Ο ΗΓΙΑ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΠΟΥ ΕΚ Ι ΕΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 60(3) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΗΜΕΥΣΗΣ ΕΣΟ ΩΝ ΑΠΟ



Σχετικά έγγραφα
Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 3742,

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2007 ΕΩΣ 2014

Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΣΤΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ιάταγµα δυνάµει των άρθρων 4 και 5

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4112, 16/2/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕ ΕΡΓΑΣΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ(ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΔΥΣΜΕΝΟΥΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ)ΝΟΜΟ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ Π.Δ.Σ.

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4089, 28/7/2006

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3850, 30/4/2004 Ο ΠΕΡΙ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ (ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΛΙΑΝΙΚΗΣ ΠΩΛΗΣΗΣ ΣΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ Ερωτήσεις & Απαντήσεις που αφορούν τη Λειτουργία του Σχεδίου

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4158, 11/4/2008 NOMOΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 7ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1997 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

ΝΟΜΟΣΧΕ ΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

"Ο ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ (ΠΑΡΑΧΑΡΑΞΗ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004" (α) εναρµόνισης µε τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας µε τίτλο-

ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ

Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΟ ΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟ ΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2007

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4633,

196(I) του (I) του 2013.

Use of this document is subject to the agreed Terms and Conditions and it is protected by digitally embedded signatures against unauthorized use

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Ο ΠΕΡΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟ ΟΤΟΥΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΡΓΟ ΟΤΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΠΟΥ ΙΕΠΟΥΝ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ Ή ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2000

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 14ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1997 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4404,

Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΟ ΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟ ΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2007

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4136, 25/7/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΛΙΜΑΝΙΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ

Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (Ν.

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4214, 24/7/2009 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2003 Ν.122(Ι)/2003 (25/07/2003) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΑΡΑΠΟΝΩΝ Κ.Δ.Π. 570/2005 (16/12/2005)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4154, 31/12/2007 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2007

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2003 Ν.122(Ι)/2003 ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 31(1) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΧΡΕΩΣΗΣ ΔΙΑΤΙΜΗΣΕΩΝ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3851, 30/4/2004 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4085, 28/4/2006

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 9ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1996 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3679, 31/1/2003 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩ ΙΚΑ

O ΗΓΙΑ ΠΟΥ ΡΥΘΜΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΧΡΗΜΑΤΩΝ Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2002

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4289, 29/7/2011 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΓΡΑΦΕΙΩΝ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΝΟΜΟ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4359, (Ι)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟ ΠΕΡΙ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΗΜΑΝΣΗΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΜΕΤΑΛΛΑ ΝΟΜΟ

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΛΩΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΩΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3601, 10/5/2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4118, 21/3/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΝ

Ο ΠΕΡΙ ΑΘΕΜΙΤΗΣ ΚΤΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΟΥ ΟΦΕΛΟΥΣ ΑΠΟ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΥΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3852, 30/4/2004

Αριθµός 57(Ι) του 1992 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΙΚΑΣΘΕΝΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΣΕ ΚΕΝΤΡΑ ΑΠΟΤΟΞΙΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΕΞΑΡΤΗΣΗΣ

Use of this document is subject to the agreed Terms and Conditions and it is protected by digitally embedded signatures against unauthorized use

Prevention of Money Laundering and Terrorist Financing

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ - ΜΕΡΟΣ Ι

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4456,

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ (ΚΑΠ)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3649, 1/11/2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3851, 30/4/2004

Ο περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος του 2007 (188(I)/2007) Προοίμιο

E.E. Παρ. 1(1) 1302 Ν. 75(Ι)/97 Αρ. 3170,

Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΣΤΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Διάταγμα δυνάμει των άρθρων 4 και 5

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4271, 25/2/2011

ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΩΝ. Σύναψη σύμβασης παροχής πιστώσεων για χρηματιστηριακές συναλλαγές

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3401, 7/4/2000

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ - ΜΕΡΟΣ Ι. Αριθμός 4118 Τετάρτη, 21 Μαρτίου

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3955, 18/2/2005

Ν. 216(I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ (ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΣΥΝΔΙΑΛΕΞΕΩΝ) ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1996

ΟΔΗΓΟΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗΣ / ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΜΕΤΟΧΩΝ ΣΤΗ ΡΥΘΜΙΖΟΜΕΝΗ ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3449, 17/11/2000

ΠΡΟΣΟΧΗ: Παρακαλείσθε όπως διαβάσετε προσεκτικά τις επεξηγηματικές σημειώσεις πριν συμπληρώσετε τη Δήλωση αυτή. Στοιχεία Νομικού Προσώπου

«O περί Εταιρειών (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Νόµος του 2015» ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΕΙΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4259, 19/11/2010

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3414, 23/6/2000

Τοποθέτηση χαρτονομισμάτων, επιτόπιων και ξένων, σε λογαριασμό πληρωμών.

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4102, 15/12/2006

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

(ui) (iv) E.E:, Παρ. I, 1883 Ν. 199/91 Αρ. 2646,

Ο περί Καταστολής του Εγκλήματος (Ελεγχόμενη Παράδοση και Άλλες Ειδικές Διατάξεις) Νόμος του 1995 (3(I)/1995) Συνοπτικός τίτλος

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3822, 19/3/2004 Ο ΠΕΡΙ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΤΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ «ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥΣ ΕΛΕΓΚΤΕΣ ΤΡΑΠΕΖΩΝ» ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012

ΟΔΗΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ Π.Δ.Σ.

E.E., Παρ. I, Αρ. 2659,

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1985 ΜΕΧΡΙ (ΑΡ. 3) ΤΟΥ 2012

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

3(I)/2016 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2011 ΕΩΣ Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4010, 8/7/2005.Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2005

ΟΔΗΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ Π.Δ.Σ.

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως: Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:

ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ. Ο περί Εταιρειών Νόμος (ΚΕΦ.113)

ΟΔΗΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ Π.Δ.Σ.

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ Ο ΠΕΡΙ ΤΕΛΟΥΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ΣΕ ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2013

ΤΜΗΜΑ ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ, ΕΜΠΟΡΙΟΥ,

Ανακοίνωση. Επισυνάπτεται ανακοίνωση. 0117/ /el Ανακοινώσεις Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Cyprus Securities and Exchange Commision CySEC

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3513, 13/7/2001

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΟΔΗΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ Π.Δ.Σ.

ΟΔΗΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ Π.Δ.Σ.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΕΛΤΙΟ

Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΣΤΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ιάταγµα δυνάµει των άρθρων 4 και 5

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4271, 25/2/2011 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ, ΤΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3851, 30/4/2004 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ (Ε.Π.Ε.Υ.) ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2002 ΕΩΣ 2004

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ EMBAΣΜΑΤΩΝ SWIFT

Transcript:

Ο ΗΓΙΑ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΠΟΥ ΕΚ Ι ΕΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 60(3) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΗΜΕΥΣΗΣ ΕΣΟ ΩΝ ΑΠΟ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1996 ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ: (A)ΤΙΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΕΣ ΠΡΟΣ ΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΠΕΛΑΤΩΝ (Β)ΤΙΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΕΣ ΤΗΡΗΣΗΣ ΑΡΧΕΙΟΥ (Γ)ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΥΠΟΠΤΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ( )ΤΟ ΙΟΡΙΣΜΟ, ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΕΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΥΠΟΠΤΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ (Ε)ΤΗΝ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1999

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Ο ΠΕΡΙ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΗΜΕΥΣΗΣ ΕΣΟ ΩΝ ΑΠΟ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1996 1 ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΠΡΟΝΟΙΕΣ 1.1 Σκοποί 1.2 Καθορισµένα αδικήµατα 1.3 Αδικήµατα συγκάλυψης (ή ξεπλύµατος παράνοµου χρήµατος) 1.4 Γενεσιουργά αδικήµατα 1.5 Παράλειψη αποκάλυψης πληροφοριών 1.6 Αποκάλυψη εµπιστευτικών πληροφοριών 1.7 Χρηµατοοικονοµικές δραστηριότητες 1.8 ιαδικασίες για παρεµπόδιση ξεπλύµατος παράνοµου χρήµατος 1.9 Εποπτικές αρχές 1.10 ιατάγµατα δήµευσης 1.11 ιατάγµατα παγοποίησης και επιβάρυνσης 1.12 ιατάγµατα αποκάλυψης πληροφοριών 1.13 Επίδοση διαταγµάτων σε εποπτικές αρχές 1

. Ο ΗΓΙA ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΟΥ ΕΚ Ι ΕΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 60(3) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΗΜΕΥΣΗΣ ΕΣΟ ΩΝ ΑΠΟ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1996 2 ΙΑ ΙΚΑΣΙΕΣ ΠΡΟΣ ΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΠΕΛΑΤΩΝ 2.1 Εισαγωγή 2.2 Πελάτες που είναι µόνιµοι κάτοικοι Κύπρου 2.3 Πελάτες που είναι µη µόνιµοι κάτοικοι Κύπρου 2.4 Λογαριασµοί σωµατείων, συνδέσµων και φιλανθρωπικών οργανισµών 2.5 Λογαριασµοί οργανισµών προσώπων χωρίς νοµική προσωπικότητα 2.6 Λογαριασµοί οργανισµών προσώπων µε νοµική προσωπικότητα (εταιρείες) 2.7 Λογαριασµοί εταιρειών µε µετοχές στον κοµιστή 2.8 Λογαριασµοί στο όνοµα εµπιστευµατοδόχων ή πληρεξούσιων τρίτων ατόµων. 2.9 Παροχή υπηρεσιών ασφαλούς φύλαξης/ ενοικίασης τραπεζικών θυρίδων 3 ΙΑ ΙΚΑΣΙΕΣ ΤΗΡΗΣΗΣ ΑΡΧΕΙΟΥ 3.1 Εισαγωγή 3.2 Στοιχεία προσδιορισµού ταυτότητας πελατών 3.3 Μορφή των στοιχείων 3.4 Εµβάσµατα χρηµάτων 2

4 ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΥΠΟΠΤΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ 4.1 Αναγνώριση υπόπτων συναλλαγών 4.2 Παραδείγµατα υπόπτων συναλλαγών 4.3 Προειδοποιητικά σηµεία και παραδείγµατα χαρακτηριστικής συµπεριφοράς πελατών τραπεζών που είναι αναµιγµένοι σε ξέπλυµα παράνοµου χρήµατος παραδείγµατα υπόπτων συναλλαγών 4.4 Υποβολή καταστάσεων στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου 5 ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ ΙΑ ΙΚΑΣΙΕΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΥΠΟΠΤΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ 5.1 Εισαγωγή 5.2 ιορισµός Λειτουργού Συµµόρφωσης 5.3 Καθήκοντα Λειτουργού Συµµόρφωσης 5.4 Εσωτερικές οργανωτικές διαδικασίες 5.5 ιαδικασίες αποκάλυψης πληροφοριών 5.6 Συνεργασία µε τη Μονάδα Καταπολέµησης Αδικηµάτων Συγκάλυψης («ΜΟΚΑΣ») 6 ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ 3

7. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Παράρτηµα 1: Παραδείγµατα υπόπτων συναλλαγών Παράρτηµα 2: Κατάσταση Σηµαντικών Πράξεων σε Μετρητά και ιακίνησης Χρηµάτων (Έντυπο και Επεξηγηµατικές Σηµειώσεις) Παράρτηµα 3: Εσωτερική Έκθεση Αναφοράς Υποψιών για Ξέπλυµα Παράνοµου Χρήµατος Παράρτηµα 4: Εσωτερική Έκθεση Αξιολόγησης Υποψίας αναφορικά µε το Ξέπλυµα Παράνοµου Χρήµατος Παράρτηµα 5: Έκθεση του Λειτουργού Συµµόρφωσης προς τη Μονάδα Καταπολέµησης Αδικηµάτων Συγκάλυψης 4

I. Ο ΠΕΡΙ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΗΜΕΥΣΗΣ ΕΣΟ ΩΝ ΑΠΟ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΝΟΜΟΣ (ΝΟΜΟΣ 61(Ι) ΤΟΥ 1996) 1. ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΠΡΟΝΟΙΕΣ 1.1 Σκοποί Οι κυριότεροι σκοποί του Νόµου 61(Ι) του 1996 (που στο εξής θα αναφέρεται ως ο Νόµος ) είναι ο ορισµός και η ποινικοποίηση του ξεπλύµατος χρήµατος που προέρχεται από όλες τις σοβαρές εγκληµατικές πράξεις και η δήµευση τέτοιων εσόδων ούτως ώστε να αποστερούνται οι εγκληµατίες από τα κέρδη των παράνοµων πράξεων τους. Με τη θέσπιση του νέου Νόµου, ο περί ήµευσης Εσόδων από Παράνοµη ιακίνηση Ναρκωτικών Φαρµάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόµος του 1992 (Νόµος 39(Ι) του 1992), που ποινικοποιούσε µόνο το ξέπλυµα παράνοµου χρήµατος από τη διακίνηση ναρκωτικών, καταργήθηκε αφού όλες οι κύριες πρόνοιες του εν λόγω νόµου έχουν ενσωµατωθεί στην καινούρια νοµοθεσία. Οι κυριότερες πρόνοιες του νέου Νόµου που ενδιαφέρουν άµεσα τις τράπεζες και το προσωπικό τους είναι οι ακόλουθες: 1.2 Καθορισµένα αδικήµατα (Άρθρο (3) του Νόµου) Ο νόµος εφαρµόζεται σε σχέση µε αδικήµατα που καλούνται καθορισµένα αδικήµατα και τα οποία περιλαµβάνουν: (α) (β) αδικήµατα συγκάλυψης, και γενεσιουργά αδικήµατα. 1.3 Αδικήµατα συγκάλυψης (ή ξεπλύµατος παράνοµου χρήµατος) (Άρθρο (4) του Νόµου) Σύµφωνα µε το Νόµο, κάθε πρόσωπο το οποίο ενώ γνωρίζει, ή όφειλε να γνωρίζει ότι οποιασδήποτε µορφής περιουσία αποτελεί έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήµατος προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις πιο κάτω ενέργειες είναι ένοχο αδικήµατος: 5

(α) µετατρέπει, µεταβιβάζει, η µετακινεί τέτοια περιουσία µε σκοπό να αποκρύψει ή, να συγκαλύψει την παράνοµη προέλευση της ή να παράσχει µε οποιονδήποτε τρόπο βοήθεια σε πρόσωπο το οποίο είναι αναµιγµένο στη διάπραξη του γενεσιουργού αδικήµατος για να προβεί το πρόσωπο αυτό σε οποιαδήποτε από τις πιο πάνω πράξεις και ενέργειες ή άλλως ενεργεί για να αποφύγει τις νοµικές συνέπειες των πράξεων και ενεργειών του, (β) αποκρύπτει ή συγκαλύπτει την αληθή φύση, την πηγή, τον τόπο, τη διάθεση, την κίνηση, τα δικαιώµατα σε σχέση µε περιουσία ή µε τη κυριότητα αυτή, (γ) αποκτά, κατέχει ή χρησιµοποιεί τέτοια περιουσία, (δ) συµµετέχει, συµπράττει, συνεργάζεται, συνωµοτεί για να διαπραχθεί, ή αποπειράται να διαπράξει και παρέχει συνδροµή και βοήθεια, καθοδήγηση ή συµβουλή στη διάπραξη οποιωνδήποτε από τα αδικήµατα που αναφέρονται πιο πάνω, (ε) παρέχει πληροφορίες σχετικά µε έρευνες που γίνονται για συγκάλυψη εσόδων γενεσιουργού αδικήµατος µε σκοπό να δυνηθεί το πρόσωπο που αποκόµισε όφελος από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήµατος να διατηρήσει τα έσοδα ή τον έλεγχο των εσόδων από τη διάπραξη του εν λόγω αδικήµατος. ιάπραξη των πιο πάνω αδικηµάτων τιµωρείται µε φυλάκιση δεκατεσσάρων (14) χρόνων ή µε χρηµατικό πρόστιµο ή και µε τις δύο αυτές ποινές για την περίπτωση που κάποιο πρόσωπο γνωρίζει ότι η περιουσία αποτελεί έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήµατος ή µε φυλάκιση πέντε (5) χρόνων ή χρηµατικό πρόστιµο ή και µε τις δύο αυτές ποινές στην περίπτωση που όφειλε να γνωρίζει. Σύµφωνα µε το άρθρο (26) του Νόµου, σε ποινική διαδικασία σχετικά µε τη διάπραξη αδικήµατος παροχής βοήθειας για ξέπλυµα παράνοµου χρήµατος αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούµενο αν αποδείξει ότι σκόπευε να αποκαλύψει σε αστυνοµικό ή στη Μονάδα Καταπολέµησης Αδικηµάτων Συγκάλυψης (που στο εξής θα αναφέρεται ως ΜΟΚΑΣ ) την υποψία ή την πεποίθηση του ότι η συµφωνία ή διευθέτηση σχετιζόταν µε έσοδα από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήµατος και ότι η 6

παράλειψη να αποκαλύψει τα γεγονότα οφείλονταν σε λογική αιτία. Επίσης, σύµφωνα µε το άρθρο (26) του Νόµου, οποιαδήποτε τέτοια αποκάλυψη δεν λογίζεται ως παραβίαση οποιουδήποτε συµβατικού περιορισµού στην αποκάλυψη πληροφοριών που έχουν οι τράπεζες έναντι των πελατών τους. Στην περίπτωση υπαλλήλων που εργοδοτούνται από πρόσωπο που οι εργασίες του εποπτεύονται από µια από τις εποπτικές αρχές οι οποίες εγκαθιδρύονται βάσει του άρθρου (60) αναγνωρίζεται ότι η αποκάλυψη µπορεί να γίνει στο αρµόδιο πρόσωπο (δηλαδή στο Λειτουργό Συµµόρφωσης) σύµφωνα µε την καθορισµένη εσωτερική διαδικασία και ότι τέτοια αποκάλυψη θα έχει την ίδια συνέπεια όπως η αποκάλυψη που γίνεται σε αστυνοµικό ή τη ΜΟΚΑΣ. 1.4 Γενεσιουργά αδικήµατα (Άρθρο (5) του Νόµου) Ποινικά αδικήµατα ως αποτέλεσµα των οποίων προήλθαν έσοδα που µπορεί να αποτελέσουν αδίκηµα ξεπλύµατος παράνοµου χρήµατος όπως καθορίζεται πιο πάνω, είναι τα ακόλουθα: (α) φόνος εκ προµελέτης, (β) αδίκηµα διακίνησης ναρκωτικών, (γ) αδικήµατα σχετικά µε παράνοµη εισαγωγή, εξαγωγή, εµπορία, κατοχή, µεταφορά και διακίνηση όπλων και πυροµαχικών, (δ) αδικήµατα σχετικά µε την εισαγωγή, εξαγωγή, αγορά, πώληση, διάθεση, κατοχή, µεταφορά κλοπιµαίων αντικειµένων, έργων τέχνης, αρχαιοτήτων, δειγµάτων πολιτιστικής κληρονοµιάς, (ε) απαγωγή ανηλίκου ή νοητικά καθυστερηµένου ατόµου ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου ενάντια στη θέληση του για οποιονδήποτε παράνοµο σκοπό, (στ)απόσπαση χρηµάτων ή περιουσίας οποιασδήποτε µορφής µε τη χρήση ή απειλή χρήσης βίας ή άλλη παράνοµη πράξη ή ενέργεια. (ζ) αδικήµατα κατά παράβαση των διατάξεων του περί της Σύµβασης για Φυσική Προστασία του Πυρηνικού Υλικού (Κυρωτικός και Άλλες ιατάξεις) Νόµου του 1998, 7

(η) αδικήµατα κατά παράβαση των διατάξεων του περί της Σύµβασης για την Απαγόρευση των Χηµικών Όπλων (Κυρωτικού) Νόµου του 1998, (θ) απόπειρα φόνου, (ι) αποζείν από κέρδη πορνείας και αδικήµατα σχετικά µε την προαγωγή και διαφθορά γυναικών και ανηλίκων, (ια) αδικήµατα σχετικά µε τη διαφθορά υπαλλήλων του δηµόσιου ή ιδιωτικού τοµέα. Για σκοπούς αδικηµάτων ξεπλύµατος παράνοµου χρήµατος, δεν έχει καµία σηµασία κατά πόσον το γενεσιουργό αδίκηµα υπόκειται ή όχι στη δικαιοδοσία των Κυπριακών ικαστηρίων (Άρθρο 4(2) του Νόµου). 1.5 Παράλειψη αποκάλυψης πληροφοριών (Άρθρο (27) του Νόµου) Αποτελεί αδίκηµα για οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο κατά τη διάρκεια της απασχόλησης, επαγγέλµατος ή επιχείρησής του αποκτά πληροφορίες µε τις οποίες δηµιουργεί γνώση ή εύλογη υποψία ότι άλλο πρόσωπο ενέχεται σε ξέπλυµα παράνοµου χρήµατος, εάν δεν αποκαλύψει αυτές τις πληροφορίες, µόλις είναι ευλόγως δυνατό, µετά που περιέρχονται στην αντίληψη του σε αστυνοµικό ή στη ΜΟΚΑΣ. Παράλειψη αποκάλυψης πληροφοριών κάτω από αυτά τα γεγονότα τιµωρείται µε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) χρόνια ή µε χρηµατικό πρόστιµο που δεν υπερβαίνει τις ΛΚ3.000 (τρεις χιλιάδες λίρες) ή και τις δύο ποινές µαζί. 1.6 Αποκάλυψη εµπιστευτικών πληροφοριών ( Tipping off ) (Άρθρο (48) του Νόµου) Πέραν από το αδίκηµα (ε) που αναφέρεται στην παράγραφο των αδικηµάτων συγκάλυψης (ή ξεπλύµατος παράνοµου χρήµατος) πιο πάνω, αποτελεί επίσης αδίκηµα η αποκάλυψη σε πρόσωπο για το οποίο υπάρχει υποψία για ξέπλυµα παράνοµου χρήµατος ή σε άλλο τρίτο πρόσωπο ότι διεξάγονται ανακρίσεις και έρευνες για διάπραξη αδικηµάτων συγκάλυψης (ή ξεπλύµατος). Η αποκάλυψη τέτοιων εµπιστευτικών πληροφοριών δύναται να παρεµποδίσει ή επηρεάσει 8

δυσµενώς τις διεξαγόµενες ανακρίσεις και έρευνες και πρόσωπο το οποίο διαπράττει τέτοιο αδίκηµα υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) χρόνια. 1.7 Χρηµατοοικονοµικές δραστηριότητες (Άρθρο (61) του Νόµου) Ο Νόµος αναγνωρίζει το σηµαντικό ρόλο του χρηµατοοικονοµικού τοµέα για την πρόληψη και αποτελεσµατική παρεµπόδιση δραστηριοτήτων ξεπλύµατος παράνοµου χρήµατος και θέτει επιπρόσθετες διοικητικές υποχρεώσεις σε όλους τους οργανισµούς, συµπεριλαµβανοµένων και των τραπεζών, που ασχολούνται µε χρηµατοοικονοµικές δραστηριότητες και οι οποίες, όπως ορίζεται από το Νόµο, περιλαµβάνουν τα πιο κάτω: 1. Αποδοχή καταθέσεων από το κοινό, 2. ανεισµός χρηµάτων στο κοινό, 3. Χρηµατοδοτική µίσθωση, περιλαµβανοµένης και χρηµατοδότησης µε ενοικιαγορά 4. Υπηρεσίες διακίνησης χρηµάτων, 5. Έκδοση και διαχείριση µέσων πληρωµής, όπως πιστωτικές κάρτες, ταξιδιωτικές επιταγές και επιταγές τραπεζίτη, 6. Έκδοση εγγυήσεων και ανάληψη υποχρεώσεων, 7. ιεξαγωγή συναλλαγών για ίδιο λογαριασµό ή για λογαριασµό άλλου προσώπου που έχουν σχέση µε: (α) (β) (γ) (δ) αξίες ή τίτλους της χρηµαταγοράς περιλαµβανοµένων επιταγών, συναλλαγµατικών γραµµατίων και οµόλογα καταθέσεων, ξένο συνάλλαγµα, προθεσµιακούς χρηµατοδοτικούς τίτλους ή τίτλους µε δικαίωµα επιλογής (options), τίτλους που αφορούν συνάλλαγµα και επιτόκια, 9

(ε) αξιόγραφα. 8. Συµµετοχή σε εκδόσεις αξιογράφων και παροχή συναφών υπηρεσιών. 9. Παροχή συµβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά µε τη διάρθρωση του κεφαλαίου, τη βιοµηχανική στρατηγική και συναφή θέµατα και παροχή συµβουλών καθώς και υπηρεσιών στον τοµέα της συγχώνευσης και της αγοράς επιχειρήσεων. 10. ιαµεσολάβηση στη χρηµαταγορά. 11. Επενδυτικές υπηρεσίες, περιλαµβανοµένων της εµπορίας και διευθέτησης εµπορίας επενδύσεων, της διαχείρισης επενδύσεων, των συµβουλών για επενδύσεις και της ίδρυσης και λειτουργίας σχεδίων συλλογικών επενδύσεων. Ο όρος επένδυση περιλαµβάνει ασφάλειες ζωής επί µακροπρόθεσµης βάσης συνδεδεµένες ή µη µε επενδυτικά σχέδια. 12. Υπηρεσίες ασφαλούς φύλαξης. 13. Φύλαξη και διαχείριση αξιογράφων. 1.8 ιαδικασίες για παρεµπόδιση ξεπλύµατος παράνοµου χρήµατος (Άρθρο (58) του Νόµου) Ο νόµος απαιτεί από όλα τα πρόσωπα που ασχολούνται µε χρηµατοοικονοµικές δραστηριότητες, όπως καθορίζονται πιο πάνω, να εφαρµόσουν και να τηρούν συγκεκριµένη πολιτική και διαδικασίες που στόχο έχουν την προστασία τόσον των επιχειρήσεων τους όσο και του ευρύτερου χρηµατοοικονοµικού τοµέα από συναλλαγές ξεπλύµατος παράνοµου χρήµατος. Ουσιαστικά, αυτές οι διαδικασίες σκοπεύουν στην επίτευξη δύο στόχων: πρώτα, τη διευκόλυνση αναγνώρισης και αναφοράς υπόπτων συναλλαγών και, δεύτερο, τη διασφάλιση µέσω της αυστηρής εφαρµογής της αρχής γνώριζε τον πελάτη σου και κατάλληλων διαδικασιών τήρησης αρχείου, ότι σε περίπτωση που κάποιος πελάτης διερευνάται για ξέπλυµα παράνοµου χρήµατος, η τράπεζα θα µπορέσει να συµβάλει στις έρευνες και να δώσει στοιχεία για την πορεία του παράνοµου χρήµατος. Ο Νόµος απαιτεί από όλα τα πρόσωπα που παρέχουν χρηµατοοικονοµικές υπηρεσίες όπως, προτού συνάψουν 10

επιχειρηµατικές σχέσεις ή εκτελέσουν µεµονωµένες συναλλαγές µε άλλο πρόσωπο ή για λογαριασµό άλλου προσώπου, εφαρµόσουν τις πιο κάτω διαδικασίες: ιαδικασίες προσδιορισµού ταυτότητας πελατών. ιαδικασίες τήρησης αρχείου σε σχέση µε την ταυτότητα και τις συναλλαγές πελατών. ιαδικασίες εσωτερικής αναφοράς σε αρµόδιο πρόσωπο (Λειτουργό Συµµόρφωσης) το οποίο διορίζεται για να λαµβάνει και να αξιολογεί πληροφορίες που σχετίζονται µε γνώση ή υποψία ότι κάποιος πελάτης εµπλέκεται σε δραστηριότητες ξεπλύµατος παράνοµου χρήµατος. Άλλες κατάλληλες διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου και επικοινωνίας µε σκοπό την πρόληψη και παρεµπόδιση του ξεπλύµατος παράνοµου χρήµατος. Μέτρα για ενηµέρωση και επιµόρφωση των υπαλλήλων τους για τις πιο πάνω διαδικασίες και της σχετικής νοµοθεσίας για παρεµπόδιση του ξεπλύµατος παράνοµου χρήµατος. Μέτρα για την παροχή κατάλληλης εκπαίδευσης στους υπαλλήλους για την αναγνώριση και χειρισµό συναλλαγών για τις οποίες υπάρχει υποψία ότι σχετίζονται µε το ξέπλυµα παράνοµου χρήµατος. Οι σύµβουλοι, διευθυντές, ο γραµµατέας και άλλοι αξιωµατούχοι νοµικού προσώπου καθώς και το ίδιο το νοµικό πρόσωπο, που παραλείπουν να συµµορφωθούν µε τις πιο πάνω νοµικές υποχρεώσεις διαπράττουν αδίκηµα και υπόκεινται σε φυλάκιση δύο ετών ή σε χρηµατικό πρόστιµο ΛΚ2.000 (δύο χιλιάδων λιρών) ή και στις δύο ποινές µαζί. Για να διαπιστωθεί κατά πόσον έχει υπάρξει συµµόρφωση µε το άρθρο (58) του Νόµου, το ικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη οποιαδήποτε σχετική εποπτική ή ρυθµιστική καθοδήγηση που έχει εκδοθεί από την αρµόδια εποπτική αρχή και, σε περίπτωση που δεν υπάρχει συγκεκριµένη καθοδήγηση, οποιεσδήποτε άλλες 11

σχετικές οδηγίες που έχουν εκδοθεί από την αρµόδια εποπτική αρχή ή από το επαγγελµατικό σώµα στο οποίο υπάγεται µια επιχείρηση. Ο σκοπός των οδηγιών που εκδίδει η Κεντρική Τράπεζα, υπό την ιδιότητα της ως η αρµόδια εποπτική αρχή των τραπεζών στην Κύπρο, συνίσταται στον καθορισµό και υπόδειξη της πρακτικής που πρέπει να υιοθετήσουν οι τράπεζες έτσι που να επιτύχουν τη συµµόρφωση τους µε τις σχετικές πρόνοιες του Νόµου. Εάν η αρµόδια εποπτική αρχή πιστεύει ότι πρόσωπο που υπόκειται στην εποπτεία της παρέλειψε να συµµορφωθεί µε τις πρόνοιες του Νόµου, αναφορικά µε χρηµατοοικονοµικές δραστηριότητες, τότε έχει νοµική υποχρέωση να καταγγείλει το γεγονός αυτό στο Γενικό Εισαγγελέα. Σε περίπτωση που η αρµόδια εποπτική αρχή έχει πληροφορίες ότι πρόσωπο που υπόκειται στην εποπτεία της εµπλέκεται σε ξέπλυµα παράνοµου χρήµατος, τότε έχει νοµική υποχρέωση να διαβιβάσει αυτές τις πληροφορίες στη ΜΟΚΑΣ. 1.9 Εποπτικές αρχές (Άρθρο (60) του Νόµου) Ο Νόµος καθορίζει την Κεντρική Τράπεζα ως την εποπτική αρχή για όλα τα πρόσωπα που κατέχουν άδεια διεξαγωγής τραπεζικών εργασιών στην ή από την Κύπρο. Σχετικά, η Κεντρική Τράπεζα έχει επιφορτιστεί µε το καθήκον της εποπτείας και αξιολόγησης του βαθµού συµµόρφωσης των τραπεζών µε τις ειδικές πρόνοιες του Νόµου αναφορικά µε τις χρηµατοοικονοµικές δραστηριότητες. Η Κεντρική Τράπεζα, υπό την ιδιότητα της ως εποπτική αρχή, µπορεί να εκδίδει οδηγίες προς τις τράπεζες στην Κύπρο µε σκοπό να τις βοηθήσει να συµµορφωθούν µε τις πρόνοιες του Νόµου. 1.10 ιατάγµατα δήµευσης (Άρθρο (8) του Νόµου) Τα δικαστήρια στην Κύπρο δικαιούνται να εκδώσουν διατάγµατα δήµευσης των περιουσιακών στοιχείων προσώπου, συµπεριλαµβανοµένων και καταθέσεων σε τράπεζες, αν αποφασίσουν ότι το πρόσωπο αυτό έχει επωφεληθεί από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήµατος. Το διάταγµα δήµευσης µπορεί να εκδοθεί πριν την επιβολή ποινής σε πρόσωπο που έχει καταδικαστεί για γενεσιουργό αδίκηµα. 12

1.11 ιατάγµατα παγοποίησης και επιβάρυνσης (Άρθρα (14) και (15) του Νόµου) Τα δικαστήρια µπορούν µε διάταγµα παγοποίησης να απαγορεύσουν σε οποιοδήποτε πρόσωπο να συνάψει συµφωνία σε σχέση µε ρευστοποιήσιµη περιουσία. Επιπλέον, τα δικαστήρια µπορούν να εκδώσουν διατάγµα επιβάρυνσης σε σχέση µε ρευστοποιήσιµη περιουσία. 1.12 ιατάγµατα αποκάλυψης πληροφοριών (Άρθρο (45) του Νόµου) Τα δικαστήρια δύνανται κατόπιν αίτησης του ανακριτή της υπόθεσης να εκδώσουν διατάγµατα αποκάλυψης πληροφοριών από πρόσωπα τα οποία κατά την άποψη του δικαστηρίου, έχουν στην κατοχή τους πληροφορίες που αναφέρονται στην αίτηση. Πρέπει να σηµειωθεί ότι το διάταγµα αποκάλυψης πληροφοριών εκδίδεται και σε σχέση µε πληροφορία που βρίσκεται στην κατοχή κρατικού λειτουργού και εφαρµόζεται ανεξάρτητα από οποιανδήποτε νοµική ή άλλη διάταξη δυνάµει της οποίας δηµιουργείται υποχρέωση για τήρηση εµπιστευτικότητας ή επιβάλλονται οποιοιδήποτε περιορισµοί στην αποκάλυψη πληροφοριών. Όπως αναφέρεται σε προηγούµενη παράγραφο, σε σχέση µε την αποκάλυψη εµπιστευτικών πληροφοριών, κάθε πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε οποιαδήποτε αποκάλυψη που δύναται να παρεµποδίσει ή να επηρεάσει δυσµενώς ανακρίσεις και έρευνες που διεξάγονται σχετικά µε αδίκηµα ξεπλύµατος παράνοµου χρήµατος, ενώ γνώριζε ή είχε υποψίες ότι διεξάγονται οι πιο πάνω ανακρίσεις και έρευνες, είναι ένοχο αδικήµατος. 1.13 Επίδοση διαταγµάτων σε εποπτικές αρχές (Άρθρο (71) του Νόµου) Επίδοση διατάγµατος που εκδίδεται δυνάµει του Νόµου προς εποπτική αρχή θα θεωρείται ως επίδοση προς όλα τα πρόσωπα που υπόκεινται στον έλεγχο της εποπτικής αρχής. Νοείται ότι η εποπτική αρχή έχει υποχρέωση να ενηµερώσει πάραυτα όλα τα πρόσωπα που υπόκεινται στην εποπτεία της για το διάταγµα που εκδόθηκε βάσει του Νόµου. 13

. Ο ΗΓΙΑ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΠΟΥ ΕΚ Ι ΕΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 60(3) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΗΜΕΥΣΗΣ ΕΣΟ ΩΝ ΑΠΟ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1996 2. ΙΑ ΙΚΑΣΙΕΣ ΠΡΟΣ ΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΠΕΛΑΤΩΝ 2.1 Εισαγωγή 2.1.1 Σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 62 µέχρι 65 του Νόµου απαιτείται από όλα τα πρόσωπα που διεξάγουν χρηµατοοικονοµικές δραστηριότητες, περιλαµβανοµένων και των τραπεζών, όπως εφαρµόζουν διαδικασίες προσδιορισµού ταυτότητας των πελατών τους. Σύµφωνα µε τα πιο πάνω άρθρα, εκτός όπου ο Νόµος ρητά αναφέρει ότι δεν απαιτείται η εφαρµογή της πιο πάνω διαδικασίας, οι τράπεζες οφείλουν να εξακριβώνουν µε κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία την ταυτότητα όλων όσων συναλλάσσονται µαζί τους. 2.1.2 Ο Νόµος δεν καθορίζει τι ακριβώς αποτελεί "επαρκή απόδειξη" της ταυτότητας ενός πελάτη. Ως εκ τούτου, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ως η αρµόδια εποπτική αρχή για τις τράπεζες σύµφωνα µε το άρθρο 60(1) του Νόµου, εκδίδει αυτή την οδηγία µε σκοπό να καθορίσει την πρακτική που πρέπει να υιοθετήσουν οι τράπεζες έτσι που να επιτευχθεί η συµµόρφωσή τους µε τις απαιτήσεις του Νόµου στο θέµα της διαδικασίας προσδιορισµού της ταυτότητας των πελατών τους. 2.1.3 Ο Νόµος απαιτεί την εξακρίβωση της ταυτότητας ενός πελάτη το συντοµότερο δυνατό αµέσως µετά την πρώτη επαφή για σύναψη επιχειρηµατικής σχέσης ή εκτέλεσης µεµονωµένης συναλλαγής. Τι αποτελεί "το συντοµότερο δυνατό" χρονικό πλαίσιο αποφασίζεται αφού ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις περιλαµβανοµένων της φύσης της προτεινόµενης σχέσης ή/και συναλλαγών, της γεωγραφικής θέσης του πελάτη και κατά πόσον είναι πρακτικά δυνατό να ληφθούν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία πριν την ανάληψη οποιασδήποτε υποχρέωσης ή τη διενέργεια οποιωνδήποτε πληρωµών εκ µέρους του πελάτη των τραπεζών τους. Ως γενικός κανόνας, αναµένεται από τις τράπεζες ότι θα ζητήσουν και θα πάρουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία της ταυτότητας των πελατών τους κατά το χρόνο ανοίγµατος ενός νέου λογαριασµού και πριν την εκτέλεση οποιωνδήποτε τραπεζικών πράξεων ή συναλλαγών από τον πελάτη. 14

2.1.4 Οι τράπεζες πρέπει να τηρούν αρχείο µε αποδεικτικά στοιχεία και πληροφορίες για τις µεθόδους που χρησιµοποιήθηκαν για την εξακρίβωση της ταυτότητας των πελατών τους για περίοδο τουλάχιστον πέντε ετών µετά το κλείσιµο του λογαριασµού ή τον τερµατισµό της επιχειρηµατικής σχέσης µε ένα πελάτη. 2.1.5 Οι τράπεζες πρέπει να ικανοποιούνται ότι συναλλάσσονται µε ένα πραγµατικό πρόσωπο (φυσικό ή νοµικό) και να εξακριβώνουν την ταυτότητα όλων των φυσικών προσώπων που είναι εξουσιοδοτηµένοι να χειρίζονται οποιοδήποτε λογαριασµό που διατηρείται µαζί τους. 2.1.6 Όπου είναι δυνατόν, πρέπει να διευθετείται προσωπική συνέντευξη µε τον πελάτη. 2.1.7 Οι αναγκαίες διαδικασίες για τον προσδιορισµό της ταυτότητας πελάτη είναι βασικά οι ίδιες ανεξάρτητα από τον τύπο του τραπεζικού λογαριασµού ή των υπηρεσιών που ζητούνται. Όσο το δυνατό πιο επαρκή στοιχεία προσδιορισµού ταυτότητας πρέπει να λαµβάνονται από τον πελάτη, δηλαδή, εκείνα τα στοιχεία που είναι δύσκολο να παραποιηθούν ή να εξασφαλιστούν µε παράνοµο τρόπο. Σχετικά, πρέπει να τονισθεί ότι κανένα συγκεκριµένο στοιχείο διαπίστωσης της ταυτότητας του πελάτη δεν µπορεί να εγγυηθεί την ορθότητα της ταυτότητας ενός ατόµου και, συνεπώς, επιβάλλεται η εφαρµογή µιας συνεχούς διαδικασίας για τη διαπίστωση της ταυτότητας των πελατών. Για πρακτικούς λόγους, η διεύθυνση κατοικίας θεωρείται βασικό στοιχείο της ταυτότητας ενός προσώπου και, ως εκ τούτου, πρέπει να ακολουθείται ξεχωριστή διαδικασία για εξακρίβωση της µόνιµης διεύθυνσης του πελάτη. 2.1.8 Τα απαιτούµενα αποδεικτικά στοιχεία ενός πελάτη πρέπει να λαµβάνονται από έγγραφα που εκδίδονται από αξιόπιστες πηγές. Όπου είναι πρακτικά δυνατό, αντίγραφα των αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να κρατούνται από τις τράπεζες για σκοπούς αρχειοθέτησης. Σε αντίθετη περίπτωση, θα πρέπει να καταγράφονται οι αριθµοί αναφοράς και άλλες σχετικές λεπτοµέρειες όλων των αποδεικτικών στοιχείων ταυτότητας που παρουσιάζει ο πελάτης στην τράπεζα. 2.1.9 Στις περιπτώσεις των κοινών λογαριασµών όπου το επίθετο ή/και η διεύθυνση των κατόχων του λογαριασµού διαφέρουν, πρέπει να εξακριβώνονται, σύµφωνα µε τις διαδικασίες που παρατίθενται πιο κάτω, το όνοµα και η διεύθυνση όλων των 15

δικαιούχων του λογαριασµού και όχι µόνον εκείνου που το όνοµά του αναφέρεται πρώτο στο έντυπο ανοίγµατος του λογαριασµού. 2.2 Πελάτες που είναι µόνιµοι κάτοικοι Κύπρου 2.2.1 Οι πιο κάτω πληροφορίες πρέπει να λαµβάνονται από πελάτες µόνιµους κατοίκους Κύπρου: (i) όνοµα, (ii) ακριβής µόνιµη διεύθυνση κατοικίας στην Κύπρο, περιλαµβανοµένου και του ταχυδροµικού κώδικα, (iii) ηµεροµηνία γεννήσεως, (iv) επάγγελµα και άλλες επιχειρηµατικές ασχολίες. 2.2.2 O πιο ασφαλής τρόπος για εξακρίβωση του πραγµατικού ονόµατος ενός πελάτη είναι η αναφορά σε έγγραφο που εκδίδεται από αξιόπιστη πηγή και το οποίο φέρει τη φωτογραφία του πελάτη. Όπου είναι δυνατό, πρέπει να ζητούνται διαβατήριο και δελτίο ταυτότητας της Κυπριακής ηµοκρατίας των οποίων οι αριθµοί να καταγράφονται από την τράπεζα. Υπάρχει, προφανώς, ένας µεγάλος αριθµός εγγράφων που οι πελάτες µπορούν να παρουσιάσουν ως απόδειξη της πραγµατικής τους ταυτότητας. Εναπόκειται συνεπώς, στην κάθε τράπεζα να κρίνει την αξιοπιστία τέτοιων εγγράφων λαµβάνοντας υπόψη και όλες τις άλλες διαδικασίες που πρέπει να εφαρµόζονται κατά το άνοιγµα ενός λογαριασµού. 2.2.3 Πέραν από την εξακρίβωση του ονόµατος, είναι σηµαντικό όπως εξακριβώνεται και η διεύθυνση µόνιµης κατοικίας του πελάτη. Μερικοί από τους πιο ασφαλείς τρόπους εξακρίβωσης µιας διεύθυνσης αποτελούν: (i) η προσκόµιση ενός πρόσφατου λογαριασµού τηλεφώνου, ηλεκτρικού ρεύµατος, δηµοτικών φόρων ή/και κατάστασης τραπεζικού λογαριασµού (για προστασία έναντι της παρουσίασης πλαστών εγγράφων, πρέπει να 16

γίνεται ενδελεχής έλεγχος για να διαπιστωθεί ότι τα προσκοµισθέντα έγγραφα είναι πρωτότυπα), (ii) έλεγχος µέσω του τηλεφωνικού καταλόγου της Αρχής Τηλεπικοινωνιών. 2.2.4 Επιπρόσθετα από τα πιο πάνω, η διαδικασία εξακρίβωσης της ταυτότητας ενός πελάτη ενισχύεται εάν το εν λόγω πρόσωπο έχει συστηθεί από κάποιο αξιόπιστο µέλος του προσωπικού της τράπεζας ή από άλλο υφιστάµενο αξιόπιστο πελάτη, γνωστό σε προσωπικό επίπεδο στη διεύθυνση της τράπεζας. Λεπτοµέρειες τέτοιων συστάσεων πρέπει να σηµειώνονται στον προσωπικό φάκελο του πελάτη. 2.3 Πελάτες που είναι µη µόνιµοι κάτοικοι Κύπρου 2.3.1 Για πελάτες που ο συνήθης τόπος διαµονής τους είναι εκτός Κύπρου και που επιθυµούν να ανοίξουν τραπεζικούς λογαριασµούς στην Κύπρο, είναι σηµαντικό να ζητούνται οι ίδιες πληροφορίες και να εφαρµόζονται, στο βαθµό που είναι δυνατό, οι ίδιες διαδικασίες που ισχύουν για την εξακρίβωση της ταυτότητας πελατών που είναι µόνιµοι κάτοικοι Κύπρου. 2.3.2 Για εκείνους τους πελάτες, µη µόνιµους κατοίκους Κύπρου, που έρχονται σε άµεση και προσωπική επαφή µε την τράπεζα πιθανόν να είναι δύσκολη η εφαρµογή των διαδικασιών εξακρίβωσης της διεύθυνσης της µόνιµης κατοικίας τους. Ωστόσο, πρέπει πάντοτε να ζητούνται διαβατήρια ή δελτία ταυτότητας της χώρας προέλευσης των ατόµων αυτών, των οποίων οι αριθµοί να καταγράφονται από την τράπεζα. Περαιτέρω, συστήνεται όπως, εκεί που παρουσιάζεται οποιαδήποτε αµφιβολία στην εξακρίβωση της ταυτότητας ενός προσώπου, να επιδιώκεται η ζητούµενη εξακρίβωσή της από αξιόπιστα χρηµατοπιστωτικά ιδρύµατα που βρίσκονται στη χώρα προέλευσης του πελάτη. 2.3.3 Σχετικά µε πελάτες που ζητούν ταχυδροµικώς το άνοιγµα νέων λογαριασµών, αναγνωρίζεται ότι δεν είναι πρακτικά εφικτό να ζητείται η αποστολή στην τράπεζα διαβατηρίου ή δελτίου ταυτότητας. Εποµένως, η εξακρίβωση της ταυτότητας αυτών των ατόµων πρέπει απαραίτητα να γίνεται µε αναφορά σε αξιόπιστα χρηµατοπιστωτικά ιδρύµατα που λειτουργούν στη χώρα προέλευσης του πελάτη. 17

2.4 Λογαριασµοί σωµατείων, συνδέσµων και φιλανθρωπικών οργανισµών Στις περιπτώσεις λογαριασµών στο όνοµα σωµατείων, συνδέσµων και φιλανθρωπικών ιδρυµάτων, οι τράπεζες πρέπει να βεβαιώνονται για τη νοµιµότητα των σκοπών λειτουργίας τους ζητώντας, για παράδειγµα, την προσκόµιση του καταστατικού τους εγγράφου. Όπου δικαίωµα υπογραφής για το ζητούµενο λογαριασµό θα έχουν πέραν του ενός ατόµου, τότε πρέπει να εξακριβώνεται η ταυτότητα τουλάχιστον δύο από τα άτοµα που θα έχουν δικαίωµα υπογραφής. Όταν τα άτοµα που έχουν εξουσιοδοτηθεί να υπογράφουν αλλάξουν, η τράπεζα πρέπει πάντοτε να βεβαιώνεται ότι έχει εξακριβωθεί η ταυτότητα τουλάχιστον δύο ατόµων που διατηρούν το δικαίωµα υπογραφής. 2.5 Λογαριασµοί οργανισµών προσώπων χωρίς νοµική προσωπικότητα 2.5.1 Στις περιπτώσεις συνεταιρισµών και άλλων οργανισµών προσώπων χωρίς νοµική προσωπικότητα, η ταυτότητα τουλάχιστον δύο συνεταίρων και όλων των ατόµων που έχουν δικαίωµα υπογραφής του λογαριασµού πρέπει να εξακριβώνεται σύµφωνα µε τις διαδικασίες που εφαρµόζονται για προσωπικούς λογαριασµούς πελατών. Επιπλέον, για συνεταιρισµούς να εξασφαλίζεται το πιστοποιητικό εγγραφής του συνεταιρισµού. 2.5.2 Στις περιπτώσεις όπου υπάρχει επίσηµη συµφωνία συνεταιρισµού, αυτή πρέπει να ζητείται από την τράπεζα και να προσκοµίζεται επίσης γραπτή απόφαση του συνεταιρισµού µε την οποία να εξουσιοδοτείται το άνοιγµα λογαριασµού και η διαχείριση του λογαριασµού αυτού από συγκεκριµένα άτοµα. 2.6 Λογαριασµοί οργανισµών προσώπων µε νοµική προσωπικότητα (εταιρείες) 2.6.1 Λόγω των ιδιαίτερων δυσκολιών που αντιµετωπίζονται για τη διαπίστωση των πραγµατικών µετόχων / ιδιοκτητών, λογαριασµοί στο όνοµα οργανισµών προσώπων µε νοµική προσωπικότητα (εταιρειών) αποτελούν ένα από τα πιο "δηµοφιλή" µέσα για το ξέπλυµα παράνοµου χρήµατος, ειδικότερα όταν προβάλλουν νοµιµοφανείς εµπορικές εργασίες. 18

2.6.2 Πριν τη σύναψη οποιασδήποτε επιχειρηµατικής σχέσης, οι τράπεζες πρέπει να διεξάγουν έρευνα στο γραφείο του Επίσηµου Παραλήπτη και Εφόρου Εταιρειών ή/και να ζητούν πληροφορίες από άλλες πηγές ούτως ώστε να βεβαιώνονται ότι η αιτήτρια εταιρεία δεν έχει, ούτε βρίσκεται στο στάδιο της διάλυσης ή εκκαθάρισης ή διαγραφής από το µητρώο του Επίσηµου Παραλήπτη και Εφόρου Εταιρειών. Πρέπει να τονιστεί ότι εάν σε οποιοδήποτε µεταγενέστερο χρόνο υπάρξουν διαφοροποιήσεις στη δοµή ή το ιδιοκτησιακό καθεστώς της εταιρείας ή εγερθούν υποψίες από αλλαγές που παρατηρήθηκαν στη φύση των συναλλαγών που η εταιρεία διεξάγει µέσω του λογαριασµού της, τότε επιβάλλεται όπως διενεργηθεί περαιτέρω έλεγχος για διαπίστωση της φύσης και των τυχόν επιπτώσεων αυτών των αλλαγών. 2.6.3 Στις περιπτώσεις λογαριασµών που ανοίγονται στο όνοµα εγχώριων εταιρειών, η ακολουθούµενη διαδικασία πρέπει να επιδιώκει την εξακρίβωση της ταυτότητας: (i) της εταιρείας, (ii) τουλάχιστον ενός συµβούλου / διευθυντή της εταιρείας, (iii) όλων των προσώπων που είναι εξουσιοδοτηµένοι να χειρίζονται το λογαριασµό της εταιρείας, (iv) στις περιπτώσεις ιδιωτικών εταιρειών, των κύριων και πραγµατικών µετόχων / ιδιοκτητών της εταιρείας. Πρέπει, επίσης, η τράπεζα να διαπιστώνει τη φύση και το µέγεθος των εργασιών της εταιρείας. Στις περιπτώσεις όπου οι πραγµατικοί ιδιοκτήτες / µέτοχοι δεν µπορούν να εξακριβωθούν, η τράπεζα πρέπει να εφαρµόζει τη διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 2.8 πιο κάτω σε σχέση µε το άνοιγµα λογαριασµών από πληρεξούσιους τρίτων ατόµων ή από εµπιστευµατοδόχους. 2.6.4 Η τράπεζα πρέπει να ζητά και να παίρνει τα ακόλουθα έγγραφα: (i) Το πρωτότυπο ή πιστοποιηµένο αντίγραφο του πιστοποιητικού συστάσεως της εταιρείας. (ii) Το ιδρυτικό έγγραφο και καταστατικό της εταιρείας. 19

(iii) Απόφαση του ιοικητικού Συµβουλίου της εταιρείας για άνοιγµα του λογαριασµού µε την οποία να παρέχεται και η απαραίτητη εξουσιοδότηση στα άτοµα που θα διαχειρίζονται το λογαριασµό. (iv) Όπου υπό τις περιστάσεις θεωρείται χρήσιµο, πρέπει να διεξάγεται έρευνα στο φάκελο της εταιρείας που τηρείται στο Γραφείο του Επίσηµου Παραλήπτη και Εφόρου Εταιρειών. (v) Στις περιπτώσεις εταιρειών διεθνών δραστηριοτήτων που έχουν συσταθεί στην Κύπρο ή αλλοδαπών εταιρειών που έχουν εγγραφεί στην Κύπρο, πρέπει να προσκοµίζεται αντίγραφο της σχετικής έγκρισης που παραχωρεί η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου βάσει του Νόµου περί Ελέγχου Συναλλάγµατος. Η ταυτότητα οποιωνδήποτε αλλοδαπών που συνδέονται µε τέτοιες εταιρείες πρέπει να εξακριβώνεται βάσει της διαδικασίας που καθορίζεται πιο πάνω για πελάτες µη µόνιµους κάτοικους Κύπρου. 2.7 Λογαριασµοί εταιρειών µε µετοχές στον κοµιστή 2.7.1 Οι τράπεζες µπορούν να ανοίγουν λογαριασµούς σε εταιρείες των οποίων οι µετοχές ή αυτές των ιθύνουσων / µητρικών εταιρειών τους (όπου υφίστανται τέτοιες ιθύνουσες / µητρικές εταιρείες) έχουν εκδοθεί ή δύναται να εκδοθούν στον κοµιστή, νοουµένου ότι η ενδιαφερόµενη εταιρεία πληροί µία από τις πιο κάτω προϋποθέσεις: (i) Οι µετοχές της είναι εισηγµένες σε αναγνωρισµένο χρηµατιστήριο αξιών, (ii) η εταιρεία ενεργεί ως εγκεκριµένο σχέδιο συλλογικών επενδύσεων, εγκαθιδρυµένο σε χώρα που ασκεί επαρκή ρύθµιση και εποπτεία στη λειτουργία τέτοιων σχεδίων, (iii) οι µετοχές της ή ο έλεγχος της εταιρείας βρίσκονται στα χέρια κυβέρνησης ή κυβερνητικού οργανισµού, (iv) ο δικαιούχος µέτοχος είναι πολυεθνική εταιρεία εγνωσµένου κύρους, υπόληψης και οικονοµικού εκτοπίσµατος, 20

2.7.2 Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην προηγούµενη παράγραφο, οι τράπεζες µπορούν να ανοίγουν το λογαριασµό εφαρµόζοντας τις πιο κάτω διαδικασίες: 1) ιαπιστώνουν την πραγµατική ταυτότητα και το παρελθόν ( background ) των δικαιούχων µετόχων/διευθυντών της εταιρείας πριν από το άνοιγµα του λογαριασµού. 2) Κατά το στάδιο της εξέτασης της αίτησης για άνοιγµα του λογαριασµού, ζητούν από τους διευθυντές ή το δικηγόρο ή λογιστή/ελεγκτή που έχει συστήσει τον υποψήφιο πελάτη όπως δώσει την εκτίµηση του για την αναµενόµενη κίνηση του λογαριασµού. Όσο µεγαλύτερη είναι η αναµενόµενη κίνηση του λογαριασµού τόσο πιο επιφυλακτική πρέπει να είναι η τράπεζα. 3) Θέτουν κάτω από την δική τους φυσική φύλαξη για όσο καιρό τηρείται ο λογαριασµός, τους τίτλους των µετοχών στον κοµιστή ή έχουν βεβαίωση από άλλη τράπεζα στην Κύπρο ότι έχει στη φύλαξή της τους τίτλους των µετοχών και σε περίπτωση αποδέσµευσής τους να ειδοποιεί έγκαιρα. 4) Εάν τελικά ανοιχτεί ο λογαριασµός, αυτός πρέπει να τυγχάνει στενής παρακολούθησης κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του. Τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο, πρέπει να γίνεται ανασκόπηση της κίνησης του λογαριασµού αυτού, τα αποτελέσµατα της οποίας να καταχωρούνται στο σχετικό φάκελο του πελάτη. Η τράπεζα πρέπει, επίσης, σε τακτά χρονικά διαστήµατα, να συγκρίνει την αναµενόµενη µε την πραγµατική κίνηση του λογαριασµού. Σηµαντικές αποκλίσεις πρέπει να διερευνώνται όχι µόνον µε στόχο τη λήψη µέτρων αναφορικά µε το συγκεκριµένο λογαριασµό αλλά και για σκοπούς αξιολόγησης της αξιοπιστίας του δικηγόρου ή λογιστή/ελεγκτή που έχει συστήσει το άνοιγµα του λογαριασµού. 5) Φροντίζουν µέσω του δικηγόρου ή λογιστή/ελεγκτή που έχει συστήσει τον υποψήφιο πελάτη να βεβαιώνονται, τουλάχιστον µία φορά το χρόνο, ότι η κεφαλαιουχική βάση της ίδιας της εταιρείας ή της ιθύνουσας/µητρικής της, ανάλογα µε την περίπτωση, δεν έχει αλλοιωθεί µε την έκδοση νέων µετοχών στον κοµιστή ή την ακύρωση υφιστάµενων µετοχών στον κοµιστή. 21

6) Όταν υπάρξει αλλαγή στους πραγµατικούς ιδιοκτήτες, τότε η τράπεζα πρέπει να εξετάσει κατά πόσον ενδείκνυται η συνέχιση της λειτουργίας του λογαριασµού. 2.8 Λογαριασµοί στο όνοµα εµπιστευµατοδόχων ή πληρεξούσιων τρίτων ατόµων 2.8.1 Οι τράπεζες πρέπει να διαπιστώνουν την ταυτότητα εµπιστευµατοδόχων ή προσώπων που ενεργούν ως πληρεξούσιοι τρίτων ατόµων σύµφωνα µε τις προαναφερθείσες διαδικασίες προσδιορισµού της ταυτότητας φυσικών ή νοµικών προσώπων, αναλόγως της περίπτωσης. 2.8.2 Προτρέπονται oι τράπεζες να λαµβάνουν όλα τα ενδεδειγµένα υπό τις περιστάσεις µέτρα µε στόχο τη διαπίστωση της ταυτότητας του ατόµου ή των ατόµων εκ µέρους των οποίων ενεργεί ο εµπιστευµατοδόχος ή πληρεξούσιος, δηλαδή να εξακριβώνουν την ταυτότητα των δικαιούχων των λογαριασµών. Οι τράπεζες δύνανται µε δικό τους κίνδυνο, να προχωρούν στο άνοιγµα ενός λογαριασµού παρ όλον που οι δικαιούχοι του λογαριασµού αυτού δεν έχουν εξακριβωθεί. Οι κίνδυνοι που επωµίζεται µια τράπεζα µε το άνοιγµα τέτοιων λογαριασµών είναι εξαιρετικά µεγάλοι και, ως εκ τούτου, οι τράπεζες πρέπει να προχωρούν στο άνοιγµα των λογαριασµών αυτών µόνον όταν πιστεύουν ότι µπορούν να εµπιστεύονται χωρίς καµία επιφύλαξη ότι ο εµπιστευµατοδόχος ή πληρεξούσιος δεν θα συστήσει ή υποστηρίξει το άνοιγµα λογαριασµών που πιθανόν να χρησιµοποιηθούν για παράνοµες συναλλαγές. Όπου οι τράπεζες ικανοποιούνται ότι οι πιο πάνω προϋποθέσεις έχουν εκπληρωθεί, οι αιτήσεις για άνοιγµα νέων λογαριασµών στο όνοµα εµπιστευµατοδόχων ή πληρεξούσιων τρίτων πρέπει να αντιµετωπίζονται µε τον ακόλουθο τρόπο: (i) Κατά το στάδιο της εξέτασης της αίτησης για άνοιγµα ενός λογαριασµού, οι τράπεζες πρέπει να ζητούν από τα άτοµα που ενεργούν ως εµπιστευµατοδόχοι ή πληρεξούσιοι όπως δώσουν την εκτίµησή τους για την αναµενόµενη κίνηση του λογαριασµού. Όσο µεγαλύτερη είναι η αναµενόµενη κίνηση του λογαριασµού τόσο πιο επιφυλακτική πρέπει να είναι η τράπεζα. Εάν τελικά ανοιχτεί ο λογαριασµός, η τράπεζα πρέπει, σε τακτά χρονικά διαστήµατα, να συγκρίνει την αναµενόµενη µε την πραγµατική κίνηση του λογαριασµού. Σηµαντικές αποκλίσεις πρέπει να διερευνούνται 22

όχι µόνον µε στόχο τη λήψη µέτρων αναφορικά µε το συγκεκριµένο λογαριασµό αλλά και για σκοπούς αξιολόγησης της αξιοπιστίας των εµπιστευµατοδόχων ή πληρεξούσιων αναφορικά µε τη µελλοντική συνεργασία µαζί τους. (ii) Οι τράπεζες πρέπει να ζητούν από τους εµπιστευµατοδόχους ή πληρεξούσιους όπως µε γραπτή δέσµευσή τους επιβεβαιώνουν ότι έχουν προβεί σε όλες τις ενδεικνυόµενες ενέργειες για διαπίστωση της πραγµατικής ταυτότητας και του παρελθόντος των δικαιούχων και ότι έχουν πάρει και τηρούν τις σχετικές πληροφορίες τις οποίες να θέσουν στη διάθεση της τράπεζας εάν και εφόσον τους ζητηθούν. (iii) Οι λογαριασµοί αυτοί πρέπει να τυγχάνουν στενής παρακολούθησης κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τους. Τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο, πρέπει να γίνεται ανασκόπηση της κίνησης των λογαριασµών αυτών τα αποτελέσµατα της οποίας να καταχωρούνται στο σχετικό φάκελο του πελάτη. 2.9 Παροχή υπηρεσιών ασφαλούς φύλαξης/ενοικίασης τραπεζικών θυρίδων Οι τράπεζες πρέπει να αντιµετωπίζουν µε προσοχή και επιφύλαξη αιτήσεις για φύλαξη δεµάτων, ενσφράγιστων φακέλων κτλ. Όταν δέχονται αιτήσεις για παροχή τέτοιων υπηρεσιών από υφιστάµενους κατόχους λογαριασµών, οι τράπεζες πρέπει να βεβαιώνονται, πριν την αποδοχή της αίτησης, ότι έχουν εφαρµοστεί οι κατάλληλες διαδικασίες και ότι έχει διαπιστωθεί η ταυτότητα του πελάτη. Όταν τέτοιες υπηρεσίες ζητούνται από άτοµα που δεν τηρούν λογαριασµό µε την ενδιαφερόµενη τράπεζα, πρέπει να ακολουθούνται οι διαδικασίες προσδιορισµού της ταυτότητας που παρατίθενται σε αυτή την κατευθυντήρια οδηγία. 23

3. ΙΑ ΙΚΑΣΙΕΣ ΤΗΡΗΣΗΣ ΑΡΧΕΙΟΥ 3.1 Εισαγωγή Το άρθρο (66) του Νόµου απαιτεί από τις τράπεζες να τηρούν στοιχεία της πραγµατικής ταυτότητας των πελατών τους και λεπτοµέρειες όλων των πράξεων που διεξάγονται ως αποδεικτικά στοιχεία σε πιθανές έρευνες για ξέπλυµα παράνοµου χρήµατος. Το πιο πάνω αποτελεί ουσιαστικό συστατικό στοιχείο των διαδικασιών διερεύνησης ύποπτων συναλλαγών και ανίχνευσης της πορείας του παράνοµου χρήµατος που ο Νόµος επιδιώκει να εξασφαλίσει. 3.2 Στοιχεία προσδιορισµού ταυτότητας πελατών 3.2.1 Το άρθρο (66) του Νόµου καθορίζει ότι όπου απαιτείται απόδειξη ταυτότητας ενός προσώπου τα στοιχεία και έγγραφα που θα τηρούνται πρέπει να περιλαµβάνουν τα ακόλουθα: (α) Αρχείο µε στοιχεία που αποδεικνύουν την ταυτότητα του πελάτη και τα οποία λαµβάνονται σύµφωνα µε τις διαδικασίες που προνοεί ο Νόµος και που περιλαµβάνουν είτε αντίγραφα των αποδεικτικών στοιχείων είτε τέτοιες πληροφορίες που να αποτελούν επαρκή απόδειξη της ταυτότητας του. (β) Αρχείο µε τις λεπτοµέρειες όλων των πράξεων που διεξάγονται από τον εν λόγω πελάτη στα πλαίσια διεξαγωγής χρηµατοοικονοµικών δραστηριοτήτων. 3.2.2 Η καθορισµένη περίοδος τήρησης αρχείου εγγράφων και στοιχείων είναι τουλάχιστον πέντε χρόνια από την ηµεροµηνία κατά την οποία ολοκληρώθηκε η σχετική δραστηριότητα ή έχουν ολοκληρωθεί όλες οι πράξεις, στα πλαίσια της χρηµατοοικονοµικής δραστηριότητας. 24

3.2.3 Σύµφωνα µε το Νόµο, η ηµεροµηνία κατά την οποία η σχέση µε τον πελάτη έχει ολοκληρωθεί είναι η ηµεροµηνία που: (ι) ολοκληρώθηκε η µεµονωµένη συναλλαγή ή η τελευταία από µια σειρά µεµονωµένων συναλλαγών, ή (ii) έληξε η επιχειρηµατική σχέση, δηλαδή, η τράπεζα έχει κλείσει το λογαριασµό ή λογαριασµούς ή (iii) εάν η επιχειρηµατική σχέση δεν έχει τυπικά τερµατιστεί, η ηµεροµηνία που έγινε η τελευταία συναλλαγή. 3.2.4 Η ΜΟΚΑΣ χρειάζεται να εντοπίζει µε επαρκή στοιχεία τη διαδροµή του παράνοµου χρήµατος και να διαµορφώνει το οικονοµικό πορτρέτο του ύποπτου λογαριασµού. Για να µπορέσει να πετύχει τα πιο πάνω, η ΜΟΚΑΣ µπορεί, µέσα στα πλαίσια της διερεύνησης µιας ύποπτης συναλλαγής, να ζητήσει τις πιο κάτω πληροφορίες: (i) Στοιχεία που αφορούν τον πραγµατικό ιδιοκτήτη του λογαριασµού (υπενθυµίζεται ότι όπου εµπλέκονται εµπιστευµατοδόχοι ή ιδιωτικές εταιρείες µε πληρεξούσιους µετόχους, πρέπει να ακολουθούνται οι πρόνοιες που αναφέρονται στο κεφάλαιο για τις «ιαδικασίες Προσδιορισµού Ταυτότητας Πελατών». (ii) Στοιχεία που αφορούν την κίνηση του λογαριασµού (iii) Σε σχέση µε συγκεκριµένες συναλλαγές: την πηγή των χρηµάτων, τον τρόπο µε τον οποίο τα χρήµατα έχουν κατατεθεί ή αποσυρθεί, δηλαδή µετρητά, επιταγές, ηλεκτρονικά εµβάσµατα κτλ, την ταυτότητα του προσώπου που διενήργησε την συναλλαγή, τον προορισµό των χρηµάτων, τη φύση των οδηγιών και της εξουσιοδότησης που έχουν δοθεί. 25

3.3 Μορφή των στοιχείων 3.3.1 Αναγνωρίζεται ότι αντίγραφα όλων των στοιχείων και εγγράφων δεν µπορούν να τηρούνται επ' αόριστον και, συνεπώς, είναι απαραίτητο να τεθούν κάποιες προτεραιότητες. Παρόλο που ο Νόµος καθορίζει συγκεκριµένη περίοδο τήρησης αρχείου, τονίζεται ότι στις περιπτώσεις όπου τα στοιχεία και έγγραφα σχετίζονται µε έρευνες που είναι ακόµη σε εξέλιξη, τότε πρέπει να φυλάσσονται µέχρις ότου η ΜΟΚΑΣ επιβεβαιώσει ότι η διερεύνηση έχει ολοκληρωθεί και ότι η υπόθεση έχει κλείσει. 3.3.2 Αναγνωρίζεται επίσης ότι τήρηση των αποδεικτικών στοιχείων δηµιουργεί ένα τεράστιο όγκο εγγράφων που χρειάζεται να φυλαχτεί. Ως εκ τούτου, η τήρηση των στοιχείων µπορεί να γίνει και σε άλλες µορφές, εκτός από τα πρωτότυπα έγγραφα, π.χ. σε ηλεκτρονική ή άλλες παρόµοιες µορφές. Ο βασικός σκοπός είναι να µπορούν οι τράπεζες να ανακτούν τις σχετικές πληροφορίες µε την ελάχιστη δυνατή καθυστέρηση και µε το χαµηλότερο δυνατό κόστος. 3.3.3 Ενόψει των πιο πάνω, όταν οι τράπεζες καθορίζουν την πολιτική τους για τήρηση εγγράφων, θα πρέπει να λαµβάνουν υπόψη τόσο τις απαιτήσεις του Νόµου όσο και τις πιθανές ανάγκες της ΜΟΚΑΣ. 3.3.4 Το άρθρο (47) του Νόµου προνοεί ότι στις περιπτώσεις που οι σχετικές πληροφορίες βρίσκονται καταχωρηµένες σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, πρέπει να είναι δυνατή η παρουσίαση τους σε µορφή που είναι ορατή και αναγνώσιµη, έτσι που να µπορούν να διαβιβαστούν αυτούσιες στη ΜΟΚΑΣ. 3.4 Εµβάσµατα Χρηµάτων 3.4.1 Η από µέρους των εγκληµατιών εκτεταµένη χρήση των ηλεκτρονικών µέσων διενέργειας πληρωµών και ανταλλαγής µηνυµάτων µε σκοπό τη γρήγορη µεταφορά χρηµάτων σε διάφορες χώρες, έχει καταστήσει περίπλοκη την εξιχνίαση της πορείας του παράνοµου χρήµατος. Όπως γίνεται αντιληπτό, οι έρευνες καθίστανται περισσότερο δύσκολες εκεί όπου η ταυτότητα του εντολέα ή του τελικού δικαιούχου δεν αναγράφεται στο µήνυµα του ηλεκτρονικού εµβάσµατος. 3.4.2 Σε µια προσπάθεια να διασφαλιστεί ότι το σύστηµα SWIFT ("Society for Worldwide Interbank Financial Telecommunications") δεν χρησιµοποιείται από τους 26

διάφορους εγκληµατίες ως µέσο για να παρεµποδίσουν την ιχνηλάτηση της πορείας του παράνοµου χρήµατος, ο οργανισµός SWIFT κάλεσε όλους τους χρήστες του συστήµατος να βεβαιώνονται όταν στέλλουν µηνύµατα SWIFT MT100 (εµβάσµατα πελατών) ότι τα πεδία για τον εντολέα και δικαιούχο είναι πλήρως συµπληρωµένα είτε µε τα αντίστοιχα ονόµατα και διευθύνσεις τους είτε µε τους αντίστοιχους αριθµούς των λογαριασµών τους. 3.4.3 Συνεπώς, είναι µεγίστης σηµασίας να περιέχονται οι πιο πάνω πληροφορίες σε όλα τα εµβάσµατα που γίνονται µε ηλεκτρονικά µέσα, τόσον εντός Κύπρου όσον και στο εξωτερικό, ανεξάρτητα από το σύστηµα πληρωµών που χρησιµοποιείται. Τα στοιχεία και έγγραφα που χρησιµοποιούνται για την διενέργεια των ηλεκτρονικών πληρωµών και µηνυµάτων πρέπει να τυγχάνουν της ίδιας µεταχείρισης όπως οι άλλες πληροφορίες που τηρούνται προς υποστήριξη καταχωρίσεων στο λογαριασµό του πελάτη και πρέπει να φυλάσσονται για ελάχιστη περίοδο πέντε (5) χρόνων. 3.4.4 Οι τράπεζες πρέπει να βεβαιώνονται ότι όλα τα εισερχόµενα εµβάσµατα περιέχουν τις πιο πάνω πληροφορίες. Σε περίπτωση που οι εν λόγω πληροφορίες παραλείπονται, οι τράπεζες πρέπει να έρχονται σε επαφή µε την τράπεζα του εντολέα και να ζητούν την αποκάλυψη των σχετικών στοιχείων πριν να προχωρήσουν στην εκτέλεση της συναλλαγής ή να ζητούν επιβεβαίωση ότι τα στοιχεία είναι διαθέσιµα στην τράπεζα του εντολέα και ότι η συναλλαγή είναι καθόλα καθαρή και νόµιµη. 3.4.5 Όταν το µέγεθος και η φύση των εισερχοµένων εµβασµάτων είναι ασυνήθης ή ασυµβίβαστη µε την οικονοµική κατάσταση και τη φύση των εργασιών του δικαιούχου, τότε πρέπει να ζητούνται επιπρόσθετα στοιχεία από το δικαιούχο αναφορικά µε τη συναλλαγή και τα γεγονότα που σχετίζονται µε αυτή. Εάν η τράπεζα συνεχίζει να διατηρεί υποψίες αναφορικά µε τη νοµιµότητα της πηγής των χρηµάτων, τότε πρέπει να έρχεται σε επαφή µε την τράπεζα του εντολέα για συλλογή περισσότερων στοιχείων και πληροφοριών. Σε περίπτωση που παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν, η τράπεζα αποτύχει να πάρει επαρκείς πληροφορίες προς πλήρη ικανοποίηση της έτσι που να καθίσταται δυνατή η διάλυση των οποιοδήποτε υποψιών που έχουν εγερθεί, τότε η όλη υπόθεση πρέπει να αναφερθεί στη ΜΟΚΑΣ σύµφωνα µε τις πρόνοιες του Νόµου. 27

4. ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΥΠΟΠΤΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ 4.1 Αναγνώριση υπόπτων συναλλαγών Παρόλο που είναι δύσκολο να δοθεί ορισµός της ύποπτης συναλλαγής καθώς οι τύποι των συναλλαγών που µπορεί να χρησιµοποιηθούν από τους εγκληµατίες που ασχολούνται µε το ξέπλυµα παράνοµου χρήµατος είναι σχεδόν απεριόριστοι, µια ύποπτη συναλλαγή είναι συνήθως ασυµβίβαστη µε τις γνωστές και νόµιµες εργασίες του πελάτη ή τις προσωπικές του δραστηριότητες ή µε το συνηθισµένο κύκλο εργασιών του συγκεκριµένου λογαριασµού. Συνεπώς, είναι επιτακτική ανάγκη οι τράπεζες να προσπαθούν να γνωρίζουν αρκετά για τις δραστηριότητες των πελατών τους ούτως ώστε να είναι σε θέση έγκαιρα να αναγνωρίζουν ότι µια συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών δεν αποτελεί µέρος των συνηθισµένων συναλλαγών ενός συγκεκριµένου πελάτη. 4.2 Παραδείγµατα υπόπτων συναλλαγών Ένας εγκληµατίας που επιδιώκει να ξεπλύνει παράνοµο χρήµα θα προσπαθήσει να χρησιµοποιήσει οποιαδήποτε υπηρεσία που προσφέρεται από τις τράπεζες ως µέσον µετατροπής του χρήµατος από παράνοµο σε καθαρό. Αυτή η διαδικασία µπορεί να ποικίλει από µια απλή συναλλαγή σε µετρητά σε πιο επιτηδευµένες και περιπλοκές συναλλαγές. Για διευκόλυνση των τραπεζών επισυνάπτεται κατάλογος στο Παράρτηµα 1 που περιέχει παραδείγµατα υπόπτων συναλλαγών. Παρόλο που ο εν λόγω κατάλογος δεν περιέχει όλα τα είδη συναλλαγών που πιθανόν να χρησιµοποιηθούν, πιστεύουµε ότι µπορεί να βοηθήσει τους τραπεζίτες στην αναγνώριση των πιο βασικών τρόπων µε τους οποίους ξεπλένεται το παράνοµο χρήµα. Η επισήµανση από τις τράπεζες οποιασδήποτε από τις συναλλαγές που παρατίθενται πιο κάτω πρέπει να αποτελεί αντικείµενο περαιτέρω έρευνας και αιτία αναζήτησης επιπρόσθετων πληροφοριών ή/και εξηγήσεων αναφορικά µε την πηγή και προέλευση των χρηµάτων και τη φύση της συναλλαγής. 4.3 Υποβολή καταστάσεων στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου 4.3.1 Από το Σεπτέµβρη του 1990, όλες οι τράπεζες στην Κύπρο (εγχώριες και διεθνείς) υποβάλλουν πάνω σε µηνιαία βάση κατάσταση µε στοιχεία για τις συνολικές 28

καταθέσεις που δέχονται σε µετρητά τόσο σε κυπριακές λίρες όσο και σε ξένα νοµίσµατα καθώς και διακινήσεις χρηµάτων αναφορικά µε εισερχόµενα και εξερχόµενα εµβάσµατα ηλεκτρονικής µορφής. Η υποβολή των πιο πάνω µηνιαίων καταστάσεων έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιµη γιατί δόθηκε η ευκαιρία στις τράπεζες κατ αρχή να αξιολογήσουν και ακολούθως να ενισχύσουν τα συστήµατα εσωτερικού ελέγχου και παρακολούθησης των εργασιών τους µε σκοπό την έγκαιρη επισήµανση συναλλαγών που δυνατόν να στοχεύουν στο ξέπλυµα παράνοµου χρήµατος. 4.3.2 Υπενθυµίζεται ότι η Κεντρική Τράπεζα έχει ζητήσει από όλες τις τράπεζες όπως προσαρµόσουν τα αυτοµατοποιηµένα λογιστικά τους συστήµατα ούτως ώστε όλες οι καταθέσεις σε µετρητά και τα ηλεκτρονικά εµβάσµατα που υπερβαίνουν τα όρια που καθορίστηκαν για τη συµπλήρωση της µηνιαίας κατάστασης, να µπορούν να γίνονται αντιληπτά την ώρα της συναλλαγής ούτως ώστε να είναι δυνατή η αναφορά ακριβών και ολοκληρωµένων στοιχείων στην εν λόγω κατάσταση. Προτρέπονται όλες οι τράπεζες όπως επιβεβαιώσουν ότι πράγµατι τα στοιχεία που υποβάλλονται είναι ορθά και ολοκληρωµένα και ότι η µηνιαία κατάσταση ετοιµάζεται σύµφωνα µε τις οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Στο Παράρτηµα 2 επισυνάπτονται το έντυπο της «Μηνιαίας Κατάστασης Σηµαντικών Πράξεων σε Μετρητά και ιακίνησης Χρηµάτων» καθώς και επεξηγηµατικές πληροφορίες για την συµπλήρωσή της. 29

5. ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ ΙΑ ΙΚΑΣΙΕΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΥΠΟΠΤΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ 5.1 Εισαγωγή Η νοµική υποχρέωση για αναφορά οποιασδήποτε πεποίθησης ή υποψίας σχετικά µε συναλλαγές ξεπλύµατος παράνοµου χρήµατος πηγάζει από τα άρθρα (27) και (67) του Νόµου. Ο Νόµος απαιτεί (άρθρο 27) ότι οποιαδήποτε γνώση ή εύλογη υποψία σχετικά µε ξέπλυµα παράνοµου χρήµατος πρέπει να αποκαλύπτεται αµέσως σε αστυνοµικό ή στη ΜΟΚΑΣ. Επίσης, σύµφωνα µε το άρθρο 26, προνοείται ότι τέτοια αποκάλυψη δεν λογίζεται ως παραβίαση οποιουδήποτε συµβατικού περιορισµού στην αποκάλυψη πληροφοριών που έχουν οι τράπεζες έναντι των πελατών τους. Ο Νόµος αναγνωρίζει επίσης το γεγονός (άρθρο 26) ότι µια υποψία µπορεί να εγερθεί µετά την ολοκλήρωση µιας συγκεκριµένης συναλλαγής και, ως εκ τούτου, επιτρέπει την εκ των υστέρων αποκάλυψή της, νοουµένου ότι γίνεται αυτόβουλα και χωρίς καθυστέρηση αµέσως µόλις αυτό είναι εύλογα δυνατό να γίνει. Ο Νόµος, σύµφωνα µε τα άρθρα (58) και (67), απαιτεί όπως οι τράπεζες εφαρµόσουν διαδικασίες εσωτερικής αναφοράς και καθορίσουν συγκεκριµένο πρόσωπο (που στο εξής θα αναφέρεται ως Λειτουργός Συµµόρφωσης ) στο οποίο οι υπάλληλοι της τράπεζας θα αναφέρουν τις υποψίες τους ή την πεποίθησή τους σχετικά µε συναλλαγές ξεπλύµατος παράνοµου χρήµατος. Στις περιπτώσεις υπαλλήλων οργανισµών που παρέχουν χρηµατοοικονοµικές υπηρεσίες, ο Νόµος αναγνωρίζει, σύµφωνα µε το άρθρο (26), ότι η εσωτερική αναφορά στο Λειτουργό Συµµόρφωσης θεωρείται ότι συνιστά εκπλήρωση της νοµικής υποχρέωσης για αποκάλυψη πληροφοριών που απορρέει από το άρθρο (27). ηλαδή, εφόσον ο τραπεζικός υπάλληλος έχει αναφέρει τις υποψίες του στο Λειτουργό Συµµόρφωσης, αυτός θεωρείται ότι έχει ανταποκριθεί πλήρως στις νοµικές του υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο (27). 30

5.2 ιορισµός Λειτουργού Συµµόρφωσης Σύµφωνα µε τις πρόνοιες του Νόµου, όλες οι τράπεζες οφείλουν να προχωρήσουν αµέσως στο διορισµό Λειτουργού Συµµόρφωσης. Το πρόσωπο που θα επιλεγεί πρέπει να ανήκει ιεραρχικά στα ανώτερα στελέχη της τράπεζας ούτως ώστε να απολαµβάνει το επιθυµητό υπό τις περιστάσεις κύρος. Εάν το επιθυµούν, οι τράπεζες µπορούν να διορίσουν και Βοηθούς Λειτουργούς Συµµόρφωσης κατά διεύθυνση, γεωγραφική περιφέρεια ή άλλως, µε σκοπό την έµµεση διαβίβαση εσωτερικών εκθέσεων αναφοράς στο Λειτουργό Συµµόρφωσης. Υπό το φως των ανωτέρω, καλούνται οι τράπεζες όπως ενηµερώνουν την Κεντρική Τράπεζα, πάνω σε συνεχή βάση, για τα ονόµατα και τους τίτλους των προσώπων στους οποίους αναθέτουν, από καιρό σε καιρό, τα καθήκοντα του Λειτουργού Συµµόρφωσης ή Βοηθού Λειτουργού Συµµόρφωσης. 5.3 Καθήκοντα Λειτουργού Συµµόρφωσης Ο ρόλος και οι ευθύνες των Λειτουργών Συµµόρφωσης, συµπεριλαµβανοµένων και των Βοηθών τους, πρέπει να καταγραφούν στα κατάλληλα εγχειρίδια διαδικασιών ή/και περιγραφών καθηκόντων των υπαλλήλων της τράπεζας. Τα ελάχιστα καθήκοντα του Λειτουργού Συµµόρφωσης, πρέπει να περιλαµβάνουν τα ακόλουθα: (α) (β) Τη λήψη πληροφοριών από υπαλλήλους της τράπεζας οι οποίες δηµιουργούν την πεποίθηση ή υποψία για ξέπλυµα παράνοµου χρήµατος. είγµα τέτοιας εσωτερικής έκθεσης αναφοράς (που στο εξής θα αναφέρεται ως Εσωτερική Έκθεση Αναφοράς Υποψιών για Ξέπλυµα Παράνοµου Χρήµατος ) επισυνάπτεται στο Παράρτηµα 3 αυτής της Οδηγίας. Όλες οι εκθέσεις πρέπει να αρχειοθετούνται και να τηρούνται σε ξεχωριστό φάκελο. Την αξιολόγηση και έλεγχο των λαµβανόµενων πληροφοριών βάσει της παραγράφου (α) πιο πάνω, µε αναφορά σε άλλες διαθέσιµες πηγές 31