Σχολή: Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων Τμήμα: Διοίκησης Επιχειρήσεων Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών: Διοίκηση Επιχειρήσεων - Master in Business Administration (M.B.A.) ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «Οικονομικές επιδόσεις και κερδοφορία σε χώρες της Βόρειας και Νότιας Ευρώπης. Μελέτη περίπτωσης σε Γερμανία, Ολλανδία Πορτογαλία, Ελλάδα» Επιμέλεια: Μπαλατσούκας Ιάσων, Α.Μ. 1057073 Επιβλέπων: Οικονομάκης Γεώργιος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πάτρα, Ιούνιος 2018
Σχολή: Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων Τμήμα: Διοίκησης Επιχειρήσεων Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών: Διοίκηση Επιχειρήσεων - Master in Business Administration (M.B.A.) ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «Οικονομικές επιδόσεις και κερδοφορία σε χώρες της Βόρειας και Νότιας Ευρώπης. Μελέτη περίπτωσης σε Γερμανία, Ολλανδία Πορτογαλία, Ελλάδα» Επιμέλεια: Μπαλατσούκας Ιάσων, Α.Μ. 1057073 Επιβλέπων: Οικονομάκης Γεώργιος, Αναπληρωτής Καθηγητής Αξιολογήθηκε από την τριμελή εξεταστική επιτροπή την./ / Η ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ 1.... 2. 3. Πάτρα, Ιούνιος 2018 3
Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. All rights reserved. Απαγορεύεται η αντιγραφή, αποθήκευση και διανομή της παρούσας εργασίας, εξ ολοκλήρου ή τμήματος αυτής για εμπορικό σκοπό. Επιτρέπεται η ανατύπωση, αποθήκευση και διανομή για σκοπό μη κερδοσκοπικό, εκπαιδευτικής ή ερευνητικής φύσης, υπό την προϋπόθεση να αναφέρεται η πηγή προέλευσης και να διατηρείται το παρόν μήνυμα. Ερωτήματα που αφορούν τη χρήση της εργασίας για κερδοσκοπικό σκοπό πρέπει να απευθύνονται προς το συγγραφέα. 4
Αφιερώνεται στην οικογένειά μου. «Επιστήμη ευδαιμονίας» ποιητική Πλάτων (μτφρ: «η γνώση δημιουργεί ευημερία») 5
6
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ABSTRACT ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η ΜΑΡΞΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΤΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ ΩΣ ΑΙΤΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Η ΥΠΟΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗ ΟΠΤΙΚΗ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ, ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΑΘΑΡΟΥ ΑΠΟΘΕΜΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΜΟΝΤΕΛΟΠΟΙΗΣΗ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΛΛΑΝΔΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9: ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 7
8
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η μελέτη της συνολικής κερδοφορίας τεσσάρων ευρωπαϊκών χωρών (Γερμανία, Ολλανδία, Πορτογαλία και Ελλάδα) από το 1960 έως το 2017. Επικεντρωνόμαστε στην τελευταία περίοδο η οποία έχει ως αφετηρία την έναρξη της παγκόσμιας κρίσης το 2007, γεγονός το οποίο έπληξε με διαφορετικό τρόπο το κάθε κράτος. Με βάση την μαρξιστική θεωρία επιλέγονται οι βασικοί μακροοικονομικοί μας δείκτες ώστε να μελετήσουμε την κερδοφορία της κάθε οικονομίας. Παράλληλα, μελετάμε μακροοικονομικούς παράγοντες όπως ο λόγος εξαγωγών-εισαγωγών και η υποκατανάλωση και προσπαθούμε να βρούμε αν υπάρχει έμμεση σχέση και κατά ποιο τρόπο επηρεάζουν την κερδοφορία. Η μελέτη δείχνει ότι όλες οι εξεταζόμενες χώρες πλην της Ελλάδας αφενός δεν επλήγησαν ιδιαίτερα από την πρόσφατη διεθνή οικονομική κρίση και αφετέρου είναι σε πορεία ανάκαμψης της κερδοφορίας τους. Η Ελλάδα αναδείχθηκε ως ο αδύναμος ευρωπαϊκός «κρίκος» στην πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση: δραματική πτώση του εθνικού προϊόντος, εκτόξευση της ανεργίας και εντονότατη πτώση της κερδοφορίας. Η μελέτη επίσης έδειξε ότι σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες πλην της Ελλάδας η κερδοφορία των οικονομιών σχετίζεται με τις επιδόσεις τους στο εξωτερικό εμπόριο. Η ελληνική οικονομία αντιθέτως βάσισε την ανάπτυξη και κερδοφορία της κυρίως στα μη εκτιθέμενα στο διεθνή ανταγωνισμό μη-εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, ενώ μέσω του διεθνούς δανεισμού οδηγήθηκε στην υπερκατανάλωση εμπορεύσιμων αγαθών από την Αλλοδαπή. Αυτός ο τύπος ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι και η βαθύτερη αιτία της πρόσφατης και συνεχιζόμενης βαθιάς οικονομικής της κρίσης. 9
ABSTRACT The aim of this master thesis is to study the overall profitability of four European countries (Germany, Netherlands, Portugal and Greece) for the period 1960 to 2017. We focus on the last sub period, which starts from the beginning of the financial crisis in 2007, and affected each country in different ways. Based on Marxist theory, our key macroeconomic indicators are selected to study the profitability of each economy. At the same time, we are studying macroeconomic indicators such as ratio of exports to imports and underconsumption, and trying to find out if there is an impact on profitability and how they affect it. The study shows that all the countries except for Greece were not particularly affected by the recent financial crisis and are on the way to recover their profitability. Greece has emerged as Europe s weakest link in the recent financial crisis: a dramatic decrease in the net product, high increase in unemployment and a sharp fall in profitability. The study also showed that in all countries other than Greece, the profitability of economies is related to their performance in foreign trade. The Greek economy instead based its growth and profitability mainly on, not exposed to the international competition, non-tradable goods and services, and through international borrowing led to overconsumption of tradable goods from abroad. This type of growth of the Greek economy is also the deepest cause of its recent and continuing deep economic crisis. 10
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 19 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 21 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ... 22 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΤΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ ΩΣ ΑΙΤΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ... 23 2.1. Η πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους... 24 2.2. Υπερσυσσώρευση Κεφαλαίου... 24 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Η ΥΠΟΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗ ΟΠΤΙΚΗ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞ... 26 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ, ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ... 29 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΑΘΑΡΟΥ ΑΠΟΘΕΜΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ... 29 4.1. Οι βασικές σχέσεις... 29 4.2. Υποθέσεις και περιορισμοί ανάλυσης... 30 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΜΟΝΤΕΛΟΠΟΙΗΣΗ ΔΟΜΙΚΩΝ ΕΞΙΣΩΣΕΩΝ... 32 ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ... 33 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ... 34 6.1 Γενικά στοιχεία Γερμανίας... 34 6.2 Δομή της οικονομίας... 35 6.3 Εξέλιξη ΑΕΠ Γερμανίας... 37 6.4 Αγορά Εργασίας... 37 6.5 Κρατικός Προϋπολογισμός Δημόσιο Χρέος... 38 6.6 Εμπορικό Ισοζύγιο... 39 6.7 Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και επιμέρους ισοζύγια... 43 11
6.8 Περιοδολόγηση... 44 6.9 Περαιτέρω διερεύνηση της πτώσης της κερδοφορίας.... 50 6.9.1 Εντοπισμός συσχετίσεων με SEM path analysis... 52 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΛΛΑΝΔΙΑΣ... 54 7.1 Δομή της Οικονομίας... 54 7.2 Εξέλιξη ΑΕΠ Ολλανδίας και κρατικός προϋπολογισμός... 56 7.3 Εξωτερικό Εμπόριο... 57 7.4 Δημόσιο Χρέος Ολλανδίας και Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών... 59 7.5 Περιοδολόγηση... 60 7.6 Περαιτέρω διερεύνηση της πτώσης της κερδοφορίας.... 65 7.6.1. Εντοπισμός συσχετίσεων με SEM path analysis... 67 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑΣ... 69 8.1 Δομή της Οικονομίας... 69 8.2 Χρέος Πορτογαλίας και Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών... 70 8.3 Περιοδολόγηση... 73 8.4 Περαιτέρω διερεύνηση της πτώσης της κερδοφορίας.... 79 8.4.1. Εντοπισμός συσχετίσεων με SEM path analysis... 82 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9: ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ... 84 9.1 Εξέλιξη ΑΕΠ της Ελλάδας... 84 9.2 Χρέος Ελλάδας και Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών... 84 9.3 Αιτίες ελληνικής κρίσης... 87 9.4 Περιοδολόγηση... 88 9.5 Περαιτέρω διερεύνηση της πτώσης της κερδοφορίας.... 93 9.5.1. Εντοπισμός συσχετίσεων με SEM path analysis... 97 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 99 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 101 12
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας 1 Βασικά οικονομικά μεγέθη Γερμανίας... 35 Πίνακας 2 Εξέλιξη βασικών μεγεθών και σχηματισμός ΑΕΠ Γερμανίας 2014-2016... 37 Πίνακας 3 Εμπορικό Ισοζύγιο Γερμανίας 2014-2016... 39 Πίνακας 4 Εμπορικές Συναλλαγές Γερμανίας ανά γεωγραφική ζώνη... 40 Πίνακας 5 10 σημαντικότεροι εταίροι Γερμανίας (σε όγκο εμπορίου)... 40 Πίνακας 6 Εξαγωγές Γερμανίας- 10 σημαντικότεροι εταίροι... 41 Πίνακας 7 Εισαγωγές Γερμανίας- 10 σημαντικότεροι εταίροι... 41 Πίνακας 8 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) γερμανικής οικονομίας (1960-1975)... 50 Πίνακας 9 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) γερμανικής οικονομίας (1976-2007)... 51 Πίνακας 10 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) γερμανικής οικονομίας (2007-2017)... 51 Πίνακας 11 Βασικά οικονομικά μεγέθη Ολλανδίας... 55 Πίνακας 12 Εξαγωγές Ολλανδίας- 10 σημαντικότεροι εταίροι... 57 Πίνακας 13 Εισαγωγές Ολλανδίας- 10 σημαντικότεροι εταίροι... 58 Πίνακας 14 Χρέος Ολλανδίας και Ευρώπης ως ποσοστό (%) του ΑΕΠ... 59 Πίνακας 15 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) ολλανδικής οικονομίας (1960-1975)... 65 Πίνακας 16 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) ολλανδικής οικονομίας (1976-2006)... 66 Πίνακας 17 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) ολλανδικής οικονομίας (2007-2017)... 66 Πίνακας 18 Δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και ετήσια μεταβολή του... 71 Πίνακας 19 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) πορτογαλικής οικονομίας (1960-1975)... 79 Πίνακας 20 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) πορτογαλικής οικονομίας (1976-1990)... 80 Πίνακας 21 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) πορτογαλικής οικονομίας (1991-2009)... 80 Πίνακας 22 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) πορτογαλικής οικονομίας (2010-2017)... 81 Πίνακας 23 Λόγος εμπορεύσιμων προς μη-εμπορεύσιμα στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της ελληνικής οικονομίας... 87 Πίνακας 24 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) ελληνικής οικονομίας (1960-1973)... 94 Πίνακας 25 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) ελληνικής οικονομίας (1974-1985)... 95 Πίνακας 26 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) ελληνικής οικονομίας (1986-2006)... 95 Πίνακας 27 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) ελληνικής οικονομίας (2007-2017)... 96 13
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ Σχήμα 1 Χρέος της Γερμανίας ως ποσοστό (%) του ΑΕΠ 39 Σχήμα 2 Γερμανικό Πλεόνασμα/Έλλειμμα έναντι σημαντικότερων εμπορικών εταίρων42 Σχήμα 3 Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της γερμανικής οικονομίας και επιμέρους ισοζύγια, ως ποσοστό του ΑΕΠ (1960-2017) 43 Σχήμα 4 Απόδοση καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου γερμανικής οικονομίας (1960-2017) 44 Σχήμα 5 Καθαρό εγχώριο προϊόν γερμανικής οικονομίας (1960-2017) 45 Σχήμα 6 Λόγος καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου προς καθαρό εγχώριο προϊόν γερμανικής οικονομίας (1960-2017) 45 Σχήμα 7 Καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου ανά απασχολούμενο γερμανικής οικονομίας (1960-2017) 46 Σχήμα 8 Μερίδιο της εργασίας στο καθαρό εγχώριο προϊόν γερμανικής οικονομίας (1960-2017) 46 Σχήμα 9 Παραγωγικότητα της εργασίας και μέσος μισθός γερμανικής οικονομίας (1960-2017) 47 Σχήμα 10 Ποσοστό Ανεργίας Γερμανίας (1960-2017) 47 Σχήμα 11 Βαθμός χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυνατότητας γερμανικής οικονομίας (1965-2017) 50 Σχήμα 12 Χάρτης ροών συσχετίσεων της γερμανικής οικονομίας 52 Σχήμα 13 ΑΕΠ Ολλανδίας (1960-2017) 56 Σχήμα 14 Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ολλανδικής οικονομίας και επιμέρους ισοζύγια, ως ποσοστό του ΑΕΠ (1960-2017) 59 Σχήμα 15 Απόδοση καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου ολλανδικής οικονομίας (1960-2017) 60 Σχήμα 16 Καθαρό εγχώριο προϊόν ολλανδικής οικονομίας (1960-2017) 61 Σχήμα 17 Λόγος καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου προς καθαρό εγχώριο προϊόν της ολλανδικής οικονομίας (1960-2017) 61 Σχήμα 18 Καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου ανά απασχολούμενο της ολλανδικής οικονομίας (1960-2017) 62 Σχήμα 19 Μερίδιο της εργασίας στο καθαρό εγχώριο προϊόν της ολλανδικής οικονομίας (1960-2017) 62 Σχήμα 20 Παραγωγικότητα της εργασίας και μέσος μισθός της ολλανδικής οικονομίας (1960-2017) 63 Σχήμα 21 Ποσοστό Ανεργίας Ολλανδίας (1960-2017) 63 Σχήμα 22 Βαθμός χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυνατότητας της ολλανδικής οικονομίας (1965-2017) 65 14
Σχήμα 23 Χάρτης ροών συσχετίσεων της ολλανδικής οικονομίας 67 Σχήμα 24 Δομή Πορτογαλικής οικονομίας 70 Σχήμα 25 Δημόσιο χρέος Πορτογαλίας ως ποσοστό (%) του ΑΕΠ 71 Σχήμα 26 Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της πορτογαλικής οικονομίας και επιμέρους ισοζύγια, ως ποσοστό του ΑΕΠ (1960-2017) 72 Σχήμα 27 Απόδοση καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου της πορτογαλικής οικονομίας (1960-2017) 73 Σχήμα 28 Καθαρό εγχώριο προϊόν πορτογαλικής οικονομίας (1960-2017) 73 Σχήμα 29 Λόγος καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου προς καθαρό εγχώριο προϊόν της πορτογαλικής οικονομίας (1960-2017) 74 Σχήμα 30 Καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου ανά απασχολούμενο στην πορτογαλική οικονομία (1960-2017) 74 Σχήμα 31 Μερίδιο της εργασίας στο καθαρό εγχώριο προϊόν στην πορτογαλική οικονομία (1960-2017) 75 Σχήμα 32 Παραγωγικότητα της εργασίας και μέσος μισθός στην πορτογαλική οικονομία (1960-2017) 75 Σχήμα 33 Ποσοστό Ανεργίας Πορτογαλίας (1960-2017) 76 Σχήμα 34 Βαθμός χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυνατότητας της πορτογαλικής οικονομίας (1965-2017) 79 Σχήμα 35 Χάρτης ροών συσχετίσεων της πορτογαλικής οικονομίας 82 Σχήμα 36 ΑΕΠ Ελλάδας (1960-2017) 84 Σχήμα 37 Δημόσιο χρέος Ελλάδας (2002-2012) 85 Σχήμα 38 Πρωτογενές και δημοσιονομικό ισοζύγιο της ελληνικής οικονομίας ως ποσοστό (%) του ΑΕΠ (2007-2017) 85 Σχήμα 39 Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ελληνικής οικονομίας και επιμέρους ισοζύγια, ως ποσοστό του ΑΕΠ (1960-2017) 86 Σχήμα 40 Απόδοση καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας (1960-2017) 89 Σχήμα 41 Καθαρό εγχώριο προϊόν της ελληνικής οικονομίας (1960-2017) 89 Σχήμα 42 Λόγος καθαρού αποθέματος κεφαλαίου προς καθαρό εγχώριο προϊόν στην ελληνική οικονομία (1960-2017) 90 Σχήμα 43 Καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου ανά απασχολούμενο στην ελληνική οικονομία (1960-2017) 90 Σχήμα 44 Μερίδιο της εργασίας στο καθαρό εγχώριο προϊόν στην ελληνική οικονομία (1960-2017) 91 Σχήμα 45 Παραγωγικότητα της εργασίας και μέσος μισθός στην ελληνική οικονομία (1960-2017) 91 Σχήμα 46 Ποσοστό Ανεργίας Ελλάδας (1960-2017) 92 15
Σχήμα 47 Βαθμός χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυνατότητας της ελληνικής οικονομίας (1965-2017) 94 Σχήμα 48 Χάρτης ροών συσχετίσεων της ελληνικής οικονομίας 97 16
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Με την περάτωση της διπλωματικής εργασίας με θέμα: «Οικονομικές επιδόσεις και κερδοφορία σε χώρες της Βόρειας και Νότιας Ευρώπης. Μελέτη περίπτωσης σε Γερμανία, Ολλανδία Πορτογαλία, Ελλάδα» αισθάνομαι την ανάγκη να εκφράσω τις ειλικρινείς και θερμές ευχαριστίες μου σε όσους συνέβαλαν στην ολοκλήρωση αυτής της προσπάθειας. Καταρχάς, τον επιβλέποντα καθηγητή κ. Οικονομάκη Γεώργιο για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε αναθέτοντάς μου το θέμα αυτό, την καθοδήγησή του, το ενδιαφέρον του αλλά και τον χρόνο που διέθεσε για την διεκπεραίωση της διπλωματική εργασίας. Επίσης του οφείλω ένα ιδιαίτερο ευχαριστώ για την ουσιαστική και πολύτιμη βοήθειά του στην εμπειρική διερεύνηση αλλά και για τις χρήσιμες παρατηρήσεις του στην διόρθωση του κειμένου. Οφείλω να ευχαριστήσω τον κ. Ανδρουλάκη Γεώργιο για την πολύτιμη συνεισφορά του στον εντοπισμό συσχετίσεων στην εμπειρική διερεύνηση. Τέλος, ευχαριστώ εκ βαθέων τους γονείς μου, Χρήστο και Ευθαλία, καθώς και τον αδερφό μου, Αλέξανδρο, για την αμέριστη συμπαράσταση, κατανόηση και για ό,τι έχω πετύχει μέχρι σήμερα. 17
18
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Κατά τον Μαρξ «Το ποσοστό του κέρδους είναι η κινητήρια δύναμη στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή είναι το κεντρί της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, και ταυτόχρονα όρος και κίνητρο της συσσώρευσης» (Μαρξ, 1978-β: 327-328). Παρόλα αυτά η ιστορία έχει δείξει ότι η εκδήλωση οικονομικών κρίσεων είναι νομοτελειακό γεγονός. Συγκεκριμένα, λόγω της πρόσφατης παγκόσμιας κρίσης πολλές οικονομίες εμφάνισαν από υφέσεις έως μεγάλες κρίσεις. Για ποιο λόγο επηρεάστηκε από την κρίση η κάθε οικονομία και με ποιον τρόπο αντέδρασε; Η Γερμανία με την ισχυρή της ανταγωνιστικότητα και αξιοποιώντας οικονομίες κλίμακας στο εξωτερικό της εμπόριο προσπαθεί να φτάσει τα επίπεδα κερδοφορίας προ κρίσης. Η Ολλανδία ως άλλη «μερκαντιλιστική» οικονομία έχε σημαντικότατα πλεονάσματα στο εξωτερικό της εμπόριο και έχει σχεδόν ανακάμψει. Η Πορτογαλία, η οποία εντάχθηκε σε Μνημόνιο, έχει ανακάμψει αφού η κερδοφορία της έχει ξεπεράσει τα επίπεδα του 2007 πρωτίστως μηδενίζοντας το ελλειμματικό της εμπορικό ισοζύγιο. Η Ελλάδα, η οποία ακόμα ζει την μνημονιακή εποχή, δεν μπόρεσε να ανακάμψει αφενός γιατί η υποκαταναλωτική συνιστώσα κατέστρεψε κεφάλαια μέσα στην κρίση, αφετέρου γιατί η δομή της οικονομίας της δεν της επέτρεψε να αυξήσει την κερδοφορία της μέσα από την αύξηση των εξαγωγών της. 19
20
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα διπλωματική στηρίζεται στην μαρξιστική θεωρία περί πτώσης του ποσοστού κέρδους για την ανάλυση της κερδοφορίας τεσσάρων χωρών της ΕΕ από το 1960 έως το 2017. Επικεντρωνόμαστε κυρίως στις επιπτώσεις της πρόσφατης παγκόσμιας κρίσης, που ξεκίνησε το 2007, και την αντιμετώπισή της από τις εξεταζόμενες οικονομίες. Πέρα από τους βασικούς οικονομικούς δείκτες για την μελέτη της κερδοφορίας, εντάσσουμε και άλλες μακροοικονομικές μεταβλητές, αυτές της υποκατανάλωσης και της κάλυψης των εισαγωγών από τις εξαγωγές, και προσπαθούμε να βρούμε την ύπαρξη τυχόν συσχέτισής τους με την κερδοφορία καθ ότι δεν συνδέονται άμεσα. Επιλέχτηκαν τέσσερις χώρες μέλη της ΕΕ και της ΟΝΕ, που ωστόσο έχουν διαφορετικό τρόπο ανάπτυξης. Δύο βόρειες που ανήκουν στις ανεπτυγμένες χώρες (Γερμανία και Ολλανδία) και δύο νότιες που θεωρούνται λιγότερο ανεπτυγμένες (Πορτογαλία και Ελλάδα). Στο πρώτο μέρος γίνεται εισαγωγή στην έννοια της κερδοφορίας, σύμφωνα με την μαρξιστική θεωρία, και με τις αιτίες οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε πτώση του ποσοστού κέρδους. Στο δεύτερο μέρος εισάγονται οι βασικές σχέσεις με τις οποίες εκφράζεται η κερδοφορία, στη συνέχεια παρουσιάζονται οι περιορισμοί και οι υποθέσεις πάνω στις οποίες βασίστηκε η ανάλυση και τέλος παρουσιάζεται η μέθοδος με την οποία έγινε η συσχέτιση μη άμεσα συναρτούμενων οικονομικών μεταβλητών. Στο τρίτο μέρος γίνεται μία εμπειρική διερεύνηση για τις τέσσερις οικονομίες ξεχωριστά, για τις οποίες καταρχάς παρουσιάζονται κάποια γενικά στοιχεία για την κάθε οικονομία. Στη συνέχεια παρουσιάζονται το διάγραμμα της κερδοφορίας, σύμφωνα με το οποίο χωρίζουμε σε περιόδους ανάλογα με τις μεταβολές της, και τα διαγράμματα των επιμέρους μεταβλητών της. Τέλος μελετώνται η υποκαταναλωτική συνιστώσα και ο λόγος εξαγωγών-εισαγωγών, μεταβλητές τις οποίες προσπαθούμε να συνδέσουμε την έμμεση σχέση τους με την κερδοφορία. Στο τελευταίο κεφάλαιο γίνεται μία ανακεφαλαίωση για την κάθε χώρα ξεχωριστά, αποτυπώνοντας κατά πόσο επηρεάστηκε από την παγκόσμια οικονομική κρίση, συγκρίνοντας την κερδοφορία της το 2017 με τα επίπεδα προ κρίσης και παρουσιάζοντας την στρατηγική της κάθε οικονομίας απέναντι στον διεθνή ανταγωνισμό. 21
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η ΜΑΡΞΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ Ο καπιταλισμός ή καλύτερα καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι ένα οικονομικό σύστημα στο οποίο οι ιδιώτες ή ακόμα και το ίδιο το κράτος έχουν στην κατοχή τους τα μέσα παραγωγής και διακίνησης προϊόντων αποσκοπώντας στο κέρδος. Το σύστημα αυτό επιβιώνει μέσα από την αύξηση του κεφαλαίου, που προκύπτει μέσω της συσσώρευσης του κέρδους, που πραγματοποιείται μόνο μέσω μιας συνεχούς άντλησης υπεραξίας από την εργασία. Όμως η τακτική της ανεπτυγμένης καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής οδηγεί «αναπόφευκτα» σε κρίση. Ο Μαρξ αναφέρει μάλιστα στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου ότι όλοι οι κεφαλαιοκράτες προτιμούν να χρησιμοποιούν τα μέσα παραγωγής, τα προϊόντα και τις μεθόδους παραγωγής που τους παρέχουν το μέγιστο δυνατό κέρδος. Επειδή όμως όλοι οι κεφαλαιοκράτες κινούνται με το ίδιο σκεπτικό το φαινόμενο γενικεύεται οδηγώντας σε μια αλυσιδωτή πτώση του ποσοστού κέρδους. Αναλύει και διερευνά στο ίδιο βιβλίο τις κρίσεις στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας. Στο κομμουνιστικό του μανιφέστο δίνει μάλιστα έναν οξυδερκή χαρακτηρισμό των κρίσεων και της σημασία τους στην καπιταλιστική οικονομία τονίζοντας ότι «Οι παραγωγικές δυνάμεις που βρίσκονται στη διάθεση της κοινωνίας δεν κατατείνουν πλέον στην περαιτέρω ανάπτυξη των συνθηκών της αστικής ιδιοκτησίας... Οι αστικές σχέσεις έχουν γίνει πολύ στενές για να μπορούν να συμπεριλάβουν τον πλούτο που δημιούργησαν. Και πώς αντιπαρέρχεται η αστική τάξη αυτές τις κρίσεις; Από τη μια πλευρά, με τη βίαιη καταστροφή ενός μέρους των παραγωγικών δυνάμεων. Από την άλλη, με την κατάκτηση νέων αγορών και την ολοκληροτικότερη εκμετάλλευση των παλαιών» (Μαρξ και Ένγκελς, 1994: 23-24). 22
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΤΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ ΩΣ ΑΙΤΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ 1 Το βασικό αντικείμενο που αναλύει Μαρξ στο Τμήμα ΙΙΙ του 3ου Τόμου του Κεφαλαίου («Ο Νόμος της Τάσης του Ποσοστού του Κέρδους να Πέφτει») είναι η μελέτη των βαθύτερων αιτιών των οικονομικών κρίσεων ή της πτώσης του ποσοστού κέρδους κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο. Επιγραμματικά είναι οι εξής: Ο «νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους». Σε αυτήν την περίπτωση, το ποσοστό κέρδους πέφτει εξαιτίας της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Η θεωρία της «υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου». Εδώ η πτώση του ποσοστού του κέρδους οφείλεται στην αύξηση των αμοιβών εργασίας. Η ουσιαστική αιτία της κρίσης των 2 παραπάνω κατευθύνσεων που αναλύει ο Μαρξ στο Τμήμα ΙΙΙ του 3 ου του βιβλίου συνδέεται αλληλένδετα με την σφαίρα της παραγωγής. Τονίζεται σε αυτό το χωρίο ότι η κατά τον Μαρξ «υποκατανάλωση» (δηλαδή το πρόβλημα της «πραγματοποίησης» της υπεραξίας) είναι απόρροια του προβλήματος της κερδοφορίας. Η καπιταλιστική τάξη έχει ένα συγκεκριμένο ποσοστό κέρδους. Όταν αυτό υποπέσει κάτω από ένα ορισμένο συνηθισμένο επίπεδο, για διάφορους λόγους, αυτό εκφράζεται με τη μορφή επενδυτικών και καταναλωτικών προϊόντων που δεν έχουν πουληθεί στην αγορά, με αποτέλεσμα τον περιορισμό των επιχειρήσεων, κατακερματίζοντας τοιουτοτρόπως την καταναλωτική ικανότητα. (Μηλιός κ.ά., 2005: 238). Εφόσον, «οι κλάδοι που παράγουν μέσα παραγωγής εμφανίζονται ως προστάδια της παραγωγής μέσων κατανάλωσης», όταν «προκύψει υπερπαραγωγή μέσων παραγωγής» θα «εκδηλωθεί εξωτερικά ως υπερπαραγωγή μέσων κατανάλωσης (Bukharin, 1972: 208, 227-228), η οποία και αποτελεί την άμεσα αισθητή «μορφή εμφάνισης» της κρίσης (Μηλιός κ.ά., 2005: 282). Ο Μαρξ παραθέτει, στον 3 ο τόμο του Κεφαλαίου, την εξής πολυσυζητημένη θεωρία για την πτωτική τάση και το ποσοστό του κέρδους: «Η αυξημένη μάζα των μέσων παραγωγής που προορίζονται να μετασχηματιστούν σε κεφάλαιο έχει πάντα στη διάθεσή της, για να τον εκμεταλλευτεί, έναν αυξανόμενο και εν τέλει πλεονάζοντα εργατικό πληθυσμό. Κατά την εξέλιξη του προτσές παραγωγής και συσσώρευσης πρέπει λοιπόν να υπάρχει αύξηση της μάζας της αποσπώμενης υπεραξίας και επομένως της απόλυτης μάζας επιτευχθέντος κέρδους από το κοινωνικό κεφάλαιο, αλλά οι ίδιοι νόμοι της παραγωγής και της συσσώρευσης αυξάνουν σε αυξάνουσα αναλογία, μαζί με τη μάζα, την αξία του σταθερού κεφαλαίου πιο γρήγορα από εκείνη του μεταβλητού εκείνου κεφαλαίου που μετατράπηκε σε ζωντανή εργασία. Οι ίδιοι νόμοι παράγουν επομένως για το κοινωνικό κεφάλαιο μια αύξηση της απόλυτης μάζας του κέρδους και μια μείωση του ποσοστού κέρδους» (Μαρξ, 1978: 308-309). Η μαρξιστική ανάλυση για την πτωτική τάση του κέρδους γίνεται αντιληπτή με τη παρακάτω σχέση: 1 Η ανάλυση του κεφαλαίου βασίζεται σε Οικονομάκης, 2016. 23
p = s C + v = s v C v + 1 (1) Όπου p είναι η εξαρτημένη μεταβλητή και εκφράζει το ποσοστό του κέρδους, s η υπεραξία, C το σταθερό κεφάλαιο, v το μεταβλητό κεφάλαιο, s/v ο βαθμός εκμετάλλευσης (ποσοστό υπεραξίας) και C/v η αξιακή (οργανική) σύνθεση του κεφαλαίου. 2.1. Η πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους Ο Μαρξ αναπτύσσοντας τη θεωρία για τον «Νόμο της Τάσης του ποσοστού του κέρδους να πέφτει» έκανε μια απόπειρα να αποδείξει ότι η εισαγωγή κάποιας τεχνολογικής καινοτομίας από κάποιον φιλόδοξο ατομικό καπιταλιστή, ο οποίος στοχεύει στην αύξηση της παραγωγικότητας και κατ επέκταση της υπεραξίας άρα του κέρδους του, πολύ πιθανόν θα αποτελούσε αιτία πτωτικής πορείας του ποσοστού κέρδους της καπιταλιστικής τάξης ως σύνολο. Η μαρξική ανάλυση βασίζεται στις έννοιες της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου (η ποσότητα των μέσων παραγωγής σε υλικούς όρους ανά μονάδα ζωντανής εργασίας) και αξιακής (ή οργανικής) σύνθεσης του κεφαλαίου (ο λόγος του σταθερού προς το μεταβλητό κεφάλαιο, σε αξιακούς όρους). Ξεκινά την ανάλυσή του υποστηρίζοντας ότι «νόμος του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής είναι ότι με την ανάπτυξή του συντελείται μια σχετική μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου σε σχέση με το σταθερό κεφάλαιο, επομένως και σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο που τίθεται σε κίνηση» (Μαρξ, 1978: 268). Στην περίπτωση που η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου αυξάνεται πιο γρήγορα από την παραγωγικότητα της εργασίας λόγω της συσσώρευσης και της τεχνολογικής καινοτομίας, αν όλοι οι παράγοντες παραμείνουν σταθεροί (ceteris paribus), τότε η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου αυξάνεται ταχύτερα από την παραγωγικότητα της εργασίας (μία αύξηση που ακολουθεί την τεχνολογική πρόοδο) και το ποσοστό κέρδους, όπως είναι φυσικό, πέφτει. 2.2. Υπερσυσσώρευση Κεφαλαίου Στην προηγούμενη ενότητα αναλύθηκε πως η αύξηση του παρονομαστή της σχέσης (1) επηρεάζει το ποσοστό κέρδους. Στην 3 η ενότητα του 15 ου κεφαλαίου του 3 ου Τόμου του Κεφαλαίου, ο Μάρξ κάνοντας χρήση της μεθόδου ceteris paribus, δηλαδή θεωρώντας ότι όλοι οι άλλοι παράγοντες είναι σταθεροί, μελέτησε τις συνέπειες που επιφέρει η μείωση του αριθμητή της σχέσης (1) αυτή την φορά, δηλαδή την επίδραση του ποσοστού υπεραξίας (s/v) επί του ποσοστού κέρδους (p), θεωρώντας την αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου (C/v) ως σταθερή ποσότητα αναφερόμενος στην «υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου». Κατά τον Μαρξ, χαρακτηριστικό των κρίσεων είναι η «υπερπαραγωγή κεφαλαίου». Η προαναφερθείσα έννοια εκφράζεται και ταυτόχρονα σχετίζεται και με την πτώση του ποσοστού κέρδους και με τη 24
μείωση του ποσοστού της υπεραξίας, ακόμα και με τη μείωση του κέρδους, δηλαδή, σύμφωνα με τον Μαρξ της απόλυτης μάζας της υπεραξίας. «Υπερπαραγωγή κεφαλαίου [ ] δεν σημαίνει [ ] τίποτα άλλο από υπερσυσσώρευση κεφαλαίου. Για να κατανοήσει κανείς τι είναι αυτή η υπερσυσσώρευση [ ] αρκεί να την φανταστεί απόλυτη. [ ] Θα υπήρχε απόλυτη υπερπαραγωγή κεφαλαίου, από τη στιγμή που το πρόσθετο κεφάλαιο για την αύξηση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής θα ήταν = 0. Ο σκοπός όμως της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι η αξιοποίηση του κεφαλαίου, δηλαδή, ιδιοποίηση υπερεργασίας, παραγωγή υπεραξίας, παραγωγή κέρδους. Από τη στιγμή λοιπόν που το κεφάλαιο θα είχε αυξηθεί σε σχέση με τον εργατικό πληθυσμό, τόσο που να μη μπορεί ούτε να παραταθεί ο απόλυτος εργάσιμος χρόνος, που προσφέρει ο πληθυσμός αυτός, ούτε να διευρυνθεί ο σχετικός χρόνος υπερεργασίας. Από τη στιγμή λοιπόν που το αυξημένο κεφάλαιο θα παρήγαγε μόνο τόση μάζα υπεραξίας, όση παρήγαγε πριν από την αύξησή του ή ακόμα και λιγότερη, από τη στιγμή αυτή θα σημειωνόταν απόλυτη υπερπαραγωγή κεφαλαίου. Δηλαδή το αυξημένο κεφάλαιο, το Κ + ΔΚ, δεν θα παρήγαγε περισσότερο κέρδος, ή θα παρήγαγε ακόμα και λιγότερο κέρδος, από ό,τι παρήγαγε το κεφάλαιο Κ πριν από την αύξησή του με το ΔΚ. Και στις δυο περιπτώσεις θα συντελούνταν επίσης μια γερή και απότομη πτώση του γενικού ποσοστού του κέρδους, τη φορά αυτή όμως εξαιτίας μιας αλλαγής στη σύνθεση του κεφαλαίου που δεν θα οφειλόταν στην ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης, αλλά σε μια αύξηση της χρηματικής αξίας του μεταβλητού κεφαλαίου (εξαιτίας των αυξημένων μισθών) και στην αντίστοιχη μ αυτήν μείωση της σχέσης της υπερεργασίας προς την αναγκαία εργασία». (Μαρξ, 1978: 317-318). Ο Μαρξ υποστηρίζει ότι δεδομένου του χαμηλού ποσοστού ανεργίας, άρα της έλλειψης επιπρόσθετων εργατών, και της επακόλουθης αύξησης των μισθών, το ποσοστό υπεραξίας και το κέρδος θα μειωθούν. Βέβαια η παραγωγικότητα και οι ρυθμοί ανάπτυξής της παίζουν καθοριστικό ρόλο σε όλα τα παραπάνω, αλλά εφαρμόζοντας την «επιστημονική μέθοδο αφαίρεσης» θεωρεί τον παράγοντα αυτό σταθερό, «ως μια σχέση καθαρά εξωτερική ως προς τους εξεταζόμενους εσωτερικούς καθορισμούς» (Μηλιός κ.ά., 2005: 292). 25
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Η ΥΠΟΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗ ΟΠΤΙΚΗ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞ Ο Μαρξ υποστηρίζει, όπως αναφέρθηκε πρωτύτερα, ότι η κύρια αιτία των κρίσεων εντοπίζεται στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, που οδηγεί, ως παρενέργεια, στη μείωση της κατανάλωσης (υποκατανάλωση). Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται με τη μορφή των απούλητων (καταναλωτικών και επενδυτικών) εμπορευμάτων. Η κρίση, με άλλα λόγια, ξεκινάει από την υπερπαραγωγή προϊόντων και μέσων παραγωγής τα οποία δε μπορούν να απορροφηθούν από την αγορά, άρα παρουσιάζεται μειούμενο ποσοστό κέρδους. Στο μαρξικό έργο, ωστόσο, βρίσκουμε αναπτύξεις στις οποίες το βαθύτερο αίτιο των οικονομικών κρίσεων δεν εντοπίζεται στην πτωτική τάση του ποσοστού του αλλά στην κρίση «πραγματοποίησης» (υποκατανάλωση) : «Η παραγωγή [...] της υπεραξίας αποτελεί το άμεσο προτσές παραγωγής [...] Από τη στιγμή που έχει υλοποιηθεί σε εμπορεύματα η ποσότητα της υπερεργασίας που μπορούσε να εκθλιβεί από τον εργάτη, έχει παραχθεί η υπεραξία. Μ αυτήν όμως την παραγωγή της υπεραξίας έχει αποπερατωθεί μόνο η πρώτη πράξη του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής, το άμεσο προτσές παραγωγής. το κεφάλαιο απομύζησε τόση ή τόση απλήρωτη εργασία. Με την ανάπτυξη του προτσές, που εκφράζεται με την πτώση του ποσοστού του κέρδους, εξογκώνεται τεράστια η μάζα της υπεραξία που παράγεται μ αυτό τον τρόπο. τώρα ακολουθεί η δεύτερη πράξη του προτσές. Η συνολική μάζα των εμπορευμάτων, το συνολικό προϊόν, τόσο το μέρος που αναπληρώνει το σταθερό και το μεταβλητό κεφάλαιο, όσο και το μέρος που αντιπροσωπεύει την υπεραξία, πρέπει να πουληθεί. Αν δε γίνει αυτό, ή αν γίνει μόνο εν μέρει, ή μόνο σε τιμές που είναι κατώτερες από τις τιμές παραγωγής, τότε είναι αλήθεια, ότι εκμεταλλεύτηκαν τον εργάτη, αλλά η εκμετάλλευσή του δεν πραγματοποιείται σαν τέτοια για τον κεφαλαιοκράτη, γιατί δεν μπορεί η εκμετάλλευση αυτή να συνδεθεί με την πραγματοποίηση όλης ή ενός μέρους της εκθλιμένης υπεραξίας, δηλαδή να συνδεθεί με το ότι ο κεφαλαιοκράτης μπορεί να χάσει ένα μέρος ή και ολόκληρο το κεφάλαιό του. Οι όροι της άμεσης εκμετάλλευσης και οι όροι της πραγματοποίησής της δεν είναι ταυτόσημοι. Όχι μόνο δε συμπίπτουν χρονικά και τοπικά, αλλά διαφέρουν και εννοιακά. Οι πρώτοι περιορίζονται από την παραγωγική δύναμη της κοινωνίας, οι δεύτεροι από την αναλογία των διαφόρων κλάδων παραγωγής μεταξύ τους και από την καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας. Αυτή η τελευταία, όμως, δεν καθορίζεται ούτε από την απόλυτη παραγωγική δύναμη, ούτε από την απόλυτη καταναλωτική δύναμη, αλλά από την καταναλωτική δύναμη πάνω στη βάση ανταγωνιστικών σχέσεων διανομής, που περιορίζουν την κατανάλωση των μεγάλων μαζών της κοινωνίας σε ένα μίνιμουμ, που μπορεί να μεταβάλλεται μόνο μέσα σε λίγο-πολύ στενά όρια. Περιορίζεται ακόμα από το κίνητρο της συσσώρευσης, από το κίνητρο αύξησης του κεφαλαίου και παραγωγής υπεραξίας σε διευρυμένη κλίμακα. [ ] Γι αυτό πρέπει διαρκώς να επεκτείνεται η αγορά, έτσι που οι εσωτερικές της συνάφειες και οι όροι που τις ρυθμίζουν, αποχτούν όλο και περισσότερο τη μορφή φυσικού νόμου, ανεξάρτητου από τους παραγωγούς, γίνονται όλο και πιο ανεξέλεγκτοι. Η εσωτερική αντίφαση προσπαθεί να λυθεί με την επέκταση του εξωτερικού πεδίου της παραγωγής. Όσο περισσότερο όμως 26
αναπτύσσεται η παραγωγική δύναμη, τόσο περισσότερο έρχεται σε σύγκρουση με τη στενή βάση, πάνω στην οποία στηρίζονται οι σχέσεις κατανάλωσης (Μαρξ, 1978: 308-310)». Καταλήγει δε σε αυτήν την καθαρά υποκαταναλωτική θέση γράφοντας ότι η αιτία ουσιαστικά των κρίσεων είναι η φτώχεια και η περιορισμένη κατανάλωση των μαζών. Σύμφωνα με τα παραπάνω, μπορεί να συναχθεί το εξής συμπέρασμα: η συμπίεση των μισθών από την εργασία για αύξηση της μάζας και του ποσοστού υπεραξίας και η περαιτέρω συσσώρευση του κεφαλαίου είναι αποτέλεσμα των ανταγωνιστικών σχέσεων (δηλαδή η αντίθεση κεφαλαίου-μισθωτής εργασίας) για όλα τα άλλα σταθερά. Ο χαμηλός μισθός οδηγεί τις μάζες στην μείωση της κατανάλωσης («υποκατανάλωση») και επομένως δεν μπορεί να «πραγματοποιηθεί» μέρος ή όλη η εκθλιμμένη υπεραξία. Δηλαδή, πιο απλουστευτικά, τα εμπορεύματα δε γίνεται να πωληθούν σε τιμές παραγωγής εξασφαλίζοντας το επιθυμητό και σύνηθες ποσοστό κέρδους, άρα αυτό πέφτει. Το ποσοστό κέρδους, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να μειωθεί από την υποκατανάλωση, εφόσον δεχθούμε ότι ο μειούμενος βαθμός απασχόλησης σημαίνει και μειούμενο ποσοστό κέρδους. (Σταμάτης, 1986:9). Αυτό μπορούμε να το αντιληφθούμε τροποποιώντας τη μαρξική σχέση (1). Θέτοντας όπου s = Y v, (όπου Υ το καθαρό προϊόν σε όρους αξίας) και διαιρώντας δια του Υ, από τη μαρξική σχέση (1) προκύπτει: s C + v = Y v C + v = 1 v Y p = C Y + v (2) Y Θεωρούμε ότι το C/Y (Υ το καθαρό προϊόν σε όρους αξίας), δηλαδή, η ποσότητα σταθερού κεφαλαίου που απαιτείται για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος, σε όρους αξίας, αντικατοπτρίζει το ποσοστό απασχόλησης (χρησιμοποίησης) του σταθερού κεφαλαίου. Στην περίπτωση που η υποκατανάλωση οδηγεί σε μειούμενο βαθμό απασχόλησης του σταθερού) κεφαλαίου (υποαπασχόληση κεφαλαίου), τότε το C/Y αυξάνεται. Αποδεχόμαστε ταυτόχρονα ότι η «φτώχεια των μαζών» οδηγεί σε μείωση της εργασίας επί του καθαρού προϊόντος (v/y), για όλα τα άλλα σταθερά. Επόμενο είναι το ποσοστό κέρδους να πέσει, εφόσον η αύξηση του C/Y υπερκαλύπτει τη μείωση του v/y. Σε αυτό το σημείο θα τονιστεί μία λεπτομέρεια που μπορεί να αποπροσανατολίσει την πραγματική αιτία της πτώσης του ποσοστού κέρδους. Μπορεί δηλαδή η παραπάνω σχέση να παρερμηνευθεί και να αποδοθεί στον μαρξικό «νόμο», στην περίπτωση που δε γίνει αντιληπτή η ουσιαστική αιτία της αύξησης στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. 27
28
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ, ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΑΘΑΡΟΥ ΑΠΟΘΕΜΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 2 Η βάση της μαρξιστικής θεωρίας και σκέψης, όσον αφορά στις οικονομικές κρίσεις, επικεντρώνεται στους παραπάνω παράγοντες, με κύριο το πτωτικό ποσοστό κέρδους. Η απόδοση του καθαρού αποθέματος κεφαλαίου (Net Capital Stock), δυνητικά αντικείμενο εμπειρικής μελέτης και μέτρησης, χρησιμοποιείται ως δείκτης προσέγγισης του ποσοστού κέρδους για τον Μαρξ. 4.1. Οι βασικές σχέσεις Μπορούμε να εκφράσουμε την απόδοση του καθαρού αποθέματος κεφαλαίου (r) με την ακόλουθη σχέση: r = Y L K (3) όπου Y είναι το καθαρό προϊόν, L η αμοιβή (αποζημιώσεις) της εργασίας και K το καθαρό απόθεμα κεφαλαίου. Η σχέση (3) είναι μια τροποποιημένη εκδοχή της μαρξικής σχέσης (1). Διαιρώντας αριθμητή και παρονομαστή της σχέσης (2) με Υ λαμβάνουμε τη σχέση (3α) ή (3β). Διαιρώντας εν συνεχεία αριθμητή και παρονομαστή της σχέσης (3α) με Ν, όπου Ν ο αριθμός των απασχολουμένων (μισθωτοί + αυτοαπασχολούμενοι) λαμβάνουμε τη σχέση (4). r = 1 L Y (3α), K Y ή Π r = Y (3β), K Y r = L 1 N Y N K N Y N (4) όπου Π είναι τα κέρδη, 2 Η ανάλυση του κεφαλαίου βασίζεται σε Οικονομάκης, 2016. 29
1 L = 1 L N Y Y = Π N Y είναι το μερίδιο των κερδών στο καθαρό προϊόν, που συνδέεται με το μαρξικό ποσοστό υπεραξίας (Laibman, 2010: 384) και αντιστοίχως L Y είναι το μερίδιο των μισθών στο καθαρό προϊόν, Y N K Y = K N είναι ο λόγος του καθαρού αποθέματος κεφαλαίου προς το καθαρό προϊόν, δηλαδή η ποσότητα καθαρού αποθέματος κεφαλαίου, η οποία απαιτείται για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος, που προσομοιάζει στη μαρξική οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (Laibman, 2010: 384), Y N είναι η παραγωγικότητα της εργασίας, L/N είναι ο μέσος μισθός, K/N είναι η ένταση του καθαρού αποθέματος κεφαλαίου ή το καθαρό απόθεμα κεφαλαίου ανά απασχολούμενο, που αποτελεί μια άλλη έκφραση η οποία επίσης προσομοιάζει στη μαρξική οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. 4.2. Υποθέσεις και περιορισμοί ανάλυσης Στην ενότητα αυτή αναλύονται οι υποθέσεις και οι περιορισμοί πάνω στις οποίες βασίστηκε η ανάλυση. Για την εξέταση της κερδοφορίας των οικονομιών των προς εξέταση χωρών, τα μεγέθη που χρησιμοποιήθηκαν αναφέρονται στο σύνολο των αντίστοιχων οικονομιών και όχι μόνο στον επιχειρηματικό τομέα. Αναλυτικότερα: Το Υ αναφέρεται στο σύνολο της οικονομίας. Το L είναι το άθροισμα του συνόλου των μισθωτών αποζημιώσεων (ιδιωτικού και δημόσιου τομέα) και των τεκμαιρόμενων αποζημιώσεων των αυτοαπασχολούμενων, καθώς για τους τελευταίους δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Οι αποζημιώσεις των αυτοαπασχολούμενων υπολογίζονται ως το άθροισμα του αριθμού των αυτοαπασχολούμενων επί το μέσο μισθό της εργασίας. Υποθέτουμε δηλαδή ότι, οι αμοιβές των αυτοαπασχολουμένων τείνουν να ισούνται με το ισοδύναμο της μέσης αμοιβής της εργασίας (για τη θεωρητική θεμελίωση της θέσης αυτής βλ. σχετικά Economakis et al 2010: 476). Ένα ειδικότερο ζήτημα ως προς τον υπολογισμό του L αφορά στο ότι σε αυτό συμπεριλαμβάνονται οι αμοιβές διευθυντικών στελεχών του καπιταλιστικού ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, μέρος των οποίων δεν αποτελεί μισθό εργασίας αλλά κέρδος (Οικονομάκης, 2010: 476). Άρα τα καπιταλιστικά κέρδη, εκ του λόγου αυτού, υποεκτιμούνται. Το Π που ισούται με την διαφορά Υ L δεν αναφέρεται ειδικά στο καπιταλιστικό κέρδος. Περισσότερο αντιστοιχεί σε μια έννοια πλεονάσματος, εφόσον συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο ο καπιταλιστικός αλλά και μη-καπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής (αυτοαπασχολούμενοι Οικονομάκης, 2000). Άρα, η απόδοση του καθαρού αποθέματος κεφαλαίου, ως δείκτης της κερδοφορίας της ελληνικής οικονομίας, αποτελεί ποσοστό πλεονάσματος και όχι κέρδους με την ακριβή έννοια 30
του όρου, από μαρξιστική άποψη. Παρότι το Π είναι ευρύτερο των καπιταλιστικών κερδών, για την οικονομία της συζήτησης θα αναφερόμαστε στο Π ως κέρδη. Το Κ αναφέρεται στο σύνολο της οικονομίας. Για την συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η μακροοικονομική βάση δεδομένων AMECO και οι μεταβλητές προέκυψαν ύστερα από δική μας επεξεργασία. Αναλυτικά τα χαρακτηριστικά των μεταβλητών είναι: Τα χρηματικά μεγέθη δίνονται σε Mrd EURO σε σταθερές τιμές 2010. το Υ δίνεται σε τιμές αγοράς. Το Ν δίνεται σε χιλιάδες εργαζομένους. Το καθαρό δυνητικό προϊόν Υ* είναι η διαφορά του αντίστοιχου μεγέθους μείον οι αποσβέσεις κεφαλαίου για κάθε έτος. Οι τιμές για το 2018 είναι εκτιμήσεις και για το 2019 προβλέψεις. Ως εκ τούτου, έχουν χρησιμοποιηθεί δεδομένα μέχρι το έτος 2017. Τέλος, όσον αφορά στον τρόπο ανάλυσης δεδομένων και στην γραφική τους αναπαράσταση έγινε χρήση του προγράμματος λογιστικών φύλλων, το Microsoft Excel. Όμως, για την περαιτέρω ανάλυσή τους και την εύρεση συσχετίσεων μεταξύ των εξεταζόμενων μεταβλητών χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της μοντελοποίησης διαρθρωτικών εξισώσεων, η οποία αναλύεται και επεξηγείται στο επόμενο κεφάλαιο. 31
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΜΟΝΤΕΛΟΠΟΙΗΣΗ ΔΟΜΙΚΩΝ ΕΞΙΣΩΣΕΩΝ 3 Η μοντελοποίηση διαρθρωτικών εξισώσεων (ΜΔΕ) ή Structural Equation Modeling (SEM) είναι μια συλλογή στατιστικών τεχνικών που επιτρέπουν να διακριβώσουμε ένα σύνολο σχέσεων μεταξύ μιας ή περισσοτέρων ανεξάρτητων μεταβλητών (IVs), είτε συνεχών είτε διακριτών, και μίας ή περισσότερων εξαρτημένων μεταβλητών (DV), είτε αυτές είναι συνεχείς είτε είναι διακριτές. Και τα IV και τα DV μπορούν να είναι είτε παράγοντες είτε μετρημένες μεταβλητές. Η μοντελοποίηση διαρθρωτικών εξισώσεων αναφέρεται επίσης ως αιτιώδης μοντελοποίηση, αιτιώδης ανάλυση, ταυτόχρονη μοντελοποίηση εξισώσεων, ανάλυση δομών συνδιασποράς, ανάλυση διαδρομής ή ανάλυση επιβεβαιωτικού παράγοντα. Τα τελευταία δύο είναι πραγματικά ειδικοί τύποι SEM. Σε αυτή την περίπτωση επιλέχθηκε η μέθοδος της ανάλυσης διαδρομής (path analysis) όπως αυτή προέκυψε από το R, το οποίο είναι ένα περιβάλλον ελεύθερου λογισμικού για στατιστικούς υπολογισμούς. Ο ερευνητής κάνει την διασύνδεση αιτιότητας και το SEM μας επιτρέπει την απάντηση σε ερωτήσεις που περιλαμβάνουν πολλαπλές αναλύσεις παλινδρόμησης παραγόντων. Στο απλούστερο επίπεδο, ένας ερευνητής τοποθετεί μια σχέση μεταξύ μιας μεμονωμένης μετρημένης μεταβλητής (η κερδοφορία r στην περίπτωσή μας) και άλλων μετρούμενων μεταβλητών που είτε είναι άμεσα συνδεδεμένες με το r (καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου, μερίδιο κερδών στο καθαρό προϊόν) είτε έμμεσα συνδεδεμένες με το r (λόγος εξαγωγών-εισαγωγών, βαθμός χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας κ.ά.). Αυτό το απλό μοντέλο είναι μια πολλαπλή παλινδρόμηση που παρουσιάζεται σε μορφή διαγράμματος στα σχήματα που ακολουθούν στην συνέχεια της ανάλυσής μας. Αυτά τα διαγράμματα είναι θεμελιώδη για το SEM επειδή μας επιτρέπουν να διαγράψουμε το υποθετικό σύνολο σχέσεων στο μοντέλο. Και οι τέσσερις από τις μετρούμενες μεταβλητές εμφανίζονται σε κουτιά που συνδέονται με γραμμές με βέλη που δείχνουν ότι το καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου, ο λόγος εξαγωγών-εισαγωγών, το μερίδιο κερδών στο καθαρό προϊόν και ο βαθμός χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας (IVs) προβλέπουν την κερδοφορία (DV) στις οικονομίες των κρατών. Γραμμές με δύο βέλη δείχνουν μια συνδιακύμανση μεταξύ των IV ενώ η έλλειψη γραμμής που συνδέει τις μεταβλητές συνεπάγεται ότι δεν έχει υποτεθεί καμία άμεση σχέση. Η παρουσία ενός υπολείμματος δείχνει ατελή πρόβλεψη. Με τη μέθοδο αυτή προσπαθήσαμε να βρούμε συσχετίσεις μεταξύ μεταβλητών οι οποίες όμως δεν συνδέονται με κάποια μαθηματική σχέση. Πιο συγκεκριμένα, για να βρούμε την τελική συσχέτιση μιας τέτοιας μεταβλητής αρκεί να αθροίσουμε τις επιμέρους συσχετίσεις που προκύπτουν από το κάθε μονοπάτι (path). Η κάθε επιμέρους συσχέτιση είναι το γινόμενο των συσχετίσεων μεταξύ έμμεσης μεταβλητής με την άμεση μεταβλητή και της άμεσης μεταβλητής με την εξαρτημένη μεταβλητή. 3 Η ανάλυση του κεφαλαίου βασίζεται σε Rosseel, 2012 και Rex B. Kline, 2015 32
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ Η παγκόσμια οικονομική κρίση που ξεσπάει το 2007-2008 έχει προκαλέσει σημαντικές θεωρητικές διαφωνίες ως προς τα γενεσιουργά αίτιά της. Στην παρούσα εργασία θα περιοριστούμε στις πιθανές επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στην κερδοφορία τεσσάρων χωρών της ΕΕ και της ΟΝΕ. Δύο βόρειων χωρών που ανήκουν στον αναπτυγμένο πυρήνα της Ένωσης (Γερμανία και Ολλανδία) και δύο νοτιοευρωπαϊκών και θεωρούμενων ως λιγότερο αναπτυγμένων χωρών της Ένωσης (Πορτογαλία και Ελλάδα). Για το σκοπό αυτό θα εξετάσουμε τη συνολική πορεία της κερδοφορίας των χωρών αυτών από το 1960 και μέχρι και το 2017, επιχειρώντας να εντοπίσουμε βασικούς μακροοικονομικούς παράγοντες που επιδρούν στην κερδοφορία τους, όπως αυτή εκφράζεται από το δείκτη r. Εκτός από τις μεταβλητές που συναρτώνται άμεσα με το δείκτη r θα εξετάσουμε και την επίπτωση μεταβλητών που θεωρητικά δύνανται να έχουν, επίπτωση, καίτοι έμμεση. Οι δείκτες αυτοί είναι η κάλυψη των εισαγωγών από τις εξαγωγές (Χ/Μ) και ο ενδείκτης της πιθανής επίπτωσης της υποκατανάλωσης, όπως αυτός εκφράζεται από το λόγο Y/Y*. 33
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ 6.1 Γενικά στοιχεία Γερμανίας 4 Η Γερμανία είναι η 5 η μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπης με 82.731.000 κατοίκους. Βρίσκεται στο κέντρο της Ευρώπης και συνορεύει με την Αυστρία, την Ελβετία, τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο, τις κάτω Χώρες, τη Δανία, την Πολωνία και την Τσεχία. Βρέχεται από την Βαλτική και την Βόρεια Θάλασσα. Ο πληθυσμός της Γερμανίας σημείωσε αύξηση 1,3% το 2016, η αιτία της οποίας βρίσκεται στην μεταναστευτική και προσφυγική εισροή. Η πυκνότητα των κατοίκων της παρουσιάζει ανομοιογένεια, καθώς τα πιο πλούσια διαμερίσματα είναι πιο πυκνοκατοικημένα (π.χ. το Ομοσπονδιακό Κρατίδιο της βορείου Ρηνανίας-Βεστφαλίας αριθμεί 18 εκατομμύρια κατοίκους). Από τον πίνακα 1, προκύπτει ότι το γερμανικό ΑΕΠ, το οποίο έφτασε τα 3.132.700.000 (3,1 δις), σημείωσε αύξηση 1,9 ποσοστιαίων μονάδων το 2016. Ομοίως το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανέβηκε από το 2015. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη, έχει πολύ κοντινή αύξηση στο ΑΕΠ, 1,9% και 1,8% αντίστοιχα (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 7). Η απελευθέρωση του ενδοκοινοτικού εμπορίου, τόσο εντός, όσο και εκτός συνόρων, που πραγματοποιήθηκε χάρη στην εγκαθίδρυση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς το 1993 και η ανατολική διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2004, με την υποδοχή 10 νέων κρατών σε αυτήν, άνοιξε διάπλατα τις πύλες των ευρωπαϊκών αγορών για τα γερμανικά προϊόντα. Η εκμετάλλευση, εκ μέρους της Γερμανίας, αυτών των πρόσφορων καταστάσεων προς δικό της συμφέρον, πράγμα που έπραξε, την οδήγησε σε σταδιακή ενίσχυση της οικονομικής της θέσης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 5). Αρπάζοντας την ευκαιρία που της δόθηκε, μέσα σε 2 δεκαετίες, έφτασε να αποτελεί τον υπ αριθμό 1 εμπορικό εταίρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις εξαγωγές και τις εισαγωγές. Είναι γεγονός ότι κατά το 2016 η Γερμανία εξήγαγε προς τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ εμπορεύματα αξίας 707,7 δις (58,6% του συνόλου) και προς τον υπόλοιπο κόσμο 499,3 δις (41,4% του συνόλου) (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 6-7). Οι μεγαλύτεροι αγοραστές των γερμανικών εμπορευμάτων είναι η Ολλανδία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Αυστρία. Από τον πίνακα 1 βλέπουμε ότι το εμπόριο, μετά τα χρόνια της κρίσης, πάει τόσο καλά, κυρίως για την Γερμανία, που για τρίτο συνεχές έτος, δηλαδή από το 2014, σημειώνει την υψηλότερη επίδοση Εμπορικού Ισοζυγίου παγκοσμίως, παρουσιάζοντας πλεονάσματα ύψους 252,2 δις ευρώ το 2016, 244,3 δις ευρώ το 2015 και 213,9 δις ευρώ το 2014. Σε παράλληλη τροχιά κινείται και το ισοζύγιο τρεχουσών Συναλλαγών το οποίο 4 Τα στοιχεία έχουν αντληθεί από το Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων, Πρεσβεία της Ελλάδος στο Βερολίνο (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ.), «Οικονομία Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Γερμανίας & Ελληνογερμανικές οικονομικές και εμπορικές σχέσεις», Ετήσια Έκθεση 2016. 34
απέδωσε στη Γερμανία παρόμοια πλεονασματικά μεγέθη ύψους 241,9 δις ευρώ το 2016, 229,5 το 2015 και 190,7 δις το 2014 (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 5). Τέλος είναι φυσικό το δημόσιο χρέος, με τόσα πλεονάσματα που κατέκτησε τις τελευταίες δεκαετίες, να μειώνεται ετησίως, όπως φαίνεται στον Πίνακα 1, από 74,9% το 2014 σε 68,3% το 2016 (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 19), παρά τις όποιες αναταραχές στο διεθνές περιβάλλον, όπως η επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου, η πολιτική αστάθεια στην Ευρωζώνη (π.χ. Brexit). Πίνακας 1 Βασικά οικονομικά μεγέθη Γερμανίας Πηγή: Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα 6.2 Δομή της οικονομίας 5 Τα παραπάνω στοιχεία σε συνδυασμό με τον ιδιαίτερα ανεπτυγμένο δευτερογενή και τριτογενή κλάδο αποτελούν τον θεμέλιο λίθο της γερμανικής οικονομίας. Γενικότερα η οικονομική δραστηριότητα του πρωτογενούς τομέα παραγωγής παρουσιάζει, συγκριτικά πάντα με τους άλλους δυο, πολύ μικρή συμμετοχή (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 4). Στα καλλιεργήσιμα εδάφη της Γερμανίας καλλιεργούνται παραδοσιακά, κυρίως, σιτηρά (27%) και αραβόσιτος (18%). Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται αύξηση της παραγωγής βιολογικών προϊόντων. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι το 89% των αγροτικών επιχειρήσεων είναι προσωπικής ή οικογενειακής φύσης, σύμφωνα με στοιχεία του 2016 συν το ότι οι περισσότεροι εργαζόμενοι είναι μερικού ωραρίου (part-time). Βέβαια η συμβολή του πρωτογενούς τομέα ανέρχεται στο 6% του ΑΕΠ (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 9). 5 Τα στοιχεία έχουν αντληθεί από το Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων, Πρεσβεία της Ελλάδος στο Βερολίνο (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ.), «Οικονομία Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Γερμανίας & Ελληνογερμανικές οικονομικές και εμπορικές σχέσεις», Ετήσια Έκθεση 2016. 35
Με την είσοδο των νέων τεχνολογιών και στον αγροτικό χώρο ο αριθμός των απασχολούμενων με τη γη έχει μειωθεί. Παρατηρείται όμως αύξηση των εξαγωγών των γερμανικών προϊόντων, ως επί το πλείστων προς την Ευρώπη, η οποία μάλιστα έχει τετραπλασιαστεί από το 1980. Ο πιο πιστός εμπορικός εταίρος της Γερμανίας, τόσο στις εξαγωγές, όσο και τις εισαγωγές, είναι οι Κάτω Χώρες (στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η Ολλανδία) (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 9). Η οικονομία της Γερμανίας στηρίζεται σε δύο βασικούς πυλώνες που την καθιστούν πρώτη ανάμεσα σε όλες τις οικονομίες της Ευρώπης: τη βιομηχανία και τον τριτογενή τομέα. Στον δευτερογενή τομέα η συμβολή της μεταποίησης φτάνει το 26% του ΑΕΠκαι μαζί με τις κατασκευές προσεγγίζει το 31% (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 9). Όσον αφορά στην βαριά βιομηχανία η Γερμανία τα τελευταία χρόνια επενδύει σημαντικά ποσά σε διαρκή έρευνα για την βελτίωση της τεχνολογίας και την παραγωγή καινοτόμων προϊόντων. Το ήμισυ της παραγωγής της προαναφερθείσας οικονομίας εξάγεται (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 9). Η βιομηχανική παραγωγή το 2016 σημείωσε αύξηση 1,5%, αντίθετα με τις αρχικές προβλέψεις του 0,5% Ο συνολικός αριθμός των βιομηχανικών μονάδων το 2015 ξεπέρασε τις 33.0000, εκ των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία (28.013) είναι εγκατεστημένες στα παλαιά Ομοσπονδιακά Κρατίδια. Αυτό το γεγονός επιβεβαιώνεται από το ποσοστό των 5,4 εκατομμύρια εργατών που απασχολήθηκαν από τον τομέα της βιομηχανίας το 2016. Το 87%, ήτοι 4,7 εκατομμύρια απασχολούνται σε βιομηχανίες στα παλαιά, ενώ μόνο το 13%, ή 686.700 απασχολούνται σε μονάδες στα νέα Ομοσπονδιακά κρατίδια (συμπεριλαμβανομένου και του Βερολίνου) (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 9). Όπως και σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες ανά τον κόσμο ο τριτογενής τομέας της Γερμανίας ακολουθεί την ίδια τάση μεγεθύνοντας τη διεύρυνσή του και καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μερίδιο (69%) επί του ΑΕΠ. Πολλές φορές εκτοπίζει τη βιομηχανική παραγωγή ή λειτουργεί συμπληρωματικά προς τη βιομηχανία (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 10). Η ανάπτυξή του ήταν τόσο μεγάλη στο σχηματισμό του ΑΕΠ το 2016 που έφτασε την αύξηση κατά 3,4% έναντι του 2015, ανήλθε δηλαδή σε 1.944,0 δις ευρώ. Οι κλάδοι των υπηρεσιών που σημείωσαν την μεγαλύτερη αύξηση ήταν των Ξενοδοχείων Εστίασης (5,8%), Πληροφορικής και Επικοινωνιών (4,3%), Υπηρεσιών προς επιχειρήσεις (4,0%), Εμπορίου (3,4%), Κτηματομεσιτικών Υπηρεσιών (3,2%) και Μεταφορών - Αποθήκευσης (1,3%). Ο μοναδικός κλάδος που παρά την αύξηση των υπολοίπων παρέμεινε σε σταθερά επίπεδα ήταν οι Χρηματοοικονομικές και Ασφαλιστικές Υπηρεσίες (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 10). Το πιο ενδιαφέρον από όλα τα στοιχεία, είναι ότι ο τριτογενής τομέας απασχολεί 32,3 εκατομμύρια άτομα ων 43,5 εκατομμύρια εργαζομένων στη Γερμανία, ήτοι το 75% του συνόλου (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 10). 36
6.3 Εξέλιξη ΑΕΠ Γερμανίας 6 Όπως προαναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα, το ΑΕΠ της Γερμανίας βαίνει αυξανόμενο τις τελευταίες δεκαετίες. Σύμφωνα με τον πίνακα 1, το ΑΕΠ το 2016 διαμορφώθηκε στο επίπεδο των 3.132,6 δις Ευρώ, όπως και το κατά κεφαλήν εισόδημα από 37.127 σε 37.866 ευρώ, υπερβαίνοντας τις προβλέψεις των οικονομολόγων. Στη διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής της Γερμανικής μηχανής καθοριστικές παράμετροι ήταν οι εξής (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 7): Πρώτο και κύριο είναι ήταν η διατήρηση της χαμηλής τιμής του πετρελαίου και της χαμηλής ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου. Ως εκ τούτου, οι λιανικές τιμές των προϊόντων διατηρήθηκαν στα ίδια επίπεδα με αποτέλεσμα να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα των Γερμανών, λόγω υψηλότερων αμοιβών (βλ. κατά κεφαλήν εισόδημα) και κατ επέκταση δικαιολογείται η άνοδος της εσωτερικής κατανάλωσης κατά 2,0%. Ας σημειωθεί ότι οι εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών κατέγραψαν άνοδο κατά 1,1% και υπηρεσιών κατά 0,6%. Η άνοδος των εξαγωγών συνέβαλε στην αύξηση των θέσεων εργασίας κατά 1,0% διαμορφώνοντας το εργατικό δυναμικό σε 43,5 εκατομμύρια απασχολούμενους το 2016. Οι αυξήσεις των δημόσιων επενδύσεων κατά 4,1% συμπληρώνουν τα θετικά νούμερα της Γερμανίας. Όλα τα παραπάνω στοιχεία συνδέονται άμεσα με την διεύρυνση του πλεονάσματος του Εμπορικού Ισοζυγίου κατά 3,2%, το οποίο μεταφράζεται σε 252,2 δις ευρώ. Φυσικά το δημοσιονομικό πλεόνασμα είχε ανάλογη μοίρα καταγράφοντας αύξηση ύψους 19,2 δις ευρώ ή 0,6% επί του ΑΕΠ το 2016. Πίνακας 2 Εξέλιξη βασικών μεγεθών και σχηματισμός ΑΕΠ Γερμανίας 2014-2016 Πηγή: Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία ( Destatis) 6.4 Αγορά Εργασίας Το 2016 αποτέλεσε χρονιά ρεκόρ επιδόσεων για την αγορά εργασίας της Γερμανίας. Ο αριθμός των εργαζομένων της αυξήθηκε κατά 1% (429.000), φτάνοντας στους 43,5 εκατομμύρια απασχολούμενους, το μεγαλύτερο ποσοστό απασχόλησης από την εποχή της 6 Τα στοιχεία έχουν αντληθεί από το Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων, Πρεσβεία της Ελλάδος στο Βερολίνο (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ.), «Οικονομία Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Γερμανίας & Ελληνογερμανικές οικονομικές και εμπορικές σχέσεις», Ετήσια Έκθεση 2016. 37
γερμανικής επανένωσης το 1990. Ξεπέρασε τα ποσοστά ρεκόρ της προηγούμενης διετίας (0,9% το 2015 και 0,8% το 2014), διατηρώντας την ανοδική της πορεία στα ποσοστά της απασχόλησης για πάνω από μια δεκαετία (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 11). Η Γερμανία κεφαλαιοποίησε τη θετική αναπτυξιακή συγκυρία της οικονομίας, την διογκωμένη συμμετοχή των γυναικών στην αναπτυξιακή δραστηριότητα και την ενσωμάτωση των φιλοξενούμενων προσφύγων από την αγορά εργασίας, ώστε να επεκτείνει την πορεία της ανάπτυξής της. Όσον αφορά στο διαχωρισμό των εργαζομένων ανά κλάδο, τα ηνία της οικονομικής δραστηριότητας κρατούν οι Υπηρεσίες απασχολώντας περίπου τα τρία τέταρτα (74,4%), η μεταποίηση ακολουθεί από μακρινή απόσταση, απασχολώντας το 18,6%, οι κατασκευές απασχολούν αρκετά μικρότερο ποσοστό εργαζομένων (5,6%) και ο πρωτογενής τομέας δίνει δουλειά μόλις στο 1,4% του εργατικού πληθυσμού (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 12). Η μέση ωριαία αμοιβή σημείωσε αύξηση 2,8% επί του 2015 το 2016 φτάνοντας τα 25,64 ευρώ, αλλά οι εργαζόμενοι στον τομέα μεταποίησης αμείβονται κατά μέσο όρο ωριαίως καλύτερα (38,7 ευρώ την ώρα κατά μέσο όρο) από τους συναδέλφους τους στον τομέα των υπηρεσιών (30,50 ευρώ την ώρα κατά μέσο όρο. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι από 1/1/2015 έχει θεσπιστεί ενιαίο κατώτατο ωρομίσθιο στα 8,5 ευρώ ανά εργατοώρα και αύξησή του στα 8,84 ευρώ από 1/1/2017 (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 11-12). 6.5 Κρατικός Προϋπολογισμός Δημόσιο Χρέος 7 Η Γερμανία είναι ευρέως γνωστή για τη σταθερότητα της πολιτικής της. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση αποσκοπεί στη συγκράτηση των κρατικών δαπανών αυξάνοντας ταυτόχρονα τα δημόσια έσοδα, σχέδιο που έχει επιτευχθεί το 2015 με θετικό ποσοστό 0,7% και 0,8% το 2016 (με έσοδα 1.411,4 δις Ευρώ και κρατικές δαπάνες 1.387,7 δις ευρώ, δημιουργώντας πλεόνασμα 23,7 δις ευρώ). Σημαντικές πηγές εσόδων αποτελούν η φορολογία και οι ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες το 2016 κατέγραψαν αύξηση 4,5% σε σχέση με το 2015, σημειώνοντας εισπράξεις, ύψους 235,8 δις Ευρώ (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 19). Το Δημόσιο Χρέος της Γερμανίας ως ποσοστό του ΑΕΠ εξακολούθησε την πτωτική του πορεία και το 2016 καταλήγοντας στο σημείο του 68,35 επί του ΑΕΠ. Είναι γεγονός ότι το 2014 είχε φτάσει στο 74,7% επί του ΑΕΠ και στο 71,2% το 2015 αντίστοιχα. Τα χρόνια της κρίσης το χρέος της εκτοξεύθηκε στο 81% και παρέμεινε μέχρι το 2012 σχεδόν αμετακίνητο στο 79,9% επί του ΑΕΠ. Από εκείνη τη χρονιά και μετά ακολουθεί πτωτική πορεία. Παρ όλα τα φαινομενικά θετικά στοιχεία ακόμα και το χρέος της εξελιγμένης και προοδευτικής Γερμανίας παραμένει, και ήταν ακόμα και πριν την κρίση (2008 65,1%), αρκετά υψηλότερο από το καθορισμένο όριο του 60% επί του ΑΕΠ που ορίζει η συνθήκη του Μάαστριχτ (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 19). 7 Τα στοιχεία έχουν αντληθεί από το Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων, Πρεσβεία της Ελλάδος στο Βερολίνο (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ.), «Οικονομία Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Γερμανίας & Ελληνογερμανικές οικονομικές και εμπορικές σχέσεις», Ετήσια Έκθεση 2016 38
Σχήμα 1 Χρέος της Γερμανίας ως ποσοστό (%) του ΑΕΠ Πηγή: Eurostat 6.6 Εμπορικό Ισοζύγιο Η γερμανική οικονομία κινείται σε σταθερές ράγες ανάπτυξης την τελευταία δεκαετία, παρουσιάζοντας ρυθμό μεγέθυνσης 1,9% επί του ΑΕΠ το 2016. Σε αυτό το γεγονός έχει συμβάλλει και το εμπορικό ισοζύγιο, και πάνω απ όλα στο εμπορικό πλεόνασμα, που έχει επιτύχει από το 2010 και εντεύθεν παρουσιάζοντας θετικά εμπορικά ισοζύγια. Σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας (Destatis) στον πίνακα 4, το εμπορικό ισοζύγιο της Γερμανίας έφτασε σε πρωτοφανή ύψη πλεονάσματος το 2016, το οποίο διαμορφώθηκε στα 252,4 δις ευρώ έναντι 244,3 δις ευρώ το 2015 και 213,6 δις ευρώ το 2014. Πίνακας 3 Εμπορικό Ισοζύγιο Γερμανίας 2014-2016 Πηγή: Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία (Destatis) Η συνολική αξία των γερμανικών εξαγωγών το 216 ανεγέρθη στο ιλιγγιώδες ποσό του 1,2 τρις ευρώ, παρουσιάζοντας συν τοις άλλοις αύξηση 1,1% έναντι του 2015. Οι εισαγωγές σημείωσαν αύξηση μόλις 0,6% φτάνοντας τα 954,6 δις ευρώ (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 13). Την πρώτη θέση στα γερμανικά προϊόντα εξαγωγής καταλαμβάνουν βιομηχανικά προϊόντα, κυρίως εξαρτήματα και ανταλλακτικά οχημάτων αξίας 227,9 δις ευρώ (19% του συνόλου των εξαγωγών). Έπονται τα μηχανήματα με μερίδιο 14% επί των εξαγωγών (169,4 δις ευρώ) και τα προϊόντα χημικής βιομηχανίας βρίσκονται στην Τρίτη θέση με μερίδιο 8,9% επί των εξαγωγών (106,8 δις ευρώ) (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 13). Στις εισαγωγές προϊόντων παρατηρείται μία στροφή στη χρήση πετρελαίου και των παραγόντων του, παρά την συνεχόμενη πτώση της τιμής τους. Ενώ δηλαδή τα πετρελαιοειδή, που επί χρόνια ήταν τα πιο επιθυμητά προϊόντα της Γερμανίας κατέλαβαν το 2016 την 9 η θέση με υπολογιζόμενη αξία 46,3 δις ευρώ και καταλαμβάνοντας μόλις το 4,8% του συνόλου των εισαγωγών, έναντι της 6 ης το 2015 και της 3 ης το 2014. Όπως η Γερμανία εισάγει πληθώρα 39
ανταλλακτικών κι εξαρτημάτων, με τον ίδιο ρυθμό, εδώ και πολλά χρόνια, τα εισάγει δίνοντας για την αξία τους 105,5 δις ευρώ καταλαμβάνοντας το 11,0% του συνόλου των εισαγωγών. Στη δεύτερη θέση βρίσκονται με πολύ μικρή διαφορά οι ηλεκτρικές συσκευές, με μερίδιο 10,8% επί του συνόλου της αγοράς και εισαγωγές ύψους 102,8 δις ευρώ (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 13). Πίνακας 4 Εμπορικές Συναλλαγές Γερμανίας ανά γεωγραφική ζώνη Πηγή: Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία (Destatis) Η πλειονότητα των εξαγωγών της Γερμανίας για το έτος 2016 είχε ως δέκτη αγορές ευρωπαϊκής προέλευσης. Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5, εξήχθησαν, σε απόλυτους αριθμούς, προϊόντα αξίας 821,0 δις ευρώ, με κυριότερους αγοραστές την Γαλλία (167,2 δις), την Ολλανδία (164,7 δις), το Ηνωμένο Βασίλειο (121,7 δις) και την Ιταλία (113,2 δις). Η δεύτερη σημαντικότερη αγορά των γερμανικών προϊόντων βρίσκεται σε χώρες της Ασίας, με σημαντικότερο εταίρο την Κίνα που κατέλαβε για πρώτη φορά την πρώτη θέση, από την Γαλλία, μεταξύ των εμπορικών εταίρων της Γερμανίας με 169,9 δις ευρώ, που εξήχθησαν αγαθά αξίας 200,0 δις ευρώ. Άλλος ένας ισχυρός εμπορικός εταίρος της Γερμανίας είναι οι ΗΠΑ με 164,7 δις ευρώ, μόλις 0,2 δις ευρώ παραπάνω από την Ολλανδία. Πίνακας 5 10 σημαντικότεροι εταίροι Γερμανίας (σε όγκο εμπορίου) Πηγή: Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία (Destatis) Είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι στους 4 κορυφαίους εταίρους της Γερμανίας, ως προς το σκέλος των γερμανικών εξαγωγών σύμφωνα με τον πίνακα 6, βρίσκονται οι ΗΠΑ, η 40
Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Κάτω Χώρες (Ολλανδία), ενώ η Κίνα βρίσκεται στην 5 η θέση. Πίνακας 6 Εξαγωγές Γερμανίας- 10 σημαντικότεροι εταίροι Πηγή: Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία (Destatis) Ως προς το κομμάτι των γερμανικών εισαγωγών, σύμφωνα με τον πίνακα 7, η Κίνα, με ποσοστό 9,8% επί του συνόλου των εισαγωγών) έχει κατακτήσει πάλι την πρωτιά με διαφορά από τη δεύτερη Ολλανδία (8,8%). Ακολουθεί με μεγάλη διαφορά η Γαλλία (6,9%) και οι ΗΠΑ (6,1%). Πίνακας 7 Εισαγωγές Γερμανίας- 10 σημαντικότεροι εταίροι Πηγή: Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία (Destatis) Λόγω του εμπάργκο με την Ρωσία που εξακολουθεί να ισχύει, οι εμπορικές σχέσεις με την τεράστια αυτή χώρα συρρικνώνονται με το πέρασμα των χρόνων. Η Ρωσία κατετάγη το 2016 ξανά στην 16 η θέση μεταξύ των εμπορικών εταίρων της Γερμανίας όσο αφορά τις εξαγωγές και τον 13 ο εμπορικό εταίρο όσον αφορά στις εισαγωγές της Γερμανίας. Σύμφωνα με στοιχεία της Destatis η Ελλάδα το 2016 βρέθηκε στην 38 η θέση των εξαγωγικών συνεταίρων της Γερμανίας με 5 δις ευρώ και στην 45 η θέση των εισαγωγών με εισαγωγές ελληνικών προϊόντων αξίας 1,9 δις ευρώ (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 15). Τέλος το Εμπορικό Ισοζύγιο διευρύνθηκε ακόμα παραπάνω το 2016 υψώνοντας το πλεόνασμα υπέρ της Γερμανίας σε 2,931 δις Ευρώ, ενώ το 2015 είχε φτάσει τα 2,797 δις ευρώ (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΒ., 2016: 15). Στο παρακάτω σχήμα διαφαίνονται τα πλεονάσματα και τα ελλείμματα των πιο ενεργών εταίρων της Γερμανίας. 41
Σχήμα 2 Γερμανικό Πλεόνασμα/Έλλειμμα έναντι σημαντικότερων εμπορικών εταίρων Πηγή: Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία (Destatis) 42
6.7 Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και επιμέρους ισοζύγια Σχήμα 3 Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της γερμανικής οικονομίας και επιμέρους ισοζύγια, ως ποσοστό του ΑΕΠ (1960-2017) ΓΕΡΜΑΝΙΑ Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών Ισοζύγιο Αγαθών και Υπηρεσιών Ισοζύγιο Εισοδημάτων Ισοζύγιο Τρεχουσών Μεταβιβάσεων 10 8 6 4 2 0-2 -4-6 Το παραπάνω διάγραμμα απεικονίζει το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών και τα επιμέρους Ισοζύγιο που το απαρτίζουν: το ισοζύγιο εισοδημάτων, το ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών και το ισοζύγιο τρεχουσών μεταβιβάσεων. Όλα τα παραπάνω Ισοζύγια είναι υπολογισμένα ως ποσοστό (%) του ΑΕΠ. Αρχικά παρατηρούμε ότι η υψηλή ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας, η οποία εκφράζεται από το ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών, είναι ο κύριος εκφραστής της καμπύλης τρεχουσών συναλλαγών αφού οι δύο καμπύλες ακολουθούν παράλληλη πορεία από το 1960 μέχρι το 2003, ενώ από το 2004 έως το 2017 είναι σχεδόν ταυτόσημες αφού το πλεονασματικό ισοζύγιο εισοδήματος αντισταθμίζεται από το ελλειμματικό ισοζύγιο μεταβιβάσεων. Έτσι, μπορούμε να κατατάξουμε την Γερμανία στις «μερκαντιλιστικές» χώρες αφού τα εξαγωγικά πλεονάσματα είναι αυτά που σταθεροποιούν την συνολική ζήτηση και φροντίζουν για την πραγματοποίηση κερδών (Hein, 2012: 9-10). Παρατηρούμε ότι ισοζύγιο τρεχουσών μεταβιβάσεων καθ όλη την διάρκεια της περιόδου που μελετάται είναι ελλειμματικό. Επίσης, στο ισοζύγιο εισοδημάτων υπάρχουν κατά περιόδους εναλλαγές από ελλειμματικό σε πλεονασματικό και τούμπαλιν χωρίς όμως να ξεπερνάει σε απόλυτη τιμή το 1%. Πρώτη φορά παρατηρείται το 2002, ημερομηνία την οποία εντάχθηκε στην ΟΝΕ, και είναι ελλειμματικό. Από το σχήμα 3 βλέπουμε ότι από το 2004 και έκτοτε είναι πλεονασματικό με την μέγιστη τιμή του το 2011 στο 2,52%. Στη συνέχεια υπάρχει πτωτική πορεία και το 2017 διαμορφώνεται στο 1,66%. 43
1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 2014 2017 6.8 Περιοδολόγηση Στην ενότητα αυτή γίνεται μία βασική περιοδολόγηση σύμφωνα με τις μεταβολές της εξαρτημένης μας μεταβλητής, της απόδοσης καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου (r). Το Σχήμα 4 αποτυπώνει την απόδοση του καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου (r), το Σχήμα 5 το καθαρό εγχώριο προϊόν (Y), το Σχήμα 6 το λόγο του καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου προς το καθαρό εγχώριο προϊόν (K/Y), το Σχήμα 7 το καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου ανά απασχολούμενο (K/N), το Σχήμα 8 το μερίδιο της εργασίας στο καθαρό εγχώριο προϊόν (L/Y), το Σχήμα 9 τη σχέση παραγωγικότητας της εργασίας (Y/N) και μέσων μισθών (L/N) και τέλος, το Σχήμα 10 μας πληροφορεί το ποσοστό ανεργίας για κάθε έτος της περιόδου 1960-2017. Σημειώνεται ότι όσο αφορά στην περίπτωση της Γερμανίας, αναλύοντας τα δεδομένα της βάσης δεδομένων της AMECO, την περίοδο 1960-1990 υπάρχουν δεδομένα μόνο για την Δυτική Γερμανία ενώ από το 1991 και έπειτα ενσωματώνεται η υπόλοιπη Γερμανία αντιπροσωπεύοντας την Γερμανία όπως την ξέρουμε σήμερα. Σχήμα 4 Απόδοση καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου γερμανικής οικονομίας (1960-2017) Απόδοση καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου 0,14 0,12 0,1 0,08 0,06 0,04 0,02 0 r 44
1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 2014 2017 1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 2014 2017 3000 Σχήμα 5 Καθαρό εγχώριο προϊόν γερμανικής οικονομίας (1960-2017) Καθαρό εγχώριο προϊόν 2500 2000 1500 1000 Y 500 0 Σχήμα 6 Λόγος καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου προς καθαρό εγχώριο προϊόν γερμανικής οικονομίας (1960-2017) 4 3,8 3,6 3,4 3,2 3 Λόγος καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου προς καθαρό εγχώριο προϊόν K/Y 45
1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 2014 2017 1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 2014 2017 Σχήμα 7 Καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου ανά απασχολούμενο γερμανικής οικονομίας (1960-2017) 0,2 Καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου ανά απασχολούμενο 0,15 0,1 K/N 0,05 0 Σχήμα 8 Μερίδιο της εργασίας στο καθαρό εγχώριο προϊόν γερμανικής οικονομίας (1960-2017) Μερίδιο της εργασίας στο καθαρό εγχώριο προϊόν 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0,1 0 L/Y 46
1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 2014 2017 1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 2014 2017 Σχήμα 9 Παραγωγικότητα της εργασίας και μέσος μισθός γερμανικής οικονομίας (1960-2017) 0,06 0,05 0,04 Παραγωγικότητα της εργασίας & μέσος μισθός 0,03 0,02 Y/N L/N 0,01 0 Σχήμα 10 Ποσοστό Ανεργίας Γερμανίας (1960-2017) Ποσοστό Ανεργίας 12 10 8 6 4 2 0 Ανεργία Όπως προκύπτει από το Σχήμα 4 μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικές επιμέρους περιόδους στην διάρκεια της περιόδου 1960-2017: Μία έντονα καθοδική (1960-1975), μία ελαφρώς ανοδική (1976-2007) και μία ήπια πτωτική (2008-2017). Η πρώτη βασική περίοδος χωρίζεται σε δύο υποπεριόδους (1960-1966 & 1967-1975), όχι τόσο για την διαφορά στη μονοτονία των διαγραμμάτων, όσο για την αντίθεση των πολιτικών που υιοθετήθηκαν από τις τότε κυβερνήσεις. Αντίστοιχα, η δεύτερη βασική περίοδος χωρίζεται και αυτή σε δύο υποπεριόδους (1976-1989 & 1990-2007). Ο χωρισμός αυτός των δύο υποπεριόδων της δεύτερης βασικής περιόδου οφείλεται στο κομβικό ιστορικό γεγονός της ενοποίησης των δύο Γερμανιών (Ανατολική και Δυτική) με την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989. Πιο συγκεκριμένα, αναλύονται οι περίοδοι αυτές στη συνέχεια: 47
1960-1975 8 : Όταν η οικονομική ενίσχυση από το σχέδιο Μάρσαλ έφτασε στο τέλος της γίνεται ξεκάθαρη η αδυναμία της γερμανικής οικονομίας να διατηρήσει μόνη της τα υψηλά ποσοστά κερδοφορίας όπως φαίνεται από το σχήμα 4 ανάπτυξης. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την διχοτόμηση της δυτικής-βιομηχανικής από την ανατολική-εργατική Γερμανία λόγω του τείχους, είχε ως αποτέλεσμα την παύση τροφοδότησης της Δυτικής Γερμανίας με εργατικό δυναμικό. Η πρώτη υποπερίοδος τερματίζεται με την πτώση της καγκελαρίας του Erhard λόγω των οικονομικών προβλημάτων. Η κερδοφορία σε όλη την διάρκεια μειώνεται. Το Y και οι λόγοι Κ/Υ και Κ/Ν αυξάνονται με έντονο ρυθμό ενώ ηπιότερο ρυθμό έχει η αύξηση του λόγου L/Y. Σταθερό μένει το ποσοστό ανεργίας όπως και η απόκλιση μεταξύ Y/N και L/N. Θέλοντας να σταματήσει η επιβράδυνση της ανάπτυξης, η νέα κυβέρνηση εγκαταλείπει τον laissez-faire προσανατολισμό και ψηφίζει τους νόμους Magna Carta μεσοπρόθεσμης οικονομικής διαχείρισης. Έτσι, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει μεγαλύτερη εξουσία καθοδήγησης της οικονομικής πολιτικής καθιερώνοντας ευρείες κατευθυντήριες γραμμές στην οικονομία με σκοπό την μη φθίνουσα ανάπτυξη και ορίζει τα βασικά πρότυπα με τα οποία θα έπρεπε πλέον να μετράται η οικονομική επιτυχία της Δυτικής Γερμανίας: νομισματική σταθερότητα, οικονομική ανάπτυξη, επίπεδα απασχόλησης και εμπορικό ισοζύγιο ("magic rectangle"). Η κερδοφορία εξακολουθεί να μειώνεται φτάνοντας στο κατώτερό της επίπεδο το 1975. Το Υ συνεχίζει να αυξάνεται, καθώς και ο λόγος Κ/Υ έπειτα από αλλεπάλληλες αυξομειώσεις στην αρχή της περιόδου. Οι λόγοι Κ/Ν και L/Y αυξάνονται όπως και η απόκλιση μεταξύ Y/N και L/N. Ορατές είναι οι συνέπειες της πετρελαϊκής κρίσης το 1973 αφού το ποσοστό της ανεργίας ενώ παραμένει αρχικά σταθερό κοντά στο 1%, στα τέλη της περιόδου φτάνει στο 3,3%. 1976-2007 9 : Μετά τις αναταράξεις της προηγούμενης περιόδου, με το επονομαζόμενο από την κυβέρνηση Modell Deutschland, εμφανίζεται ανάκαμψη της κερδοφορίας της Δυτικής Γερμανίας. Στα μέσα της δεκαετίας του 80 κυβέρνηση προχώρησε στην εφαρμογή νέων πολιτικών για τη μείωση του κυβερνητικού ρόλου στην οικονομία. Μέσα σε αυτά ήταν μια σειρά μέτρων ιδιωτικοποίησης διάφορων κρατικών ιδρυμάτων όπως VEBA, VIAG, Volkswagen, Lufthansa και Salzgitter. Η ταχύτερη ανάπτυξη της Ιαπωνίας και άλλων ασιατικών κρατών στα τέλη της περιόδου δεν άφησαν την Δυτική Γερμανία να αυξήσει το μερίδιό της στη συνολική παγκόσμια παραγωγή. Η κερδοφορία για πρώτη φορά έχει μία ισχνή ανοδική πορεία χωρίς όμως να φτάσει τα επίπεδα των πρώτων χρόνων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, ενώ το Υ εξακολουθεί να έχει την ίδια ανοδική πορεία με την προηγούμενη περίοδο. Ο λόγος Κ/Υ μέχρι τα μέσα της πρώτης υποπεριόδου (1976-1989) αυξάνεται και στη συνέχεια, μετά το 1983, μειώνεται με έντονο ρυθμό. Ο λόγος Κ/Ν και η απόκλιση μεταξύ Υ/Ν 8 Όλα τα πολιτικά και οικονομικά γεγονότα κατά της διάρκεια της υποπεριόδου που μελετάται βασίζονται σε (Timeline: Germany, http://news.bbc.co.uk/2/hi/europe/country_profiles/1053880.stm) 9 Όλα τα πολιτικά και οικονομικά γεγονότα κατά της διάρκεια της υποπεριόδου που μελετάται βασίζονται σε (Timeline: Germany, http://news.bbc.co.uk/2/hi/europe/country_profiles/1053880.stm) 48
και L/N αυξάνονται με ήπιο ρυθμό, ενώ εντονότερος είναι ο ρυθμός αύξησης του ποσοστού ανεργίας προς τα τέλη της υποπεριόδου. Το έτος 1989 ήταν το τελευταίο έτος της οικονομίας της Δυτικής Γερμανίας. Η οικονομία μετατράπηκε σταδιακά και μαζικά από τον πρωταρχικό της Δυτικοευρωπαϊκό και παγκόσμιο προσανατολισμό προς μια όλο και πιο έντονη συγκέντρωση στις απαιτήσεις και τις ευκαιρίες ενοποίησης. Η Γερμανία επένδυσε πάνω από 2 τρισεκατομμύρια μάρκα στην αποκατάσταση της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, βοηθώντας την στην μετάβαση σε μια οικονομία της αγοράς. Μέχρι το 2011 τα αποτελέσματα ήταν μικτά, με αργή οικονομική ανάπτυξη στην Ανατολή, σε αντίθεση με την ταχεία οικονομική ανάπτυξη τόσο στη δυτική όσο και στη νότια Γερμανία. Η κερδοφορία όσο περνάνε τα χρόνια αυξάνεται με εντονότερους ρυθμούς όπως και η απόκλιση μεταξύ Y/N και L/N, υπέρ του πρώτου. Το Υ εξακολουθεί να αυξάνεται. Ο λόγος K/Y στη δεύτερη υποπερίοδο (1990-2007) αρχικά μειώνεται παίρνοντας την χαμηλότερη τιμή του το 1991, στη συνέχεια αυξάνεται και έπειτα την ένταξη της Γερμανίας στην ΟΝΕ, το 2002, ακολουθεί πτωτική πορεία. Ο λόγος Κ/Ν αρχικά αυξάνεται μέχρι το 2002 όπου εφεξής παραμένει σταθερός. Ο λόγος L/Y μειώνεται με έντονους ρυθμούς ενώ αντίθετη πορεία έχει το ποσοστό ανεργίας. 2008-2017 10 : Μόλις ένα χρόνο από την έναρξη της παγκόσμιας κρίσης και ενώ κινδυνεύει να καταρρεύσει μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας, η Γερμανία δηλώνει επισήμως ότι είναι σε ύφεση. Ενάμιση χρόνο αργότερα τα στοιχεία δείχνουν ότι η οικονομία αυξήθηκε το γ τρίμηνο το 2009 φέρνοντας τη χώρα εκτός ύφεσης. Τον Σεπτέμβριο του 2015 η κυβέρνηση προσφέρει προσωρινό άσυλο στους πρόσφυγες προκαλώντας μαζική μετακίνηση ανθρώπων από τα Βαλκάνια προς τη Γερμανία. Όμως, τον Ιανουάριο του 2016 λαμβάνει μέτρα για τον περιορισμό της εισροής προσφύγων. Το r έχει απότομη μείωση το 2009, ανακάμπτει τα επόμενα δύο χρόνια και στη συνέχεια έχει μία πτωτική πορεία. Το Υ εκτός από το 2009 έχει αύξουσα πορεία. Αντίθετη ακριβώς είναι η πορεία του λόγου K/Y. Ο λόγος Κ/Ν παραμένει σταθερός και η απόκλιση μεταξύ Υ/Ν και L/N μειώνεται ελαφρά. Τέλος, ο λόγος L/Y αυξάνεται με ήπια μορφή ενώ το ποσοστό ανεργίας μειώνεται ραγδαίως. 10 Όλα τα πολιτικά και οικονομικά γεγονότα κατά της διάρκεια της υποπεριόδου που μελετάται βασίζονται σε (Timeline: Germany, http://news.bbc.co.uk/2/hi/europe/country_profiles/1053880.stm) 49
1965 1969 1973 1977 1981 1985 1989 1993 1997 2001 2005 2009 2013 2017 6.9 Περαιτέρω διερεύνηση της πτώσης της κερδοφορίας. Στην ανάλυση αυτή θα προστεθεί και η υποκαταναλωτική συνιστώσα, η οποία απεικονίζεται στο παρακάτω σχήμα, και εκφράζεται μέσω της μεταβλητής Y/Y, όπου Y το δυνητικό καθαρό εγχώριο προϊόν. Η μεταβλητή αυτή δείχνει το βαθμό χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυνατότητας της οικονομίας («capacity utilization ratio») και εκφράζει την πιθανή επίπτωση της ανεπαρκούς ζήτησης (υποκατανάλωση) στην κερδοφορία. Θα προσπαθήσουμε να δούμε πως οι μεταβολές των μεταβλητών Y, Y/N, L/N, K/N, Y/Y*, K και N επηρεάζουν την κερδοφορία για κάθε περίοδο όπως αυτές αναλύθηκαν προηγουμένως. Σχήμα 11 Βαθμός χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυνατότητας γερμανικής οικονομίας (1965-2017) 1,1 1,05 1 0,95 0,9 0,85 Βαθμός χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυνατότητας Υ/Υ* 1960-1975 Πίνακας 8 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) γερμανικής οικονομίας (1960-1975) Ποσοστιαίες μεταβολές (%) 1960-1975 r Y Y/N L/N K/N Y/Y* K N -43,759 66,545 65,551 109,802 82,391-3,961 83,486 0,600 Στον παραπάνω πίνακα αποτυπώνονται οι μεταβολές στο r και στις άλλες μεταβλητές που συνδέονται με αυτό για την πρώτη περίοδο που αναλύθηκε στην προηγούμενη ενότητα. Στη βάση των σχέσεων (4α), (4β) και (5) μπορούμε να συνάγουμε ότι η απόδοση του καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου (r) πέφτει ως αποτέλεσμα κυρίως της σχετικά χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας η οποία δεν μπορεί να αντισταθμίσει τόσο (και κυρίως) την αύξηση των μέσων μισθών (L/N) όσο και την αύξηση της σύνθεσης του κεφαλαίου (Κ/Ν). Συγκεκριμένα, ο μέσος μισθός (L/N) αυξάνεται πολύ περισσότερο από την παραγωγικότητα της εργασίας (Y/N) και αυτό έχει ως αποτέλεσμα το L/Y να αυξηθεί σημαντικά που σημαίνει ότι η μείωση του r οφείλεται καταρχήν στη μείωση του αριθμητή των σχέσεων, κάτι που μας παραπέμπει στη μαρξική θεωρία της «υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου». Αντίστοιχα, σημαντική είναι και η σύνθεση κεφαλαίου (K/N) σε σχέση με την παραγωγικότητα της εργασίας. Επομένως το K/Y αυξάνεται αφού η σύνθεση κεφαλαίου αυξάνεται σε μεγαλύτερο βαθμό από 50
την παραγωγικότητα της εργασίας. Στην περίοδο αυτή, ελαφρά είναι η πτώση της υποκαταναλωτικής συνιστώσας Y/Y. 1976-2007 Πίνακας 9 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) γερμανικής οικονομίας (1976-2007) Ποσοστιαίες μεταβολές (%) 1976-2007 r Y Y/N L/N K/N Y/Y* K N 34,068 100,915 30,235 14,637 28,932 1,929 98,906 54,271 Όσον αφορά στην δεύτερη περίοδο βλέπουμε ότι η κερδοφορία έχει αυξηθεί. Αυτό συμβαίνει διότι ο αριθμητής των σχέσεων αυξάνεται πιο έντονα από τον παρονομαστή. Συγκεκριμένα, ο μέσος μισθός (L/N) αυξάνεται αλλά αρκετά λιγότερο από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (Y/N) η αύξηση της οποίας οφείλεται κυρίως στην αύξηση του καθαρού προϊόντος (Υ), που υπερβαίνει την αύξηση του αριθμού των μισθωτών (Ν). Επομένως, το μερίδιο της εργασίας στο καθαρό προϊόν (L/Y) μειώνεται και αντιστοίχως αυξάνεται το μερίδιο των κερδών στο καθαρό προϊόν (Π/Υ). Αφετέρου ο παρονομαστής των σχέσεων παραμένει σχεδόν σταθερός αφού οι αυξήσεις των Κ/Υ και Κ/Ν είναι σχεδόν ίδιες. Η αύξηση του βαθμού χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυνατότητας της γερμανικής οικονομίας (Υ/Υ*) μας δείχνει ότι δεν υπάρχει ανεπαρκής ζήτηση (υποκατανάλωση) στην συγκεκριμένη περίοδο. 2008-2017 Πίνακας 10 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) γερμανικής οικονομίας (2007-2017) Ποσοστιαίες μεταβολές (%) 2008-2017 r Y Y/N L/N K/N Y/Y* K N -11,898 10,738 2,214 10,403-1,346-1,899 6,881 8,339 Στην τελευταία περίοδο της γερμανικής οικονομίας φαίνεται ότι η κερδοφορία μειώνεται. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο αριθμητής μειώνεται σε μεγαλύτερο βαθμό από τον παρονομαστή στις σχέσεις που αναλύθηκαν στο 1 ο Κεφάλαιο, κάτι που μας παραπέμπει και για την περίοδο αυτή στη μαρξική θεωρία της «υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου». Συγκεκριμένα, ο μέσος μισθός (L/N) αυξάνεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από την παραγωγικότητα της εργασίας (Υ/Ν). Επομένως, το μερίδιο της εργασίας στο καθαρό προϊόν (L/Y) αυξάνεται και αντιστοίχως μειώνεται το μερίδιο των κερδών στο καθαρό προϊόν (Π/Υ). Ακόμη, βλέπουμε ότι ο παρονομαστής των σχέσεων μειώνεται λόγω της μείωσης της σύνθεσης του κεφαλαίου ενώ παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται. Τέλος βλέπουμε ότι η υποκαταναλωτική συνιστώσα Υ/Υ* μειώνεται, δείχνοντάς μας ότι υπάρχει μία ανεπαρκής ζήτηση η οποία μπορεί να προέρχεται από την μεριά των καπιταλιστών ή/και των μισθωτών (και αυτοαπασχολούμενων στα δεδομένα της παρούσας ανάλυσης). 51
6.9.1 Εντοπισμός συσχετίσεων με SEM path analysis. Σχήμα 12 Χάρτης ροών συσχετίσεων της γερμανικής οικονομίας Από το παραπάνω σχήμα παρατηρούμε ότι δεν υπάρχουν καθόλου υπολείμματα στην ερμηνεία του r άρα μπορούμε να εξάγουμε ποιοτικά συμπεράσματα. Οι μεταβλητές Χ/Μ και Υ/Υ* όπως προκύπτει από την θεωρία δεν σχετίζονται άμεσα με την κερδοφορία (r). Ακολουθώντας εδώ τη μέθοδο της ανάλυσης διαδρομής (path analysis) για να βρούμε την τελική συσχέτισή τους με το r, εξετάζουμε την άμεση σχέση τους με το Π/Υ και Κ/Υ και μέσω αυτών την έμμεση σχέση τους με το r. Υπολογίζουμε λοιπόν αρχικά τις επιμέρους συσχετίσεις των μονοπατιών (paths) και στο τέλος αθροίζουμε όλες τις επιμέρους συσχετίσεις για να βρούμε την τελική έμμεση σχέση της εξεταζόμενης μεταβλητής με την κερδοφορία. Είναι εμφανές, στη βάση της σχέσης (3β), ότι την υψηλότερη επιρροή στο r ασκεί η μεταβλητή Π/Υ για το σύνολο της εξεταζόμενης περιόδου και όχι η μεταβλητή K/Y. Για να δούμε τις επιδράσεις της μεταβλητής Υ/Υ* στο r πρέπει να πάρουμε το γινόμενο των επιμέρους επιδράσεων. Το γινόμενο και στις δύο διαδρομές είναι θετικό άρα και η επίδραση της μεταβλητής Υ/Υ* στο r (0,3807) είναι θετική, είναι μικρότερη όμως από την επίδραση του Π/Υ στο r. Στη βάση των παραπάνω, συνάγεται πως η μαρξική θεωρία της «υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου» εντοπίζει την κύρια αιτία των μεταβολών της κερδοφορίας στην γερμανική οικονομία για το σύνολο της εξεταζόμενης περιόδου. Σύμφωνα με το σχήμα, η σχέση του Υ/Υ* με το Κ/Υ είναι αρνητική και συμφωνεί με τη θεωρία, υπό την έννοια ότι, για όλα τα άλλα σταθερά, η υποκατανάλωση οδηγώντας σε υποαπασχόληση κεφαλαίου αυξάνει το λόγο Κ/Υ. Πρέπει να σημειώσουμε την ιδιαίτερη ισχυρή αρνητική συσχέτιση των δυο μεγεθών. Αντίστοιχα, η σχέση του Υ/Υ* με το Π/Υ είναι (ασθενώς) θετική, εφόσον, για δεδομένο L, η αύξηση του βαθμού χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυνατότητας μιας 52
οικονομίας, οδηγεί σε αύξηση του μεριδίου των κερδών, μέσω της αύξησης του Υ, όπως μας υποδεικνύει η σχέση Π/Υ = 1-L/Y. Από το διάγραμμα επίσης μπορούμε να υπολογίσουμε το είδος της συσχέτισης του λόγου Χ/Μ με το r αν και δεν προκύπτει άμεσα από την θεωρία. Η έμμεση αυτή συσχέτιση προκύπτει μέσω των μεταβλητών Π/Υ και Κ/Υ. Παρατηρούμε ότι η συσχέτιση μεταξύ Χ/Μ και Κ/Υ είναι ασθενώς αρνητική, δηλαδή, η σχετική αύξηση των εξαγωγών σχετίζεται με μείωση της σύνθεσης του κεφαλαίου. Το Χ/Μ σχετίζεται αρνητικά με το Κ/Υ διότι πιθανόν το θετικό εμπορικό ισοζύγιο σχετίζεται με οικονομίες κλίμακας. Ταυτόχρονα το Κ/Υ σχετίζεται αρνητικά με το r. Επομένως, η τελική έμμεση επίδραση του Χ/Μ μέσω του Κ/Υ στο r είναι θετική. Από την άλλη, η συσχέτιση μεταξύ Χ/Μ και Π/Υ είναι ισχυρά θετική. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από την θετική επίπτωση του θετικού ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών στο Υ, και μέσω αυτού στο Π/Υ, για δεδομένο L. Ταυτόχρονα θετική είναι και η επίδραση του Π/Υ στο r. Επομένως, η τελική έμμεση επίδραση του Χ/Μ μέσω του Π/Υ στο r είναι θετική. Συμπερασματικά, το Χ/Μ συσχετίζεται θετικά και ισχυρά με το r (0,8367). Αυτή η τόσο ισχυρή συσχέτιση μας δείχνει ότι η ισχυρή διεθνής ανταγωνιστικότητα έχει βοηθήσει σε υψηλό βαθμό την κερδοφορία της γερμανικής οικονομίας. 53
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΛΛΑΝΔΙΑΣ 7.1 Δομή της Οικονομίας 11 Η Ολλανδία είναι μια χώρα που βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, ανάμεσα από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, την Γαλλία, τις βαλτικές και τις σκαδιναβικές χώρες. Το εργατικό πολύγλωσσο δυναμικό με υψηλή εξειδίκευση, σε συνεργασία με το ήδη υπάρχον συνεργατικό δίκτυο προμηθευτών έλκουν πολλές εταιρίες για να επενδύσουν σε αυτή τη χώρα. Συν τοις άλλοις η ιδιαιτέρως ανεπτυγμένη υποδομή τηλεπικοινωνιών και μεταφορών, σε συνδυασμό με τη γεωστρατηγική της θέση παρέχει ένα από τα πιο ιδανικά περιβάλλοντα για επενδύσεις στον τομέα των επιχειρήσεων. Η οικονομία της Ολλανδίας έχει μία σταθερά ανοδική πορεία, ιδιαίτερα την τελευταία τριετία (2014-2016). Όλα τα βασικά οικονομικά μεγέθη γνωρίζουν ανάπτυξη ή σταθερότητα. Αυτή η ανάπτυξη δε βασίστηκε σε εξωτερική ή ευρωπαϊκή βοήθεια, αλλά κυρίως στην εγχώρια ζήτηση, στην αύξηση των επιχειρηματικών επενδύσεων και στις εξαγωγές σε άλλες χώρες (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΧ., 2016: 11). Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με τον πίνακα 11, το ονομαστικό ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε το 2016, όπως ακριβώς και το κατά κεφαλήν εισόδημα. Η ανεργία έπεσε κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες, από 7,4% το 2014 σε 6% το 2016. Ο πληθωρισμός της από 0,3% το 2014 μειώθηκε στο 0,1% το 2016. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν από 547,4 δις το 2014 σε 579,3 δις το 2016. Το δημόσιο χρέος μειώθηκε από 68% επί του ΑΕΠ το 2014 σε 61,8% επί του ΑΕΠ το 2016. 11 Τα στοιχεία έχουν αντληθεί από το Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων, Πρεσβεία της Ελλάδος στη Χάγη (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΧ.), «Ολλανδική Οικονομία και Διμερείς Σχέσεις Ελλάδος-Ολλανδίας», Έκθεση 2016. 54
Πίνακας 11 Βασικά οικονομικά μεγέθη Ολλανδίας Πηγή: De Nederlandsche Bank Όσον αφορά στον πρωτογενή τομέα παραγωγής η Ολλανδία στηρίζεται στην κηπουρική, που συμπεριλαμβάνει λουλούδια, φυτά, προϊόντα φτωρίου και βολβούς ανθέων, με δεύτερο το κρέας, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα αυγά, τα λαχανικά και τα φρούτα. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια του 2016 η εξαγωγή των γεωργικών προϊόντων αυξήθηκε κατά 4,4%, φτάνοντας τη συνολική αξία των 85 δις ευρώ. Επιπλέον ο γαλακτοκομικός τομέας αποτελεί ένα πολυάσχολο γρανάζι της ολλανδικής οικονομίας, καθώς απασχολεί 45.000 εργαζόμενους με συνολική παραγωγή 12 δις ευρώ, καταλαμβάνοντας το 1/6 ο της συνολικής βιομηχανίας τροφίμων (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΧ., 2016: 12). Όσον αφορά στον δευτερογενή τομέα παραγωγής ο κύκλος των εργασιών του αυξήθηκε κατά 1,1% σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2016. Στη βιομηχανία επίπλων σημείωσε ανάπτυξη 8,2 ποσοστιαίων μονάδων. Οι πωλήσεις στη βιομηχανία πετρελαίου, χημικών, φαρμακευτικών προϊόντων, καουτσούκ και πλαστικών αυξήθηκαν ποσοτικά, όμως τα έσοδα στη βιομηχανία μειώθηκαν το 2016 συνολικά κατά 2,9%. Είναι μάλιστα γεγονός ότι εν γένει για κάθε ευρώ της ολλανδικής βιομηχανίας, τα 70 λεπτά εξάγονται. Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό, όσον αφορά τη βιομηχανία αφορά την πτώχευση των εταιριών. Από το 2013 εως το 2016 υπάρχει μία εντυπωσιακή πτώση στον αριθμό των πτωχεύσεων των εταιριών, της τάξης του 56,5%. Συγκεκριμένα, από 839 χρεοκοπήσεις το 2013 κατάφερε να φτάσει στις 365 το 2016 (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΧ., 2016: 13). Στον τριτογενή τομέα κατά το 2016, η συνολική αξία των εξαγωγών υπηρεσιών της Ολλανδίας ανήλθε περί τα 160 δις, 10 παραπάνω δις περίπου από την αξία των εισαγωγών υπηρεσιών (περίπου 150 δις). Οι εξαγωγές υπηρεσιών το 2000 ανέρχονταν στο 8,9% του ΑΕΠ, ενώ το 2015 έφτασε το 11,2% του ΑΕΠ. 55
Το 26% περίπου των επιχειρήσεων εμπορεύεται διεθνώς μόνο υπηρεσίες, το 42% μόνο αγαθά και το 32% αγαθά και υπηρεσίες. Τα κυριότερα εμπορικά κέντρα της χώρας είναι το Άμστερνταμ που εισάγει το 38,4% των υπηρεσιών και εξάγει το 27,7% των υπηρεσιών της Ολλανδίας και ακολουθείται από το Ρόττερνταμ. Οι επιχειρματικές υπηρεσίες (συμβουλευτικές υπηρεσίες, έρευνα αγοράς, λογιστική, έρευνα και ανάτυξη, μηχανική και νομικές υπηρεσίες) είναι ο κύριος εξαγωγικός παράγοντας υπηρεσιών, μιας και η αξία των εξαγωγών τους ανήλθε σε 42,4 δις ευρώ το 2016. Μαζί με τις προηγούμενες υπηρεσίες οι εξαγωγές υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής, υπηρεσίες μεταφορών και δικαιωμάτων αποτελούν το 81% των εξαγόμενων υπηρεσιών (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΧ., 2016: 14). 7.2 Εξέλιξη ΑΕΠ Ολλανδίας και κρατικός προϋπολογισμός Σχήμα 13 ΑΕΠ Ολλανδίας (1960-2017) 800 700 600 500 400 300 200 100 0 Α.Ε.Π. Σύμφωνα με το σχήμα 13, το ΑΕΠ της Ολλανδίας αυξήθηκε από 663,0 δις. ευρώ το 2014 σε 683,4 δις. ευρώ το 2015 και σε 702,6 το 2016. Η ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ ήταν 1,4% για το 2014, 2,3% για το 2015 και 2,2% για το 2016, όπως δείχνει το σχήμα 13. Παρόμοια πορεία ακολούθησε και το κατά κεφαλήν εισόδημα που στην ίδια τριετία αυξήθηκε από 39.300 ευρώ το 2014 σε 40.400 το 2015 σε 41.300 το 2016. Οι δαπάνες για την υγεία, την εκπαίδευση, την κοινωνική ασφάλιση, τη μεταφορά και αποθήκευση τροφίμων και η βιομηχανία (εξόρυξη, κατασκευές, ενέργεια και ύδρευση) αποτέλεσαν τα πεδία που είχαν τη μεγαλύτερη συμβολή στον καθορισμό του ΑΕΠ το 2016 (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΧ., 2016: 12). Το πλεόνασμα του προϋπολογισμού που επιτεύχθηκε το 2016, που έφτασε τα 2,9 δις ευρώ ήταν το σημαντικότερο στην αναθεώρηση των δημόσιων οικονομικών. Ήταν το πρώτο πλεόνασμα του προϋπολογισμού από το 2008, μεταφρασμένο ως ποσοστό οικονομικού 56
μεγέθους, ανερχόμενο στο 0,4% του ΑΕΠ. Οι κυβερνητικές δαπάνες ανήλθαν το 2015 σε 256,2 δις ευρώ και μειώθηκαν κατά 0,3 δις ευρώ από τον αρχικό προϋπολογισμό. Η κυβέρνηση προέβλεψε υψηλότερο επιτόκιο δημόσιου χρέους και δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη. Τα έσοδα από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και τη φορολογία παρουσίασαν πλεόνασμα 11 δις ευρώ. Όλα αυτά τα πλεονάσματα και η μείωση των κρατικών δαπανών είχαν ως αποτέλεσμα την βελτίωση του ισοζυγίου της κεντρικής κυβέρνησης (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΧ., 2016: 20). 7.3 Εξωτερικό Εμπόριο 12 Πίνακας 12 Εξαγωγές Ολλανδίας- 10 σημαντικότεροι εταίροι Πηγή: Στατιστική Υπηρεσία της Ολλανδίας Βασιζόμενοι στα παραπάνω στοιχεία του πίνακα 12 γίνεται αντιληπτό ότι οι εξαγωγές της Ολλανδίας, το 2016, κατευθύνονται ως επί το πλείστον στη Γερμανία. Ακολουθεί το Βέλγιο, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Ιταλία, οι Ηνωμένες πολιτείες Αμερικής, η Ισπανία, η Πολωνία, η Κίνα, και η Σουηδία. Η Ελλάδα βρίσκεται στην 49 η θέση των εξαγωγών της Ολλανδίας. Τα προϊόντα που εξήχθησαν περισσότερο κατά το 2016 αφορούσαν τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό, φάρμακα, ιατροφαρμακευτικά προϊόντα, ακατέργαστες φυτικές ύλες, αυτόματες μηχανές εγγραφής και επεξεργασίας στοιχείων. (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΧ., 2016: 17). 12 Τα στοιχεία έχουν αντληθεί από το Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων, Πρεσβεία της Ελλάδος στη Χάγη (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΧ.), «Ολλανδική Οικονομία και Διμερείς Σχέσεις Ελλάδος-Ολλανδίας», Έκθεση 2016 57
Πίνακας 13 Εισαγωγές Ολλανδίας- 10 σημαντικότεροι εταίροι Πηγή: Στατιστική Υπηρεσία της Ολλανδίας Οι κυριότερες χώρες προέλευσης των εισαγωγών της Ολλανδίας κατά το 2016, σύμφωνα με το πίνακα 13, ήταν η Γερμανία, δεύτερο το Βέλγιο, ακολουθεί η Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Ρωσική Ομοσπονδία, η Ιταλία, η Νορβηγία, η Ιαπωνία και η Πολωνία. Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην 64 η θέση των εισαγωγών της Ολλανδίας.. Ο κύριος λόγος για τα υψηλά νούμερα εισαγόμενων και εξαγόμενων προϊόντων είναι η ανάδειξη της Ολλανδίας ως διαμετακομιστικό κέντρο, χάρη στον κυρίαρχο ρόλο του λιμανιού του Ρότερνταμ (το οποίο έχει γίνει το μεγαλύτερο λιμάνι στην Ευρώπη), στο οποίο τα εμπορεύματα δεν διέρχονται ως transits, αλλά εισάγονται και ακολουθούν μία διαδικασία επανεξαγωγής. Οι επανεξαγωγές, όρος που αναφέρεται σε εμπορεύματα μη κατασκευαζόμενα, αλλά εισαγόμενα στη χώρα και χωρίς ιδιαίτερη επανεπεξεργασία, εξάγονται εκ νέου, συμβάλουν στο ΑΕΠ σε ποσοστό 3,8%, σχεδόν υπερδιπλάσιο ποσοστό από τα τέλη του 1990 (2%) (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΧ., 2016: 19). Η Ολλανδία είχε κέρδη 26 δις το 2015 από την παραπάνω διαδικασία. Το μερίδιο μάλιστα των επανεξαγωγών ανήλθε στις συνολικές εξαγωγές αγαθών στο 54% το 2015, ενώ το 1995 ήταν 42%. Μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη αυτής της διαδικασίας έχει παίξει η είσοδος της Ολλανδίας στο Ευρώ και το τεράστιο μερίδιο εισαγωγικών και εξαγωγικών συνδιαλλαγών που έχουν διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΧ., 2016: 20). 58
7.4 Δημόσιο Χρέος Ολλανδίας και Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών Πίνακας 14 Χρέος Ολλανδίας και Ευρώπης ως ποσοστό (%) του ΑΕΠ Πηγή: Eurostat Από τον πίνακα 14 προκύπτει ότι τα χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης κλόνισαν, έστω και σε μικρότερο βαθμό, και την ολλανδική οικονομία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανύψωση του δημοσίου χρέους από 54,7% το 2008 στο 68,0% το 2014, μέσα σε μία εξαετία. Παρ όλα αυτά η ολλανδική οικονομία, σύντομα, κατάφερε όχι μόνο να σταθεροποιηθεί, αλλά και να ορθοποδήσει. Μέσα σε μια διετία, από το 2014 έως το 2016, το χρέος της μειώθηκε κατά 6,2 ποσοστιαίες μονάδες, φτάνοντας στο 61,8% επί του ΑΕΠ. Σχήμα 14 Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ολλανδικής οικονομίας και επιμέρους ισοζύγια, ως ποσοστό του ΑΕΠ (1960-2017) ΟΛΛΑΝΔΙΑ Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών Ισοζύγιο Αγαθών και Υπηρεσιών Ισοζύγιο Εισοδημάτων Ισοζύγιο Τρεχουσών Μεταβιβάσεων 12 10 8 6 4 2 0-2 -4 Το παραπάνω διάγραμμα απεικονίζει το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών και τα επιμέρους Ισοζύγια που το απαρτίζουν: το ισοζύγιο εισοδημάτων, το ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών και το ισοζύγιο τρεχουσών μεταβιβάσεων. Όλα τα παραπάνω Ισοζύγια είναι υπολογισμένα ως ποσοστό (%) του ΑΕΠ. Όπως και στην περίπτωση της Γερμανίας έτσι και εδώ φαίνεται ότι η Ολλανδία ανήκει στις «μερκαντιλιστικές» χώρες (Hein, 2012: 9-10). Ακόμη παρατηρείται το εξής: το ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών από το 1990 και έπειτα είναι μεγαλύτερο από το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με εξαίρεση τα έτη της ύφεσης για την 59
1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 2014 2017 χώρα, το 2011 και 2012. Αυτό συμβαίνει διότι το άθροισμα των ισοζυγίων εισοδήματος και μεταβιβάσεων είναι αρνητικό και την περίοδο 2014-2017 είναι σε ποσοστό -2%. Συγκεκριμένα, το ισοζύγιο μεταβιβάσεων είναι, με εξαίρεση το 1963 (0,13%), αρνητικό λαμβάνοντας την ελάχιστη τιμή του το 1997 (-1,95%). Αντίστοιχα, το ισοζύγιο εισοδήματος είναι πλεονασματικό μέχρι το 1984 και έκτοτε υπάρχουν συνεχείς εναλλαγές καταλήγοντας από το 2014 και έπειτα να είναι ελλειμματικό. 7.5 Περιοδολόγηση Στην ενότητα αυτή γίνεται μία βασική περιοδολόγηση σύμφωνα με τις μεταβολές της εξαρτημένης μας μεταβλητής, της απόδοσης καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου (r). Το Σχήμα 15 αποτυπώνει την απόδοση του καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου (r), το Σχήμα 16 το καθαρό εγχώριο προϊόν (Y), το Σχήμα 17 το λόγο του καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου προς το καθαρό εγχώριο προϊόν (K/Y), το Σχήμα 18 το καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου ανά απασχολούμενο (K/N), το Σχήμα 19 το μερίδιο της εργασίας στο καθαρό εγχώριο προϊόν (L/Y), το Σχήμα 20 τη σχέση παραγωγικότητας της εργασίας (Y/N) και μέσων μισθών (L/N) και τέλος, το Σχήμα 21 μας πληροφορεί το ποσοστό ανεργίας για κάθε έτος της περιόδου 1960-2017. Σχήμα 15 Απόδοση καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου ολλανδικής οικονομίας (1960-2017) 0,14 0,12 0,1 0,08 Απόδοση καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου 0,06 0,04 0,02 0 r 60
1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 2014 2017 1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 2014 2017 Σχήμα 16 Καθαρό εγχώριο προϊόν ολλανδικής οικονομίας (1960-2017) 700 600 500 400 Καθαρό εγχώριο προϊόν 300 Y 200 100 0 Σχήμα 17 Λόγος καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου προς καθαρό εγχώριο προϊόν της ολλανδικής οικονομίας (1960-2017) 5 4 3 Λόγος καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου προς καθαρό εγχώριο προϊόν 2 K/Y 1 0 61
1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 2014 2017 1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 2014 2017 Σχήμα 18 Καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου ανά απασχολούμενο της ολλανδικής οικονομίας (1960-2017) 0,25 0,2 0,15 Καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου ανά απασχολούμενο 0,1 K/N 0,05 0 Σχήμα 19 Μερίδιο της εργασίας στο καθαρό εγχώριο προϊόν της ολλανδικής οικονομίας (1960-2017) 0,9 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0,1 0 Μερίδιο της εργασίας στο καθαρό εγχώριο προϊόν L/Y 62
1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 2014 2017 1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 2014 2017 Σχήμα 20 Παραγωγικότητα της εργασίας και μέσος μισθός της ολλανδικής οικονομίας (1960-2017) Παραγωγικότητα της εργασίας & μέσος μισθός 0,07 0,06 0,05 0,04 0,03 0,02 0,01 0 Y/N L/N Σχήμα 21 Ποσοστό Ανεργίας Ολλανδίας (1960-2017) Ποσοστό Ανεργίας 14 12 10 8 6 4 2 0 Ανεργία Όπως προκύπτει από το Σχήμα 17 μπορούμε να διακρίνουμε βασικές επιμέρους περιόδους στην διάρκεια της περιόδου 1960-2017: δύο ανοδικές (1983-2007 & 2008-2017) και μία καθοδική (1960-1982). Πιο συγκεκριμένα, αναλύονται ως εξής: 1960-1982 13 : Η Ολλανδία ανήκει από το 1957 στην τότε ΕΟΚ αφού ήταν ένα από τα επτά ιδρυτικά μέλη. Η πετρελαϊκή κρίση το 1973 σε συνδυασμό με την ανεξαρτητοποίηση της αποικίας του Σουρινάμ το 1975 είχε ως αποτέλεσμα την συνεχή πτώση της κερδοφορίας (r) με αποκορύφωμα το 1979 που εμφανίζει τη χαμηλότερη τιμή της. Αντιθέτως το καθαρό εγχώριο προϊόν (Y) παρουσιάζει ανοδική πορεία όπως και το καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου ανά 13 Όλα τα πολιτικά και οικονομικά γεγονότα κατά της διάρκεια της υποπεριόδου που μελετάται βασίζονται σε (Netherlands profile Timeline, https://www.bbc.com/news/world-europe-17741525) 63
απασχολούμενο (K/N). Ο λόγος του καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου προς το καθαρό εγχώριο προϊόν (K/Y) παρουσιάζει μία μικρή αύξηση. Εντονότερη είναι η αύξηση του μέσου μισθού (L/N) από την αντίστοιχη της παραγωγικότητας της εργασίας (Υ/Ν) για αυτό και η απόκλιση της παραγωγικότητας της εργασίας (Y/N) και του μέσου μισθού (L/N) μικραίνει υπέρ των μέσων μισθών. Η επιστροφή εκατοντάδων χιλιάδων πρώην αποικιοκρατών το 1975 είχε ως αποτέλεσμα το σταθερό έως τότε και χαμηλό (2%) ποσοστό ανεργίας να αυξάνεται συνεχώς με αποκορύφωμα το 1982 που εμφανίζεται το υψηλότερο ποσοστό της Ολλανδίας έως σήμερα στο 11,8%. Τέλος, το μερίδιο της εργασίας στο καθαρό εγχώριο προϊόν (L/Y) αρχικά είχε έντονη ανοδική πορεία, παίρνει την ανώτατη τιμή έως σήμερα το 1975, και έκτοτε παρέμεινε σταθερό έως το τέλος της εξεταζόμενης περιόδου. 1983-2007 14 : Η κερδοφορία αρχίζει να ανακάμπτει συνεχώς πλησιάζοντας τα επίπεδα του 1960. Το καθαρό εγχώριο προϊόν αυξάνεται συνεχώς με μία μικρή παύση την υποπερίοδο 2001-2003 οπότε η Ολλανδία εντάχθηκε στην τότε ΟΝΕ και αντικαταστάθηκε το έως τότε νόμισμά της (φιορίνι) από το ευρώ. Ο λόγος K/Y παρουσιάζει μία συνεχή κάμψη παίρνοντας το 2007 της ελάχιστη τιμή της συνολικής περιόδου. Το ποσοστό ανεργίας αρχικά μειώνεται αλλά το 1992 μέχρι το 1995 αυξάνεται κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες και στη συνέχεια βαίνει μειούμενο. Ο λόγος L/Y μειώνεται καθ όλη την διάρκεια της περιόδου παίρνοντας την χαμηλότερη τιμή του το 2007. Η «ψαλίδα» μεταξύ της παραγωγικότητας της εργασίας (Y/N) και του μέσου μισθού (L/N) συνέχεια μεγαλώνει σε όλη την διάρκεια της περιόδου. 2008-2017 15 : Στην αρχή της περιόδου αυτής το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα διέρχεται οικονομική κρίση. Ωστόσο, η Ολλανδία μόλις το 2012 ανακοινώνει ότι θα πρέπει στο άμεσο μέλλον να λάβει αυστηρά μέτρα λιτότητας με σκοπό ο προϋπολογισμός του 2013 να παραμείνει εντός των ευρωπαϊκών στόχων. Τέλος στα μέτρα λιτότητας μπαίνει το 2016. Η κερδοφορία αρχικά υποχωρεί και στη συνέχεια ανακάμπτει αφού αυξάνεται με έντονο ρυθμό φτάνοντας τα επίπεδα προ ύφεσης, δηλαδή του 2007. Ανάλογη πορεία έχει και το Y το οποίο για πρώτη φορά στη συνολική περίοδο μειώνεται το 2009, παραμένει σταθερό για τα επόμενα τρία χρόνια και στη συνέχεια αυξάνεται με έντονο ρυθμό. Ο λόγος K/Y αυξάνεται λίγο στη διάρκεια της περιόδου αυτής, ενώ αύξηση παρουσιάζει ο λόγος K/N. Ο λόγος L/Y όπως και το ποσοστό ανεργίας αρχικά αυξάνονται και στη συνέχεια έχουν πτωτική πορεία ενώ η απόκλιση μεταξύ Y/N και L/N αυξάνεται συνεχώς με έντονους ρυθμούς. 14 Όλα τα πολιτικά και οικονομικά γεγονότα κατά της διάρκεια της υποπεριόδου που μελετάται βασίζονται σε (Netherlands profile Timeline, https://www.bbc.com/news/world-europe-17741525) 15 Όλα τα πολιτικά και οικονομικά γεγονότα κατά της διάρκεια της υποπεριόδου που μελετάται βασίζονται σε (Netherlands profile Timeline, https://www.bbc.com/news/world-europe-17741525) 64
1965 1969 1973 1977 1981 1985 1989 1993 1997 2001 2005 2009 2013 2017 7.6 Περαιτέρω διερεύνηση της πτώσης της κερδοφορίας. Στην ανάλυση αυτή θα προστεθεί και η υποκαταναλωτική συνιστώσα, η οποία απεικονίζεται στο παρακάτω διάγραμμα, και εκφράζεται μέσω της μεταβλητής Y/Y*, όπου Y* το δυνητικό καθαρό εγχώριο προϊόν. Η μεταβλητή αυτή δείχνει το βαθμό χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυνατότητας της οικονομίας («capacity utilization ratio») και εκφράζει την πιθανή επίπτωση της ανεπαρκούς ζήτησης (υποκατανάλωση) στην κερδοφορία. Θα προσπαθήσουμε να δούμε πως οι μεταβολές των μεταβλητών Y, Y/N, L/N, K/N, Y/Y*, K και N επηρεάζουν την κερδοφορία για κάθε περίοδο όπως αυτές αναλύθηκαν προηγουμένως. Σχήμα 22 Βαθμός χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυνατότητας της ολλανδικής οικονομίας (1965-2017) 1,06 1,04 1,02 1 0,98 0,96 0,94 0,92 Βαθμός χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυνατότητας Y/Y* 1960-1975 Πίνακας 15 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) ολλανδικής οικονομίας (1960-1975) Ποσοστιαίες μεταβολές (%) 1960-1975 r Y Y/N L/N K/N Y/Y* K N -59,578 94,123 57,143 118,505 58,881-1,744 96,270 23,533 Στον παραπάνω πίνακα αποτυπώνονται οι μεταβολές στο r και στις άλλες μεταβλητές που συνδέονται με αυτό για την πρώτη περίοδο που αναλύθηκε στην προηγούμενη ενότητα. Στη βάση των σχέσεων (4α), (4β) και (5) βλέπουμε ότι αριθμητής μειώνεται αισθητά ενώ ο παρονομαστής αυξάνεται πολύ οριακά. Συγκεκριμένα, ο μέσος μισθός (L/N) αυξάνεται πολύ πιο έντονα από την παραγωγικότητα της εργασίας (Υ/Ν) και αναγκάζει με τη σειρά του την αύξηση του L/Y. Άρα το μερίδιο των κερδών στο καθαρό προϊόν μειώνεται σε έντονο βαθμό, που σημαίνει ότι η μείωση του r οφείλεται καταρχήν στη μείωση του αριθμητή των σχέσεων, κάτι που μας παραπέμπει στη μαρξική θεωρία της «υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου». Αντίστοιχα, η σύνθεση του κεφαλαίου (Κ/Ν) αυξάνεται ελαφρώς περισσότερο από την παραγωγικότητα της εργασίας έτσι ώστε να αυξάνεται ελαφρά ο λόγος του καθαρού 65
αποθέματος παγίου κεφαλαίου προς το καθαρό προϊόν (Κ/Υ). Να σημειωθεί ότι ενώ όλες οι επιμέρους μεταβλητές, από τις οποίες προκύπτει το r, αυξάνονται την μεγαλύτερη αύξηση εμφανίζει ο μέσος μισθός (L/N) και είναι ο κύριος λόγος που η κερδοφορία μειώνεται. Ακόμη, βλέπουμε ότι έχει μειωθεί ο βαθμός χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυνατότητας, που σημαίνει ύπαρξη ανεπαρκούς ζήτησης (υποκατανάλωση), συνεισφέροντας στην πτώση της κερδοφορίας. 1976-2006 Πίνακας 16 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) ολλανδικής οικονομίας (1976-2006) Ποσοστιαίες μεταβολές (%) 1976-2006 r Y Y/N L/N K/N Y/Y* K N 97,114 101,152 35,209 9,116 26,919-1,530 88,820 48,772 Όσον αφορά στην δεύτερη περίοδο βλέπουμε ότι η κερδοφορία έχει αυξηθεί. Η αύξηση αυτή οφείλεται τόσο στην αύξηση του αριθμητή αλλά και στην μείωση του παρονομαστή των σχέσεων (4α), (4β) και (5). Πιο συγκεκριμένα, το μερίδιο των κερδών στο καθαρό προϊόν αυξάνεται αφού η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (Υ/Ν) υπερβαίνει την αύξηση του μέσου μισθού (L/N). Αυτό συμβαίνει διότι το καθαρό εγχώριο προϊόν (Υ) έχει εμφανίσει την μεγαλύτερη αύξηση. Επομένως, το μερίδιο της εργασίας στο καθαρό προϊόν (L/Y) μειώνεται και αντιστοίχως αυξάνεται το Π/Υ. Όσον αφορά στον παρονομαστή των σχέσεων, η σύνθεση του κεφαλαίου (K/N) αυξάνεται αλλά όχι όσο η παραγωγικότητα της εργασίας (Y/N). Συνεπώς, ο παρονομαστής μειώνεται συνεπικουρώντας στην περαιτέρω αύξηση της κερδοφορίας. Σημειώνεται ότι ενώ η κερδοφορία και όλες οι επιμέρους μεταβλητές αυξάνονται, ο βαθμός χρησιμοποίησης της παραγωγικότητας της εργασίας μειώνεται δείχνοντάς μας ότι το καθαρό εγχώριο προϊόν δεν έχει φτάσει το δυνητικό. 2007-2017 Πίνακας 17 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) ολλανδικής οικονομίας (2007-2017) Ποσοστιαίες μεταβολές (%) 2007-2017 r Y Y/N L/N K/N Y/Y* K N -5,333 8,706 4,940 5,827 9,060-2,218 12,974 3,588 Στην περίοδο της παγκόσμιας κρίσης και οικονομικής ύφεσης για την ολλανδική οικονομία η κερδοφορία μειώθηκε. Συγκεκριμένα, ο αριθμητής των σχέσεων (4α), (4β) και (5) οριακά μειώνεται λόγω της υπέρβασης του μέσου μισθού (L/N) προς την παραγωγικότητα της εργασίας (Y/N). Επομένως, το μερίδιο της εργασίας στο καθαρό προϊόν (L/Y) αυξάνεται και αντιστοίχως μειώνεται το Π/Υ. Η μείωση του r δεν μπορεί οφείλεται μόνο στη μικρή μείωση του αριθμητή αλλά κυρίως στην αύξηση του παρονομαστή των σχέσεων. Πράγματι το Κ αυξάνεται πολύ περισσότερο της αύξησης του Ν και έτσι το K/N αυξάνεται και μάλιστα 66
αυξάνεται πολύ περισσότερο από ότι η παραγωγικότητα της εργασίας που σημαίνει ότι αυξάνεται το K/Y. Ακόμη βλέπουμε ότι και σε αυτή την περίοδο μειώνεται ο βαθμός χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυνατότητας της ολλανδικής οικονομίας, ενεργοποιώντας την υποκαταναλωτική συνιστώσα. Όλα τα προηγούμενα μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η μείωση του r την περίοδο αυτή οφείλεται κυρίως στον μαρξικό «νόμο» της πτώσης του ποσοστού κέρδους, λόγω αύξησης της σύνθεσης του κεφαλαίου. 7.6.1. Εντοπισμός συσχετίσεων με SEM path analysis. Σχήμα 23 Χάρτης ροών συσχετίσεων της ολλανδικής οικονομίας Από το παραπάνω σχήμα παρατηρούμε ότι δεν υπάρχουν καθόλου υπολείμματα στην ερμηνεία του r άρα μπορούμε να εξάγουμε ποιοτικά συμπεράσματα.. Οι μεταβλητές Χ/Μ και Υ/Υ* όπως προκύπτει από την θεωρία δεν σχετίζονται άμεσα με την κερδοφορία (r). Ακολουθώντας και εδώ τη μέθοδο της ανάλυσης διαδρομής (path analysis) για να βρούμε την τελική συσχέτισή τους με το r, εξετάζουμε την άμεση σχέση τους με το Π/Υ και Κ/Υ και μέσω αυτών την έμμεση σχέση τους με το r. Υπολογίζουμε λοιπόν αρχικά τις επιμέρους συσχετίσεις των μονοπατιών (paths) και στο τέλος αθροίζουμε όλες τις επιμέρους συσχετίσεις για να βρούμε την τελική έμμεση σχέση της εξεταζόμενης μεταβλητής με την κερδοφορία. Από το σχήμα βλέπουμε την ισχυρότατη θετική σχέση μεταξύ της μεταβλητής Π/Υ και του r ενώ η αντίστοιχη αρνητική σχέση μεταξύ K/Y και r είναι πολύ πιο αδύναμη. Από το άθροισμα των γινομένων των διαδρομών του Υ/Υ* με το r βλέπουμε ότι η επίδραση είναι θετική (0.0474). Σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω και την σχέση (3) προκύπτει ότι η μαρξική θεωρία της 67
«υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου» εντοπίζει την κύρια αιτία των μεταβολών της κερδοφορίας στην ολλανδική οικονομία για το σύνολο της εξεταζόμενης περιόδου. Από το σχήμα επίσης διακρίνουμε ότι η σχέση του Υ/Υ* με το Κ/Υ είναι αρνητική και αυτό είναι συνεπές με τη θεωρία, υπό την έννοια ότι, για όλα τα άλλα σταθερά, η υποκατανάλωση οδηγώντας σε υποαπασχόληση κεφαλαίου αυξάνει το λόγο Κ/Υ, χωρίς όμως να είναι ιδιαίτερα ισχυρή η αρνητική συσχέτιση των δυο μεγεθών. Από το σχήμα προκύπτει ότι ο λόγος Χ/Μ έχει μέτρια θετική συσχέτιση με τον λόγο Π/Υ το οποίο σχετίζεται θετικά με το r και οριακά θετική με τον λόγο Κ/Υ που σχετίζεται αρνητικά με το r. Η τελική έμμεση συσχέτιση του λόγου Χ/Μ, μέσω των μεταβλητών Π/Υ και Κ/Υ, με την κερδοφορία προκύπτει ότι είναι θετική και μέτριας ισχύος (0,3567). Όπως και στην περίπτωση της Γερμανίας, μία αύξηση στο λόγο εξαγωγές προς εισαγωγές ή στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών, επιφέρει θετική επίπτωση στην κερδοφορία (r). 68
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑΣ 8.1 Δομή της Οικονομίας 16 Η δομή της πορτογαλική οικονομίας ακολουθεί το ρεύμα της οικονομίας όλων των ευρωπαϊκών χωρών, την τελευταία δεκαετία, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον τριτογενή τομέα, ήτοι τον τομέα τον υπηρεσιών. Πιο συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια του 2016 η γεωργία, η δασοκομία και η αλιεία παρουσίασαν μία ελάχιστη μείωση, σε σχέση με το 2015, στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) συνεισφέροντας 2,2% από 2,4% απασχολώντας το 6,9% του ενεργού πληθυσμού το 2016 έναντι του 7,5% το 2015. Μάλιστα το 2012 η συνεισφορά τους ήταν στο 2,2% απασχολώντας όμως το 10,5% του ενεργού πληθυσμού. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι δε το γεγονός ότι οι ίδιοι τομείς συνεισέφεραν κατά 24% στο ΑΠΑ το 1960 (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΛ., 2016: 10). Αξίζει να επισημανθεί ότι η γεωγραφική θέση της Πορτογαλίας, που βρίσκεται στο δυτικότερο μέρος της Ευρώπης και βρέχεται εξ ολοκλήρου από τον ατλαντικό ωκεανό, έχει δώσει ώθηση τόσο στην τουριστική βιομηχανία τη χώρας, όσο και στην επέκταση του κλάδου των υπηρεσιών και του εμπορίου. Μάλιστα τα έσοδα τουρισμού το 2016, σύμφωνα με την Κρατική Στατιστική Υπηρεσία της Πορτογαλίας, σημείωσαν αύξηση από 11,4 δις το 2015 σε 12,7 δις, με κυριότερους επισκέπτες από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, την Ισπανία και τη Γερμανία, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 7% του ΑΕΠ της Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΛ., 2016: 10-11). Η συνεισφορά της βιομηχανίας ενισχύθηκε σε μικρό ποσοστό απορροφώντας αυτό το μέρος από τον τριτογενή τομέα το 2016. Ειδικότερα, σύμφωνα με το σχήμα 24, η συμβολή της βιομηχανίας, των κατασκευών, της ενέργειας και της διαχείρισης υδάτων, στην ΑΠΑ και στην απασχόληση πλησίασαν το 1 τέταρτο (22,4% και 24,5% αντίστοιχα το 2016). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ενώ το 2015 το ποσοστό απασχόλησης ήταν ακριβώς το ίδιο στο 24,5%, η συνεισφορά του δευτερογενούς τομέα στην ΑΠΑ μικρότερη κατά 0,6%, δηλαδή 21,9%) (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΛ., 2016: 10). Το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας αναφέρεται στις υπηρεσίες, που ξεπερνάνε τα τρία τέταρτα της συνεισφοράς στην ΑΠΑ το 2016, με ποσοστό 75,4%, λίγο πιο χαμηλό από το ποσοστό του 2015, 75,8%. Επιπροσθέτως ο τριτογενής τομέας κατά το 2016 απασχόλησε το κύριο μέρος του εργατικού δυναμικού της χώρας, ήτοι το 68,6%, έναντι 68,1% το 2015 (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΛ., 2016: 10). 16 Τα στοιχεία έχουν αντληθεί από το Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων, Πρεσβεία της Ελλάδος στη Λισσαβώνα (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΛ.), «Η Οικονομία της Πορτογαλίας και οι Διμερείς Οικονομικές-Εμπορικές σχέσεις Ελλάδος- Πορτογαλίας», Ετήσια Έκθεση 2016. 69
Σχήμα 24 Δομή Πορτογαλικής οικονομίας Πηγή: AICEP Στον πρωτογενή τομέα, η παραπάνω θέση αιτιολογείται από τα παρακάτω στοιχεία, καθώς το απασχολούμενο ενεργό δυναμικό τείνει να μειώνεται από το 2012, όπου απασχολούνταν το 10,5% του ενεργού πληθυσμού, ενώ το 2016 απασχολήθηκε μόλις το 6,9%. Επιπλέον η συμβολή του στην ΑΠΑ είναι πολύ μικρότερη, 2,2%, 11 φορές περίπου μικρότερη από την αντίστοιχη του 1960, 24% Πολύ σημαντικές αλλαγές πραγματοποιούνται στη βιομηχανία γενικώς. Η αύξηση της συνεισφοράς του στην ΑΠΑ, χωρίς αντίστοιχη ακολουθία των αριθμών του εργατικού δυναμικού έγκειται στον εκσυγχρονισμό και την εξειδίκευση με την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και καινοτόμων δράσεων που αντικαθιστούν, σταδιακά, τις παραδοσιακές μορφές μεταποίησης από καινούριους κερδοφόρους, για την πορτογαλική οικονομία, κλάδους, όπως η βιομηχανία αυτοκινήτων, ανταλλακτικών, ηλεκτρικών, ενέργειας, φαρμάκων και νέων τεχνολογιών (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΛ., 2016: 10). 8.2 Χρέος Πορτογαλίας και Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών Η κρίσιμη κατάσταση της πορτογαλικής οικονομίας επιβαρύνθηκε από τη δυσκολία πρόσβασης στις χρηματαγορές λόγω της εξάπλωσης της κρίσης χρέους από το 2010. Όμως μετά την εφαρμογή του Μνημονίου και τη λήψη βοήθειας ύψους 78 δις ευρώ κατάφερε από το 2014 και μετά να έχει πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αύξησε τις εξαγωγές ως ποσοστό επί του ΑΕΠ από 29% σε 41%. Κατάφερε να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα από 9,8% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο προβλεπόμενο 2,06% το 2016. Αντιμετώπισε το μείζον πρόβλημα της ανεργίας, που είχε φτάσει το 2013 στο 17,75, στο 11,2%. Επιπροσθέτως βελτίωσε τα επιτόκια δανεισμού από 10,6% το 2012 στο λογικό 3,4% στη λήξη του Μνημονίου το Μάιο 2014. Πολύ σημαντικό είναι το στοιχείο ότι επίτευξε τη μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2015 περνώντας στην μεταμνημονιακή εποχή, μετά από επτά συναπτά έτη συνεχούς ανοδικής πορείας σε 128,8% (Γ.Ο&Ε.Υ.,Π.τΕ.σΛ., 2016: 24). 70
Πίνακας 18 Δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και ετήσια μεταβολή του Πηγή: Τράπεζα της Πορτογαλίας Το χρέος όπως προκύπτει από τον πίνακα 18 είχε ελαφρά αυξητική τάση μέχρι την απαρχή της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης, το 2008. Μέσα σε πέντε μόλις έτη αυξήθηκε κατά 57,4 ποσοστιαίες μονάδες, από 71,6% το 2008 σε 129% το 2013. Αναλυτικότερα αυξήθηκε κατά 4,8% το 2008, κατά 16,1% το 209, κατά 13,1% το 2010, κατά 15,1% το 2011, κατά 16,6 το 2012 και κατά 2,2% το 2013. Βγαίνοντας από το Μνημόνιο τον Μάιο 2014 η Πορτογαλία διατήρησε το δημόσιο χρέος επί του ΑΕΠ σε σταθερά επίπεδα μέχρι το 2016. Μάλιστα κατάφερε, μετά από 2 δύσκολα έτη, χωρίς να υπάρχουν μνημονιακές πιέσεις, τον Ιούνιο του 2016 να απομακρυνθεί από το καθεστώς επιτήρησης του ελλείμματός της. Σχήμα 25 Δημόσιο χρέος Πορτογαλίας ως ποσοστό (%) του ΑΕΠ 71
Σχήμα 26 Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της πορτογαλικής οικονομίας και επιμέρους ισοζύγια, ως ποσοστό του ΑΕΠ (1960-2017) ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών Ισοζύγιο Αγαθών και Υπηρεσιών Ισοζύγιο Εισοδημάτων Ισοζύγιο Τρεχουσών Μεταβιβάσεων 15 10 5 0-5 -10-15 -20 Το παραπάνω σχήμα απεικονίζει το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών και τα επιμέρους Ισοζύγια που το απαρτίζουν: το ισοζύγιο εισοδημάτων, το ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών και το ισοζύγιο τρεχουσών μεταβιβάσεων. Όλα τα παραπάνω Ισοζύγια είναι υπολογισμένα ως ποσοστό (%) του ΑΕΠ. Την Πορτογαλία δεν μπορούμε να την κατατάξουμε στις «μερκαντιλιστικές» οικονομίες, αφού το ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών είναι κυρίως ελλειμματικό, ούτε στις οικονομίες που βασίστηκαν στο μοντέλο της έκρηξης της κατανάλωσης καθοδηγούμενη από το χρέος, αφού η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ ήταν χαμηλή και ήταν προϊόν της εγχώριας ζήτησης (Hein, 2012: 12-13). Τόσο ο επιχειρηματικός τομέας όσο και ο δημόσιος τομέας συνέβαλαν στα σημαντικά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το ελλειμματικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών σε συνδυασμό με το υψηλό ποσοστό πληθωρισμού υποδηλώνει σοβαρά προβλήματα ανταγωνιστικότητας τιμών. Το ελλειμματικό ισοζύγιο εισοδήματος τα τελευταία χρόνια έχει σταθεροποιηθεί και κυμαίνεται στο -2% του ΑΕΠ. Αντίστοιχα το ισοζύγιο τρεχουσών μεταβιβάσεων, από την ένταξη της Πορτογαλίας στην ΟΝΕ (2002), είναι σταθερό και οριακά πλεονασματικό σε ποσοστό περίπου 1,3%. Το ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών μόλις το 2013 γίνεται για πρώτη φορά θετικό σε ποσοστό 1% του ΑΕΠ και έκτοτε, παραμένει θετικό για το υπόλοιπο της εξεταζόμενης περιόδου. Ανάλογη πορεία έχει και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Από το 1960 έως το 2012 είναι αυξομειούμενο αλλά συνεχώς ελλειμματικό με μόνη εξαίρεση το 1969 με ποσοστό 0,34% του ΑΕΠ. Κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης (2008) το ΙΤΣ ήταν ελλειμματικό της τάξεως του -12,6% όμως το 2013 γίνεται πλεονασματικό με ποσοστό 1% του ΑΕΠ. Ήδη από την παγκόσμια κρίση. Από την μεταμνημονιακή εποχή (2014) και έπειτα φαίνεται πως επιδίωξη της πορτογαλικής οικονομίας είναι η διατήρηση ενός ισοσκελισμένου ΙΤΣ, ενδεικτικά το 2017 το ΙΤΣ έχει ποσοστό 0,076% του ΑΕΠ. 72
1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 2014 2017 1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 2014 2017 8.3 Περιοδολόγηση Στην ενότητα αυτή γίνεται μία βασική περιοδολόγηση σύμφωνα με τις μεταβολές της εξαρτημένης μας μεταβλητής, της απόδοσης καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου (r). Το Σχήμα 27 αποτυπώνει την απόδοση του καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου (r), το Σχήμα 28 το καθαρό εγχώριο προϊόν (Y), το Σχήμα 29 το λόγο του καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου προς το καθαρό εγχώριο προϊόν (K/Y), το Σχήμα 30 το καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου ανά απασχολούμενο (K/N), το Σχήμα 31 το μερίδιο της εργασίας στο καθαρό εγχώριο προϊόν (L/Y), το Σχήμα 32 τη σχέση παραγωγικότητας της εργασίας (Y/N) και μέσων μισθών (L/N) και τέλος, το Σχήμα 33 μας πληροφορεί το ποσοστό ανεργίας για κάθε έτος της περιόδου 1960-2017. Σχήμα 27 Απόδοση καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου της πορτογαλικής οικονομίας (1960-2017) Απόδοση καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου 0,16 0,14 0,12 0,1 0,08 0,06 0,04 0,02 0 r Σχήμα 28 Καθαρό εγχώριο προϊόν πορτογαλικής οικονομίας (1960-2017) Καθαρό εγχώριο προϊόν 180 160 140 120 100 80 60 40 20 0 Y 73
1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 2014 2017 1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 2014 2017 Σχήμα 29 Λόγος καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου προς καθαρό εγχώριο προϊόν της πορτογαλικής οικονομίας (1960-2017) 5 4 3 2 1 0 Λόγος καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου προς καθαρό εγχώριο προϊόν K/Y Σχήμα 30 Καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου ανά απασχολούμενο στην πορτογαλική οικονομία (1960-2017) 0,14 0,12 0,1 0,08 0,06 0,04 0,02 0 Καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου ανά απασχολούμενο K/N 74
1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 2014 2017 1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 2014 2017 Σχήμα 31 Μερίδιο της εργασίας στο καθαρό εγχώριο προϊόν στην πορτογαλική οικονομία (1960-2017) 1 0,8 0,6 Μερίδιο της εργασίας στο καθαρό εγχώριο προϊόν 0,4 L/Y 0,2 0 Σχήμα 32 Παραγωγικότητα της εργασίας και μέσος μισθός στην πορτογαλική οικονομία (1960-2017) 0,035 0,03 0,025 0,02 0,015 0,01 0,005 0 Παραγωγικότητα της εργασίας & μέσος μισθός Y/N L/N 75
1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 2014 2017 Σχήμα 33 Ποσοστό Ανεργίας Πορτογαλίας (1960-2017) 20 Ποσοστό Ανεργίας 15 10 5 Ανεργία 0 Όπως προκύπτει από το Σχήμα 28 μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις βασικές επιμέρους περιόδους στη διάρκεια της περιόδου 1960-2017: δύο ανοδικές (1976-1990 & 2010-2017) και δύο καθοδικές (1960-1975 & 1991-2009). Πιο συγκεκριμένα, αναλύονται οι περίοδοι αυτοί στη συνέχεια: 1960-1975 17 : Η πολυετής δικτατορία του Σαλαζάρ φτάνει σιγά στο τέλος της σημαδεύοντας της περίοδο αυτή με συνεχείς αναταράξεις τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και σε οικονομικό. Παράλληλα, η πετρελαϊκή κρίση κάνει αισθητή την παρουσία της ενώ υπάρχει μαζική εισροή εκπατρισμένων διότι η Πορτογαλία ξεκινά να χάνει τις αφρικανικές αποικίες της. Την περίοδο αυτή το r αρχικά είναι συνεχώς αυξομειούμενο, όπως και το μερίδιο της εργασίας στο καθαρό προϊόν (L/Y), όμως στη συνέχεια είναι συνεχής και έντονη η πτώση της κερδοφορίας με αποτέλεσμα να εμφανίζεται το 1975 το κατώτατο σημείο της συνολικής εξεταζόμενης περιόδου, ενώ ο λόγος L/Y έχει έντονη ανοδική πορεία. Το καθαρό εγχώριο προϊόν (Υ) είναι αυξανόμενο, ενώ ο λόγος καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου προς το καθαρό εγχώριο προϊόν (K/Y) μειώνεται φτάνοντας στο κατώτατο σημείο του το 1972 με κάποια σημάδια ανόδου προς το τέλος της περιόδου. Το καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου ανά απασχολούμενο (K/N) έχει μία συνεχώς αυξανόμενη πορεία, ενώ τα υπόλοιπα μεγέθη, το ποσοστό της ανεργίας και η απόκλιση μεταξύ της παραγωγικότητας, της εργασίας (Υ/Ν) και του μέσου μισθού (L/N) βαίνει μειούμενη, υπέρ των μέσων μισθών, και βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με τις υπόλοιπες περιόδους. 17 Όλα τα πολιτικά και οικονομικά γεγονότα κατά της διάρκεια της υποπεριόδου που μελετάται βασίζονται σε (Portugal profile Timeline, https://www.bbc.com/news/world-europe-17761153) 76
1976-1990 18 : Οι αλλαγές στην εξουσία συνεχίζονται με την προκήρυξη εκλογών στις οποίες αναδεικνύεται νικητής ο Στρατηγός Ραμάλιο μέχρις ότου το στρατιωτικό συμβούλιο καταλυθεί και αποκατασταθεί επισήμως η πολιτική κυβέρνηση. Το 1986 η Πορτογαλία γίνεται μέλος της τότε ΕΟΚ. Στην διάρκεια της περιόδου αυτής το r αυξάνεται συνεχώς φτάνοντας το 1990 στην ανώτατη τιμή του έως σήμερα. Το Υ αυξάνεται, όπως το Κ/Ν. Το K/Y με κάποιες μικρές αυξομειώσεις στην πορεία αυξάνεται ελαφρά, καθώς η αύξηση του Κ/Ν υπερβαίνει εκείνη του Υ/Ν. Το L/Y μειώνεται ραγδαία, καθώς το L/N αυξάνεται πολύ λιγότερο από το Υ/Ν, και λαμβάνει την κατώτατη τιμή του το 1984. Τέλος το ποσοστό ανεργίας αρχικά αυξάνεται έως το 1985 και στη συνέχεια μειώνεται φτάνοντας στα ίδια επίπεδα του 1976. 1991-2009 19 : Την περίοδο αυτή η Πορτογαλία χάνει και την τελευταία της αποικία το 1999 και το 2001 εντάσσεται στην ΟΝΕ. Ορόσημο της περιόδου αυτής είναι το 2007 με την έναρξη της παγκόσμιας κρίσης και την ανακοίνωση από μέρους της των πρώτων σκληρών μέτρων και των επακόλουθων μαζικών διαδηλώσεων. Το r συνεχώς μειώνεται με εμφανώς εντονότερο βαθμό στα χρόνια της κρίσης. Το Υ αρχικά αυξάνεται παίρνοντας την ανώτατη τιμή του το 2007 και έπειτα μειώνεται. Το Κ/Υ αυξάνεται σταδιακά ενώ το L/Y εμφανίζει μικρή αύξηση, καθώς το L/N αυξάνεται περισσότερο από το Υ/Ν. Θεαματικές αυξήσεις παρουσιάζουν το ποσοστό ανεργίας, με κάποια μικρή ύφεση την υποπερίοδο 1997-2002 και το Κ/Ν. 2010-2017 20 : 2010-2014: Η κρίση της πορτογαλικής οικονομίας άρχισε το 2010. Το 2011 σημειώνεται η είσοδος της Πορτογαλίας στο μνημόνιο ενώ στη συνέχεια ακολούθησαν όλα τα μέτρα λιτότητας με τα ratings της πορτογαλικής οικονομίας να υποβαθμίζονται κατά την ίδια περίοδο σε junk. Την άνοιξη του 2014 ενώ ανακοινώνεται η «καθαρή έξοδος» της Πορτογαλίας από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), αίφνης τον Ιούλιο του 2014 και εντελώς απροειδοποίητα ανακοινώνεται η κατάρρευση της Banco Espirito Santo, μιας από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές τράπεζες της Πορτογαλίας. Την τριετία 2015-2017 η Πορτογαλία βρίσκεται σε Μεταμνημονιακή εποχή και βιώνει την ανάκαμψη, με την κερδοφορία να αποκτά ανοδική πορεία. Το K/Y και το K/N αρχικά αυξάνονται λαμβάνοντας τις ανώτατες τιμές τους το 2012 και 2013 αντίστοιχα και στη συνέχεια μειώνονται. Αντίστροφη πορεία έχει το Y το οποίο αρχικά μειώνεται παίρνοντας την μικρότερη τιμή του το 2013 και στη συνέχεια αυξάνεται χωρίς όμως να έχει καταφέρει να φτάσει τα επίπεδα του 2007. Το L/Y επίσης μειώνεται καθώς η απόκλιση μεταξύ της παραγωγικότητας της εργασίας και του μέσου μισθού, σε βάρος του δεύτερου, ολοένα και 18 Όλα τα πολιτικά και οικονομικά γεγονότα κατά της διάρκεια της υποπεριόδου που μελετάται βασίζονται σε (Portugal profile Timeline, https://www.bbc.com/news/world-europe-17761153) 19 Όλα τα πολιτικά και οικονομικά γεγονότα κατά της διάρκεια της υποπεριόδου που μελετάται βασίζονται σε (Portugal profile Timeline, https://www.bbc.com/news/world-europe-17761153) 20 Όλα τα πολιτικά και οικονομικά γεγονότα κατά της διάρκεια της υποπεριόδου που μελετάται βασίζονται σε (Portugal profile Timeline, https://www.bbc.com/news/world-europe-17761153) 77
αυξάνεται. Το ποσοστό ανεργίας ολοένα και μεγαλώνει με κορύφωση το 2013 και αμέσως μετά μειώνεται και βαίνει μειούμενο έως και το 2017 ξεπερνώντας τις προσδοκίες της κυβέρνησης που είχε προβλέψει ως κατώτατο όριο για την ανεργία το ποσοστό της τάξης του 11% αφού εν τέλει το 2017 έφτασε στο 9,2%. 78
1965 1968 1971 1974 1977 1980 1983 1986 1989 1992 1995 1998 2001 2004 2007 2010 2013 2016 8.4 Περαιτέρω διερεύνηση της πτώσης της κερδοφορίας. Στην ανάλυση αυτή θα προστεθεί και η υποκαταναλωτική συνιστώσα, η οποία απεικονίζεται στο παρακάτω διάγραμμα, και εκφράζεται μέσω της μεταβλητής Y/Y*, όπου Y* το δυνητικό καθαρό εγχώριο προϊόν. Η μεταβλητή αυτή δείχνει το βαθμό χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυνατότητας της οικονομίας («capacity utilization ratio») και εκφράζει την πιθανή επίπτωση της ανεπαρκούς ζήτησης (υποκατανάλωση) στην κερδοφορία. Θα προσπαθήσουμε να δούμε πως οι μεταβολές των μεταβλητών Y, Y/N, L/N, K/N, Y/Y*, K και N επηρεάζουν την κερδοφορία για κάθε περίοδο όπως αυτές αναλύθηκαν προηγουμένως. Σχήμα 34 Βαθμός χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυνατότητας της πορτογαλικής οικονομίας (1965-2017) 1,2 1 0,8 0,6 0,4 0,2 0 Βαθμός χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυνατότητας Y/Y* 1960-1975 Πίνακας 19 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) πορτογαλικής οικονομίας (1960-1975) Ποσοστιαίες μεταβολές (%) 1960-1975 r Y Y/N L/N K/N Y/Y* K N -61,341 123,674 118,385 203,709 56,254-3,476 60,039 2,422 Στον παραπάνω πίνακα αποτυπώνονται οι μεταβολές στο r και στις άλλες μεταβλητές που συνδέονται με αυτό για την πρώτη περίοδο που αναλύθηκε στην προηγούμενη ενότητα. Στη βάση των σχέσεων (4α), (4β) και (5) μπορούμε να συνάγουμε ότι η απόδοση του καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου (r) πέφτει λόγω μείωσης του αριθμητή των παραπάνω σχέσεων. Συγκεκριμένα, ο μέσος μισθός (L/Ν) αυξάνεται θεαματικά υπερκαλύπτοντας την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (Υ/Ν). Επομένως, το μερίδιο της εργασίας στο καθαρό προϊόν (L/Y) αυξάνεται και αντίστοιχα μειώνεται το μερίδιο των κερδών στο καθαρό προϊόν (Π/Υ). Κατά συνέπεια, συνδέεται με την πτώση του μαρξικού ποσοστού υπεραξίας (θεωρία «υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου»). Αντίστοιχα για τον παρονομαστή, ενώ το καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου ανά απασχολούμενο (K/N) αυξάνεται, η παραγωγικότητα της εργασίας το υπερκαλύπτει, που σημαίνει ότι ο λόγος του καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου προς το 79
καθαρό εγχώριο προϊόν (K/Y) μειώνεται. Η μείωση του βαθμού χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυνατότητας της πορτογαλικής οικονομίας δείχνει ότι υπάρχει ανεπαρκής ζήτηση. 1976-1990 Πίνακας 20 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) πορτογαλικής οικονομίας (1976-1990) Ποσοστιαίες μεταβολές (%) 1976-1990 r Y Y/N L/N K/N Y/Y* K N 185,902 80,107 76,194 25,449 80,272 17,109 84,276 2,221 Κατά την δεύτερη περίοδο της πορτογαλικής οικονομίας βλέπουμε ότι η κερδοφορία, αφού έχει ξεπεράσει το σοκ της προηγούμενης περιόδου, ανακάμπτει. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η αύξηση του αριθμητή των σχέσεων (4α), (4β) και (5) είναι εντονότερη από την αύξηση του παρονομαστή των σχέσεων αυτών. Συγκεκριμένα, ο μέσος μισθός (L/N) αυξάνεται αλλά όχι όσο η παραγωγικότητα της εργασίας (Y/N) με αποτέλεσμα να μειώνεται το (L/Y). Άρα το μερίδιο των κερδών στο καθαρό προϊόν (Π/Υ) αυξάνεται. Αντίστοιχα, η σύνθεση του κεφαλαίου (K/Ν) αυξάνεται ελαφρώς περισσότερο από την παραγωγικότητα της εργασίας (Υ/Ν) έτσι ώστε να αυξάνεται ελαφρά ο λόγος του καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου προς το καθαρό προϊόν (Κ/Υ). Ακόμη, ο βαθμός χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυνατότητας της πορτογαλικής οικονομίας αυξάνεται και αυτός συνεπικουρώντας στην θεαματική αύξηση της κερδοφορίας. 1991-2009 Πίνακας 21 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) πορτογαλικής οικονομίας (1991-2009) Ποσοστιαίες μεταβολές (%) 1991-2009 r Y Y/N L/N K/N Y/Y* K N -27,596 37,113 29,166 32,958 68,713-3,184 79,095 6,153 Σε αυτή την περίοδο η οποία τελειώνει λίγο μετά την έναρξη της παγκόσμιας κρίσης παρατηρούμε ότι κερδοφορία μειώνεται. Στη βάση των σχέσεων (4α), (4β) και (5) συνάγουμε ότι η κερδοφορία πέφτει λόγω της μείωσης του αριθμητή αλλά και της ταυτόχρονης αύξησης του παρονομαστή των σχέσεων αυτών. Ειδικότερα, ο μέσος μισθός (L/N) αυξάνεται περισσότερο από την παραγωγικότητα της εργασίας (Υ/Ν). Επομένως το μερίδιο της εργασίας στο καθαρό προϊόν (L/Y) αυξάνεται και αντιστοίχως μειώνεται το μερίδιο των κερδών στο καθαρό προϊόν (Π/Υ). Κατά συνέπεια η μείωση της κερδοφορίας συνδέεται με την πτώση του μαρξικού ποσοστού υπεραξίας και συγκεκριμένα την θεωρία της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Παράλληλα, αυξάνεται και ο παρονομαστής των σχέσεων αυτών, που μας παραπέμπει στον μαρξικό «νόμο» της πτώσης του ποσοστού κέρδους, λόγω της αύξησης της σύνθεσης του κεφαλαίου είτε/και στην ενεργοποίηση της υποκαταναλωτικής συνιστώσας της 80
κρίσης η οποία οδηγεί σε υποαπασχόληση κεφαλαίου. Πράγματι, το καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου (Κ/Ν) αυξάνεται πολύ πιο έντονα από την παραγωγικότητα της εργασίας (Υ/Ν) έχοντας ως αποτέλεσμα, όπως είχε επισημανθεί προηγουμένως, να αυξηθεί η μεταβλητή K/Y. Αξίζει να σημειωθεί ότι, το καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου ανά απασχολούμενο (K/N) αυξάνεται ενώ αυξάνεται και το Ν, και αυτό διότι το Κ αυξάνεται πολύ περισσότερο. Αντίστοιχα και ο λόγος του καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου προς το καθαρό εγχώριο προϊόν (K/Y) αυξάνεται γιατί το Κ αυξάνεται περισσότερο από το Υ. Ο παραπάνω συλλογισμός δηλώνει πολύ κεφάλαιο σε συνδυασμό με την ενεργοποίηση της υποκαταναλωτικής συνιστώσας της κρίσης, πτωτικό Υ/Υ*, οδηγώντας σε μειούμενο βαθμό απασχόλησης κεφαλαίου. 2010-2017 Πίνακας 22 Ποσοστιαίες μεταβολές (%) πορτογαλικής οικονομίας (2010-2017) Ποσοστιαίες μεταβολές (%) 2010-2017 r Y Y/N L/N K/N Y/Y* K N 24,596 0,649 2,427-6,884-1,742 0,419-3,447-1,736 Κατά την τελευταία περίοδο, μέσα στην οποία εντάχθηκε και βγήκε από το μνημόνιο η πορτογαλική οικονομία, η κερδοφορία καταφέρνει να ανακάμψει.. Η αύξηση αυτή οφείλεται τόσο στην αύξηση του αριθμητή αλλά και στην μείωση του παρονομαστή των σχέσεων (4α), (4β) και (5). Ειδικότερα, ο μέσος μισθός (L/N) μειώνεται ενώ παράλληλα αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας (Υ/Ν), η αύξηση της οποίας οφείλεται στην μείωση της απασχόλησης (Ν) αφού το καθαρό προϊόν αυξάνεται οριακά. Συνεπώς, το μερίδιο της εργασίας στο καθαρό προϊόν μειώνεται και αντιστοίχως αυξάνεται το μερίδιο των κερδών στο καθαρό προϊόν (Π/Υ). Συνεπικουρικά δρα στην κερδοφορία ο μειούμενος παρονομαστής των σχέσεων αυτών αφού το καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου ανά απασχολούμενο (Κ/Ν) μειώνεται ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας (Υ/Ν) αυξάνεται. Τέλος, βλέπουμε ότι αυξάνεται ο βαθμός χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυνατότητας της πορτογαλικής οικονομίας (Υ/Υ*). 81
8.4.1. Εντοπισμός συσχετίσεων με SEM path analysis. Σχήμα 35 Χάρτης ροών συσχετίσεων της πορτογαλικής οικονομίας Από το παραπάνω σχήμα παρατηρούμε ότι δεν υπάρχουν καθόλου υπολείμματα στην ερμηνεία του r άρα μπορούμε να εξάγουμε ποιοτικά συμπεράσματα.. Οι μεταβλητές Χ/Μ και Υ/Υ* όπως προκύπτει από την θεωρία δεν σχετίζονται άμεσα με την κερδοφορία (r). Ακολουθώντας και εδώ τη μέθοδο της ανάλυσης διαδρομής (path analysis) για να βρούμε την τελική συσχέτισή τους με το r, εξετάζουμε την άμεση σχέση τους με το Π/Υ και Κ/Υ και μέσω αυτών την έμμεση σχέση τους με το r. Υπολογίζουμε λοιπόν αρχικά τις επιμέρους συσχετίσεις των μονοπατιών (paths) και στο τέλος αθροίζουμε όλες τις επιμέρους συσχετίσεις για να βρούμε την τελική έμμεση σχέση της εξεταζόμενης μεταβλητής με την κερδοφορία. Από το σχήμα βλέπουμε την ισχυρότατη θετική σχέση μεταξύ της μεταβλητής Π/Υ αλλά παράλληλα υπάρχει και μία ισχυρή αρνητική σχέση μεταξύ K/Y και r. Από το γινόμενο των διαδρομών του Υ/Υ* με το r βλέπουμε ότι η επίδραση είναι θετική. Σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω και την σχέση (3) προκύπτει ότι η μαρξική θεωρία της «υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου» εντοπίζει την κύρια αιτία των μεταβολών της κερδοφορίας στην ολλανδική οικονομία για το σύνολο της εξεταζόμενης περιόδου. Από το σχήμα επίσης διακρίνουμε ότι η σχέση του Υ/Υ* με το Κ/Υ είναι αρνητική. Αυτό είναι συνεπές με τη θεωρία, υπό την έννοια ότι, για όλα τα άλλα σταθερά, η υποκατανάλωση οδηγώντας σε υποαπασχόληση κεφαλαίου αυξάνει το λόγο Κ/Υ. Εντούτοις, η συσχέτιση αυτή δεν είναι καθόλου ισχυρή. 82
O λόγος Χ/Μ σχετίζεται ασθενώς θετικά με τον λόγο Κ/Υ. Άρα, για δεδομένη παραγωγικότητα εργασίας, μία σχετική αύξηση των εξαγωγών σχετίζεται με αύξηση στην σύνθεση κεφαλαίου. Η επίσης θετική, αλλά πολύ ισχυρή, συσχέτιση του Χ/Μ με τον λόγο Π/Υ υποδηλώνει ότι η βελτίωση του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών σχετίζεται ισχυρά με την μείωση του μεριδίου της εργασίας στο προϊόν και κατά συνέπεια τις χαμηλές αμοιβές της εργασίας. Τέλος, από τον υπολογισμό των δύο μονοπατιών προκύπτει ότι η έμμεση συσχέτιση του Χ/Μ με το r είναι αρκετά ισχυρή (0,5549). 83
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9: ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Παρακάτω θα παρατεθούν, όσο πιο περιεκτικά και συνοπτικά γίνεται, διάφορα μακροοικονομικά μεγέθη της Ελλάδας παρουσιάζοντας παράλληλα την εξέλιξή τους. Πιο συγκεκριμένα θα δοθεί σημασία στις μακροοικονομικές εξελίξεις του ΑΕΠ, του δημόσιου χρέους και θα δοθεί ιδιαίτερη σημασία στα ισοζύγια (τρεχουσών συναλλαγών, εμπορικών κλπ.). 9.1 Εξέλιξη ΑΕΠ της Ελλάδας Σχήμα 36 ΑΕΠ Ελλάδας (1960-2017) 300 Α.Ε.Π. 250 200 150 100 50 0 Στο παραπάνω σχήμα φαίνεται το ΑΕΠ της Ελλάδας, σύμφωνα με δεδομένα της AMECO και δική μας επεξεργασία. Από το 1960 μέχρι το 1985 το ΑΕΠ αυξάνεται. Την διετία 1986-1987 εμφανίζει μια μικρή κάμψη. Από τότε, το ΑΕΠ της Ελλάδας παρουσίαζε συνεχή αύξηση μέχρι την αρχή της κρίσης, στη συνέχεια εμφανίζεται μια κατακόρυφη πτώση και τέλος τη διετία 2016-2017 εμφανίζεται μία αναιμική ανάκαμψη. 9.2 Χρέος Ελλάδας και Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών 21 Το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας έναντι των άλλων χωρών ανερχόταν το 2013, όταν είχε λήξει η παγκόσμια οικονομική κρίση στην Ευρώπη, σε 321 δις ευρώ. Αρχικά, σύμφωνα με το σχήμα 37, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας το 2002 ανερχόταν στα 157 δις ευρώ. Κομβικό σημείο για την ελληνική οικονομία ήταν η ένταξή της στην Ο.Ν.Ε. Εκτός από το πολύ υψηλό 21 Η ανάλυση των Ισοζυγίων βασίζεται σε Οικονομάκης κ.ά., 2013 84
δημόσιο χρέος, θα δούμε παρακάτω ότι αρνητικές τιμές λαμβάνει το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών από το 1990 έως και το 2013. Σχήμα 37 Δημόσιο χρέος Ελλάδας (2002-2012) Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ Εκτός από την κρίση χρέους, όπως είναι ξεκάθαρο παρακάτω στο σχήμα 38 του Υπουργείου Οικονομικών το δημοσιονομικό και το πρωτογενές ισοζύγιο έχουν δεχθεί πολύ ισχυρά πλήγματα στα χρόνια της κρίσης, στην οποία λόγω του κοινού νομίσματος έχει αφαιρεθεί η δυνατότητα της χρήσης της συναλλαγματικής πολιτικής ως μέσου προστασίας ή έστω συστολής του πλεονεκτήματος παραγωγικότητας του πιο αναπτυγμένου διεθνούς κλαδικού κεφαλαίου 22. Σχήμα 38 Πρωτογενές και δημοσιονομικό ισοζύγιο της ελληνικής οικονομίας ως ποσοστό (%) του ΑΕΠ (2007-2017) Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών 22 Η ανάλυση της παραγράφου αυτής βασίζεται σε Οικονομάκης, 2016. 85
Αυτό το γεγονός κατέστησε την Ελλάδα έκθετη στο διεθνή ανταγωνισμό, όπως φαίνεται από την εξέλιξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και πρωτίστως του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών 23. Πριν την κρίση το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών καλυπτόταν από εισροές κεφαλαίων που αφορούσαν ομόλογα, και όχι άμεσες ξένες επενδύσεις που δε δημιουργούν μελλοντικά χρέος. Η ελληνική οικονομική κρίση δεν ανάγεται μόνο στο υψηλό δημόσιο χρέος και στις λανθασμένες κινήσεις, αλλά έχει τις ρίζες της στο πεδίο της «ανισομετρίας» της ανάπτυξης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης 24. Σχήμα 39 Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ελληνικής οικονομίας και επιμέρους ισοζύγια, ως ποσοστό του ΑΕΠ (1960-2017) ΕΛΛΑΔΑ Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών Ισοζύγιο Αγαθών και Υπηρεσιών Ισοζύγιο Εισοδημάτων Ισοζύγιο Τρεχουσών Μεταβιβάσεων 10 5 0-5 -10-15 -20 Το παραπάνω διάγραμμα απεικονίζει το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών και τα επιμέρους Ισοζύγια που το απαρτίζουν: το ισοζύγιο εισοδημάτων, το ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών και το ισοζύγιο τρεχουσών μεταβιβάσεων. Όλα τα παραπάνω Ισοζύγια είναι υπολογισμένα ως ποσοστό (%) του ΑΕΠ. Στην ελληνική οικονομία, η κατανάλωση της ζήτησης μέσω της χρηματοδότησης του χρέους ανήκει στον τύπο καπιταλισμού της καταναλωτικής έκρηξης καθοδηγούμενο από το χρέος (Hein, 2012: 8). Πιο συγκεκριμένα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι αρνητικό από το 1981 έως το 2008. Ακόμη πιο ραγδαία είναι η μείωσή του από τα μέσα του 1990 όπου συμβαίνουν δύο γεγονότα: αρχικά καθιερώνεται η ενιαία εσωτερική αγορά της ΕΕ το 1993 και λίγο αργότερα προετοιμάζεται το έδαφος για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ και την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος (ευρώ). Ως εκ τούτου, η δραχμή ανατιμήθηκε σε πραγματικούς όρους αφαιρώντας την δυνατότητα χρήσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας ως μέσου αντιμετώπισης του ανταγωνισμού των ξένων 23 Η ανάλυση της παραγράφου αυτής βασίζεται σε Οικονομάκης κ.ά., 2013. 24 Η ανάλυση της παραγράφου αυτής βασίζεται σε Οικονομάκης κ.ά., 2013. 86
εμπορευμάτων. Την περίοδο αυτή παρατηρούνται σημαντικές αυξήσεις στις τιμές των οικιστικών ακινήτων και πλασματική αύξηση του πλούτου, η οποία μαζί με την απελευθέρωση των χρηματοοικονομικών αγορών και την εξασθένιση των συνθηκών της πιστοληπτικής ικανότητας, συνέβαλε στην αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης 25. Το ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών είναι συνεχώς αρνητικό για όλη την διάρκεια της περιόδου φτάνοντας το 2008 στο -12,6%. Η μόνη εξαίρεση είναι το 2015 όταν και καταφέρνει να γίνει οριακά πλεονασματικό φτάνοντας στο 0,05%, αντικατοπτρίζοντας το χρόνιο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Το ισοζύγιο εισοδημάτων γίνεται ελλειμματικό και συνεχώς επιδεινούμενο από το 2003, αντανακλώντας έτσι τις αυξημένες πληρωμές τόκων του Ελληνικού Δημοσίου. Τέλος, το ισοζύγιο τρεχουσών μεταβιβάσεων ενώ στην μεγαλύτερη διάρκεια της περιόδου είναι πλεονασματικό, από το 2007 και έπειτα μετατρέπεται σε ελλειμματικό δείχνοντας μία εκροή μεταναστευτικών εμβασμάτων κυρίως λόγω της αβεβαιότητας και αστάθειας που επικρατούσε. 9.3 Αιτίες ελληνικής κρίσης 26 Από το 2000 έως το 2007, όπως φαίνεται στον πίνακα 23, οι ρυθμοί ανάπτυξης της Ελλάδας βασίστηκαν κυρίως σε τομείς μη-εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Αυτό το γεγονός οδήγησε στην αύξηση των μισθών των εργαζομένων, αυξάνοντας τη ζήτηση εμπορεύσιμων από το εξωτερικό θέτοντας το ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών σε αρνητική πορεία. Πίνακας 23 Λόγος εμπορεύσιμων προς μη-εμπορεύσιμα στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της ελληνικής οικονομίας Πηγή: Eurostat Στον παραπάνω πίνακα καταγράφεται η σχέση εμπορεύσιμων προς μη-εμπορεύσιμων στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία για την περίοδο 2000-2010 για την ΕΕ-7 και την Ελλάδα. Παρατηρούμε ότι ο λόγος εμπορεύσιμων προς μη εμπορεύσιμων είναι μεγαλύτερος στην ΕΕ 25 Η ανάλυση της παραγράφου αυτής βασίζεται σε Οικονομάκης και Μαρκάκη, 2016 26 Η ανάλυση της ενότητας αυτής βασίζεται σε Οικονομάκης κ.ά., 2013. 87