Ἀπόστολος Θηβαῖος ΟΙ ΕΠΙΓΟΝΟΙ. Διήγημα



Σχετικά έγγραφα
Χριστιάνα Ἀβρααμίδου ΜΑΤΙΑ ΑΝΑΠΟΔΑ. Ποιήματα

Μαρία Ψωμᾶ - Πετρίδου ΔΕΥΤΕΡΟ ΖΕΥΓΑΡΙ ΦΤΕΡΑ. Ποιήματα

Απόστολος Θηβαίος - Παιδικές Ζωγραφιές

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

Θεοδόσης Βολκὼφ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ν.Γ. Λυκομῆτρος ΘΡΟΪΣΜΑΤΑ ΘΑΝΑΤΟΥ. Ποιήματα

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Σοφία Κολοτούρου ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Κάιν καί Ἄβελ. ΜΑΘΗΜΑ 3ο. Γένεσις 4,1-15

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, Αθήνα τηλέφωνο: web site: ekdoseis.vakxikon.

ΕΚΕΙΝΗ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥ Ι ΓΙΑ ΤΟΝ Γ

Μαρία Ἀνδρεαδέλλη ΣΗΜΕΙΑ ΜΝΗΜΗΣ. Ποιήματα

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1

Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας Ένα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμ εμείς.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΚΕΙΜΕΝΟ Γιάννης Ρίτσος, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος (απόσπασμα)

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΤΟ 200 π.χ.

Η δικη μου μαργαριτα 1

Λόγου Χάριν. οσελότος. οσελότος ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. ΟΟυρανός, το Υπέροχο Σπίτι του Θεού

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΕΝΑΣ ΤΟΙΧΟΣ ΣΤΗΝ ΑΙΝΟ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ...

Βαγγέλης Κυριακὸς ΚΟΣΜΟΘΩΡΙΕΣ. Ποιήματα

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Ἐγκατάστασις ICAMSoft Law Applications' Application Server ἔκδοση 3.x (Rel 1.1-6ος 2009) 1

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

XΡΗΣΤΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου

Ἰάκωβος Γαριβάλδης ΤΟ ΚΛΑΜΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ. Διήγημα

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Μπουν τού υποσχόταν πως δε θα τα πήγαινε να δουλέψουν στις λιμνοθάλασσες του νότου ή στα ανθρακωρυχεία

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Kataskinosis2017B_ ÎÔ Ï 8/28/17 6:58 PM Page 1. Κατασκήνωση «ΘΑΒΩ Ρ» τῆς Ὀρθοδόξου Ἀδελφότητος. «Η ΟΣΙΑ ΞΕΝΗ» στήν ΕΛΑΝΗ Κασσανδρείας

Μαρία αγγελίδου. το βυζάντιο σε έξι χρώματα. χ ρ υ σ ο. eikonoγραφηση. κατερίνα βερουτσου

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Τά δύο βιβλία τοῦ Θεοῦ

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Παιχνίδια στην Ακροθαλασσιά

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

«Η μάνα Ηπειρώτισσα» - Γράφει η Πρόεδρος του Συλλόγου Ηπειρωτών Νομού Τρικάλων Νίκη Χύτα

ΑΓΑΠΩ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ Οι 300 του. Λεωνίδα. και οι επτακόσιοι Θεσπιείς. Κείμενα: Αναστασία Δ. Μακρή Εικόνες: Μιχάλης Λουκιανός

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Στη μέση μιας ημέρας μακρύ ταξίδι κάνω, σ ένα βαγόνι σκεπτικός ξαναγυρνώ στα ίδια. Μόνος σε δύο θέσεις βολεύω το κορμί μου, κοιτώ ξανά τριγύρω μου,

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης

Εικόνες: Eύα Καραντινού


ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Ὁ χορτασμός τῶν πεντακισχιλίων

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ΚΕΙΜΕΝΟ Γιάννης Ρίτσος, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος (απόσπασμα)

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. ΟΟυρανός, το Υπέροχο Σπίτι του Θεού

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΗΧΟΣ indb /2/2013 3:35:01 μμ

2 ο Δημοτικό Σχολείο Λιτοχώρου

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Έγκατάσταση καὶ Χρήση Πολυτονικοῦ Πληκτρολογίου σὲ Περιβάλλον Ubuntu Linux.

Naoki HigasHida. Γιατί χοροπηδώ. Ένα αγόρι σπάει τη σιωπή του αυτισμού. david MiTCHELL. Εισαγωγή:

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Eπιμέλεια κειμένου: Xριστίνα Λαλιώτου Μακέτα εξωφύλλου - Σελιδοποίηση: Ευθύµης Δηµουλάς Διορθώσεις: Νέστορας Χούνος

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Αυτός είναι ο αγιοταφίτης που περιθάλπει τους ασθενείς αδελφούς του. Έκλεισε τα μάτια του Μακαριστού ηγουμένου του Σαραντάριου.

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

16/03/2017 Όνομα και Επώνυμο:.. Όνομα Πατέρα: Όνομα Μητέρας: Δημοτικό Σχολείο: Τάξη/Τμήμα:.

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Γιώργης Παυλόπουλος. Τι είναι ποίηση...

Πόλη των Χαμένων Ψυχών

Transcript:

Ἀπόστολος Θηβαῖος ΟΙ ΕΠΙΓΟΝΟΙ Διήγημα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ Σεπτέμβριος 2011 13

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ Ἀπόστολος Θηβαῖος ΟΙ ΕΠΙΓΟΝΟΙ Διήγημα Τεῦχος 13 Σεπτέμβριος 2011 ISSN: 1792-4189 Μηνιαία ψηφιακὴ ἔκδοση τοῦ ἠλεκτρονικοῦ περιοδικοῦ «Λογοτεχνικὰ Ἐπίκαιρα» Συντακτικὴ ἐπιμέλεια: Θοδωρὴς Βοριᾶς Ἠλεκτρονικὴ δ/νση: http://logotexnika-epikaira.blogspot.com e-mail: logotexnika.epikaira@gmail.com e-mail τοῦ συγγραφέα: apostolos0thi@yahoo.com Ἐπιτρέπεται ἡ ἐλεύθερη διακίνηση στὸ διαδίκτυο. Ὁ συγγραφέας μερίμνησε γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τῶν κειμένων καὶ τὴν κατοχύρωση τῶν πνευματικῶν δικαιωμάτων τοῦ ἔργου.

1 Ἀπόστολος Θηβαῖος Οἱ ἐπίγονοι Ἕνα φωσφορικὸ φῶς φτάνει ἀπὸ τὰ ὑπόγεια. Ἐκεῖ ὑπάρχουν μαχαίρια, σφαγμένα ζῶα, κάποιος τὰ σκοτώνει, κραδαίνει τὸ μαχαίρι, στάζει ἕνα ἴδιο αἷμα γιατὶ τὸ αἷμα εἶναι πάντα κόκκινο καὶ πολὺ καὶ τὸ σῶμα τόσο ὑπέροχο. Ἂν σταθεῖς, Ἑλένη, καὶ πάψεις νὰ ζεῖς, θὰ ἀκούσεις τοὺς μηκυθμοὺς καὶ τοὺς ρόγχους, τὰ ἐπιφωνήματα τοῦ θαυμασμοῦ γιὰ τοὺς φόνους. Οἱ τελετὲς τῶν σφαγῶν λαμβάνουν τὸ κορυφαῖο τέλος τους. Ἐκεῖνοι ποὺ περπατοῦν θὰ πάψουν νικημένοι τὸ βῆμα τους. Ὁ ἦχος ἀπὸ τὰ σκουριασμένα μαχαίρια θὰ τρομάξει τοὺς ἀνυποψίαστους. Ἔπειτα κάποιοι θὰ συνεχίσουν. Στὴν πύλη περιμένουν γιὰ νὰ μάθουν. Ἀναφέρει τὰ ἐπώνυμα. Κανεὶς δὲν μένει πιὰ ἐδῶ. Ποιοὶ εἶναι αὐτοί; Αὐτοί, λοιπὸν, Ἑλένη, δὲν εἶναι παρὰ σκιές. Κρεμιοῦνται τὰ πρωινὰ ἀπὸ τὰ σημάδια τοῦ νεροῦ καὶ ἔτσι ἀναρριχῶνται στὰ ἀπροσδόκητα ὕψη. Ἀκούγονται ἀνθρώπινες ἀνάσες. Σύντομες ἀνάσες, ἀπὸ ἀγωνία γιὰ ἕνα βέβαιο τέλος. Ἡ κάμαρη εἶναι μιὰ φυλακή. Τὸ κτῆνος κατατρώει τὰ κομμάτια μου, Ἑλένη. Ἀρχίζει κάθε βράδυ ἀπὸ τὰ μάτια καὶ τὴ μνήμη τους. Ἔπειτα καταβροχθίζει τὸ λαιμὸ καὶ ἡ φωνὴ τελειώνει, ὅπως ἕνα δυνατὸ γέλιο. Οἱ ἀπόπειρες βαρύνονται ἀπὸ μιὰ βέβαιη ἀποτυχία.

Νὰ προστατέψω τὰ χέρια μου δὲν ἔχει πιὰ νόημα. Κάθε τί ἀπὸ ἐμένα, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ντύνεται ἕνα ὕφασμα ἀπὸ φόβο καὶ περπατᾶ, θὰ τελειώσει. Σὲ λίγο δὲν θὰ ἀπομείνει κανείς. Οἱ ἐπίγονοι θὰ μιλοῦν μὲ ψιθύρους. Γιὰ ἐκείνους ποὺ ἄφηναν τὶς στερνὲς πνοές. Μὲς στὰ μαυσωλεῖα. Δὲν ἔχω πιὰ νὰ θυμᾶμαι τίποτα. Μόνο ἕνα ἄγγιγμα, τὸ φιλί, τὸν πόνο. Ἕνας ἀπίθανος δρόμος, φῶτα ντροπιασμένα, μὲ ἕνα κίτρινο φῶς, σὰν πυρετός. Τὰ χρυσὰ δαχτυλίδια στὰ χέρια, ἔπειτα ὁ ἦχος ἀπὸ τὶς πτώσεις τοῦ πολύτιμου μετάλλου. Τὰ πορφυρὰ προσωπεῖα. Κάποιος καπνίζει, ὁ καπνὸς μοιάζει μὲ μιὰ διακεκομμένη ἀνάσα. Δὲν ὑπάρχει κανένας χρησμός. Οἱ στρατονόμοι, μὲ τὶς λευκὲς ζῶνες γύρω ἀπὸ τοὺς ὤμους. Οἱ ἐργάτες, τὰ ἀγοραία παιδιά. Μιὰ ὁλόκληρη φωνὴ καμωμένη ἀπὸ ἀπέραντες ἀπελπισίες. Τὰ διστακτικὰ χαμόγελα, τὸ χῶμα ποὺ ξεσηκωνόταν τριγύρω. Δὲν θυμᾶμαι πιὰ τίποτα. Μὲ τὰ χείλη ἀκουμπισμένα στὴ γῆ κανεὶς δὲν θυμᾶται. Ἑλένη, ἂν ἤσουν ἐδῶ θὰ ἤξερες. Πὼς τὰ ἀστέρια καρφώνονται στὰ σώματα. Καταρρίπτονται σὰν ἀναρίθμητα μάτια. Ποὺ σὲ κοιτοῦν καὶ συντρίβονται, Ἑλένη. Κι ἔπειτα, ἡ αὐγὴ θὰ σὲ βρεῖ μὲ μιὰ ἀσημένια μάσκα. Ἕνας βασιλιάς, οἱ ἀκίνητες σημαῖες στὶς αὐλές, ἐπάνω στὰ σύμβολα τὰ χέρια ποὺ κάποτε ἕσφιγγαν. Ἑλένη, τὰ χέρια μας κάποτε δένονταν καὶ οἱ καρποὶ ἑνώνονταν σὲ ἕνα τεράστιο, ἀγαπημένο ἄκρο. Δὲν φοβᾶμαι γιὰ ἐκεῖνο ποὺ θὰ στερήσει τὴ χάρη τῶν ἄκρων. Γιατὶ πιὰ, Ἑλένη, δὲν ὑπάρχει τὸ χέρι σου καὶ τὸ δικό μου χέρι γιὰ νὰ κρατήσει μιὰ χούφτα ἀπὸ κόσμο. Τώρα ἡ κάμαρη εἶναι ὅλος ὁ κόσμος. Στὸ μεσιανὸ τοῖχο ὑπάρχει κάτι. Θὰ ἀποκαλυφθεῖ τὴ νύχτα. Εἶναι μιὰ λέξη. Κρυμμένη στὸν ἀσβέστη. Μὲ τὸν ἀσβέστη, μὲ τὰ ἄλλα ὑλικὰ τῆς ἀπόκρυψης, κρύβουν πάντα τὴν ἀλήθεια. Καὶ τὶς λέξεις. 2

Κάποιο ξημέρωμα θὰ πλύνω τὸ πρόσωπό μου μὲ τὴν αἰωνόβια στάχτη. Τότε θὰ ἔχω λυτρωθεῖ ἀπὸ τοὺς καρκινικοὺς καιρούς. Θὰ ξεγελάσω τὸ θάνατο. Ἐκεῖνος θὰ φανεῖ. Μὲ τὴν ὄψη ἑνὸς γέρου μάγου. Ὁ μανδύας, τὰ φθαρμένα σανδάλια, τὰ ροζιασμένα χέρια ἐμπρὸς ἀπὸ τὰ μαβιὰ χείλη. Τὰ χείλη τοῦ θανάτου ἔχουν ἕνα χρῶμα ἀπὸ χειμῶνες. Ἑλένη. Οἱ χειμῶνες δίνουν μικρούς, ταπεινοὺς βλαστούς. Μὲ μαβιὰ πέταλα. Καὶ οἱ βλαστοὶ ἀντέχουν μὰ κάποτε θὰ σπάσουν, καὶ στὰ χέρια ἑνὸς κοριτσιοῦ μὲ ἕνα μαβὶ φουστάνι θὰ συρθεῖ τρυφερὰ τὸ ἀπομεινάρι ἐκείνου τοῦ χαμοῦ. Θὰ δώσει πάλι τὸ ὄμορφο καὶ τὸ σπουδαῖο. Θὰ σπάσει, θὰ ἀκολουθήσει τὴν ἀναπόφευκτη μοίρα τῶν ἐποχῶν, Ἑλένη. Δὲν γνωρίζω πιὰ τίποτε σχετικὸ μὲ τὸ χρόνο. Σὲ τοῦτο τὸ καταφύγιο κατοικοῦν ἄνθρωποι ποὺ δὲν διαθέτουν καμιὰ γνώση. Ὁ χρόνος θὰ περάσει μέσα ἀπὸ τὰ δάχτυλα, θὰ χυθεῖ σὰν ἄμμος, θὰ ἐνταφιαστεῖ σὲ μιὰ ποσότητα ἀνυπέρβλητη, σπουδαία. Νομίζω πὼς πρόκειται γιὰ μιὰ ἐαρινὴ περίοδο. Ὑπάρχουν πουλιὰ καὶ ξαφνικὰ ρίγη. Ἡ νύχτα ἔχει καταφτάσει στὶς φωλιές, Ἑλένη. Τώρα κανεὶς δὲν θυμᾶται τὸ φῶς. Στὴν κάμαρη δὲν φτάνει τὸ φῶς. Τὸ φῶς, τὸ βασιλικὸ νερὸ διαγράφουν πάντα τὴν πιὸ ταπεινὴ ἀπὸ τὶς πορεῖες, Ἑλένη. Συγκρατῶ τὶς σκηνὲς ἀπὸ τὰ παράξενα ὄνειρα. Ἡ μητέρα νὰ μιλᾶ δίχως καμιὰ ἀνθρώπινη φωνή. Σὲ μιὰ ἔρημη πλατεία. Γύρω της σωριάζονται φύλλα, περαστικοί, ἀδέσποτα, φωτιές. Πασχίζω νὰ διακρίνω τὶς ἄδειες λέξεις. Ἡ μητέρα μιλᾶ. Ὅλο μιλᾶ. Διατηρεῖ μιὰ στάση αὐστηρή. Σχεδὸν ἐκκλησιαστική. Τὰ ἐνταφιασμένα χέρια παραμένουν σὲ ἕνα χριστιανικὸ σμίξιμο. Τώρα ἡ ὄψη της ἀπομακρύνεται. Ἡ ἔρημη πλατεία θυμίζει τὶς σχεδίες τῶν ἰθαγενῶν. 3

Ἀκολουθεῖ ἕνα μυστικὸ ποταμό. Οἱ ἐκβολὲς βρίσκονται στὶς πόλεις. Πλάι σὲ σπίτια μὲ ἑρμητικὰ παράθυρα. Στὴν κάμαρη δὲν ὑπάρχει παράθυρο. Κάποτε οἱ τοῖχοι θὰ καταρρεύσουν, Ἑλένη. Ἡ πόλη θὰ ἀποκαλυφθεῖ. Τὰ σπίτια, τὰ κτίσματα, οἱ μεταλλικὲς κατασκευὲς ποὺ γεμίζουν τοὺς ὁρίζοντες. Ἑλένη, ἡ μητέρα χάνεται. Καίγεται μὲς στὶς μικρὲς πυρκαγιὲς τῆς νύχτας. Πάντα οἱ φωτιὲς ἀνάβουν μὲ τὶς μνῆμες. Καὶ καῖνε. Δὲν θυμᾶμαι τὸ πρόσωπό της, Ἑλένη! Θὰ φυλάξω μονάχα ἕνα φουστάνι. Μὲ λευκοὺς ἰάμβους νὰ μπλέκονται. Καὶ νὰ σχηματίζουν μιὰ χιονισμένη λεπτομέρεια στὴν μπορντούρα. Τὰ χρόνια ποὺ μαρτυροῦν τὴν ἡλικία τοῦ χιονιοῦ. Δὲν θυμᾶμαι τὸ πρόσωπό της. Τὸ σχῆμα τῶν χειλιῶν. Τὰ μάτια της δυὸ κατάμαυρα μαργαριτάρια. Δὲν θυμᾶμαι τὸ πρόσωπό της. Διατηρῶ μόνο τὸν ἦχο ἀπὸ ἕνα γέλιο τρομακτικό. Στὶς πολυπληθεῖς συνεστιάσεις τοῦ καλοκαιριοῦ. Κάθε τί εἶναι τρομακτικὸ ἂν δὲν τὸ ζεῖς, Ἑλένη. Γύρω της τὰ ξύλινα ἑρμάρια. Μικρὰ μνήματα. Ἀντικειμένων. Τὰ ξεχασμένα ποτήρια μὲ τὸ θάμπος, τὰ τραπεζομάντιλα, ἕνα ἐνθύμιο ἀπὸ κάποιο μέρος. Θὰ ὑπάρχει ἀκόμα. Δίχως ἀνθρώπους. Μιὰ μικρὴ πατρίδα. Ἡ πέτρινη, λαμπερὴ πολιτεία. Τὰ καταστήματα μὲ τὰ ἀδιάθετα πράγματα. Ὑπάρχει ζωὴ μονάχα στὶς κάμαρες καὶ τὶς μνῆμες. Οἱ ἔρωτες. Οἱ πιὸ σπουδαῖες πατρίδες. Ἡ μητέρα πιὰ χάθηκε. Ἕνας ἄντρας μὲ παγωμένη ἔκφραση. Κάποιος μιλᾶ. Γνέφει. Θὰ χαθεῖ στὴν ἴδια κατεύθυνση. Σχηματίζεται μιὰ ἁψίδα ἀπὸ κραυγές, τώρα ἡ πλατεία γεμίζει ἀπὸ τὸ πλῆθος καὶ ἕνα κοπάδι ἀπὸ χειμωνιάτικα λουλούδια. Τὰ πουλιὰ ποὺ ξεσηκώνονται σὰν τότε ποὺ ὁ πατέρας πυροβόλησε κι ἐκεῖνα ξαφνιάστηκαν ἀπὸ τὸν ἦχο τοῦ αἵματος καὶ πέταξαν σὲ ἕνα ἄλλο ὕψωμα, μέχρι νὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ πιθα- 4

νότητα ἑνὸς νέου φόνου, μὲ ἐκεῖνον νεκρό, γερμένο σὰν ἀπὸ ἔρωτα πάνω στὰ βιβλία. Καὶ ἡ οὐσία του ποὺ διεισδύει στοὺς ἁρμοὺς καὶ παρασέρνει ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὑλικὰ, Ἑλένη. Ἕνα παιδὶ μαθαίνει νὰ περπατᾶ. Ὁ πατέρας ἔχει πεθάνει καὶ στὸ σπίτι τὸ σούρουπο μυρίζει γκάζι. Κανεὶς δὲν γνωρίζει πιὰ τίποτα γιὰ ἐκεῖνο τὸ συμβάν. Μονάχα κάποιοι μονολογοῦν γιὰ τὴν τύχη τοῦ βρέφους κι ἔπειτα ρίχνονται στὴ φωτιά. Μὲς σὲ σπασμένους ἄμβωνες. Στὰ περιστύλια καὶ τοὺς σταθμοὺς τῶν διαρκῶν ἀναχωρήσεων. Τώρα τὸ κτῆνος τῆς σιωπῆς, μὲ τὸ ζεστό του σῶμα λαμβάνει τὴ στάση τοῦ ἔρωτα. Γερμένο πάνω στὸ κουφάρι ἑνὸς ἀνθρώπου, κατασπαράζει τὶς εἰκόνες. Καθὼς πάντα, τὸ ἐπερχόμενο πρωινὸ θὰ θυμᾶμαι κάτι ἀσύνδετες εἰκόνες. Ἕνα ταξίδι σὲ μιὰ πόλη. Μιᾶς κάποιας ἐπαρχίας. Οἱ πλανόδιοι ἔμποροι, οἱ ἄνθρωποι ποὺ σκαλίζουν τὴ γῆ, ἕνας πήδακας νεροῦ, ἡ ἁμαξοστοιχία μὲ τοὺς φοιτητὲς καὶ τοὺς ὁπλίτες, καρφιτσωμένες μορφὲς στὰ μικρὰ περιθώρια τῶν παραθύρων, τὰ σύννεφα ποὺ περνοῦν καὶ χάνονται, ἕνας μοτοσικλετιστής, σπαρμένα κουφάρια ζώων, κάποιος πόλεμος μαίνεται, οἱ γυναῖκες ποὺ στέκουν καὶ κοιτοῦν ντυμένες πένθιμα φορέματα, πένθιμους ἔρωτες, διαλυμένες Κυριακὲς μὲς σὲ σαλόνια, ἄρρωστα σώματα. Πάντα ντυμένα τὰ ἀνείπωτα ψεύδη. Καὶ τὴν παραδοχή. Μιᾶς θέας σὲ ἕναν ἀκάλυπτο χῶρο μὲ ἰαχὲς Περσῶν καὶ μιὰ περιοριστικὴ προοπτική. Ἑλένη, στὰ σπίτια ζοῦν πιὰ νεκροὶ φίλοι. Στὶς εἰσόδους τῶν μεγάρων οἱ ἐπικήδειες ἀνακοινώσεις. Στὰ δωμάτια μὲ τὶς σφραγισμένες γρίλιες ἕνας σωρὸς οἱ ἡττημένοι. Ἂν σωπάσεις, Ἑλένη, θὰ ἀκούσεις. Τὰ ποδοκροτήματα, τοὺς θρηνητικοὺς ψιθύρους θὰ αἰσθανθεῖς. Γιὰ τοὺς μυριάδες, μικροὺς θανάτους. Τὰ γυάλινα πρόσωπα παίρνουν νὰ σπᾶνε σὲ θραύσματα. 5

Οἱ ἄνθρωποι, Ἑλένη, φτιάχνονται πάντα ἀπὸ ἕνα εὐαίσθητο ὑλικό. Πρὶν δοθῶ σὲ ἕναν ἰδεώδη πόθο, θὰ φροντίσω νὰ ψηλαφίσω. Μὲ μιὰ τρυφερὴ καρτερικότητα. Τὶς ρωγμὲς ποὺ μὲ συνθέτουν. Ἑλένη, στάσου. Κανεὶς δὲν πρέπει νὰ μένει μόνος. Οἱ λέξεις ἀπὸ τὰ σβησμένα συνθήματα θὰ ἀποκαλυφθοῦν. Ἡ λέξη ὀργή. Οἱ ἀπέραντες ἀποστάσεις. Ὁ αἰώνιος θυμός. Ἡ νύχτα μύρισε βροχή, τὸ χῶμα. Σὰν κάποιος νὰ ξέσπασε σὲ ἀπροκάλυπτους λυγμούς. Ὁ λόφος μὲ τὸ πεθαμένο κάστρο, ἕνα τεῖχος ἀπὸ δέντρα, μὲ πράσινο, βαθὺ αἷμα, ἕνα πλάτωμα ἀναπάντεχο -ἐκεῖ ὑπάρχει ἀκόμα νερό, σίγουρα ὑπάρχει νερό!- ἔπειτα πάλι μιὰ παύση ἀπὸ περίεργες, γεωμετρικὲς μορφές, μιὰ δύσκολη ἀνάβαση ἀπὸ πέτρα μὲ δυὸ ἄκρες ποὺ ὅλο καταρρέουν. Ὕστερα, μιὰ τεράστια δαγκωματιὰ ἀπὸ οὐρανὸ στὸ βουνό. Χύθηκε ὁ οὐρανὸς λυσσασμένος νὰ γίνει κάτι ἀπὸ νερό, νὰ τρέξει στὴν πόλη μὲ μιὰ λαχτάρα παιδική, τὶς φωνὲς νὰ ἀφήσει σημάδια πάνω στὸ ἠλιωμένο σῶμα τῶν ἀσβεστωμένων μαντρῶν, τὶς τριανταφυλλιὲς ποὺ δίνονται μὲ κόκκινο πεῖσμα στὸν ἀρχαῖο πνιγμό. Πέρα ἀπὸ αὐτά, ἄκου, ἴσως νὰ ὑπάρχει κάτι. Κάτι ποὺ ἔχει ἀνθρώπινο δέρμα κι ὅλο δειλιάζει ἐμπρὸς στὴ σιωπὴ μιᾶς γλώσσας ποὺ περιγράφει πάντα πράγματα βουβά, ἀμήχανα. Ἴσως νὰ φανοῦν καὶ ἄλλες πόλεις, κι ἔπειτα κι ἄλλες τρομαγμένες, δίχως κατοίκους. Οἱ ἄνθρωποι πάντα ἐγκαταλείπουν τὶς ἀνοιχτὲς πληγές. Κάτι σοῦ θυμίζει πὼς μιὰ νύχτα μὲ ρωμαϊκὰ μαλλιὰ θὰ κάψει τοὺς ρυθμοὺς στὸ βάθος, τοὺς κίονες ποὺ τώρα μοιάζουν μὲ κτένια ἀσημένια ἀπὸ ἕνα ἐξαίσιο ὑλικό. Βιομηχανικό. Ἡ νύχτα λύγισε στοὺς τόπους. Ὅπως οἱ ἄνθρωποι. Ἔτσι λύγισε, καθὼς ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μποροῦν πιὰ νὰ προσεύχονται ἄλλο. Δὲν μποροῦν νὰ ποῦν τίποτε ἄλλο πιά. 6

Κάποτε κάθε πόλη τελειώνει. Καὶ ἐσὺ θὰ φοβᾶσαι. Ὅταν ψηλαφίζεις τὰ σώματα, μὲ τὶς χαραγμένες λύπες ποὺ πᾶνε νὰ σπάσουν, πέτρινα μὲ τόση ὑπέροχη μνήμη ἀπὸ βροχές. Πόσες βροχές, πόσες φωλιὲς χαλασμένες καὶ πουλιὰ ποὺ δὲν γνωρίζουν πιὰ τὰ συντετριμμένα σπίτια καὶ πάλι πετοῦν γιατὶ εἶναι ἔτσι ἡ μοίρα, ἀπὸ μιὰ τέτοια πυρκαγιὰ ποὺ δὲν μερεύει καὶ τὰ πουλιὰ ἀπομακρύνονται, ὅπως ὅταν μυρίζει ὁ καιρὸς κι ὅλα δροσίζουν ἀπὸ μιὰ εὐχάριστη ἀγωνία. Θὰ τρέμεις μήπως ἀγγίξεις πάλι ἐκεῖνο τὸ σημεῖο. Μὲ τὸ ἁρπαγμένο κομμάτι, ποὺ πάντα λείπει γιατὶ οἱ μέρες, ἔτσι πεθαμένες ποὺ εἶναι καὶ μὲ τόση ἀπελπισία ποὺ βαστοῦν μὲς στὶς κλειστὲς τσέπες τους, χύνονται μὲ μιὰ τραχιά, φονικὴ μανία καὶ κατασπαράζουν ἐκεῖνο ποὺ κατέχουν τὰ μάτια. Δὲν μπορεῖς νὰ δεῖς πιὰ τὶς ἄλλες πόλεις. Τὶς μυριάδες μὲ τοὺς πελώριους δρόμους, τὰ καφενεῖα, τὶς ἀσπρόμαυρες φωτογραφίες ἀπὸ παλιοὺς ἐκτελεσθέντες, τὰ γραμμόφωνα ποὺ δὲν γεννοῦν ἤχους. Γιατὶ, κανεὶς δὲν ἀντέχει τόση σιωπὴ μὲς στὰ καφενεῖα μὲ τοὺς μετανάστες, ἐκείνους ποὺ ὅλο σφίγγουν τὰ δόντια, σὰν νὰ κοπιάζουν νὰ μὴν μιλήσουν. Νὰ μὴν ἀποκαλύψουν τὰ περίφημα ὀνόματα. Εἶναι πολλοὶ οἱ μάρτυρες, γερμένοι ἔξω ἀπὸ τὰ σπίτια, σέρνουν τὰ ὄνειρα ἀπὸ τὰ μαλλιά, ἔπειτα ζητοῦν ἕνα ποτήρι νερό, χτυποῦν τὸ ποτήρι στὸ τσιμέντο, ἐκεῖνο σπάει, τὸ παιδὶ τρομάζει καὶ κλαίει, μὲ μιὰ ὀδύνη τόσο σίγουρη κι ἁγνή. Στὰ πρόσωπά μας, ὑπάρχει ἕνα φαγωμένο βουνό, ἕνα κομμάτι ἀπὸ λερωμένο οὐρανό, θρυμματισμένο. Ἀπόψε σκοτώθηκε κι ἄλλος οὐρανός. Ποὺ οὐρλιάζει γιὰ μιὰ λιγότερη γῆ. Γιὰ νὰ χτίζονται λιγότερες στέγες, νὰ δείχνουν τὶς κατευθύνσεις λιγότεροι ἀνεμοδεῖκτες καὶ τὰ μάρμαρα μὲ τὶς φαγωμένες πρύμνες ὅλο νὰ τραβοῦν, ἀλλάζοντας 7

8 ὄψεις. Ἕνας γέρος, ἕνα κεφάλι ἀπὸ κάποιο ἄγριο ζῶο, ἕνα ἔκπληκτο, παγωμένο πρόσωπο. Ἐσὺ δὲν ξέρεις γιὰ τί σοῦ μιλῶ. Ἡ μέρα, ἅρπαξε ἕνα κομμάτι. Ἀπὸ τὰ μάτια. Ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὰ δικά σου μάτια. Ἕνας ἀπέραντος θυμός. Οἱ ἄνθρωποι, Ἑλένη, οἱ μόνοι ἄνθρωποι τῶν ἀσύλων, εἶναι καμωμένοι ἀπὸ σύρμα καὶ λύπη. Νὰ ἔρθεις, νὰ φανεῖς, νὰ ρωτήσεις γιὰ τὴν πορεία τῆς ὑγείας μου, ὕστερα νὰ κοιταχτοῦμε βαθιά, μέχρι ὁλόκληρο τὸ δωμάτιο νὰ μυρίσει ἀγκαλιά. Νὰ μὴν τρομάξεις ποὺ θὰ ξερνῶ τὸ φῶς ἀπὸ τὰ μάτια μου. Νὰ ἔρθεις, Ἑλένη, νὰ φανεῖς, νὰ σταθοῦμε ἀμίλητοι ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν ἀνεμιστήρα τοῦ καλοκαιριοῦ.

Ἀπόστολος Θηβαῖος Ὁ Ἀπόστολος Θηβαῖος γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1980. Φοίτησε στὸ Τεχνολογικὸ Ἐκπαιδευτικὸ Ἵδρυμα Πειραιά, στὸ τμῆμα Λογιστικῆς. Ἐργάζεται στὴν Τράπεζα Κύπρου. Τὸ 2008 ὁλοκλήρωσε τὴν ἔκδοση τοῦ πρώτου ἀφηγήματος «Νόμισμα στὴν Ὄχθη», τῶν ἐκδόσεων Μπαρτζουλιάνος, ἐνῶ τὸ 2009 ὁλοκληρώθηκε ἡ ἔκδοση ἑνὸς θεατρικοῦ παραμυθιοῦ ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη, μὲ τίτλο «Πολύχρωμο Θάρρος». Ἀπὸ τὶς ἴδιες ἐκδόσεις δημοσιεύτηκε τὸ 2010 τὸ ἀφήγημα μὲ τίτλο «Mendizabal», ἐνῶ τὴν ἲδια χρονιὰ ἐκδόθηκε καὶ ἡ πρώτη ποιητικὴ συλλογή του ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Πάτση, μὲ τίτλο «Ὁδὸς Πόλεως, Ἀριθμὸς 28». Πρόσφατα συμμετεῖχε στὸ 30ο Συμπόσιο ποίησης ὡς ἐκπρόσωπος τῆς γενιᾶς τοῦ 80. Κείμενά του δημοσιεύονται τακτικὰ σὲ περιοδικὰ λόγου, ὅπως «Ὁδὸς Πανός», «Νέα Σκέψη», «Νέα Ἀριάδνη» καὶ ἄλλα, καθὼς καὶ σὲ ἠλεκτρονικὰ περιοδικά, ὅπως τὸ «Ποιείν», «Βακχικόν» καὶ ἄλλα. Εἶναι μέλος τῆς ὁμάδας τοῦ ἠλεκτρονικοῦ περιοδικοῦ «Asante». Στὸ θέατρο διακρίθηκε στὸ διαγωνισμὸ τοῦ θεάτρου «Ἐλεύθερη Χώρα», ἐνῶ ἀνέκδοτα ἔργα του ὑπάρχουν στὸ δικτυακὸ τόπο «Ἐπὶ σκηνῆς».