ, ἔφη. Οὐ τοίνυν, ἦ δ ὅς, ἔτι μανθάνω οὐδὲ δύναμαι τὰς ἄλλας αἰτίας τὰς σοφὰς ταύτας γιγνώσκειν ἀλλ ἐάν τίς μοι λέγῃ δι ὅτι καλόν ἐστιν ὁτιοῦν, ἢ χρῶμα εὐανθὲς ἔχον ἢ σχῆμα ἢ ἄλλο ὁτιοῦν τῶν τοιούτων, τὰ μὲν ἄλλα χαίρειν ἐῶ, ταράττομαι γὰρ ἐν τοῖς ἄλλοις πᾶσι τοῦτο δὲ ἁπλῶς καὶ ἀτέχνως καὶ ἴσως εὐήθως ἔχω παρ ἐμαυτῷ, ὅτι οὐκ ἄλλο τι ποιεῖ αὐτὸ καλὸν ἢ ἡ ἐκείνου τοῦ καλοῦ εἴτε παρουσία εἴτεκοινωνία εἴτε ὅπῃ δὴ καὶ ὅπως προσγενομένη οὐ γὰρ ἔτι τοῦτο διισχυρίζομαι, ἀλλ ὅτι τῷ καλῷ πάντα τὰ καλὰ γίγνεται καλά. τοῦτο γάρ μοι δοκεῖ ἀσφαλέστατον εἶναι καὶ ἐμαυτῷ ἀποκρίνασθαι καὶ ἄλλῳ» (μετ.) «Όταν κάποιος μου λέει ότι η ωραιότητα ενός πράγματος οφείλεται στο ζωηρό του χρώμα ή στο σχήμα του ή σε κάτι παρόμοιο, αφήνω κατά μέρος τέτοιου είδους εξηγήσεις γιατί όλες με μπερδεύουν και κρατώ για τον εαυτό μου μόνο αυτή την απλή, άτεχνη και ίσως αφελή εξήγηση: τίποτα άλλο δεν κάνει αυτό το πράγμα ωραίο παρά μόνο η παρουσία ή η συμμετοχή της Ιδέας του ωραίου. Αυτή μου φαίνεται ότι είναι η ασφαλέστερη απάντηση που μπορώ να δώσω και στον εαυτό μου και στους άλλους. Και νομίζω ότι αν στηριχτώ σ αυτήν δεν διακινδυνεύω ποτέ να πέσω, αλλά, όποτε τίθεται η ερώτηση, για μένα είναι αρκετή η απάντηση ότι τα ωραία είναι ωραία διά μέσου της Ιδέας του ωραίου». 9

Ο Πλάτων φτάνει στις Ιδέες στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι υπάρχουν απόλυτες ηθικές, αισθητικές και άλλες αξίες - στη φιλοσοφία, η θέση αυτή ονομάζεται «ρεαλισμός». Στο πλαίσιο του μεσαιωνικού σχολαστικισμού ο ρεαλισμός σημαίνει, σε αντίθεση προς τον νομιναλισμό, ότι οι γενικοί όροι της γλώσσας, για παράδειγμα «ερυθρότητα», δηλώνουν καθόλου όντα. Σύμφωνα με το μεσαιωνικό νομιναλισμό, ας πάρουμε για παράδειγμα τον Αβελάρδο, τα καθόλου αποτελούν απλώς καθολικές λέξεις ή έννοιες οι οποίες αντιστοιχούν στους γενικούς όρους της γλώσσας (ή της σκέψης γενικότερα) και δεν υπάρχουν πραγματικά. Στη σημερινή γενική φιλοσοφική χρήση του όρου, ρεαλισμός σημαίνει ότι υπάρχει ένας κόσμος πραγμάτων που δεν εξαρτούν την ύπαρξη τους από κάποιο νου που τα αντιλαμβάνεται, και αντιπαρατίθεται συνήθως προς τον ιδεαλισμό και προς τον σύγχρονο νομιναλισμό. Ειδικότερα,ο σύγχρονος νομιναλισμός απορρίπτει τα αφηρημένα αντικείμενα. Στον Μεσαίωνα η Φιλοσοφία ήταν θεραπαινίδα της Θεολογίας, είχε υποταγεί σε αυτήν. Ο δυτικός άνθρωπος προσπάθησε με λογικές κατηγορίες και αποδείξεις να καταλάβει την ύπαρξη του Θεού και του κόσμου και για να το πετύχει αυτό χρησιμοποίησε την Πλατωνική θεωρία των Ιδεών και την Αριστοτελική διαλεκτική. Προσπάθησε λοιπόν να δώσει απάντηση στην απορία του για το τι είναι πραγματικό: Ό,τι γίνεται αντιληπτό δια των αισθήσεων; Ή ό,τι βρίσκεται σε έναν Ιδεατό κόσμο; Είναι, για παράδειγμα, πραγματική η Μαρία, η Ελένη, δηλαδή η συγκεκριμένη γυναίκα; ή η Ιδέα της; Τι είναι πραγματικό; Το συγκεκριμένο πρόσωπο που έχουμε απέναντί μας; Ή μήπως μία ιδεατή οντότητα Γυναίκα ; Έτσι έχουμε τις έριδες περί των καθόλου. Όσοι ήταν υπό την επίδραση της Πλατωνικής οντολογίας υποστήριζαν ότι τα καθόλου είναι πραγματικά και ότι προηγούνται των αισθητών πραγμάτων. Αυτοί ήταν οι Ρεαλιστές της εποχής και είχαν επικρατήσει τους πρώτους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο Ρεαλισμός είχε την αντίθετη έννοια απ' ότι σήμερα. Έτσι για τους Ρεαλιστές ό,τι πιο γενικό τόσο πιο πραγματικό είναι. Το πιο γενικό όλων δηλ. ο Θεός, είναι και το πιο πραγματικό ον. Υπήρχε δηλαδή μια κλιμάκωση των όντων στην οποία τα πιο γενικά θεωρούνται και περισσότερο πραγματικά. 10

Τα καθόλου εκφράζουν την επαναληπτικότητα των χαρακτηριστικών των καθεκάστων πχ. η λευκότητα επαναλαμβάνεται σε πολλά καθέκαστα. Συνεπώς το πρόβλημα αφορά την οντολογική φύση της λευκότητας, της ερυθρότητας, της δικαιοσύνης κλπ. Σύμφωνα πχ. με τον John Dans Scotus (13 ος αι.) αυτά αποτελούν κοινές φύσεις των καθεκάστων και είναι πραγματικά όντα. Οι νομιναλιστές όμως, όπως ο Αβελάρδος (12 ος -13 ος αι.) και ο Γουλιέλμος Όκκαμ (14 ος αι.) υποστήριξαν ότι τα καθόλου είναι απλώς καθολικές λέξεις ή έννοιες δηλαδή γλωσσικοί όροι ή νοητικά αντικείμενα. 1.2. Ρεαλισμός στη Νεότερη φιλοσοφία 1.2.1 Άμεσος Ρεαλισμός Γενικότερα ως ρεαλισμό θα χαρακτήριζε κάποιος την βασική οντολογική θέση κατά την οποία ο κόσμος είναι πραγματικός, έχει αντικειμενική υπόσταση και δεν είναι μόνο αναπαράσταση ή κατασκεύασμα του ανθρώπινου νου. Δηλαδή, αν έπαυε να υπάρχει η ανθρωπότητα, τα άλλα αντικείμενα του φυσικού κόσμου θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Τα φυσικά αντικείμενα, με άλλα λόγια, υπάρχουν αντικειμενικά και ανεξάρτητα από την νόηση και την συνείδησή μας. Ας δούμε λοιπόν την έννοια του ρεαλισμού στη νεότερη εποχή. Ως προς το ζήτημα του ρεαλισμού, θα ήταν σκόπιμο να διευκρινιστεί πως ο τελευταίος διακρίνεται καταρχήν σε άμεσο και έμμεσο. Ο άμεσος ρεαλισμός δέχεται χωρίς κριτική την ύπαρξη του υλικού κόσμου και των υποκειμένων που τον γνωρίζουν. Μπορούμε να προσλάβουμε άμεσα τα φυσικά πράγματα μέσω των αισθήσεών μας. Στη σημερινή γενική φιλοσοφική χρήση του όρου ρεαλισμός σημαίνει ότι υπάρχει ένας κόσμος πραγμάτων που δεν εξαρτούν την ύπαρξη τους από κάποιο νου που τα αντιλαμβάνεται, και αντιπαρατίθεται συνήθως προς τον έμμεσο ρεαλισμό, σύμφωνα με τον οποίο τη θέση του «πράγματος» στον ισχυρισμό περί ύπαρξης και ανεξαρτησίας μπορεί να λάβει ένα νοητικό 11

αντικείμενο που αποτελεί αναπαράσταση όπως πχ. η αναπαράσταση μιας λεμονιάς. Σχετικά με τη γνώση μας για τον κόσμο, η επικρατούσα άποψη για τους εμπειριστές είναι εκείνη η οποία υποστηρίζει ότι προέρχεται από τις αισθήσεις μας. Για παράδειγμα, προσλαμβάνω ένα τραπέζι το οποίο βρίσκεται μπροστά μου βλέποντάς το και αγγίζοντάς το. Αυτή η άποψη είναι η απλούστερη ώστε να αντιληφθούμε τον κόσμο και αποκαλείται άμεσος ρεαλισμός όπως αναφέρθηκε ανωτέρω.. Όμως, πολλές από τις ιδιότητες που φαίνεται να έχει ένα αντικείμενο, όπως για παράδειγμα το τραπέζι, είναι στην πραγματικότητα δημιουργήματα του τρόπου με τον οποίο τα αισθητήρια όργανα και η αντίληψή μας λειτουργεί. Μπορεί δηλαδή να υποστηριχθεί ότι δεν είναι τα αντικείμενα του κόσμου τα οποία αντιλαμβανόμαστε άμεσα αλλά οι εμφανίσεις/αναπαραστάσεις αυτών των αντικειμένων, οι οποίες παράγονται στο νου. Δηλαδή, το κάθε αντικείμενο είναι έτσι όπως το αντιλαμβάνεται το υποκείμενο. Το τραπέζι κάτω από το κόκκινο φως και ιδωμένο από απόσταση, φαίνεται κόκκινο και ορθογώνιο, παρόλο που είναι καφέ και τετράγωνο στην πραγματικότητα. Επομένως, ποικίλουν οι συνθήκες που καθορίζουν πώς είναι κάτι. Κάθε φορά το ίδιο αντικείμενο μπορεί να φαίνεται διαφορετικό σε κάθε παρατηρητή. Ένα άλλο επιχείρημα για να φανεί ότι τα άμεσα αντικείμενα της αντίληψης δεν είναι εξωτερικά αντικείμενα, είναι το επιχείρημα από την ψευδαίσθηση: ας πάρουμε την περίπτωση μιας ίσιας ράβδου, η οποία όταν βυθιστεί στο νερό φαίνεται λυγισμένη. Η ράβδος καθεαυτή δεν είναι λυγισμένη, ωστόσο η ράβδος που βλέπουμε είναι λυγισμένη. Επομένως, αυτό που βλέπουμε δεν είναι η πραγματική ράβδος αλλά μια εικόνα ή παράσταση αυτής της ράβδου 3.Τα αντιληπτικά λάθη, λοιπόν, δημιουργούν πολλά προβλήματα στους άμεσους ρεαλιστές. Επομένως, οι αισθήσεις δεν μας παρέχουν άμεση γνώση των αντικειμένων. 3 Ladyman J. [2002], Understanding Philosophy of Science, London and New York, Routledge σ. 139 12

Επιπλέον λόγοι για να εγκαταλείψουμε τον άμεσο ρεαλισμό απορρέουν από την επιστημονική μας κατανόηση για το πώς λειτουργούν οι αισθήσεις. Έτσι, παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση της όρασης, γνωρίζουμε ότι το φως είτε εκπέμπεται είτε αντικατοπτρίζεται από τα πράγματα που βλέπουμε, ώστε να περνά μέσα από το χώρο, και στη συνέχεια επηρεάζει τον βολβό του ματιού, όπου μία εικόνα είναι επικεντρωμένη στην αμφιβληστροειδή. Το φως χτυπώντας τον αμφιβληστροειδή, ενεργοποιεί ορισμένα κύτταρα τα οποία στέλνουν ηλεκτρικά ερεθίσματα στον οπτικό φλοιό του εγκεφάλου. Αυτό είναι μόνο η αρχή της ιστορίας, αλλά ήδη υπάρχουν δύο σημαντικά χαρακτηριστικά για να επισημάνουμε: πρώτον, υπάρχει μια αλυσίδα αιτιών μεταξύ ενός αντικειμένου και ενός ατόμου που το βλέπει, και, δεύτερον, ο χρόνος παρέρχεται μεταξύ του αντικειμένου που εκπέμπει το φως και ενός προσώπου που βλέπει κάτι. Αυτό είναι ήδη αρκετό για να υποδηλώσει ότι η αντίληψη δεν μπορεί να είναι άμεση, γιατί βλέπουμε τα πράγματα όπως ήταν πρόσφατα, όχι ως έχουν κατά τη στιγμή που τα αντιλαμβανόμαστε, και επίσης γιατί η αντίληψη διαμεσολαβείται από την εικόνα που παράγεται στον αμφιβληστροειδή 4. 1.2.2. Έμμεσος ή Αιτιώδης Ρεαλισμός Ο φυσικός κόσμος δεν είναι απλώς και μόνον όπως μας τον εμφανίζουν οι αισθήσεις μας αλλά μεσολαβεί και η νόηση, η οποία, μέσα από την επεξεργασία της εμπειρίας, εξετάζει και ελέγχει τα αισθητηριακά δεδομένα. Έτσι το ερώτημα που προκύπτει σε σχέση με τον ρεαλισμό είναι : Ό,τι αισθανόμαστε, νιώθουμε και αντιλαμβανόμαστε υπάρχει πραγματικά ή μήπως οι ιδιότητες και ποιότητες των πραγμάτων που γνωρίζουμε είναι προϊόντα νοητικών μηχανισμών και διαδικασιών; 4 αυτόθι 13

Μια απάντηση είναι ότι υπάρχουν εξωτερικά αντικείμενα ανεξάρτητα από το νου μας, τα οποία μέσω των αισθήσεων με τη σειρά τους προκαλούν την έμμεση αντίληψη μας γι αυτά (έμμεσος ρεαλισμός). Αυτομάτως, εισάγεται από τον Locke, η διάκριση ανάμεσα σε πρωτεύουσες και δευτερεύουσες ιδιότητες των πραγμάτων. Οι πρωτεύουσες ιδιότητες είναι ιδιότητες των αντικειμένων,οι οποίες είναι ανεξάρτητες από κάθε παρατηρητή, όπως η σταθερότητα, η επέκταση, η κίνηση, ο αριθμός και το σχήμα. Υπάρχουν στα πράγματα από μόνα τους, μπορούν να προσδιοριστούν με βεβαιότητα, και δεν βασίζονται σε υποκειμενικές κρίσεις. Για παράδειγμα, αν μια μπάλα είναι στρογγυλή, κανείς δεν μπορεί λογικά να υποστηρίξει ότι είναι ένα τρίγωνο. Από την άλλη πλευρά, οι δευτερεύουσες ιδιότητες, όπως για παράδειγμα, το χρώμα, η οσμή, η γεύση κ.λπ. είναι ιδιότητες υποκειμενικές και απατηλές, δημιουργήματα των αισθήσεών μας, που δεν συνδέονται με την πραγματική ύπαρξη των φυσικών όντων και άρα δεν υπάρχουν αντικειμενικά. Ο έμμεσος ρεαλισμός δέχεται την ύπαρξη μιας αντικειμενικής πραγματικότητας ανεξάρτητης από την συνείδησή μας, χωρίς όμως να εμπιστεύεται τυφλά την πραγματικότητα που μας παρουσιάζουν οι αισθήσεις. O Locke ισχυρίζεται ότι ο νους δεν έχει άλλο άμεσο αντικείμενο (γνώσης) εκτός από τις ιδέες του (Locke, 1964, Book IV, i, I). Ωστόσο, από τη στιγμή που θα υιοθετήσουμε τον έμμεσο ρεαλισμό, αντί του άμεσου ρεαλισμού, έχουμε ανοίξει ένα χάσμα μεταξύ του κόσμου όπως τον αντιλαμβανόμαστε και του κόσμου όπως είναι. Ο Locke υποστηρίζει ότι μπορούμε να γνωρίσουμε μόνον την ονομαστική ουσία του αντικειμένου π.χ ενός μήλου (την σύνθετη ιδέα του μήλου) αλλά όχι την πραγματική ουσία του η οποία παραμένει πάντα άγνωστη. Έτσι, ο Locke αφενός δέχεται ότι υπάρχει πραγματικά το εξωτερικό αντικείμενο δηλ. το μήλο αλλά θεωρεί ότι αυτό που μπορούμε να γνωρίσουμε για το μήλο είναι μόνον οι ιδέες που σχηματίζουμε γι αυτό. Πώς, όμως, ξέρουμε ότι η αντίληψή μας για τον κόσμο είναι αξιόπιστη ως προς τον τρόπο που ο κόσμος είναι; Σκεπτικιστικά επιχειρήματα γνωστά από την αρχαιότητα κάνουν τις αισθήσεις να φαίνονται αμφιλεγόμενη πηγή 14

γνώσης 5. Αργότερα βέβαια, στην καντιανή φιλοσοφία βρίσκουμε τη γνωστή διάκριση ανάμεσα στα πράγματα καθεαυτά που δεν μπορούμε να γνωρίσουμε και στα φαινόμενα στα οποία έχουμε γνωστική πρόσβαση. 1.2.3. Ιδεαλισμός Ο Berkeley επιτέθηκε στην διάκριση μεταξύ πρωτευουσών και δευτερευουσών ιδιοτήτων. Ήταν πολέμιος του έμμεσου ρεαλισμού αλλά και κάθε άλλου είδους μεταφυσικού ρεαλισμού και αρνήθηκε την ύπαρξη της ύλης. Σύμφωνα με τον ιδεαλισμό του Berkeley, οι μόνες υπάρχουσες οντότητες είναι τα προσλαμβανόμενα μέσω της αισθητηριακής αντίληψης. Μια τέτοια θέση συνεπάγεται ότι μπορούμε να θεωρήσουμε ως υπαρκτό το αντιληπτό 6. Ο Berkeley προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει κατά της ύπαρξης της ύλης. Το βασικό επιχείρημά του είναι ότι μια αισθητή ποιότητα δεν μπορεί να ενυπάρχει στην ύλη, επειδή μια αισθητή ποιότητα είναι ιδέα και ως ιδέα δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο μέσα σε έναν νου. Για τον Berkeley δεν μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη εξωτερικού κόσμου ανεξάρτητου από τις αντιληπτικές ιδέες του νου.συνοψίζοντας, όλες οι υποτιθέμενες πρωτεύουσες ιδιότητες της ύλης είναι δευτερεύουσες για τον Berkeley. Δηλαδή, όλες οι ιδιότητες υπάρχουν μόνο ως αντιληπτές. Η άποψή του είναι μια εκδοχή ιδεαλισμού ασύμβατη με οποιαδήποτε μορφή ρεαλισμού, εφόσον δεν δέχεται ως υπαρκτό τίποτα ανεξάρτητο από την αντιληπτική μας ικανότητα. 5 Ladyman J. (2002), σ. 141. 6 Audi R. (2011), Το φιλοσοφικό λεξικό του Cambridge, (επιμ. Ελλ. Εκδ. ) Βιρβιδάκης Στ. και Ξηροπαϊδης Γ., Αθήνα, εκδ. Κέδρος σ.σ.737-738. 15

1.3. Σύγχρονος Επιστημονικός Ρεαλισμός Το ζήτημα του ρεαλισμού αποτελεί ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα στον χώρο της Φιλοσοφίας, με αποκορύφωμα ίσως την σύγχρονη αντιπαράθεση ανάμεσα στον επιστημονικό ρεαλισμό και τον αντιρεαλισμό. Σε αυτή την σύγχρονη φιλοσοφική συζήτηση, αιχμή του δόρατος αποτελεί η ερμηνεία της επιστήμης ως ολότητας, αλλά και ειδικότερα η σκεπτικιστική στάση που υιοθετούν οι αντιρεαλιστές απέναντι στο ζήτημα της αντικειμενικότητας της φύσης, της αλήθειας των επιστημονικών θεωριών, αλλά και απέναντι στο ζήτημα της πραγματικότητας ή μη των θεωρητικών οντοτήτων - ζητήματα που συνδέονται στενά με τον πυρήνα του σύγχρονου επιστημονικού ρεαλισμού. Ο όρος επιστημονικός ρεαλισμός έχει πολλές και διαφορετικές χρήσεις. Μεταξύ των άλλων που έχουν υποστηριχτεί είναι ότι α. οι «ώριμες» επιστημονικές θεωρίες αναφέρονται κατά κανόνα σε πραγματικά χαρακτηριστικά του κόσμου, β. η ιστορία των προηγούμενων διαψεύσεων των αποδεκτών επιστημονικών θεωριών δεν παρέχει καλούς λόγους υπέρ ενός διαρκούς σκεπτικισμού όσον αφορά στους αληθείς ισχυρισμούς των σύγχρονων θεωριών και γ. οι όροι των θεωριών που φαίνεται να αναφέρονται σε μη παρατηρήσιμα στοιχεία πρέπει να λαμβάνονται υπ όψιν κυριολεκτικά και να μην επανερμηνεύονται με εργαλειοκρατικό τρόπο 7. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο επιστημονικός ρεαλισμός είναι κατά πόσον οι μη παρατηρήσιμες οντότητες των επιστημονικών θεωριών είναι πραγματικές ή όχι. Ο ρεαλισμός θεωρεί ότι είναι πραγματικές ενώ η εργαλειοκρατία τις θεωρεί ως απλές επινοήσεις με εργαλειακό χαρακτήρα. Ο Στάθης Ψύλλος στο βιβλίο του (1999) The Scientific Realism: How Science trucks the Truth, London and New York, Routledge, προτείνει τρείς θέσεις ως κύριες συνιστώσες του επιστημονικού ρεαλισμού: 1) τη μεταφυσική θέση: ο κόσμος έχει μια καθορισμένη φυσική δομή, η οποία είναι ανεξάρτητη από το νου. 7 Audi, R. ό.π. σ. 1211. 16

Σύμφωνα με αυτή τη θέση, αν όντως υπάρχουν οι μη παρατηρήσιμες οντότητες που τίθενται από τις επιστημονικές θεωρίες, υπάρχουν ανεξάρτητα από την ικανότητα του ανθρώπου να γνωρίσει, να επαληθεύσει ή να αναγνωρίσει την ύπαρξή τους. Οι επιστημονικές θεωρίες δεν προβάλλουν μόνον μια δομή για τον κόσμο, αλλά ανακαλύπτουν και χαρτογραφούν έναν ήδη δομημένο και ανεξάρτητο από το νου κόσμο. Οι εξελίξεις στην επιστήμη αφορούν ανακαλύψεις, κι όχι εφευρέσεις του ανθρώπινου νου. Το αντικείμενο των επιστημονικών θεωριών είναι ο κόσμος μας και η επιστήμη είναι αυτή η οποία σύμφωνα με τον ρεαλισμό θα επιχειρήσει να τον ανακαλύψει και να τον ερμηνεύσει. 2) τη σημασιολογική θέση: οι επιστημονικές θεωρίες είναι περιγραφές που είναι ικανές να χαρακτηρίζονται ως αληθείς ή ψευδείς. Αν οι επιστημονικές θεωρίες είναι αληθείς, τότε οι μη παρατηρήσιμες οντότητες που θέτουν προϋπάρχουν στον κόσμο. 3) την επιστημική θέση: οι επιτυχημένες στις προβλέψεις τους επιστημονικές θεωρίες είναι επικυρωμένες και προσεγγιστικώς αληθείς για τον κόσμο. Επομένως, οι οντότητες που τίθενται από αυτές πράγματι υπάρχουν στον κόσμο. Επιπλέον, διατυπώνεται η άποψη από τον Richard Boyd ότι αν οι επιστημονικές θεωρίες δεν ήταν αληθείς θα ήταν ανεξήγητη η καθολική λειτουργική επιτυχία της επιστημονικής μεθοδολογίας και πρακτικής. Με τον όρο επιστημονικός ρεαλισμός οι φιλόσοφοι κατανοούν ένα δόγμα στο οποίο πρέπει να θεωρηθεί οτι ενσωματώνονται τέσσερις κεντρικές θέσεις 8 : 1. Οι θεωρητικοί όροι στις επιστημονικές θεωρίες (π.χ. οι μη παρατηρήσιμοι όροι) θα πρέπει να θεωρηθεί οτι αναφέρονται σε οντότητες, δηλαδή οι επιστημονικές θεωρίες θα πρέπει να ερμηνεύονται ρεαλιστικά. 8 Βoyd, R. N. The Current Status of Scientific Realism in J. Leplin (ed.) Scientific Realism, California: University of California Press, 1984, pp. 41-83 17

2. Οι επιστημονικές θεωρίες, οι οποίες ερμηνεύονται με ρεαλιστικό τρόπο, είναι επιβεβαιώσιμες και συχνά επιβεβαιώνονται ως προσεγγιστικά αληθείς από τα συνήθη επιστημονικά στοιχεία, τα οποία ερμηνεύονται σύμφωνα με συνήθη μεθοδολογικά πρότυπα. 3. Η ιστορική εξέλιξη της ώριμης επιστήμης είναι ένα ζήτημα διαδοχικών επιτυχημένων προσεγγίσεων της αλήθειας σχετικά με τα παρατηρήσιμα και τα μη παρατηρήσιμα φαινόμενα. Οι καινούριες θεωρίες προκύπτουν με βάση τις προηγούμενες θεωρίες. Στηρίζονται πάνω στις γνώσεις που προσέφεραν οι προηγούμενες και πάνω σε αυτές «χτίζουν» τις επόμενες θεωρίες. 4. Η πραγματικότητα την οποία περιγράφουν οι επιστημονικές θεωρίες είναι εντελώς ανεξάρτητη από το νου μας και από οποιαδήποτε άλλη θεωρητική δέσμευση. Σε κάθε περίπτωση οι κύριες προκλήσεις και αντιδράσεις για τον επιστημονικό ρεαλισμό απορρέουν από αυτές τις τέσσερις θέσεις. 1.3.1. Επιχειρήματα υπέρ του επιστημονικού ρεαλισμού Η βασική αντίρρηση στα επιχειρήματα των αντιρεαλιστών είναι ότι οι επιστημονικές θεωρίες δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές ως αληθείς (ή έστω προσεγγιστικά αληθείς) και ότι οι μη παρατηρήσιμες οντότητες που περιγράφουν αυτές οι θεωρίες δεν υπάρχουν. Θα δούμε αμέσως ορισμένα επιχειρήματα υπέρ του επιστημονικού ρεαλισμού. Επιχείρημα του μη θαύματος (No Miracle Argument) Ο Putnam (1975) υποστήριξε ότι «ο ρεαλισμός είναι η μόνη φιλοσοφία της επιστήμης που δεν καθιστά την επιτυχία της επιστήμης ως θαύμα». Γενικά, η χρήση του ΝΜΑ έχει ως στόχο να δείξει ότι οι καλύτερες επιστημονικές θεωρίες μπορούν δικαιολογημένα να θεωρηθούν προσεγγιστικά αληθείς. Το ΝΜΑ παρουσιάζεται ως δείγμα συναγωγής στην καλύτερη εξήγηση. Δηλαδή, με άλλα λόγια, η επιτυχία της επιστήμης πρέπει να αποδοθεί στην ικανότητά 18

της να περιγράφει με ολοένα και πιο ακριβή τρόπο τη φυσική πραγματικότητα (δηλ να προσεγγίζει ολοένα και περισσότερο την πραγματικότητα). Διαφορετικά, η επιτυχία της θα έπρεπε να αποδοθεί σε θαύμα. Ο ρεαλισμός θεωρείται σ αυτή την περίπτωση όχι a priori υποστηρίξιμη φιλοσοφική θέση αλλά εμπειρική υπόθεση, η οποία επιβεβαιώνεται με βάση το γεγονός ότι προσφέρει τη βέλτιστη εξήγηση της αναμφισβήτητης επιτυχίας της επιστήμης. (inference to the best explanation, ΙΒΕ). Το εξηγητέο εδώ είναι η επιτυχία της επιστήμης. Στο ερώτημα, γιατί η επιστήμη είναι τόσο επιτυχημένη, οι ρεαλιστές απαντούν, και αυτό αποτελεί βασική τους θέση, ότι οι επιτυχημένες θεωρίες είναι προσεγγιστικά αληθείς. Για τους Ρutnam και Βoyd αυτή είναι η καλύτερη εξήγηση του εξηγητέου και σε αυτή τη βάση πρέπει να γίνει δεκτός ο ρεαλισμός. Με άλλα λόγια, η βασική ιδέα είναι ότι η αποδοχή των επιτυχημένων επιστημονικών θεωριών ως αληθών (ή προσεγγιστικά αληθών) περιγραφών του μη παρατηρήσιμου κόσμου εξηγεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο γιατί τα παρατηρήσιμα φαινόμενα είναι όπως έχουν προβλεφθεί να είναι από αυτές τις θεωρίες. Το παραπάνω επιχείρημα έχει καθιερωθεί να αποδίδεται στην Putnam 9. Ωστόσο, οι J. C. Smart και Grover Maxwell παρουσίασαν εκδοχές αυτού του επιχειρήματος 10. Ο J. C. Smart 11 στη δεκαετία του 1960, προσέφερε μια νέα γραμμή ρεαλιστικής επιχειρηματολογίας εναντίον της εργαλειοκρατίας: την εξηγητική ή «απαγωγική» (abductive) υποστήριξη του επιστημονικού ρεαλισμού. Σύμφωνα με το απαγωγικό επιχείρημα ή επιχείρημα της «συναγωγής στην βέλτιστη εξήγηση», από την ικανότητα μιας θεωρίας να προσφέρει τη βέλτιστη εξήγηση των φαινομένων μπορούμε να συναγάγουμε την αλήθεια της θεωρίας. Κι αυτό γιατί η τεράστια επιτυχία των σύγχρονων επιστημονικών θεωριών θα έπρεπε να 9 Putnam, H. (1975) Mind, Language and Reality. Philosophical Papers, vol. 2., Cambridge, Cambridge University Press 10 Psillos St. (1999), Scientific Realism: How Science trucks the Truth, London and New York, Routledge,σ.σ. 69-70. 11 Smart J. C. (1963), Philosophy and Scientific Realism, London, Routledge. 19

αποδοθεί σε «κοσμική σύμπτωση», αν αυτές οι θεωρίες δεν ήταν αληθείς και αν δεν υπήρχαν πραγματικά οι μη παρατηρήσιμες οντότητες που αυτές θέτουν. Για τον Smart, ο επιστημονικός ρεαλισμός δεν αφήνει περιθώρια για συμπτώσεις σε κοσμική κλίμακα. Ο όρος κοσμική σύμπτωση είναι ένας τρόπος να μιλήσει κανείς για ανεπάρκεια λόγων που να δικαιολογούν το αποτέλεσμα, δηλαδή την εμπειρική επιτυχία της επιστήμης. Ο ρεαλισμός, σε αντίθεση με τον ινστρουμενταλισμό (εργαλειοκρατία), παρέχει επαρκείς λόγους για αυτή την επιτυχία: επειδή οι θεωρίες είναι αληθείς και επειδή οι μη παρατηρήσιμες οντότητες που θέτουν υπάρχουν, τα φαινόμενα είναι όπως είναι και συνδέονται με τον τρόπο που συνδέονται. Αυτό είναι ένα συμπέρασμα διαισθητικά ευλογοφανές και πειστικό, παρόλο που δεν είναι λογικά αναγκαίο. Ανάλογο με το επιχείρημα του Smart είναι και το επιχείρημα του Maxwell 12 ότι οι επιστημονικές θεωρίες δεν θα μπορούσαν να είναι «μαύρα κουτιά», τα οποία, αν λάβουν αληθείς παρατηρησιακές προκείμενες, δίνουν αληθή παρατηρησιακά αποτελέσματα. Οι ινστρουμενταλιστές (εργαλειοκράτες) δεν απαντούν στο γιατί αυτά τα μαύρα κουτιά είναι τόσο επιτυχή, αναγκαζόμενοι να προσφεύγουν κάθε φορά σε ad hoc εκτιμήσεις για να εξηγήσουν για ποιο λόγο οι συνέπειες συγκεκριμένων επιστημονικών υποθέσεων ή θεωριών επιβεβαιώνονται εμπειρικά. Για τον Maxwell, ισχυρισμοί που χαρακτηρίζονται από απλότητα και απουσία ad hoc τροποποιήσεων είναι πιο πειστικοί από εκείνους που δεν διαθέτουν τέτοια χαρακτηριστικά. Το ότι ο ρεαλισμός δεν χρησιμοποιεί κάθε φορά ad hoc εκτιμήσεις αλλά εξηγεί με πιο γενικό και ενιαίο τρόπο την επιτυχία της επιστήμης είναι ένα πλεονέκτημα του ρεαλισμού έναντι του ινστρουμενταλισμού. Ο Maxwell μάλιστα χρησιμοποιεί τη θεωρία πιθανότήτων για να αποδείξει ότι ο ρεαλισμός διαθέτει περισσότερες πιθανότητες να ισχύει έναντι του ινστρουμενταλισμού, αντιμετωπίζοντας τη 12 Maxwell, G. (1962) The ontological status of theoretical entities, in H. Feigl and G. Maxwell (eds.) Minnesota Studies in the Philosophy of Science, Volume 3, Minneapolis, University of Minnesota Press 20

διαμάχη μεταξύ τους περισσότερο ως πρόβλημα 13. επιστημονικό παρά ως φιλοσοφικό Συναγωγή στην καλύτερη εξήγηση (Inference to the best explanation) Άλλο ένα σημαντικό επιχείρημα υπέρ του επιστημονικού ρεαλισμού είναι η «εξηγητική υπεράσπισή» του από τον Richard Boyd 14 ή με άλλα λόγια η συναγωγή στην καλύτερη εξήγηση (inference to the best explanation). Όταν αντιμετωπίζουμε πολλές εξηγήσεις οι οποίες ερμηνεύουν την πραγματικότητα, την εξηγούν με διαφορετικό τρόπο η καθεμιά, τότε επιλέγουμε αυτή την υπόθεση, η οποία μας προσφέρει την καλύτερη εξήγηση. Το επιχείρημα της συναγωγής στην καλύτερη εξήγηση είναι γνωστό και ως επιχείρημα της απαγωγής «abductive argument». Το βασικό επιχείρημα του Boyd μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: - Η επιστημονική μεθοδολογία είναι εκ των προτέρων θεωρητικά φορτισμένη. - Αυτές οι θεωρητικά φορτισμένες μέθοδοι της επιστήμης οδηγούν σε σωστές προβλέψεις. - Άρα, η καλύτερη εξήγηση (για την αξιοπιστία της επιστημονικής μεθοδολογίας) είναι ότι οι θεωρητικοί ισχυρισμοί, που αναφέρονται σε αιτιακούς μηχανισμούς, χάρη στους οποίους οι μέθοδοι αυτοί είναι επιτυχείς, είναι προσεγγιστικά αληθείς. Σύμφωνα με τον Boyd, είναι ορθολογικό να πιστεύουμε ότι ο απαγωγικός συλλογισμός είναι αξιόπιστος, γιατί τείνει να παράγει κατά προσέγγιση αληθείς θεωρίες. Αυτό αποτελεί έναν εμπειρικό ισχυρισμό, ο οποίος ενέχει δύο επιφυλάξεις: α) το ρεαλιστικό επιχείρημα πρέπει να αναγνωρίσει την ύπαρξη αποτυχιών, χωρίς η πραγματικότητα των αποτυχιών να θεωρηθεί οτι εξασθενεί την επιστημονική μεθοδολογία και β) το ρεαλιστικό επιχείρημα πρέπει να περιοριστεί,διότι είναι υπερβολικά αισιόδοξο να ισχυρίζεται κανείς ότι όλα όσα η θεωρία ισχυρίζεται για τον κόσμο είναι αληθή. 13 Psillos, S. (1999) Scientific realism: how science tracks truth, London and N. York, Routledge, σσ. 72-75. 14 Psillos S. ό.π., σσ. 75-79. 21

Συνεπώς, ο Boyd ζητά εκλέπτυνση της εξηγητικής σύνδεσης ανάμεσα στην εμπειρική και την προβλεπτική επιτυχία από τη μία πλευρά και στην αλήθεια από την άλλη. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Ψύλλος, τα επιχειρήματα των Smart και Maxwell δεν είναι αποτελεσματικά έναντι ενός εκλεπτυσμένου αγνωστικιστικού εμπειρισμού τύπου Bas. C. van Fraassen. Ο τελευταίος αμφισβητεί την ορθολογικότητα της πίστης σε μη παρατηρήσιμες οντότητες. Θα δούμε αναλυτικά τη θέση του Bastian Cornelis van Fraassen στη συνέχεια της εργασίας. Ωστόσο, προχωρώντας, είναι σημαντικό να επισημανθούν και ορισμένα στοιχεία όσον αφορά το ζήτημα της παραδοσιακής εργαλειοκρατίας. 22

2. ΕΡΓΑΛΕΙΟΚΡΑΤΙΑ Ι 2.1.Αληθείς περιγραφές της φυσικής πραγματικότητας; Έχει συζητηθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο ότι ο επιστημονικός ρεαλισμός υποστηρίζει πως η επιστήμη στοχεύει στο να ανακαλύψει την καθορισμένη και ανεξάρτητη από το νου δομή του κόσμου και τα αντικείμενα που τον συγκροτούν, όπως επίσης ότι εν γένει επιτυγχάνει σε αυτό το σκοπό. Οι ώριμες και επιτυχημένες στις προβλέψεις τους επιστημονικές θεωρίες είναι καλά επικυρωμένες και μπορούν να θεωρηθούν προσεγγιστικά αληθείς για τον κόσμο. Επομένως, οι οντότητες που θέτουν αυτές οι θεωρίες βρίσκονται στον κόσμο. Μια θεωρία είναι αληθής εάν περιγράφει σωστά τη φυσική πραγματικότητα και ψευδής όταν την περιγράφει λανθασμένα. Αν μια θεωρία είναι αληθής, είναι αληθής γιατί ο κόσμος είναι όπως αυτή τον περιγράφει. Αλήθεια Αν πρόκειται να παράσχουμε μια αληθή περιγραφή του φυσικού κόσμου και αν πρόκειται να αποτελεί αυτή η περιγραφή κάτι παραπάνω από ένα απλό τυπικό τρόπο αποδοχής όλων των περιπτώσεων του τύπου «η πεποίθηση p είναι αληθής, εάν και μόνο εάν p», τότε θα πρέπει να συμπληρωθεί με θεωρήσεις του τι είναι γεγονός και τι σημαίνει για μια πεποίθηση να αντιστοιχεί σε ένα γεγονός. Η αντιστοιχιστική θεωρία αλήθειας (ή θεωρία αντιστοιχίας) συνιστά τη μόνη βιώσιμη πραγμάτευση της αλήθειας που μπορεί να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των ρεαλιστών. Ο ρεαλισμός είναι στενά συνδεδεμένος με την έννοια της αλήθειας και μάλιστα την αντιστοιχιστική θεωρία αλήθειας. Η αντιστοιχία προς την πραγματικότητα ή τα γεγονότα είναι η πιο συνήθης έννοια η οποία χρησιμοποιείται για τον ορισμό της αλήθειας. Η γνώμη ότι «η αλήθεια 23

συνίσταται εις την συμφωνίαν του λόγου μας προς τα πράγματα» είναι αρχαιοτάτη. Τη συναντάμε ήδη στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη. Συγκεκριμένα,τη βρίσκουμε σε μια διατύπωση του Αριστοτέλη 15 η οποία σε συνάρτηση με το γνωστό χωρίο από τον Σοφιστή του Πλάτωνα 16, θεωρείται ως ο πρώτος «ορισμός» της θεωρίας της αλήθειας ως αντιστοιχίας: «Το να λέει κανείς γι αυτό που είναι πως δεν είναι, ή γι αυτό που δεν είναι πως είναι, είναι ψευδές, και το να λέει πως αυτό που είναι είναι και πως αυτό που δεν είναι δεν είναι, αληθές» Δηλαδή, δεν είσαι λευκός επειδή πιστεύουμε αληθινά ότι είσαι λευκός, αλλά επειδή είσαι λευκός, λέμε την αλήθεια ότι είσαι λευκός 17. Άρα, φαίνεται ότι κατά τον Αριστοτέλη, υπάρχει διάκριση μεταξύ της έννοιας της αλήθειας στα πράγματα και στο νου. Ο Θωμάς ο Ακινάτης, ως καλός ρεαλιστής, αρνιόταν ότι από μια τέτοια διάκριση συνεπάγεται ότι η αλήθεια βρίσκεται πρώτα απ όλα μέσα στο νου. Ο G. Frege, ο ιδρυτής της αναλυτικής φιλοσοφίας, είχε την άποψη οτι δεν μπορεί να δοθεί κανένας ορισμός της αλήθειας ως αντιστοιχίας 18. Είναι υποχρέωση των υποστηρικτών της θεωρίας της αντιστοιχίας να αναπτύξουν κάποια έννοια της φύσης των γεγονότων ή της πραγματικότητας που να επιτρέπει να κατανοήσουμε την έννοια της αλήθειας με αναφορά σε αυτή τη φύση και όχι το αντίστροφο. Φιλοσοφικές θεωρίες που αναπτύσσουν την ιδέα της αντιστοιχίας χρησιμοποιώντας την έννοια του γεγονότος είναι αυτή του L. Wittgenstein και του Β. Russell στο Tractatus Logico-Philosophicus και στο La philosophie de l atomisme logique αντίστοιχα. Οι προτάσεις είναι εικόνες των γεγονότων, στα στοιχεία των προτάσεων αντιστοιχούν στοιχεία των καταστάσεων του κόσμου πχ. οι ενικοί όροι αντιστοιχούν στα αντικείμενα του κόσμου και τα 15 Αριστοτέλης, 385-322 π.χ. Άπαντα 10 : Των μετά τα φυσικά Α, Β, Γ, Δ / Αριστοτέλης, μετάφραση Αναστασία Μαρία Καραστάθη, - 1 η έκδ. Αθήνα : Κάκτος, 1993, - 369σ. (Αρχαία Ελληνική Γραμματεία: Οι Έλληνες 199, τ. 10. 16 Σοφιστής / Πλάτων ; εισαγωγή-σχόλια: Δημήτρης Γληνός Αθήνα :Ι. Ζαχαρόπουλος, [χ.χ.], Βιβλιοθήκη Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων 1 17 Engel P. (2000), Η ΑΛΗΘΕΙΑ: στοχασμοί πάνω σε μερικές προφανείς αλήθειες, (μετ.) Αθήνα, Scripta, σ.σ.30-31 18 Engel P. o.π, σσ.33-34 24

κατηγορήματα στις ιδιότητες ή τις σχέσεις των αντικειμένων. Ο τρόπος κατά τον οποίο τα στοιχεία των προτάσεων συνδυάζονται για να σχηματίσουν την πρόταση αντιστοιχεί στον τρόπο κατά τον οποίο τα στοιχεία της πραγματικότητας συνδέονται μεταξύ τους πχ. στο αντικείμενο Σωκράτης αποδίδεται η ιδιότητα θνητός (Ο Σωκράτης είναι θνητός). Ωστόσο, η θεωρία αυτή αφήνει ανεξήγητη τη σχέση της αντιστοιχίας. Και αυτό φαίνεται να δικαιολογεί τη διάγνωση του Frege 19. Αυτό το είδος αντίληψης για την αλήθεια καλείται να αντιμετωπίσει ορισμένες ενστάσεις: Η πρώτη είναι εκείνη των αρνητικών γεγονότων από τον Russell: είναι αληθές ότι «το ποτήρι μου δεν είναι άδειο» λόγω της αντιστοιχίας του προς ένα αρνητικό γεγονός ή αντίθετα λόγω της έλλειψης αντιστοιχίας προς ένα θετικό γεγονός; Η δεύτερη που προέρχεται από τον Frege είναι ότι εάν πούμε ότι γεγονός είναι κάτι που αντιστοιχεί σε μια αληθή πρόταση και πως όλες οι αληθείς προτάσεις δηλώνουν μία και μόνη οντότητα, το Αληθές, τότε πρέπει να πούμε ότι όλες οι αληθείς προτάσεις δηλώνουν το ίδιο γεγονός. Φαίνεται να μη μπορούμε να εξατομικεύσουμε διαφορετικούς τύπους γεγονότων στους οποίους αντιστοιχούν οι προτάσεις 20. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι είναι δύσκολο να αρθρώσουμε την έννοια του γεγονότος και της αντιστοιχίας κατά τρόπο ουσιώδη και μη κοινότοπο. Ας δούμε στο σημείο αυτό αναλυτικά τις αντιρρήσεις του Frege απέναντι στην αλήθεια ως αντιστοιχία. «Μια συμφωνία δεν μπορεί να είναι απόλυτη παρά μόνο όταν τα πράγματα που συμφωνούν συμπίπτουν, δηλαδή δεν έχουν διαφορετική φύση. Πρέπει να μπορούμε να αποδείξουμε την αυθεντικότητα ενός χαρτονομίσματος, επικαλύπτοντάς το με ένα αυθεντικό χαρτονόμισμα στο οποίο εφαρμόζει στην εντέλεια. Αλλά το να προσπαθούμε να επικαλύψουμε ένα χρυσό νόμισμα με ένα χαρτονόμισμα των είκοσι μάρκων θα ήταν γελοίο. Η επικάλυψη ενός πράγματος από μια αναπαράσταση δεν θα ήταν δυνατή παρά μόνο αν το ίδιο το πράγμα ήταν μια αναπαράσταση. Και αν η 19 Engel P. ό.π. σ.σ.37-39 20 Το επιχείρημα αποκαλείται «ο καταπέλτης του Frege» και δεν είναι σκόπιμο να παρουσιαστεί λεπτομερώς εδώ. 25

πρώτη συμφωνεί στην εντέλεια με τη δεύτερη, συμπίπτουν. Όμως, αυτό ακριβώς δεν μπορεί να συμβαίνει αν ορίζουμε την αλήθεια ως συμφωνία μιας αναπαράστασης με κάτι το πραγματικό. Είναι ουσιώδες το πραγματικό αντικείμενο και η αναπαράστασή του να αποτελούν διαφορετικές οντότητες 21» Και αν όντως, προσθέτει ο Frege, το πραγματικό διαφέρει από την αναπαράσταση, τότε δεν υπάρχει πια συμφωνία και πρέπει να πούμε ότι δεν υπάρχει τέλεια αλήθεια αλλά υπάρχουν βαθμοί αλήθειας, κάτι που φυσικά είναι παράλογο αφού η αλήθεια δεν επιδέχεται το περισσότερο ή το λιγότερο. Κάτι είναι αληθές ή ψευδές χωρίς να προσθέτουμε ή να αφαιρούμε κάτι από αυτό. Η αντιστοιχία είναι αδύνατη διότι προϋποθέτει την ύπαρξη μιας σχέσης ανάμεσα σε δύο διαφορετικά πράγματα, τη στιγμή που αυτή η σχέση φαίνεται να είναι η ταυτότητα. Επίσης, o Frege προτείνει άλλο ένα επιχείρημα: «Ωστόσο, δεν θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως υπάρχει αλήθεια, όταν η συμφωνία υφίσταται από μια ορισμένη οπτική γωνία; Όμως ποια γωνία θα ήταν αυτή; Τι θα χρειαζόμασταν για να αποφασίσουμε αν κάτι είναι αληθές; Θα έπρεπε να ερευνήσουμε αν είναι αλήθεια πως, για παράδειγμα μια αναπαράσταση και ένα πραγματικό αντικείμενο συμφωνούν υπό τη συγκεκριμένη οπτική γωνία. Το ερώτημα αυτό θα επανερχόταν κάθε φορά, οπότε αποτυγχάνουμε όταν προσπαθούμε να ορίσουμε την αλήθεια ως συμφωνία. Επίσης, εάν ορίσουμε την αλήθεια ως αντιστοιχία στα γεγονότα ή στην πραγματικότητα, πρέπει να δεχτούμε πως το ερώτημα αν η π αντιστοιχεί ή όχι στα γεγονότα εξαρτάται από το ερώτημα αν η κρίση η π αντιστοιχεί στα γεγονότα αντιστοιχεί και εκείνη στα γεγονότα ή είναι αληθής, υπό αυτή την έννοια. Και έτσι ο Frege καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η έννοια της αλήθειας δεν επιδέχεται ορισμό και πρέπει να θεωρηθεί βασική-πρωταρχική, εννοώντας πως στην κρίση «είναι αληθές ότι π» δεν ενυπάρχει τίποτα περισσότερο από την ίδια την κρίση ότι π 22. Το δίλημμα του Frege εκφράζεται με τον ακόλουθο τρόπο: ή τα πράγματα δεν μοιάζουν με τις αναπαραστάσεις μας και συνεπώς δεν μπορεί να υπάρξει αντιστοιχία, ή τους μοιάζουν αλλά και πάλι δεν υπάρχει αντιστοιχία. 21 Βλ. «υποσημείωση 14» στο Pascal Engel, ό.π. σ.34. 22 Engel P. ό.π. σ.σ. 34-35, ( είναι αληθές ότι π εάν και μόνο εάν π) 26

Αυτή η δυσκολία έχει οδηγήσει αρκετούς φιλοσόφους σε αμφιβολίες για τις προοπτικές επιτυχίας κάθε θεωρίας που θα όριζε την αλήθεια ως αντιστοιχία της πραγματικότητας με οποιεσδήποτε ενδιάμεσες οντότητες ανάμεσα σ εκείνη και σ εμάς. Το να λέμε ότι μια πρόταση είναι αληθής ισοδυναμεί με το να λέμε ότι τα όντα ή οι καταστάσεις είναι έτσι όπως τα περιγράφει πραγματικά. Αυτό δεν είναι κάποια βαθιά ιδιότητα αλλά απλώς μια κοινοτοπία.. Ο Crispin Wright πρότεινε να την ενσωματώσουμε στο σύνολο των κοινοτοπιών οι οποίες χαρακτηρίζουν το κατηγόρημα της αλήθειας. Ωστόσο, υπάρχουν συγκεκριμένες συνθήκες τις οποίες πρέπει να καλύπτει μια θεώρηση για την αλήθεια. Κατά τον Wright, κάθε κατηγόρημα που μπορεί να συνιστά κατηγόρημα αλήθειας πρέπει να ικανοποιεί τις εξής κοινοτόπες συνθήκες 23 : α)το να βεβαιώνει κανείς μια πρόταση ισοδυναμεί με το να την παρουσιάζει ως αληθή (Ι) β) η «π» είναι αληθής εάνν π (Τ) γ) οι προτάσεις που μπορούν να είναι αληθείς έχουν αρνήσεις που μπορούν να είναι αληθείς δ) το να είναι μια πρόταση αληθής δεν είναι το ίδιο πράγμα με το να είναι δικαιολογημένη ε) το να είναι μια πρόταση αληθής, ισοδυναμεί με το να αντιστοιχεί στα γεγονότα. Αυτές οι κοινοτοπίες περιγράφουν μια μινιμαλιστική έννοια αλήθειας χωρίς την οποία είναι αδύνατο να αναγνωρίζουμε το συνηθέστερο νόημα της λέξης «αληθής» στην καθημερινή χρήση της. Γι αυτό το λόγο ο Wright αποκαλεί την αντίληψη που εκφράζουν μινιμαλισμό ως προς την αλήθεια. Φτάνουμε έτσι σε μια αντίληψη η οποία παραδέχεται, συμφωνώντας με τις «ρεαλιστικές» μας ενοράσεις, ότι υπάρχουν χαρακτηριστικά της αλήθειας τα οποία υπερβαίνουν τα απλά χαρακτηριστικά των υποθέσεων. Ποια είναι αυτά; Και εδώ οι παρατηρήσεις μας κινούνται στα όρια της κοινοτοπίας. Αρχικά, μια 23 Engel P. ό.π. σ.σ. 85-86 27

αληθής πρόταση είναι σταθερή, δηλαδή δεν παύει να είναι αληθής, εάν μας δοθούν περισσότεροι λόγοι για να την δικαιολογήσουμε. Έπειτα, μια αληθής πρόταση θα είναι τέτοια ώστε οι απόψεις εκείνων που την εξετάζουν, τείνουν να συγκλίνουν. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν αποτελεί αξιόπιστο σημάδι της αλήθειας, αφού οι απόψεις μπορούν να συγκλίνουν, χωρίς ωστόσο η πρόταση να είναι αληθής. Εντούτοις, μπορούμε να πούμε ότι για μια δεδομένη πρόταση, εάν έχουμε κάθε λόγο να υποθέσουμε ότι η αλήθεια βεβαιώνεται μέσω μιας αξιόπιστης διαδικασίας, οι αποκλίσεις των απόψεων θα οφείλονται σε ελαττώματα που αφορούν τους τρόπους με τους οποίους το κάθε υποκείμενο επεξεργάζεται τη διαθέσιμη πληροφορία. Τέλος, μια πρόταση που μπορεί να είναι αληθής πρέπει να μπορεί να εξηγηθεί με αναφορά σε γεγονότα ανεξάρτητα από τα μέσα που έχουμε για να τα βεβαιώσουμε ή από τις αναπαραστάσεις μας αυτών των γεγονότων. 24 2.2 Σώζειν τα φαινόμενα Vs Ρεαλιστικές αξιώσεις Η εργαλειοκρατία με την οποία έρχεται σε σύγκρουση ο επιστημονικός ρεαλισμός, στην τυπική της εκδοχή επικαλείται μια έννοια αλήθειας αλλά με ένα πολύ πιο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής. Οι περιγραφές του παρατηρήσιμου κόσμου είναι αληθείς ή ψευδείς, ανάλογα με το εάν περιγράφουν τα φαινόμενα με ακρίβεια ή όχι. Αυτή η έννοια αλήθειας περιορίζεται στις περιγραφές των φαινομένων και μόνο και αφορά την ακρίβεια των περιγραφών. Ωστόσο, συνήθως οι θεωρητικές κατασκευές που μας επιτρέπουν να ελέγχουμε εργαλειακά τον παρατηρήσιμο κόσμο δεν κρίνονται με όρους αλήθειας ή ψεύδους, αλλά ως προς τη χρησιμότητά τους ως εργαλεία για την κατανόηση των φαινομένων. Κριτήριο συνιστά το «σώζειν τα φαινόμενα», δηλαδή η επιδίωξη να συντάσσει κανείς ένα συγκεκριμένο μοντέλο ή πλαίσιο τεχνικής (συνήθως μαθηματικής) περιγραφής μόνο των παρατηρήσιμων φαινομένων. 24 Engel P., ό.π. σσ. 86-87 28

Η παράδοση του «σώζειν τα φαινόμενα» προσπαθεί να συντάξει ένα μαθηματικό μοντέλο για να περιγράψει τα φαινόμενα χωρίς να ενδιαφέρεται για την όποια πραγματικότητα κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα. Ας πάρουμε,για παράδειγμα, το μοντέλο της αστρονομίας. Είναι σημαντικό, για την ιστορία της αστρονομίας, να αναφερθούμε σε δύο μεγάλες αστρονομικές θεωρίες, του Πτολεμαίου και του Κοπέρνικου. Ο Πτολεμαίος πρότεινε ένα αστρονομικό σύστημα το οποίο βασιζόταν σε πολύπλοκες μαθηματικές τεχνικές, για να εξηγήσει τις ανομοιόμορφες κινήσεις των ουρανίων σωμάτων, ικανοποιώντας τις δύο κυρίαρχες αντιλήψεις της εποχής και ακολουθώντας την παράδοση «σώζειν τα φαινόμενα». Η πρώτη υπάκουε στην αντίληψη ότι η Γη είναι στο κέντρο του κόσμου και η δεύτερη ότι όλες οι ουράνιες κινήσεις θα πρέπει να περιγράφονται με τέλειους κύκλους. Σύμφωνα με τον Πτολεμαίο, τα γεωμετρικά συστήματα δεν συνιστούν φυσική πραγματικότητα. Ο Πτολεμαίος υπήρξε ο κατεξοχήν εκφραστής της παράδοσης «σώζειν τα φαινόμενα» και περιέγραψε τις φαινομενικές κινήσεις κάθε ουράνιου σώματος συνδυάζοντας διάφορα κυκλικά σχήματα. Χρησιμοποίησε τρεις γεωμετρικές κατασκευές με βάση τον κύκλο: τον έκκεντρο, τον επίκυκλο, και τον εξισωτή. Στην πιο απλή μορφή του συστήματος, ένας πλανήτης τοποθετείται σε κυκλική κίνηση γύρω από ένα κέντρο. Η Γη βρίσκεται λίγο πιο πέρα από το κέντρο του κύκλου, ώστε για τη Γη, ο κύκλος που φέρει τον πλανήτη γύρω της, να είναι έκκεντρος. Η φαινόμενη ανώμαλη κίνηση κάποιων πλανητών, οδήγησε τον Πτολεμαίο να υποθέσει έναν άλλο αριθμό διαφορετικών κύκλων, που ο συνδυασμός τους θα μπορούσε να την περιγράψει. Ένας μικρός κύκλος, ο επίκυκλος, έχει κέντρο ένα σημείο το οποίο βρίσκεται στην περιφέρεια ενός δεύτερου περιστρεφόμενου κύκλου που ονομάζεται φέρων κύκλος και συμπίπτει με το τελικό κέντρο της κίνησης. Συνδυασμοί επικύκλων με επίκυκλους, με έκκεντρους κύκλους ή εξισωτές, έδιναν μια εξήγηση για τις ανωμαλίες των φαινομενικών κινήσεων των πλανητών, που παρατηρεί κανείς με γυμνό μάτι. Ο Πτολεμαίος αξίωσε την μαθηματική εφαρμογή ενός μοντέλου στα πρότυπα της φυσικής και της κοσμολογίας του Αριστοτέλη. Με τον Πτολεμαίο, περνάμε στο 29

γεωκεντρικό, γεωμετρικό και μαθηματικά σύνθετο μοντέλο της αστρονομίας που είχε διάρκεια μέχρι τον 16ο αι.. O P.M. Duhem ερμηνεύει το σύστημα του Πτολεμαίου ως μια καθαρά γεωμετρική θεωρία που έχει ως σκοπό να περιγράψει τα παρατηρούμενα φαινόμενα, με άλλα λόγια να «σώσει τα φαινόμενα». Η θεωρία αυτή είχε σημαντική μαθηματική δύναμη. Υπάρχει, όμως, ένα σημείο δύσκολα αποδεκτό: η επινόηση του Πτολεμαίου ότι οι κύκλοι στρέφονταν ως προς ένα έκκεντρο εσωτερικό σημείο, που ονόμασε εξισωτή, κι όχι ως προς το κέντρο του ίδιου του κύκλου, ώστε να αποφύγει την αύξηση του αριθμού των κύκλων επ άπειρο,τον οδήγησε στην άρνηση της αρχής της ομοιόμορφης κυκλικής κίνησης. Η φυσική εξήγηση απαιτούσε ομοιόμορφη κυκλική κίνηση επειδή τα ουράνια σώματα θεωρούνταν τέλεια, όπως για παράδειγμα η αριστοτελική κοσμολογία. Με την άρνηση αυτή εγκαταλείπεται η φυσική εξήγηση των φαινομένων και ξεκινά η ρήξη της μαθηματικής αστρονομίας με τη φυσική αστρονομία. Ο Πτολεμαίος, σύμφωνα με τον Koyre 25, έφτασε σε αυτή τη ρήξη γιατί δεν τον ενδιέφερε να μάθει πώς έφταναν οι πλανήτες σε μια δεδομένη θέση αλλά το να υπολογίζει τις θέσεις τους για να εξάγει αστρονομικές συνέπειες. Με λίγα λόγια, δηλαδή, χρησιμοποιούσε μόνο ως εργαλεία την γεωμετρία για τις κινήσεις των πλανητών για να υποστηρίξει τις υποθέσεις του και να εξάγει τα συμπεράσματα που θα τις επιβεβαιώνουν. Ο Πτολεμαίος μελέτησε τις φαινόμενες κινήσεις των πλανητών για να ανακαλύψει από τη σύνθεση ποιών απλών κινήσεων ήταν δυνατόν να προκύψουν Η μεγάλη επανάσταση έγινε με τον Κοπέρνικο. Το πρόβλημα της αστρονομίας για τον Κοπέρνικο δεν ήταν απλώς το να σωθούν τα φαινόμενα αλλά να εξηγηθούν με τη χρήση υποθέσεων εναρμονισμένων με τις αρχές της φυσικής. Μια ικανοποιητική αστρονομία πρέπει να είναι οικοδομημένη πάνω σε αληθείς υποθέσεις, δηλαδή σε υποθέσεις σύμφωνες με την πραγματικότητα. Στον πρόλογό του ο Osiander τόνισε ότι δεν ενδιαφέρεται απλώς να περιγράψει τα φαινόμενα αλλά να περιγράψει την πραγματικότητα σχετικά με το πλανητικό 25 Κοϋρέ, Α. (1991) Δυτικός πολιτισμός (μετ.) Ζ. Σαρίκας-Β. Κάλφας, Αθήνα, Ύψιλον 30