Αθηνά Αθανασίου Οµιλία στο 16 ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ (7.7.2012) Η βιοπολιτική της αυταρχικής δηµοκρατίας και η διακυβέρνηση του επικίνδυνου σώµατος Ζούµε σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Η εξαίρεση έχει γίνει κανόνας και πρότυπο άσκησης της εξουσίας. Όπως έλεγε ο αντιδραστικός νοµικός φιλόσοφος Καρλ Σµιτ, κυρίαρχος είναι «όποιος µπορεί να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Μέσω της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, η εξουσία εδραιώνει την κατίσχυσή της πάνω στην πολιτικά απογυµνωµένη ζωή, παρουσιάζοντας µάλιστα αυτή την αναστολή όχι ως απόκλιση από το δίκαιο αλλά ως την πλέον συνεπή και ενδεδειγµένη εφαρµογή του. Με άλλα λόγια, αυτό που διαδραµατίζεται στην κατάσταση εξαίρεσης είναι η συγκρότηση και η διαρκής παραγωγή ενός ορίου που αφορά το ποιες ζωές λογίζονται ως αξιοβίωτες και ποιες εγκαταλείπονται και µετατρέπονται σε επισφαλείς, και µάλιστα χωρίς λογοδοσία, αφού στη ζώνη της κατάστασης εξαίρεσης όλα επιτρέπονται εν ονόµατι, ακριβώς, µιας αδήριτης και επιτακτικής έκτακτης ανάγκης. Εποµένως η κατάσταση εξαίρεσης συνδέεται θεµελιακά µε την κανονιστική διαχείριση της ζωής µέσω της παραγωγής σωµάτων που µετράνε ή απλώς µετριούνται. Το σώµα (ως ξένο ή οικείο, πάσχον ή υγιές, λειτουργικό ή δυσλειτουργικό) είναι το κατεξοχήν πεδίο εγκαθίδρυσης των όρων απονοµής της ανθρώπινης και της πολιτικής ιδιότητας. Με αυτή την έννοια, η κατάσταση εξαίρεσης είναι µια βιοπολιτική συνθήκη. Στην τρέχουσα ελληνική συγκυρία, τα στρατόπεδα κράτησης µεταναστών και η διαπόµπευση των οροθετικών εκδιδόµενων γυναικών δεν συνιστούν απλώς έναν προεκλογικό ελιγµό των αστικών κοµµάτων «εθνικής σωτηρίας», αλλά αποτελούν θεµελιώδεις όψεις µιας εθνο-νεοφιλελεύθερης πολιτικής ηγεµονίας που συνδέεται οργανικά µε τη λογική του µικρο-φασισµού. Η αντιµεταναστευτική, αντισηµιτική, ξενοφοβική και οµοφοβική Ακροδεξιά (που εδραιώνεται ολοένα και περισσότερο ως «Ακροδεξιά του µεσαίου χώρου») δεν υπήρξε απλώς ένα τµήµα της εθνο- 1
νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης, αλλά συµπυκνώνει τη λογική που συντηρεί το καθεστώς έκτακτης ανάγκης και τη βιοπολιτική της αυταρχικής δηµοκρατίας. Η συµµετοχή του ΛΑ.Ο.Σ. στην κυβέρνηση Παπαδήµου, η µεταγραφή Βορίδη και Γεωργιάδη στη Ν, ο λόγος των Λοβέρδου και Χρυσοχοΐδη για την «υγειονοµική βόµβα», ο λόγος του Σαµαρά για «ανακατάληψη των πόλεων», οι προεκλογικές εξαγγελίες Σαµαρά και Καµµένου για την «εθνοπρεπή» διόρθωση των σχολικών βιβλίων, το οµοφοβικό «µισείτε αλλήλους» του Άνθιµου -είναι κρίσιµα αποτυπώµατα της νεοφιλελεύθερης «νέας εθνικοφροσύνης» αποτυπώµατα ενός κράτους αυταρχικής συναινετικής δηµοκρατίας στην καρδιά της οποίας βρίσκονται οι αξίες της αστυνοµίας, του στρατού, της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας. Το εθνικό κράτος, µε τη συνδροµή ιδιωτικών και παρακρατικών φορέων αστυνόµευσης, αποκαθίσταται ως εθνο-πατριαρχικός µηχανισµός επιτήρησης συνόρων και φυσικοποίησης αποκλεισµών που αφορούν, ταυτόχρονα και αδιάρρηκτα, το έθνος, το φύλο και την ταξική θέση. Είναι σ αυτό το πλαίσιο που εντάσσεται η δήλωση Λοβέρδου ότι η αδήλωτη πορνεία είναι µείζον πρόβληµα για την ελληνική οικογένεια, καθώς η µετάδοση του AIDS γίνεται «από την παράνοµη µετανάστρια στον Έλληνα πελάτη, στην ελληνική οικογένεια» (Ελευθεροτυπία, 16.12.2011). Και είναι σ αυτό το πλαίσιο που παραµένουν σήµερα κρατούµενες στις φυλακές Κορυδαλλού οι οροθετικές εκδιδόµενες γυναίκες, σε άθλιες συνθήκες, διωκόµενες για «απόπειρα βαριάς σκοπούµενης σωµατικής βλάβης σε βάρος αγνώστου αριθµού προσώπων», ενώ οι φωτογραφίες τους είναι ακόµη αναρτηµένες στην ιστοσελίδα της Αστυνοµίας -για να παραδειγµατίζουν, να φρονηµατίζουν, να διαποµπεύουν, να πειθαρχούν, να θυµίζουν ποιος ανήκει και ποιος όχι. Η στιγµή που επιλέχτηκε για το κυνήγι µαγισσών δεν ήταν τυχαία. Παραµονές της εκλογικής αναµέτρησης της 6 ης Μάη, µπροστά στο τροµαχτικό ενδεχόµενο µιας νίκης της Αριστεράς, η Πολιτεία αποφάσισε να «ενηµερώσει» και να «προστατεύσει» τους πελάτες που πληρώνουν για να κάνουν σεξ χωρίς προφύλαξη. Αναρωτιέται κανείς αν αυτή η λογική της «ενηµέρωσης» και «προστασίας» θα επέτρεπε άραγε και τη δηµοσιοποίηση των αντίστοιχων στοιχείων των πελατών που εξετάστηκαν και διαγνώστηκαν ως οροθετικοί, έτσι ώστε να ενηµερωθούν οι σύζυγοι και οι σύντροφοί 2
τους; Εκτός αν η απειλή και η ευθύνη για την προστασία της δηµόσιας υγείας συναρτώνται µε το φύλο, την κοινωνική θέση και την εθνικότητα. Ή, εκτός αν το κράτος κάνει επίδειξη δύναµης (και ρατσισµού) πάνω σε αυτές που η κοινωνική και φυσική θανάτωσή τους δεν (του) κοστίζει τίποτα. Η ρατσιστική λογική της Πολιτείας τραβάει µια ξεκάθαρη διαχωριστική γραµµή: οι εκδιδόµενες γυναίκες συνιστούν κίνδυνο για τη δηµόσια υγεία την οποία εκπροσωπούν εξ ορισµού οι Έλληνες «νοικοκυραίοι». Το πατριαρχικό ελληνικό νοικοκυριό και οι στυλοβάτες του -οι «ανυποψίαστοι» πελάτες των οίκων ανοχήςταυτίζονται µε το «κοινωνικό σύνολο» που η πολιτεία προστατεύει. Με τη συνδροµή των υγειονοµικών υπηρεσιών του κράτους, το ζωντανό θέαµα της παραδειγµατικής διαπόµπευσης εγγυάται την «προστασία» του πολίτη-πελάτη: του άνδρα πολίτη που είναι πελάτης και αφεντικό, σύµφωνα µε τις προδιαγραφές της νεοφιλελεύθερης βιοπολιτικής. Το σκεπτικό και η εφαρµογή της επιχείρησης-σκούπα δεν άφησε κανένα περιθώριο για τη στοιχειώδη αναγνώριση ότι η ευθύνη για τη µη χρήση προφυλακτικού βαραίνει τους πελάτες των οίκων ανοχής, στο βαθµό που η µη χρήση µέσων προφύλαξης τίθεται από τους πελάτες των εκδιδόµενων γυναικών ως όρος για τη συνεύρεσή τους. Και προφανώς δεν άφησε κανένα περιθώριο µέριµνας για τις συνθήκες που αναγκάζουν τις ασθενείς να εργάζονται µε εξαντλητικά ωράρια εργασίας και µάλιστα κάτω από συνθήκες ακραίας εκµετάλλευσης. Το σενάριο του εθνοκρατικού ρατσισµού, σύµφωνα µε το οποίο η ελληνική οικογένεια κινδυνεύει από τις «αδήλωτες πόρνες»-«παράνοµες µετανάστριες», δεν φάνηκε να κλονίστηκε ούτε από την «αντίφαση» της ελληνικής υπηκοότητας των περισσότερων γυναικών που συλλήφθηκαν και διαποµπεύτηκαν. Άλλωστε για τη σαρωτική επιχείρηση εκκαθάρισης του εθνικού κορµού, οι οροθετικές εκδιδόµενες δεν είναι Ελληνίδες, είναι «ξένα σώµατα» που απειλούν την εθνοφυλετική καθαρότητα. Μέσω του πειθαρχικού ιατρικού λόγου, χαράχτηκε µια γραµµή υγειονοµικού διαχωρισµού ανάµεσα στο εθνικό πολιτικό σώµα που χρήζει προστασίας και στα απογυµνωµένα γυναικεία ξένα σώµατα που το απειλούν και πρέπει να αποβληθούν: 3
οι κατηγορούµενες µε χειρουργικές µάσκες, οι αστυνοµικοί µε ιατρικά γάντια. Αυτός ο λόγος της ιατρικοποίησης, εθνικοποίησης και εµφυλοποίησης επικαλείται τη δηµόσια υγεία σε µια στιγµή που η νεοφιλελεύθερη βιοπολιτική εντατικοποιεί και πολλαπλασιάζει τις συνθήκες που παράγουν ασθένεια και έλλειψη κοινωνικής ασφάλισης. Στη σηµερινή ελληνική συγκυρία συναρθρώνονται οι δύο αυτές εκδοχές εξουσίας: από τη µια η οικονοµία του νεοφιλελευθερισµού, που παράγει φτωχούς µισθωτούς, άνεργους, ανασφάλιστους, εφεδρικούς, αυτόχειρες και απεγνωσµένους ανθρώπους χωρίς δικαιώµατα, και από την άλλη η πολιτική του νόµου και της τάξης, του ρατσισµού, της ξενοφοβίας και της οµοφοβίας. Ο νεοφιλελεύθερος κοινωνικός δαρβινισµός, που παραλύει τη δηµοκρατία, επιστρατεύει τη στρατηγική του φόβου, καταστρέφει το κράτος πρόνοιας και υποδουλώνει την εργασία, παράγει τις έµφυλες, σεξουαλικές, φυλετικές, ταξικές και εθνικές νόρµες που ορίζουν ποιες µορφές ζωής λογίζονται ως κοινωνικά βιώσιµες και αξιοβίωτες. Όπως έδειξε ο ηθικός πανικός για τα µολυσµατικά, γυναικεία ξένα σώµατα που «µολύνουν την ελληνική οικογένεια», το καθεστώς της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής κρίσης γίνεται πρόσφορο έδαφος για την ανάδυση καθεστώτων νόµου και τάξης, µε γνώµονα την εθνική, οικογενειακή και έµφυλη πειθαρχία. Αυτή άλλωστε η νόρµα της εθνικής και πολεµικής αρρενωπότητας ως θεµατοφύλακα της εθνοφυλετικής καθαρότητας κατέχει κεντρική θέση στο λόγο και τις πρακτικές της νεοναζιστικής «Χρυσής Αυγής». Η παραγωγή περιττών και µολυσµατικών σωµάτων, που είναι στην καρδιά της βιοπολιτικής της κρίσης, βρίσκεται σε απόλυτη συστοιχία µε το περιβόητο προεκλογικό σλόγκαν της Χρυσής Αυγής «Για να ξεβρωµίσει ο τόπος». Αυτή η λογική έκανε δυνατή την «αυθόρµητη» θριαµβευτική διαδήλωση στην Παιανία αµέσως µετά από την επίθεση Κασιδιάρη εναντίον της Ρένας ούρου και της Λιάνας Κανέλη, όπου ακούστηκε το εµετικό σύνθηµα «Εµπρός Ηλία, βάρα τη λεσβία». Αυτή η πολεµοχαρής εθνική αρρενωπότητα, σε συνδυασµό µε έναν ακραίο σεξισµό και µια επιθετική οµοφοβία, έχει κεντρική θέση στο λόγο και τις πρακτικές της νεοναζιστικής οργάνωσης. Όπως άλλωστε κεντρική θέση στο λόγο και τις πρακτικές τους έχει και ο αντιφεµινιστικός λόγος, µε την υπογράµµιση του εθνικού ρόλου της µητρότητας και την καταδίκη των εκτρώσεων ως «εγκλήµατος κατά της φυλής». 4
Προσοχή όµως: ο κοινωνικός φασισµός δεν περιορίζεται στις γραµµές και στην πολιτική ατζέντα της ΧΑ. Ο ρατσισµός διαπερνά τον κοινωνικό ιστό, διαχέεται στο µικροαστισµό των νοικοκυραίων και γίνεται θεµελιώδης τεχνική της εξουσίας. Ο Αργύρης Ντινόπουλος της Ν φωνασκούσε µε επιθετική ειρωνεία στη Θεανώ Φωτίου ότι όλο και κάποιες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ θα πάνε άκουσον, άκουσον!- µέχρι και στο gay pride. Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Άνθιµος είχε φροντίσει ήδη να προτρέψει σε τραµπούκικες επιθέσεις εναντίον του 1ου Φεστιβάλ Υπερηφάνειας Θεσσαλονίκης και των «διαστροφικών και σατανικών» διοργανωτών και συµµετεχόντων. Ο νεοφιλελευθερισµός δεν είναι απλώς µια ιδεολογία της «αδέσµευτης» καπιταλιστικής οικονοµίας της αγοράς. Είναι επίσης µια τεχνική αυταρχικής και φρονηµατικής διακυβέρνησης της οποίας ύστατο καταφύγιο είναι η επιστροφή στην πειθαρχική πολιτική ανατοµία του σώµατος: η διακυβέρνηση του σώµατος σε κίνδυνο και η διακυβέρνηση του επικίνδυνου σώµατος. Η διακυβέρνηση της ζωής και των ορίων της. Έτσι, αυτό που πάει να εµπεδώσει η συναινετική και αυταρχική δηµοκρατία δεν είναι απλώς η οικονοµία της αγοράς, αλλά και η κοινωνία της αγοράς. Η εξόντωση, που περιλαµβάνει πρακτικές όχι µόνο άµεσης θανάτωσης αλλά και έµµεσης έκθεσης σε θάνατο (όπως είναι ο στιγµατισµός, η εκµετάλλευση, η συστολή δικαιωµάτων και η στέρηση των µέσων διαβίωσης), διεξάγεται µε όρους «φυσικής επιλογής»: όσοι/ες δεν τα βγάζουν πέρα, όσοι/ες δεν προσαρµόζονται, δεν µεγιστοποιούν ή δεν επιβιώνουν της µεγιστοποίησης, όσοι και όσες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του εθνο-νεοφιλελεύθερου δόγµατος, αποβάλλονται ως παρίες και παρείσακτοι/ες. Απέναντι σ αυτό το καθεστώς έκτακτης ανάγκης, χρειάζεται συστηµατικός αντιφασιστικός αγώνας. Αγώνας σε βάθος και από τα κάτω ενάντια στην ξενοφοβία, το ρατσισµό, την πατριαρχία και την οµοφοβία. Αγώνας καθηµερινός για την υπεράσπιση των επισφαλών και ευάλωτων ανθρώπων. Όπως ο νεοφιλελευθερισµός δεν περιορίζεται στο πεδίο της οικονοµίας, έτσι και η Αριστερά δεν ενδιαφέρεται µόνο για τους αγώνες εναντίον της υλικής υφαρπαγής και της υποτίµησης της εργασίας. Και εποµένως πιστεύω ότι χρειάζεται προσοχή και εναλλακτική πρόταση στο επιχείρηµα του αντιµνηµονιακού πατριωτισµού, που ενίοτε βρίσκει υποδοχές και 5
στη δική µας Αριστερά, µε τη µορφή του «να µην τους χαρίσουµε την πατρίδα». Χρειάζεται προσοχή στην ανάγνωση της κρίσης µε όρους εθνικής υποτέλειας. Ο αντικατοχικός εθνικισµός κάποιων αντιµνηµονιακών δεν είναι ένα δευτερεύον ζήτηµα µπροστά στο δήθεν πρωτεύον ζήτηµα της οικονοµικής πολιτικής. Η παραπάνω αναφορά µου στην τρέχουσα απο-δηµοκρατικοποίηση δεν υπονοεί καθόλου µια άκριτη εξύµνηση της αστικής δηµοκρατίας ως τυπικής νοµικοπολιτικής αρχής ή ως φιλελεύθερης ανεκτικότητας. Η σχέση της Αριστεράς και των κινηµάτων µε τη δηµοκρατία έχει κριτική χροιά και επαναστατική δυναµική, κάτι άλλωστε που τη διαφοροποιεί από τον κεντρώο, σοσιαλδηµοκρατικό φιλελευθερισµό, που εκλαµβάνει το κράτος ως αποκλειστικό τόπο του πολιτικού. Αν η φιλελεύθερη δηµοκρατία κινδυνεύει από τον µετα-δηµοκρατικό νεοφιλελευθερισµό, η πρόκληση που αναδύεται για την Αριστερά και τα κινήµατα είναι το πώς η εργασία µας δεν θα ολισθαίνει σε µια άκριτη υπεράσπιση του φιλελευθερισµού ή ακόµη σε µια επισήµανση των παραλείψεων, στρεβλώσεων και ανεκπλήρωτων υποσχέσεών του. Απέναντι στη νεοφιλελεύθερη αντιδηµοκρατική εξίσωση της ελευθερίας µε την «ελεύθερη» οικονοµική δραστηριότητα, χρειάζεται να επεξεργαστούµε ένα εναλλακτικό σχέδιο πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, ένα ριζοσπαστικό πρόγραµµα ισότητας και ελευθερίας, που θα κρατά διαρκώς στο επίκεντρο τον αντιφασισµό. Χρειάζεται να επεξεργαστούµε ένα αίτηµα αποδέσµευσης του πολιτικού από τον αυταρχικό ρεαλισµό της έκτακτης ανάγκης. Αυτό σηµαίνει µια διαρκή αγωνιστική αναδιευθέτηση του κοινωνικού χώρου, συµπεριλαµβανοµένης της αναδιευθέτησης του εαυτού µας ως Αριστεράς και ως αριστερών, αναδιευθέτησης της ίδιας µας της σχέσης µε τη διαφορά. 6