Σε κλίμακα. Ένα προς ένα



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Κατανόηση προφορικού λόγου

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Modern Greek Beginners

Modern Greek Beginners

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Χαρούμενη Άνοιξη! Το μαθητικό περιοδικό του 12ου Δημοτικού Σχολείου Περιστερίου ΜΑΡΤΙΟΣ 2014

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Το παραμύθι της αγάπης

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

T: Έλενα Περικλέους

Μια φορά κι έναν καιρό

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 6-8 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών

Γεννηθήκαμε και υπήρξαμε μωρά. Κλαίγαμε, τρώγαμε, γελάγαμε, κοιμόμασταν, ξυπνάγαμε, λερωνόμασταν.

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Αυτήν εκεί την κοπελιά την ξέρεις; Πού είναι τα παιδιά; Γιατί δεν είναι μέσα στις τάξεις τους;

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ

Παναγιώτης Σκάρπας του Νικολάου, 13 ετών

Σταμελάκη Φωτεινή του Δημητρίου, 9 ετών

Πώς να μάθετε το παιδί, να προστατεύει τον εαυτό του!

Στο γραφείο της Δημάρχου κυρίας Μαυρίδη Μιλάει στο τηλέφωνο. Μπαίνει η γραμματέας του μ ένα τεράστιο ντοσιέ στο χέρι

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

Πρόλογος. Καλή τύχη! Carl-Johan Forssén Ehrlin


Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Transcript:

1

2

3 Σε κλίμακα Ένα προς ένα

4

5 Γεράσιμος Μηνάς Σε κλίμακα ένα προς ένα ΠΡΩΤΟ ΑΝΤΙΤΥΠΟ 2007-2008

6 Αφού ζητάνε από εξάχρονα, αποτυπώματα, Ας μάθουν σε τι κόσμο ήρθανε Στον ανιψιό μου

7 Ο μικρός Αρτέμιος, είναι ένα ζωηρό παιδί, του οποίου οι γονείς, δεν του έδιναν χάπια, για να παραμένει ήρεμο. Ο Αρτέμιος ζούσε σ ένα νησί, στη Μεσόγειο, σε πόλη, όπως όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι. Αγαπούσε την ιστορία, και τις καλές, δημοσιογραφικές εκπομπές περίεργο για την ηλικία του. Ένα πάθος για ενημέρωση, που του είχε μεταδώσει ένας θείος του, όντας αρθρογράφος εκείνος, σε μια ανθρώπινη εφημερίδα. 2 Απριλίου. Γύρω στη μία τα ξημερώματα. Το μικρό αγόρι, κρυφά, ανοίγει την τηλεόραση στο σαλόνι. Προβάλλεται ένα ντοκιμαντέρ για τον πόλεμο στο Ιράκ. Για το καθεστώς στη χώρα εκείνη, του Σαντάμ, ο οποίος δεν έδινε πίσω, τα χρήματα που είχε δανειστεί το Κράτος του, από το Κουβέιτ. Ως αντίποινα, ο Σαντάμ, για να δοθούν περισσότερα δάνεια, εισέβαλε στη γείτονα χώρα. Ο Αρτέμιος παρακολουθούσε τώρα, τη φρίκη του πολέμου, όπως δεν την γνώριζε κανένας. Καμένα κορμιά, παραμορφωμένα. Καταστροφές. Η τρέλα του πολέμου, σ ένα τόσο δα, μικρό, κουτί, που ονομάζεται, δέκτης τηλεόρασης. 3 Απριλίου. Ξημερώματα. Το μικρό αγόρι βλέπει στον ύπνο του, πως βρίσκεται πίσω από ένα οπλοπολυβόλο. Έχει την αίσθηση, πως είναι ενήλικας. Ρίχνει καταπάνω σε ανθρώπινα, με τη σειρά τους,

8 άλλοτε, ζωντανά, σώματα. Εννοεί στα τρίσβαθα της νόησης του, τι πράττει εκείνη τη στιγμή. Τι παραφροσύνη! Ευτυχώς ξυπνά, γιατί πρέπει να πάει τουαλέτα. Το σοκ του είναι μεγάλο. Θαρρεί πως ενηλικιώνεται, πριν της ώρας του. Το μικρό αγόρι θυμάται τον τελευταίο πόλεμο, με τα μαχητικά, αεροπλάνα, των συμμάχων, να πετούν πάνω απ το νησί, κατευθυνόμενα προς τα απέραντα εκτάρια, ξένης γης, όπου μαινόταν η σύρραξη. Η νέα εξόντωση του Ιράκ, που βαπτίστηκε απελευθέρωση. Ύστερα ήρθε το εμπάργκο. Άνθρωποι, αληθινοί άνθρωποι, πέθαιναν αβοήθητοι στα νοσοκομεία, χωρίς φάρμακα. Ο μικρός Αρτέμιος, θαρρείς μεγάλωνε, χωρίς να το θέλει. Σ έναν κόσμο που δεν επιθυμούσε ταξικά! ορισμένα Κράτη. Αφανίζοντας, με την ίδια ένταση που κατείχαν οι κινητήρες των μαχητικών, που έσκιζαν τον ουρανό, πάνω απ το κεφάλι του, φεύγοντας. Επιστρέφοντας στην ηπειρωτική χώρα. Στη σιγουριά. Οι γονείς του απέφευγαν να του μιλήσουν, σχετικά. Κοιτούσαν τον εαυτούλη τους, μα χαίρονταν κατά βάθος, που αν και ζωηρό παιδί, αγαπούσε τα γράμματα. Μια μέρα, παλαιότερα, το μικρό αγόρι ρώτησε τον θείο του, γιατί γινόταν πόλεμος. Η απάντηση που έλαβε, ήταν η εξής: «Μη μείνεις Αρτέμιε, μόνο, ότι αυτός ο κόσμος κυβερνάται από μετόχους. Δες τον πόλεμο, σα να βαράνε τέσσερις, μια ανυπεράσπιστη αγελάδα, για να βγάλει περισσότερο γάλα». «Η γελάδα είναι ο κόσμος; Έτσι δεν είναι;», ρώτησε το αγόρι. Ο θείος κούνησε καταφατικά το κεφάλι, προσθέτοντας: «μη το σκέφτεσαι, όμως, γιατί δεν πρόκειται να κάνεις, ποτέ, τίποτα, στη ζωή σου». Το μικρό αγόρι, άρχισε να μπερδεύεται. Τότε γιατί οι άνθρωποι, διαδήλωναν για την ειρήνη; Αν και το έπρατταν σπανίως. Τελικά είχε δίκιο ο θείος του, σκέφτηκε. Οι άνθρωποι την αδιαφορία, την ονομάζουν λογική.

9 Έπεσε ξανά, για ύπνο. Ευχήθηκε να μη δει, άλλο άσχημο όνειρο. Τι είναι πιο χειρότερο, ήταν η τελευταία του, προς το παρόν, σκέψη: να είσαι παιδί ή να χεις μυαλό παιδιού, ως ενήλικας; Τούτο ήθελε σκέψη. Οπωσδήποτε. Ένα βράδυ που η μαμά έπλενε τα πιάτα, ο μικρός Αρτέμιος την πλησίασε, ρωτώντας την, γιατί οι άνθρωποι πάνε τόσο εύκολα, κάπου αλλού, για να σκοτώνουν ανθρώπους. Απάντηση, φυσικά, δεν έλαβε, γι αυτό κατέφυγε ξανά, στη μόνη πηγή, που πάντοτε, με χαρά, τον άκουγε, δίνοντας έστω, αυτές τις πρόχειρες, όσο και αυθόρμητες, απαντήσεις. Σχημάτισε τον αριθμό στο σπίτι του θείου του. Αυτόματα θυμήθηκε μια φορά, που είχαν πάει, όλοι μαζί, και οι τέσσερις τους, για μπάνιο, παραθαλάσσια του χωριού καταγωγής, πατέρα, θείου. Συνάντησαν τότε, ξανά, την παραλία με τον ρηχό πάτο, όπου έπρεπε να περπατήσουν αρκετά μέτρα, έως ν αρχίσει να βαθαίνει κανονικά, η θάλασσα. Ο θείος του, τότε, είχε πει: «τόσος χώρος χαμένος». Τι εννοούσε; Ρώτησε ο ανηψιός, και η απάντηση που έλαβε, ήταν: «θα μπορούσαν να ρίξουν ελάχιστο χώμα, από πάνω, έως εκεί που βαθαίνει, κανονικά, απότομα δηλαδή, η θάλασσα, φυτεύοντας κάτι». Ή χτίζοντας μερικά σπίτια; Ρώτησε ο ανηψιός. «Δε φοβάσαι τα τσουνάμι, εσύ;», του χαμογέλασε ο θείος. «Λοιπόν, θείε, γειά σου, σου είπα; Ναι, καλά είμαι. Όχι, βαριέμαι να είμαι ζωηρός, σήμερα. Ναι θείε, πλάκα σου κάνω, μα πες μου κάτι. Γιατί οι άνθρωποι πάνε τόσο εύκολα, αλλού, και σκοτώνουν, χωρίς δεύτερη κουβέντα;». Ο θείος από την άλλη άκρη της γραμμής, έξυσε το κεφάλι του, μήπως βρει μια ακόμη, αυθόρμητη, απάντηση. Σχεδόν

10 αμέσως, μίλησε: «Πιστεύω, πως αυτοί οι στρατιώτες, δεν έχουν τίποτα που να τους σταματά. Είναι τελείως ελεύθεροι. Αρκεί να καταφέρνουν να εξοντώνουν μια παρουσία, όταν ένα δάκτυλο, δείχνει, ποιον, που». «Πληρώνονται;», ρώτησε ο ανιψιός. «Είναι ένα ζωντανό σόου. Ένα ριάλιτι. Απλά οι ψήφοι, για να παραμείνουν εκεί, αυτοί που επιβάλλουν κατοχή, σε μια ξένη χώρα, προέρχονται, απ όσους διοικούν το κέντρο ευεξίας, των μετόχων. Οι οποίοι επενδύουν τα χρήματα τους, σε σταθερές μετοχές. Όπως ο πόλεμος. Οι πρώτες ύλες που κλέβονται ή μπαίνουν προς εκμετάλλευση, από την εταιρεία. Τους μετόχους της». «Τότε ποιος κυβερνάει;», ρώτησε ο μικρός Αρτέμιος. «Δεν ξέρω να σου πω, γι αυτό. Εσύ πάντως, φρόντισε να έχεις τ αυτιά σου, ανοιγμένα». Ο μικρός Αρτέμιος, προσπάθησε για άλλη μια φορά, μεταξύ του να είναι ζωηρό και ανέμελο παιδί, επίσης, μια ψυχή, που οι γονείς του, δεν πρόσφεραν απαντήσεις. Για να μη το βάζουν σε πειρασμό: να τους ελέγχει, ώστε αυτοί να μάθουν να υπάρχουν, φερόμενοι αποδοτικότερα. Ως γονείς. Άραγε ένας μεγάλος που χει ξεχάσει ότι υπήρξε παιδί, φέρεται ως να ξεχνά την ευθύνη να είναι ενήλικας; Ή μήπως θα ήταν καλύτερο, ο ενήλικας να χει μυαλό, μικρού παιδιού, μήπως σταθεί πιο αυθόρμητος και καλόκαρδος, στις δυσκολίες; Να είμαι παιδί, που αρέσκεται στη γνώση, κυρίως παιδί όμως, ή να αισθάνονται οι γονείς, παιδιά, μήπως εννοήσουν τις όποιες ανάγκες; Ισορροπήσουν με το γέννημα-θρέμμα τους; Δύσκολοι συλλογισμοί. Πρέπει να βγω στο μπαλκόνι, να σκεφτώ, είπε από μέσα του. Εκεί που βρίσκονταν οι γλάστρες της γιαγιάς, παρέα μ εκείνες της μαμάς, λιγοστές, σε κάποια γωνία.

11 Αλήθεια: τι αρμονία, τι ειρήνη, έχουν ετούτα τα φυτά, τα λουλούδια, μεταξύ τους. Δεν προσπαθούν να εξοντώσουν το ένα το άλλο. Ο μικρός Αρτέμιος χαμογέλασε, επιστρέφοντας στο κόμικ που είχε αφήσει στο σιδερένιο, στρογγυλό, τραπεζάκι, του μπαλκονιού. Επανακάμπτοντας η φαντασία του, μ ένα μικρό παράπονο: γιατί δεν υπάρχουν Έλληνες ήρωες, κόμικ. Αλήθεια, τι κόμικς θα σχεδίαζε κάποιος, αν έβαζε να επικοινωνήσουν, οι άνεργοι με τους εργαζόμενους. Οι πλούσιοι, με ποιους άραγε. Πιθανόν με τα ζώα. Ω, και πόσα θα χαν να πουν τα ζώα, με τους ανθρώπους. Οι αγχωμένοι άνθρωποι. Αγχωμένοι ενήλικες; δε λες. Κυρίαρχοι στην πόλη, ακόμη και σ ετούτο το νησί, που σφύζει από φυσική ζωή, και ήχους πάμπολλων πουλιών. Αφήνουν για λίγο τη ξηρά, ψάχνοντας στη θάλασσα, για τροφή και ανθρώπους. Ανθρώπους, που χουν ξεχάσει τι θα πει, φαύλα κίνηση και θόρυβος. Μακριά στις μεγάλες πόλεις. Μ όλες τις διαφημίσεις. Τις επιγραφές Νέον. Τις Porsche, παρκαρισμένες ανάμεσα σε φτηνά μεροκάματα. Μανιασμένος σα κύμα, ολοένα, βίος. Φρίκη. Ο μικρός Αρτέμιος έκλεισε γι άλλη μια φορά, τα μάτια, βλέποντας τον άνεμο να χει ορμή, όπως συνήθως. Άραγε, το κρυφό του όνειρο, θα πραγματοποιούνταν; Όνειρο σημαίνει, ελεύθερος χώρος. Αλήθεια οι ενήλικες θέλουν να χτίζουν παντού. Κυρίως όπου δεν τους ανήκει ο χώρος. Οι μεγάλοι είναι μόνο το σώμα τους. Εμείς τα παιδιά, ενωμένοι με το σύμπαν ολόκληρο. Χαμογελά. Αυτό έπρεπε να το συζητήσει με την Ουρανία, την κοπέλα, από μια άλλη τάξη, στο ίδιο σχολικό συγκρότημα, του δημοτικού, που χε γνωρίσει σ ένα διάλειμμα.

12 Μεθαύριο το απόγευμα, θα έσερνε τη μάνα του, ως το σπίτι της συνομήλικης φίλης του. Για να διαβάσουν. Και φυσικά να τα πουν, μεταξύ τους. Υπομονή Αρτέμιε. Μιάμιση μέρα ακόμα. «Σήμερα πρέπει να κοιμηθείς νωρίς, φώναξε η μητέρα του, απ το σαλόνι. Αύριο είναι Δευτέρα. Έχεις σχολείο». Άσε με να χαρώ λίγο, που μαι παιδί, συλλογίστηκε εκείνος, ακουμπώντας ψηλότερα, τα πόδια, στα κάγκελα του μπαλκονιού. 5 Απριλίου. «Ακούς εκεί, Απρίλη μήνα, να βρέχει! Το πιστεύεις, Ουρανία;». «Δεν είναι ωραία; Εμένα μ αρέσει». «Και μένα. Πως. Αλλά Απρίλη μήνα. Ποιος το περίμενε. Η μάνα μου έχει τα νεύρα της. Τι ρούχα θα φορά κάθε μέρα. Ανοιξιάτικα. Χειμωνιάτικα». «Τι να πω της μαμάς, να σου φτιάξει; Ένα σνάκ». «Σνάκ. Άκου κει, σνάκ. Είσαι χαριτωμένη». «Κι εγώ σ αγαπώ». «Χαζούλα». Ο Αρτέμιος χαμογελά. «Δε θα λεγα όχι, για ένα τόστ. Κάντα δύο, που μ αρέσουν». «Αναψυκτικό;». «Μπα, όχι. Ο θείος μου, λέει, πως προκαλούν καρκίνο. Εκείνος τα ονομάζει: λάδια αυτοκινήτου. Έχει γούστο πάντως. Μου μοιάζει». «Τι κάνουν τα παιδιά μου; Καλά;», χώνει το πρόσωπο της, στη σχισμή της μόλις, ανοιχτής πόρτας, του δωματίου της μικρής, η μητέρα της. Τα παιδιά χαμογελούν. «Τι να κεράσω;» επιστρέφει η μεγαλύτερη σε ηλικία, το χαμόγελο.

13 «Λάδια μηχανής», μιλά η μικρή. «Τι έκανε λέει;», ξαφνιάζεται η μάνα. «Ένα δικό μας αστείο». «Ωραία. Έρχεται». Αφήνει πάλι, τα παιδιά, μόνα. «Μ αρέσει η μαμά σου». «Μου το ξανάπες». «Φαίνεται, όντως, Ουρανία, πως είναι ευχαριστημένοι, μαζί σου». «Απλά δεν τους στεναχωρώ». «Γιατί, θα πρεπε;». Εμφανίζεται ξανά, η μητέρα: «βάλτε κάνα cd, ν ακούσετε μουσική. Μην είστε στα μουγγά». «Ποιο cd, καλέ μαμά; Mp3 player, το λένε τώρα». «Καλά, γλυκιά μου. Τα νέα παιδιά. Δε τα προλαβαίνεις, πια». «Δεν είναι περίεργη, Αρτέμιε. Απλά της αρέσει να νοιάζεται». «Είναι κι αυτό, μια ασχολία. Όχι σαν τους δικούς μου». «Έχεις πρόβλημα;». «Πρόβλημα; Όχι. Απλά μ αφήνουν στην ησυχία μου». «Περίεργο, με το ζωηρό χαρακτήρα, που έχεις». «Η λογική: ότι δε μπορείς να ελέγξεις, άστο ελεύθερο». «Που το διάβασες πάλι, αυτό;». «Σ ένα άρθρο του θείου μου, στην εφημερίδα». «Πολύ σ επηρεάζει αυτός ο άνθρωπος». «Είναι καλός. Αλλά όπως λένε και στο κουτί, ο καλός καλό, δεν έχει». «Έχεις δίκιο. Με συγχωρείς». Η μικρή βγαίνει από το δωμάτιο, προσωρινά. Ησυχία. Ο μικρός Αρτέμιος, σκέφτεται, πως τα αγόρια της τάξης του, θα τον κορόιδευαν, αν μάθαιναν, πως η Ουρανία, ήταν η μόνη του επαφή, εκτός σχολείου. Μπορεί να του βγάζανε κι ονομασίες.

14 Ο Αρτέμιος αγαπούσε το μπάσκετ. Αναπτυσσόταν βέβαια, το σώμα του. Δημοτικό όμως, ακόμα. Μικρό παιδί, πράγμα. Ο γνωστός ρατσισμός, για τα χαρισματικά παιδιά, μεταξύ συμμαθητών. Αυτόματα, το μικρό αγόρι, θυμήθηκε εκείνο το άλλο παιδί, σε μια επαρχία, στην ηπειρωτική χώρα, όπου κάποια κακοποιά στοιχεία-παιδιά, θεώρησαν σωστό, αφότου περιθωριοποίησαν, τον χαρισματικό συμμαθητή τους, κάποια στιγμή, να το απαγάγουν, αφαιρώντας το δικαίωμα, από έναν νέο άνθρωπο, να μεγαλώσει. Ένα τραγικό τέλος. Παύση στην εκμετάλλευση, μεγαλώνοντας, των ταλέντων. «Άρχισε πάλι να βρέχει», διέκοψε τις σκέψεις του, η μικρή Ουρανία, εισερχόμενη στο δωμάτιο. Κρατούσε μια πιατέλα, με τέσσερα τοστ, φυσικό χυμό, στυμμένο, πορτοκαλάδας, και κουλουράκια. «Όλα για μένα, είναι αυτά;», πείραξε τη φίλη του. «Αν θέλεις να παχύνεις». «Μπα. Τότε δε θα μπορώ να παίξω μπάσκετ». «Τα μισά είναι δικά σου. Απλά φρόντισε να τα αδειάσεις, μέσα σου, γιατί υπάρχουν και παιδιά, που πεινούν». Τώρα πια, είναι σιωπηλά. Ακούν μουσική. Μασουλάνε. «Η μαμά είπε να διαβάσουμε, μετά». «Ιστορία;», τη ρωτά το αγόρι. «Ο καθένας, τα δικά του». «Αφού είναι αναγκαίο», συμφωνεί το αγόρι. Περίπου, μετά από 25 λεπτά, η μικρή ρώτησε τον συμμαθητή της, από το ίδιο σχολικό συγκρότημα: «Κοιμάσαι καλά; Που μου λες τελευταία». «Όχι και τόσο».

15 «Ίσως θα πρεπε να μη βλέπεις τόσες ειδήσεις ή να χάνεις το χρόνο σου, με τις εφημερίδες, αφού σ επηρεάζουν». «Ο θείος μου, είπε: οι εφημερίδες είναι εκείνες, που φωτίζουν το παρασκήνιο των γεγονότων». «Μιλάς, λες κι είναι, πατέρας σου». «Έχει γούστο. Μιλά σωστά. Αν και τα λέει, από τη θέση των μεγάλων». «Το κάνουν αυτό, έτσι δεν είναι;». «Έχουν ξεχάσει ότι υπήρξαν, παιδιά». «Τι να σου πω, Αρτέμιε. Μερικές φορές, εύχομαι εμείς τα παιδιά, να χαμε μαγικές δυνάμεις, μήπως, μας πρόσεχαν». «Μήπως σέβονταν, τι κόσμο, μας παραδίδουν», τόνισε εκείνος, με παιδική αφέλεια. Και συνέχισε: «Εμείς τα παιδιά, είμαστε ενωμένοι με το σύμπαν, αν έχεις δει, τι ήρεμο που είναι το διάστημα». «Και αθώο», τον διέκοψε. «Η παιδική καρδιά, Ουρανία. Είμαστε το κάτι άλλο», χαμογέλασε διάπλατα. «Μη μου πεις ότι διάβαζες, πάλι, τον Αλχημιστή;», τον πείραξε. «Διαβάζω, ναι. Εξοσχολικά!», απάντησε, πέφτοντας με τη πλάτη, στο κρεβάτι, παρατώντας το σχολικό βιβλίο. «Απ ότι φαίνεται, Αρτέμιε, οι μεγάλοι, το παθαν το blackout, απ τη πολύ επιστημονική ανάλυση, στο καθετί. Θα πρεπε, νομίζω, να θυμηθούν, πως ήταν παιδιά, διαβάζοντας μόνο, παιδικά βιβλία». «Μήπως αποκτήσουν χιούμορ, εννοείς». «Και κέφι. Τους έχεις δει, τι μουρτζούφληδες, που κυκλοφορούν, έξω». «Ο θείος μου, θα έλεγε, περίπου, αυτή τη στιγμή, αν σε άκουγε: η ζωή είναι ένας απέραντος λαβύρινθος, για τους μεγάλους. Χάνονται στις ανάγκες τους, κι όταν πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο, σαστίζουν, κι αντί ν ανταλλάξουν

16 πληροφορίες, πώς να βγουν απ το αδιέξοδο, εξακολουθούν, μόνοι, χτυπώντας τα μούτρα τους, σε τοίχο». «Που πας και τα σκέφτεσαι, όμως». «Ακούω συζητήσεις», έφτασε η φωνή της μητέρας, της μικρής, πίσω από την πόρτα. «Για το μάθημα, μιλάμε», φωνάζει η μικρή. Ο Αρτέμιος χαμογελά, τοποθετώντας τη παλάμη στο στόμα, για να συγκρατήσει το γέλιο. Την επομένη, ήταν απογευματινός, οπότε κάθισε να γράψει την έκθεση που είχε παραγγείλει στα παιδιά της τάξης του, η δασκάλα: Τι είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Όρεξη που την έχουν, να μας ανακρίνουν, συλλογίστηκε ο Αρτέμιος. Τέλος πάντων. Μια ψυχή που ναι να βγει. Γράφει: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν ξέρω, καλά, τι είναι. Μιας κι εμάς, μας συνδέει με την ηπειρωτική χώρα, το ίδιο, αργό, φέρυ, το οποίο δεν ταξιδεύει, με πολλά μποφόρ. Οπότε σ εμάς, δεν άλλαξε τίποτα. Πέρα από αυτό που είπα, ότι μπορεί να μείνουμε χωρίς ψωμί, για μέρες. Και άλλα είδη, που ακούω τους μεγάλους, να παραπονούνται. Το κακό της θαλασσοφουρτούνας». Θαλασσοφουρτούνα. Χαμογέλασε. Ωραία λέξη. Πρωτότυπη. Υπάρχει άραγε. «Είναι και το νέο νόμισμα, το Ευρώ, που όπως λέει κι η μαμά, κακός μπελάς στο κεφάλι μας. Εκεί που παίρναμε τα πράγματα, τώρα πρέπει να αγοράζουμε δύο. Να μη πω, κιόλας, στην τιμή του ενός, έτσι που ακρίβυναν, όλα, στο νησί. Έχω μια απορία: Αφού ιδρύσανε την Ευρωπαϊκή Ένωση, για να μην πολεμάμε μεταξύ μας, όπως η κακή τύχη, κατά τον Β παγκόσμιο, πόλεμο, γιατί στέλνουν στρατεύματα, εκτός Ε.Ε;

17 Δεν είναι κρίμα κι άδικο, να πεθαίνουν νέοι άνθρωποι, σε καιρό ειρήνης, εκτός Ε.Ε; Ή λέω αφέλειες». Τώρα αυτό με τις αφέλειες, μήπως πρέπει να το σβήσω; Η δασκάλα λέει να μη συζητάμε, όταν γράφουμε. Ο θείος μου θα την έλεγε, φασίστρια, που δεν αφήνει τα παιδιά, να εκφράζονται όπως θέλουν. «Εμείς τα παιδιά, αισθανόμαστε παράταιροι, στην Ε.Ε σας». Έξυσε το κεφάλι του. Έπρεπε να βρει κάτι καλό για τη συνέχεια. Εκείνη τη στιγμή, μπήκε στο δωμάτιο η μητέρα του. Την ώρα, δε, που του χάιδεψε το κεφάλι, ο Αρτέμιος, με μια απότομη κίνηση, διέκοψε την στοργή που ήθελαν να του παραδεχτούν. Η μητέρα του, έφυγε κατόπιν, χωρίς να πει κάτι, κλείνοντας πίσω της, τη πόρτα του δωματίου. Ο μικρός συνέχισε να γράφει: «Δε μας μαθαίνουν ιστορία, πια, λέει ο θείος μου, άρα πώς να ξέρω, εγώ, μικρό παιδί, πράγμα, π.χ. αν οι Ισπανοί είχαν παλιά, εχθρότητες, με τους Πορτογάλους. Οι Ιρλανδοί, με τους Άγγλους. Σήμερα συζητάνε, νομίζω, ότι στην Ε.Ε. κάποια στιγμή, θα συμπεριληφθεί κι η Ρωσία. Παλαιότερα, ο θείος μου, μου είπε κάτι, περί αυτού. Λίγα συγκράτησα: Το ΝΑΤΟ δε θα το επιτρέψει, μιας και το ΝΑΤΟ, το διοικούν οι Αμερικάνοι. Τότε εγώ τον ρώτησα: Αφού οι ΗΠΑ δεν βρίσκονται στον χάρτη της Ε.Ε. τότε, τι θέλουν από την Ε.Ε; η οποία ανήκει, με στρατεύματα της, στο ΝΑΤΟ; Ο θείος μου, είπε, να μην απασχολώ το μυαλό μου, με τέτοιους επικίνδυνους συνδυασμούς, σκέψεων. Να μένω στα μαθήματα μου. Περίεργο, γιατί ο θείος μου, έχει γνώσεις περί ιστορίας, επειδή διαβάζει, μόνος του. Μου φαίνεται, πως μόνο διαβάζει. Τον πάω, όμως. Έχει γούστο. Στο θέμα μας. Συγνώμη. Το καλό με την Ε.Ε. είναι, πως δεν απαιτείται, πια, διαβατήριο, σφραγίδες, κλπ, για να ταξιδέψεις, όσοι έχουν

18 χρήματα, δηλαδή. Βέβαια είναι πιο εύκολο, πιστεύω, επομένως, το λαθρεμπόριο. Μιας και κάποιος έξυπνος, μπορεί ν αφήσει σε κάποια παραλία, ναρκωτικά, όπλα, χαλασμένες τροφές, για σκύλους ή παιδιά. Σκεφτείτε μόνοι σας, τι κακά, παράγονται, από τέτοιες καταστάσεις. Ένα πράγμα δεν καταλαβαίνω, με την Ε.Ε: Δεν θα πρεπε να διοικεί το ΕυρωΚοινοβούλιο, όλες τις χώρες, μαζί; Τι τους θέλουμε τους εγχώριους υπουργούς, και πρωθυπουργούς; Αρκετά δε μισούμε οι ίδιοι, το λαό μας; Δύσκολο θέμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση. Τι είναι. Παιδί είμαι. Τι να ξέρω. Ένα αθώο παιδί, εσείς οι μεγάλοι, το κάνετε ότι θέλετε. Κάπως έτσι αισθάνεται και η φύση, η οποία όμως, αντιδρά, πλέον. THE END». Χαμογέλασε με αυτό το: The end, στο τετράδιο έκθεσης. Πιθανόν να μην άρεσε στη δασκάλα, μα ο μικρός Αρτέμιος, ήταν πάντα, αυθόρμητο παιδί. Γεμάτο ζωντάνια. Το επόμενο πρωί, στο σπίτι της Ουρανίας. Η μικρή κλαίει με αναφιλητά, παρακολουθώντας σ ένα οικολογικό κανάλι, όλο το μαρτύριο, ορισμένων ειδών, ζώων, που προορίζονται για το πιάτο του καταναλωτή. Αγελάδες που κρέμονταν από τσιγκέλια, απ τα πίσω τους πόδια, με όλο τους το βάρος, ενόσω ταλαντεύονταν, σπαρταρώντας. Με έναν άντρα, να τους μπήγει στο λαιμό, κάτι αιχμηρό. Το αίμα να φεύγει. Μαζί και η ζωή του ζώου, αργά και βασανιστικά. Άλλες εικόνες: συστήματα επιβολής, σε τσίρκο, στα ζώα, στα παρασκήνια, με ξύλο, ηλεκτροσόκ, προκειμένου η φυσική τους αντίσταση στον κίνδυνο, να βρίσκεται διαρκώς, σε ακαμψία. Να μην αγριεύουν. Αντ αυτού να εκτελούν αφύσικα κόλπα, αργότερα, στο κέντρο της

19 σκηνής, μέσα στη πελώρια τέντα, με τους θεατές να χειροκροτούν. Αγνοώντας τι πέρασαν τα ζωντανά, όταν κανείς, δεν κοιτούσε. Στο σχολείο, η μικρή είναι ακόμη, καταβεβλημένη. Αναφέρει τι είδε, στον Αρτέμιο. Εκείνος την παρηγορεί, λέγοντας της: «θέλουν να τα κάνουν, ανθρώπους». Την νύχτα στον ύπνο του, βλέπει το εξής όνειρο. Σημειώνει σ ένα χαρτί, κάτι: Αν βλέπουν τα ζώα ως ανθρώπους, παρόλ αυτά, τους βασανίζουν, χωρίς να διώκονται από κανέναν. Τότε τι θα κάνανε, στους ίδιους τους πραγματικούς ανθρώπους, αν ήταν ικανοί να επιβάλλονται, βίαια, ο ένας στον άλλο; Το όνειρο, συνεχίζεται. Αυτόματα μεταφέρθηκε έξω από τη τέντα του τσίρκου. Μια περίεργη, άσχημη, μυρουδιά, έφτασε στα ρουθούνια του μικρού αγοριού. Μόνο η τέντα υπήρχε, σ εκείνο το χωράφι. Τα δέντρα βρίσκονταν διάσπαρτα, στα γειτονικά κτήματα. Καμία άλλη κατασκευή, ούτε μακρύτερα, εκεί που έφτανε το μάτι. Κάποιο σπίτι. Καλύβα, μήπως; Τίποτα, τίποτα σου λέω. Ο μικρός περπάτησε ως την είσοδο της τέντας. Ένας σκύλος τον σταμάτησε. Ο Αρτέμιος, έκανε να τον χαϊδέψει. Ο σκύλος, τότε, ενοχλημένος, μίλησε: «Σας γνωρίζω, παρακαλώ; Μου είστε κάτι;». Το μικρό αγόρι ξαφνιάστηκε. «Θέλω απλά να μπω, μέσα». «Αλήθεια, δε ξέρετε, πως τέτοιες χειρονομίες, θεωρούνται παρενόχληση; Αλήθεια, απορώ, τι ανατροφή λάβατε!». Ο σκύλος γύρισε να φύγει, προς το εσωτερικό της πελώριας τέντας. Το αγόρι ακολούθησε τον σκύλο που μιλούσε! Εκείνος απότομα, γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω. «Που πάτε, παρακαλώ;». «Μέσα». «Έχετε εισιτήριο;». «Είμαι ανήλικος».

20 «Τούτο σημαίνει κάτι. Όλοι οι άνθρωποι, ίδιοι είσαστε». «Εγώ αγαπάω τα ζώα», μίλησε αυθόρμητα, το αγόρι. Ο σκύλος με μια μικρή ειρωνεία, στο πρόσωπο, είπε: «Καλά τότε. Περάστε». Το μικρό αγόρι ακολούθησε τον σκύλο, ο οποίος όμως, απότομα, σταμάτησε, γρυλίζοντας. «Τι συμβαίνει;», ρώτησε ο Αρτέμιος. «Πρέπει να πληρώσεις». «Πως έτσι;». «Έτσι!» «Δεν έχω χρήματα», «Τότε θα πρέπει να γελάς, με ότι θα βλέπεις». Το μικρό αγόρι, απλά έμεινε ανέκφραστο. Εξακολουθώντας ν ανοιγοκλείνει μηχανικά, τα βλέφαρα, όπως πάντα, μη δίνοντας σημασία, όσο του ήταν δυνατό να καταλάβει, την τελευταία φράση, του σκύλου-ταμία. Περνώντας στο εσωτερικό, δεν μπορούσε να διακρίνει, πρόσωπα. Άντρες, γυναίκες, παιδιά. Τι ήταν και που κάθονταν, όλοι φορούσαν καπαρντίνες με κουκούλες που κάλυπταν όλο το κεφάλι. Καφέ ανοιχτόχρωμες, σκουρόχρωμες, καπαρντίνες. Ησυχία. Μιλιά. Όλα έδειχναν τόσο πολυτελή. Δεν εννόησε το λόγο. Απλά ετούτη την αίσθηση, δεχόταν. Κάθισε άκρη άκρη, στη μόνη κενή θέση, που βρήκε εμπρός του. Κοίταξε το δάπεδο, στη στρογγυλή, κεντρική, σκηνή. Ήταν ζωγραφισμένος, θαρρείς, ένας τροχός της τύχης, Όσο διέκρινε, διάβαζε ποσά: 2000 ευρώ, 200, 150, 20, 30 κλπ. Όμως ετούτη η ζωγραφιά, δε φαινόταν να έχει μηχανισμό κίνησης. Παραξενεύτηκε. Περίμενε όπως όλοι, εκείνοι, κρυμμένοι στις καπαρντίνες τους. Πρόσωπα είπαμε, δε διέκρινε. Στο μόνο που διέφεραν οι θεατές, ήταν ο όγκος που καταλάμβαναν. Οι φουσκωμένες καπαρντίνες, θα έκρυβαν, παχύσαρκους, πρόλαβε να σκεφτεί, το αγόρι.

21 Αμέσως, έκλεισαν τα φώτα. Ελάχιστα κατόπιν, ακούστηκαν κάποια τοκ τοκ, σα να χτυπούσαν μικρά καρφιά, σε σανίδες, μες το σκοτάδι, που όμως μετακινούνταν! Πλησιάζοντας ο ήχος, στη σκηνή. Περίεργο. Όταν άναψαν τα φώτα, το μικρό αγόρι παρατήρησε στο κέντρο της σκηνής, τη μορφή ενός ρομπότ. Το ύψος του θα ήταν, στο περίπου, 1,75 εκατοστά. Φαινόταν στιβαρό. Κάθε λίγα εκατοστά, απ το λαιμό του και κάτω, φαινόντουσαν κάτι κουτάκια, φωτισμένα ήταν, σα παράθυρα. Στο θώρακα του, στην πλάτη. Στα χέρια. Τα πόδια. Ακόμη και τις πατούσες. Το κεφάλι του ήταν μαύρο. Ησυχία από τους θεατές. Περίεργο. Περίμενε ένα χειροκρότημα. Τίποτα; Καμιά ευγένεια; Σχεδόν αμέσως κατέβηκε από ψηλά, ένα κλουβί, που η διάμετρος του χωρούσε ακριβώς, στις άκρες της στρογγυλής σκηνής. «Πολύ κοντά στο πρόσωπο μου, είναι τούτα τα κάγκελα», σκέφτηκε ενοχλημένος, ο Αρτέμιος. Με θόρυβο, σαν αλυσίδες που σέρνονταν, πλησίασε ένα τούνελ από λυγισμένες σιδεριές, που ενώθηκε με το στρογγυλό κλουβί. Το ρομπότ, στεκόταν ακίνητο. Ακούστηκαν μαστιγώματα, από μακριά, κι ένα μικρό πλήθος από ανθρώπους που εισέρχονταν στη σκηνή, κλαίγοντας μόνο δεν παρακαλούσαν καν, για σωτηρία. Άντρες, γυναίκες. Παιδιά, όχι. Ο Αρτέμιος θυμήθηκε τον σκύλο ταμία, που του είχε αναφέρει, πως χρηματικό αντίτιμο, επί του εισιτηρίου του, ήταν, πως έπρεπε να γελά, βρίσκοντας τη θέση του τελικά. Το θέαμα όμως, δεν του άρεσε για να αισθάνεται χαρούμενος. Όλοι, γύρω του, οι θεατές, με τις καφέ καπαρντίνες και τις κουκούλες, που ούτε διέκρινες πρόσωπα, στέκονταν βουβοί. Περίεργο. Οι άνθρωποι με τον βασανισμένο χαρακτήρα, στον τροχό της τύχης, φορούσαν περίεργα ρούχα, που στα μάτια του

22 μικρού αγοριού, άφηναν μια εικόνα, μόλις ντυμένου, ανθρώπου. Με καθαρά ρούχα. Κάποιος είχε κουρνιάσει στη φέτα, με τα 200 ευρώ, αλλά δέχτηκε μια ηλεκτρική εκκένωση, και πήδησε στη φέτα, των 50. Δυο τρεις άλλοι, άνθρωποι, το είδαν αυτό, και τρέχοντας, πάτησαν στη φέτα, των 20 ευρώ. Το ρομπότ δεν έδωσε σημασία. Τώρα κυνηγούσε γύρω γύρω, καμιά δεκαριά άλλους, άντρες και γυναίκες, που κάθε τόσο έστρεφαν πίσω, κοιτώντας προς την άκρη των χεριών του ηλεκτρονικού διώκτη τους, ποιον θα επέλεγε να κεραυνοβολήσει, πρώτο. Ξαφνικά το ρομπότ, σταμάτησε. Οι κυνηγημένοι πλησίασαν τη φέτα με τα 20 ευρώ, μα το ρομπότ γέλασε άγρια. Προκαλώντας τους, τρομερό φόβο. Τα φώτα έσβησαν ξανά. Η ησυχία δεν ήταν ως αντοχή, εφικτή. Άκουγες κλάματα. Μαστιγώματα τώρα. Ξανά λυγμοί. Ο χώρος έλαμψε από τρεις προβολείς, από ψηλά. Ο καθένας τους φώτιζε έναν συγκεκριμένο κρίκο, που κρεμόταν από ψηλά. Το ρομπότ, πλησίασε τον άντρα που καθόταν στην φέτα των 50 ευρώ. Τον σήκωσε από τον γιακά, βίαια, μετακινώντας τον κοντά στον ένα κρίκο. Του έκανε νόημα να περάσει από μέσα. Έπρεπε όμως να πηδήξει ψηλότερα απ όσο αρχικά υπολόγιζε, πως μπορούσε, γιατί δεν τα κατάφερε, χτυπώντας το πρόσωπο του στον κρίκο. Το ρομπότ σφύριξε διαπεραστικά. Ο άντρας πραγματοποίησε μια δεύτερη προσπάθεια, περνώντας μέσα από τον κρίκο, με μια σχετική άνεση. Μερικοί από τους άλλους βασανισμένους, στη σκηνή, προθυμοποιήθηκαν από μόνοι τους, σχηματίζοντας τρεις ομάδες όσοι κι οι κρίκοι. «Δεν σ ακούω να γελάς», αισθάνθηκε τον σκύλο ταμία, ο Αρτέμιος, δίπλα του. Μα το παιδί ήταν σαστισμένο. «Πέρασε έξω», γρύλισε στο αγόρι, το οποίο, απρόθυμα, σηκώθηκε. Με λύπη, κίνησε προς την έξοδο. Ακούστηκε πίσω του ένα σούσουρο. Έστρεψε και κοίταξε: οι καπαρντίνες είχαν

23 πέσει. Οι θεατές ήταν διάφορα είδη ζώων, με πληγές όμως, πάνω τους. Τα είδε που πετούσαν κάτι πλαστικές λουρίδες στη σκηνή. Τώρα οι άνθρωποι φώναζαν για έλεος, όμως οι φωνές τους πνίγονταν από το θόρυβο που παρήγε το ρομπότ, που θύμιζε ήχο μηχανών. Όπως εκείνες που άλεθαν αγροτικά προϊόντα, ή σώματα ζώων. Ο Αρτέμιος δεν εννοούσε, ακριβώς. Δεν θυμόταν, καλύτερα. Ξύπνησε ιδρωμένος. Δεν ήξερε που βρισκόταν. Σα να χε ενωθεί ο φανταστικός χώρος, με τον τωρινό, τον ανθρώπινο! Ξημερώματα, (τρίτης;). Ξαφνικά, του γεννήθηκε μια αποστροφή για κρεατοφαγία. Θυμήθηκε τον θείο του, που ήταν χορτοφάγος, και μόλις του γεννήθηκε η τρελή ιδέα, μήπως ο συγγενής του, είχε δει στ αλήθεια ένα θέαμα όπως αυτό που συνάντησε ο μικρός, στον ύπνο του, επομένως γνώρισε όλη τη φρίκη. Μήπως έπρεπε να μιλήσει στη μαμά του γι αυτό, το πρωί; Ακόμη κι αν θα τον αποπάρει. Χρειαζόταν εξηγήσεις. 8 Απρίλη. Τρίτη επομένως. Πρωί. Όλη αυτή την εβδομάδα η τάξη του, είχε συνεχώς, απογευματινή βάρδια. Τι να έκανε τώρα, ο θείος του; Ίσως εκείνος, του έλυνε την παρεξήγηση πιθανόν, που χε γεννηθεί μες το μικρό κεφάλι. Λίγο μετά τις εννιά. Μετά τα του μπάνιου, μετακινήθηκε ορεξάτος, στην κουζίνα. Η μάνα του έλειπε από εκεί. Θα ναι κάπου αλλού, συλλογίστηκε πρόχειρα, το μικρό αγόρι. Ο καιρός είχε φορέσει τα καλά του. Ευτυχώς τουλάχιστον, η μητέρα του δεν ανήκε στον τύπο γυναικών, παρατάει σπίτι, ανήλικα, βγαίνοντας ακόμη και για τα απαραίτητα ψώνια. Πως πεινά Έχει και να διαβάσει. Ξανά άλλο ένα χαμένο απόγευμα. Ανοιξιάτικο. Φορές δεν του άρεσε να παρατηρεί από το

24 παράθυρο της τάξης, να δύει ο ήλιος, ανεκμετάλλευτος. Σα να τονώθηκε τελευταία, η ζωντάνια του. «Πόσο», θα απορούσε η συνομήλικη φίλη του, Ουρανία, κι αμέσως θα έβαζε τα γέλια. Πόσο ακόμη, ναι, χαμογελά μ ετούτη τη σκέψη. Το παίζει νοικοκύρης: Φέτες τετράγωνο ψωμί, κασέρι, ντομάτα. Πρόσεχε τα δάκτυλα σου! Κανείς δεν κοιτά. Πίνει ένα ποτήρι γάλα, το ξεπλένει στον νεροχύτη, κι αμέσως αντικαθιστά το κενό, με χυμό πορτοκάλι. Πάνω που κάθεται, εισέρχεται η μάνα του, η οποία φτερνίζεται δυνατά. Το παιδί χαμογελά. «Καλημέρα. Κάποιος μ έτρωγε πάλι», του ανταποδίδει το χαρούμενο μορφασμό, κουνώντας τη μύτη της. «Μήπως ξύπνησες απότομα, τον μπαμπά;», την πειράζει. «Μπα, είναι μαθημένος, αυτός». «Μαμά». «Ναι, παιδί μου». «Ο θείος τι κάνει τώρα;». «Δουλεύει». «Κάτι τον ήθελα». «Επείγει;». «Όχι, όχι», μασουλά πιο γρήγορα, τώρα. «Μην τον ενοχλείς συνεχώς», του γκρινιάζει. «Γιατί;». βλέμμα όλο άγνοια. «Γιατί! Γιατί, Αρτέμιε,..έ τώρα». «Δεν είσαι πολύ κοινωνική. Έτσι κάνουν όλες οι γυναίκες». «Αυτά σου λέει ο θείος σου;» προσπαθεί να του χαμογελάσει, τοποθετώντας κάθε παλάμη, στη μέση της. «Ευτυχώς που δεν έχω αδέλφια», της αποκρίνεται. «Γιατί;». «Για να μη μάθω μεγαλώνοντας, να τα μισώ», την αποστομώνει. Αυτή σαστίζει.

25 «Έλα πολλά λες! Για πρωί», συγκρατεί τον εαυτό της, μες σε μια αμηχανία. «Σου χω πει, γάλα με χυμό, δεν ανακατεύονται», του μιλά αυστηρά. «Παρεξήγησες». «Εγώ σε γέννησα». «Μάλλον», της χαμογελά, με χαμηλωμένο κεφάλι και βλέμμα προσηλωμένο στο πρωινό. -παύση- «Πάμε να περπατήσουμε;», τον ρωτά. «Έχω διάβασμα», απαντά μπουκωμένος. «Έ; έ, καλά. Εντάξει. Άλλη φορά». Κάτι σκαλίζει στα ράφια. «Και μην ενοχλείς τον θείο σου, σε παρακαλώ», στρέφει ξαφνικά, πίσω, το κεφάλι της. «Γιατί;» «Γιατί! Έτσι. Έχει τα δικά του», μιλά βιαστικά. «Φάε και διάβασμα, έ;». Του χαϊδεύει το πάνω μέρος της κεφαλής, μα ο Αρτέμιος δεν αντιδρά. Η μητέρα αλλάζει δωμάτιο. Ο μικρός σηκώνεται. Ανοίγει την μπαλκονόπορτα. Γεύεται τον δροσερό αέρα. «Σιχαίνομαι την κλεισούρα», εξωτερικεύει αυτόματα. Αμέσως συλλογίζεται αν θα καταφέρει να φύγει νωρίτερα για το σχολείο, ώστε να τηλεφωνήσει του θείου. Θα δούμε. Η ώρα έφτασε. Στο καρτοτηλέφωνο. «Έλα θείο» -χαμόγελο στην άλλη άκρη της γραμμής. «Αρτέμιε, φίλε». «Δουλεύεις;». «Λέω».

26 «Ενοχλώ;». «Ποτέ», εξακολουθεί το χαμόγελο. Η καλή διάθεση. «Δεν είσαι στο σχολείο;». «Έ, κι εσύ, τώρα!». «Πλάκα σου κάνω», τον πειράζει ο θείος. «Για πες, ήθελες κάτι;». «Τα καταπιεστικά της μάνας μου. Νομίζω δεν σε συμπαθεί, στ αλήθεια», αποκαλυπτικός ο λόγος, του μικρού αγοριού. «Μπα, γιατί αυτό;», δεν δίνει σημασία, ο συγγενής, ο μεγαλύτερος στην ηλικία. «Με κάποιο τρόπο, νομίζω πως η μαμά, θέλει να σ αφήσει να βρεις τον δρόμο σου. Τουλάχιστον έτσι συζητά με τον μπαμπά». «Γιατί τον είχα χάσει;». Γέλια. «Δεν ξέρω», γκρινιάζει ο ανιψιός. «Ψάχνω ακόμα, έ; Το περίφημο νόημα της ζωής. Πολύ ωραία. Τέλος πάντων, Αρτέμιε παιδί μου. Εσύ να θυμάσαι ότι οι γονείς σου είναι νέοι ακόμα. Υπήρξαν προσωπικότητες με όνειρα». «Υπήρξαν», «Έ, φαντάζομαι κι εγώ». «Δεν καταλαβαίνεις από τέτοια, εσύ, θείο. Ενοχλώ;». «Όχι, είπαμε», -χαμόγελο. «Σίγουρα;». «Έλα πες. Έχεις και σχολείο». «Έ; Σωστά, ναι. Λοιπόν, είχα έναν εφιάλτη τη νύχτα, και το συνδύασα με την δική σου αποστροφή, θείο, σχετικά με τον εφιάλτη του ξεπαστρέματος των ζώων, για να γίνουν τροφή». «Πιο γρήγορα», παρακινεί ο ενήλικας. «Που δεν τρως κρέας, εννοώ. Και τι θα κάμανε τα ζώα, αν είχαν μιλιά ή νου, για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους». «Θέληση θες να πεις», τον διορθώνει. «Δεν ξέρω, θείο, για θέληση. Θαρρώ, οι άνθρωποι δεν βασανίστηκαν ποτέ, γι αυτό θυμώνουν με τα ζώα».

27 «Που είναι ελεύθερα και δεν πληρώνουν φόρους. Τον αδύναμο, να θυμάσαι, πάντα, ανιψιέ, τον πατάνε, όπως και να χει. Εσύ όμως, Αρτέμιε, να θυμάσαι μεγαλώνοντας, πως θα αλλάξεις, για το καλό σου όμως, πάντα. Έλα τώρα. Ώρα να πας για μάθημα. Θ αργήσεις. Και μην επηρεάζεσαι τόσο. Σκέψου κάθε τι, θετικά». «Θα πάμε για μπάσκετ, καμιά μέρα;». «Θα τηλεφωνηθούμε». «Γεια». «Καλό μάθημα». Κι όμως ήταν, τόσο ζωντανός ο θρήνος των ανθρώπων, στο όνειρο. Εκεί, μες τον κύκλο, στην τέντα του τσίρκου, σκέπτεται το μικρό αγόρι, βαδίζοντας προς το σχολείο. Μυρίζοντας τη φύση στα πεζοδρόμια. Ίσως η μάνα του, οι ίδιοι οι ενήλικοι να είναι θύμα ενός κρυφού πόνου, που δεν συζητούν ποτέ. Απλά επιβιώνουν. Χαμογελάνε ψεύτικα. Πουλάνε ωριμότητα. Κλπ κλπ. «Θαρρώ θα αργήσω». Ίσως θα πρεπε να κάμουν κανένα δημοψήφισμα, για μαράζια που δεν πρέπει να δίνεις σημασία: να θέλει ο χ συγγενής, να ελέγχει με ψυχολογικό πόλεμο, τον ψ, συγγενή. Έστω και ανοήτως. Μα είναι τόσο ωραία η Άνοιξη, που τέτοιοι πρόχειροι, ψυχροί πόλεμοι, περνάνε στο ντούκου. Θαρρώ οι άνθρωποι ζηλεύουν, να μην μπορούν να είναι εξωγήινοι, να χουν διάφορα σώματα, καθένας, με διάφορες ιδιότητες. Μήπως και ζήσουν ως άλλο άτομο, ότι το άλλο άτομο, αρνείται. Εξακολουθεί να γυροφέρνει μες το νου, τούτες τις τρεις παραγράφους, ο θείος. Στην δουλειά του, στην εφημερίδα. Κοιτά έξω από το δωμάτιο-γραφείο του, τα κτίρια. Η μεγάλη τζαμαρία, που ναι σαν αόρατος φελλός,