Πέμπτη, 6 Ιανουαρίου 2011 «Ο Αµερικάνος» Μέρος Α'. Χριστουγεννιάτικα Διηγήµατα (για παιδιά και νέους). Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης «Ο Αµερικάνος»



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Το παραμύθι της αγάπης

Πάνος Τσίρος Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών

Δασκαλάκης Αντώνης του Ιωάννη, 8 ετών

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Σταμελάκη Φωτεινή του Δημητρίου, 9 ετών

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Μουτσάκης Κωνσταντίνος του Γεωργίου, 8 ετών

Τσιαφούλης Λεωνίδας του Αριστείδη, 10 ετών

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Σακελλάρη Πελαγία του Εμμανουήλ, 12 ετών

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Μαματσή Μερόπη του Μιχαήλ, 9 ετών

Λιουλης Χρήστος του Μελετίου, 8 ετών

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Σταμελάκη Αντωνία του Δημητρίου, 8 ετών

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Κεσίσογλου Παρθενία Θεοφανία του Ιορδάνη, 10 ετών

Παναγιώτης Σκάρπας του Νικολάου, 13 ετών

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Κατανόηση προφορικού λόγου

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Ο χαρούμενος βυθός. Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Λιναρδάτου Θεοδώρα Μαρίνα του Γεράσιμου, 7 ετών

Έπαιξαν χιονoπόλεμο, έφτιαξαν και μια χιονοχελώνα, κι όταν πια μεσημέριασε, γύρισαν στη φωλιά τους κι έφαγαν με όρεξη τις λιχουδιές που είχε

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Ευθυμιάδη Άννα του Γεωργίου, 7 ετών

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Μιχάλη Αναστασία του Ιωάννη, 12 ετών

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Μπιάζη Σίσσυ του Κωνσταντίνου, 10 ετών

Σταματέλου Πηνιώ του Ανδρέα, 14 ετών

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Η χριστουγεννιάτικη περιπέτεια του Ηλία

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

Άξαφνα κατάλαβα τι συνέβαινε. Ήμουν καταμεσής ενός τεράστιου κάμπου Στον κάμπο υπήρχε πλήθος μεγάλο Οι πίσω σειρές του χάνονταν και δεν φαίνονταν.

25 μαγικές ιστορίες για μικρά παιδιά

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Εμμανουηλίδου Κατερίνα του Θωμά, Κωνσταντινίδου Ραφαηλία του Συμεών, Παπανικολάου Απόστολος του Γεωργίου, Κούτριος Ραφαήλ του Κων/νου, 9 ετών

Ζαφειρoπούλου Μαριλένα, Ζαφειρόπουλος Κωνσταντίνος, 13 ετών

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Modern Greek Beginners

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

Ενότητα 7. πίνακας του Γιώργου Ιακωβίδη

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Transcript:

Πέμπτη, 6 Ιανουαρίου 2011 «Ο Αµερικάνος» Μέρος Α'. Χριστουγεννιάτικα Διηγήµατα (για παιδιά και νέους). Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης «Ο Αµερικάνος» Του Δηµήτρη του Μπερδέ το µαγαζί έµοιαζε, εκείνο το βράδυ, µε βάρκα, κατά τα φαινόµενα φουρτουνιασµένη, να πλέει µε τον άνεµο στην πρύµνη και στο πλάι, να της χτυπούν τα κύµατα τη µια πλευρά, να πηδά µέσα το νερό από την κουπαστή και να ραντίζει από την κορφή ως τα νύχια τους δύστυχους επιβάτες. Έµοιαζε µε βάρκα όπου ο κυβερνήτης της και το ναυτόπουλό του φαίνονται όλο έγνοιες, να δίνουν και να παίρνουν προστάγµατα σε γλώσσα ακατάληπτη, ο ένας µε δυσκολία να κατευθύνει το πηδάλιο, ο άλλος να λύνει και να δένει τα πανιά, βοηθώντας µε το κουπί από την απάνεµη µεριά, να τρέχουν και οι δυο από την πρύµνη στην πλώρη, τροµάζοντας τους επιβάτες τους πιο άπειρους, που τους ραίνει ολόγυρα το αφρισµένο κύµα, κι οσφραίνονται από κοντά και γεύονται την άλµη. Ξηµέρωναν Χριστούγεννα κι ο κάθε πελάτης ήθελε να κάνει τα ψώνια του. Ο κυρ Δηµήτρης ο Μπερδές έτρεχε µπρος, πίσω, έβαζε νοθευµένα ποτά στους πελάτες, πουλούσε λειψά στους αγοραστές, µε την τρικυµία σκορπισµένη στην όψη και τη γαλήνη φυλαγµένη στην καρδιά, που οι φωνές των θαµώνων τον γοήτευαν, και που τον ενθουσίαζε ο κρότος των κερµάτων που έπεφταν από την ανοιγµένη στο πάνω µέρος τρύπα, καθώς σπουργίτια στην παγίδα, στο καλοκλειδωµένο συρτάρι του. Το παιδί, ο δεκαπεντάχρονος Χρήστος, ανεψιός από την αδερφή του, δεν πρόφτανε να γεµίζει µπουκάλια από το βαρέλι, να κακοζυγίζει το βούτυρο από το πιθάρι, να αδειάζει µέλι από τον ασκό, µε την ποδιά δεµένη ψηλά στο στήθος, και ξελαρυγγιαζόταν να φωνάζει αµέσως! σε οχτώ διαφορετικούς τόνους και νότες άνω τελία λέξη που είχε κατορθώσει µε τον καιρό να την κουτσουρέψει σε αµές! έπειτα να την συντοµεύει σε µες! και τελικά να την απλοποιήσει σε ες! Σε µια γωνία του µαγαζιού µια συντροφιά πέντε ανδρών κάθονταν κι έπιναν τη µαστίχα τους, πριν το διαλύσουν και φύγουν στα σπίτια τους για το δείπνο. Ήταν όλοι εµποροπλοίαρχοι του τόπου, που περίµεναν αν πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα για να σαλπάρουν, και καλωσόριζαν ένα συνάδελφο τους, που εκείνο το βράδυ είχε φτάσει καλά µε την σκούνα του, τον καπετάν Γιάννη τον Ιµβριώτη άνω τελεία έκαναν όλοι µε την σειρά τα µουσαφιρλίκια (κεράσµατα για το καλώς ήρθες), έπειτα ο καπετάν Γιάννης θέλησε κι αυτός να τους κάνει τα σαλαµετιλίκια (κεράσµατα για το καλό κατευόδιο). Έπειτα κάθε ένας από τους φίλους προθυµοποιήθηκε να κάνει για δεύτερη φορά τα µουσαφιρλίκια, και πάλι ο καπετάν Ιµβριώτης ξανάκανε τα σαλαµετιλίκια. Σε αυτό το σηµείο βρίσκονταν και µιλούσαν ζωηρά για πράγµατα σχετικά µε το επάγγελµα τους, για ναύλους, αναδουλειές, για υπεραναµονές, για φορτώσεις κι εκφορτώσεις, για ναυάγια και θαλασσοζηµιές. Ο καπετάν Γιάννης εξιστορούσε διεξοδικά τα συµβάντα του τελευταίου ταξιδιού

του, και είπε ότι, παρά την θέληση του, επειδή του φέραν δυσκολίες οι τουρκικές αρχές, αναγκάστηκε να µείνει µερικές µέρες στο Βόλο, όπου είχε πιάσει λιµάνι για να ξεφορτώσει ένα µέρος του φορτίου. - Α! δε σας είπα και για ένα γιουλτζή που πήρα από το Βόλο, είπε. - Πήρες κανέναν επιβάτη από το Βόλο; ρώτησε ένας από τους φίλους του. - Δεν θέλησε να ξεµπακάρει, έµεινε µες στη σκούνα. Του είπα να τον πάρω µουσαφίρη στο σπίτι, και δεν θέλησε. - Και για πού παεί; - Ως εδώ προς το παρόν. Τον ρώτησα, δεν θέλει να µου πει. - Και τι δουλειά έχει εδώ; - Τι άνθρωπος είναι; - Πώς σου φάνηκε; διασταυρώνονταν οι ερωτήσεις των πλοιάρχων. - Είναι άνθρωπος που έχει ξυρισµένο το µουστάκι και τα γένια, κι έχει αφηµένες µόνο τρίχες κάτω από το σαγόνι και στο λαιµό. Μου φάνηκε σαν Εγγλέζος, σαν Αµερικανός, µα πάλι όχι σωστός Εγγλέζος ούτε σωστός Αµερικάνος. Τα λίγα λόγια που µου είπε ρωµαίικα, τα είπε µε έναν τρόπο δύσκολο και συλλογισµένο, όχι και πολύ ξενικό, σαν να ήξερε µια φορά ρωµαίικα και τα ξέχασε. Τις περισσότερες φορές συνεννοηθήκαµε µε κάτι λίγα ιταλικά που ξέρω και εγώ. - Σου είπε το όνοµα του; - Στα χαρτιά τον πέρασα ως Τζον Στόθισον, µε αµερικάνικο διαβατήριο. Τη στιγµή εκείνη, ο καπετάν Γιάννης, που καθόταν µε την πλάτη στηριγµένη στον τοίχο, βλέποντας προς την πόρτα, χωρίς να το θέλει φώναζε: -Α! να τος! Όλοι στράφηκαν προς την πόρτα. Είχε µπει ένας άνθρωπος ψηλός, καλοντυµένος, ως σαράντα πέντε χρονών, ωραίος, ανοιχτοπρόσωπος, µε ξυρισµένο µουστάκι και γένια, εκτός από λίγες τρίχες κάτω από το σαγόνι και προς τον λαιµό, µε βαριά χρυσή αλυσίδα πάνω στο στήθος, από την οποία κρέµονταν ένα µικρό φυλαχτό και µερικοί βόλοι από χρυσό. Από ποια φυλή κι από ποιόν τόπο ήταν, δύσκολα µπορούσε να υποθέσει κανείς. Φαινόταν να είχε αποκτήσει κάτι σαν επάλειψη πάνω στο πρόσωπο, σαν κάποια προσωπίδα από άλλο τόπο, καλοζωίας και πολιτισµού, κάτω από την οποία κρύβονταν αόρατη η αληθινή καταγωγή του. Β άδιζε µε βήµα αβέβαιο, ρίχνοντας ένα βλέµµα ακόµα πιο αβέβαιο στα πρόσωπα και στα πράγµατα που ήταν γύρω του, σαν να προσπαθούσε να κατατοπιστεί που ήταν. Ενώ, πριν από τη δύση του ήλιου είχε αρνηθεί, όπως έλεγε ο πλοίαρχος Ιµβριώτης, να βγει στη µικρή πολιτεία, όταν νύχτωσε παρακάλεσε τον ναύτη που είχε µείνει πίσω στο πλοίο και που, καθώς δεν ήταν ντόπιος, δεν είχε που να πάει κι έµεινε φύλακας της σκούνας, να τον βγάλει στη στεριά. Ο ναύτης υπάκουσε. Ο ξένος άφησε τις αποσκευές του, που ήταν τρείς τεράστιες κασέλες, στην καµπίνα της πλώρης, και βγήκε. Μόλις κατέβηκε από τη βάρκα, βρέθηκε στην παραθαλάσσια αγορά και κοίταξε δεξιά αριστερά, σαν να µην γνώριζε πού βρισκόταν. Έξω στο ύπαιθρο δεν ήταν άνθρωποι, γιατί έκανε κρύο τσουχτερό. Τα βουνά ήταν χιονισµένα ολόγυρα. Ήταν στις 24 Δεκεµβρίου 187 Κοίταξε µέσα σε δυο τρεις ταβέρνες και καφενεία, έπειτα σε δύο εµπορικά και παντοπωλεία µαζί, όπως τα µαγαζιά των χωριών. Αλλά δεν φάνηκε ευχαριστηµένος, σαν να µην τα αναγνώριζε, και συνέχισε τον δρόµο του. Ανέβηκε στη µικρή πλατεία, µπροστά στο ναό των Τριών Ιεραρχών. Εκεί φάνηκε πως αναγνώρισε το µέρος. Και µπορεί αν µην έκανε τον σταυρό του, όταν είδε την εκκλησία, αλλά στο σκοτάδι έβγαλε το καπέλο του, και το φόρεσε πάλι, σαν να συνάντησε παλιό φίλο και τον χαιρετούσε. Έπειτα κοίταξε αριστερά, είδε το

µικρό οινοπαντοπωλείο του Μπερδέ και πλησίασε. Στάθηκε λίγες στιγµές και κοίταξε µέσα. Στο τέλος µπήκε. Είναι αλήθεια πως δεν είχε δει τον πλοίαρχο Ιµβριώτη, ο οποίος, µολονότι κοιτούσε προς την πόρτα, βρισκόταν κατά ένα µέρος στη σκιά των συναδέλφων του εκείνων που µαζί τους έπινε, και που είχαν στραµµένη τη πλάτη προς την πόρτα, αλλά ήταν καλυµµένος κι από µια άλλη συντροφιά που στέκονταν όρθιοι κι έπιναν κοντά στον µπάγκο, µπροστά στον οποίο ήταν οι µπουκάλες µε τα ποτά. Αν τον είχε δει, ίσως να µην έµπαινε. -Να ο Αµερικάνος, ξανάπε ο πλοίαρχος Ιµβριώτης δείχνοντας στους συναδέλφους του τον άνθρωπο που µπήκε. Οι τέσσερεις εµποροπλοίαρχοι γύρισαν τα µάτια τους σε εκείνον που µόλις είχε έρθει και τον κοίταξαν άπληστα. -Μπόνο πράτιγο, σινιόρε (καλώς ξεµπάρκαρες, κύριε), φώναξε ο Ιµβριώτης. Αποφάσισες, βλέπω, και βγήκες. Ο ξένος έκανε µε το χέρι ένα σηµείο χαιρετισµού. -Πλήιζ κάπτην (ορίστε καπετάνιε), είπε ένας από τους εµποροπλοίαρχους, ο καπετάν Θύµιος ο Κουρασάνος, που είχε δικό του ένα µεγάλο µπρίκι, είχε κάνει δύο ταξίδια στον ωκεανό, ως το Λονδίνο, και είχε µάθει οχτώ ή δέκα αγγλικές φράσεις. -Θεγκ-ιού σερ (ευχαριστώ κύριε), απάντησε ευγενικά ο ξένος. Κι έριξε µια δεκάρα στον µπάγκο, λέγοντας στο παιδί µόνο αυτή την λέξη: «ρούµ!» Κι αφού πήρε στο χέρι το ποτήρι του, για να µην δείξει ότι απέφευγε συστηµατικά τους ανθρώπους, πλησίασε την συντροφιά, και είπε στα ελληνικά, προφέροντας κάπως παχιά και δύσκολα. -Ευχαριστώ κύριοι. Δεν είναι να καθίσω να κάνω τωκ, και δύσκολο σε εµένα να κάνω τωκ ρωµαίικα. -Τι λέει; είπε σουφρώνοντας τα φρύδια ο καπετάν Θύµιος ο Κουρασάνος άνω τελεία δε θέλει να κάνει τόκα (να συµφωνήσει χειραψία) µαζί µας; Ο ξένος άκουσε και βιάστηκε να διορθώσει την παρανόηση. -Με συµπάθιο, κύριε άνω τελεία είπα, να κάνω τωκ, να κάνω κονβερσατσιόνε, πως το λένε; -Θέλει να πει, δυσκολεύεται να κάνει κουβέντα στη γλώσσα µας, είπε ο καπετάν Ιµβριώτης που κατάλαβε. -Α! ναι, κουβέντα, είπε ο ξένος άνω τελεία ξένασα τα λόγια ρωµαίικα. -Αντ χουέρ γιου κοµ; είπε ο Κουρασάνος, σε λανθασµένα αγγλικά το: από πού έρχεσαι; -Στην ώρα εδώ ήρθα, απάντησε ο Αµερικάνος άνω τελεία ύστερα δεν ξέρω, κι άλλα ταξίδια θα κάνω. -Ο καπετάν Κουρασάνος τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα. -Δεν κάθεσαι, σινιόρε; είπε ο Ιµβριώτης άνω τελεία που θα βρεις καλύτερα; -Δεν κάθοµαι πάω να κάνω γουώκ, να φέρω γύρο, πώς το λέτε; -Να κάνεις σπάτσιο; -Α, ναι, σπάτσιο, είπε ο ξένος άνω τελεία ναι, βλέπω, σαν δεν ειπεί ένας λόγια ιταλικά, δεν καταλαβαίνει άλλος ρωµαίικα. Έκανε µια κίνηση αποχαιρετισµού µε το κεφάλι, και γύρισε προς την πόρτα. Οι πέντε πλοίαρχοι, µετά την συνοµιλία αυτή, έµειναν να πλέουν σε µεγαλύτερο πέλαγος άγνοιας, παρά σε εκείνο που τους είχαν φέρει πριν οι εξηγήσεις του συναδέλφου τους του Ιµβριώτη. Όταν βγήκε από το καπηλειό ο ξένος, πήρε το δρόµο προς την Κολώνα, που στέκει απέναντι στους Τρεις Ιεράρχες, στην οποία έδεναν παλιότερα τις πρύµνες των πλοίων που ξεχειµώνιαζαν στο λιµάνι.

Γύριζε το βλέµµα δεξιά κι αριστερά, και τέλος το προσήλωσε επίµονα σε ένα µικρό σπίτι, που έµεινε να το κοιτάει για πολύ, σαν να προσπαθούσε να θυµηθεί και να αναγνωρίσει κάτι. Τέλος, µπήκε σε ένα στενό δροµάκι που διέσχιζε τη συνοικία, κι έγινε άφαντος. Αν, ωστόσο, τον παρακολουθούσε κανείς, θα έβλεπε πως, αφού προχώρησε λίγα βήµατα, έστριψε ψηλότερα κι ανέβηκε τέσσερα σπίτια πάνω από το µικρό σπίτι, που επίµονα κοιτούσε πριν, όπου ανάµεσα σε δύο σπίτια σχηµατίζονταν ένα κενό, θαµµένο κατά ένα µέρος από τα υπολείµµατα δύο τοίχων. Φαινόταν πως ήταν χάλασµα, ερείπιο ενός σπιτιού που είχε πρόσφατα κατεδαφιστεί. Ο ξένος, αφού κοίταξε τριγύρω, να δει µήπως τον παρατηρούσε κανείς, µπήκε δειλά σε εκείνο το χάλασµα, όπου στη γωνιά των δυο τοίχων φαινόταν µια κόχη µαυρισµένη, σαν να υπήρχε εκεί παλιότερα ένα τζάκι. Μπήκε έχοντας βγάλει το καπέλο του που το κρατούσε στα χέρια, γονάτισε, και στήριξε το µέτωπο πάνω στις ψυχρές πέτρες εκείνης της γωνιάς, και αφού έµεινε γονατισµένος τρία λεπτά, σηκώθηκε, σκούπισε τα µάτια του και αποµακρύνθηκε αργά. Όταν ξανάρθε πάλι χαµηλότερα, στάθηκε στη µέση του µικρού δρόµου, όχι µακριά από το σπίτι που πρωτύτερα φαινόταν ότι κοίταζε. Στάθηκε, κι αφού έριξε ένα βλέµµα ολόγυρα, να δει µήπως κανείς τον παρακολουθούσε, έστησε αφτί. Τι να άκουγε άραγε; Ίσως άκουγε τα τραγούδια των παιδιών της γειτονιάς που περνούσαν από τα σπίτια κι έψαλλαν τα Χριστούγεννα. Και τα τραγούδια τους διασταυρώνονταν κι έφευγαν προς διάφορες κατευθύνσεις, σαν λάληµα χειµωνιάτικων σπουργιτιών. Εδώ ακούγονται οι στίχοι: Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου, εβγάτ, ακούστε, µάθετε, τώρα Χρστός γεννιέται. εκεί πάλι αντηχούσε: Κυρά µ, τη θυγατέρα σου, κυρά µ, την ακριβή σου. και αλλού: Ν ασπρίσεις σαν τον Έλυµπο, σαν τ άσπρο περιστέρι. φωνές αθώες, ανεπιτήδευτες, χαρωπές, φωνές παιδικής χαράς κι ευθυµίας. Παρασκευή, 7 Ιανουαρίου 2011 «Ο Αµερικάνος» Μέρος Β'. Χριστουγεννιάτικα Διηγήµατα (για παιδιά και νέους). Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης Ξαφνικά ο ξένος αναγκάστηκε να παραµερίσει, γιατί δυο παιδία, που το ένα τους κρατούσε ένα φανάρι, και που µόλις είχαν κατέβει από µια σκάλα, έρχονταν προς τα εδώ. Γύρισε µερικά βήµατα πίσω, προς το µέρος από όπου είχε έρθει. Τα παιδία ήρθα κοντά, και ούτε καν τον πρόσεξαν. Ανέβηκαν τη σκάλα εκείνου ακριβώς του σπιτιού που ο ξένος το είχε κοιτάξει για πολλή ώρα. Όταν το είδε αυτό έκανε µια κίνηση, και γύρισε πάλι πίσω µε ζωηρό ενδιαφέρον. Στάθηκε και έστησε αφτί. Τα παιδιά χτύπησαν την πόρτα.

-Να ρθουµε να τραγουδήσουµε, θεία; Ύστερα από µια στιγµή ακούστηκαν από µέσα βήµατα, άνοιξε η πόρτα, και µια γριά µε µαύρη µαντίλα έσκυψε µπροστά και είπε µε θλιβερή φωνή: -Όχι, παιδάκια µου, τι να τραγουδήσετε από µας; Έχουµ εµείς κανένα; Καλή χρονίτσα να χετε, και σύρτε αλλού να τραγουδήσετε. Τους έβαλε µια πενταρίτσα στο χέρι, και τα παιδιά έφυγαν ευχαριστηµένα γιατί, χωρίς άλλο κόπο εκτός που ανέβηκαν και κατέβηκαν τη σκάλα, κέρδισαν µια πεντάρα. Ο ξένος, αόρατος από µια γωνιά, είδε τη ρυτιδωµένη εκείνη µορφή και άκουσε την πικραµένη φωνή εκείνη. Το περίεργο ήταν ότι αναστέναξε µε ανακούφιση, φάνηκε σαν να χάρηκε. Του ήρθε τότε µια ιδέα που, χωρίς να συλλογιστεί πολύ, την έβαλε σε εφαρµογή. Αφού έκλεισε η πόρτα και η γριά έγινε άφαντη, τα παιδιά κατέβηκαν τη σκάλα ανταλλάσοντας κάποιες λέξεις. -Τώρα έχουµε, βρε Γρηγόρη, µια κι εξηνταπέντε. -Κι από πόσα κάνει να πάρουµε; είπε ο άλλος, που ήταν κάσσα (ταµίας). Από ογδόντα λεπτά. -Δεν θα µοιραστούµε και την πεντάρα αυτηνής της γριάς; -Ναι, θα την µοιραστούµε, βρε Θανάση άνω τελεία ογδόντα ο ένας κι ογδόντα ο άλλος. -Την παίρνουµε, βρε Γρηγόρη, καρύδια, και τα µοιραζόµαστε. -Και αν µας δώσουνε πέντε καρύδια, από πόσα θα πάρουµε; Ξάφνου ο ξένος παρουσιάστηκε µπροστά στα παιδιά, τέντωσε το χέρι και τους έδηξε ένα τάλιρο. Τα παιδιά, που δεν είχαν δει άλλοτε άνθρωπο µε ξυρισµένα γένια και µουστάκια, εξαφανίστηκαν, και το ένα, εκείνο που κρατούσε το φανάρι, έβγαλε µια µικρή κραυγή, ενώ το άλλο, που η τσέπη του βροντούσε, έτρεχε να φύγει. Τότε ο Θανάσης, µε την υποψία ότι, αν έφευγε ο Γρηγόρης, ίσως την αυριανή µέρα θα κρύβονταν και δεν θα του έδινε λογαριασµό, άφησε το φαναράκι καταγής, και ήταν έτοιµος να τρέξει, να κυνηγήσει τον άλλον που έφευγε. Αµέσως τότε ο Αµερικάνος πρόφτασε να δείξει στο φως του φαναριού το τάλιρο που είχε στο χέρι, και να πει: -Στάσου, πάρε αυτό το ντόλαρ. Διχασµένο ανάµεσα σε δυο φόβους και δυο επιθυµίες, το παιδί στάθηκε µην ξέροντας τι να κάνει, και τα γόνατα του έτρεµαν, ενώ η όψη του φαινόταν κάπως φοβισµένη. -Δυο λόγια να µου πεις θέλω, είπε ο ξένος άνω τελεία αυτό το σπίτι, επήγατε απάνου, ποιος ζεί; Το παιδί δεν κατάλαβε καλά. -Τι λες, µπάρµπα; είπε καθώς άρχισε να παίρνει θάρρος. Ο ξένος έβαλε στην τσέπη του το τάλιρο, και προσπάθησε να εξηγηθεί καθαρότερα. -Επήγατε τώρα απάνω σπίτι άνω τελεία η γριά στην πόρτα ήρθε, ποιος άλλος µαζί της ζει αυτό το σπίτι; Το παιδί δυσκολεύονταν να καταλάβει. Ωστόσο, αφού πήρε το τάλιρο, κάθε φόβος έφυγε από µέσα του. -Εδώ απάνω, είπε, είναι η θεια-κυρατσού άνω τελεία µας έδωσε µια πεντάρα. Είναι κι άλλη µία, δεν ξέρω τι την έχει. -Θυγατέρα της απάνω µαζί της είναι; -Θυγατέρα της πρέπει να ναι ναι. -Είναι παντρεµένη θυγατέρα της; -Δεν ξέρω αν είναι παντρεµένη άνω τελεία µα δεν φαίνετε να χει άνδρα. -Και πόσα χρόνια είναι θυγατέρα της;

-Δεν ξέρω πόσα χρόνια είναι άνω τελεία µα πρέπει να ναι καθώς γεννήθηκε έως τώρα. Και το παιδί, ξαναπαίρνοντας το φανάρι του, έφυγε τρέχοντας, ενώ έσφιγγε στη παλάµη του το τάλιρο. Έτρεχε να βρει τον Γρηγόρη, να του ζητήσει το µερίδιο του. Ο ξένος δεν δοκίµασε να το εµποδίσει. Μετά από αυτά ο Αµερικάνος αποµακρύνθηκε, κατέβηκε στην παραθαλάσσια αγορά, όπου δύο ή τρία καφενεία είχαν φως, κοίταξε σε ποιο από αυτά ήταν λιγότεροι θαµώνες, και µπήκε σε ένα όπου µόνο έναν άνθρωπο είδε, τον καφετζή. Ο γέρος, µόλις είχε ξυριστεί, µε το µουστάκι στριµµένο, µε τη βράκα κοντή, µε ψηλές µπότες, µε την ποδιά καθαρή, ετοιµαζόταν, φαίνετε, να κλείσει, αλλά όταν είδε τον Αµερικάνο να έχει µπει, τον κοίταξε µε περιέργεια. Αυτός παράγγειλε να του δώσει ρούµι, αφού έριξε µια δεκάρα στον πάγκο. Όταν είδε ο µπαρµπ Αναγνώστης τη δεκάρα, θέλησε να του δώσει ρέστα την πεντάρα, αλλά ο άνθρωπος είπε: «Νόου! νόου!», και τότε ο καφετζής του έβαλε κι άλλο ρούµι, για την πεντάρα, όπως νόµιζε άνω τελεία αλλά ο ξένος έριξε πάνω στο τραπέζι κι άλλη δεκάρα. «Δεν θα ξέρει ρωµαίικα, όπως φαίνεται», συλλογίστηκε ο µπαρµπ Αναγνώστης, και για να δοκιµάσει, γύρισε και τον ρώτησε: -Τώρα νεοφερµένος είστε; -Εγώ σήµερα έφτασα, µε καπετάν Γιάννη γολέτα. -Του καπετάν Γιάννη του Ιµβριώτη; -Ναι, µπορείς ελόγου σου να κάνεις ποντς; -Μετά χαράς, είπε ο µπαµπ Αναγνώστης. Κι αφού προσπάθησε να ξαναφέρει στη µνήµη τις παλιές του γνώσεις, δοκίµασε να φτιάξει πόντσι, αλλά το ρούµι δεν άναβε, κι έτσι το πρόσφερε όπως όπως στον ξένο. Αυτός δεν έκανε καµιά παρατήρηση, κι έριξε ένα ασηµένιο σελίνι πάνω στο τραπέζι. Οµπαρµπ Αναγνώστης το πήρε. -Πόσα πάει αυτό; -Δεν ξέρω εγώ µονέδα του τόπου, είπε ο άγνωστος. Ο γέρος άνοιξε το συρτάρι του, και κοίταξε αν θα είχε αρκετά κέρµατα για να δώσει τα ρέστα, αλλά δεν έβρισκε περισσότερα από ογδόντα λεπτά σε δεκάρες, πεντάρες και δίλεπτα. Η συνείδησή του όµως δεν τον άφηνε να εξαπατήσει τον πελάτη, και είπε: -Σφάντζικο δε σας βρίσκεται, κύριε; -Δεν έχω µονέδα άλλη από Αγγλία και Αµέρικα, είπε ο ξένος. -Δεν βγαίνουν τα ρέστα κύριε. Πάρτε το ασηµένιο σας. Αυτό θα πάει, πιστεύω, ως µια και τριανταπέντε, µια και σαράντα. Αύριο µου δίνετε είκοσι λεπτά. -Κράτησε το σίλλιν, δεν θέλω ρέστα. Ο µπαρµπ Αναγνώστης απόµεινε µε το στόµα ανοιχτό, µε το βλέµµα προσηλωµένο στον ξένο. Αλλά την στιγµή εκείνη µπήκε µια συντροφιά από τρείς ανθρώπους, στάθηκαν µπροστά στον µπάγκο και παράγγειλαν να τους δώσει από ένα ποτό. Ο ένας από τους τρείς αυτούς ανθρώπους, πιωµένος, τραγουδούσε µπερδεµένα: Ντελµπεντέρισσα Βασσίλω στρώς το µπράτσο σου να γείρω Ο δεύτερος, µε γυµνό το στήθος και ξυπόλητος, µε τέτοιο κρύο, άρχισε να κοιτάζει επίµονα τον ξένο. -Κάπου τον είδα εγώ αυτόν, µουρµούρησε µασηµένα. Αυτοί ήταν οι χαµάληδες της πόλης, οι ίδιοι και διαλαλητές, αστεία συντεχνία µε τρία µέλη, που περνούσαν τον καιρό τους να πίνουν το βράδυ όλα όσα κέρδιζαν την µέρα. Ο τραγουδηστής άλλαξε ξαφνικά ρυθµό και ήχο και ξανάρχισε: Έβγα να ιδείς, έβγα να ιδείς

σκύλα, κορµί που τυραγνείς. -Εβίβα, παιδιά! και τσούγκρισαν δυνατά τα ποτήρια. Κι ο άλλος, ο γυµνόστηθος και γυµνοπόδης, δεν έπαυε να κοιτάζει επίµονα τον άγνωστο. Κι ο πρώτος εξακολουθούσε να τραγουδάει: Βασίλω µ, τα κουµπούρια σου µε τι τα χεις γεµάτα; Βαριά, π ανάθεµά τα! Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε βήμα βαρύ μέσα από την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε πάνω στο σπίτι και που, καθώς ήταν φραγμένη με σανίδωμα, έκοβε, μια από τις γωνιές του καφενείου. Και στη πάνω μεριά του σανιδώματος, κάτω από το πάτωμα του σπιτιού, άνοιξε ένα πορτάκι, κι ένα κεφάλι με άσπρο σκούφο, με λευκό μουστάκι και με χοντρά χαρακτηριστικά πρόβαλε από το πορτάκι. Κυριακή, 9 Ιανουαρίου 2011 «Ο Αµερικάνος» Μέρος Γ'. Χριστουγεννιάτικα Διηγήµατα (για παιδιά και νέους). Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης -Μα πόσες φορές στο είπα, Αναγνώστη, βγήκε µέσα από το πορτάκι, κι από το κεφάλι που είχε φανεί εκεί, µια χοντρή φωνή που συµπλήρωνε τα χοντρά του χαρακτηριστικά άνω τελεία δεν θα βάλεις γνώση; Χαλνάς την ησυχία των νοικοκυραίων! Τι µέρα ξηµερώνει αύριο, κι έχουµε τραγούδια και φωνές πάλι; Και τι ώρα είναι τώρα; Ήταν οχτώ και µισή. Ο τραγουδιστής της τριανδρίας των χαµάληδων, πήρε τον λόγο και µε κωµική σοβαρότητα είπε: -Τώρα θα φύγουµε, καπετάν Αναστάση άνω τελεία δεν το καταδεχόµαστε εµείς να σας χαλάσουµε την ησυχία σας. -Σώπα εσύ, ζώο! φώναξε ο Αναστάσης. -Τώρα αµέσως καπετάν Αναστάση, θα κλείσω. Δεν µπορώ, βλέπεις, να διώξω τους ανθρώπους, είπε µε δυνατή φωνή ο καφεντζής. -Τέτοια τίµια µούτρα! γέλασε δυνατά και περιφρονητικά από το πορτάκι ο καπετάν Αναστάσης. Χρειάζονται µεγάλες τσιπιµόνιες µαζί τους. -Α! εµείς δεν σας προσβάλαµε, καπετάν Αναστάση άνω τελεία η αφεντιά σου, βλέπω, µας προσβάλλεις, είπε ο χαµάλης. Και µε σιγανή φωνή µουρµούρισε: -Το νοίκι το θέλεις σωστό, και ξέρεις να το γυρεύεις και µπροστά άνω τελεία να σα δε βγάλει κι αυτός ο φτωχός µια πεντάρα, πως θα στο πληρώσει; -Σωπάτε, τώρα έχει δίκιο, γιατί ξηµερώνει Χριστούγεννα, είπε ο ευσυνείδητος καφετζής άνω τελεία άλλες φορές φαίνεται σκληρός, ο βλογηµένος. Το κεφάλι µε τον άσπρο σκούφο στο µεταξύ είχε γίνει άφαντο από το πορτάκι, ενώ ο µπαρµπ Αναγνώστης ετοιµάστηκε να κλείσει. Οι τρείς χαµάληδες βγήκαν πιασµένοι ο ένας από το χέρι του άλλου και τραγουδώντας. Ο ξένος έκανε µια κίνηση αποχαιρετισµού µε το κεφάλι, και βγήκε πριν από αυτούς, αλλά ο καφετζής τον φώναξε πίσω και του είπε:

-Και που θα κοιµηθείτε απόψε; Έχετε µέρος να µείνετε; Πού είστε, κύριε; εγώ εδώ θα πλαγιάσω. Αν θα πάτε µες στη σκούνα, καλά, αλλιώς, αν αγαπάτε, µείνετε εδώ, έχει ζέστη. -Δεν έχω ύπνο, είπε ο ξένος άνω τελεία εγώ θα φέρω γύρο, και ύστερα, βλέπουµε. Όποτε αγαπάτε, χτυπήστε µου την πόρτα, να σηκωθώ να σας ανοίξω. Έχω και ρούχα να σας δώσω. Αυτή τη φορά, ο Αµερικάνος κατευθύνθηκε σε εκείνη τη συνοικία από άλλο µικρότερο δροµάκι, κι έτσι έβλεπε το σπίτι εκείνο, που ήταν αντικείµενο της έγνοιας του, από την άλλη πλευρά, τη νοτιοδυτική. Απέναντι στο µικρό σπιτάκι, πλάι σε µια γωνιά ενός γειτονικού σπιτιού, ήταν ένας σωρός από ξύλα και πέτρες, αφηµένος εκεί ποιος ξέρει πριν πόσα χρόνια σαν από κατεδαφισµένο σπίτι ή από ερείπιο που έχει καταρρεύσει. Στην πρόσοψη του µικρού σπιτιού που έβλεπε προς τα εκεί έφεγγε ένα µικρό παράθυρο, µε το ένα φύλλο κλειστό, µε το άλλο ανοιχτό, και µέσα από το τζάµι µπορούσε κανείς να δει το εσωτερικό, αν ανέβαινε σε κάποιο ύψωµα. Όταν είδε ο ξένος ότι ο δρόµος ήταν έρηµος, και δε φαινόταν ούτε σκιά διαβάτη, ανέβηκε ψηλά σε εκείνο το σωρό, και ενώ η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, κοίταξε προσεχτικά να δει όσα ήταν µέσα στο µικρό σπίτι. Απέναντι στο τζάµι του µικρού παράθυρου µε το ένα παραθυρόφυλλο ανοιχτό, ήταν το τζάκι, που έκαιγε µε αδύνατη φωτιά, µε ένα δαυλό που πετούσε σπίθες, µε το καντήλι αναµµένο µπροστά στις ιερές εικόνες εκεί ψηλά. Πλάι στο τζάκι καθόταν µια γυναίκα, νέα ακόµα, όπως φαινόταν, µε το κεφάλι στηριγµένο στο χέρι της, συλλογισµένη, θλιµµένη. Κουνούσε τα χείλη της, και η φωνή της ψιθύριζε κάτι, κι ο ψίθυρος ήταν ελαφρό σιγαλόφωνο ψιλοτραγούδισµα, µε χαµηλή φωνή, καθαρή και παρθενική, αλλά µαραµένη και στα αφτιά του ξένου έφτασαν καθαρά αυτοί οι δύο στοίχοι: Αλλοίµονο κι αλλοί-καηµός! Του γεµιτζή ξενιτεµένος Ο ξένος ένιωσε πόνο στην καρδιά και δάκρυ στο βλέφαρο. Του ήρθε τότε ξαφνικά να κατεβεί από το σωρό, να τρέξει και να ανέβει στο σπίτι για να κάνει, τι; Κι αυτός καλά δεν ήξερε. Ωστόσο κρατήθηκε. Την ίδια στιγµή ακούστηκε ελαφρός κρότος στο πάτωµα, τρίξιµο, σαν να ανέβαινε κάποιος µια εσωτερική σκάλα, σαν να κλεινόταν κάποια καταπακτή. Μια δεύτερη γυναίκα, καµπουριασµένη, µε µαύρη µαντίλα, γερόντισσα, ήρθε κοντά στο τζάκι, κι αφού γονάτισε εκεί µπροστά, έριχνε µικρά ξύλα στη φωτιά. Ήταν η ίδια εκείνη, που είχε δώσει την πεντάρα στα δυο παιδιά και τα είχε εξαποστείλει. -Δεν συµµαζεύεις το νου σου, θα πω, θυγατέρα; Όλο θα κλαίς πια; Τι είναι αυτά; Σαν σ ακούω θυγατέρα!... ξεχωρίσαµε απ τον κόσµο, πια Τι, µοναχή σου είσαι; Όταν σε γυρεύανε, τότε που ήταν νωρίς, που πήγε στην Αµέρικα ο προκοµµένος, γιατί δεν θέλησες κανέναν; Δε σ τα λεγα εγώ; Γιατί δεν ακούς την µάνα; Σ τα λεγα συνέχεια. Τώρα, αν µεγάλωσες, ποιος φταίει; Και είσαι τάχα µονάχη σου; Είν άλλες µαγαλύτερες. Το Μυγδαλιώ της Μάχως, και το Κρουσταλλώ της Γιώργαινας, ούτε µπορούν να βγουν µπροστά σου, πάλι εσύ είσαι πιο νέα. Ο ξένος ήταν όλο αφτιά, και φαινόταν κατά παράδοξο τρόπο να καταλαβαίνει τι έλεγε η γριά, µάλλον από έµπνευση και πληροφορία της συνείδησης, παρά από τα λίγα ελληνικά, όσα φαινόταν να ξέρει. Τη στιγµή εκείνη ακούστηκαν βήµατα και οµιλίες στην άκρη του δρόµου. Δυο άνθρωποι έρχονταν προς τα εδώ. Ο ωτακουστής βιάστηκε να κατέβει από την σκοπιά

του και ν αποµακρυνθεί. Έφτασε στο τέλος του µικρού δρόµου, έστριψε δεξιά και βρέθηκε πάλι στη µικρή πλατεία µπροστά στο ναό των Τριών Ιεραρχών. Το µικρό καπηλειό, από όπου άρχισε αυτή εδώ η διήγηση, ήταν ακόµα ανοιχτό. Ο Δηµήτρης ο Μπερδές δεν περιφρονούσε τα µικρά κέρδη, δεν θεωρούσε µηδαµινή καµία πεντάρα, ούτε δίλεπτο. Αυτά τα έλεγε «µικρά δολώµατα». Τα άλλα, όσα έβγαζε το βράδυ, τα έλεγε «παραγαδίσια». Ό,τι βγάλει κανείς, έλεγε, ή µε σύρτη, ή µε πεζόβολο, καλό είναι. Περιποιόταν τον κλητήρα και τους χωροφύλακες, κερνούσε νερωµένο κρασί τη νυχτερινή περίπολο ή πολιτοφυλακή και τον άφηναν να έχει ανοιχτό το µαγαζί του και ως τις έντεκα. Έβρισκαν µάλιστα µεγαλύτερη ζέστη να κάθονται εκεί, παρά να τριγυρίζουν µέσα στη µικρή πολιτεία και να κρυώνουν. Εκείνη την ώρα ο µαγαζάτορας στεκόταν στον µπάγκο του και µετρούσε δεκάρες, εικοσιπενταράκια του Όθωνα και σφάντζικα. Το παιδί του µαγαζιού, ο Χρήστος, µε την ποδιά γυροδεµένη σχεδόν κάτω από τις µασχάλες, κοιµόταν όρθιο, µε το κεφάλι του να γέρνει, σαν µικρή φελούκα µε δυο κουπιά, που τη σαλεύει ο ελαφρός νοτιάς στα πλάγια της αγκυροβοληµένης µπρατσέρας. Πότε πότε ξυπνούσε απότοµα από το αφεντικό που χτυπούσε το πόδι στο πάτωµα, καθώς ξαναφώναζε µε δυνατότερη φωνή τις παραγγελίες των θαµώνων για κεράσµατα. Και τότε, σαν να υπνοβατούσε, περπατούσε, έβαζε τα ποτά, έπαιρνε τις δεκάρες, τις έριχνε µηχανικά στον µπάγκο, και γύριζε πίσω να συνεχίσει τον ύπνο του. Με φασαρία από χορούς, µε φωνές και αλαλαγµούς, όρµησε µέσα στο καπηλειό η εύθυµη συντεχνία των τριών χαµάληδων της πόλης, αφού τους έδιωξαν από το καφενείο του µπαρµπ Αναγνώστη. Ο ένας από τους τρεις, ο Στογιάννης ο Ντόµπρος, σερβοµακεδονικής καταγωγής, έκανε την αρκούδα, και χόρευε, ο δεύτερος, εκείνος που έλεγε πριν τα τραγούδια, ο Παύλος ο Χαλκιάς, είχε µουντζουρωθεί κι έκανε τον αρκουδιάρη. Δεν ήταν, βέβαια, ακόµα Απόκριες, αλλά αφού αύριο ξηµέρωναν Χριστούγεννα, µετά τα Χριστούγεννα «Άις Βασίλης έρχεται», µετά τον Άι Βασίλη τα Φώτα, και µετά τα Φώτα µπαίνει το Τριώδιο. Ο τρίτος και πρόεδρος της συντεχνίας, ο Βαγγέλης ο Παχούµης, µε τριχωτό στήθος, ξυπόλυτος, µε το παντελόνι συνήθως ανασηκωµένο λίγο κάτω από το γόνατο, ίσως από την µακρόχρονη συνήθεια να µπαίνει στη θάλασσα ως το γόνατο για να ξεφορτώσει τα µικρά πλοία, δεν έπαυε να συλλογίζεται τον Αµερικάνο. «Μες στο νου µου γυρίζει», έλεγε. Αλλά να που ύστερα από λίγο µπήκε εκείνος γύρω από τον οποίον στρέφονταν οι σκέψεις του. Πήγε ίσια στον µπάγκο, παράγγειλε ρούµι, κι έριξε ένα ασηµένιο σελίνι πάνω στη λαµαρίνα του µπάγκου. Ο Μπερδές το πήρε. -Πόσα πάει αυτό; Ο Αµερικάνος κούνησε αδιάφορα το χέρι του και είπε: -Δεν γνωρίζω του τόπου µονέδα εγώ. -Αυτό δεν είναι σύµφωνο µε τη µονέδα µας και δεν περνάει, είπε ο µαγαζάτορας αν θέλετε να σας το πάρω για δραχµή. -Άι ντον τ κέαρ, µουρµούρισε ο Αµερικάνος. Κι έπειτα είπε στα ελληνικά: Δε µε µέλει εµένα αυτό. Ο Μπερδές του έδωσε ρέστα ενενήντα πέντε λεπτά. Στο µεταξύ ο Βαγγέλης ο Παχούµης δεν έπαψε να κοιτάζει τον άγνωστο. Τη στιγµή εκείνη στράφηκε σε όσους βρίσκονταν µέσα στο καπηλειό και είπε δυνατά: -Βρε παιδιά, θυµάστε, κανένας από σας, το Γιάννη του µπαρµπα- Στάθη του Μοθωνιού, που λείπει στην Αµέρικα εδώ κι είκοσι χρόνια;

Όταν άκουσε το όνοµα αυτό ο ξένος τινάχτηκε από τη θέση του κι άθελά του στράφηκε σε αυτόν που µιλούσε. Ωστόσο κρατήθηκε, προσπάθησε να φανεί αδιάφορος και ήρθε και κάθισε κοντά του σε µια γωνιά του καπηλειού. Άναψε ένα πούρο και κάπνιζε. Τρίτη, 11 Ιανουαρίου 2011 «Ο Αµερικάνος» Μέρος Δ' (Τελευταίο). Χριστουγεννιάτικα Διηγήµατα (για παιδιά και νέους). Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης Κανένας δεν απάντησε στην ερώτηση του χαµάλη, που την κρυµµένη σηµασία της κανείς δεν καταλάβαινε. Ο Βαγγέλης εξακολούθησε: -Που να θυµόσαστε εσείς! Είστε όλοι µικρότεροι µου, εκτός από τον µπαρµπα- Τραντάφυλλο, δεν είναι ντόπιος, κι εγώ κοντεύω τώρα να σαραντίσω. Ήµουν το πολύ δεκαοχτώ χρονών όταν ξενιτεύτηκε ο γιος του Μοθωνιού, κι εκείνος τότε θα κόντευε τα εικοσιπέντε. Μα µου φαίνεται, να τον έβλεπα τώρα δα, θα τον γνώριζα. Πέθαναν µε τον καηµό του Γιάννη τους ο καηµένος ο µπαρµπα- Στάθης κι η γυναίκα του, Θεός σχωρέσ τους! Και το σπιτάκι τους απόµεινε ερείπιο και χάλασµα µε δυο µισούς τοίχους εδώ παραπάνω, στη συνοικία εκκλησίας, και µε ένα µαύρο βαθούλωµα στη γωνία που ήταν ένα καιρό η παραστιά τους. Και ο γιος τους έριξε πέτρα πίσω του. Μα ως πόσος κόσµος χάνεται, ωστόσο, και στην Αµέρικα! Ξέρετε πως ήταν και αρραβωνιασµένος; -Και ποια είχε; Ρώτησε αδιάφορα ο κλητήρας της δηµαρχίας, που ήταν και αρχηγός της νυχτερινής πολιτοφυλακής. Ο ξένος άκουγε µε πολύ βαθιά προσοχή, αλλά απέφευγε να γυρίσει να κοιτάξει εκείνον που µιλούσε. -Είχε το Μελαχρώ της θεια-κυρατσώς της Μιχάλαινας. Κι όταν έφυγε και πέρασαν δυο τρία χρόνια, τη γύρεψαν πολλοί, γιατί το κορίτσι είχε χάρες κι οµορφιές, και τιµηµένη ήταν και δούλευε όµορφα, η µοναδική κεντήστρα του χωριού µας, και προικιά είχε πολλά. Μα το Μελαχρώ δε θέλησε κανέναν, ώσπου πέρασαν τα χρόνια κι έγινε κι αυτή γεροντοκόριτσο. Και µε το αχ και µε το βαχ, αδυνάτισε τώρα και χλόµιανε, µα ωστόσο, όταν η γυναίκα έχει καλό σκαρί, δύσκολα γερνάει. Ακόµα καλοστέκει, βρε παιδιά, θα είναι παραπάνω από τράνταπέντε, και φαίνεται να είναι το πολύ εικοσιπέντε έτυχε µια µέρα να τη δω, που τους κουβάλησα ένα σακί αλεύρι όταν την κοιτάζεις, τόσο πιο νόστιµη σου φαίνεται! - Έλα, άφησέ τα αυτά, Βαγγέλη, είπε αυστηρά ο κλητήρας της δηµαρχείας δεν είναι σωστό µέσα στα µαγαζιά να λέµε για οικογένειες και κορίτσια. -Έχεις δίκιο, µπαρµπα-τριαντάφυλλε, είπε ο χαµάλης µα δεν το είπα για κακό. Η όψη του Αµερικάνου έγινε χαρούµενη και µια ακτίνα ευτυχίας διαπέρασε εκείνη την επάλειψη που έµοιαζε σαν προσωπίδα, για την οποία µιλήσαµε στην αρχή, κι έδωσε λάµψη στο πρόσωπο του. Ο µπαρµπα-τριαντάφυλλος µε το χωροφύλακα και τους δυο πολίτες φρουρούς, µε τα ντουφέκια τους, σηκώθηκε και είπε γυρνώντας στο µαγαζάτορα:

-Έλα κάνε γρήγορα, Δηµήτρη, κάθισε φρόνιµα, αφήστε τους χορούς και τα τραγούδια, παιδιά, δεν είναι απόκριες. Τι µέρα ξηµερώνει αύριο; Κλείσε γρήγορα, Δηµήτρη, να κοιµηθεί ο κόσµος, θα σηκωθούν στις δυο µετά τα µεσάνυχτα να πάν στην εκκλησία. Και ο κύριος έχει µέρος να κοιµηθεί τάχα; ρώτησε δείχνοντας τον Αµερικάνο. -Έννοια σου, µπαρµπα-τριαντάφυλλε, είπε ο Βαγγέλης του είπε ο µπαρµπ Αναγνώστης ο καφετζής να πάει στον καφενέ του να πλαγιάσει. Μα µη σε µέλει ωστόσο για τον κύριο, πρόσθεσε, κλείνοντας το µάτι στον κλητήρα αν θέλει µέρος να κοιµηθεί έχει και παραέχει. -Τι έχει; ρώτησε µε µυστηριώδη τρόπο ο κλητήρας. -Είναι από δω, ντόπιος, του είπε στο αφτί ο Παχούµης. -Και πώς το ξέρεις; -Είχα δεν είχα, τον γνώρισα. -Και ποιος είναι; -Εκείνος που σας έλεγα πριν, ο Γιάννης του µπαρµπα-στάθη του Μοθωνιού. Όταν ήρθες κι εγκαταστάθηκες εδώ του λόγου σου, ήταν φευγάτος, και γι αυτό δεν τον θυµάσαι. Μα τον πατέρα του, τον µπαρµπα-στάθη, τον έφτασες, θαρρώ. -Τον έφτασα. Κάνε γρήγορα, Δηµήτρη, ξανάπε δυνατά ο κλητήρας, και βγήκε. Οι δυο χαµάληδες συνάδελφοι του Βαγγέλη είχαν πάψει το τραγούδι και το χορό, κι ετοιµάζονταν να φύγουν. Ξαφνικά όµως ο Βαγγέλης ήρθε κοντά στον Αµερικάνο και του λέει µε σιγανή φωνή: -Τι µου δίνεις, αφεντικό, να πάω να πάρω τα συχαρίκια (να πω τα καλά νέα); Ο ξένος δεν έβαλε το χέρι στην τσέπη. Αλλά ανάµεσα στον αντίχειρα, στο δείκτη και στο µέσο δάχτυλο του δεξιού του χεριού βρέθηκε να κρατάει για αγγλική λίρα. Την έριξε αµέσως στην παλάµη του Βαγγέλη µε τόση προθυµία και χαρά, σαν να ήταν αυτός που έπαιρνε κι όχι που έδινε. Όταν οι γείτονες της θεια-κυρατσώς της Μιχάλαινας ξύπνησαν µετά τα µεσάνυχτα για να πάνε στην εκκλησία, που οι καµπάνες της χτυπούσαν χαρµόσυνα και δυνατά, πόσο ξαφνιάστηκαν όταν είδαν το σπίτι της φτωχής χήρας, εκεί που δεν δέχονταν τα παιδιά να τραγουδήσουν τα Χριστούγεννα, αλλά τους έλεγαν να φύγουν µε τις φράσεις «δεν έχουµε κανένα», και «τι θα τραγουδήστε από µας;» κατάφωτο, µε όλα τα παραθυρόφυλλα ανοιχτά, µε αστραφτερά τα τζάµια, µε την πόρτα να ανοιγοκλείνει συχνά, µε δυο φανάρια κρεµασµένα στο χαγιάτι, µε σκιές που διάβαιναν ελαφρά, µε χαρούµενες φωνές και φασαρία. Τι τρέχει; Τι συµβαίνει; Δεν άργησαν να πληροφορηθούν. Όσοι δεν το έµαθαν στην γειτονιά, το έµαθαν στην εκκλησία. Και όσοι δεν πήγαν στην εκκλησία, το έµαθαν από κείνους που γύρισαν στο σπίτι την αυγή, µετά το τέλος της θείας λειτουργίας. Ο ξενιτεµένος γαµπρός, που ήταν απών εδώ και είκοσι χρόνια, που δεν είχε στείλει γράµµα εδώ και δέκα χρόνια, που εδώ και δέκα χρόνια δεν είχε αφήσει κάπου τα ίχνη του, που δε συνάντησε πουθενά κάποιον συµπατριώτη, που δε µίλησε εδώ και δεκαπέντε χρόνια ελληνικά, είχε γυρίσει πολλά µέρη στον Νέο Κόσµο, είχε δουλέψει ως υπεργολάβος σε µεταλλεία και ως επιστάτης σε φυτείες, και γύρισε πίσω µε κάµποσες χιλιάδες τάλιρα στον τόπο της γέννησης του, όπου ξαναβρήκε σε κάποια ηλικία, αλλά ανθηρή ακόµη, τη πιστή του µνηστή. Ένα µόνο είχε µάθει, πριν δεκαπέντε χρόνια, το θάνατο των γονιών του. Για τη µνηστή του, είχε σχεδόν την πεποίθηση πως θα είχε από καιρό παντρευτεί διατηρούσε ωστόσο κάποια αµυδρή ελπίδα. Από δεισιδεµονία και φόβο, όσο πλησίαζε στην πατρίδα, τόσο δίσταζε να ρωτήσει απευθείας για την µνηστή του, αφού άλλωστε δεν έδινε γνωριµία σε κανέναν από τους συµπατριώτες του, όσους έτυχε να συναντήσει από την στιγµή που έφτασε στην Ελλάδα.

Προτιµούσε να µην ξέρει τι έγινε η µνηστή του, ως την τελευταία στιγµή, όταν θα έβγαινε από το πλοίο στον τόπο της γέννησης του και θα προσερχόταν να επισκεφθεί ευλαβικά το ερείπιο, όπου ήταν άλλοτε το πατρικό του σπίτι. Ύστερα από τρείς µέρες, την Κυριακή µετά τη Γέννηση του Χριστού, γίνονταν, µε όλη τη χαρά και τη σεµνότητα, οι γάµοι του Ιωάννου Ευσταθίου Μοθωνιού µε τη Μελαχροινή Μιχαήλ Κουµπουρτζή. Η θεια-κυρατσώ, ύστερα από τόσα χρόνια φόρεσε, για λίγες στιγµές, χρωµατιστή «πολίτικη» µαντίλα, για να ασπαστεί τα στέφανα. Και την παραµονή του Αγίου Βασιλείου του βράδυ, καθώς στεκόταν στον εξώστη, ακούστηκε να φωνάζει στις παρέες των παιδιών που περνούσαν: -Ελάτε, παιδιά, να τραγουδίσετε! (1891)