Η Πλουσία, μια γυναίκα με πάθος και θέληση για ζωή, δεν είναι μόνο η ευνοημένη των κερασιών και της μοίρας μάνα, σύζυγος, αδελφή όχι μόνο αυτή που



Σχετικά έγγραφα
ÄÉÌÇÍÉÁÉÁ ÅÊÄÏÓÇ ÅÍÇÌÅÑÙÓÇÓ ÊÁÉ ÐÍÅÕÌÁÔÉÊÇÓ ÏÉÊÏÄÏÌÇÓ ÉÅÑÁ ÌÇÔÑÏÐÏËÉÓ ÈÅÓÓÁËÏÍÉÊÇÓ ÉÅÑÏÓ ÍÁÏÓ ÌÅÔÁÌÏÑÖÙÓÅÙÓ ÔÏÕ ÓÙÔÇÑÏÓ

Άδειο που φαίνεται το σπίτι ε, σκύλε; Εσύ κοίτα να κάτσεις ήσυχος σε τούτα δω τα βράχια, Γουίλο.

Λόγος Επίκαιρος. Αυτοί που είπαν την αλήθεια, τι κατάλαβαν από τη ζωή; ΛΕΝΕ!!! Και αυτοί που δεν την είπαν, τι κατάλαβαν από τη ζωή; ΛΕΜΕ!!!

Ο ΚΑΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΚΟΣ. Μαρία και Ιωσήφ


Εκπαιδευτική Προσέγγιση Ψηφιδωτού «Θησέας και μινώταυρος» για παιδιά προσχολικής ηλικίας

Στον 20ό αιώνα ζούμε, μαμά, όχι στο Μεσαίωνα. Για όνομα του Θεού! Οι γυναίκες έχουν πάρει πια τη ζωή στα χέρια τους. Άσε με στην ησυχία μου, έχω άλλα

Η ΨΥΧΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ( 1 )

Γεράσιμος Μηνάς. Εγώ κι εσύ

ΕΞΩΣΧΟΛΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ. Νικόστρατος Ένα ξεχωριστό καλοκαίρι. Κωνσταντίνα Αντωνοπούλου Α2 Γυμνασίου

ΑΝΝΑ ΤΕΝΕΖΗ. ΑΝΤΙΟ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, ΜΗΤΕΡΑ (Θεατρικό μονόπρακτο)

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ που γεννιούνται με χαρακτήρα δυναμικό και φιλόδοξο, που χαράζουν μόνοι τους την πορεία τους στον κόσμο. Υπάρχουν όμως και άλλοι,

Μαρτυρία Παλλάδιου Νικολάου

ΦΑΙΔΩΝ (Περί Ψυχής) (αποσπάσματα)

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΑΥΜΑΤΩΝ. Κεφάλαια 11 έως 20

O ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΕΦΗΒΟΥ ΓΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

Παραμύθια. που γράφτηκαν από εκπαιδευόμενους / ες του πρώτου επιπέδου κατά τη σχολική χρονιά στο 1ο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας Λάρισας

Η Ιστορία του Αγγελιοφόρου Όπως αποκαλύφθηκε στον Μάρσαλ Βιάν Σάμμερς στης 23 Μάιου 2011 στο Μπόλντερ, Κολοράντο, ΗΠΑ

ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ... Αναρωτηθήκατε ποτέ, άραγε, γιατί αν όλ αυτά που θα θέλαμε

ΤΑΤΙΑΝΑ. θέλω..." Δεν πρέπει να θέλω! Ξέρω το πρέπει θα μου πεις δεν υπάρχει. Ή φλερτάρεις με το ρίσκο ή μένεις στο ίδιο σημείο μιά ζωή...

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ 13 ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΜΝΗΣΙΚΑΚΙΑ Μεγάλο κακό η µνησικακία. Είναι µεγαλύτερο κι από την πορνεία. Πόσο µεγάλη η αρετή της συγχωρητικότητας!

Μες στις παλάμες η αγάπη

Mona Perises. Όμ Άλι, το γλυκό της ζωής Μυθιστορηματική βιογραφία Μέρος πρώτο

Τρέχω στο μπάνιο και βγάζω όλη τη μακαρονάδα.

προβλήματα, εγώ θέλω να είμαι συγκεκριμένος. Έχω μπροστά μου και σας την αναφέρω την

«Λοιπόν, έχουμε και λέμε Αθανάσιος Παπανικολάου, ετών 99, Κωνσταντίνα η σύζυγος, τρία παιδιά, οχτώ εγγόνια»

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ ΙΖ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΣ Α ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΞΑ Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

ΤΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ

Απώλεια και μετασχηματισμοί της τραυματικής εμπειρίας. Παντελής Παπαδόπουλος

ΘΥΜΙΟΥ ΑΓΓΕΛΙΔΗ-ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗ ΕΛΠΙΝΙΚΗ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ

ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΛΕΜΟΝΟΔΑΣΟΣ

Το Ταξίδι Απελευθέρωσης

Κρύων της Μαγνητικής Υπηρεσίας. Πνευματική Ανατομική. Μάθημα 3ο ~ Εργασία με το Κόλον

Δαλιάνη Δήμητρα Λίζας Δημήτρης Μπακομήτρου Ελευθερία Ντουφεξιάδης Βαγγέλης

Μια «γριά» νέα. Εύα Παπώτη

Οι 21 όροι του Λένιν

ΟΜΙΛΙΑ MARTIN SCHULZ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΔΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Στεκόμαστε αλληλέγγυοι σ όσους, ατομικά ή συλλογικά επανακτούν αυτά που νόμιμα μας κλέβουν οι εξουσιαστές.

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ενορία Ι. Ν. Αγ. Αθανασίου Ευόσµου Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών Γυµνασίου-Λυκείου

TA BIBΛIA ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ ΣTIΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Το Κάλεσμα του Αγγελιοφόρου

ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΑΚΡΑ

ΟΜΙΛΙΑ ΕΥΑΓ.ΜΠΑΣΙΑΚΟΥ, ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΗ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Β.Ι.ΛΕΝΙΝ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΑΡΞΙΣΜΟ

ΕΤΣΙ ΚΙ ΑΛΛΙΩΣ... ΚΑΛΗΜΕΡΑ

«Η Σ Κ Ο Ν Η Τ Ο Υ Ρ Ο Μ Ο Υ»

Παλιά ήμασταν περισσότεροι. Είμαι βέβαιος. Όχι τόσοι

το 1945 εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα του ανώνυμου [11]

Να µαστε λοιπόν µε καφέ και τσιγάρα στης φίλης µου της Ρίτας,

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΔΗΜΟΣ ΓΑΖΙΟΥ

Ο ΕΡΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟΥ. Έτσι άρχισαν όλα

ΕΚΦΡΑΣΗ-ΕΚΘΕΣΗ Β ΛΥΚΕΙΟΥ 1 ο Λύκειο Καισαριανής ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Κείμενα Προβληματισμού

ANNA TENEZH Η αρχοντοπούλα με την πέτρινη καρδιά

Υγρά και Εμφάνιση δοντιών (Π.Ε. ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ)

Ο «ΕΚΑΛΟΓΟΣ» ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥ

Μα ναι, τι χαζός που ήταν! Γυναικεία ήταν η φιγούρα που στεκόταν μπροστά στη μεγάλη μπαλκονόπορτα του δεύτερου

Αναλυτικές οδηγίες διακοπής καπνίσματος βήμα προς βήμα

Μικρός Ευεργετινός. Μεταφρασμένος στη Δημοτική

Εντυπώσεις σεμιναρίου γονέων


7. Βύργερ, "Λεονώρα", στον τόμο: Λορέντζος Μαβίλης, Τα Έργα, Αλεξάνδρεια, εκδ. του λογ. περ. Γράμματα, 1915, σσ

Το σύμπαν μέσα στο οποίο αναδύεστε

Ευρετήριο πινάκων. Ασκήσεις και υπομνήματα

κοντά του, κι εκείνη με πόδια που έτρεμαν από το τρακ και την καρδιά της να φτερουγίζει μες στο στήθος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα.

...ακολουθώντας τη ροή... ένα ημερολόγιο εμψύχωσης

Δρ. Αναστασία Σάββα Γεωργιάδου. Χριστούγεννα Πρωτοχρονιά Φώτα. Ήθη και έθιμα

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΚΩΣΤΗ ΧΑΤΖΗ ΑΚΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ,

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΕΛΙΟΥ ΛΑΪΝΑΚΗ

Ο Λέξους Μανταλέξους

Ιωάννά νοτάρά Χαμένες άγάπες

ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΕΡΩΤΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΠΑΣΙΑΚΟΣ (ΕΛΑΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΙΑ)

Ελληνικά τραγούδια. Και θα χαθώ Μόνο στα όνειρα Όνειρο ζω Χέρια ψηλά Χωρίς αναπνοή... 6

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΥΠ.ΓΕΩΡΓΙΑΣ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΟΥΔΟΥΡΗΣ Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΣΤΟ ΑΣΥΛΗΠΤΟ ΑΝΑΤΡΕΠΟΝΤΑΣ ΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΣΤΟ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΣΙΛΕΡ. ποιήματα

Καλωσόρισμα επισήμων. Κυρίες και κύριοι,

Ασφάλεια στις εργασίες κοπής μετάλλων

συνήλθε στην Αίθουσα των συνεδριάσεων του Βουλευτηρίου η Βουλή σε ολομέλεια για να συνεδριάσει υπό την προεδρία του Ε Αντιπροέδρου αυτής κ.

ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΠΛΑΝΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ 11. Πριν...

ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΛΑΡΗΣ (Υφυπουργός Υγείας και Κοινωνικής. Ευχαριστώ και το συνάδελφο γιατί θέτει ένα θέμα το οποίο βέβαια, όπως

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΣΚΑΛΑΣ Η ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΑΣΥΜΜΕΤΡΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ, ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ ΣΤΗΝ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΣΥΣΚΕΨΗ 29/8/2015

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Γενικές πληροφορίες Πού βρίσκομαι;

ΛΑΪΟΝΙΣΜΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΠΟΡΕΙΑ

Κεφάλαιο 2. αβάλα στ άλογά τους, οι ιππότες πέρασαν

2 Ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΔΑΦΝΗ ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ JEANNE D ARC Α ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΤΙΤΛΟΣ : NADIFUS ILIBRIBUS

9 η συνάντηση: Καταχωρισμένη, αλλά μη αναγνωρίσιμη

Γιάννης Υφαντής ΓΚΆΤΣΟΣ Ο ΠΕΛΑΣΓΙΚΌΣ. Οι ποιητές

Ερευνητές συµµετέχοντες στη συνέντευξη: Θεοδοσοπούλου Ειρήνη, Φραγκούλης Εµµανουήλ

Ισότητα των Φύλων και Θρησκευτικά: μία εκπαιδευτική παρέμβαση στην τάξη. Παναγιώτης Τσιακούμης, Σχολικός Σύμβούλος

Εκείνα τα χαράματα που σημάδεψαν την αρχή του τέλους

Λες, δεν διαφέρεις. Δεν είναι ομαδική παράκρουση, ο πόνος. Σκυμμένοι άνθρωποι, στα στασίδια.

Γεράσιμος Μηνάς. Γυναίκα ΠΡΩΤΟ ΑΝΤΙΤΥΠΟ

Η παρακμή του εργατικού κινήματος είναι μια διαδικασία που έχει ήδη διαρκέσει. πολλά χρόνια, τώρα ζούμε τα επεισόδια του τέλους της.

η ελιά - το δώρο του Θεού

Κυκλοφορώ με ασφάλεια. Είχα ένα ποδήλατο πριν από δύο χρόνια και ήμουν η καλύτερη σ ολόκληρη τη χώρα

Ορθόδοξη Πνευματικότητα και Πολιτισμός Ενότητα 10: Πατερικές νουθεσίες για τους συζύγους

Transcript:

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η Πλουσία, μια γυναίκα με πάθος και θέληση για ζωή, δεν είναι μόνο η ευνοημένη των κερασιών και της μοίρας μάνα, σύζυγος, αδελφή όχι μόνο αυτή που άπλωσε τη ζωή της πάνω από τη θάλασσα, που δέχτηκε να τη μοιράζει ανάμεσα σε δύο πατεράδες, δύο συζύγους, δύο πατρίδες και πολλές κερασιές, που φύτευε παντού και την περίμεναν, να την υποδεχτούν και να τη χαιρετήσουν! Αυτά τα συναντάμε εύκολα, είναι το πρώτο άγγιγμα του μύθου. Εκείνο που διαπερνάει αδιόρατα την ψυχή μας διαβάζοντας το βιβλίο του Δημήτρη Αλεξίου Πικρά κεράσια είναι η αίσθηση των δυνάμεων που μας ενώνουν με το άγνωστο, των πλοκαμιών που μας δένουν με το σκοτεινό και ανεξιχνίαστο η βεβαιότητα ότι τα «κεράσια» είναι αίμα, στάζουν αίμα! Είτε στη Μικρασιατική Καταστροφή αφορούν, είτε τον πόλεμο προαναγγέλλουν, είτε τη δυστυχία της Κατοχής και του Εμφυλίου αποκαλύπτουν, είτε το «δικό μας» Πολυτεχνείο βάφουν, είτε τη ζωή της ηρωίδας σημαδεύουν, τα κεράσια της Πλουσίας τα δικά της κεράσια, μόνον αυτά! είναι οι μαγικές εκείνες

δυνάμεις που κάνουν τη ζωή να περπατάει, να ματώνει, να γονατίζει και να σηκώνεται πάλι. Οι γυναίκες του Δημήτρη Αλεξίου, παρθένες ή «πόρνες», άγγελοι φωτεινοί ή πεσμένοι, είναι το φόντο όπου ο συγγραφέας στήνει τη θεϊκή μορφή της Πλουσίας του: της μητέρας γης, της θεάς της γονιμότητας, της ζωοδότρας «θεάς των κερασιών» αλλά και της μάνας που πεθαίνει κάθε μέρα, και ανασταίνεται της γυναίκας της διπλανής πόρτας, της ηρωίδας του μόχθου και της βιοπάλης. Η Πλουσία είναι τόσο δίπλα μας είμαστε εμείς! αλλά και τόσο μακριά μας, που χάνεται μέσα στην αχλύ του μύθου, μετεωρίζεται στο μεταίχμιο του παραμυθιού και της πραγματικότητας, της αλήθειας και του μυστηρίου. Η Πλουσία γεννιέται με τα κεράσια της, κτίζει τη ζωή της με τα κεράσια της, τρέφει και τρέφεται με τα κεράσια της και πεθαίνει με τα κεράσια της! Αρετή Κολλάτου Φιλόλογος-Επιμελήτρια

Στην Κάρυ Στην Ήλια που φωτίζει την ζωή μου Στην αγάπη που θα λένε Αντιγόνη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ηπλουσία ξεκίνησε για το μανάβη πρωί-πρωί. Έπρεπε να βρει κεράσια. Στα ογδόντα τέσσερα χρόνια της κρατιόταν πολύ καλά και τίποτε πάνω της δεν μαρτυρούσε την ηλικία της. Στητή και κοτσονάτη, εύρωστη και αρκετά ευκίνητη ακόμη, τις ελάχιστες φορές που δημοσιοποιούσε τα χρόνια της άκουγε μόνο φιλοφρονήσεις για το πόσο καλά κρατιόταν, παρά την ηλικία της. Συνήθως, βέβαια, υπολόγιζε με έναν εντελώς προσωπικό τρόπο την ηλικία της, αφού ούτως ή άλλως ούτε και η ίδια δεν έδινε σημασία στα χρόνια πριν από τον πρώτο της γάμο δεκάξι όλα κι όλα! «Αυτά δεν πιάνονται, παιδί μου», έλεγε «γιατί σ αυτά τα χρόνια δεν έφτιαξα τίποτε ούτε είχα τίποτε δικό μου. Την ευθύνη μου άλλοι την είχανε ας πάρουν και τα χρόνια μου αυτοί που τα δούλεψαν. Αμαρτία απ τον Θεό να τα πω δικά μου». Παρόλο που η Πλουσία ήδη από τη γέννησή της αμελητέα δεν υπήρξε ποτέ για να υποστηρίζει κάτι τέτοιο,

12 δημητρησ ΑΛεξιου είναι γεγονός ότι όχι μόνο αυτά τα δεκάξι χρόνια, αλλά και καμιά δεκαριά ακόμη μπορούσε χάρη στο παρουσιαστικό της να κρύβει, χωρίς μεγάλο κίνδυνο ειρωνικών σχολίων και δημόσιου εξευτελισμού. Εξάλλου, μόνη της έλεγε ότι κρατιόταν καλά γιατί ήταν τυχερός άνθρωπος και είχε καλή ζωή. «Πλουσία» για την ακρίβεια, όπως και το όνομά της. Το όνομά της πάντα προκαλούσε ένα ξάφνιασμα σε όσους το πρωτάκουγαν, και η αναπόφευκτη απορία που προκαλούσε ήταν εύκολος τρόπος αρχής συζήτησης και κοινωνικών γνωριμιών. Σαν όνομα δεν ήταν ούτε κακόηχο, ούτε δυσοίωνο. απλώς ασυνήθιστο γι αυτό και κανείς δεν ντρεπόταν να ρωτήσει πώς προέκυψε ούτε και, φυσικά, κανείς δεν ντρεπόταν να εξιστορήσει την προέλευσή του. Η μικρή που αργότερα θα έπαιρνε το όνομα Πλουσία γεννήθηκε το 1919 κάτω από μια κερασιά στο κτήμα που απλωνόταν γύρω από το σπίτι της στα περίχωρα της Σμύρνης. Ήταν το στερνοπαίδι του Ευάγγελου Φραντζή, μεγαλέμπορου της πόλης. Η καταγωγή του πατέρα της ήταν από τη Σάμο, αλλά είχε εγκατασταθεί στη Σμύρνη από μικρός. Ξεκίνησε την επαγγελματική του ζωή με ένα αυτοσχέδιο κινητό μανάβικο-κάρο που το έσερνε ένα μουλάρι. Χρειάστηκαν δέκα χρόνια, ένα κτήμα-προίκα και μια γυναίκα η Ασπασία που παντρεύτηκε στα είκοσί της χρόνια, ακριβώς στην αλλαγή του αιώνα, για να εξελιχθεί ο κυρ Βαγγέλης στον Ευάγγελο Φραντζή, έναν από τους μεγαλύτερους και πλουσιότερους χονδρεμπόρους της Σμύρνης, με τις επιχειρήσεις του να εξαπλώνονται και στην Παλιά Ελλάδα. Η Ασπασία ήταν από ευκατάστατη οικογένεια της Περαίας, στην απέναντι βόρεια πλευρά του κόλπου της Σμύρνης. Εκεί ήταν και το πατρικό της, εκεί ήταν και το κτήμα με τις κερασιές που πήρε προίκα, εκεί και το πρώτο σπίτι και η πρώτη έδρα της επιχείρησης του Βαγγέλη.

πικρα ΚΕΡΑΣΙΑ 13 Ο Βαγγέλης και η Ασπασία γνωρίστηκαν μία ανοιξιάτικη ημέρα του 1900 στο πατρικό της Ασπασίας στην Περαία. Ο ήλιος έλαμπε, οι κερασιές μόλις είχαν αποδώσει τα μέγιστα σε καρπούς για τη χρονιά εκείνη και η Ασπασία στα είκοσί της χρόνια, η μεγαλύτερη από τις τρεις κόρες Κούλογλου επέβλεπε τη συσκευασία και μεταφορά των κερασιών. Η εξυπνάδα και η ικανότητά της, καθώς και η αδυναμία που της είχε ο πατέρας της, ο Κίμων Κούλογλου, της επέτρεψαν από νωρίς να εμπλακεί στις δραστηριότητες του σπιτιού και του κτήματος όχι μόνο τις χειρωνακτικές, αλλά και τις διαχειριστικές. Εκείνο το πρωινό, λοιπόν, ο κύριος Κίμων έλειπε στη Σμύρνη για δουλειές και η Ασπασία που έστεκε στο πόδι του γνωρίστηκε με τον Βαγγέλη τον μικροέμπορο που ήρθε με το κάρο του να αγοράσει κεράσια. Αυτή η πρώτη τους γνωριμία ήταν καταστροφική η Ασπασία ζήτησε για τα κεράσια τη διπλάσια τιμή από εκείνη που πουλούσε ο πατέρας της. «Πολλούς παράδες ζητάς, κόνα μου», της είπε ο Βαγγέλης. «Τα μισά μού ζήτησε ο κύρης σου προχτές στη Σμύρνη που τον είδα. Χαράτσι πήραν τα κεράσια σε δυο μέρες;» «Η καλύτερη σοδειά και τα καλύτερα κεράσια της περιοχής είναι! Τα διπλά απ όσα σου ζήτησα μας δίνουν να τα στείλουμε στην Ελλάδα. Χάρη σού κάνω με την τιμή που σου τα δίνω, γιατί θέλεις λίγα!» «Αφού στον μικρό τον έμπορο πουλάς πιο ακριβά, θα σου κάνω νιτερέσο άλλο. Θα τα πάρω στην τιμή που θέλεις σήμερα, αλλά σε δυο μέρες θα ρθω να ξαναφορτώσω το κάρο. Τότε θα μου τα δώσεις στο ένα τέταρτο της τιμής». Η Ασπασία σκέφτηκε λίγο την πρόταση και αποφάσισε ότι συνέφερε ο πλανόδιος λιανοπωλητής δεν θα προλάβαινε να πουλήσει τα κεράσια σε δυο μέρες και να γυρίσει για άλλα! «Σύμφωνοι», του απάντησε. «Αν έρθεις σε δυο μέρες να πάρεις τα δεύτερα, θα τα πάρεις στην τιμή που θέλεις».

14 δημητρησ ΑΛεξιου Ο Βαγγέλης θαύμασε την αποφασιστικότητα της εικοσάχρονης κοπέλας, αλλά αναρωτήθηκε μέσα του αν η συμφωνία θα ήταν ισχυρή και για τον ιδιοκτήτη του κτήματος. «Θα πεις στον κύρη σου για τη συμφωνία που κάναμε, μήπως και λείπεις εσύ μεθαύριο; Καταλαβαίνω ότι ο άντρας σου μπιστεύεται το μυαλό σου, αλλά μια τόσο ωραία γυναίκα πρέπει να ξεκουράζεται και να φροντίζει τον εαυτό της όταν ο αφέντης του σπιτιού είναι παρών για να φροντίσει τις δουλειές. Και είναι πολύ τυχερός που πήρε μια γυναίκα η οποία, εκτός από νέα και όμορφη που είναι, μπορεί να κρατήσει και τη δουλειά στο πόδι του. Η Ασπασία κοκκίνησε ολόκληρη από θυμό όταν άκουσε τα λόγια αυτά. Με μάτια που άστραφταν γύρισε και του είπε: «Ο αφέντης του σπιτιού δεν είναι άντρας μου, αλλά πατέρας μου! Και μην ανησυχείς. Σε δυο μέρες θα μαι πάλι εγώ εδώ, για να κρατήσω τη συμφωνία μας. Εσύ να νοιάζεσαι και να μιλάς μόνο για τη δική σου δουλειά!» Ο Βαγγέλης δαγκώθηκε στην απάντηση που άκουσε. Δεν ήθελε να την προσβάλει, αλλά και δεν φαντάστηκε ότι μια κόρη εύπορης οικογένειας θα καταπιανόταν τόσο με τις δουλειές του πατέρα της. Γύρισε να φύγει πραγματικά εντυπωσιασμένος από την κοπέλα. Ίσως και κάτι παραπάνω: Γοητευμένος! «Να με σ χωράς για τα λόγια που είπα. Χαρά μου να κάνω δουλειές μαζί σου. Θα σε δω σε δυο μέρες». Η Ασπασία παρέμεινε ελαφρά ενοχλημένη από την παρανόηση του λιανοπωλητή, τις επόμενες όμως δύο μέρες κρυφοχαμογελούσε κάθε φορά που θυμόταν το περιστατικό. Αφενός, γιατί η ντροπή του για τα λόγια που είπε φαινόταν αυθεντική και, αφετέρου, για τη συμφωνία που έκλεισε ομολογουμένως, ήταν πετυχημένη. Ο δύσμοιρος εμποράκος μάλλον δεν θα ξαναπατούσε το πόδι του στο κτήμα. Από τη μια τον είχε αποπάρει έντονα για την όχι παράλογη εκτίμησή του, από την άλλη δε

πικρα ΚΕΡΑΣΙΑ 15 δεν υπήρχε περίπτωση τη χρονιά εκείνη, που τα κεράσια είχαν πλημμυρίσει την αγορά, να γυρίσει για να πάρει κι άλλα σε δυο μέρες. Τουλάχιστον όχι χωρίς να σκοτώσει τις τιμές και να πετάξει το κέρδος του. Το λάθος της, όμως, ήταν ότι αγνόησε τις ικανότητες και το μυαλό του Βαγγέλη. Ο Βαγγέλης, ξέροντας ότι η αγορά «βρομούσε» από κεράσια εκείνη την εποχή, έκανε την πρώτη «μεταποίηση» στα κεράσια του, προαλείφοντας έτσι το δρόμο για τη μετέπειτα ζωή του. Μένοντας άυπνος ένα ολόκληρο βράδυ, μετέτρεψε τα τρία τέταρτα του φορτίου των κερασιών του σε διαφορετικά προϊόντα. Περίπου τα μισά τα έδεσε με χρυσοκόκκινη κλωστή από τα κοτσάνια τους φτιάχνοντας γιρλάντες από κρεμαστά κεράσια που κρέμασε γύρω-γύρω στο κάρο στολίζοντάς το. Ανάμεσα, σε αραιά διαστήματα, κρέμασε μικρά κουδουνάκια, ώστε οι γιρλάντες του να καλούν τους πελάτες και με τον ήχο. Το ένα περίπου τέταρτο από τα κεράσια, τα πιο ώριμα, που δεν θα άντεχαν πολύ, τα ξεκουκούτσιασε, και τα έβαλε σε ένα γυάλινο δοχείο, έτοιμα για βράσιμο και σιρόπιασμα προ-γλυκό κεράσι! Για τις τεμπέλες νοικοκυρές, σκέφτηκε, που είναι πολλές! Σε όλα τα είδη έβαλε ανταγωνιστικές τιμές, μειώνοντας κατά πολύ το κέρδος του. Και, φυσικά, του βγήκε σε καλό. Τα κεράσια του πουλήθηκαν σε χρόνο ρεκόρ, όπως και τα ξεκουκουτσιασμένα. Το κάρο του, έτσι στολισμένο, τράβηξε όλα τα βλέμματα των κυριών και των υπηρετριών της Σμύρνης. Παράλληλα, όμως, πουλούσε και τις γιρλάντες, έτσι όπως ήταν, στην τιμή των απλών κερασιών μαζί με τα καμπανάκια και την κλωστή, το βάρος της πραμάτειας του ήταν κάτι περισσότερο από το βάρος των κερασιών που είχε αγοράσει. Έτσι, αυξήθηκε και το κέρδος του που, λόγω της ακριβής αγοράς και της φτηνής πώλησης, προβλεπόταν πενιχρό. Όταν ξεπούλησε το εμπόρευμά του μέσα στη μέρα, χαμογέλασε, και ετοιμάστηκε

16 δημητρησ ΑΛεξιου να ξαναδεί την επομένη τη νεαρή όμορφη εμπόρισσα με άδειο κάρο και γεμάτα χέρια αυτή τη φορά. Η Ασπασία δεν πίστευε στα μάτια της την επόμενη μέρα το πρωί, όταν ο πλανόδιος Βαγγέλης επέστρεψε με το άδειο κάρο του στο κτήμα της Περαίας, για να ξαναφορτώσει. «Καλημέρα, κυρά μου. Ελπίζω να θυμάσαι και μένα, και το κάρο μου, και τη συμφωνία μας», της είπε χαμογελαστά. Η Ασπασία του απάντησε, χαμογελώντας κι εκείνη. «Καλημέρα και σε σένα. Μη νοιάζεσαι, και τα θυμάμαι όλα! Πες μου, όμως, πού στόριασες τα κεράσια, για να γυρίσεις με άδειο κάρο; Το ξέρεις ότι οι πολλές μεταφορές και το κακό στόριασμα θα κάνουν ζημιά στα κεράσια; Φύρα θα χεις, και δεν σε συμφέρει, παρά τη συμφωνία μας». «Κυρά μου, αυτή τη φορά με προσβάλλεις εσύ. Μπαγαποντιές στη δουλειά μου δεν κάνω ποτέ. Τα κεράσια που πήρα τα ξεπούλησα όλα, εκτός απ αυτά που σου φερα για πεσκέσι. Το ξέρω ότι έχεις πολλά από δαύτα, αλλά δεν τα χεις σε γιορντάνι, να το φορέσεις άμα θες!» Και έδωσε στην Ασπασία την τελευταία κερασένια γιρλάντα που φύλαξε για την προμηθεύτριά του. Η Ασπασία πήρε τη γιρλάντα και την περιεργάστηκε. Την κούνησε στα χέρια της για ν ακούσει το καμπανάκι της, που βεβαίωνε καμπανιστά το εμπορικό δαιμόνιο του άντρα που είχε μπροστά της. Δεν ήθελε, όμως, να το παραδεχτεί ακόμη. Γύρισε υποψιασμένη στον Βαγγέλη. «Έβγαλες, τουλάχιστον, διάφορο, ή τα σκότωσες στην τιμή, για να ξεπουλήσεις;» Ο Βαγγέλης χαμογέλασε πλατιά. «Το ξερα ότι, σαν καλή εμπόρισσα, θα το σκεφτόσουν αυτό. Γι αυτό σου φερα τούτο! Απ το διάφορό μου, απ τα κεράσια που μου πούλησες». Της απίθωσε στο χέρι ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια με ένα μικρό κρεμαστό μαργαριταράκι στο καθένα,

πικρα ΚΕΡΑΣΙΑ 17 και συνέχισε: «Σήμερα, η αλήθεια είναι ότι το διάφορό μου είναι μικρό, γιατί ο χονδρέμπορος με λήστεψε στην τιμή. Μεθαύριο, όμως, που θα ξαναρθώ, θα σου χω μεγαλύτερη απόδειξη για το κέρδος μου, γιατί το προϊόν μου έκανε πάταγο στη Σμύρνη. και τα κεράσια σήμερα θα τα πάρω στο ένα τέταρτο της τιμής! Και μεθαύριο θα τα πάρω στο μισό από σήμερα, και θα χεις πολύ μεγαλύτερο ρεγάλο να περιμένεις. Σύμφωνοι;» Η Ασπασία τα χε χαμένα. Κοιτούσε μια τα σκουλαρίκια, μια τη γιρλάντα, μια τον Βαγγέλη που της χαμογελούσε. Εκεί πρόσεξε για πρώτη φορά τα μικρά, καλόκαρδα καστανά μάτια του τα κυματιστά κοντά μαλλιά που κύκλωναν ένα μακρόστενο κεφάλι με κάπως μεγάλη αλλά ωραία, ίσια και δυνατή μύτη μία μύτη που τα ρουθούνια της φαίνονταν να της χαμογελούν μαζί με το στόμα που μισοκρυβόταν στη σκιά τους. Η Ασπασία «είδε» για πρώτη φορά τον Βαγγέλη εκείνη την ημέρα. Αισθάνθηκε για πρώτη φορά, μαζί του, περισσότερο γυναίκα και λιγότερο ή καθόλου έμπορος και χαμογέλασε κι εκείνη με τη σειρά της παραδεχόμενη για πρώτη φορά την εμπορική και διαπραγματευτική της ήττα. «Ας είναι, λοιπόν! Σήμερα στο ένα τέταρτο της τιμής, και μεθαύριο, αν ξεπουλήσεις πάλι, στο ένα όγδοο. Ο πατέρας μου εκτιμάει τους καλούς εμπόρους. Δεν θα διαφωνήσει κι αυτή τη φορά. Θα σε δω μεθαύριο», του είπε και έκανε να φύγει. Σταμάτησε, σαν να θυμήθηκε κάτι. «Πώς σε λένε είπαμε;» «Βαγγέλη Φραντζή, κυρά μου. Στις διαταγές σου!» απάντησε ο Βαγγέλης με μία μικρή υπόκλιση. «Δεν μ αρέσει το Βαγγέλης. Θα σε φωνάζω Ευάγγελο. Ο σωστός έμπορος πρέπει να χει και σωστό όνομα. Εμένα με λένε Ασπασία». Ο Βαγγέλης συνέχισε για καιρό αυτό που πέτυχε εκείνη τη μέρα, να γυρίζει, δηλαδή, και να κερδίζει το θαυμασμό και την εκτίμηση της Ασπασίας για τη λιανεμπορική του δράση. Με κάθε

18 δημητρησ ΑΛεξιου φόρτωμα κεράσια που ξεπούλησε εκείνο το μήνα έφερνε πάντα κι ένα δώρο στην Ασπασία, απόδειξη του κέρδους που έβγαζε. Οι συναντήσεις τους η Ασπασία φρόντισε να είναι συχνές, μετατρέποντάς τον κατά κάποιον τρόπο σε δικό της προσωπικό πελάτη παρακάμπτοντας ακόμη και την παρουσία του πατέρα της ήταν φυσικό να τελειώσουν ένα μήνα μετά, με την οριστική εξάντληση της παραγωγής των κερασιών του Κίμωνα Κούλογλου. Η Ασπασία, όμως, βρήκε ως αφορμές τη διερεύνηση των δυνατοτήτων της περαιτέρω επεξεργασίας και μεταποίησης των κερασιών για να πηγαίνει συχνά στη Σμύρνη και να συναντιέται με τον Ευάγγελο. Τρεις μήνες μετά την πρώτη γνωριμία τους, ο Ευάγγελος εξομολογήθηκε στην Ασπασία τον έρωτά του, δυστυχισμένος και απογοητευμένος για την ουτοπική σχέση που ονειρευόταν μαζί της. Το μυαλό του ήταν μονίμως κατειλημμένο από την εικόνα της Ασπασίας, αλλά η κοινωνική του θέση και η οικονομική του κατάσταση δεν θα του επέτρεπε ποτέ να την έχει, και έκανε εντελώς απαγορευτικό ακόμη και το να την ονειρεύεται. Η Ασπασία, όμως, γνώρισε έναν άντρα που μπορούσε να την ιντριγκάρει με το μυαλό του και, ακόμη περισσότερο, της άρεσε ευθύς εξαρχής, από τη στιγμή που σχεδόν την υποχρέωσε να τον προσέξει έτσι, αποφάσισε να μην υποκύψει στις κοινωνικές συνθήκες, και να μην ανεχθεί οποιαδήποτε κοινωνική σύμβαση να καθορίσει τους όρους με τους οποίους εκείνη ήθελε να φτιάξει τη ζωή της, όπως θα ανέμεναν όλοι, και κυρίως ο πατέρας της. Μόλις ξεκαθάρισε μέσα της ότι ήθελε για άντρα της τον Ευάγγελο, του το ανακοίνωσε και του ζήτησε να αρχίσει τις ετοιμασίες. Όχι ετοιμασίες για την τελετή, τις προσκλήσεις και τα λοιπά τετριμμένα, αλλά ετοιμασίες για την κοινωνική άνοδο του Βαγγέλη σε επίπεδο που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός ή, έστω, ανεκτός ως γαμπρός της οικογένειας Κούλογλου.

πικρα ΚΕΡΑΣΙΑ 19 Η Ασπασία τον έπεισε να πάρει το πρώτο του δάνειο και να ανοίξει το πρώτο του μαγαζί στη Σμύρνη η Ασπασία κανόνισε την πρώτη αποκλειστική συνεργασία του πατέρα της μαζί του για τα προϊόντα του κτήματος η Ασπασία του πρότεινε τους συνεργάτες που έπρεπε να κάνει στη Σμύρνη για να εδραιωθεί στον εμπορικό κόσμο της η Ασπασία αποφάσισε στην έναρξη του εικοστού αιώνα, και μάλιστα την άνοιξη του 1901, να επιβάλει εσπευσμένα ένα γάμο με τον πλέον πρόσφορο τρόπο που είχε μια κοπέλα εκείνη την εποχή. Η μεγάλη αδυναμία του κυρίου Κίμωνα στη μεγάλη του κόρη, η εμπιστοσύνη που είχε στην κρίση και τις ικανότητές της, η συμπάθεια που είχε στον μικροέμπορο Ευάγγελο Φραντζή, που είχε αποδειχθεί εξαιρετικός συνεργάτης, αλλά, κυρίως, μία ανεπιθύμητη και πρόωρη εγκυμοσύνη που ανακοινώθηκε σ αυτόν, έκαμψαν τις αντιρρήσεις που ήταν μάλλον φυσικό να έχει γι αυτόν το γάμο. Έτσι, ο Ευάγγελος και η Ασπασία έγιναν επισήμως σύζυγοι και συνεργάτες τον Μάρτη του 1901, κάπως εσπευσμένα και απρόσμενα για την καλή κοινωνία της Περαίας και της Σμύρνης για να προλάβουν το σκάνδαλο και την κοινωνική κριτική και κατακραυγή που απειλούσε την τιμή της Ασπασίας. Ένα σκάνδαλο που ποτέ δεν εκδηλώθηκε, γιατί ποτέ δεν ευοδώθηκε η «απρόβλεπτη εγκυμοσύνη» με τη γέννηση ενός παιδιού. Η Ασπασία ενημέρωσε την οικογένειά της δύο βδομάδες μετά το γάμο της ότι «απέβαλε», στενοχωρώντας κυρίως τον κύριο Κίμωνα, που απ αυτόν το γάμο περίμενε ένα εγγόνι τίποτε άλλο. Μόνο ο Βαγγέλης ήξερε ότι τη νόμιμη πια γυναίκα του την έκανε σαρκικά δική του την πρώτη νύχτα του γάμου τους, ως Ευάγγελος Φραντζής πλέον, έμπορος της Σμύρνης και γαμπρός του Κίμωνα Κούλογλου. Ο Ευάγγελος μπήκε στο κορμί της Ασπασίας νόμιμα, όπως νόμιμα μπήκε και στο σπίτι της και στις δουλειές του πατέρα της, εξελισσόμενος διαρκώς σε έναν έξυπνο και ταλαντούχο παίκτη στο εμπορικό και οικονομικό

20 δημητρησ ΑΛεξιου παιγνίδι της ελληνικής κοινότητας της Σμύρνης και όλων των περιχώρων. Τρία χρόνια μετά το γάμο τους, ενώ είχαν ήδη το πρώτο τους παιδί, τον Ορέστη, ο Ευάγγελος μετέφερε την επιχείρηση που είχε στήσει στη Σμύρνη σε μια μικρή βιοτεχνία στην Καραντίνα ή Καραντινά, προς τη νότια πλευρά της μήκους τριών και πλέον χιλιομέτρων προκυμαίας. Η βιοτεχνία επεκτάθηκε γρήγορα, η οικογένεια απόκτησε κι άλλα παιδιά και άλλο σπίτι μικρότερο, βέβαια στην αριστοκρατική συνοικία της πόλης, κοντά στον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Φωτεινής. Έτσι, οι Φραντζήδες έγιναν ένα από τα μεγαλύτερα και πιο αξιοσέβαστα τζάκια της όμορφης πόλης της Ανατολής. Η οικογένεια περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού στο μεγάλο πατρικό σπίτι της Περαίας. Το αγόρασε ο Ευάγγελος, αποζημιώνοντας με προίκα τις δύο μικρότερες αδελφές της γυναίκας του προίκα που ποτέ δεν τους χρειάστηκε, αφού μέχρι τα τριάντα έξι τους χρόνια δεν είχαν παντρευτεί, και δεν επρόκειτο να παντρευτούν ποτέ. Το χειμώνα, όμως όπως και στις διάφορες γιορτές, που η Σμύρνη έσφυζε από ζωή και εκδηλώσεις τον περνούσαν οικογενειακά στο σπίτι της πόλης. Η Ασπασία, που είχε εκτιμήσει πρώτη απ όλους το επιχειρηματικό μυαλό του συζύγου της ακόμη και πριν από το γάμο τους, περιόρισε εκ των πραγμάτων λόγω της οικογένειας την εμπορική της δράση και τη συνεταιριστική διάθεση που είχε επιδείξει εξαρχής. Ο πρώτος της γιος, ο Ορέστης, που γεννήθηκε δύο και κάτι χρόνια μετά το γάμο, καθώς και οι δύο κόρες που ακολούθησαν δύο και τέσσερα χρόνια μετά απέσπασαν την προσοχή της Ασπασίας από τις επιχειρήσεις και το εμπόριο και την έστρεψαν στο σπίτι και την ανατροφή των παιδιών. Μόνο που η Ασπασία ποτέ δεν έγινε, προφασιζόμενη την ανατροφή των παιδιών της και τις υποχρεώσεις της οικογενειακής ζωής,

πικρα ΚΕΡΑΣΙΑ 21 μία τυπική νοικοκυρά που έμενε κλεισμένη στο σπίτι, έκανε τις δουλειές και φρόντιζε η ίδια τους ανθρώπους της. Πήρε γρήγορα τη θέση της πρώτης κυρίας του σπιτιού, θέση που έμεινε κενή ένα χρόνο μετά το γάμο της, με τον ξαφνικό από πνευμονία θάνατο της μητέρας της, και βρέθηκε να διαχειρίζεται ένα σπιτικό, ένα υποστατικό και, κυρίως, μία οικογένεια πολυμελή πλέον, που μεγάλωνε και αυξανόταν παράλληλα με τις ανερχόμενες επιχειρήσεις του άντρα της. Αιχμή στις επιχειρήσεις του Ευάγγελου αποτέλεσαν τα κεράσια. Το κτήμα με τις κερασιές που πήρε προίκα η γυναίκα του, με τη δική του επιστασία και δουλειά, τον ανέδειξε σε έναν από τους μεγαλύτερους εμπόρους κερασιών σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία, αφού γρήγορα αγόρασε τους σοβαρότερους ανταγωνιστές και πέτυχε σχεδόν το μονοπώλιο των κερασιών από την Κωνσταντινούπολη ως το Μποντρούμ. Εξασφαλίζοντας εργασία στα δύο αδέλφια του, ο Ευάγγελος έστησε και μία βιοτεχνία: έφτιαχνε γλυκό κεράσι σε βαζάκια και είχε ασυναγώνιστες τιμές, σύντομα δε άρχισε να εξάγει και στην Ελλάδα. Η μεγάλη του επιτυχία, όμως, ήταν η εκμετάλλευση μιας σκληρόσαρκης ποικιλίας βυσσινιάς με ανοιχτό χρώμα που είχε το περίεργο όνομα «μαράσκα». Μετά την πρώτη απογοήτευση που του χάρισε ως φρούτο, αλλά και ως γλυκό του κουταλιού, η μαράσκα μεταποιήθηκε τεχνηέντως με ζύμωση σε νερό, ζάχαρη και λεμόνι σε ένα μικρό κατακόκκινο και στρογγυλό ζαχαρωτό κερασάκι που κρατούσε το σχήμα του και στόλιζε όμορφα κάθε λογής γλύκισμα που ζητούσε χρώμα για να στολίσει την εμφάνισή του. Το ίδιο αυτό αγριοκέρασο το έκανε αργότερα και λικέρ και τα κέρδη που αποκόμισε από τις εξαγωγές αυτών και μόνο των δύο προϊόντων έκαναν όλες μαζί τις υπόλοιπες επιχειρήσεις του να μοιάζουν μαγαζάκια. Η δουλειά με τα ζαχαρώδη κερασάκια «μαράσκα» ξεκίνησε περίπου παράλληλα με τη

22 δημητρησ ΑΛεξιου γέννηση της Πλουσίας και σε ένα χρόνο είχε βγάλει κέρδη είκοσι φορές πάνω από τα έξοδα και το κόστος της επιχείρησης. Η γέννηση της Πλουσίας, που ήρθε δέκα ολόκληρα χρόνια μετά την τελευταία εγκυμοσύνη της Ασπασίας, και ήταν προφανώς η τελευταία της όταν τη γέννησε ήταν ήδη τριάντα εννέα χρονών ήταν το επιστέγασμα μίας οικογενειακής, κοινωνικής και προσωπικής επιτυχίας τόσο της ίδιας όσο και του Ευάγγελου. Είχαν κατακτήσει πλέον μία εξαιρετική θέση στον εμπορικό κόσμο της Σμύρνης έχοντας εξασφαλίσει την ευρωστία και την κοινωνική αναγνώριση από όλους. Έτσι, η Πλουσία, σε μία ευτυχή χρονική συγκυρία, θα εντασσόταν σε μία ευτυχισμένη οικογένεια. Η Πλουσία γεννήθηκε στις 2 Μαΐου του 1919 με το Ιουλιανό ημερολόγιο, μία συμβολική και ευτυχισμένη ημέρα για όλους τους άλλους, αλλά πολύ δύσκολη για την επίτοκο Ασπασία. Όλοι οι άντρες της οικογένειας έμειναν από την προηγούμενη στο σπίτι της Σμύρνης, ενώ οι γυναίκες είχαν μείνει μόνες στο πατρικό της οικογένειας στην Περαία για την κηδεία μιας θείας. Οι οδηγίες που είχαν δοθεί στον Τούρκο οδηγό της σούστας ήταν να μεταφέρει τις γυναίκες την επομένη το πρωί στη Σμύρνη. Αυτός, όμως, δεν φάνηκε ποτέ ούτε κανένας άλλος από τους Τούρκους υπηρέτες φάνηκε εκείνο το πρωινό του Μάη στο σπίτι των Φραντζήδων στην Περαία αργότερα, η Ασπασία συνειδητοποίησε ότι εκείνο το πρωί είχαν εξαφανιστεί και οι Έλληνες υπηρέτες. Η ανεξήγητη και απροσδόκητη εξαφάνιση των πάντων είχε αιτία ένα σοβαρό γεγονός που η Ασπασία δεν ήξερε, ούτε και το υποψιάστηκε από την έντονη κινητικότητα πλοίων που παρουσίαζε εκείνη τη μέρα ο κόλπος της Σμύρνης. Ήταν η μέρα της κατάληψης της πόλης από τον ελληνικό στρατό. Το απόγευμα της προηγούμενης μέρας, ο Έλληνας αξιωματικός του θωρηκτού «Αβέρωφ» που είχε διαπλεύσει στο λιμάνι

πικρα ΚΕΡΑΣΙΑ 23 της Σμύρνης, διάβασε το διάγγελμα του Έλληνα πρωθυπουργού Βενιζέλου προς τον ελληνισμό της Σμύρνης, με το οποίο ανακοίνωνε την απόφαση του Συμβουλίου Ειρήνης των Μεγάλων Δυνάμεων να καταλάβει ο ελληνικός στρατός την πόλη για τη διασφάλιση της τάξης. Την επομένη το πρωί, σχεδόν όλοι οι Έλληνες της πόλης και των γύρω περιοχών ήταν μαζεμένοι στην προκυμαία για να υποδεχτούν με γαλανόλευκες σημαίες την παρέλαση του τάγματος των ευζώνων, ενώ οι Τούρκοι κάτοικοι κρύβονταν ή στρατολογούνταν ατύπως για να οργανώσουν αντίσταση. Σ αυτή την περίσταση έτυχε να πιάσουν οι πόνοι και την Ασπασία, μόνη σ ένα σπίτι κι ένα κτήμα όπου οι Έλληνες κάτοικοί του έλειπαν για να πανηγυρίσουν, και οι Τούρκοι για να κρυφτούν. Ακόμη και η πιστή της υπηρέτρια η κυρα-ασημίνα, προίκα της μαζί με το κτήμα, εκείνο το πρωί είχε πεταχτεί για λίγο στο νεκροταφείο. Με συντροφιά, λοιπόν, τις δυο κόρες της τη Μέλπω δεκατεσσάρων χρονών και την Αθηνά δέκα και στο δρόμο για το σπίτι της μαμής, γέννησε η Ασπασία την Πλουσία κάτω από μια κερασιά της ποικιλίας μαράσκα, που ήταν γεμάτη κατακόκκινα κεράσια. Ήταν η «εθνικοαπελευθερωτική» δεύτερη ημέρα του Μάη του 1919. Η Μέλπω, ξεγεννώντας τη μάνα της στη μικρότερη αδελφή της και φροντίζοντάς τη μέχρι να φέρει η Αθηνά βοήθεια τη μαμή, και μετά την κυρα-ασημίνα, θα ανακάλυπτε την κλίση της σ αυτόν το ρόλο. Και το μωρό προφανώς κατανοώντας τις πρακτικές δυσκολίες που υπήρξαν κατά την ημέρα της γέννησής του, η οποία ήταν μεγάλη και φορτισμένη συναισθηματικά ήρθε στον κόσμο εύκολα και η γέννησή του σχετίστηκε τόσο με τη φύση όσο, κυρίως, με το δέντρο που πρώτο το φιλοξένησε στη σκιά του. Εισέβαλε στη ζωή της οικογένειας ξαφνικά και θριαμβευτικά, όπως οι εύζωνοι στην προκυμαία της Σμύρνης και προκάλεσε από κείνη τη στιγμή και για πάντα

24 δημητρησ ΑΛεξιου στη ζωή του παρόμοια συναισθήματα ευτυχίας και ελπίδας, για πολλά περισσότερα χρόνια απ ό,τι ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη. Ο τόπος και ο τρόπος της γέννησης της μικρής του κόρης ήταν ο λόγος που ο Ευάγγελος αποφάσισε να τη βαφτίσει Μαράσκα και όχι Ελευθερία, όπως πιθανώς τα περισσότερα παιδιά Ελλήνων που γεννήθηκαν εκείνη την ημέρα στη Σμύρνη. Εξάλλου, το στερνοπούλι του ήταν κατά γενική ομολογία ένα ολοστρόγγυλο και τραγανό πλασματάκι, με χείλια κατακόκκινα σαν κεράσι και ένα γλυκύτατο χαμόγελο που λίγωνε όποιον το κοίταζε. Η Ασπασία τη μικρή τη φώναζε «Κερασάκι μου», προσφώνηση που δεν άργησαν να υιοθετήσουν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Σε κανενός, όμως, το στόμα δεν ακουγόταν τόσο μεστή όσο όταν την έλεγε ο Ευάγγελος Φραντζής, ο άνθρωπος που είχε συνδέσει απόλυτα τη ζωή του με τα κεράσια. Η Πλουσία θα χάριζε στην οικογένειά της ένα χρόνο απόλυτης ευτυχίας. Οποιοδήποτε πρόβλημα αντιμετώπιζε η οικογένεια πριν από τη γέννηση της Πλουσίας έσβησε από εκείνη την ημέρα μέσα στο φωτεινό νεογέννητο πρόσωπο, που ανταποκρινόταν με ευχαρίστηση στο χάδι, το άγγιγμα και το παιχνίδι οποιουδήποτε από τους ανθρώπους γύρω του. Και, φυσικά, από την ίδια μέρα η Μικρά Ασία ολόκληρη θα μετρούσε το χρόνο αντίστροφα, με την ελπίδα της συνένωσης με τη μητέρα πατρίδα και της αναγέννησης της Μεγάλης Ελλάδας. για ένα χρόνο, μέχρι η μικρή κόρη του Ευάγγελου και της Ασπασίας πάρει το καινούργιο της όνομα: Μαράσκα. Η βάφτιση κανονίστηκε για την ημέρα των πρώτων της γενεθλίων, ένα χρόνο μετά, και θα καθρέφτιζε τις προσδοκίες και

πικρα ΚΕΡΑΣΙΑ 25 τις ελπίδες ολόκληρης της οικογένειας, αλλά και ολόκληρου του μικρασιατικού ελληνισμού που ακόμη πανηγύριζε την επέτειο της έναρξης της επιλύσεως του εθνικού του θέματος. Στη βάφτιση, όπως ήταν και το φυσικό, ήταν καλεσμένη ολόκληρη η καλή κοινωνία της Σμύρνης. Η κοινωνική θέση της οικογένειας, η οικονομική της επιφάνεια, οι σχέσεις του Ευάγγελου Φραντζή με τον εμπορικό κόσμο της πόλης, η συμμετοχή του σε κάποιες από τις μεγαλύτερες και πιο αριστοκρατικές λέσχες της Σμύρνης, όπως η Λέσχη Κυνηγών και το Σπόρτινγκ Κλαμπ, αλλά και το πρόσωπο του νονού, όλα υπόσχονταν ένα κοινωνικό γεγονός πρώτου μεγέθους. Νονός ήταν ο κύριος Αριστείδης Τσαούσης, διευθυντής του Ομήρειου Παρθεναγωγείου, άνθρωπος που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην τοπική κοινωνία. Μορφωμένος και σοβαρός, σχετικά νεαρός για τη θέση και το αξίωμά του, και αριστοκρατικά όμορφος, ο Αριστείδης ήταν από τους πιο εξέχοντες ανθρώπους στη Σμύρνη. Είχε κερδίσει το σεβασμό του κόσμου από τότε που επέλεξε να διαφωνήσει δημόσια με τον προηγούμενο διευθυντή του Παρθεναγωγείου και να παραιτηθεί από δάσκαλος εξαιτίας του ότι είχε αρνηθεί να διδάξει στις κοπέλες μαθήτριές του ότι η γυναίκα, σύμφωνα με τις Ιερές Γραφές, ήταν κατώτερη του άντρα γενετικά, βιολογικά και κοινωνικά. Η αντίδρασή του είχε κάνει γρήγορα το γύρο της Σμύρνης και μετέτρεψε τον τότε νέο και όμορφο Αριστείδη σε ήρωα και ίνδαλμα όλων των κοριτσόπουλων και, γενικότερα, των γυναικών της καλής κοινωνίας της πόλης. Όταν ο προηγούμενος διευθυντής συνταξιοδοτήθηκε υποχρεωτικά εν μέσω ενός σκανδάλου για σεξουαλική παρενόχληση μαθήτριάς του, ο Αριστείδης Τσαούσης, που είχε γίνει γνωστός για τη δημόσια εκδήλωση σεβασμού προς το γυναικείο φύλο, που ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στις μητέρες και τις υποψήφιες μαθήτριες της πόλης, και, κυρίως, δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα με τη συμπεριφορά

26 δημητρησ ΑΛεξιου του, κλήθηκε, ως ο νέος διευθυντής, να διασώσει το κύρος και τη φήμη του ιδρύματος. Η εξαιρετικά σοβαρή στάση του απέναντι σε οποιαδήποτε γυναίκα είχε, βέβαια, τροφοδοτήσει κάποια καταρχήν ειρωνικά σχόλια από την αντρική κοινωνία της Σμύρνης περί των προτιμήσεών του, σχόλια τα οποία, παρόλο που δεν μπορούσαν να τεκμηριωθούν από κανέναν, άφηναν ως υποψία τους αρσενικούς ευπατρίδες της Σμύρνης ήσυχους για την ασφάλεια των γυναικών και των θυγατέρων τους από έναν αρκετά εμφανίσιμο άντρα. Τον Αριστείδη, λοιπόν, διάλεξε στην ουσία ως ανάδοχο της στερνής της κόρης η Ασπασία, η οποία έλεγε στον άντρα της ότι ποτέ δεν είναι πολύ νωρίς για να κάνει ο άνθρωπος τις σωστές γνωριμίες στη ζωή του και ήταν σίγουρη ότι αυτός ο άνθρωπος θα ήταν πολύ χρήσιμος για την κόρη της στο μέλλον φυσικά και είχε δίκιο, αν και όχι με τον τρόπο που φανταζόταν και υπαινισσόταν. Ο Αριστείδης, που ήδη είχε υπάρξει δάσκαλος στις δύο μεγαλύτερες κόρες του Φραντζή, τη Μέλπω και την Αθηνά, και είχε τύχει πλούσιας εκ μέρους του βοήθειας στην προσπάθεια κοινωνικής και επαγγελματικής καταξίωσης στη Σμύρνη, είχε προβάλει κάποιες αντιρρήσεις για τον τρόπο διεξαγωγής του μυστηρίου δυστυχώς, χωρίς να έχει την όποια πιθανότητα να εισακουστεί, και χωρίς το σθένος να τις επιβάλει. Ο Ευάγγελος Φραντζής δεν άκουσε τη συμβουλή του, ότι οι καλεσμένοι στη βάφτιση δεν έπρεπε να ξεπερνούν τα πεντακόσια άτομα ότι τα βαφτιστικά ρούχα του παιδιού δεν έπρεπε να είναι κόκκινα σαν το κεράσι ότι όλοι οι καλεσμένοι δεν έπρεπε να πάρουν ρεγάλο μαζί με το μαρτυρικό ένα βαζάκι ζαχαρώδη κερασάκια και, πολύ περισσότερο, δεν τον άκουσε που έλεγε ότι το παιδί έπρεπε να πάρει ένα χριστιανικό όνομα αντί για το ελαφρώς εξωτικό Μαράσκα.