26 Ιανουαρίου 2010 Ο ΗΓΟΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 11, 12, 14, 17, 18, 19 ΚΑΙ 20 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ) ΑΡΙΘ. 178/2002 ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΟΝΙΜΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΦΙΚΗ ΑΛΥΣΙ Α ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ 1
26 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2010... 1 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΟΝΙΜΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΦΙΚΗ ΑΛΥΣΙ Α ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ... 1 ΕΙΣΑΓΩΓH... 4 I. ΑΡΘΡΟ 14...7 I.1. ΣΚΕΠΤΙΚΟ... 10 I.2. ΣΥΝΈΠΕΙΕΣ... 10 I.3. ΣΥΜΒΟΛΗ/ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ... 10 I.3.1. ΑΡΘΡΟ 14 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1... 10 I.3.2. ΑΡΘΡΟ 14 ΠΑΡΆΓΡΑΦΟΣ 2... 10 I.3.3. ΑΡΘΡΟ 14 ΠΑΡΆΓΡΑΦΟΣ 3 ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΚΑΤΑ ΠΟΣΟ ΕΝΑ ΤΡΌΦΙΜΟ ΕΙΝΑΙ ΜΗ ΑΣΦΑΛΕΣ... 11 I.3.4. ΑΡΘΡΟ 14 ΠΑΡΆΓΡΑΦΟΣ 4 ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΚΑΤΑ ΠΟΣΟ ΈΝΑ ΤΡΌΦΙΜΟ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΒΛΑΒΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ... 12 I.3.5. ΑΡΘΡΟ 14 ΠΑΡΆΓΡΑΦΟΣ 5 ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΚΑΤΑ ΠΟΣΟ ΈΝΑ ΤΡΌΦΙΜΟ ΕΙΝΑΙ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ... 12 I.3.6. ΑΡΘΡΟ 14 ΠΑΡΆΓΡΑΦΟΣ 7. ΤΡΌΦΙΜΑ ΠΟΥ ΣΥΜΜΟΡΦΏΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΤΡΟΦΊΜΩΝ... 12 II. ΑΡΘΡΟ 17... 14 II.1. ΣΚΕΠΤΙΚΟ... 15 II.2. ΣΥΝΈΠΕΙΕΣ... 15 II.3. ΣΥΜΒΟΛΉ/ΑΝΤΊΚΤΥΠΟΣ... 16 II.3.1. ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗΣ... 16 II.3.2. ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΌΣ ΕΥΘΥΝΏΝ... 16 III. ΑΡΘΡΟ 18... 18 III.1. ΣΚΕΠΤΙΚΟ... 19 III.2. ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ... 20 III.3. ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΣΤΟΥΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ... 20 III.3.1. ΠΕ ΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΉΣ ΤΗΣ ΑΠΑΊΤΗΣΗΣ ΑΝΙΧΝΕΥΣΙΜΌΤΗΤΑΣ... 20 i) Καλυπτόµενα προϊόντα... 20 ii) Καλυπτόµενες επιχειρήσεις... 21 iii) Εφαρµογή σε εξαγωγείς τρίτων χωρών (σε συνδυασµό µε το άρθρο 11)... 22 III.3.2. ΕΦΑΡΜΟΓΉ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΉΣΕΩΝ ΑΝΙΧΝΕΥΣΙΜΌΤΗΤΑΣ... 22 2
i) Προσδιορισµός των προµηθευτών και των πελατών από τους υπευθύνους επιχειρήσεων τροφίµων... 23 ii) Εσωτερική ανιχνευσιµότητα... 23 iii) Συστήµατα ανιχνευσιµότητας που θεσπίζονται µε ειδική νοµοθεσία... 24 iv) Στοιχεία προς τήρηση... 24 v) Χρόνος αντίδρασης για τη διαθεσιµότητα των στοιχείων ανιχνευσιµότητας... 25 vi) ιάρκεια διατήρησης αρχείων... 25 IV. ΑΡΘΡΟ 19... 27 IV.1. ΣΚΕΠΤΙΚΟ... 27 IV.2. ΣΥΝΈΠΕΙΕΣ... 28 IV.3. ΣΥΜΒΟΛΗ/ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ... 28 IV.3.1. ΑΡΘΡΟ 19 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1... 28 i) Υποχρέωση απόσυρσης... 29 ii) Κοινοποίηση της απόσυρσης στις αρµόδιες αρχές... 30 iii) Μέθοδοι κοινοποίησης προς τις αρµόδιες αρχές... 30 iv) Ανάκληση και ενηµέρωση των καταναλωτών... 30 v) Ευθύνη για την εφαρµογή του άρθρου 19 παράγραφος 1... 30 IV.3.2. ΑΡΘΡΟ 19 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2... 31 IV.3.3. ΑΡΘΡΟ 19 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3... 31 IV.3.4. ΑΡΘΡΟ 19 ΠΑΡΆΓΡΑΦΟΣ 4... 32 IV.3.5. ΚΟΙΝΟΠΟΊΗΣΗ ΣΤΟ ΣΎΣΤΗΜΑ ΕΓΚΑΙΡΗΣ ΠΡΟΕΙ ΟΠΟΊΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΤΡΌΦΙΜΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΖΩΟΤΡΟΦΈΣ (RASFF)... 33 V. ΑΡΘΡΟ 20... 34 V.1. ΣΚΕΠΤΙΚΟ... 34 V.2. ΣΥΝΈΠΕΙΕΣ... 35 V.3. ΣΥΜΒΟΛΗ / ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ... 35 V.3.1. ΑΡΘΡΟ 20 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1... 35 i) Απόσυρση και κοινοποίηση στις αρµόδιες αρχές... 35 ii) Καταστροφή... 36 iii) Ενηµέρωση των χρηστών και ανάκληση... 36 V.3.2. ΑΡΘΡΟ 20 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ 2, 3 ΚΑΙ 4... 37 VI. ΑΡΘΡΟ 11... 38 VII. ΑΡΘΡΟ 12... 39 VII.1. ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΌΧΟΣ... 39 VII.2. ΠΕ ΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΉΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 12... 40 VII.3. ΑΡΘΡΟ 12 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1... 40 VII.4. ΑΡΘΡΟ 12 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2... 41 3
ΕΙΣΑΓΩΓH Στις 28 Ιανουαρίου 2002 εκδόθηκε ο κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 1 (στο εξής «ο κανονισµός»). Ένας από τους στόχους του είναι η καθιέρωση κοινών ορισµών και ο καθορισµός γενικών κατευθυντήριων αρχών και θεµιτών στόχων για τη νοµοθεσία για τα τρόφιµα, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η προστασία της υγείας σε υψηλά επίπεδα και η αποτελεσµατική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Το κεφάλαιο ΙΙ του κανονισµού αποσκοπεί στην εναρµόνιση σε κοινοτικό επίπεδο των αρχών (άρθρα 5 έως 10) και των απαιτήσεων (άρθρα 14 έως 21) της γενικής νοµοθεσίας για τα τρόφιµα, οι οποίες υφίστανται ήδη στη νοµική ιστορία των κρατών µελών, µέσω της θεώρησής τους υπό το πρίσµα της ευρωπαϊκής διάστασης, καθώς και στη διαµόρφωση του βασικού πλαισίου ορισµών, αρχών και απαιτήσεων για τη µελλοντική ευρωπαϊκή νοµοθεσία για τα τρόφιµα. Η Γενική ιεύθυνση Υγείας και Προστασίας των Καταναλωτών, ακολουθώντας µια άτυπη εργασιακή πρακτική, συνέστησε οµάδα εργασίας µε ειδικούς από τα κράτη µέλη, µε την αποστολή να διερευνήσει και να επιτύχει συναίνεση σε σειρά θεµάτων σχετικά µε την εφαρµογή και την ερµηνεία του κανονισµού. 1 Κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισµό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίµων και τον καθορισµό διαδικασιών σε θέµατα ασφαλείας των τροφίµων. 4
Επιπλέον, για λόγους διαφάνειας, η Επιτροπή παρότρυνε όλα τα ενδιαφερόµενα µέρη να συζητήσουν ανοιχτά και σε διάφορα φόρουµ σχετικά µε την εφαρµογή του κανονισµού, έτσι ώστε τα κράτη µέλη και οι διάφοροι κοινωνικοοικονοµικοί φορείς να µπορέσουν να εκφράσουν τη γνώµη τους. Για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή διοργάνωσε συνάντηση µε εκπροσώπους των κρατών µελών, παραγωγών, εκπροσώπων της βιοµηχανίας, του εµπορίου και των καταναλωτών, προκειµένου να συζητηθούν θέµατα γενικής φύσης σχετικά µε την εφαρµογή του κανονισµού (η συνάντηση αυτή διεξήχθη στις 19 Απριλίου). Ωστόσο, πρέπει να σηµειωθεί ότι τα ζητήµατα σχετικά µε τη µη συµµόρφωση της νοµοθεσίας των κρατών µελών µε τον κανονισµό παραµένουν εκτός του πεδίου των εν λόγω εργασιών και θα συνεχίσουν να εξετάζονται σύµφωνα µε τις προκαθορισµένες διαδικασίες της Επιτροπής. Τέλος, η µόνιµη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων ενέκρινε τα ακόλουθα συµπεράσµατα στη συνεδρίασή της στις 20 εκεµβρίου 2004 και θεωρεί ότι η χρήσιµη αυτή διαδικασία πρέπει να συνεχιστεί υπό το πρίσµα της εµπειρίας που αποκοµίστηκε από την 1η Ιανουαρίου 2005 µε την εφαρµογή του κανονισµού. Τα συµπεράσµατα αυτά θα κοινοποιηθούν στα ενδιαφερόµενα µέρη. Έκτοτε, το έγγραφο κατευθύνσεων αναθεωρήθηκε και συµπληρώθηκε. Ένα νέο τµήµα αναπτύχθηκε σχετικά µε τις απαιτήσεις για την ασφάλεια των τροφίµων και οι τοµείς σχετικά µε την ανιχνευσιµότητα, την απόσυρση/ανάκληση και εξαγωγή τροφίµων και ζωοτροφών αναδιαµορφώθηκαν µε σκοπό την απλοποίηση, αποσαφήνιση και συµπλήρωσή τους. Η µόνιµη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων ενέκρινε την αναθεωρηµένη έκδοση του εγγράφου κατευθύνσεων στη συνεδρίαση της της 26ης Ιανουαρίου 2010. Το παρόν έγγραφο έχει σκοπό να βοηθήσει όλους τους φορείς που αποτελούν µέρος της αλυσίδας των τροφίµων να κατανοήσουν καλύτερα και να εφαρµόσουν σωστά και οµοιόµορφα τον κανονισµό. Ωστόσο, το έγγραφο αυτό δεν έχει επίσηµο νοµικό καθεστώς και, σε περίπτωση διαφωνίας, την τελική ευθύνη για την ερµηνεία του νόµου έχει το Ευρωπαϊκό ικαστήριο. Σηµειώνεται επίσης ότι ορισµένα θέµατα, που αφορούν µια συγκεκριµένη κατηγορία υπευθύνων επιχειρήσεων τροφίµων, έχουν εξεταστεί σε γραπτή θέση της Επιτροπής 2. Παρακάτω εξετάζονται τα ακόλουθα ζητήµατα: 2 Γραπτή ερώτηση E-2704/04 του κ. W. Pieck σχετικά µε την εφαρµογή των απαιτήσεων ανιχνευσιµότητας στα φιλανθρωπικά ιδρύµατα. 5
Απαιτήσεις που αφορούν την ασφάλεια των τροφίµων (άρθρο 14) Υποχρεώσεις (άρθρο 17) Ανιχνευσιµότητα (άρθρο 18) Απόσυρση, ανάκληση και κοινοποίηση για τα τρόφιµα και τις ζωοτροφές (άρθρα 19 και 20) σχετικά µε τις απαιτήσεις για την ασφάλεια των τροφίµων και των ζωοτροφών (άρθρα 14 και 15) Εισαγωγές και εξαγωγές (άρθρα 11 και 12). * * * 6
I. ΑΡΘΡΟ 14 ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ Αιτιολογική σκέψη 1 Η ελεύθερη κυκλοφορία ασφαλών και υγιεινών τροφίµων είναι θεµελιώδης πτυχή της εσωτερικής αγοράς και συµβάλλει σηµαντικά στην υγεία και την ευηµερία των πολιτών και διασφαλίζει τα κοινωνικά και οικονοµικά τους συµφέροντα. Αιτιολογική σκέψη 10 Η πείρα έχει δείξει ότι είναι αναγκαίο να θεσπίζονται µέτρα που εγγυώνται ότι δεν κυκλοφορούν στην αγορά µη ασφαλή τρόφιµα και εξασφαλίζουν ότι υπάρχουν τα συστήµατα για τον εντοπισµό και την επίλυση των προβληµάτων σχετικά µε την ασφάλεια των τροφίµων, προκειµένου να εξασφαλίζεται η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να προστατεύεται η ανθρώπινη υγεία. Θα πρέπει να αντιµετωπίζονται και παρόµοια ζητήµατα σχετικά µε την ασφάλεια των ζωοτροφών. Αιτιολογική σκέψη 23 Η ασφάλεια και η εµπιστοσύνη των καταναλωτών εντός της Κοινότητας και στις τρίτες χώρες έχουν θεµελιώδη σηµασία. Η Κοινότητα αποτελεί σηµαντικό εµπορικό παράγοντα στον τοµέα των τροφίµων και των ζωοτροφών παγκοσµίως, µε αυτή δε την ιδιότητα, έχει συνάψει διεθνείς εµπορικές συµφωνίες, συµβάλλει στην ανάπτυξη διεθνών προτύπων πάνω στα οποία βασίζεται η νοµοθεσία για τα τρόφιµα και υποστηρίζει τις αρχές του ελεύθερου εµπορίου ασφαλών και υγιεινών τροφίµων και ασφαλών, υγιών ζωοτροφών χωρίς την επιβολή διακρίσεων σύµφωνα µε θεµιτές και δεοντολογικές εµπορικές πρακτικές. Αιτιολογική σκέψη 26 Ορισµένα κράτη µέλη έχουν θεσπίσει οριζόντια νοµοθεσία για την ασφάλεια των τροφίµων που επιβάλει, ειδικότερα, τη γενική υποχρέωση στους οικονοµικούς παράγοντες να θέτουν σε κυκλοφορία στην αγορά µόνο τρόφιµα ασφαλή. Ωστόσο, αυτά τα κράτη µέλη εφαρµόζουν διαφορετικά βασικά κριτήρια για να καθορίζουν εάν ένα τρόφιµο είναι ασφαλές. εδοµένων αυτών των διαφορετικών προσεγγίσεων και της έλλειψης οριζόντιας νοµοθεσίας σε άλλα κράτη µέλη, ενδέχεται να δηµιουργηθούν εµπόδια στο εµπόριο τροφίµων. Οµοίως, τέτοια εµπόδια ενδέχεται να δηµιουργηθούν στο εµπόριο ζωοτροφών. Αιτιολογική σκέψη 27 Είναι συνεπώς ανάγκη να καθοριστούν οι γενικές απαιτήσεις ώστε να κυκλοφορούν µόνο ασφαλή τρόφιµα και ζωοτροφές στην αγορά, προκειµένου να εξασφαλιστεί ότι η εσωτερική αγορά τέτοιων προϊόντων λειτουργεί αποτελεσµατικά. Άρθρο 14 1. Τρόφιµα τα οποία είναι µη ασφαλή δεν διατίθενται στην αγορά. 7
2. Τα τρόφιµα θεωρούνται ως µη ασφαλή όταν εκτιµάται ότι είναι: α) επιβλαβή για την υγεία, β) ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση 3. Προκειµένου να καθοριστεί εάν ένα τρόφιµο είναι µη ασφαλές, πρέπει να λαµβάνονται υπόψη τα εξής: α) οι κανονικές συνθήκες χρήσης του τροφίµου από τους καταναλωτές σε όλα τα στάδια της παραγωγής, µεταποίησης και διανοµής του και β) οι πληροφορίες που παρέχονται στον καταναλωτή, συµπεριλαµβανοµένων των πληροφοριών που παρέχονται στην ετικέτα, ή άλλες πληροφορίες που γενικά είναι διαθέσιµες στον καταναλωτή σχετικά µε την αποφυγή συγκεκριµένων αρνητικών συνεπειών για την υγεία από συγκεκριµένο τρόφιµο ή κατηγορία τροφίµων 4. Προκειµένου να καθοριστεί εάν ένα τρόφιµο είναι επιβλαβές για την υγεία, πρέπει να λαµβάνονται υπόψη τα εξής: α) όχι µόνον οι πιθανές άµεσες ή/και βραχυπρόθεσµες ή/και µακροπρόθεσµες συνέπειες του τροφίµου αυτού στην υγεία του ατόµου που το καταναλώνει, αλλά επίσης στις επερχόµενες γενεές, β) οι πιθανές σωρευτικές τοξικές συνέπειες, γ) οι ιδιαίτερες ευαισθησίες όσον αφορά την υγεία συγκεκριµένης κατηγορίας καταναλωτών, όταν το τρόφιµο προορίζεται για την εν λόγω κατηγορία καταναλωτών 5. Κατά τον προσδιορισµό του κατά πόσο ένα τρόφιµο είναι ακατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση, δίδεται προσοχή στο κατά πόσο το εν λόγω τρόφιµο δεν µπορεί να γίνει δεκτό για ανθρώπινη κατανάλωση σύµφωνα µε τη χρήση για την οποία προορίζεται, λόγω µόλυνσης προερχόµενης είτε από ξένες ουσίες είτε από άλλον παράγοντα, ή λόγω σήψης, αλλοίωσης ή αποσύνθεσης. 6. Όταν ένα τρόφιµο που είναι µη ασφαλές αποτελεί µέρος στοίβας, παρτίδας ή αποστελλόµενου φορτίου τροφίµων της ίδιας κατηγορίας ή περιγραφής, θεωρείται ότι όλα τα τρόφιµα στην εν λόγω στοίβα, παρτίδα ή στο φορτίο είναι επίσης µη ασφαλή, εκτός εάν ύστερα από λεπτοµερή αξιολόγηση δεν βρεθούν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι και το υπόλοιπο της στοίβας, της παρτίδας ή του φορτίου είναι µη ασφαλές. 7. Τα τρόφιµα που συµµορφώνονται προς ειδικές κοινοτικές διατάξεις που διέπουν την 8
ασφάλεια των τροφίµων θεωρούνται ασφαλή όσον αφορά τις πτυχές που καλύπτονται από τις ειδικές κοινοτικές διατάξεις. 8. Η συµµόρφωση ενός τροφίµου προς συγκεκριµένες διατάξεις που ισχύουν γι' αυτό, δεν εµποδίζει τη λήψη κατάλληλων µέτρων από την πλευρά των αρµόδιων αρχών προκειµένου να επιβάλουν περιορισµούς στη διάθεσή του στην αγορά ή να απαιτήσουν την απόσυρσή του από την αγορά όταν συντρέχουν λόγοι υποψίας ότι, παρά τη συµµόρφωση του, το τρόφιµο είναι µη ασφαλές. 9. Ελλείψει ειδικών κοινοτικών µέτρων, ένα τρόφιµο θεωρείται ασφαλές όταν συµµορφώνεται µε τις ειδικές διατάξεις της εθνικής νοµοθεσίας του κράτους µέλους στην επικράτεια του οποίου διατίθεται, διατάξεις οι οποίες συντάσσονται και εφαρµόζονται µε την επιφύλαξη της συνθήκης, ιδίως δε των άρθρων 28 και 30. 9
I.1. Σκεπτικό Η ασφάλεια και η αποδοχή των τροφίµων έχουν καθοριστική σηµασία. Οι καταναλωτές πρέπει να έχουν εµπιστοσύνη και να διαβεβαιώνονται ότι τα τρόφιµα που αγοράζουν θα είναι αυτά που προσδοκούν να είναι και δεν θα τους βλάψουν ούτε θα τους επηρεάσουν δυσµενώς. Ο στόχος του άρθρου 14 είναι η προστασία του καταναλωτή από τρόφιµα τα οποία είτε αποτελούν κίνδυνο για την υγεία είτε είναι απαράδεκτα. Το άρθρο 14 ορίζει τις γενικές απαιτήσεις για την ασφάλεια των τροφίµων που χρησιµοποιούνται µε τις απαιτήσεις διαχείρισης κινδύνων που καλύπτονται από το άρθρο 19 για τη µείωση ή την εξάλειψη κάθε κινδύνου που οφείλεται στη διάθεση µη ασφαλών τροφίµων στην αγορά. I.2. Συνέπειες Ο στόχος του εν λόγω άρθρου είναι η προστασία της δηµόσιας υγείας. Το άρθρο αυτό, ως εκ τούτου, θεσπίζει τους παράγοντες που θα πρέπει να λαµβάνονται υπόψη όταν αποφασίζεται κατά πόσον ένα τρόφιµο, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του κανονισµού, είναι επιβλαβές για την υγεία ή ακατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση. Οι απαιτήσεις του άρθρου 14 εφαρµόζονται σε τρόφιµα τα οποία «διατίθενται στην αγορά». Ο ορισµός της έννοιας «διάθεση στην αγορά» 3 είναι αρκετά ευρύς και περιλαµβάνει όλες τις πωλήσεις και προµήθειες, συµπεριλαµβανοµένων των µεµονωµένων πωλήσεων, των δωρεάν µεµονωµένων προµηθειών και την κατοχή τροφίµων µε σκοπό την πώλησή τους. Το άρθρο, εντούτοις, δεν καλύπτει πρωτογενή παραγωγή για ιδιωτική οικιακή χρήση ή τη χρήση τροφίµων για ιδιωτική οικιακή κατανάλωση, που εξαιρούνται από το άρθρο 1 παράγραφος 3 του κανονισµού. I.3. Συµβολή/αντίκτυπος I.3.1. Άρθρο 14 παράγραφος 1 Το παρόν άρθρο απαγορεύει τη διάθεση τροφίµου στην αγορά αν είναι µη ασφαλές. Ο όρος «µη ασφαλές» ορίζεται παρακάτω. I.3.2. Άρθρο 14 παράγραφος 2 Ένα τρόφιµο θεωρείται ότι είναι «µη-ασφαλές» αν είναι είτε: επιβλαβές για την υγεία, είτε ακατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση. 3 Η «διάθεση στην αγορά» ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 8 του κανονισµού (EΚ) αριθ. 178/2002, ως «η κατοχή τροφίµων [ ] για πώληση ή οποιασδήποτε άλλης µορφής µεταβίβασης, είτε αυτή γίνεται δωρεάν είτε όχι, και η ίδια η πώληση, η διανοµή ή οι άλλες µορφές µεταβίβασης». 10
Τρόφιµο επιβλαβές για την υγεία Μόλις αναγνωριστεί ένας κίνδυνος ο οποίος δύναται να καταστήσει ένα τρόφιµο επιβλαβές για την υγεία, θα πρέπει να γίνει αξιολόγηση του εν λόγω κινδύνου, λαµβάνοντας υπόψη τους παράγοντες του άρθρου 14 παράγραφος 3 και παράγραφος 4. εν ελέγχονται όλοι οι κίνδυνοι που θα µπορούσαν να εντοπιστούν σε τρόφιµα µε συγκεκριµένους κανονισµούς. Τα τρόφιµα θα µπορούσαν να είναι επιβλαβή για την υγεία χωρίς να υπερβαίνουν ένα συγκεκριµένο νόµιµο όριο. Παραδείγµατος χάρη, αυτό θα µπορούσε να ισχύει σε περίπτωση που γυαλί, το οποίο δεν αποτελεί µια ειδικά απαγορευµένη ουσία, βρεθεί µέσα σε τρόφιµο ή, παραδείγµατος χάρη, αν εντοπιστεί επικίνδυνη χηµική ουσία που δεν προβλέπεται ονοµαστικά από τη νοµοθεσία µεταξύ των µολυσµατικών προσµείξεων τροφίµων. Το βασικό σηµείο είναι ότι µόλις εντοπιστεί οιαδήποτε µορφή κινδύνου, η πρώτιστη ανάγκη είναι η αξιολόγηση του κινδύνου που µπορεί να συνεπάγεται για την υγεία. Όταν υπάρχουν ανησυχίες ως προς το αν ένα συγκεκριµένο τρόφιµο είναι επιβλαβές για την υγεία, οι επιχειρήσεις τροφίµων θα πρέπει να εξετάσουν πόσο σοβαρός είναι ο κίνδυνος στο πλαίσιο αυτό. Αυτό θα τους επιτρέψει να λάβουν αποφάσεις ως προς την ενδεδειγµένη ενέργεια στην οποία θα πρέπει να προβούν. Η ευθύνη για την αξιολόγηση του κινδύνου ανήκει στους υπεύθυνους των επιχειρήσεων τροφίµων, κάτω από τον έλεγχο των αρµόδιων εθνικών αρχών µόλις ενηµερωθούν, όπως αναφέρεται στο άρθρο 17. Τρόφιµα ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση Η κεντρική έννοια του ακατάλληλου τροφίµου είναι η µη αποδοχή του. Τα τρόφιµα δύναται να καταστούν ακατάλληλα λόγω µόλυνσης, όπως εκείνη που προκαλείται από υψηλό επίπεδο µη παθογόνου µικροβιολογικής µόλυνσης (βλ. άρθρο 14 παράγραφοι 3 και 5 του κανονισµού), από την παρουσία ξένων σωµάτων, από απαράδεκτη γεύση ή οσµή καθώς και από περισσότερο προφανή φθορά όπως σήψη ή αποσύνθεση. I.3.3. Άρθρο 14 παράγραφος 3 Ζητήµατα που καθορίζουν κατά πόσο ένα τρόφιµο είναι µη ασφαλές Ένα τρόφιµο δύναται να είναι µη ασφαλές εξαιτίας εγγενούς ιδιότητάς του, όπως µόλυνση από παθογόνα βακτηρίδια. Εντούτοις, το τροφίµο δεν θα πρέπει να θεωρηθεί µη ασφαλές αν οι κανονικές συνθήκες χρήσης του θα το καθιστούσαν ασφαλές [(βλ. άρθρο 14 παράγραφος 3 στοιχείο α)]. Παραδείγµατος χάρη, είναι γενικά αποδεκτό ότι τα περισσότερα κρέατα χρειάζεται να µαγειρευτούν σωστά για να καταναλωθούν µε ασφάλεια. Αφετέρου, όπου, σε ορισµένες περιπτώσεις, ουσιώδεις πληροφορίες ως προς τη χρήση του τροφίµου δεν παρέχονται ή είναι ανακριβείς, αυτό θα µπορούσε να καταστήσει το τρόφιµο µη ασφαλές. Το άρθρο 14 παράγραφος 3 στοιχείο β) αναφέρει ότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι πληροφορίες που παρέχονται στον καταναλωτή, συµπεριλαµβανοµένων των πληροφοριών που παρέχονται στην ετικέτα, ή άλλες πληροφορίες που γενικά είναι διαθέσιµες στον καταναλωτή σχετικά µε την αποφυγή συγκεκριµένων αρνητικών συνεπειών για την υγεία από συγκεκριµένο τρόφιµο ή κατηγορία τροφίµων. Ένα παράδειγµα αυτού θα µπορούσε να είναι η περίπτωση κατά την οποία ένα τρόφιµο ή συστατικό τροφίµου δύναται να αποτελέσει κίνδυνο για την υγεία συγκεκριµένης οµάδας καταναλωτών αν υποχρεωτικές πληροφορίες σχετικά µε το εν λόγω τρόφιµο ή ένα από τα συστατικά του δεν έχουν γνωστοποιηθεί. 11
I.3.4. Άρθρο 14 παράγραφος 4 Ζητήµατα που καθορίζουν κατά πόσο ένα τρόφιµο είναι επιβλαβές για την υγεία Η έννοια «επιβλαβές για την υγεία» σχετίζεται µε τη δυνατότητα πρόκλησης βλάβης στην ανθρώπινη υγεία. Ένα παράδειγµα θα µπορούσε να είναι η τοξίνη αλλαντίαση σε ένα µεταποιηµένο τρόφιµο. Το τρόφιµο θα µπορούσε να είναι επιβλαβές ακόµη και αν η βλάβη ήταν σωρευτική ή εµφανίστηκε µόνο µετά από µακρά χρονική περίοδο, όπως η µόλυνση µε διοξίνες, µεθυλικό υδράργυρο ή γονιδιοτοξικά καρκινογόνα που θα µπορούσαν να επηρεάσουν τις επόµενες γενιές. Το άρθρο 14 παράγραφος 4 στοιχείο γ) απαιτεί, όταν ένα τρόφιµο παράγεται για οµάδα καταναλωτών µε ιδιαίτερες ευαισθησίες όσον αφορά την υγεία (π.χ. δυσανεξία ή αλλεργία), τότε οι εν λόγω ευαισθησίες θα πρέπει να λαµβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισµό του αν ένα τρόφιµο είναι επιβλαβές για την υγεία. Ένα παράδειγµα θα µπορούσε να είναι ένα τρόφιµο το οποίο επιµολύνθηκε ακούσια µε ξηρούς καρπούς και θα µπορούσε να είναι επιβλαβές για την υγεία εάν προοριζόταν για άτοµα τα οποία χρειάζονται δίαιτα απαλλαγµένη ξηρών καρπών. Εντούτοις, όταν ένα προϊόν δεν φέρει ισχυρισµό ότι προορίζεται για οµάδα µε ιδιαίτερες ευαισθησίες υγείας, το γεγονός ότι µπορεί να είναι επιβλαβές για την εν λόγω οµάδα δεν σηµαίνει αυτόµατα ότι είναι επιβλαβές κατά την έννοια που περιγράφεται στον κανονισµό (εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η υποχρεωτική πληροφόρηση δεν γνωστοποιήθηκε κατάλληλα). I.3.5. Άρθρο 14 παράγραφος 5 Ζητήµατα που καθορίζουν κατά πόσο ένα τρόφιµο είναι ακατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση Η έννοια «ακατάλληλο» σχετίζεται µε τον µη αποδεκτό χαρακτήρα. Ορισµένα τρόφιµα θα µπορούσαν να µην συνεπάγονται κίνδυνο για την υγεία αλλά να εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται ακατάλληλα, δεδοµένου ότι θα µπορούσαν λογικά να θεωρούνται ως απαράδεκτα για ανθρώπινη κατανάλωση. Ορισµένα παραδείγµατα είναι τα εξής: Ψάρια σε αποσύνθεση µε έντονη οσµή ή Νύχι µέσα σε σάντουιτς. Ένα τρόφιµο δύναται επίσης να είναι ακατάλληλο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες θα µπορούσε επίσης να συνεπάγεται κίνδυνο για την υγεία ανάλογα µε τον βαθµό της µόλυνσης. Για παράδειγµα: Ορισµένοι τύποι µουχλιασµένων τροφίµων. Αυτό θα µπορούσε να περιλαµβάνει τρόφιµα τα οποία περιέχουν µούχλα η οποία δεν είναι άµεσα εµφανής (π.χ. σε γέµιση φρούτων) και δεν πρόκειται για κανονικό χαρακτηριστικό του προϊόντος Ψάρια που περιέχουν παράσιτα ή Τρόφιµα που περιέχουν αφύσικα υψηλό επίπεδο µη παθογόνων µικροοργανισµών. I.3.6. Άρθρο 14 παράγραφος 7. Τρόφιµα που συµµορφώνονται µε την νοµοθεσία για την ασφάλεια των τροφίµων 12
Η παρούσα παράγραφος αναφέρει ότι τα τρόφιµα που συµµορφώνονται προς ειδικές κοινοτικές διατάξεις που διέπουν την ασφάλεια των τροφίµων θεωρούνται ασφαλή όσον αφορά τις πτυχές που καλύπτονται από τις ειδικές κοινοτικές διατάξεις. Αυτό σηµαίνει, εποµένως, ότι τρόφιµα που δεν συµµορφώνονται µε ειδικές κοινοτικές διατάξεις ασφάλειας θα θεωρούνται ως µη ασφαλή, εκτός αν εκτίµηση κινδύνου αποδείξει το αντίθετο. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις τροφίµων θα πρέπει να εφαρµόζουν το άρθρο 14 παράγραφος 7 κατά τρόπο αναλογικό όταν ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους βάσει του άρθρου 17 και λαµβάνουν αποφάσεις βάσει του άρθρου 19. Παραδείγµατος χάρη, η υπέρβαση συγκεκριµένου νόµιµου ορίου της κοινοτικής νοµοθεσίας ως προς τα υπολείµµατα θα σήµαινε ότι είναι πιθανό το σχετικό τρόφιµο να είναι επιβλαβές για την υγεία σύµφωνα µε το άρθρο 14 παράγραφος 4 ή ακατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση σύµφωνα µε το άρθρο 14 παράγραφος 5. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να πραγµατοποιηθεί αξιολόγηση, για την εξέταση των παραγόντων που προβλέπονται στα άρθρα 14 παράγραφος 3 έως 5 στο πλαίσιο της προβλεπόµενης νοµοθεσίας. Αν, εντούτοις, η εν λόγω αξιολόγηση δείξει ότι το τρόφιµο δεν είναι ούτε επιβλαβές για την υγεία ούτε ακατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση, δεν θα θεωρηθεί ως µη ασφαλές για τους σκοπούς του άρθρου 19 του κανονισµού. Αυτό θα µπορούσε να ισχύει, παραδείγµατος χάρη, επειδή στη νοµοθεσία για τα υπολείµµατα φυτοφαρµάκων στα τρόφιµα έχει θεσπιστεί ένα επίπεδο ανοχής και όταν ένα τρόφιµο υπερβαίνει το νόµιµο όριο, δεν θα θεωρείται ως µη ασφαλές για τους σκοπούς του άρθρου 19 του κανονισµού, επειδή το µέγιστο επίπεδο υπολειµµάτων για φυτοφάρµακα λαµβάνει υπόψη την καλή γεωργική πρακτική. Εντούτοις, θα εξακολουθεί να παραβαίνει την σχετική νοµοθεσία αναφορικά µε τα υπολείµµατα φυτοφαρµάκων και δεν θα πρέπει να διατεθεί στην αγορά. Σε ορισµένες περιπτώσεις, εντούτοις, όταν το τρόφιµο διαπιστώνεται ότι δεν συµµορφώνεται µε την κοινοτική νοµοθεσία που ισχύει στο συγκεκριµένο τοµέα και, εποµένως, εκτιµάται ότι παραβιάζει τις απαιτήσεις για την ασφάλεια των τροφίµων του άρθρου 14, οι απαιτήσεις του άρθρου 19 του κανονισµού θα µπορούσαν, εντούτοις, να εφαρµόζονται. Κατά συνέπεια, κάθε περιστατικό χρειάζεται να αντιµετωπίζεται κατά περίπτωση όσον αφορά τους σκοπούς των απαιτήσεων του άρθρου 19. * * * 13
II. ΑΡΘΡΟ 17 ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ Άρθρο 17 1. Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίµων και ζωοτροφών εξασφαλίζουν ότι τα τρόφιµα ή οι ζωοτροφές, σε όλα τα στάδια της παραγωγής, µεταποίησης και διανοµής µέσα στην επιχείρηση που βρίσκεται υπό τον έλεγχό τους, ικανοποιούν τις απαιτήσεις της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα οι οποίες αφορούν τις δραστηριότητές τους και επαληθεύουν την ικανοποίηση αυτών των απαιτήσεων. 2. Τα κράτη µέλη εκτελούν τη νοµοθεσία για τα τρόφιµα, παρακολουθούν και επαληθεύουν εάν τηρούνται οι σχετικές απαιτήσεις της νοµοθεσίας αυτής από τους υπευθύνους των επιχειρήσεων τροφίµων και ζωοτροφών σε όλα τα στάδια παραγωγής, µεταποίησης και διανοµής. Για το σκοπό αυτό διατηρούν σύστηµα επίσηµων ελέγχων και άλλων δραστηριοτήτων όπως αρµόζει στις περιστάσεις, στις οποίες συµπεριλαµβάνονται η δηµόσια επικοινωνία σε θέµατα που αφορούν την ασφάλεια και τον κίνδυνο των τροφίµων και των ζωοτροφών, η εποπτεία της ασφάλειας των τροφίµων και των ζωοτροφών και άλλες δραστηριότητες παρακολούθησης που καλύπτουν όλα τα στάδια παραγωγής, µεταποίησης και διανοµής. Τα κράτη µέλη καθορίζουν επίσης το σύστηµα των κυρώσεων που επιβάλλονται στις παραβιάσεις της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα και τις ζωοτροφές. Οι εν λογω κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσµατικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. 14
II.1. Σκεπτικό Το εν λόγω άρθρο εντάσσεται στο στόχο της Λευκής Βίβλου για την ασφάλεια των τροφίµων σχετικά µε τον καθορισµό των ρόλων που αναλογούν στις αρµόδιες αρχές των κρατών µελών και στα ενδιαφερόµενα µέρη όλων των κατηγοριών στην αλυσίδα των τροφίµων και των ζωοτροφών - η οποία στο εξής αναφέρεται ως «τροφική αλυσίδα» (π.χ. αγρότες, παραγωγοί τροφίµων και ζωοτροφών, εισαγωγείς, µεσάζοντες, διανοµείς, δηµόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις τροφοδοσίας ). Με αφετηρία την παραδοχή ότι πλέον αρµόδιοι να διαµορφώσουν ένα ασφαλές σύστηµα προµήθευσης τροφίµων/ζωοτροφών και να εγγυηθούν την ασφάλεια των προϊόντων αυτών είναι οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίµων 4, οι τελευταίοι βαρύνονται µε την πρωταρχική νοµική ευθύνη για την εξασφάλιση της συµµόρφωσης µε τη νοµοθεσία για τα τρόφιµα 5 και ιδίως την ασφάλεια των τροφίµων. II.2. Συνέπειες Το άρθρο 17 παράγραφος 1 επιβάλλει στους υπευθύνους επιχειρήσεων τροφίµων την υποχρέωση να συµµετέχουν ενεργώς στην εφαρµογή των απαιτήσεων της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα και να επαληθεύουν εάν ικανοποιούνται οι απαιτήσεις αυτές. Η γενική αυτή απαίτηση συνδέεται στενά µε άλλες απαιτήσεις που προβλέπονται βάσει ειδικής νοµοθεσίας (π.χ. εφαρµογή του HACCP στον τοµέα της υγιεινής των τροφίµων). Συνεπώς, το άρθρο 17 παράγραφος 1 συνεπάγεται ότι οι επιχειρήσεις είναι υπεύθυνες για τις δραστηριότητες που εκτελούνται υπό τον έλεγχό τους σύµφωνα µε τους κλασικούς κανόνες ευθύνης, δηλ. ότι ο καθένας είναι υπόλογος για τα γεγονότα και τις ενέργειες που λαµβάνουν χώρα υπό τον έλεγχό του. Αυτό ενοποιεί την απαίτηση αυτή στην κοινοτική έννοµη τάξη όσον αφορά τον τοµέα της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα (όχι µόνο της νοµοθεσίας για την ασφάλεια των τροφίµων αλλά και για άλλα θέµατα τροφίµων) και, κατά συνέπεια, απαγορεύει στα κράτη µέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν σε εθνικό επίπεδο νοµικές διατάξεις που µπορεί να απαλλάσσουν τους υπευθύνους επιχειρήσεων τροφίµων από την τήρηση της εν λόγω υποχρέωσης. Παρότι η απαίτηση που ορίζεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 έχει άµεση ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2005, η ευθύνη των υπευθύνων επιχειρήσεων τροφίµων πρέπει στην πράξη να απορρέει από την παραβίαση συγκεκριµένων απαιτήσεων της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα (και όχι από παραβίαση των κανόνων αστικής και ποινικής ευθύνης που µπορεί να ισχύουν στην εθνική έννοµη τάξη κάθε κράτους µέλους). Οι 4 Για την κατανόηση του παρόντος εγγράφου, ο όρος «υπεύθυνος επιχείρησης τροφίµων» καλύπτει τόσο τους επιχειρηµατίες τροφίµων όσο και τους επιχειρηµατίες ζωοτροφών. 5 Για την κατανόηση του παρόντος εγγράφου, ο όρος «νοµοθεσία για τα τρόφιµα» καλύπτει τόσο τη νοµοθεσία για τα τρόφιµα όσο και τη νοµοθεσία για τις ζωοτροφές. Επίσης, ο όρος «ασφάλεια των τροφίµων» καλύπτει την ασφάλεια τόσο των ζωοτροφών όσο και των τροφίµων. 15
διαδικασίες απόδοσης ευθυνών δεν θα βασίζονται στο άρθρο 17, αλλά σε νοµική βάση της εθνικής έννοµης τάξης και στη συγκεκριµένη παραβίαση της νοµοθεσίας. Το άρθρο 17 παράγραφος 2 ορίζει τη γενική υποχρέωση των αρµόδιων αρχών στα κράτη µέλη να παρακολουθούν και να ελέγχουν τη συνολική και αποτελεσµατική τήρηση των απαιτήσεων της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα σε όλα τα στάδια της τροφικής αλυσίδας. II.3. Συµβολή/αντίκτυπος II.3.1. Γενική απαίτηση συµµόρφωσης και επαλήθευσης Από την 1η Ιανουαρίου 2005 ο κανόνας αυτός αποτελεί γενική απαίτηση που ισχύει σε όλα τα κράτη µέλη και σε όλους τους τοµείς της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα. Η ενοποίηση της απαίτησης αυτής αναµένεται να εξαλείψει διαφορές που έχουν ως αποτέλεσµα τη δηµιουργία φραγµών και στρεβλώσεων του εµπορίου και του ανταγωνισµού µεταξύ των υπευθύνων επιχειρήσεων τροφίµων. Η εν λόγω απαίτηση λαµβάνει πλήρως υπόψη το θεµελιώδη ρόλο που διαδραµατίζουν οι επιχειρήσεις τροφίµων στην πολιτική «από το αγρόκτηµα στο τραπέζι», καλύπτοντας όλους τους τοµείς της τροφικής αλυσίδας, ιδίως όσον αφορά την ασφάλεια των τροφίµων. II.3.2. Καταµερισµός ευθυνών Το άρθρο 17 αποσκοπεί: - στον καθορισµό των ευθυνών που αναλογούν στους υπευθύνους επιχειρήσεων και στο διαχωρισµό των εν λόγω ευθυνών από τις ευθύνες που βαρύνουν τα κράτη µέλη και, - στην επέκταση, σε όλους τους τοµείς της νοµοθεσίας τροφίµων, της αρχής βάσει της οποίας η πρωταρχική ευθύνη για τη διασφάλιση της συµµόρφωσης µε τη νοµοθεσία για τα τρόφιµα, και ιδίως των διατάξεων για την ασφάλεια των τροφίµων, ανήκει στις επιχειρήσεις τροφίµων. Το εν λόγω άρθρο δεν εισάγει κοινοτικό καθεστώς για τη ρύθµιση του καταµερισµού ευθυνών µεταξύ των διαφόρων παραγόντων στην τροφική αλυσίδα. Ο καθορισµός των γεγονότων και των συνθηκών βάσει των οποίων ένας υπεύθυνος φέρει ποινικές και/ή αστικές ευθύνες αποτελεί πολύπλοκο ζήτηµα που εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από τη δοµή των διαφόρων εθνικών νοµικών συστηµάτων. Πρέπει να σηµειωθεί ότι στις όποιες συζητήσεις για θέµατα ευθύνης πρέπει να συνεκτιµάται ότι οι συναλλαγές παραγωγών, παρασκευαστών και διανοµέων γίνονται ολοένα και πιο πολύπλοκες. Συνέπεια του φαινοµένου αυτού είναι ότι, για παράδειγµα, σε πολλές περιπτώσεις οι αρχικοί παραγωγοί υπέχουν συµβατικές υποχρεώσεις για τους παρασκευαστές ή τους διανοµείς σχετικά µε την τήρηση προδιαγραφών ποιότητας και/ή ασφάλειας. Οι διανοµείς προωθούν όλο και 16
περισσότερο προϊόντα τρίτων µε τη δική τους επωνυµία και διαδραµατίζουν κύριο ρόλο στη σύλληψη και το σχεδιασµό των προϊόντων αυτών. Συνεπώς, η νέα αυτή κατάσταση πρέπει να οδηγεί στην ενίσχυση της κοινής ευθύνης σε όλη την τροφική αλυσίδα και όχι στη διασπορά των επιµέρους ευθυνών. Παρόλα αυτά, ο κάθε κρίκος της τροφικής αλυσίδας οφείλει να λαµβάνει τα µέτρα που απαιτούνται για τη διασφάλιση της συµµόρφωσης µε τις απαιτήσεις της νοµοθεσίας τροφίµων στο πλαίσιο των συγκεκριµένων δραστηριοτήτων που αναλαµβάνει, µέσω της εφαρµογής αρχών τύπου HACCP και άλλων παρόµοιων µηχανισµών. Όταν ένα προϊόν διαπιστώνεται ότι δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα, πρέπει να εξετάζονται οι ευθύνες που βαρύνουν τον κάθε κρίκο και να εκτιµάται κατά πόσο αυτός τήρησε επαρκώς τις υποχρεώσεις που του αναλογούν. * * * 17
III. ΑΡΘΡΟ 18 ΑΝΙΧΝΕΥΣΙΜΟΤΗΤΑ Αιτιολογική σκέψη 28 Η πείρα έχει δείξει ότι η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς των τροφίµων και των ζωοτροφών µπορεί να τεθεί σε κίνδυνο, όταν είναι αδύνατο να ανιχνευθεί η προέλευση των τροφίµων και των ζωοτροφών. Είναι συνεπώς ανάγκη να καθιερωθεί ένα ολοκληρωµένο σύστηµα ανιχνευσιµότητας εντός των επιχειρήσεων τροφίµων και ζωοτροφών ώστε να µπορούν να πραγµατοποιούνται αποσύρσεις προϊόντων, ακριβείς και µε συγκεκριµένο στόχο, ή να δίνονται ακριβείς και στοχοθετηµένες πληροφορίες στους καταναλωτές ή το ελεγκτικό προσωπικό, αποφεύγοντας έτσι την πιθανότητα δηµιουργίας άσκοπων γενικότερων δυσλειτουργιών στη περίπτωση εµφάνισης προβληµάτων σχετικών µε την ασφάλεια των τροφίµων. Αιτιολογική σκέψη 29 Είναι ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις τροφίµων ή ζωοτροφών, συµπεριλαµβανοµένων των εισαγωγέων, µπορούν να προσδιορίσουν τουλάχιστον την επιχείρηση από την οποία έχει προέλθει το τρόφιµο, η ζωοτροφή ή η ουσία που µπορεί να ενσωµατωθεί σε ένα τρόφιµο ή ζωοτροφή, ώστε να εξασφαλιστεί ότι κατόπιν έρευνας, η ανιχνευσιµότητα διασφαλίζεται σε όλα τα στάδια. Άρθρο 3 σηµείο 3 «Υπεύθυνος επιχείρησης τροφίµων»: τα φυσικά ή νοµικά πρόσωπα που έχουν την ευθύνη να εξασφαλίσουν ότι πληρούνται οι απαιτήσεις της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα µέσα στην επιχείρηση τροφίµων που έχουν υπό τον έλεγχό τους. Άρθρο 3 σηµείο 6 «Υπεύθυνος επιχείρησης ζωοτροφών»: τα φυσικά ή νοµικά πρόσωπα που έχουν την ευθύνη να εξασφαλίσουν ότι πληρούνται οι απαιτήσεις της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα µέσα στην εταιρεία ζωοτροφών που έχουν υπό τον έλεγχό τους, Άρθρο 3 σηµείο 15 «Ανιχνευσιµότητα»: η δυνατότητα ανίχνευσης και παρακολούθησης τροφίµων, ζωοτροφών, ζώων που χρησιµοποιούνται για την παραγωγή τροφίµων ή ουσιών που πρόκειται ή αναµένεται να ενσωµατωθούν σε τρόφιµα ή σε ζωοτροφές, σε όλα τα στάδια της παραγωγής, µεταποίησης και διανοµής τους. Άρθρο 18 1. Η ανιχνευσιµότητα των τροφίµων, των ζωοτροφών, των ζώων που χρησιµοποιούνται για την παραγωγή τροφίµων και οποιασδήποτε άλλης ουσίας που προορίζεται για ενσωµάτωση σε ένα τρόφιµο ή σε µια ζωοτροφή ή αναµένεται ότι θα ενσωµατωθεί σε αυτά, διασφαλίζεται σε όλα τα στάδια παραγωγής, µεταποίησης και διανοµής. 18
2. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίµων και ζωοτροφών είναι σε θέση να αναγνωρίζουν κάθε πρόσωπο από το οποίο έχουν προµηθευτεί ένα τρόφιµο, µια ζωοτροφή, ένα ζώο που χρησιµοποιείται για την παραγωγή τροφίµων ή οποιαδήποτε άλλη ουσία που προορίζεται για ενσωµάτωση σε ένα τρόφιµο ή σε µια ζωοτροφή ή αναµένεται ότι θα ενσωµατωθεί σε αυτά. Για το σκοπό αυτό οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων εγκαθιδρύουν συστήµατα και διαδικασίες που καθιστούν τις πληροφορίες αυτές διαθέσιµες στις αρµόδιες αρχές, εάν αυτές το ζητήσουν. 3. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίµων και ζωοτροφών καθιερώνουν συστήµατα και διαδικασίες για την αναγνώριση των άλλων επιχειρήσεων στις οποίες προµηθεύουν τα προϊόντα τους. Τα στοιχεία αυτά τίθενται στη διάθεση των αρµόδιων αρχών κατόπιν σχετικού αιτήµατος. 4. Τα τρόφιµα ή οι ζωοτροφές που διατίθενται ή ενδέχεται να διατεθούν στην αγορά της Κοινότητας πρέπει να φέρουν κατάλληλη επισήµανση ή σήµα αναγνώρισης ώστε να διευκολύνεται η ανιχνευσιµότητα τους, µέσω κατάλληλων εγγράφων ή πληροφοριών, σύµφωνα µε τις σχετικές απαιτήσεις των ειδικότερων διατάξεων. 5. Οι διατάξεις για την εφαρµογή των απαιτήσεων του παρόντος άρθρου όσον αφορά συγκεκριµένους τοµείς είναι δυνατό να θεσπίζονται σύµφωνα µε τη διαδικασία του άρθρου 58 παράγραφος 2. III.1. Σκεπτικό Συµβάντα του παρελθόντος σχετικά µε τρόφιµα έδειξαν ότι η δυνατότητα ανίχνευσης της προέλευσης τροφίµων και ζωοτροφών ανά την τροφική αλυσίδα έχει πρωταρχική σηµασία για την προστασία της δηµόσιας υγείας και των συµφερόντων των καταναλωτών. Ειδικότερα, τα αρχεία ανιχνευσιµότητας συµβάλλουν στην: o διευκόλυνση στοχευµένων αποσύρσεων και ανακλήσεων τροφίµων, χωρίς περιττές διακοπές των συναλλαγών o παροχή στους καταναλωτές ακριβούς πληροφόρησης σχετικά µε εµπλεκόµενα προϊόντα, κάτι που συµβάλλει στη διατήρηση της εµπιστοσύνης του καταναλωτή - o διευκόλυνση της εκτίµησης του κινδύνου από τις ελεγκτικές αρχές. Η ανιχνευσιµότητα δεν εγγυάται από µόνη της την ασφάλεια των τροφίµων. Πρόκειται για έναν τρόπο παροχής συνδροµής µε σκοπό τον περιορισµό ενός προβλήµατος όσον αφορά την ασφαλεία των τροφίµων. Ο κανονισµός 178/2002 επικεντρώνεται στην ασφάλεια των τροφίµων και στην απόσυρση των µη ασφαλών τροφίµων από την αγορά. Εντούτοις, πέραν του ρόλου τους στην ασφάλεια των τροφίµων, οι απαιτήσεις ανιχνευσιµότητας συµβάλλουν επίσης στην εξασφάλιση: o δίκαιων ανταλλαγών µεταξύ επιχειρηµατιών o της αξιοπιστίας των πληροφοριών που παρέχονται στους καταναλωτές από πλευράς τεκµηρίωσης των ισχυρισµών που προβάλλονται από τους παραγωγούς. 19
III.2. Απαιτήσεις Το άρθρο 18 απαιτεί από τους υπευθύνους επιχειρήσεων τροφίµων: - να είναι σε θέση να προσδιορίζουν από ποιον και σε ποιον έγινε η προµήθεια ενός προϊόντος - να διαθέτουν συστήµατα και διαδικασίες για την παροχή των σχετικών πληροφοριών στις αρµόδιες αρχές κατόπιν αίτησής τους. Η απαίτηση βασίζεται στην προσέγγιση «ένα βήµα πίσω» «ένα βήµα µπροστά», σύµφωνα µε την οποία οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίµων οφείλουν: - να διαθέτουν ένα σύστηµα που να τους επιτρέπει να εξακριβώνουν ποιος(-οι) είναι ο (οι) άµεσος(-οι) πελάτης(-ες) των προϊόντων τους - να είναι σε θέση να συνδέουν προµηθευτές µε προϊόντα (ποια προϊόντα προέρχονται από ποιους προµηθευτές) - να είναι σε θέση να συνδέουν πελάτες µε προϊόντα (ποιοι πελάτες προµηθεύτηκαν ποια προϊόντα). Ωστόσο, οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίµων δεν οφείλουν να προσδιορίζουν τους άµεσους πελάτες, όταν αυτοί είναι οι τελικοί καταναλωτές. III.3. Αντίκτυπος στους υπευθύνους επιχειρήσεων τροφίµων Παρότι η έννοια της ανιχνευσιµότητας δεν αποτελεί νεοφανή έννοια για την τροφική αλυσίδα, για πρώτη φορά κοινοτικό νοµικό έγγραφο οριζόντιας ισχύος θεσπίζει ρητά την υποχρέωση όλων των επιχειρήσεων τροφίµων να γνωρίζουν τους προµηθευτές τους και τους άµεσους παραλήπτες των τροφίµων/ζωοτροφών που παράγουν. Το άρθρο 18, κατά συνέπεια, ορίζει µια νέα γενική υποχρέωση για τους υπευθύνους των επιχειρήσεων τροφίµων. Η διατύπωση του άρθρου 18 δίνει έµφαση στο σκοπό και στο επιδιωκόµενο αποτέλεσµά του και όχι στον καθορισµό του τρόπου επίτευξης του αποτελέσµατος αυτού. Με την επιφύλαξη ειδικών απαιτήσεων, η γενικότερη αυτή προσέγγιση παρέχει µεγαλύτερη ευελιξία στις επιχειρήσεις κατά την εφαρµογή της παραπάνω απαίτησης. Αναµένεται έτσι να συµβάλει στη µείωση του κόστους συµµόρφωσης. Η προσέγγιση αυτή προϋποθέτει όµως ότι τόσο οι επιχειρήσεις τροφίµων όσο και οι ελεγκτικές αρχές θα δραστηριοποιηθούν για την αποτελεσµατική εφαρµογή της. III.3.1. Πεδίο εφαρµογής της απαίτησης ανιχνευσιµότητας i) Καλυπτόµενα προϊόντα 20
Το άρθρο 18 αναφέρεται σε «οποιαδήποτε ουσία που προορίζεται για ενσωµάτωση σε ένα τρόφιµο ή σε µια ζωοτροφή ή αναµένεται ότι θα ενσωµατωθεί σε αυτά». Εντούτοις, η διάταξη αυτή δεν εφαρµόζεται σε κτηνιατρικά φάρµακα, φυτοπροστατευτικά προϊόντα και λιπάσµατα. Πρέπει να σηµειωθεί ότι ορισµένα από τα προϊόντα αυτά διέπονται από ειδικούς κοινοτικούς κανονισµούς ή οδηγίες που µπορεί να επιβάλλουν ακόµα πιο αυστηρές απαιτήσεις ανιχνευσιµότητας. Οι καλυπτόµενες ουσίες είναι οι ουσίες που προορίζονται για «ενσωµάτωση» σε ένα τρόφιµο ή σε µια ζωοτροφή ή αναµένεται να ενσωµατωθούν σε αυτά κατά την παραγωγή, την παρασκευή ή την επεξεργασία τους. Στην περίπτωση αυτή υπάγονται, για παράδειγµα, όλα τα είδη συστατικών τροφίµων και ζωοτροφών, συµπεριλαµβανοµένων των σπόρων, όταν ενσωµατώνονται σε ζωοτροφές ή τρόφιµα. Οι σπόροι όµως εξαιρούνται, όταν χρησιµοποιούνται ως σπόροι προς καλλιέργεια. Οµοίως, τα υλικά συσκευασίας δεν ανταποκρίνονται στον ορισµό του «τροφίµου» που αναφέρεται στο άρθρο 2 του κανονισµού και, εποµένως, δεν εµπίπτουν στο πεδίο εφαρµογής του άρθρου 18. Η ανιχνευσιµότητα των εν λόγω υλικών συσκευασίας τροφίµων καλύπτεται από τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 1935/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά µε τα υλικά και αντικείµενα που προορίζονται να έρθουν σε επαφή µε τρόφιµα και µε την κατάργηση των οδηγιών 80/590/ΕΟΚ και 89/109/ΕΟΚ Περαιτέρω, η δέσµη µέτρων για την υγιεινή των τροφίµων 6 και ο κανονισµός για την υγιεινή των ζωοτροφών 7 εξασφαλίζουν µια διασύνδεση µεταξύ τροφίµων/ζωοτροφών και κτηνιατρικών φαρµάκων και φυτοπροστατευτικών προϊόντων, που καλύπτουν το κενό αυτό καθώς οι αγρότες οφείλουν να τηρούν και να φυλάσσουν αρχεία ως προς τα εν λόγω προϊόντα. ii) Καλυπτόµενες επιχειρήσεις Το άρθρο 18 του κανονισµού εφαρµόζεται σε επιχειρήσεις τροφίµων σε όλα τα στάδια της αλυσίδας τροφίµων/ζωοτροφών, από την πρωτογενή παραγωγή (παραγωγικά ζώα, καλλιέργειες), επεξεργασία τροφίµων/ζωοτροφών έως την διανοµή και τον εφοδιασµό, συµπεριλαµβανοµένων των µεσαζόντων, ανεξάρτητα του αν αποκτούν υλική κατοχή των υπόψη τροφίµων/ζωοτροφών. Αυτό δύναται επίσης να περιλαµβάνει φιλανθρωπικές δραστηριότητες εντούτοις, τα κράτη µέλη θα πρέπει να λαµβάνει υπόψη το βαθµό της οργάνωσης και συνέχειας των δραστηριοτήτων τους για τους σκοπούς εφαρµογής του άρθρου 18 6 Κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 852/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την υγιεινή των τροφίµων Κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου για τον καθορισµό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιµα ζωικής προέλευσης και κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 854/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισµό ειδικών διατάξεων για την οργάνωση των επίσηµων ελέγχων στα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο. 7 Κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 183/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, περί καθορισµού των απαιτήσεων για την υγιεινή των ζωοτροφών, ΕΕ L 35 της 8.2.2005, σ. 1. 21
Το άρθρο 3 σηµεία 2 και 5 ορίζει τις επιχειρήσεις τροφίµων/ζωοτροφών ως κάθε επιχείρηση η οποία ασκεί οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που συνδέονται µε οιοδήποτε στάδιο της παραγωγής, µεταποίησης και διανοµής των τροφίµων/«ζωοτροφών». Οι ανεξάρτητες επιχειρήσεις µεταφοράς και αποθήκευσης, που συµµετέχουν στη διανοµή των τροφίµων/ζωοτροφών, καλύπτονται από τον ορισµό αυτό και οφείλουν να συµµορφώνονται µε το άρθρο 18. Όταν στις δραστηριότητες των επιχειρήσεων τροφίµων/ζωοτροφών είναι ενταγµένη η µεταφορά/αποθήκευση, τότε το σύνολο της επιχείρησης πρέπει να συµµορφώνεται µε τις διατάξεις του άρθρου 18. Η µονάδα µεταφοράς µιας επιχείρησης µπορεί να αρκείται στην τήρηση αρχείου µε τα προϊόντα που προµηθεύει η επιχείρηση στους πελάτες της, εφόσον άλλες µονάδες της επιχείρησης κρατούν αρχείο των προϊόντων που προµηθεύεται η επιχείρηση από τους προµηθευτές της. Οι κατασκευαστές κτηνιατρικών φαρµάκων και γεωργικών πρώτων υλών (όπως είναι οι σπόροι) δεν υπάγονται στις απαιτήσεις του άρθρου 18. iii) Εφαρµογή σε εξαγωγείς τρίτων χωρών (σε συνδυασµό µε το άρθρο 11) Οι διατάξεις του κανονισµού που αφορούν την ανιχνευσιµότητα δεν εφαρµόζονται εκτός της ΕΕ. Η εν λόγω απαίτηση καλύπτει όλα τα στάδια παραγωγής, επεξεργασίας και διανοµής στην ΕΕ, ήτοι από τον εισαγωγέα στην ΕΕ έως το επίπεδο λιανικής πώλησης, εξαιρουµένης εντούτοις, της προµήθειας στον τελικό καταναλωτή. Το άρθρο 11 δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι επεκτείνει την απαίτηση ανιχνευσιµότητας στις επιχειρήσεις τροφίµων σε τρίτες χώρες. Βάσει του άρθρου 11 τα τρόφιµα/οι ζωοτροφές που εισάγονται στην Κοινότητα πρέπει να ικανοποιούν τις σχετικές απαιτήσεις της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα της ΕΕ. Οι εξαγωγείς που εδρεύουν σε χώρες-εµπορικούς εταίρους της ΕΕ δεν δύνανται να υπέχουν νοµική υποχρέωση να ικανοποιούν την απαίτηση ανιχνευσιµότητας που ισχύει εντός της ΕΕ (εκτός εάν τα προϊόντά τους υπάγονται σε ειδικές διµερείς συµφωνίες για ορισµένους ευαίσθητους τοµείς ή εάν διέπονται από ειδικές νοµικές διατάξεις της ΕΕ, όπως για παράδειγµα στον κτηνιατρικό τοµέα). Ο στόχος του άρθρου 18 εκπληρώνεται επαρκώς σε περιπτώσεις εισαγωγών τροφίµων/ζωοτροφών δεδοµένου ότι η απαίτηση επεκτείνεται στον ενωσιακό εισαγωγέα. Ο εισαγωγέας ΕΕ πρέπει να είναι σε θέση να γνωρίζει την ταυτότητα του εξαγωγέα του προϊόντος από την τρίτη χώρα. Αποτελεί κοινή πρακτική ορισµένων υπευθύνων επιχειρήσεων τροφίµων στην ΕΕ να ζητούν από τους εµπορικούς εταίρους τους να τηρούν τις απαιτήσεις ανιχνευσιµότητας, ακόµα και πέρα από την αρχή «ένα βήµα πίσω - ένα βήµα µπροστά». Ωστόσο, πρέπει να επισηµανθεί ότι παρόµοια αιτήµατα συγκαταλέγονται µεταξύ των συµβατικών όρων που εφαρµόζουν οι επιχειρήσεις τροφίµων και δεν αποτελούν απαιτήσεις που επιβάλλει ο κανονισµός. III.3.2. Εφαρµογή των απαιτήσεων ανιχνευσιµότητας 22
i) Προσδιορισµός των προµηθευτών και των πελατών από τους υπευθύνους επιχειρήσεων τροφίµων Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίµων πρέπει να είναι σε θέση να προσδιορίζουν οποιοδήποτε «πρόσωπο» από το οποίο προµηθεύτηκαν τρόφιµα/πρώτες ύλες. Το πρόσωπο αυτό µπορεί να είναι φυσικό (για παράδειγµα, κυνηγοί ή συλλέκτες µανιταριών) ή νοµικό (επιχείρηση ή εταιρία). Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο όρος «προµήθεια» δεν θα πρέπει να ερµηνεύεται ως απλή υλική παράδοση των τροφίµων/ζωοτροφών ή του ζώου που χρησιµοποιείται για την παραγωγή τροφίµων. Ο όρος αυτός αναφέρεται περισσότερο στη µεταβίβαση της ιδιοκτησίας των τροφίµων/ζωοτροφών ή του ζώου που χρησιµοποιείται για την παραγωγή τροφίµων. Εντούτοις, οι µεσάζοντες θα πρέπει να θεωρούνται ως µία µορφή προµηθευτή για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, είτε αποκτούν είτε όχι υλική κατοχή των αγαθών. Ο προσδιορισµός του ονόµατος του προσώπου που εκτελεί την υλική παράδοση δεν αποτελεί τον επιδιωκόµενο σκοπό του εν λόγω κανόνα και δεν θα επαρκούσε για να υπάρξει εγγύηση της ανιχνευσιµότητας κατά µήκος της τροφικής αλυσίδας. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίµων οφείλουν επίσης να είναι σε θέση να προσδιορίζουν τις άλλες επιχειρήσεις τροφίµων/ζωοτροφών προς τις οποίες προµηθεύουν τα προϊόντα τους (εκτός από τους τελικούς καταναλωτές). Στην περίπτωση εµπορίου µεταξύ λιανικού πωλητή, όπως ένα σουπερµάρκετ, και εστιατορίου, η απαίτηση ανιχνευσιµότητας συνεχίζει να ισχύει. Οι επιχειρήσεις ψυκτικών αποθηκών και µεταφορών αποτελούν επιχειρήσεις τροφίµων και οφείλουν επίσης να τηρούν αρχεία ανιχνευσιµότητας. ii) Εσωτερική ανιχνευσιµότητα Με την επιφύλαξη ειδικότερων κανόνων του τοµέα, ο κανονισµός δεν υποχρεώνει ρητά τις επιχειρήσεις να συνδέουν (εφαρµόζοντας τη λεγόµενη εσωτερική ανιχνευσιµότητα) τα εισερχόµενα µε τα εξερχόµενα προϊόντα. Επίσης, δεν επιβάλλεται η τήρηση αρχείων σχετικά µε το χωρισµό και το συνδυασµό των παρτίδων εντός της επιχείρησης για την παραγωγή συγκεκριµένων προϊόντων ή για τη σύσταση νέων παρτίδων. Ωστόσο, ένα σύστηµα εσωτερικής ανιχνευσιµότητας θα µπορούσε να συµβάλει σε περισσότερο στοχευµένες και ακριβείς αποσύρσεις. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίµων θα µπορούν έτσι να εξοικονοµούν χρόνο σε περίπτωση απόσυρσης και να αποφεύγουν άσκοπες γενικότερες διαταράξεις. Αυτό µε τη σειρά του θα βοηθούσε στη διατήρηση της εµπιστοσύνης του καταναλωτή. Τα συστήµατα ανιχνευσιµότητας παρέχουν επίσης πληροφορίες µέσα στις επιχειρήσεις τροφίµων ώστε να υποβοηθείται ο έλεγχος διαδικασιών και η διαχείριση αποθεµάτων. Η απόφαση για το αν θα υιοθετηθεί σύστηµα εσωτερικής ανιχνευσιµότητας και το επίπεδο λεπτοµέρειας αυτού θα πρέπει να ανήκει στην αρµοδιότητα του υπεύθυνου της επιχείρησης τροφίµων, ανάλογα µε το µέγεθος και τη φύση της επιχείρησης τροφίµων. 23
iii) Συστήµατα ανιχνευσιµότητας που θεσπίζονται µε ειδική νοµοθεσία Πέρα από τις ειδικές νοµοθετικές διατάξεις που θεσπίζουν κανόνες ανιχνευσιµότητας και ασφάλειας για ορισµένους τοµείς/προϊόντα, όπως η επισήµανση του βοείου κρέατος 8, η επισήµανση των ψαριών 9 και οι ΓΤΟ 10, έχει εκδοθεί µια σειρά ειδικών κανονισµών που θεσπίζουν πρότυπα για την προώθηση των πωλήσεων και την ποιότητα ορισµένων προϊόντων. Οι κανονισµοί αυτοί, που συχνά αποσκοπούν στην προώθηση του δίκαιου εµπορίου, περιέχουν διατάξεις σχετικές µε την ταυτοποίηση των προϊόντων, τη διαβίβαση των εγγράφων που συνοδεύουν τις συναλλαγές, την τήρηση αρχείων κ.λπ. Όλα τα άλλα συστήµατα ταυτοποίησης προϊόντων που έχουν συσταθεί βάσει ειδικών διατάξεων, µπορούν να χρησιµεύσουν για να ικανοποιηθεί η απαίτηση του άρθρου 18, εφόσον επιτρέπουν τον προσδιορισµό των προµηθευτών και των άµεσων παραληπτών των προϊόντων σε όλα τα στάδια της παραγωγής, µεταποίησης και διανοµής. Ωστόσο, οι απαιτήσεις ανιχνευσιµότητας του κανονισµού αποτελούν γενικές απαιτήσεις και, κατά συνέπεια, πρέπει να τηρούνται πάντοτε. Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίµων θα πρέπει να προσδιορίζουν κατά πόσον οι τοµεακές διατάξεις ανιχνευσιµότητας πληρούν ήδη τις απαιτήσεις του άρθρου 18. iv) Στοιχεία προς τήρηση Το άρθρο 18 δεν διευκρινίζει τα είδη των στοιχείων που οφείλουν να τηρούν οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίµων και ζωοτροφών. Εντούτοις, για να εκπληρώνεται ο σκοπός του άρθρου 18, θα πρέπει να τηρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες πληροφορίες. o Όνοµα, διεύθυνση του προµηθευτή και ταυτοποίηση των προϊόντων που προµήθευσε o Όνοµα, διεύθυνση του πελάτης και ταυτοποίηση των προϊόντων που παραδόθηκαν o Ηµεροµηνία και, όπου απαιτείται, ώρα συναλλαγής/παράδοσης o Όγκος, κατά περίπτωση ή ποσότητα: Στην περίπτωση κατά την οποία τηρούνται έντυπα αρχεία ανιχνευσιµότητας, ενδέχεται αυτά να φέρουν ήδη την ηµεροµηνία και την ώρα παράδοσης καθώς και το όνοµα και διεύθυνση του προµηθευτή και του πελάτη. Αν όχι, θα πρέπει να καταχωριστεί ειδικά η ηµεροµηνία 8 Κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000, για τη θέσπιση συστήµατος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και την επισήµανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων µε βάση το βόειο κρέας, καθώς και για την κατάργηση του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 820/97 του Συµβουλίου, ΕΕ L 204 της 11.8.2000 σ. 1. 9 Κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 2065/2001 της Επιτροπής, της 22ας Οκτωβρίου 2001, για καθορισµό των λεπτοµερειών εφαρµογής του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 104/2000 του Συµβουλίου, όσον αφορά την ενηµέρωση του καταναλωτή στον τοµέα των προϊόντων της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας, ΕΕ L 278 της 23.10.2001 σ.6. 10 Κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 1829/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, της 22ας Σεπτεµβρίου 2003, για τα γενετικώς τροποποιηµένα τρόφιµα και ζωοτροφές, ΕΕ L 268 της 18.10.2003, σ.1 Κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 1830/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, της 22ας Σεπτεµβρίου 2003, σχετικά µε την ιχνηλασιµότητα και την επισήµανση γενετικώς τροποποιηµένων οργανισµών και την ιχνηλασιµότητα τροφίµων και ζωοτροφών που παράγονται από γενετικώς τροποποιηµένους οργανισµούς, και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/18/ΕΚ, ΕΕ L 268 της 18.10.2003, σ. 24. 24
καθώς και η ώρα, αν µια συγκεκριµένη ηµέρα πραγµατοποιήθηκαν πάνω από µία προµήθειες/παραδόσεις. Ενώ δεν είναι υποχρεωτικό, θα ήταν επίσης πολύ χρήσιµο να τηρούνται στοιχεία για κάθε αριθµό αναφοράς ή παρτίδας που καθιστά δυνατή την ταυτοποίηση του προϊόντος. ιάφορες κρίσεις στον τοµέα των τροφίµων που έλαβαν χώρα στο παρελθόν έδειξαν ότι η ιχνηλάτηση της εµπορικής ροής ενός προϊόντος µέσω της τήρησης τιµολογίων δεν ήταν επαρκής για την παρακολούθηση της φυσικής ροής των προϊόντων, καθώς τα τρόφιµα/οι ζωοτροφές θα µπορούσαν, επί παραδείγµατι, να έχουν σταλεί για αποθήκευση. Εποµένως, είναι ιδιαίτερα σηµαντικό το σύστηµα ανιχνευσιµότητας κάθε επιχείρησης τροφίµων να είναι σχεδιασµένο κατά τρόπο ώστε να παρακολουθεί τη φυσική ροή των προϊόντων. v) Χρόνος αντίδρασης για τη διαθεσιµότητα των στοιχείων ανιχνευσιµότητας Σύµφωνα µε το άρθρο 18 οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίµων και ζωοτροφών υποχρεούνται να διαθέτουν συστήµατα και διαδικασίες για τη διασφάλιση της ανιχνευσιµότητας των προϊόντων τους. Παρότι το εν λόγω άρθρο δεν περιέχει λεπτοµέρειες σχετικά µε τα συστήµατα αυτά, η χρήση των όρων «συστήµατα» και «διαδικασίες» συνεπάγεται την ύπαρξη ενός δοµηµένου µηχανισµού που επιτρέπει τη διαβίβαση των απαιτούµενων στοιχείων στις αρµόδιες αρχές κατόπιν αίτησής των τελευταίων. Η ανάπτυξη ενός συστήµατος ανιχνευσιµότητας δεν σηµαίνει κατ ανάγκην ότι οι επιχειρήσεις τροφίµων και ζωοτροφών χρειάζεται να διαθέτουν ειδικό σύστηµα. Το σηµαντικό είναι η ανάγκη παροχής πληροφοριών, όχι η µορφή µε την οποία τηρούνται αυτές. Τα αρχεία ανιχνευσιµότητας θα πρέπει να είναι επαρκώς οργανωµένα ώστε να είναι δυνατή η διαθεσιµότητα στοιχείων «όταν ζητηθούν», χωρίς περιττή καθυστέρηση των απαιτήσεων που επιβάλλονται από το άρθρο 19. Ένα σύστηµα ανιχνευσιµότητας είναι καλό όταν παρέχει ακριβή πληροφόρηση κατά τρόπο ταχύ, αυτό θα βοηθούσε στην επίτευξη του επιδιωκόµενου σκοπού όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 28 του κανονισµού. Καθυστερήσεις στη διαβίβαση των σηµαντικών αυτών στοιχείων παρεµποδίζουν την ταχεία αντίδραση σε περίπτωση κρίσης. vi) ιάρκεια διατήρησης αρχείων Το άρθρο 18 δεν προσδιορίζει την ελάχιστη χρονική διάρκεια διατήρησης των αρχείων και εποµένως εναπόκειται στις επιχειρήσεις να αποφασίσουν, έχοντας υπόψη ότι η παράλειψη εµφάνισης ικανοποιητικών αρχείων θα αποτελούσε παράβαση. Γενικά, τα εµπορικά έγγραφα φυλάσσονται συνήθως για πενταετή περίοδο λόγω των φορολογικών ελέγχων. Η 5ετής αυτή περίοδος, εφόσον ξεκινά από την ηµεροµηνία παρασκευής ή παράδοσης για το αρχείο ανιχνευσιµότητας, κρίνεται ότι ικανοποιεί το στόχο του άρθρου 18. Παρόλα αυτά, σε ορισµένες περιπτώσεις ο κοινός αυτός κανόνας πρέπει να προσαρµόζεται: 25