ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ Σταδίου 24 105 64 Αθήνα Τηλ. 331 2253, 331 0022 Fax. 331 2033 Email: itep@otenet.gr Αθήνα, 10 Μαΐου 2006 ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 21 ΜΑΪΟΣ 2006 I. ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 1. Πρόσφατες Τουριστικές Εξελίξεις 1.1. Επισηµάνσεις Το 2005 µπορεί να χαρακτηρισθεί, χωρίς καµιά υπερβολή, ως αφετηρία για µια νέα ανοδική και κερδοφόρα πορεία για τον τουρισµό και την γενικότερη οικονοµική ανάπτυξη. Είναι το πρώτο έτος, κατά το οποίο συνετελέσθη πείθουσα αναστροφή των πτωτικών τάσεων, µετά πενταετία αρνητικών επιδόσεων σε φυσικές ροές και συνάλλαγµα. Το 2004, ως ολυµπιακό έτος, για αµιγώς συγκυριακούς λόγους, ήταν ασφαλώς ένα καλό τουριστικό έτος σε όρους συναλλάγµατος, ενώ κατά τα λοιπά δεν διέφερε σε τίποτα από τα προηγούµενα αυτού πιο πρόσφατα έτη. Η αύξηση του συναλλάγµατος οφείλεται σε γεγονός µη επαναλαµβανόµενο και, εποµένως, το 2004 δεν µπορεί να χαρακτηρισθεί ως περίοδος που σηµατοδότησε αλλαγή πορείας. Αυτό έγινε το 2005 µε την πρωτοφανή κινητοποίηση της πολιτικής ηγεσίας του τουρισµού µε διαφήµιση και άλλα συναφή µέσα προβολής της χώρας. Αναγνωρίζεται, γενικώς, ότι η παρουσία της χώρας στις καθιερωµένες ετήσιες εκθέσεις τουρισµού της Ευρώπης υπήρξε πρωτόγνωρη και έτυχε αναγνωρίσεως και επιβραβεύσεως από τις σχετικές τουριστικές αρχές. Η αναφορά αυτή δεν πρέπει να θεωρηθεί ως υπονοούσα ότι η διαφήµιση και προβολή, όταν λαµβάνεται στο ενδεδειγµένο ποσοτικά µέγεθος, µε την αρµόζουσα ποιότητα και χρονική και περιφερειακή κατανοµή είναι από µόνη της ικανή να συντηρήσει ικανοποιητικό τουριστικό ρυθµό αναπτύξεως σε µεσο-µακροχρόνιο ορίζοντα. Αυτό που επισηµαίνεται, και εµπειρικώς υποστηρίζεται από στατιστικά ευρήµατα, είναι ότι η απουσία ή ανεπαρκής ποσότητα και ποιότητα του παράγοντα αυτού είναι ικανή να προκαλέσει αυτονόµως αρνητικές εξελίξεις στον τουρισµό. Η καθίζηση του αλλοδαπού τουρισµού στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2000-2004 ασφαλώς δεν προήλθε αποκλειστικώς από την απουσία της Ελλάδος στα τουριστικά δρώµενα ανά τον κόσµο (εκθέσεις, εκδηλώσεις διάφορες, κτλ.). Σηµαντικός υπήρξε και ο αρνητικός ρόλος της καθιζήσεως της ολικής ποιότητος του τουριστικού προϊόντος, προερχόµενη κατά βάση από την περαιτέρω υποβάθµιση του εξωξενοδοχειακού τουριστικού περιβάλλοντος, αλλά και από την αδράνεια της Πολιτείας απέναντι στο µέγα ζήτηµα της ανάγκης αναβαθµίσεως του µέσου όρου των παρεχοµένων ξενοδοχειακών υπηρεσιών. Υπενθυµίζεται ότι άνω των 2/3 του ξενοδοχειακού δυναµικού, λόγω µεγέθους και κατηγορίας, δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις της 1
διεθνούς ζητήσεως. Με άλλα λόγια, υπήρξε σύγκλιση πολλών παραγόντων προς κατεύθυνση µειώσεως της διεθνούς ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Η βαθµιαίως συντελεσθείσα, σε συγκριτικούς προς τις άµεσα ανταγωνίστριες χώρες όρους, υποχώρηση της ολικής ποιότητος του τουριστικού προϊόντος, στοίχισε στην Ελλάδα απώλεια πολλών δις ευρώ, αλλά και θα εξακολουθήσει να στοιχίζει στο µέλον, ακόµα και όταν η µελλοντική ανάπτυξη δεν υστερεί του µέσου όρου των χωρών της Ν. Α. Ευρώπης και της Μεσογείου. Κατά συντηρητικό υπολογισµό, η απώλεια τουριστικών συναλλαγµατικών εισροών κατά την περίοδο 2000-2004 υπερβαίνει αρκετά τα 2 δις ευρώ. Βεβαίως, µε παραδοχή αυξήσεως µεγαλύτερη του µέσου όρου, που θα αποτελούσε εφικτό στόχο, η συναλλαγµατική απώλεια γίνεται 3-4 δις ευρώ. Όπως ήδη έχει υπογραµµισθεί, το 2005 οριοθετεί την έναρξη µιας περιόδου, µακράς πιθανώς, ανοδικής πορείας του αλλοδαπού τουρισµού στην χώρα µας. Η πρόβλεψη αυτή στηρίζεται στην εκτίµηση ότι θα συνεχισθεί η µεγάλη προσπάθεια που έχει µέχρι τώρα καταβληθεί και θα επεκταθεί συµµέτρως και στην ποιότητα των υποδοµών και του γενικότερου περιβάλλοντος, εντός του οποίου ο επισκέπτης αναζητεί την αναψυχή, την γνωριµία µε την διαχρονική πολιτισµική ταυτότητα και το πολυδιάστατο φυσικό κάλλος της χώρας. 1.2. Πρόσφατες Τάσεις Μεταξύ 2000 και 2004, και κατά µέσο όρο, σε µεν φυσικούς όρους ο αριθµός των αλλοδαπών τουριστών στην Ελλάδα παρέµεινε κατ ουσίαν αµετάβλητος, αλλά µε εµφανή µείωση του αριθµού διανυκτερεύσεων ανά άφιξη. Η µείωση του αριθµού των διανυκτερεύσεων αντανακλάται ευκρινέστατα στο εισρεύσαν συνάλλαγµα, το οποίο από 10.061 εκατ. ευρώ το 2000 µειώθηκε σε 9.495 εκατ. ευρώ το 2003. Η κατά το 2004 µεγάλη αύξηση δεν συνδέεται µε κάποιου είδους τάση, είναι αµιγώς συγκυριακή και οφείλεται στις υψηλές τιµές που απήλαυσε η τουριστική Αθήνα λόγω της Ολυµπιάδας. Αναλυτικότερα, κατά το παρελθόν έτος αυξήθηκαν οι αφίξεις αλλοδαπών τουριστών κατά περίπου 5% (ίσως ελαφρώς υψηλότερο) σε όρους, όµως, συναλλάγµατος η επίδοση ήταν πολύ καλύτερη. Η κατά 6,7% αύξηση του εισρεύσαντος συναλλάγµατος αποτελεί έκπληξη, διότι υπολογίζεται µε βάση ένα κατεξοχήν ευµενές συγκριτικό έτος, το ολυµπιακό, κατά το οποίο, µε περίπου στάσιµο σε φυσικούς όρους αλλοδαπό τουρισµό, πραγµατοποιήθηκε αύξηση του τουριστικού συναλλάγµατος κατά 9%. Ασφαλώς, η αύξηση αυτή οπωσδήποτε συνδέεται µε την σηµαντική αναβάθµιση της περιοχής πρωτευούσης λόγω ολυµπιακών αγώνων, ωστόσο, δεν µπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι όλες οι µείζονες τουριστικές περιοχές της χώρας, µε εξαίρεση τα Ιόνια Νησιά, κινήθηκαν ανοδικά. Η τουριστική πολιτική στην διαφηµιστική της διάσταση περιέλαβε και τον εσωτερικό τουρισµό, µε ένα πρωτοφανές για τα ελληνικά πράγµατα τηλεοπτικό πρόγραµµα. Αν και δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία, µε βάση τα οποία να αξιολογηθεί η αποτελεσµατικότητα του εν λόγω προγράµµατος, οι πληροφορίες από την ξενοδοχειακή κοινότητα είναι περισσότερο από θετικές. Το πρόγραµµα Μένουµε Ελλάδα κρίνεται ότι είχε µεγάλη επιτυχία. Φαίνεται, ότι προκάλεσε ευρύτερη ευαισθητοποίηση και υπέθαλψε τουριστικό ενδιαφέρον µε καθαρά εσωτερικό προσανατολισµό, αποτρέποντας τοιουτοτρόπως σηµαντικό, ενδεχοµένως, τµήµα δυνητικών τουριστών να αναζητήσει αναψυχή στο εξωτερικό. Για προφανείς λόγους, ο εσωτερικός τουρισµός είναι γενεσιουργός πολύ µικρότερης συγκριτικά προστιθέµενης αξίας. Όταν, όµως, ο εσωτερικός τουρισµός υποκαθίσταται στον εξερχόµενο τουρισµό, το οικονοµικό αποτέλεσµα εξισώνεται µε εκείνο του αλλοδαπού τουρισµού αντιστοίχου µεγέθους διότι αυτό που τελικώς ενδιαφέρει αναπτυξιακά είναι το µέγεθος του εισρέοντος καθαρού τουριστικού συναλλάγµατος. 2
Πίνακας 1 Αφίξεις Αλλοδαπών Τουριστών σε Κύρια Αεροδρόµια της Χώρας (σε χιλιάδες) 2000 2003 2004 2005 % % % 2003/00 2005/03 2005/04 Αθήνα 3.777,4 4.022,2 4.250,4 4.534,0 6,5 12,7 6,7 Θεσσαλονίκη 1.005,0 1.002,6 1.062,7 1.104,0-0,2 10,1 3,9 Κρήτη 2.508,5 2.514,7 2.419,3 2.560,6 0,2 1,8 5,8 Χανιά 450,3 532,2 532,3 556,0 Ηράκλειο 2.058,2 1.982,5 1.887,0 2.004,6 ωδεκάνησα 2.019,2 1.910,2 1.793,8 1.823,5-5,4-4,5 1,7 Ρόδος 1.340,5 1.263,6 1.166,7 1.216,6 Κως 678,7 646,6 627,1 606,9 Ιόνια Νησιά - Άκτιο 1.680,7 1.719,4 1.605,3 1.602,6 2,3-6,8-0,2 Κέρκυρα 965,0 919,6 824,8 853,3 Ζάκυνθος 437,7 487,5 489,1 464,3 Κεφαλονιά 137,4 168,7 154,8 143,4 Άκτιο 140,6 143,6 136,6 141,6 Κυκλάδες 283,7 262,3 229,7 269,5-7,5 2,7 17,3 Μύκονος 99,1 93,5 82,9 98,1 Σαντορίνη 184,6 168,8 146,8 171,4 Β. Αιγαίο 247,1 234,1 214,3 209,2-5,3-10,6-2,4 Μυτιλήνη 79,0 77,9 70,0 66,8 Χίος 15,9 15,8 15,6 13,5 Σάµος 144,3 133,1 120,3 118,5 Λήµνος 7,9 7,3 8,4 10,4 Πάντως, η ευαισθητοποίηση των κατοίκων της χώρας, ο έντονος, οµολογουµένως, ερεθισµός που προκαλεί το πρόγραµµα Μένουµε Ελλάδα έχει θετικό αναπτυξιακό αποτέλεσµα, διότι ικανοποιεί αρκετές διαστάσεις της οικονοµικής πολιτικής. Όσο µεγαλύτερο είναι το ποσοστό του πληθυσµού της χώρας που επιλέγει εσωτερικό τουρισµό, τόσο µεγαλύτερο θα είναι, κατ αρχήν, το αναπτυξιακό αποτέλεσµα. Ο εσωτερικός τουρισµός, ως δυναµική, αντιµετωπίζει συγκεκριµένους ποσοτικούς περιορισµούς, προσδιοριζόµενους από το µέγεθος του πληθυσµού και το επίπεδο διαβιώσεως αυτού. Ο περιορισµός αυτός δεν ισχύει όσον αφορά στον αλλοδαπό τουρισµό. Εδώ η δυνητική ζήτηση είναι πρακτικώς άνευ ορίων. Πίνακας 2 Ποσοστιαία Μεταβολή Αφίξεων και Συναλλαγµατικών Εισπράξεων στις Μείζονες Περιοχές Αφίξεις (2005) Συνάλλαγµα (σε δις $) Παγκόσµιος Τουρισµός 5,5 Συνάλλαγµα 2004 % Μεταβολή 2004/03 622,7 18,8 Αφρική 10,0 18,3 18,1 Ασία-Ειρηνικός 7,0 125,0 31,7 Αµερική 6,0 131,7 15,4 Ευρώπη 4,0 326,7 15,5 Μ. Ανατολή 7,0 21,0 25,0 3
1.3. Πρόβλεψη για το Τρέχον Έτος Στην προηγούµενη έκθεση είχε διατυπωθεί η συντηρητική, πλην αισιόδοξη, πρόβλεψη ότι κατά το τρέχον έτος πιθανότατα ο ρυθµός τουριστικής αναπτύξεως, όπως αυτός αντανακλάται στην επίδοση του αλλοδαπού τουρισµού στην χώρα µας, θα σηµείωνε διακριτή επιτάχυνση. Η πρόβλεψη αυτή είχε στηριχθεί σε µια σειρά από ισχυρά θετικά στοιχεία και µια προϋπόθεση: ότι η επαπειλούµενη πανδηµία της γρίπης των πτηνών θα προσέκρουε στις σύγχρονες συνθήκες δηµόσιας υγείας, οργανώσεως και αλληλεγγύης των κοινωνιών και, τελικώς, θα εκτονώνετο ως πηγή ανησυχίας για τον αλλοδαπό τουρισµό, αλλά σε µεγαλύτερο βαθµό και για τον εσωτερικό τουρισµό. Ποσοτικώς, η προηγούµενη πρόβλεψη εµπεριείχε κάποια αοριστία, όσον αφορά στον πιθανό υψηλότερο ρυθµό που θα µπορούσαν να στηρίξουν τα µέχρι τότε γνωστά ή εικαζόµενα γεγονότα και εξελίξεις. Η ισχύς των θετικών παραγόντων που είχαν καταγραφεί φαίνεται να ενδυναµώνεται περαιτέρω. (α) Η παγκόσµια οικονοµική ανάπτυξη προχωρεί και αφήνει πίσω της την µια έκπληξη µετά την άλλη, απορροφώσα κραδασµούς (τιµή πετρελαίου, τιµές µετάλλων, πληθωριστικές πιέσεις), οι οποίοι σε άλλους καιρούς θα είχαν οδηγήσει σε µη επιθυµητές καταστάσεις. (β) Στα πλαίσια της παγκόσµιας αναπτύξεως, η βελτίωση των οικονοµικών προοπτικών της ευρωζώνης έχουν ιδιαίτερη σηµασία για την χώρα µας, αφού η εν λόγω περιοχή είναι η κύρια πηγή προελεύσεως τουριστών για τον ελληνικό προορισµό. (γ) Ιδιαιτέρως αυξηµένη εκτιµάται ότι θα είναι η ευµενής επίπτωση από την ασκηθείσα και ασκούµενη προβολή και διαφήµιση της χώρας. Όπως προκύπτει από µελέτη του ΙΤΕΠ, ο κύριος όγκος των επιπτώσεων από µια διαφηµιστική προσπάθεια δεν πραγµατοποιείται άµεσα. (δ) Η δραστηριοποίηση της τουριστικής πολιτικής σε ευρωπαϊκή περιοχή µε µεγάλα αποθέµατα µη εισέτι εκδηλωθείσας τουριστικής ζητήσεως, όπως είναι οι χώρες της ΚΑΚ, εκφράζεται η ελπίδα ότι θα αρχίσει να έχει διακριτά αποτελέσµατα. Η Τουρκία δέχεται από την περιοχή αυτή αριθµό τουριστών της τάξεως των 3,5 εκατ., έναντι κατά προσέγγιση αριθµού 400.000 που επιλέγουν την Ελλάδα ως προορισµό. (ε) Η σε ευρεία έκταση συγκράτηση των τιµών στα καταλύµατα, ανεξάρτητα και πέραν από τις πιθανές δυσµενείς επιπτώσεις στην κερδοφορία, αλλά σε πολλές περιπτώσεις και στην επιβίωση των σχετικών επιχειρήσεων, συµβάλλει στην αντιµετώπιση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήµατος, που προς το παρόν απολαµβάνουν οι µεσογειακοί δολαριακοί προορισµοί, οι οποίοι καθό αναδυόµενοι εκκινούν χωρίς βαρίδια, χωρίς την συσσώρευση προβληµάτων που τρεχόντως ταλανίζουν την Ελλάδα. (ζ) Η διαφαινόµενη αναζωογόνηση της αµερικανικής αγοράς ως προελεύσεως, στην έκταση που οι επίσηµες εκτιµήσεις θεµελιώνονται σε ρεαλιστικές παραδοχές, θα αποτελέσει κορυφαίο γεγονός για δύο λόγους: Πρώτον, θα σηµάνει το τέλος µιας πολύ µακράς περιόδου στασιµότητας και οπισθοδροµήσεως και δεύτερον, θα είναι ιδιαιτέρως επωφελές από απόψεως συναλλαγµατικών εισπράξεων. (η) Τέλος, η απειλή από τυχόντα τροµοκρατικά επεισόδια εµφανίζεται πολύ εξασθενηµένη, όπως προκύπτει από την σχετικά πρόσφατη εµπειρία. Όπως προσφυώς επισηµαίνει ο ΠΟΤ, ο κίνδυνος από τροµοκρατία έχει εισέλθει πλέον ως κοινό βίωµα στην ψυχολογία του τουρίστα, ο οποίος τον αντιµετωπίζει ως ένα ενδεχόµενο αυτοκινητικό ή άλλο ατύχηµα. 4
Η ανωτέρω συλλογιστική συνοψίζεται σε πρόβλεψη για αύξηση των αφίξεων αλλοδαπών τουριστών µε ρυθµό τουλάχιστον 8% και αύξηση του εισρέοντος συναλλάγµατος µε ακόµη υψηλότερο ρυθµό. Η ιδιαιτέρως αισιόδοξη αυτή πρόβλεψη υπαγορεύει την ανάγκη διατυπώσεως επισηµάνσεων αναφορικώς µε την συνέχεια της τουριστικής πολιτικής σ όλες τις βασικές αυτές διαστάσεις: βελτίωση της ποιότητας, συνέπεια µεταξύ τιµής και ποιότητας και προβολή και διαφήµιση των δύο πρώτων διαστάσεων. Επιτυχής τουριστική πολιτική και ανάπαυση επί των δαφνών της επιτυχίας αποτελούν έννοιες αντιφατικές. Ο ανταγωνισµός απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση, συνεχή βελτίωση της ολικής ποιότητας, συνεχή προσπάθεια µειώσεως του κόστους για δεδοµένη ποιότητα και συνεχή και επαρκούς µεγέθους προβολή και διαφήµιση. Οι προτιµήσεις των καταναλωτών υπόκεινται σε µεταβολές υπό την επίδραση της ανόδου του βιοτικού επιπέδου, αλλά και κτηθείσας τουριστικής εµπειρίας. Η τουριστική πολιτική οφείλει να προηγείται κατά τινα τρόπο της εµφανίσεως των αλλαγών στις προτιµήσεις και να εναρµονίζεται συνεχώς προς τις ανάγκες που δηµιουργεί ο διεθνής ανταγωνισµός, ιδίως σε σχέση µε τις ανταγωνίστριες χώρες. 5
ΙΙ. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 2. Ελληνική Οικονοµία Τάσεις και Προοπτικές 2005-2006 Κατά το παρελθόν έτος σειρά δυσµενών παραγόντων συνέκλιναν, ώστε να µειωθεί ο ρυθµός αναπτύξεως σε 3,5%. Ο ρυθµός αυτός είναι παρά ταύτα ικανοποιητικός και καθ εαυτόν, αλλά και διότι µειώνει περαιτέρω την υστέρηση του κατά κεφαλήν εισοδήµατος στην Ελλάδα έναντι του µέσου όρου των χωρών της ΕΕ. Κύριοι αρνητικής φύσεως παράγοντες ήσαν οι ιδιωτικές και δηµόσιες επενδύσεις, η αυξητική τάση των οποίων ανεστράφη κατά βίαιο τρόπο για διαφορετικούς λόγους. Εκτιµάται ότι ο ρυθµός των συνολικών παγίων επενδύσεων ήταν αρνητικός (-3,7%), µε δεσπόζοντα αρνητικό παράγοντα την αναστροφή του οικοδοµικού κύκλου από το τελευταίο τρίµηνο του 2003. Η διατήρηση υψηλού για τα εισοδηµατικά δεδοµένα ρυθµού αυξήσεως της ιδιωτικής καταναλώσεως, η µείωση του ελλείµµατος του εξωτερικού εισοδηµατικού ισοζυγίου, αλλά και η από τον Ιούλιο του 2005 ανάκαµψη των ιδιωτικών επενδύσεων σε κατοικίες, απέτρεψε µεγαλύτερη µείωση του ρυθµού αναπτύξεως. Για το 2006 προβλέπεται σηµαντική επιτάχυνση της αναπτύξεως σε 4%, ίσως και περισσότερο, λόγω ισχυρής ανακάµψεως των ιδιωτικών επενδύσεων και των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Σηµειώνεται, ότι η πρόβλεψη είναι για αύξηση του αλλοδαπού τουρισµού σε όρους συναλλαγµατικών εισροών κατά 8-10%. Ο ρυθµός αναπτύξεως, σε πείσµα της δηµοσιονοµικής πειθαρχίας, είναι πολύ πιθανόν να υπερβεί διακριτά το 4%, αν η δανειακή ενίσχυση της ιδιωτικής καταναλώσεως διατηρήσει τον άλογο χαρακτήρα των παρελθόντων ετών. Η αναπτυξιακή δυναµική θα διατηρηθεί πιθανότατα και κατά το 2007, ενισχυόµενη από την ανάκαµψη των χωρών προελεύσεως τουριστών και των εισαγωγικών χωρών ελληνικών υλικών προϊόντων. Η επιτάχυνση του ρυθµού αυξήσεως των επενδύσεων λόγω και της ανακάµψεως των δηµοσίων επενδύσεων αλλά και ουδετέρας αναπτυξιακώς επιδράσεως της ιδιωτικής καταναλώσεως καθιστούν πολύ πιθανή την επαλήθευση ενός τέτοιου αισιόδοξου αναπτυξιακού σεναρίου. Το 2007, υπενθυµίζεται, ότι θα καταστούν εµφανείς σε κάποιο βαθµό οι θετικές επιπτώσεις από τις ιδιωτικοποιήσεις δηµοσίων οργανισµών και επιχειρήσεων και από την ωρίµανση των πολιτικών δηµοσιονοµικής εξυγιάνσεως. Βασική παραδοχή της ανωτέρω προβλέψεως αποτελεί η διαµόρφωση της τιµής του πετρελαίου και των διεθνών εµπορευµάτων σε επίπεδα, τα οποία είναι εφικτό να απορροφηθούν, ως έχει µέχρι τώρα συµβεί. Από απόψεως πληθωριστικών πιέσεων δεν αναµένεται αξιόλογη βελτίωση, αν και προβλέπεται µικρή αποκλιµάκωση. Το πιθανότερο σενάριο για το 2006 είναι να διατηρηθεί η αύξηση των τιµών καταναλωτή πάνω από 3%. Η ταχεία αύξηση του κόστους εργασίας ανά µονάδα προϊόντος, αλλά και η διακριτή αποµάκρυνση της οικονοµικής συµπεριφοράς των πωλητών από την έννοια της δικαίας τιµής, ή άλλως, του λογικού κέρδους, έχει εισαγάγει κάποιου βαθµού ακαµψία στην προς τα κάτω κίνηση των τιµών. Ήδη ο εξαγόµενος µέσω του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών πληθωρισµός δεν επαρκεί για να ελέγξει τις εκ των έσω πηγάζουσες πληθωριστικές πιέσεις, λόγω και της αυτόνοµης δράσεως των τιµών των καυσίµων. Η ελληνική οικονοµία έχει καταστεί υπερβαλλόντως, για το επίπεδο αναπτύξεώς της, οικονοµία υπηρεσιών. Η παραγωγικότητα στις υπηρεσίες υστερεί σε δυναµική, ενώ το ευεργέτηµα της εισαγωγής φθηνών υπηρεσιών σε αντιστοιχία µε τα υλικά αγαθά δεν υπάρχει. Εποµένως, η συγκράτηση του ρυθµού αυξήσεως των αµοιβών αποτελεί µονόδροµο για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Η επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, ακόµη και αν αφαιρέσοµε την επίπτωση των τιµών των καυσίµων, έχει από ετών εξελιχθεί σε παράγοντα µείζονος προβληµατισµού για το µέλλον της αναπτύξεως της ελληνικής οικονοµίας. Με έλλειµµα 7,9% επί του ΑΕΠ, και άνω του 10% αν αφαιρεθούν οι κοινοτικές εισροές πόρων, η αναπτυξιακή δυναµική 6
είναι πιθανόν να προσκρούσει σε όχι µακρό από σήµερα χρόνο σε ανυπέρβλητα εµπόδια. Όπως έχουν εξελιχθεί οι διεθνείς οικονοµικές σχέσεις δεν υπάρχουν εναλλακτικές προσεγγίσεις για την αντιµετώπιση του σοβαρότατου αυτού προβλήµατος. Η οικονοµική λογική υποδεικνύει µίαν οδό: την οδό της ανταγωνιστικότητας, της βελτιώσεως της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της εγχώριας παραγωγής. Στο δυσχερές και σύνθετο αυτό ζήτηµα οι κλαδικές επιλογές µε µεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας πρέπει να αποτελέσουν ύψιστο µέληµα της οικονοµικής πολιτικής, χωρίς δισταγµό και χωρίς απώλεια και άλλου χρόνου. 7
ΙΙΙ. ΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 3. Παγκόσµια Οικονοµία Επιδόσεις και Προοπτικές 2005-2006 Κατά την τελευταία τριετία, προβλέπεται δε να συνεχισθεί τούτο και κατά την διετία 2006-2007, ο ρυθµός αναπτύξεως της παγκοσµίου οικονοµίας διετηρήθη αρκετά υψηλότερα της µακροπροθέσµου τάσεως. Πέντε συναπτά έτη τόσον ισχυράς αναπτύξεως δικαιολογεί την εκτίµηση, ότι η αναπτυξιακή δυναµική της παγκόσµιας οικονοµίας έχει µετατεθεί προς τα άνω. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι ανεξάρτητη της παγκοσµιοποιήσεως,της διαχύσεως των τεχνολογικών αλλαγών και της επικρατήσεως παγκοσµίως στην οικονοµία της λογικής του υποδείγµατος της ελεύθερης οικονοµίας. Ένα σηµαντικό χαρακτηριστικό του υψηλού ρυθµού αναπτύξεως (εγγύς του 5%), είναι η περιφερειακώς πιο ισορροπηµένη κατανοµή αυτής. Επιταχύνεται η ανάπτυξη της ιαπωνικής οικονοµίας και της. Ευρώπης, ενώ οι περιοχές του κόσµου, που υστερούσαν δραµατικά σε ανάπτυξη, όπως η Αφρική και η Λατινική Αµερική, φαίνεται να έχουν τεθεί σε σταθερό και αρκετά ικανοποιητικό ρυθµό αναπτύξεως από 2003 και εντεύθεν. Ειδικότερα, υπογραµµίζεται η αναπτυξιακή επίδοση της νοτίως της Σαχάρας Αφρικής, η οποία είναι η καλύτερη της τελευταίας τριακονταετίας. Σηµαντικό επίτευγµα της παγκοσµιοποιηµένης οικονοµίας είναι η διατήρηση υπό έλεγχο των πληθωριστικών πιέσεων σε πείσµα όχι µόνο του υψηλού ρυθµού αναπτύξεως της παγκόσµιας οικονοµίας αλλά και της ασυνήθως υψηλής και αυξανόµενης τιµής του πετρελαίου. Σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις του IMF, η επίπτωση στον ετήσιο πληθωρισµό των ανεπτυγµένων χωρών ήταν -1/4 της εκατοστιαίας µονάδας ετησίως µε ακόµη µεγαλύτερη αρνητική επίπτωση σε περιόδους, κατά τις οποίες η αργούσα παραγωγική δυναµικότητα στις αναδυόµενες οικονοµίες ήταν αρκετά υψηλή. Γενικότερα, φαίνεται ότι η παγκοσµιοποίηση κατέστησε τον πληθωρισµό περισσότερο ευαίσθητο σε τυχούσα παρουσία παγκοσµίου χαρακτήρα ανεπάρκειας της παραγωγικής δυναµικότητας, σε σύγκριση µε αντίστοιχους περιορισµούς εγχώριου χαρακτήρα. Συναφώς πρέπει να µνηµονευθεί και η συγκράτηση των µισθών, ιδιαιτέρως στους κλάδους παραγωγής που είναι εκτεθειµένοι στον παγκόσµιο ανταγωνισµό, υπό το επίπεδο που θα εδικαιολογείτο από της αύξηση της παραγωγικότητας. Εκτιµάται µάλιστα ότι η πραγµατική, η αληθής επίπτωση της παγκοσµιοποιήσεως ήταν η συµβολή της στην συγκράτηση των µισθών και των τιµών η οποία επέτρεψε στις κεντρικές τράπεζες να πιστωθούν µε αξιοπιστία χωρίς να χρειασθεί να ασκήσουν περιοριστική πολιτική σε πολιτικώς ανεπιθύµητα επίπεδα. Επισηµαίνεται, ωστόσο, ότι η µειούµενη αργούσα παραγωγική δυναµικότητα σε ανεπτυγµένες κυρίως χώρες, θα µειώσει την δυνατότητα του ανταγωνισµού να επιτυγχάνει συγράτηση µισθών και τιµών και θα αυξάνει την ευθύνη των κεντρικών τραπεζών να ανιχνεύουν εγκαίρως και να λαµβάνουν τα προσήκοντα µέτρα για την αντιµετώπιση τυχουσών πληθωριστικών πιέσεων. Για την πέραν του 2007 περίοδο διατυπώνονται επιφυλάξεις όσον αφορά στην διατήρηση της ισχύος µε την οποία αναπτύσσεται η παγκόσµια οικονοµία, µε πληθωριστικές πιέσεις υπό έλεγχο και ροή των αποταµιεύσεων διεθνώς ώστε να εξασφαλίζεται η χρηµατοδότηση των υπερβαλλουσών επενδύσεων και να διατηρείται ικανοποιητική χρηµατοοικονοµική ισορροπία στην παγκόσµια οικονοµία. Η επιχειρηµατολογία διατυπώνεται περίπου ως ακολούθως. Η υπερβάλλουσα παραγωγική δυναµικότητα που δηµιουργήθηκε κατά την περίοδο που εκτείνεται από τα τελευταία έτη της δεκαετίας του 90 µέχρι τα πρώτα έτη της τρέχουσας δεκαετίας, οι υπερβάλλουσες εταιρικές αποταµιεύσεις συνέβαλαν ώστε οι παγκόσµιες αποταµιεύσεις να ωθήσουν σε µείωση τα µακροπρόθεσµα επιτόκια. Η κατανάλωση αυξήθηκε ενισχυθείσα περισσότερο από διασταλτική νοµισµατική πολιτική, η οποία ηύξησε τις τιµές των κατοικιών και το πλούτο των νοικοκυριών, παρά από βελτίωση των προοπτικών απασχολήσεως. Τώρα, καθώς η υπερβάλλουσα παραγωγική δυναµικότητα περιορίζεται η διασταλτική πολιτική θα περιορίζεται αντιστοίχως στο αναγκαίο επίπεδο, προς διαφύλαξη της νοµισµατικής σταθερότητος. Παραλλήλως, είναι πολύ πιθανό η µείωση της υπερβάλλουσας παραγωγής δυναµικότητα να ωθήσει σε αύξηση των πραγµατικών επενδύσεων. Η εγκατάλειψη της διασταλτικής πολιτικής και η αύξηση των πραγµατικών επενδύσεων θα τείνουν να µειώσουν την υπερβάλλουσα εταιρική 8
αποταµίευση και να ωθήσουν σε αύξηση των µακροπροθέσµων επιτοκίων. Η εξέλιξη αυτή θα µειώσει τον ρυθµό αυξήσεως των τιµών των περιουσιακών στοιχείων, και πιθανότατα θα τις µειώσει, ωστόσο, η κατανάλωση θα συνεχίσει να αυξάνεται υποκινούµενη από βελτιωµένες προοπτικές απασχολήσεων. Μια εξέλιξη, όπως η ανωτέρω, θα ήταν άκρως ευεργετική, εάν πράγµατι συντελείτο. ιότι υπάρχει µεγάλη πιθανότητα η αύξηση της καταναλώσεως να µειωθεί δραστικά, καθώς η φούσκα των ακινήτων εξαερώνεται, γεγονός που αναποφεύκτως θα επηρεάσει δυσµενώς την εµπιστοσύνη και τις επενδυτικές αποφάσεις. Το αποτέλεσµα θα είναι στην περίπτωση αυτή η επέλευση µιας διακριτής µειώσεως του ρυθµού της παγκοσµίου αναπτύξεως, αν και είναι αρκετά αµφίβολο κατά πόσον η αναστροφή θα είναι τόσον µεγάλη ώστε να υπολειφθεί του ρυθµού που διαγράφει η µακροχρόνια τάση. Αναφορικώς µε την περιφεραιακή κατανοµή των επί µέρους οικονοµικών επιδόσεων σηµειώνονται τα ακόλουθα: Ο ρυθµός αναπτύξεως των αναπτυσσοµένων χωρών και των χωρών σε µετάβαση εξακολουθεί να είναι κατά µέσο όρο υπερδιπλάσιος εκείνου των ανεπτυγµένων, καθ ον χρόνο ο παγκόσµιος ρυθµός από το 2004 και έντευθεν κινήθηκε και προβλέπεται µέχρι και το 2007 να κινηθεί σε επίπεδο εγγύς του 5%. Για τις ανεπτυγµένες οικονοµίες το διάστηµα διακυµάνσεως του ρυθµού αναπτύξεως για την περίοδο 2004-2007 είναι µεταξύ 2,7% το 2005 και 3,3% το 2004, µε τον παγκόσµιο ρυθµό να κυµαίνεται µεταξύ 4,7% (2007) και 5,3% το 2004. Η οικονοµία των ΗΠΑ διακρίνεται για τον σχετικώς υψηλότερο (µε εξαίρεση τις νεοβιοµηχανικές χώρες της Ασίας) ρυθµό αναπτύξεως (3,3% - 4,2%) και η ευρωζώνη µε τον χαµηλότερο (1,3% - 2,1%). Ευχάριστη έκπληξη απετέλεσε η ανάκαµψη της Ιαπωνίας, όπου από -0,3% το 2002, ο ρυθµός τρεχόντως κυµαίνεται στο διάστηµα 2,1% (2007, πρόβλεψη) και 2,8% (2006). Η αναπτυσσόµενη Ασία διατηρεί καθ όλη την πενταετή περίοδο 2002-2007 τα σκήπτρα της αναπτυξιακής δυναµικής, µε ρυθµό κυµαινόµενο από 6,6% το 2002 µέχρι 8,8% το 2004, µε αιχµή την κινεζική οικονοµία, η οποία µε ρυθµό πολύ άνω του 9% διανύει φάση συνεχών εκπλήξεων. Ευχάριστη εξέλιξη αποτελεί η δυναµική που φαίνεται να διαµορφώνεται στην αφρικανική ήπειρο µε αιχµή τις κάτω της Σαχάρας πετρελαιοπαραγωγές χώρες, αλλά και η Λ. Αµερική, που έχει πλέον αποκολληθεί από τους πολύ χαµηλούς µέχρι και µηδενικούς ρυθµούς αναπτύξεως. Οι χώρες σε µετάβαση λειτουργούν σε σύνολο ως δύο διαφορετικές οντότητες, µε την ΚΑΚ να αναπτύσσεται µε ρυθµό κατά 30-40% υψηλότερο εκείνου των χωρών της Ανατ. Ευρώπης. Ωστόσο, προκαλεί εντύπωση, ότι τόσον η Ρωσία όσον και οι λοιπές χώρες της ΚΑΚ πραγµατοποιούν σηµαντική αναπτυξιακή επιβράδυνση κατά την τριετία 2005-2007, από περίπου 8% το 2003-2004 σε 6,1%-6,5% την τριετία 2005-2007 παρά τις απολαµβανόµενες ασυνήθως υψηλές τιµές πετρελαίου, χαρακτηριστικό που διαµοιράζονται µε τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες της Μ. Ανατολής. Είναι αξιοσηµείωτο και χρήζει επισηµάνσεως η µε συνέπεια ασκούµενη αυστηρή δηµοσιονοµική πολιτική από τις αναπτυσσόµενες και αναδυόµενες χώρες. Σ όλες τις περιοχές, Αφρική, Ασία, Λατινική Αµερική, ΚΑΚ, Μ. Ανατολή, τα δηµοσιονοµικά αποτελέσµατα των Κεντρικών Κυβερνήσεων είναι υπέρτερα εκείνων των ανεπτυγµένων οικονοµιών. Τα ελλείµµατα, όπου υπάρχουν, είναι µικρότερα, ενώ τα πλεονάσµατα διογκώθηκαν σηµαντικά από το 2004 και εντεύθεν, µε πρόβλεψη διατηρήσεως µέχρι και το 2007. Παρά τη δηµοσιονοµική πειθαρχία που καταγράφουν οι στατιστικές για τον αναπτυσσόµενο κόσµο, οι πληθωριστικές πιέσεις, ναι µεν βαίνουν εξασθενούµενες, µε διαφορετικούς ρυθµούς ανά περιοχή, παραµένουν, ωστόσο, σε σχετικώς υψηλά εισέτι επίπεδα. Έναντι ρυθµού πληθωρισµού των ανεπτυγµένων κυµαινόµενου µεταξύ 2,0% - 2,3% την περίοδο 2004-2007, οι ρυθµοί για τον αναπτυσσόµενο κόσµο κυµαίνονται σε ευρεία κλίµακα από 3,5% για την Ασία σε 12,3% (2005) για την ΚΑΚ, όπου και ενδηµούν ισχυρές αντιπληθωριστικές πιέσεις επί πολλά έτη, µε τάσεις βραδύτατης ανακάµψεως. Ακολουθούν Αφρική και Μ. Ανατολή, µε ρυθµούς της τάξεως του 8 9%. Εντύπωση προκαλεί η εµµονή σε υψηλούς, και µάλιστα οριακά αυξανόµενους, ρυθµούς πληθωρισµού σε πείσµα του ευεργετήµατος που απολαµβάνουν από την πετρελαϊκή κρίση των τελευταίων χρόνων. Σε γενικές γραµµές, είναι δίκαιο να λεχθεί ότι σε 9
αντίθεση µε την πραγµατική σύγκλιση των επιπέδων ευηµερίας που αναµφισβήτητα συντελείται, καθώς και στις πολιτικές δηµοσιονοµικής πειθαρχίας και συγκρατήσεως των µισθών που µε συνέπεια εφαρµόζονται καθ όσον αφορά στις πληθωριστικές πιέσεις η παρατηρούµενη κατά τα τελευταία έτη πρόοδος είναι κατώτερη του προσδοκώµενου. Παρόµοιο πρότυπο προς το δηµοσιονοµικό αναδύεται και από τα στοιχεία των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών. Οι ανεπτυγµένες χώρες, ως σύνολο, είναι ελλειµµατικές (άνω του 1,5% επί του ΑΕΠ) παρά τα σηµαντικά πλεονάσµατα που πραγµατοποιούν οι νεοβιοµηχανικές χώρες της Ασίας, η Γερµανία και η Ιαπωνία σε αντίθεση µε τις αναπτυσσόµενες, οι οποίες είναι πλεονασµατικές ως σύνολο. Ιδιαιτέρως υψηλά πλεονάσµατα επιτυγχάνουν η Μ. Ανατολή (της τάξεως του 20%), η ΚΑΚ, λόγω Ρωσίας, και η Ασία, λόγω της υψηλής εξαγωγικής επιδόσεως της Κίνας. Το έλλειµµα των ανεπτυγµένων οικονοµιών, το οποίο για τις µείζονες ανεπτυγµένες ανέρχεται στο 2,5% του ΑΕΠ, οφείλεται σε υψηλό βαθµό στο πολύ υψηλό έλλειµµα των ΗΠΑ (6,5% επί του ΑΕΠ). Οι ανισορροπίες στα συναλλαγµατικά ισοζύγια, αποτελούν σηµαντικό θέµα προς διευθέτηση, µε συνεργασία και κατανόηση, ώστε να αποφευχθεί η ανάπτυξη τάσεων προστατευτισµού, γεγονός που θα αποτελούσε οπισθοδρόµηση. Η εξισορρόπηση των διεθνών συναλλαγών θα απαιτήσει όχι µόνο πολιτικές επηρεασµού της ζητήσεως, αλλά και προσαρµογής των συναλλαγµατικών ισοτιµιών προς την κατεύθυνση αµβλύνσεως των διεθνών ανισορροπιών. Σηµαντική υποτίµηση του δολαρίου και αύξηση της συναλλαγµατικής ισοτιµίας των νοµισµάτων των χωρών µε πλεονασµατικά ισοζύγια, θα εξοµάλυνε, αποτελεσµατικά ίσως, τις οικονοµικές εξελίξεις. Η παγκόσµια οικονοµία βρίσκεται σε φάση ισχυρής αναπτυξιακής δυναµικής, µε πρωτοστατούσα την αναπτυσσόµενη Ασία και γενικότερα τον αναπτυσσόµενο κόσµο, όπου οι ρυθµοί αναπτύξεως είναι υπερδιπλάσιοι των ρυθµών των ανεπτυγµένων οικονοµιών, µε την πολυάνθρωπη Κίνα να πραγµατοποιεί τριπλάσιο ρυθµό. Είναι εντυπωσιακή η ανθεκτικότητα του παγκόσµιου οικονοµικού συστήµατος απέναντι σε παράγοντες, η ύπαρξη των οποίων σε άλλες εποχές θα προκαλούσε σοβαρές αναταράξεις µε έντονες αρνητικές επιπτώσεις στη νοµισµατική σταθερότητα. Η δηµοσιονοµική πειθαρχία και η συγκράτηση του µισθολογικού κόστους σε γενικούς όρους αποτελεί οµοίως χαρακτηριστικό της σύγχρονης λειτουργίας του οικονοµικού συστήµατος και συνδέεται, βεβαίως, µε την ανάγκη δηµιουργίας διεθνώς ανταγωνιστικής παραγωγής, ενόψει της σε µεγάλο βαθµό απελευθερώσεως του διεθνούς εµπορίου. Ωστόσο, υπάρχουν κίνδυνοι και αβεβαιότητες, οι οποίες είναι πιθανόν να εξελιχθούν κατά τρόπο βλαπτικό για την ανάπτυξη. Τιµές καυσίµων, αύξηση επιτοκίων, φούσκα ακινήτων και έντονες συναλλαγµατικές ανισορροπίες είναι παράγοντες που ενδέχεται να απειλήσουν επαλήθευση των αισιόδοξων προβλέψεων. Υπάρχουν, όµως, και ανασχετικές-εξισορροπητικές δυνάµεις µε επίκεντρο τις µεγάλες και ανταγωνιστικές διεθνώς οικονοµίες της Ιαπωνίας και Γερµανίας, όπου η ανάκαµψη της εσωτερικής καταναλωτικής ζητήσεως είναι ικανή να αντισταθµίσει σε υψηλό βαθµό τους αναφερθέντες κινδύνους. Μεγαλύτερη, όµως, εξισορροπητική δύναµη εξακολουθεί να είναι ο συντονισµός των οικονοµικών πολιτικών µε κατανόηση και αλληλεγγύη, ώστε να ανακοπεί η υφέρπουσα νέο-προστατευτική τάση, η οποία είναι περισσότερο ευκρινής στην περίπτωση των ΗΠΑ. Στους σταθεροποιητικούς παράγοντες πρέπει να ενταχθεί και η αναπτυξιακή δυναµική του αναπτυσσόµενου κόσµου, η οποία έχει εξελιχθεί σε αυτόνοµη δύναµη επηρεασµού των παγκόσµιων πολιτικών εξελίξεων. Είναι χαρακτηριστικό, εν προκειµένω, ότι µεταξύ 1996 και 2006 το µερίδιο των αναπτυσσοµένων χωρών στο παγκόσµιο προϊόν αυξήθηκε µε βάση τις συναλλαγµατικές ισοτιµίες από 43,4% σε 48% του παγκόσµιου ΑΕΠ. Σε όρους, όµως, αγοραστικών δυνάµεων, η σχέση έχει πλήρως αναστραφεί, µε πλήρως διακριτή την ποσοτική, σε απόλυτους όρους, υπεροχή αναπτυσσόµενων και σε µετάβαση χωρών. 10