Τίτλος του διηγήµατος: Το γουρούνι µε τα ξύλινα ποδάρια



Σχετικά έγγραφα
Στις κόρες µου Χριστίνα και Θάλεια

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ. ΠΡΟΣΩΠΑ του ΕΡΓΟΥ. 425 π.χ. α Βραβείο ΑΧΑΡΝΗΣ. ΜΕΓΑΡΕΥΣ: Αγρότης από τα Μέγαρα. Έρχεται να πουλήσει προϊόντα στην αγορά του ικαιόπολη.

Το πόνημα μου αυτό γράφτηκε σε στιγμές αγανάκτησης γι αυτά που συμβαίνουν στον τόπο μας.

Γεράσιμος Μηνάς. Γυναίκα ΠΡΩΤΟ ΑΝΤΙΤΥΠΟ

Αρμέγει δήθεν ο Γιώργος τα πρόβατά του κάθε πρωί και γεμίζει καρδάρες με γάλα το οποίο αποθηκεύεται σε δοχεία μεγάλης χωρητικότητας και μεταφέρεται σ

κοντά του, κι εκείνη με πόδια που έτρεμαν από το τρακ και την καρδιά της να φτερουγίζει μες στο στήθος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα.

1 Ένα κορίτσι με όνειρα

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ. Ο Όλεθρος του Νότου

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟ

ο σούρουπο είχε απλώσει το σκοτεινό υφάδι του, κεντημένο με περισσή στοργή από τη μητέρα του, τη μαρμαρυγή. Τιτιβίσματα πτηνών ορμούσαν μες στην

Το Κάλεσμα του Αγγελιοφόρου

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Π A Γ KOΣ MIA HMEPA Π OIHΣ H Σ. Ο YΣΣEAΣ EΛYTHΣ ( ) Nοµπελ Λογοτεχνιασ 1979

Copyright 2014: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ & Ήρα Ραΐση

ΠΛΑΤΩΝΟΣ «ΠΟΛΙΤΕΙΑ» ΕΒΔΟΜΟ ΒΙΒΛΙΟ. ( «Ο Μύθος του Σπηλαίου» )

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ. ο Βασιληάς οι Νύφες. η Μαύρη Δράκαινα

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

και, όταν σκοτείνιασε, στο φως του φάρου. Η παγωνιά ήταν άλλος ένας λόγος που ο Μάγκνους δεν ήθελε να κουνηθεί. Στην κρεβατοκάμαρα το παράθυρο θα

Ερευνητές συµµετέχοντες στη συνέντευξη: Θεοδοσοπούλου Ειρήνη, Φραγκούλης Εµµανουήλ

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝ ΕΚΑΤΟ. Προετοιµασίες Πολέµου

Το σύμπαν μέσα στο οποίο αναδύεστε

Το ωραιότερο πράγμα του κόσμου

Η Ιστορία του Αγγελιοφόρου Όπως αποκαλύφθηκε στον Μάρσαλ Βιάν Σάμμερς στης 23 Μάιου 2011 στο Μπόλντερ, Κολοράντο, ΗΠΑ

Ένα παιχνίδι ξεχασμένο, ένα ταξίδι ονειρεμένο

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Α ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ

Το μάτι του Ελέφαντα. Χριστόφορος Ακριτίδης

ΔΈΚΑ ΕΓΓΌΝΙΑ έχει η νόνα Χελώνα και τους λέει κάθε

«Η Σ Κ Ο Ν Η Τ Ο Υ Ρ Ο Μ Ο Υ»

Του νεκρού αδελφού. δημοτικό τραγούδι (βλ. σ. 18 σχολικού βιβλίου) που ανήκει στην κατηγορία των παραλογών (βλ. σ. 20 σχολικού βιβλίου)

Ιωάννά νοτάρά Χαμένες άγάπες

III. Ο γέρος που άκουγε τα ωραιότερα τραγούδια.

Το Ταξίδι Απελευθέρωσης

Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ, «ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ»

ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΣΙΛΕΡ. ποιήματα

Τζέλιος Κ. Δημήτριος

Το σημερινό κραχ... η τελευταία ευκαιρία της ανθρωπότητας

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ για το εκπαιδευτικό σενάριο: ΕΚΛΕΙΨΕΙΣ

Το ζήτημα του επαναστατικού υποκειμένου. Το ζήτημα της αναγκαιότητας των πρωτοποριών και των στρατηγών τους


Ασκήσεις ΙΙΙ Brno

Εργαστήριο Λόγου και Πολιτισµού του Πανεπιστηµίου Θεσσαλίας

Λες, δεν διαφέρεις. Δεν είναι ομαδική παράκρουση, ο πόνος. Σκυμμένοι άνθρωποι, στα στασίδια.

Μί#ης Χ. Γεωργό-ουλος. ένα βότσαλο δυο λόγια

Κιοσές Νικόλαος, Παπαντίδης Ιορδάνης, µετά την υπ αριθ. 507/2012 Α Σ.

τευχοσ 2 ΕΚΕΜΒΡΗΣ 2010 ! ΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΩΡΕΑΝ µυστικά κουτιά της Σύγχρονης Εποχής

Ιανουάριος «Στους Διαλεχτούς ήδη ή µέλλοντες γονείς των επί γης Αγγέλων» «Ο Παραµυθένιος µας..»

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Α Περίοδος

Χαράµι. Σουγιούλ/Τραϊφόρος

ΘΥΜΙΟΥ ΑΓΓΕΛΙΔΗ-ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗ ΕΛΠΙΝΙΚΗ

Κεφάλαιο 2. αβάλα στ άλογά τους, οι ιππότες πέρασαν

ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2005 ΜΑΘΗΜΑ : ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Κι εγώ τι θα κάνω μόνη μου τις Κυριακές; Έχεις εμένα, αγάπη μου. Εσύ κάθε μέρα είσαι στο μαγαζί και τις Κυριακές πηγαίνεις

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ντουέντε

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΧΑΡ. ΤΡΙΚΟΥΠΗ ΑΘΗΝΑ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ TΗΛ. (210) FAX: (210) pressoffice1@pasok.

Δρ. Αναστασία Σάββα Γεωργιάδου. Χριστούγεννα Πρωτοχρονιά Φώτα. Ήθη και έθιμα

ÄÉÌÇÍÉÁÉÁ ÅÊÄÏÓÇ ÅÍÇÌÅÑÙÓÇÓ ÊÁÉ ÐÍÅÕÌÁÔÉÊÇÓ ÏÉÊÏÄÏÌÇÓ ÉÅÑÁ ÌÇÔÑÏÐÏËÉÓ ÈÅÓÓÁËÏÍÉÊÇÓ ÉÅÑÏÓ ÍÁÏÓ ÌÅÔÁÌÏÑÖÙÓÅÙÓ ÔÏÕ ÓÙÔÇÑÏÓ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ «ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΚΝΩΣΟ» - ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ

Μάριος Χάκκας. Το Ψαράκι της γυάλας

Μικρός Ευεργετινός. Μεταφρασμένος στη Δημοτική

Απλές λύσεις για άµεση έξοδο από την κρίση. Μέσα σε λίγες ηµέρες µπορεί να σωθεί η Ελλάδα. Αρκεί να ξυπνήσουν οι Έλληνες και να δουν τι συµβαίνει.

Φάλουν Ντάφα ιαλέξεις πάνω στον Νόµο του Φο ιαλέξεις στις Ηνωµένες Πολιτείες

Ειδωλολατρία στον βιβλικό Ισραήλ

ΤΖΟΤΖΕΦ ΚΙΠΛΙΝΓΚ

ΕΤΟΣ 16ο ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 88 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΜΑΡΤΙΟΣ 2006

ΣΑΗΕΝΤΟΛΟΓΙΑ. ηµιουργώντας έναν καλύτερο κόσµο

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ (5ος αιώνας π.χ) Τερεζάκη Χρύσα Μιχαήλ Μαρία Κουφού Κωνσταντίνα

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ 28 ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΚΑΣ ΝΙΚΟΛΕΤΑΣ

ΟΜΟΣΠΟΝ ΙΑ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΕΛΛΑ ΟΣ

Η ΑΝΑΡΧΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑ Α

Μυρίζει Μπαρούτι. Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Πουλής. Βοηθός Σκηνοθέτη: Ντίνα Μαυρίδου

Το 1 ο φύλλο της εφηµερίδας µας, που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1996 και ήταν χειρόγραφο

περισσότερο από το γεγονός του ότι αυτό δεν ήταν τότε ένα ζήτηµα έγκρισης του ίδιου του κοινοβουλευτισµού αλλά κριτικής στην αστική εξουσία.

ΜΑΡΙΑ ΚΑΚΑΒΟΓΙΑΝΝΗ. Ένας χρόνος θύελλα

Οι Ερασιτεχνικές Ασχολίες

Κώστας Λεµονίδης Σταθµός 2ος

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 15/10/2005. Η Αλκη Ζέη για την ιδώ Σωτηρίου: Η θεία µου η ιδώ αγαπηµένη των Τούρκων

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑ ΑΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗ ΥΨΗΛΑΝΤΗ ΛΑΜΙΑ. Λαµία ΠΡΟΣ: Μ.Μ.Ε.

Ç ÅÊÄÉÊÇÓÇ ÔÏÕ ÓÅÚ Ç 9 ÊÅÖÁËÁÉÏ 1

ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΕΚΕΙΝΗ ΝΥΧΤΑ

Ο ΚΑΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΚΟΣ. Μαρία και Ιωσήφ

Νικόλας Φαλάς, Ε 1. Κυριακή Φιλοθέου, Ε 2

Θερινά ΔΕΝ 2011 "ακολουθώντας τη ροή" - η ματιά μου

ΜΗΝΙΑΙΟ ΕΛΤΙΟ ΙΟΥΝΙΟΥ 2007

2 Ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΔΑΦΝΗ ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ JEANNE D ARC Α ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΤΙΤΛΟΣ : NADIFUS ILIBRIBUS

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Α.Ε. ιεύθυνση Συντήρησης Συστήµατος Μεταφοράς Αγ. `Αννης 70, , Αιγάλεω

Άδειο που φαίνεται το σπίτι ε, σκύλε; Εσύ κοίτα να κάτσεις ήσυχος σε τούτα δω τα βράχια, Γουίλο.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΚΩΣΤΗ ΧΑΤΖΗ ΑΚΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΚΟΡ Α

Κρύων της Μαγνητικής Υπηρεσίας. Πνευματική Ανατομική. Μάθημα 3ο ~ Εργασία με το Κόλον

Ι1ΑΙ1Α-ΕΥΘΥΜ10Σ στο πάνθεο των αγίων του Καθηγητή Νίκου Πετρόχειλου

ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΑΝΑΨΕΙΣ ΕΝΑ ΚΕΡΙ ΠΑΡΑ ΝΑ ΚΑΤΑΡΙΕΣΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

«Διασπορά ψευδών ειδήσεων»:

ΠΑΡΟΝΤΕΣ ΗΜΟΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ

ΠΡΟΣΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

με περίμενε τόσο καιρό. σ εκείνη, λοιπόν

Συλλόγου ιπλωµατούχων Νοσηλευτριών και Νοσηλευτών Χειρουργείου

ΕΤΗΣΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΣΕΒ 13/05/2013. ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕ ΡΟΥ ΤΟΥ ΣΕΒ κ. ΗΜΗΤΡΗ ΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ ΕΚ ΗΛΩΣΗ

ΚΥΡΙΑΚΗ 3/05/ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ (ΑΠΟΓΕΥΜΑ)

Κεφάλαιο 4 ο Η αριστοτελική φυσική

Transcript:

Τίτλος του διηγήµατος: Το γουρούνι µε τα ξύλινα ποδάρια Τις ίδιες κουβέντες άκουγε συχνά η θάλασσα των «Τσιφλικιών» που συντηρούσε τα όνειρά µας στην αρµύρα της, αλλά και κρυφόβραζε στα σπλάχνα της τη φουρτούνα που µας έπνιξε. -Κιαµίλ, η δικιά µας τράτα θα είναι πιο µεγάλη κι απ την ιταλική. Να την, ξεµπούκαρε, φεύγει πάλι για τον ξιφία. Βλέπεις τις τσαµαδούρες µε τις σηµαίες στην πρύµνη; Ε και να µασταν τώρα µαζί τους! -Ναι, και το ναύτη που κουλαντρίζει τις ζεµπύλες µε το δόλωµα. -Τη βλέπω κιόλας εκείνη τη µέρα που θα είµαι στην τιµονιέρα καπετάνιος να κάνω κουµάντο κι εσύ στην πρύµνη µε τους ναύτες για το καλάρισµα, έλεγα κάθε φορά ονειροπολώντας. -Τι λες ρε; Εγώ θα είµαι ο καπετάνιος! Εγώ, τ ακούς; Αλλιώς τα χαλάµε. Φώναζε ο Κιαµίλ και γινόταν σωστός Τούρκος απ το κακό του. -Α, παράτα µας ρε! Εγώ θα είµαι ο καπετάνιος. Αν σ αρέσει. Αν δεν σ αρέσει, άνεµο στη βράκα σου κι αέρα στα πανιά σου, πείσµωνα εγώ. Και τα ψιλοτσουγκρίζαµε και χωρίζαµε πεισµωµένοι αφήνοντας τα όνειρά µας έρµαιο στα χέρια του σιρόκου που τ άρπαζε για να τα ρίξει στις πιο απόκρηµνες κατηφόρες τ ουρανού. Κι ύστερα τα ξαναβρίσκαµε, ξανακλαδώναµε και πάλι και ξαναφτιάχναµε τα ίδια όνειρα και χρονοπορευόµαστε ανεβαίνοντας σκαλοπάτι-σκαλοπάτι τ ανηφόρι της ζωής. Με τον Κιαµίλ το Τουρκάκι ήµασταν συνοµήλικοι κι είχαµε πολλά κοινά οι δυο µας. Ήµασταν γειτονόπουλα, της ίδιας αυλής παιδιά. Πιο σωστά, της ίδιας θάλασσας γιατί αυτήν είχαµε για αυλή, αφού οι τοίχοι του σπιτιού µας φούσκωναν στην αρµύρα της κι οι γλάροι σε κάθε φουσκοθαλασσιά ξαπόσταζαν στα κεραµίδια των σπιτιών µας. Και το σπουδαιότερο; Πλάθαµε τα ίδια όνειρα, όνειρα από µετάξι όταν καθισµένοι στη συκοµουριά της αυλής µας, σαν µεταξοσκώληκες στον τέταρτο ύπνο τους, τα ντύναµε µε της ψυχής µας το πιο αγνό υλικό. Μέχρι που µια µέρα µπήκε ανάµεσά µας καταχνιά, απειλώντας να κρύψει τα όνειρά µας. Ήταν µια µελιτζάνα απ το περβόλι µας δίπλα, µελανόχρωµη, στρουµπουλή, µε τέσσερα ξυλαράκια που έβαλα για ποδάρια όταν η Κίρκη της φαντασίας µου το µετέτρεψε σε γουρουνάκι µε το µαγικό ραβδί της. -Μάνα, µάνα! Για κοίτα ένα γουρούνι, θα σε δαγκώσει, χρ...χρ...χρου...! Χέι, Κιαµίλ, τοµούζ, τοµούζ, πε! -Τι κάνεις εκεί, Γιαννιό µου, οι άνθρωποι τρώνε. Ντροπή, ντροπή, πέρασε γρήγορα σπίτι! Γούρλωσα τα παιδικά µου µάτια µε απορία. Τι κι αν έτρωγαν δηλαδή οι γείτονές µας στην αυλή; Γιατί έπρεπε να περάσω στο σπίτι; Να πεις, κάθε βράδυ το ίδιο πράµα γινόταν. Μερικές φορές µάλιστα δειπνούσαµε όλοι µαζί όταν σχολνούσε ο πατέρας νωρίς. Εγώ απλά ήθελα να δείξω στο φίλο µου πως µια µελιτζάνα µπορεί να γίνει ένα όµορφο γουρουνάκι και να στέκει στα πόδια του, στα τέσσερα ξύλινα ποδαράκια του. Πείσµωσα. Καλέ, και που τρώνε δηλαδή;

-Κιαµίλ, Κιαµίλ, κοίτα ρε ένα γουρούνι. Θα σε φάει! Χρ...Χρ...Χρου. -Ε, δεν υποφέρεσαι τελικά. Φιρί-φιρί το πας. Πέρασε γρήγορα µέσα! Την είδα να πετά το πλεχτό της στο τραπέζι και να βγάζει οργισµένη το παπούτσι. Έτρεξα στο σπίτι. Τα πράγµατα σοβάρεψαν, η µάνα µου δεν αστειευόταν, ένα ακόµα κυνηγητό άρχιζε. -Στάσου καλέ µάνα, τι έκανα πάλι και µε κυνηγάς; Έβαλα καλού κακού το τραπέζι ανάµεσά µας και τα χέρια ασπίδα. -Καλά, δεν ξέρεις ότι οι µουσουλµάνοι σιχαίνονται το χοιρινό και τα γουρούνια; Την ώρα διάλεξες, χριστιανέ µου, στο φαγητό τους απάνω; Θα ρθει ο πατέρας σου δεν θα ρθει; Θα σε δικάσει, πού θα πας; -Κι ο Κιαµίλ δεν τρώει χοιρινό; Είσαι σίγουρη µάνα; -Ε, δεν τρώνε, παιδί µου, τρώνε οι Τούρκοι χοιρινό; Ήµαρτον Κύριε! Πού ξανακούστηκε τέτοιο πράγµα; -Ε, δεν το ξερα, πού θες να το ξέρω; ε µου λες, κι ο θείος ο Νιαζή γιατί τρώει χοιρινό κάθε που έρχεται και τα τσουγκρίζει µε τον πατέρα; Και σουβλάκια τρώει, και σεφταλιές και λουκάνικα...τι είναι αυτός δηλαδή, Χριστιανός µήπως; -Άσ τον αυτόν. Αυτός είναι άλλο πράµα, καµιά σχέση µε τους υπόλοιπους. Ο πατέρας του Κιαµίλ όµως είναι διαφορετικός. εν λέω, µαζί µας καλός είναι, δεν έχουµε παράπονο, αλλά φανατικός µουσουλµάνος και λιγάκι Τουρκαλάς. Σου είναι τούτοι µια βρόµικη φάρα...σκυλιά, δεν ξέρεις πότε θα σε δαγκώσουν. Τράβηξαν οι χριστιανοί από δαύτους κάποτε... αγκώθηκε που τα είπε αυτά και... -Τέλος πάντων, κουβέντα εσύ! Μην πεις τίποτα καηµένε και φτάσει στ αυτιά τους γιατί ανάποδα θα σε κρεµάσει ο πατέρας σου. Έτσι; Ό, τι λέµε στο σπίτι, εδώ θα µένει, κατάλαβες; Ξεθύµανε η µητέρα σιγά, σιγά, έβαλε πίσω στο πόδι της κι εκείνο το φοβερό όπλο που κρατούσε. Έµεινα σκεφτικός. Τι τράβηξαν οι Χριστιανοί από τους Τούρκους; Ένιωσα ένα ακαθόριστο φόβο. Κάτι έσπασε µέσα µου. Ξαφνικά ένιωσα να µε χωρίζει άβυσσος µε τον Κιαµίλ! Ρώτησα τον πατέρα µου µε την πρώτη ευκαιρία. -Οι Τούρκοι είναι εχθροί µας, πατέρα; -Πώς σου ήρθε ξαφνικά και ρωτάς τέτοια πράγµατα; Έµεινε παραξενεµένος να µε κοιτάζει. Εµείς δεν έχουµε εχθρούς, γιόκα µου. εν έχουµε τίποτε να χωρίσουµε µε τους Τούρκους. -Εγώ πάντως µε τον Κιαµίλ, είµαστε φίλοι, πατέρα. Ποτέ του δεν µου µίλησε άσχηµα, είναι καλό παιδί. Και η κυρία Αϊσέ, τι καλή που είναι αλήθεια; Κάθε φορά που κάνει εκµέκ-κανταΐφ µε φωνάζει. Σαν παιδί της µε έχει. Καθόµαστε στην αυλή µε τον Κιαµίλ και µας ταΐζει. Μια µπουκιά δίνει στον Κιαµίλ, µια σε µένα. Μµ...Ωραίο που το φτιάχνει! Και γέµισε το στόµα µου µε σάλιο µόνο µε τη σκέψη του λαχταριστού Ανατολίτικου γλυκού

-Έτσι µπράβο, γιόκα µου, έτσι σας θέλω, να είστε πάντα φίλοι. Τι κι αν είναι Τούρκοι; Άνθρωποι είναι, άνθρωποι σαν κι εµάς. Εσείς κοιτάξτε πρώτα να γίνεται µια µέρα άνθρωποι κι όλα τ άλλα είναι για τους αργόσχολους. Η µάνα σου τα είπε όλα αυτά; -Ναι, η µάνα... -Εµ, δεν στο λεγα εγώ; Αργόσχολη! εν είχε ο διάολος τι να κάνει και...τέλος πάντων, φώναξέ την τώρα να βάλει φαγητό στο τραπέζι να φάµε. Τα λόγια του πατέρα µε καθησύχασαν, πίστευα στον άνθρωπο µε την βαριά αρσενική φωνή και το λεβέντικο παράστηµα που είχα µπροστά µου, ο λόγος του γεννούσε εµπιστοσύνη και σεβασµό παρόλο που ήταν αγράµµατος. Κοίταζε θυµωµένα τη µάνα καθώς εκείνη έστρωνε το τραπέζι. εν είπε λέξη µπροστά µου όλη τούτη την ώρα παρά µόνο σαν µπήκα στο σπίτι να φέρω ψωµί τον άκουσα να την µαλώνει χαµηλόφωνα. -Μην µου το δηλητηριάζεις το παιδί. Τι είν όλ αυτά που του είπες για τους Τούρκους και το τρόµαξες. Να µην ξανακούσω τέτοιες αηδίες στο σπίτι µου. Κατάλαβες; Τα χρόνια περνούσαν, ο Κιαµίλ µεγάλωνε, το ίδιο κι εγώ. Εκείνη η διαφορά στη θρησκεία που τόσο ξαφνικά ανάδειξε το γουρουνάκι µε τα ξύλινα πόδια δεν στάθηκε σε καµιά περίπτωση ικανή να απειλήσει τη φιλία µας. Οι µανάδες καµάρωναν που µας έβλεπαν να προοδεύουµε αγαπηµένοι, να πατάµε στέρεα στη γη. εν έχουν εθνικό χρώµα οι πόνοι και οι χαρές της µάνας. Γκρίζες οι ανησυχίες και οι έγνοιες τους. Η δική µας ύπαρξη, ένας λόγος παραπάνω που η µεταξύ τους φιλία κρατούσε καλά. Ήλιοι αστείρευτης αγάπης οι µάνες που η ζεστασιά τους φτάνει και περισσεύει όχι µόνο για τα δικά τους αλλά και για τα ξένα. Κι εγώ απολάµβανα τη θαλπωρή κι από την κυρία Αϊσέ, όπως και ο Κιαµίλ, φαντάζοµαι, απ τη δική µου µάνα. Κανένα σύγνεφο δεν στάθηκε ικανό να σκιάσει αυτή την αγάπη όσο κι αν ο τόπος µας σιγόβραζε, αλλά εµείς είµαστε παιδιά. Μια συγνεφιά και µια λιακάδα. Τους ίδιους πόνους τράβηξαν οι µανάδες µας κάποτε στη γέννα, τις ίδιες χαρές και τώρα που µεγαλώναµε. Ο Κιαµίλ µε το πρώτο του ξύρισµα είχε µπει µαθητευόµενος µηχανικός σε κάποιο γκαράζ ενός Ελληνοκύπριου. Μάζεψε κάποια λεφτά κι αγόρασε µια µοτοσικλέτα, ήταν το µεράκι και τ όνειρό του. Σαραβαλιασµένη, παραµεληµένη χρόνια σε µιαν αυλή, δεν ξεχώριζες το χρώµα της απ τη σκουριά ούτε και τη µάρκα της απ τις πολλές µετατροπές, φτωχοµαστορέµατα του ποδαριού απ τους προηγούµενους ιδιοκτήτες πριν την πετάξουν οριστικά στην αχρηστία. Το µεράκι µας όµως την ανάστησε. «Ανάστησε,» τρόπος του λέγειν δηλαδή, αφού όταν τελικά πήρε µπρος, η ξεχαρβαλωµένη µηχανή της ακουγόταν χιλιόµετρα µακριά ενώ πίσω της άφηνε ένα πυκνό σύννεφο γαλάζιου καπνού που σηµάδευε το πέρασµά της. Την βάψαµε όπως-όπως µ ένα βαθύ κιρµιζί σκεπάζοντας όλες τις σκουριές, την στολίσαµε και µε κάτι µπαρµακλίκια που βάλαµε στις περόνες και στα φτερά και πουλούσαµε µαγκιά στα κοριτσόπουλα της γειτονιάς. Μετά από καιρό αποφασίσαµε να κάνουµε το «κοµµάτι» µας και στην πόλη. Ήταν φαίνεται µια µέρα που ο διάολος έσπαζε πλάκα µε τους ηλίθιους. εν ξέρω πώς τα κατάφερε, εξάλλου διάολος είναι ό,τι θέλει κάνει, αλλά µας έβαλε τρελές ιδέες στο µυαλό. Στολιστήκαµε στην τρίχα, χωρίστρα δεξιά, λαδάκι στο µαλλί, κοτσάραµε τη µαγκιά στο πέτο και πήραµε φτερό. Λένε πως ο θεός όταν θέλησε κάποτε να εξαφανίσει τον µύρµηγκα, του έδωσε φτερά. Ε, κι εµείς σαν µύρµηγκες την πατήσαµε. Βάζει λοιπόν ο διάολος την ουρά του και πέφτουµε σαν φλώροι σε µπλόκο. εµένους µας πήγανε στην αστυνοµία. Οι πατεράδες µας όµως οι καηµένοι χρειάστηκε να επιστρατεύσουν

λυτούς και δεµένους για να µας γλιτώσουν απ τη στενή. Το γεγονός τελικά έληξε χωρίς συνέπειες για να µπει ανάµεσα σ ένα σωρό από άλλες, στο συρτάρι των αναµνήσεών µας. Η αδερφή του η Ναχιτέ, µια µελαχρινή οµορφιά Τούρκα, µε µεγάλα µαύρα αµυγδαλωτά µάτια, ψηλόλιγνη, ξετρέλαινε τ αγόρια του µαχαλά. Τυχεροί όσοι είχαν την τύχη να την δουν από κοντά αφού οι γονείς της τηρούσαν αυστηρά τα µουσουλµανικά έθιµα και την κρατούσαν στο σπίτι µακριά απ τα αδιάκριτα βλέµµατα. Ο καιρός περνούσε κι η Ναχιτέ άδικα περίµενε το βασιλόπουλό της. Λίγοι οι γαµπροί, πολλές οι νύφες. Η καρδιά της, το κορµί της, διψούσανε για έρωτα. Και σαν να µην έφθανε αυτό την έπιασε από πάνω και µια βουλιµία, κι όλη µέρα µασούσε ασταµάτητα καθισµένη στο χλιδάτο µιντέρι, µασούσε κι αφροπάχαινε και φούσκωνε µέρα µε τη µέρα. Πρήστηκαν τά µάγουλά της, χάθηκαν πίσω από δυο σχισµάδες τα µεγάλα της µάτια, έκανε κοιλιές και προγούλια φυλλορροούσε µέρα µε τη µέρα. Συχνά, την έπιαναν εξάψεις, πάθαινε κρίσεις και τα κανε γυαλιά καρφιά µέχρι τελικά να λιγοθυµήσει και να πέσει τ ανάσκελα στον καναπέ ξεπνεµένη. Μόνο εγώ είχα το προνόµιο να µπαίνω στο σπίτι τους, να θαυµάζω την οµορφιά της και να την αγγίζω στα κλεφτά. Αλλά κι εκείνη το ήθελε πολύ. Είχε εκείνη την πονηριά στο µάτι που προκαλούσε κάθε φορά που µε έβλεπε, κι ας ήµουνα µερικά χρόνια µικρότερός της. Ήτανε πολύ γενναιόδωρη απέναντί µου. Πολλές φορές άφηνε επίτηδες το µπούστο της µισάνοιχτο για χατίρι µου, έβρισκε πάντα µια πρόφαση να µε πλησιάσει και να ακουµπήσει το αφράτο της στήθος απάνω µου. Κι ένιωθα τότε την κάψα της ανάσας της να µε τυλίγει και να γλυκοµουδιάζω µέχρι το µεδούλι. Μια φορά µάλιστα που η µάνα της βγήκε στην αυλή και µας άφησε για λίγο µόνους, δεν έχασε καιρό. Μ άρπαξε στην αγκαλιά της κι αρχίσαµε να φιλιόµαστε παθιασµένα χωρίς ν ανταλλάξουµε µια λέξη. Φούντωσα εγώ, πρωτάρης τότε του έρωτα, την άρπαξα απ το στήθος, κόπηκε η ανάσα µου. Η κυρία Αϊσέ κάτι ψυλλιάστηκε µόλις µπήκε στο σπίτι. Μας πρόδωσε εκείνη η έκφραση αµηχανίας στο πρόσωπο αλλά κι ο πόθος που πυρόκαιγε ακόµα στα µάγουλά µας. Την είδα σκεφτική, υποψιασµένη, αλλά τίποτα δεν είπε. Ούτε φυσικά και στον άντρα της θ ανάφερε κάτι, είµαι σίγουρος γι αυτό. Την πάντρεψαν άρον-άρον µ ένα τριαντάχρονο φελάχο για να διώξουν φαίνεται το µπελά απ το σπίτι. Τρόµαξε ο µαχαλάς που τον είδε να περπατά δίπλα της. Ένα ζευγάρι αταίριαστο που το ταίριαξε η ανάγκη. Εκείνη άσπρη, αφράτη, εκείνος µαύρο δέρµα, µαύρα φρύδια, µαύρα µαλλιά, ένα σωστό αποκαΐδι, τετράγωνος, δεν ξεχώριζες πότε ήταν ξαπλωµένος και πότε όρθιος. Είχε χρυσά δόντια στη µασέλα και µουστάκι χοντρό φτιαγµένο από γουρουνότριχα. Η Ναχιτέ στην αρχή φαινόταν πολύ δυστυχισµένη. Το διάβασα στα µάτια της όταν πήγα µε τους γονείς µου να τη συγχαρούµε στο γάµο της. εν µου µίλησε, αλλά τα χείλη της τα ένιωσα να κολλάνε στα δικά µου µε δύναµη την ώρα που µου έσφιγγε το χέρι. Ήταν ένα αποχαιρετιστήριο, νοερό αλλά πολύ γλυκό αντίο. Ύστερα από λίγο καιρό άλλαξε διάθεση, σταµάτησαν εκείνες οι παλιές εξάψεις και οι λιγοθυµιές που θυµόµουνα, γαλήνεψε το πρόσωπό της κι απόφευγε πια να µε κοιτάζει στα µάτια όταν κάποτε συναντιόµασταν. Τα χρόνια πέρασαν. Μπήκαν νέες προτεραιότητες στη ζωή µας. Η παρέα σκόρπισε, ο καθένας πήρε το δρόµο του. Ο Κιαµίλ άνοιξε δικό του µαγαζί κι αρραβωνιάστηκε. Εµείς από την άλλη, µετακοµίσαµε κάπου µακριά, στην άλλη άκρη της πόλης, σε δικό µας επιτέλους σπίτι. Η Ναχιτέ έφυγε κι εκείνη απ τους δικούς της ακολουθώντας το φελάχο, δεν ρώτησα ποτέ για πού, εγώ έφυγα στο εξωτερικό για σπουδές. Από τότε δεν ξαναειδωθήκαµε. Πολλές φορές ρωτούσα στα γράµµατά µου να µάθω νέα τους, όπως έκανα και για όλους τους γείτονες. Λίγα είχαν να µου πουν κι αυτά ακόµα συγκεχυµένα, αφού σπάνια βλεπόντουσαν πια.

Κάποτε τελείωσα µε τις σπουδές κι επέστρεψα. Ήταν µέσα στις προτεραιότητές µου να βρω τον Κιαµίλ, να βγούµε για ένα καφέ και να τα πούµε σαν άντρες πια, συνεχίζοντας από εκεί που είχαµε µείνει. Πριν προλάβω όµως καλά-καλά να πάρω ανάσα, ήρθαν τα πάνω κάτω, µας πρόλαβε το πραξικόπηµα και η εισβολή. -Παιδιά, πραξικόπηµα! Ο στρατός χτυπά το προεδρικό. Ο Μακάριος είναι νεκρός! Έσκασε σαν βόµβα η είδηση στη γειτονιά. Βγήκαµε όλοι στο δρόµο. Από µακριά ακούγονταν πυροβολισµοί. Η φτωχογειτονιά όλη στο πόδι. Ο κόσµος σχηµάτισε πηγαδάκια στους δρόµους κι άρχισε να σχολιάζει ανήσυχος το κακό που σερνόταν σαν φίδι και µας πλησίαζε... -Οι πραξικοπηµατίες χτυπούν τους αστυνοµικούς σταθµούς, το προεδρικό φλέγεται. Υπάρχουν νεκροί, πέταξε την είδηση σαν έκτακτο παράρτηµα, κάποιος περνώντας βιαστικά µ ένα ποδήλατο καταϊδρωµένος χωρίς να σταµατήσει. -Τι κάνουµε πατέρα τώρα; Ρώτησα ανήσυχος τον πατέρα µου. -Τι µπορούµε να κάνουµε, γιε µου; Ο Θεός να βάλει το χέρι του, είπε χλωµός απ το σοκ ο πατέρας, πάµε σπίτι ν ακούσουµε ραδιόφωνο. Θα δούµε... Απ το ραδιόφωνο ακούγονταν µόνο εµβατήρια και κατά διαστήµατα τα ανακοινωθέντα από τους στραγγαλιστές της δηµοκρατίας. Κι ενώ το ηθικό µας είχε πέσει κατακόρυφα, κτύπησε ξαφνικά η πόρτα. Ήταν κάποιος συµµαθητής µου απ το Γυµνάσιο και γειτονόπουλο. -Γιάννη, έλα, πάµε..., είπε µε την οργή να λαναρίζει στα µάτια σαν φωτιά, τρυπώνοντας το κεφάλι απ τη µισάνοιχτη πόρτα. -Μπες πρώτα µέσα ρε Κώστα. Να πάµε, και πού να πάµε τέτοια ώρα. Χαλάει ο κόσµος, δεν ακούς; Έδειξα µε το δείκτη του χεριού µου στο κέντρο της πόλης απ όπου ερχόταν ο θόρυβος των όπλων.