ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ



Σχετικά έγγραφα
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΠΡΟΤΣΕΣ ΚΑΙ Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, ΑΘΗΝΑ, 1988 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β

Ι Σ Ο Κ Ρ Α Τ Η Σ ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ Δ.Σ.Α.

Ι Ο Ι Κ Η Τ Ι Κ Η Ι Κ Α Ι Ο Σ Υ Ν Η Κ Α Ι Σ Υ Ν Τ Α Γ Μ Α

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Από το υπ' αριθμ. 21/ Πρακτικό της Οικονομικής Επιτροπής Ιονίων Νήσων

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΡΑΤΙΚΑ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΑ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ

(ΜΕ ΤΑ ΔΥΟ ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

H Γενική Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης Ηπείρου- Δυτικής Μακεδονίας

Πανφλωρινιώτικη. Διαμαρτυρία 30 και 31 Οκτωβρίου για το επίδομα θέρμανσης. Μεγάλη. Φορολογικό

Η ΩΡΑΙΑ ΗΜΕΡΑΣ ΤΗΣ ΖΟΖΕΦ ΚΕΣΕΛ. ... γ ι α τ ί ο έ ρ ω τ α ς κ ρ ύ β ε τ α ι σ τ ι ς λ έ ξ ε ι ς Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α

ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ ΣΟΦΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α Πρακτικού Συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου Κερκυραίων στις Αριθμ. Αποφ:

Αθήνα 20 Ιουλίου 2009 Αρ.Πρωτ.: /6332/943/Α0014 ΠΟΛ. 1095

ΔΙΚΤΥΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ» Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ

Ενότητα 1. Στο τέλος κάθε κειμένου υπάρχουν ερωτήσεις και εργασίες, που μας βοηθούν να καταλάβουμε καλύτερα τα κείμενα αυτά.

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3646, 25/10/2002. ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 25ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2002

Εργασία του Αθανασιάδη Σωτηρίου, καθηγητή φιλόλογου. Σοφοκλέους Αντιγόνη. (Αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου)

Δ Ι Α Κ Η Ρ Υ Ξ Η Π Λ Ε Ι Ο Δ Ο Τ Ι Κ Η Σ Δ Η Μ Ο Π Ρ Α Σ Ι Α Σ

Τμήμα Ζωικής Παραγωγής ΤΕΙ Δ. Μακεδονίας, Παράρτημα Φλώρινας

ΕΤΟΣ 16ο ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 88 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΜΑΡΤΙΟΣ 2006

Θέμα πτυχιακής εργασίας

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΑΝΟΙΧΤΗΣ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑΣ. (Τύπος Α) Για έργα που εμπίπτουν λόγω προϋπολογισμού 1 στο πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών 2004/18 και 2004/17.

ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣ ΡΑΦΗΝΑΣ ΠΙΚΕΡΜΙΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ - ΠΡΑΣΙΝΟΥ. Σκέψου καθαρά.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Λ ο υ κ ά ς Α π ο σ τ ο λ ί δ η ς & Σ υ ν ε ρ γ ά τ ε ς ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Παραδοσιακή ρώσικη χριστουγεννιάτικη ιστορία Διασκευή από την Μπιλιούρη Αργυρή

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΚΘ. Τρίτη 18 Σεπτεµβρίου 2012

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ Ρ. Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Δ Ι Α Κ Η Ρ Υ Ξ Η Η ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΣΟΥΛΙΟΥ

Σ Χ Ο Λ Η :Δ ΙΟ ΙΚ Η Σ Η Σ Κ Α Ι Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΑ Σ ΤΜ Η Μ Α : Λ Ο Γ ΙΣ Τ ΙΚ Η Σ. ιιιιιιι. Θέμα: Συναλλαγματική Γραμμάτιο εις Δ ια ταγήν Επιταγή

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΡΩΜΑΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ ΚΑΙ Η ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΑΛΛΑΞΙΜΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ,

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 12/3/2015 ΝΟΜΟΣ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ 5157 ΔΗΜΟΣ ΝΑΥΠΛΙΕΩΝ : 34 Τ. Κ.

συγκρότηση επιτροπών: α) Διενέργειας & Αξιολόγησης ψήφισαν οι Δημοτικοί Προμηθειών, β) Παραλαβής Προμηθειών (Ορθή Σύμβουλοι κ.

Προµήθεια γάλακτος εργαζοµένων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 18ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1994 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

η ιογενής γαστρεντερίτιδα

Προσδιορισμός Καθαρών Κερδών Μικτών Επιχειρήσεων που Τηρούν Βιβλία β', γ' Κατηγορίας του ΚΒΣ

ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ---- ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Αθήνα 28 / 07 / 2015

ΘΕΜΑ: «Χορήγηση επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης και καθορισμός του ύψους, των δικαιούχων, των προϋποθέσεων και της διαδικασίας χορήγησης αυτού».

ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ-ΚΕΦ. ΙΑ -ΙΒ Θέμα: ο μύθος του Πρωταγόρα και το επιμύθιο

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΞΖ. Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Ο Κώστας Μπάρκας ο νέος Βουλευτής, ο ηµήτρης Τσουµάνης επανεκλέγεται

Μ Ε Λ Ε Τ Η ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΘΕΡΜΑΝΣΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΜΟΝΑ ΕΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ. Προϋπολογισµού: ,82 σε ΕΥΡΩ

ΔΗΜΟΣ ΤΡΟΙΖΗΝΙΑΣ - ΜΕΘΑΝΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑ : ΥΔΡΕΥΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΔΙΚΤΥΟΥ ΥΔΡΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΤΡΟΙΖΗΝΙΑΣ ΜΕΘΑΝΩΝ ΕΤΟΥΣ 2015 ΘΕΣΗ : ΔΗΜΟΣ ΤΡΟΙΖΗΝΙΑΣ - ΜΕΘΑΝΩΝ

Μαρξ, Κ. (2007). "Κριτική του προγράµµατος της Γκότα", σ. 37.

Γιάννης Παπαϊορδανίδης

Υπό Παναγιώτη Δαλκαφούκη, μέλους Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων

Παραμυθιά Τάξη Α Μάστορα Έλλη

ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ (932 ΑΚ). ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Δ Ι Η Μ Ε Ρ Ι Δ Α Μ Ε Α Φ Ο Ρ Μ Η Τ Η Ν Ε Ο Ρ Τ Η Τ Ω Ν Τ Ρ Ι Ω Ν Ι Ε Ρ Α Ρ Χ Ω Ν

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

Σ Υ Λ Λ Ο Γ Ο Σ Ι Ε Ρ Ο Ѱ Α Λ Τ Ω Ν Α Ι Γ Ι Α Λ Ε Ι Α Σ «Ι Ω Α Ν Ν Η Σ Ο Κ Ο Υ Κ Ο Υ Ζ Ε Λ Η Σ»

ΑΡΙΘΜΟΣ 0501/ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΗΣ Ι.ΝΕ.ΔΙ.ΒΙ.Μ. - ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΗΜΟΥ ΣΚΟΠΕΛΟΥ

Μ Ε Λ Ε Τ Η ΕΚΠΟΤΑ - ΠΡΟΧΕΙΡΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΑΝΟΙΧΤΗΣ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑΣ. (Τύπος Β) Για έργα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών 2004/18 και 2004/17

ΔΗΜΟΣ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΥΔΡΕΥΣΗΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΡΚΣΤ. Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Φιλοσοφίας ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΣΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΑ

Πίνακας Άρθρων του Νοµοθετήµατος : Ν 2121/1993 / Α-25 Πνευµατική ιδιοκ/σία, συγγενικά δικαιώµατα. Πολιτιστικά

ΠΡΟΣ: ου κατοικοεδρεύει οµοίως ως άνω.

Βαρελά Αγγελική Βλαχέα Ράνια

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ Ε. Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ ΤΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΤΩΝ ΚΟΡΙΝΘΙΩΝ

Μάριος Χάκκας. Το Ψαράκι της γυάλας

ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΣΤΟΛΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΕΝΣΤΟΛΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ : ,00

Ι ΑΚΤΙΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ: Αυτή είναι η οικογένειά μου

ΑΔΑ: Β4ΣΥΩΗΡ-ΗΧΧ. Περισυλλογή μεταφορά και διαχείριση εγκαταλελειμμένων οχημάτων (ΟΚΤΖ) εντός των ορίων του Δήμου Τρίπολης.

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΗΜΟΣ ΒΕΡΟΙΑΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΑΡΔΕΥΣΗΣ ΔΗΜΟΥ ΒΕΡΟΙΑΣ

YΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

ΣΟΚ!!! ΘΡΑΚΗPRESS. Νέα απειλή από ζωονόσο. Τώρα η διαφήμιση στη. σ.12. σ.12. σ.13. Άνοιξε με εκθέματα της Σαμοθράκης το Μουσείο Ακρόπολης ΤΟ ΜΗΝΑ

«Οι εξουσίες των φορολογικών ελεγκτικών οργάνων»

ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΑΝΤΟΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΔΗΛΩΣΗ

Ι Ο Υ Ν Ι Ο Σ

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

Φυτοπλαγκτόν και Ρύπανση της Θάλασσας

Προς: Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΓΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Σ ε μ ν ό τ η τ α, Τ α π ε ι ν ό τ η τ α, Ε ρ γ α τ ι κ ό τ η τ α

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΙΑΚΗΡΥΞΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΟΥ ΜΕΙΟ ΟΤΙΚΟΥ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΕΚΤΥΠΩΣΕΙΣ-ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΕΤΟΥΣ 2011

Α1. (α). ώστε τον ορισμό του προβλήματος (Μονάδες 3)

ΑΔΑ: ΒΛ93ΩΨΛ-ΠΑ5 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΗΜΟΣ ΑΜΥΝΤΑΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 196/2013

Συµµαθητές σε µια νέα πατρίδα

Το πρόβλημα του ανατοκισμού στις τραπεζικές πιστωτικές συμβάσεις ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΚΟΥΡΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΛΗΞΟΥΡΙ 2013

Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας

ΘΕΜΑ: «Αναζήτηση των παροχών (συντάξεων) σε χρήμα που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως.»

κ α λ ε ί τους υποψήφιους εκπαιδευτικούς να υποβάλουν αίτηση με τα απαραίτητα δικαιολογητικά από έως

Συλλόγου ιπλωµατούχων Νοσηλευτριών και Νοσηλευτών Χειρουργείου

ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΜΗΜΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

ΕΤΟΣ Συνεδρίαση 171/

Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ε Σ Ο Δ Η Γ Ι Ε Σ αρ. 1

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΕφΑθ 5253/2003

Δ Ι Α Κ Η Ρ Υ Ξ Η ΑΡΙΘΜ. 10/2015 ΠΡΟΧΕΙΡΟΥ ΜΕΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Φωνή της Πάρου. «Είμαστε ευαίσθητοι, αγωνιούμε, αγωνιζόμαστε» σελ. 2 Η ΦΩΝΗ ΜΑΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ υπ αριθμ. ΣΟΧ 3/2014. για τη σύναψη ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ. Ο Δήμος Νεάπολης-Συκεών

Σκληρή κριτική στην Κυβέρνηση από το βουλευτή Στάθη Κωνσταντινίδη

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ. Ως Ειδικός Γραμματέας παραβρέθηκε ο υπάλληλος κ. Λουκάς Στραβόλαιμος.

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Νεόφυτος Γ. Κοζάς Α.Μ. 340 Γνωστικό αντικείμενο: Εκκλησιαστικό Δίκαιο Επιβλέπων Καθηγητής: Κυριάκος Κυριαζόπουλος Διδάσκοντες Β έτους Εκκλησιαστικό Δίκαιο: Κυριαζόπουλος Κ. Παπαγεωργίου Κ. Φιλοσοφία Δικαίου: Σταμάτης Κ. Ιστορία Δικαίου: Νάκος Γ. - Τζωρτζακάκη-Τζαρίδου Σ. Παπαδάτου Δ. - Βλάχος Κ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2014

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Εισαγωγή...1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α : ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΚΑΙ ΟΡΩΝ 1. Σκοπός της εκκλησιαστικής περιουσίας...4 2. Σύντομη ιστορική επισκόπηση...5 3. Διευκρίνιση Βασικών Όρων...7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β : ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ 1. Εισαγωγικά...10 2. Ο Αστικός Κώδικας...10 3. Ο ΚΧΕ...13 4. Ο Ν. 3028/2002 (Αρχαιολογικός Νόμος)...13 5. Τρόποι κτήσης της εκκλησιαστικής περιουσίας...16 6. Το ζήτημα της χρησικτησίας τρίτων επί των εκκλησιαστικών ακινήτων...17 α) Τακτική Χρησικτησία...17 β) Έκτακτη Χρησικτησία...18 i) Ως προς τα ακίνητα των μονών...19 ii) Ως προς τα ακίνητα των ενοριακών ναών και των λοιπών εκκλησιαστικών νομικών προσώπων της ΕτΕ...20 7. Συμπεράσματα κεφαλαίου...22 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ : ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ Εισαγωγικές σκέψεις...24 Ι. ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ...24 ΙΙ. ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΕΝΟΡΙΑΚΩΝ ΝΑΩΝ 1. Εισαγωγικά...25 2. Το εκκλησιαστικό συμβούλιο Λειτουργία και διαχειριστικές αρμοδιότητες...27 3. Πόροι και δαπάνες...31 4. Ειδικότερες πράξεις διοίκησης και διαχείρισης Εκποίηση και εκμίσθωση της ενοριακής περιουσίας...32 2

α) Η εκποίηση...33 β) Η εκμίσθωση...35 IΙΙ. ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΙΕΡΩΝ ΜΟΝΩΝ 1. Εισαγωγικά...38 2. Σύντομη ιστορική επισκόπηση...39 3. Ο Ν. 1700/1987...40 4. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν την ψήφιση του Ν. 1700/1987...42 5. Η απόφαση του ΕΔΔΑ και ο Ν. 2413/1996...44 6. Διοίκηση και διαχείριση της μοναστηριακής περιουσίας α) Γενικά...46 β) Το ηγουμενοσυμβούλιο...47 γ) Η εκμίσθωση...48 δ) Η εκποίηση...50 ε) Οι αρμοδιότητες του επιχώριου Μητροπολίτη...51 7. Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών (ΕΚΥΟ)... 53 8. Περιουσία Ησυχαστηρίων...55 IV. ΛΟΙΠΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ...56 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ : ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ Ι. Ο ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ α) Κρατικός Έλεγχος...58 β) Η Διεύθυνση Δημοσιονομικού Ελέγχου της ΕτΕ... 60 ΙΙ. ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ 1. Εισαγωγικά...61 2. Φορολογία εισοδήματος...62 3. Φορολογία κληρονομιών και δωρεών...63 4. Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων...63 5. Φορολογία μεταβίβασης ακινήτων...64 6. Φόρος Προστιθέμενης Αξίας...65 7. Τέλη Χαρτοσήμου και παράβολα ενδίκων μέσων...65 8. Φόροι και τέλη υπέρ Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης...65 Επίλογος...67 Βιβλιογραφία...69 3

ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΕΕΕ Ανώτατη Ελεγκτική Επιτροπή της Εκκλησίας της Ελλάδας ΑΚ Αστικός Κώδικας Α.Ν. Αναγκαστικός Νόμος ΑΠ Άρειος Πάγος αρ. άρθρο Β.Δ. Βασιλικό Διάταγμα βλ. βλέπε γνμδ. γνωμοδότηση ΔΔΕ Διεύθυνση Δημοσιονομικού Ελέγχου ΔΙΣ Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εγκ. εγκύκλιος εδ. εδάφιο ΕΔΔΑ Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Ειρ Ειρηνοδικείο ΕισΝΑΚ Εισαγωγικός Νόμος Αστικού Κώδικα ΕΚΥΟ Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών ΕνΦΙΑ Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων επ. επόμενα ΕΣ Ελεγκτικό Συνέδριο ΕΣΔΑ Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΕτΕ Εκκλησία της Ελλάδος ΕτΚ Εφημερίδα της Κυβερνήσεως Εφ Εφετείο ΙΣΙ Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδας Κ. Κανονισμός ΚΠολΔ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΚΦΕ Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος ΚΧΕ Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν. 590/1977) ΜονΠρ Μονομελές Πρωτοδικείο Ν. Νόμος Ν.Δ. Νομοθετικό Διάταγμα ΝΠΔΔ Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου 4

ΝΠΙΔ Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου ΝΣΚ Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ΟΔΕΠ Οργανισμός Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας Ολ. Ολομέλεια οπ.π. όπου παραπάνω ΟΤΑ Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης περ. περίπτωση Π.Δ. Προεδρικό Διάταγμα ΠΚ Ποινικός Κώδικας ΠολΠρ Πολυμελές Πρωτοδικείο Σ. Σύνταγμα σελ. Σελίδα ΣΤΕ Συμβούλιο της Επικρατείας ΤΕΚΕ Τμήμα Εκκλησιαστικού Κατασταλτικού Ελέγχου ΤΕΠΕ Τμήμα Εκκλησιαστικού Προληπτικού Ελέγχου τ. τόμος ΤΑΚΕ Ταμείο Ασφαλίσεως Κληρικών Ελλάδος ΦΕΚ Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως ΦΠΑ Φόρος Προστιθέμενης Αξίας 5

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το ζήτημα της διοίκησης και διαχείρισης της εκκλησιαστικής περιουσίας, μέσα στα πλαίσια του σύγχρονου, νεοελληνικού κράτους, αποτέλεσε διαχρονικά το κρισιμότερο σημείο τριβής μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας. Ήδη από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και την περίοδο της αντιβασιλείας, οπότε ξεκίνησαν και οι πρώτες νομοθετικές προσπάθειες επίλυσης, σύμφωνα με ορισμένες απόψεις 1 ή ουσιαστικής δήμευσης κατ άλλους 2, μέχρι και σήμερα, στα πλαίσια της σφοδρότατης οικονομικής κρίσης που πλήττει τη χώρα μας, το θέμα της εν γένει εκκλησιαστικής περιουσίας επιστρέφει περιοδικά, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη ένταση, στη σφαίρα του δημοσίου διαλόγου ενώ ουδέποτε απουσίασε από τον ειδικότερο επιστημονικό διάλογο και τις ενδοεκκλησιαστικές συζητήσεις. Εύλογα, λοιπόν, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος για ποιόν λόγο η εκκλησιαστική περιουσία συνιστά ζήτημα συνεχών διαφωνιών, αντίθετων προσεγγίσεων και αλλεπάλληλων νομοθετικών επεμβάσεων. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει δύο σκέλη: το πρώτο, που είναι και το προφανές, εδράζεται στο γεγονός ότι κάθε είδους περιουσία, ανεξαρτήτως του υποκειμένου της, κινεί το ρυθμιστικό ενδιαφέρον του νομοθέτη. Το δεύτερο σκέλος, όμως, εξειδικεύται στο ίδιο το πολύπλοκο καθεστώς της εν γένει εκκλησιαστικής περιουσίας, η οποία πολλές φορές, λανθασμένα, συμπλέκεται στην αντιμετώπισή της με την έννοια της Δημόσιας Περιουσίας, ιδίως από την πλευρά του ελληνικού κράτους 3. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το άγνωστο, στην πραγματικότητα, μέγεθος της περιουσίας αυτής 4 καθώς και την ασάφεια ή αμφισβήτηση των διάφορων τίτλων κτήσης της Εκκλησίας, υπό την έννοια των δικαιοπαραγωγικών εκείνων γεγονότων που οδηγούν σε τρόπο κτήσης κυριότητας, φανερώνουν τις αιτίες για τις οποίες η εκκλησιαστική περιουσία ευρίσκεται σχεδόν μόνιμα στην πρώτη γραμμή του γενικότερου διαλόγου 1 Μάουρερ Λ, Ο ελληνικός λαός, Αθήνα 1976, τ. Β, σελ. 500 επ. 2 Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου, «Εκκλησιαστική περιουσία και μισθοδοσία του κλήρου», Αθήναι 2012, σελ. 61. 3 Αποστολάκης Γ, Ακίνητη Περιουσία των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Ελλάδα, Τρίκαλα, Αθήνα 2007, σελ. 46. 4 Αριθμητικά δεδομένα σχετικά με την ακίνητη ιδιοκτησία της Εκκλησίας παρουσίαζονται στην εισήγηση του Καλλιακμάνη Β, καθηγητή του τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ, με θέμα «Εκκλησιαστική περιουσία και μισθοδοσία του κλήρου», στο συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά», που διοργάνωσε το Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ, υπό την αιγίδα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Θεσσαλονίκη, 22-23 Ιανουαρίου 2013) 6

που καλείται «σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας». Ιδιαιτέρως δε, κατά την παρούσα δυσμενή οικονομική συγκυρία, το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας έχει επανέλθει στην επιφάνεια της επικαιρότητας 5 και οι απόψεις συνήθως εκτείνονται σε ένα ευρύτατο φάσμα, ψύχραιμων, προοδευτικών, συντηρητικών αλλά και ενίοτε ακραίων αντιλήψεων και πιθανών λύσεων. Φυσικά, η έννοια και το καθεστώς της εκκλησιαστικής περιουσίας αποτελεί αντικείμενο περισσότερο πολύπλοκο και πολυσύνθετο από ό,τι μερικές φορές, ίσως σκοπίμως, παρουσιάζεται υπεραπλουστευμένο. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να εκτεθεί με σαφήνεια το ισχύον καθεστώς και η νομοθετική αντιμετώπιση της εν γένει εκκλησιαστικής περιουσίας καθώς και ο τρόπος διοίκησης και διαχείρισής της από το εκάστοτε εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο. Βεβαίως, ιδιαίτερο βάρος δίδεται στην ακίνητη περιουσία διότι αυτή αποτελούσε πάντοτε το σημαντικότερο μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας 6. Κατά την προσπάθεια αυτή, θα γίνει λόγος για κάθε παρεμπίπτον ζήτημα που αφορά στην εκκλησιαστική περιουσία και σχετίζεται με τη διοίκηση και διαχείρισή της κατά τρόπο ώστε ο αναγνώστης, με επιστημονικό τρόπο, να λάβει μία πλήρη και σαφή εικόνα της σημερινής κατάστασης μέσα από την ανάλυση κάθε πτυχής που αφορά στα πράγματα της εκκλησιαστικής περιουσίας. Με αυτό το σκεπτικό, λοιπόν, στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσας γίνεται αναφορά στην έννοια και το σκοπό της εκκλησιαστικής περιουσίας ενώ διευκρινίζονται βασικοί όροι και έννοιες του υπό εξέταση θέματος. Εν συνεχεία, στο δεύτερο κεφάλαιο θα εξετασθούν ζητήματα που εφαρμόζονται γενικώς επί των εκκλησιαστικών πραγμάτων ενώ στο τρίτο κεφάλαιο προσεγγίζονται τα ειδικότερα θέματα και ο τρόπος διοίκησης και διαχείρισης της περιουσίας των επιμέρους εκκλησιαστικών νομικών προσώπων. Τέλος, στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζεται ο τρόπος και οι διαδικασίες ελέγχου των οικονομικών πράξεων των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων καθώς και τα ζητήματα φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας, τα οποία, όπως για κάθε νομικό ή 5 Ενδεικτικά παραδείγματα προς τούτο αποτελούν το πρόσφατο συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά», που αναφέρθηκε ανωτέρω και περιλαμβάνει εισηγήσεις σχετικά με το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας, όπως η πολύ ενδιαφέρουσα παρέμβαση του Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομου, το πρόσφατο πόνημα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου οπ.π. αλλά και οι ρυθμίσεις του Ν. 4235/2014. 6 Αποστολάκης Γ, οπ.π, σελ. 15. 7

φυσικό πρόσωπο, διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στο σχεδιασμό της οικονομικής διαχείρισης της περιουσίας. Τέλος, σημειώνεται ότι επελέγη ο συγκεκριμένος τρόπος κατάστρωσης και παρουσίασης του θέματος, δηλαδή προτάσσονται οι όροι και οι έννοιες που τυγχάνουν εφαρμογής σε όλα τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα και εν συνεχεία αναλύεται το ειδικότερο περιουσιακό καθεστώς του κάθε ενός εξ αυτών, διότι αφενός εξυπηρετείται η ορθότερη επισκόπηση και πληρέστερη κατανόηση του θέματος και αφετέρου η συστηματοποίηση αυτή καταδεικνύει με εναργέστερο τρόπο ότι η εκκλησιαστική περιουσία δεν αποτελεί ένα ενιαίο και απροσδιόριστο μέγεθος αλλά συνιστά ένα σύνολο επιμέρους περιουσιών αυτοτελών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. 8

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΚΑΙ ΟΡΩΝ 1. Σκοπός της εκκλησιαστικής περιουσίας Η Εκκλησία αποτελεί πρωτευόντως Θείο Καθίδρυμα, με σκοπό πνευματικό και εσχατολογικό, που κατά την ορθόδοξη δογματική συστήθηκε μεν από τον ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων και φέρει το θείο κύρος Του και την αυθεντία Του, αποτελείται δε από ανθρώπους με μία πίστη και διοικούντα κλήρο 7. Εκτός, όμως, της παραπάνω πρωταρχικής εσωτερικής της φύσης, η Εκκλησία διαχρονικά δρά και επιτελεί τους πνευματικούς της σκοπούς εντός της ισχύουσας έννομης τάξης και μέσα στα πλαίσια της εκάστοτε κοινωνικής πραγματικότητας 8. Είναι αυτονόητο, λοιπόν, ότι ως ένας τέτοιος οργανισμός, η Εκκλησία, λόγω της διφυούς υπόστασής της, που εξυπηρετεί πνευματικούς σκοπούς εντός των εκάστοτε νομικών, πολιτικών και κοινωνικών πλαισίων, είχε και συνεχίζει να έχει ανάγκη υλικών μέσων για να επιτελέσει το έργο της, το οποίο περιλαμβάνει τη συντήρηση του προσωπικού της, την επιτέλεση της Θείας Λατρείας, τη φιλανθρωπία κλπ 9. Η παραπάνω βασική και, εν πολλοίς, αυτονόητη παραδοχή, που ουδόλως μπορεί να επηρεάσει τον εσχατολογικό σκοπό της Εκκλησίας ως Θείου Καθιδρύματος, συνεπάγεται αναπόφευκτα ότι ο εκκλησιαστικός οργανισμός οφείλει εκ των πραγμάτων να διαθέτει περιουσία. Εξάλλου, διαχρονικά το δικαίωμα της ανάπτυξη της προσωπικότητας ενός φυσικού προσώπου και της δραστηριότητας ενός νομικού προσώπου συμβαδίζει και είναι επί της ουσίας άρρηκτα συνδεδεμένο με την επάρκεια των οικονομικών μέσων που διαθέτει. Άλλωστε, προς επίρρωση των προλεχθέντων, το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η εκκλησιαστική περιουσία, καθώς και τα ζητήματα διοίκησης και διαχείρισής της, αποτελεί διαχρονικά ένα πρωταρχικής σημασίας στοιχείο του εκκλησιαστικού βίου γενικά και του εκκλησιαστικού δικαίου ειδικότερα, αποδεικνύεται από το πλήθος των Ιερών Κανόνων που ρυθμίζουν συναφή ζητήματα. Ένας τέτοιος, για παράδειγμα, είναι ο ΛΗ Αποστολικός Κανόνας, ο 7 Ανδρούτσος Χ, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, εν Αθήναις 1907, σελ. 262. 8 Χαρακτηριστική και σαφής είναι η γραμματική διατύπωση του αρ. 4 1 του ισχύοντος ΚΧΕ, ο οποίος ρυθμίζει τη φύση των εκκλησιαστικών προσώπων μόνον «Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις...». 9 Τρωιάνος Σ. Πουλής Γ, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Αθήνα Κομοτηνή 2 2003, σελ. 493. 9

οποίος ορίζει «Πάντων τών ἐκκλησιαστικών πραγμάτων ο ἐπίσκοπος εχέτω τὴν φροντίδα, καὶ διοικείτω αυτὰ ως του Θεου εφορώντος μὴ εξείναι δὲ αυτω σφετερίζεσθαί τι εξ αυτων, η συγγενέσινι ιδίοις τά του Θεου χαρίζεσθαι ει δὲ πένητες είεν, επιχορηγείτω ώς πένησιν, αλλὰ μὴ προφάσει τούτων τὰ της εκκλησίας απεμπολείτω». Από τη μελέτη και ερμηνεία του Αποστολικού Κανόνα προκύπτει σαφώς ότι αυτός ρυθμίζει το ζήτημα της διαχείρισης της εκκλησιαστικής περιουσίας από τον επίσκοπο καθώς και τα όρια της διαχειριστικής εξουσίας που του αποδίδεται 10. Παρόμοιες επιταγές και ρυθμίσεις υπάρχουν εγκατεσπαρμένοι σε ολόκληρο το σώμα των Ιερών Κανόνων από τους οποίους ενδεικτικά σταχυολογούνται οι ΜΑ Αποστόλων 11, ΚΔ 12 και ΚΣΤ 13 της Δ Οικουμενικής Συνόδου, ΙΑ 14 και ΙΒ 15 της Ζ Οικουμενικής Συνόδου, ΚΔ 16 και ΚΕ 17 Αντιοχείας, ΛΔ 18 και ΜΑ 19 Καρθαγένης, από τους οποίος καταδεικνύεται η σημασία που αποδιδόταν ήδη από τα πρώτα έτη της Εκκλησίας στο καθεστώς, τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας της, ως μέσου επίτευξης του σκοπού της στα κοσμικά πλαίσια. 2. Σύντομη ιστορική επισκόπηση Ήδη, από τα πρώτα έτη του Χριστιανισμού, η πρώτη κοινότητα των μαθητών του Κυρίου είχε δικό της Ταμείο 20 ενώ στο πέρασμα των ετών και όσο διαρκούσε η Ρωμαϊκή κυριαρχία, οι πόροι της Εκκλησίας προέρχονταν από εκούσιες εισφορές 10 Βλ. τον ΛΗ Αποστολικό Κανόνα και την ερμηνευτική προσέγγιση αυτού σε Αγαπίου Ιερομονάχου Νικοδήμου Μοναχού, Πηδάλιον, Αθήνα 13 2003, σελ. 42 και σε Ράλλη Γ. Α. Ποτλή Μ, Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, Αθήνα 1852, τ. Β σελ. 52. 11 Αγαπίου Ιερομονάχου Νικοδήμου Μοναχού, οπ.π, σελ. 46. 12 Αγαπίου Ιερομονάχου Νικοδήμου Μοναχού, οπ.π, σελ. 203. 13 Αγαπίου Ιερομονάχου Νικοδήμου Μοναχού, οπ.π, σελ. 205. 14 Αγαπίου Ιερομονάχου Νικοδήμου Μοναχού, οπ.π, σελ. 332. 15 Αγαπίου Ιερομονάχου Νικοδήμου Μοναχού, οπ.π, σελ. 332. 16 Αγαπίου Ιερομονάχου Νικοδήμου Μοναχού, οπ.π, σελ. 418. 17 Αγαπίου Ιερομονάχου Νικοδήμου Μοναχού, οπ.π, σελ. 419. 18 Αγαπίου Ιερομονάχου Νικοδήμου Μοναχού, οπ.π, σελ. 481. 19 Αγαπίου Ιερομονάχου Νικοδήμου Μοναχού, οπ.π, σελ. 484. 20 Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου, οπ.π, σελ. 17, όπου γίνεται παραπομπή σε Ιω. 12, 7. 10

πιστών 21. Κατά τη βυζαντινή περιόδο, με την πλήρη και καθολική επικράτηση του Χριστιανισμού στα εδάφη της Αυτοκρατορίας 22, υπήρξε σημαντική έως και εντυπωσιακή 23 αύξηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, μέσω απαλλαγών της από δημόσια βάρη και αυτοκρατορικών χορηγήσεων 24, καθώς και μέσω πρωτότυπων τρόπων κτήσης, όπως η κατάληψη γαιών και η χρησικτησία αλλά και παράγωγων, όπως η αγορά πραγμάτων, ιδίως από τις μονές, που εξασφάλιζαν το αντίτιμο από την ίδια την προσωπική εργασία των μοναχών τους 25. Την ανωτέρω αυξητική τάση της εκκλησιαστικής περιουσίας ανέκοψε, όπως είναι φυσικό, η περίοδος της οθωμανικής κυριαρχίας, κατά τη διάρκεια της οποίας η απομείωση της περιουσίας ήταν ιδιαιτέρως σημαντική. Οι αιτίες για αυτή τη μείωση εντοπίζονται 26 σε δύο κυρίως σημεία: αφενός η Εκκλησία απώλεσε τα προνόμια και τις χορηγίες που της επιδαψίλευε η βυζαντινή διοίκηση και αφετέρου η εκκλησιαστική περιουσία αποτέλεσε αντικείμενο σφοδρής και εξαντλητικής φορολόγησης από την οθωμανική διοίκηση. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτές τις συνθήκες, η εκκλησιαστική περιουσία διατήρησε ένα αξιόλογο μέγεθος, λόγω των περιουσιακών επιδόσεων των πιστών προς αυτήν, μέσω δωρεών, κληροδοσιών κλπ. Από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και στο εξής, η εκκλησιαστική περιουσία αποτέλεσε αντικείμενο αλλεπάλληλων νομοθετικών παρεμβάσεων, πάντοτε με γνώμονα την εκμετάλλευσής της από την πολιτεία, υπό τη μορφή αναγκαστικών απαλλοτριώσεων και μονομερών ενεργειών που ισοδυναμούσαν με δήμευση, κυρίως εις βάρος της μοναστηριακής περιουσίας. Έτσι, λοιπόν, ήδη από την περίοδο της βαυαρική αντιβασιλείας εκδίδονται βασιλικά διατάγματα διάλυσης και δήμευσης περιουσιών ιερών μονων 27 ενώ κατά το έτος 1952, βάσει των διατάξεων του Ν.Δ. 2185/1952, με την από 18/09/1952 σύμβαση που υπογράφηκε μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εκκλησίας της Ελλάδος και κυρώθηκε με το Β.Δ. της 26/09/1952, έλαβε χώρα η μεγαλύτερη προσπάθεια αναγκαστικής απαλλοτρίωσης εις 21 Αποστολάκης Γ, οπ.π, σελ. 15 22 Γλύκατζη Αρβελέρ Ε, Γιατί το Βυζάντιο, Αθήνα 21 2009, σελ. 158 23 Τρωιάνος Σ. Πουλής Γ, οπ.π, σελ. 493 24 Στεφανίδου Β, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα 7 2000, ανατύπωσις εκ της αναθεωρημένης υπό του συγγραφέως Δευτέρας Εκδόσεως του έτους 1959, σελ. 142 επ. 25 Αποστολάκης Γ, οπ.π, σελ. 15. 26 Τρωιάνος Σ. Πουλής Γ, οπ.π, σελ. 493 27 Αναλυτικότερα στο κεφάλαιο Γ.ΙΙΙ.2 της παρούσας. 11

βάρος της εκκλησιαστικής περιουσίας 28 και υπέρ της αποκατάστασης ακτημόνων καλλιεργητών και κτηνοτρόφων, σκοπός για τον οποίο ουδέποτε υπήρξε επίσημη ενημέρωση ως προς την υλοποίησή του ή όχι 29. 3. Διευκρίνιση Βασικών Όρων Προσεγγίζοντας επιστημονικά τον όρο «εκκλησιαστική περιουσία», και πριν προχωρήσουμε στην εξέταση των ειδικότερων ζητημάτων της διοίκησης και διαχείρισής της, οφείλουμε πρώτα από όλα να αποκρυσταλλώσουμε και να αποκωδικοποιήσουμε εννοιολογικά τα όσα ο ίδιος ο όρος περιγράφει. Ξεκινώντας από τον όρο περιουσία, πρέπει να εννοήσουμε ότι αυτός αφορά στο σύνολο των κινητών και ακίνητων πραγμάτων, κατά την έννοια του ΑΚ, που άνηκουν κατά κυριότητα, νομή και κατοχή σε ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό. Φυσικά, μολονότι η επεξήγηση της έννοιας της περιουσίας μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται απλή, εντούτοις η πολυμορφία των κινητών και ακίνητων πραγμάτων που έχει στην κυριότητα ή στην κατοχή της η Εκκλησία δημιουργεί συχνά αμφισβητήσεις και επιστημονικές διαφωνίες που εκκινούν από τον τρόπο κτήσης των περιουσιακών στοιχείων και φτάνουν στο είδος και τον ειδικότερο χαρακτηρισμό του κάθε ενός εξ αυτών που την αποτελούν, ζητήματα τα οποία θα εξεταστούν παρακάτω, στα οικεία κεφάλαια της παρούσας. Φυσικά, επεξήγησης χρήζει και η έννοια «εκκλησιαστική» που προσδιορίζει την πολύπλοκη νομική κατάσταση της ως άνω περιουσίας. Καταρχήν, πρέπει να διευκρινισθεί ότι η ελληνική επικράτεια υποδιαιρείται σε πέντε διαφορετικά εκκλησιαστικά καθεστώτα ή γεω-εκκλησιαστικές δικαιοταξίες, όπως εύστοχα έχουν χαρακτηρισθεί 30, με την κάθε μία να οργανώνεται με τον οικείο καταστατικό χάρτη της ή σύνολο κανόνων δικαίου και των οποίων οι διαφορές ανατανακλώνται αναπόφευκτα και στον τρόπο διοίκησης και διαχείρισης της περιουσίας τους. Κατά συνέπεια, ο όρος εκκλησιαστική περιουσία, χωρίς άλλο προσδιορισμό, δεν περιγράφει πάντοτε ένα ενιαίο περιουσιακό σύνολο αλλά είναι πιθανό να αναφέρεται σε οποιαδήποτε περιουσία από τις πέντε επιμέρους γεω-εκκλησιαστικές δικαιοταξίες. Εξάλλου, τις δικαιοταξίες αυτές αποτελούν η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, οι 28 Παπαγεωργίου Κ, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 383. 29 Εισήγηση του Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομου στο συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά», Θεσσαλονίκη, 22-23 Ιανουαρίου 2013, όπως δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο www.amen.gr. 30 Παπαγεωργίου Κ, οπ.π, σελ. 37. 12

Μητροπόλεις των Νέων Χωρών 31, η ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης, το Άγιο Όρος και οι εκκλησιαστικές επαρχίες της Δωδεκανήσου. Στην παρούσα εργασία θα μας απασχολήσει αποκλειστικά το ζήτημα της διοίκησης και διαχείρισης της εκκλησιαστικής περιουσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία κατά το αρ. 1 3 ΚΧΕ περιλαμβάνει 32 την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος και τις Μητροπόλεις των Νέων Χωρών 33, οπότε για λόγους οικονομίας του κειμένου ο όρος θα αναφέρεται χωρίς άλλο προσδιορισμό 34. Ωστόσο, ο όρος «εκκλησιαστική περιουσία», ακόμη και μετά την παραπάνω διευκρίνιση, ουδόλως απηχεί το πραγματικό καθεστώς της περιουσίας αυτής, διότι κάποιος θα μπορούσε, όπως συχνά συμβαίνει, να συμπεράνει λανθασμένα ότι κύριος αυτής της περιουσίας εν όλω είναι ένα και μόνο νομικό πρόσωπο, μία ενιαία δηλαδή Εκκλησία. Εξειδικεύοντας, λοιπόν, περαιτέρω την ανωτέρω έννοια, πρέπει να διευκρινισθεί ότι η εκκλησιαστική περιουσία δεν συνιστά ένα ενιαίο σύνολο αλλά αντίθετα συναποτελείται από τα πράγματα, κινητά και ακίνητα, που έχει στην κυριότητα ή νομή του κάθε ένα εκ των εκκλησιαστικών ΝΠΔΔ Σύμφωνα με το αρ. 1 4 ΚΧΕ «Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, αι Μητροπόλεις, αι ενορίαι μετά των Ενοριακών αυτών Ναών, αι Μοναί, η Αποστολική Διακονεία, ο ΟΔΕΠ, το ΤΑΚΕ, το Διορθόδοξον Κέντρον της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου». Κάθε ένα, λοιπόν, από τα παραπάνω εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, έχοντας νομική προσωπικότητα που του έχει αποδοθεί νομοθετικά, διαθέτει τη δική του περιουσία, η οποία είναι ανεξάρτητη και διακριτή από αυτήν των υπόλοιπων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων. Επομένως, όταν γίνεται λόγος για «εκκλησιαστική περιουσία» και προς αποφυγή παρανοήσεων πρέπει να θεωρείται ότι ο όρος αυτός εκφράζει ένα σύνολο, συναποτελούμενο από τις μερικότερες περιουσίες εκατοντάδων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, που ευρίσκονται σε σχεδόν σε 31 Ο όρος «Νέαι Χώραι» αποτελεί δημιούργημα του πολιτειακού νομοθέτη και απαντά για πρώτη φορά στο ν. 514/1914. Βλ. Παπαστάθης Χ, Νομοκανονικές Μελέτες, Τρίκαλα Αθήνα 2009, σελ. 27. 32 Βλ. Ν. 3615/1928 και Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη περί της διοικήσεως των Ιερών Μητροπόλεων των Νέων Χωρών (1928) σε Τρωιάνος Παπαγεωργίου, Θρησκευτική Νομοθεσία, Αθήνα 2009, σελ. 193 επ. 33 Στο αρ. 11 1 ΚΧΕ απαριθμούνται οι Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος 34 Βλ. σε Τζωρτζάτος Β, Η καταστατική νομοθεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1967, σελ. 52 για τις ειδικότερους όρους της επιτροπικής διοίκησης των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών από την αυτοκέφαλη Εκκλησίας της Ελλάδος. 13

ολόκληρη την έκταση της ελληνικής επικράτειας και στο κλίμα της Εκκλησίας της Ελλάδος και κάθε ένα από αυτά έχει για τη δική του περιουσία όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κυρίου, ανεξάρτητα, καταρχήν, από τα υπόλοιπα. Τέλος, πρέπει να γίνει αναφορά στη σημασία των εννοιών της διοίκησης και διαχείρισης της εκκλησιαστικής περιουσίας. Οι συγκεκριμένοι όροι, επιστημονικά είναι πιθανό να μην παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς στις περισσότερες των περιπτώσεων αποτελούν αντικείμενο λεπτομερούς περιγραφής νομοθετημάτων. Ωστόσο, στα πλαίσια του εκκλησιαστικού δικαίου αποκτούν ιδιάζουσα σημασία και συνιστούν σημεία ερμηνευτικής τριβής διότι στην εφαρμογή τους συμπλέκονται η κρατική νομοθεσία, η ιεροί κανόνες και η μακρά παράδοση της ίδιας της Εκκλησίας ως Θείου Καθιδρύματος, η οποία, επιβιώνοντας μέσα σε πλείστες όσες εναλλαγές πολιτικών διοικήσεων, καθεστώτων και νομοθεσιών, έχει διαμορφώσει και παγιώσει ανά τους αιώνες σταθερές μεθόδους και διαδικασίες απαλλοτρίωσης και εν γένει διαχείρισης της περιουσίας της. Έχοντας, λοιπόν, υπ όψιν τις παραπάνω παρατηρήσεις, που αποκωδικοποιούν το ουσιαστικό περιεχόμενο της παρούσας εργασίας και προσδιορίζουν το εύρος της εξέτασης των ζητημάτων που θα ακολουθήσουν, μπορούμε να προχωρήσουμε στην προσέγγιση των ειδικότερων θεμάτων της εκκλησιαστικής περιουσίας. 14

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ 1. Εισαγωγικά Ζήτημα πρωταρχικής σημασίας για τη συστηματική προσέγγιση και κατανόηση της διοίκησης και διαχείρισης της εκκλησιαστικής περιουσίας αποτελεί η διασάφηση του νομικού καθεστώτος των πραγμάτων που την αποτελούν. Ειδικότερα, τα κινητά και ακίνητα πράγματα που συνιστούν ιδιοκτησία των επιμέρους εκκλησιαστικών νομικών προσώπων (μητροπόλεις, ενοριακοί ναοί κλπ.) διέπονται από διαφορετικό νομικό καθεστώς, που συνεπάγεται τη διάκρισή τους ως προς τις δυνατότητες διαχείρισής τους. Ωστόσο, στο παρόν κεφάλαιο θα εξετασθούν ζητήματα υπό το πρίσμα βασικών νομοθετημάτων, που περιλαμβάνουν γενικές ρυθμίσεις για τα περιουσιακά στοιχεία της Εκκλησίας και τα οποία είναι ο Αστικός Κώδικας, ο ΚΧΕ και ο Ν. 3028/2002 (Αρχαιολογικός Νόμος). Οι διατάξεις των ως άνω Νόμων έχουν εφαρμογή σε όλα τα εκκλησιαστικά πράγματα, ανεξαρτήτως του ειδικότερου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου στο οποίο ανήκουν. Εξάλλου, σε αυτά τα πλαίσια, θα γίνει αναφορά στους τρόπους κτήσης της περιουσίας, οι οποίοι είναι κοινοί για τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα ενώ θα παρουσιασθεί και το πολύ ενδιαφέρον ζήτημα της χρησικτησίας τρίτων επί των εκκλησιαστικών ακινήτων, το οποίο διαχρονικά αποτέλεσε αντικείμενο νομοθετημάτων και αντιτιθέμενων νομολογιακών θέσεων. 2. Ο Αστικός Κώδικας Σύμφωνα με το άρθρο 966 ΑΚ, πράγματα εκτός συναλλαγής είναι, μεταξύ άλλων, αυτά που προορίζονται για την εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 971 ΑΚ, τα πράγματα αυτά αποβάλλουν την ιδιότητα που τους αποδίδεται με το αρ. 966 ΑΚ, από τη στιγμή που θα πάψουν να εξυπηρετούν το συγκεκριμένο σκοπό. Προσεγγίζοντας ερμηνευτικά τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες αυτονόητα έχουν καθοριστικό αντίκτυπο στο καθεστώς των εκκλησιαστικών περιουσιακών στοιχείων, γίνεται αμέσως κατανοητό, από την γραμματική τους διατύπωση, ότι ο νομοθέτης επιφυλάσσει ιδιαίτερη μεταχείριση για τα πράγματα που εξυπηρετούν θρησκευτικό σκοπό. Από τη μία πλευρά, ο νομοθετικός χαρακτηρισμός των πραγμάτων αυτών ως εκτός συναλλαγής, τους παρέχει αυξημένη προστασία και άρα βέβαιη εξασφάλιση της συνέχισης του σκοπού 15

για τον οποίο είναι προορισμένα, εφόσον δεν είναι δυνατό να αποτελέσουν αντικείμενο απαλλοτριώσεως, κατασχέσεως, δουλείας, χρησικτησίας κλπ, όπως συμβαίνει για τα υπόλοιπα πράγματα που συνιστούν αντικείμενα εμπράγματων δικαιωμάτων και σχέσεων. Ωστόσο, γίνεται προφανές ότι μία ευρεία ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων θα οδηγούσε στην υπερβολική επέκταση της ανωτέρω προστασίας στο σύνολο των στοιχείων που αποτελούν την εκκλησιαστική περιουσία και θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα, από τη στιγμή που μεγάλο μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας συνίσταται σε πράγματα με σαφή οικονομικό σκοπό και δεκτικά, ως εκ της φύσεώς τους, να αποτελέσουν αντικείμενο συναλλαγής (π.χ. οριζόντιες ιδιοκτησίες ή αγροτικές εκτάσεις). Η κρίσιμη, λοιπόν, έννοια που χρήζει περαιτέρω ερμηνευτικής προσέγγισης, προκειμένου να ανευρεθεί το πνεύμα των παραπάνω διατάξεων του Αστικού Κώδικα, είναι αυτή του «θρησκευτικού σκοπού», δηλαδή ποιά στοιχεία της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι προορισμένα, εκ της φύσεώς τους, αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση θρησκευτικών και λατρευτικών σκοπών και άρα τυγχάνουν εκτός συναλλαγής και ποιά συνιστούν πράγματα με οικονομικό προορισμό και άρα είναι δεκτικά συναλλαγής. Σύμφωνα με την άποψη που επικρατεί στη θεωρία 35, τα εκκλησιαστικά πράγματα διακρίνονται σε ιερά και άγια, ανάλογα με τη θέση τους και το σκοπό που εξυπηρετούν μέσα στα εκκλησιαστικά πλαίσια. Έτσι, λοιπόν, ιερά καλούνται τα πράγματα που είναι προορισμένα για να εξυπηρετούν άμεσα λατρευτικούς σκοπούς. Τα ιερά πράγματα διαχωρίζονται περαιτέρω σε καθιερωμένα και αγιασμένα. Τα πρώτα αποκτούν το συγκεκριμένο χαρακτηρισμό κατόπιν ειδικής τελετής και εμφανίζουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι συνιστούν απαραίτητα αντικείμενα για την τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Στα καθιερώμενα πράγματα ανήκουν ο ναός, η αγία τράπεζα, το δισκοπότηρο και το αντιμήνσιο. Από την άλλη πλευρά, αγιασμένα ονομάζονται τα εκκλησιαστικά πράγματα που εξυπηρετούν γενικά τις ιερές τελετές και αποκτούν την ιδιότητά τους αυτή δια απλής ευλογίας ή με την εισαγωγή τους στο χώρο του ναού. Στην κατηγορία των πραγμάτων αυτών ανήκουν τα άμφια, οι εικόνες και τα λειτουργικά βιβλία 36. Τέλος, ως άγια πράγματα χαρακτηρίζονται όσα εξυπηρετούν με έμμεσο μόνο τρόπο τη λατρεία (π.χ. 35 Τρωιάνος Σ. Πουλής Γ, οπ.π, σελ. 494 και Παπαγεωργίου Κ, οπ.π, σελ. 376. 36 Αυτονόητο, λοιπόν, είναι ότι τα πράγματα αυτά πριν την προσήκουσα ευλογία ή εισαγωγή τους στο ναό δεν μπορούν να θεωρηθούν ως εκτός συναλλαγής, π.χ. εικόνες σε καταστήματα Βαβούσκος Κ, Εμπράγματο Δίκαιο, Θεσσαλονίκη 6 1986, σελ. 58. 16

καθίσματα ναού) αλλά και όσα έχουν απλώς οικονομικό προορισμό, όπως για παράδειγμα τα εκκλησιαστικά ακίνητα, φυσικά με την εξαίρεση των ναών. Βάσει της παραπάνω κατηγοριοποίησης, γίνεται φανερό ότι ο σκοπός του νομοθέτη του Αστικού Κώδικα με τη θέσπιση των κρίσιμων διατάξεων ήταν να παρέχει αυξημένη προστασία μόνον στα εκκλησιαστικά πράγματα που προορίζονται για λατρευτικούς σκοπούς, δηλαδή τα ιερά πράγματα. Επομένως, η διάταξη του αρ. 966 ΑΚ πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά αφού στο ρυθμιστικό πεδίο της δεν εμπίπτουν τα πράγματα εκείνα, που από τη φύση τους έχουν οικονομικό προορισμό και δεν εξυπηρετούν λατρευτικούς σκοπούς της Εκκλησίας. Εξάλλου, σε αντίθετη περίπτωση, η θέση του συνόλου των πραγμάτων της εκκλησιαστικής περιουσίας σε καθεστώς εκτός συναλλαγής αφενός θα συνιστούσε υπερβολική και παράλογη διεύρυνση του σκοπού των διατάξεων του ΑΚ - ερμηνεία αντίθετη στο κοινό αίσθημα, όπως εύστοχα παρατηρείται 37 - με ασφυκτικές συνέπειες στη διαχείριση της από τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα και αφετέρου θα δημιουργούσε επικίνδυνη ανασφάλεια στις συναλλαγές, αποκλείοντας εκκλησιαστικά πράγματα που εκ φύσεως είναι δεκτικά συναλλαγής. Συμπερασματικά, λοιπόν, πλην των χαρακτηριζόμενων ως ιερών, τα υπόλοιπα εκκλησιασιαστικά πράγματα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εμπράγματων δικαιωμάτων 38 και σχέσεων, όπως επίσης και να καταστούν αντικείμενα χρησικτησίας από τρίτους 39. Αντίθετα, κάθε δικαιοπραξία, η οποία έχει ως αντικείμενο πράγμα που χαρακτηρίζεται ως ιερό, πρέπει να λογίζεται άκυρη κατά τις διατάξεις του αρ. 174 ΑΚ 40. Βεβαίως, πάγια και σαφή θέση στο εν λόγω ζήτημα και υπέρ της ανωτέρω άποψης, δηλαδή περί συσταλτικής ερμηνείας των κρίσιμων διατάξεων του ΑΚ, έχει λάβει η νομολογία 41. Έτσι, η ανωτέρω διάκριση γίνεται δεκτή από πλήθος 37 Παπαγεωργίου Κ, οπ.π, σελ. 375. 38 Με το αρ. 68 9 του πρόσφατου Ν. 4235/2014 προστέθηκε 5 η παράγραφος στο αρ. 47 ΚΧΕ σύμφωνα με το οποίο «Επιτρέπεται η σύσταση δικαιώματος επιφάνειας στα ακίνητα των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου του παρόντος νόμου, κατά ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 18-26 του Ν. 3986/2011». Εξάλλου, για την ορθότερη εφαρμογή της εν λόγω ρύθμισης, η ΙΣΙ εξέδωσε την με αρ. πρ. 2656/05-06-2014 «Σύστασις δικαιώματος επιφανείας εις τα εκκλησιαστικά ακίνητα (αρ. 68 παρ. 1 υποπαρ. 9 Ν. 4235/2014 = αρ. 47 παρ. 9 του Ν. 590/1977). 39 Όπως έκρινε η ΠολΠρΣύρου 88/2000 σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, σχετικά με την έκτακτη χρησικτησία κτισμάτων γύρω από την Ι.Μ. και τον αύλειο χώρο αυτής. 40 Αποστολάκης Γ, οπ.π, σελ. 27. 41 Παπαγεωργίου Κ, οπ.π, σελ. 376. 17

αποφάσεων και χρησιμοποιείται ως ερμηνευτική πυξίδα για διαφορές και υποθέσεις που εμπίπτουν στις προαναφερθείσες διατάξεις του ΑΚ, όπως, ενδεικτικά, στην πρόσφατη ΠολΠρΝάξου 10/2014 42, η οποία κρίνει ότι ο Ναός, που έχει καθιερωθεί και όχι μόνον τα κειμήλια, τα ιερά σκεύη και τα άμφια, τυγχάνει πράγμα που εμπίπτει στις διατάξεις του αρ. 966 ΑΚ 43. 3. Ο ΚΧΕ Ο ΚΧΕ, συντασσόμενος με την προεκτεθείσα άποψη, πλήρως υιοθετεί τη συσταλτική ερμηνευτική προσέγγιση του αρ. 966 ΑΚ, ορίζοντας στο αρ. 45 1 ότι «Οι ιεροί ναοί, τα εν λατρευτική χρήσει ιερά σκεύη, άμφια, λειτουργικά βιβλία και εικόνες αποτελούν πράγματα ιερά, καθιερωμένα ή ηγιασμένα, και ισχύουν επ` αυτών αι διατάξεις των άρθρων 966 και 971 του Αστικού Κώδικος». Ο ισχύων, λοιπόν, Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως νόμος ίσης τυπικής ισχύος με αυτή του Αστικού Κώδικα, με τη θέσπιση της προεκτεθείσας διάταξης, παρέχει το κριτήριο για το εύρος εφαρμογής των αρ. 966 και 971 ΑΚ, καθορίζοντας ρητά ότι αυτά εφαρμόζονται μόνον επί των εκκλησιαστικών πραγμάτων που προορίζονται για λατρευτικούς σκοπούς 44. Εξ αντιδιαστολής, λοιπόν, καταλήγουμε ευθέως, όπως και παραπάνω, στο συμπέρασμα ότι όλα τα υπόλοιπα, μη ανήκοντα στην κατηγόρια των ιερών, εκκλησιαστικά πράγματα θεωρούνται εντός συναλλαγής και άρα δεκτικά εμπράγματων σχέσεων 45. 4. Ο Ν. 3028/2002 (Αρχαιολογικός Νόμος) Η Εκκλησία, ως οργανισμός που έχει συγκροτηθεί και αναπτύσσει τη δράση του για χιλιετίες, είναι φυσικό ότι διαχρονικά έχει συγκεντρώσει στην κυριότητά και νομή της πλήθος πραγμάτων, κινητών και ακίνητων, τα οποία χρονολογούνται στο απώτερο ή απώτατο παρελθόν. Εύλογο, λοιπόν, είναι ότι το νομοθετικό πλαίσιο περί 42 Βλ. σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ. 43 Ωστόσο, η ΠολΠρΒόλου 463/1996 σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, επεκτείνει την ερμηνεία του αρ. 966 ΑΚ, δεχόμενη ότι τα μετόχια των μονών, και όχι μόνον οι ναοί που ευρίσκονται σε αυτά, συμπεριλαμβάνονται στα εκτός συναλλαγής πράγματα. 44 Στο αρ. 45 2 και 3 προβλέπονται επίσης ειδικές ποινικές διατάξεις σχετικά με τις συναλλαγές που έχουν ως αντικείμενο ιερό πράγμα καθώς και για την παράτυπη μεταφορά ιερών πραγμάτων σε μουσείο. 45 Βλ. και στο σκεπτικό της ΠολΠρΝάξου 10/2014 σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ. 18

αρχαιοτήτων αποκτά ιδιαίτερη σημασία για το καθεστώς της εκκλησιαστικής περιουσίας, αφού σημαντικό τμήμα των εκκλησιαστικών πραγμάτων εμπίπτει στο ρυθμιστικό του εύρος. Το ισχύον πλαίσιο για την προστασία των αρχαιοτήτων και της πολιτιστικής κληρονομιάς ρυθμίζεται στο Ν. 3028/2002. Η εξαιρετικής σημασίας, για τα ζητήματα της εκκλησιαστικής περιουσίας, καινοτομία του ισχύοντος αρχαιολογικού νόμου σε σχέση με το παλαιότερο καθεστώς του κωδικοποιημένου Ν. 5351/1932 46 είναι η ex lege ρύθμιση της κυριότητας των αρχαίων πραγμάτων. Συγκεκριμένα, σε αντίθεση με τις παλαιότερες διατάξεις 47, κατά τις οποίες η κυριότητα και νομή όλων των αρχαίων πραγμάτων ανήκε στο κράτος χωρίς καμμία διάκριση ή εξαίρεση 48, ο νέος αρχαιολογικός νόμος περιλαμβάνει ειδική μεταβατική 49 διάταξη για τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, αποκρυσταλλώνοντας πλέον το καθεστώς των αρχαίων πραγμάτων που αυτά έχουν στην κυριότητα ή νομή τους. Ειδικότερα, το αρ. 73 1 Ν. 3028/2002 προβλέπει ότι: «Τα υπάρχοντα κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού δικαιώματα κυριότητας των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδας... σε αρχαία μνημεία θρησκευτικού χαρακτήρα, ακόμη και αν χρονολογούνται μέχρι και το 1453, διατηρούνται». Καταρχήν, λοιπόν, ο νομοθέτης, με την ως άνω εξαιρετική διάταξη, αναγνωρίζει με σαφή βούληση και αδιάστικτη διατύπωση την κυριότητα των εκκλησιαστικών προσώπων σε μνημεία ανεξαρτήτως χρονολόγησης. Ωστόσο εισάγει την έννοια των μνημείων «θρησκευτικού χαρακτήρα», αυστηρά και μόνον για τα οποία μπορεί να εξαιρεθεί η Εκκλησία από τις γενικές προστατευτικές διατάξεις των αρ. 7 και 21 του αρχαιολογικού νόμου. Επομένως, 46 Π.Δ. της 9 ης Απριλίου/24 ης Αυγούστου 1932. 47 Πρέπει να σημειωθεί ότι στον καταργηθέντα Ν. 5351/1932 και συγκεκριμένα στο αρ. 41 αυτού υπάρχει εξαιρετική διάταξη η οποία ορίζει ότι «τα εν τοις σκευοφυλακίοις Ιερών Μονών φυλαττόμενα και μη χρησιμοποιούμενα εις την λατρείαν αρχαία εκκλησιαστικά κειμήλια και πολύτιμα αρχαία χειρόγραφα περί της μεγάλης αξίας και της ανάγκης της καλλιτέρας φυλάξεως και συντηρήσεως των οποίων ήθελε γνωμάτευση επιτροπή από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας εκ του οικείου Μητροπολίτου, μελών του Αρχαιολογικού Συμβουλίου και άλλων ειδικών, κατατίθενται προς φύλαξιν και συντήρησιν εις το Βυζαντινόν Μουσείον ή εις τα τοπικά μουσεία. Η κυριότης των Μονών επί των αρχαίων τούτων διατηρείται και μετά την κατάθεσιν αυτών εις το Μουσείον» 48 Μάλιστα, το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς δεν προσδιόριζε χρονολογικά την έννοια του «αρχαίου». 49 Υποστηρίζεται σε Αποστολάκης Γ, οπ.π, σελ. 20 10 ότι η κρίσιμη ρύθμιση έχει περιληφθεί εντελώς αδόκιμα στις μεταβατικές διατάξεις. 19

κρίσιμο στοιχείο για τον προσδιορισμό του ρυθμιστικού εύρους της εξαιρετικής αυτής διάταξης αποτελεί η διασάφηση της έννοιας του θρησκευτικού χαρακτήρα ενός μνημείου, κινητού ή ακινήτου 50, αφού από αυτό εξαρτάται το νομικό ιδιοκτησιακό καθεστώς ενός μεγάλου τμήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ερμηνεύοντας το νομοθετικό κείμενο, γίνεται φανερό ότι η έννοια του θρησκευτικού χαρακτήρα ενός πράγματος έχει ευρύτερο περιεχόμενο από αυτό του αρ. 966 ΑΚ, δηλαδή από τα πράγματα που είναι προορισμένα για την εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών, όπως αναλύθηκαν παραπάνω. Διότι εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε τη συσταλτική ερμηνεία της διάταξης του αρ. 73 του αρχαιολογικού νόμου, τότε θα αναφερόταν με σαφήνεια στα εκτός συναλλαγής πράγματα κατά την έννοια του ΑΚ. Αντιθέτως, η διατύπωση της κρίσιμης διάταξης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο νόμος αναγνωρίζει την κυριότητα των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων σε όλα εκείνα τα πράγματα που βρίσκονται στην κατοχή τους και εντάσσονται στην κατηγορία των θρησκευτικών μνημείων 51, ανεξαρτήτως εάν διατηρούν ή απέβαλαν το θρησκευτικό τους προορισμό, όπως επίσης και εκείνα τα μνημεία που, αν και δεν έχουν άμεσο θρησκευτικό σκοπό, εντούτοις συνδέονταν κατά το παρελθόν με την ευρύτερη θρησκευτική δραστηριότητά τους και την ιστορική τους διαδρομή 52, όπως για παράδειγμα τα μετόχια των μονών στις πόλεις. Συνοψίζοντας, λοιπόν, τα προεκτεθέντα, το ισχύον καθεστώς για τα μνημεία, τόσο κινητά όσο και ακίνητα, που έχουν στην κατοχή τους τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, προβλέπει ότι όσα από αυτά έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα, τότε βάσει της ρύθμισης του αρ. 73 Ν. 3028/2002 ανήκουν κατά κυριότητα και νομή, όπως ορθώς επισημαίνεται 53, στα εκκλησιαστικά ιδρύματα που τα κατέχουν, ανεξαρτήτως χρονολόγησης. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή τα κατεχόμενα μνημεία δεν έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα τότε ισχύουν οι γενικές διατάξεις των αρ. 7 και 21 του αρχαιολογικού νόμου, δηλαδή το ζήτημα της κυριότητάς τους θα κριθεί με βάση τη χρονολόγησή τους ως προ ή μετά του έτους 1453. 50 Ο Νόμος δεν περιέχει διάκριση. 51 Ο όρος αντιδιαστέλλεται προς τα «κοσμικά πολιτιστικά αγαθά», βλ. Αποστολάκης Γ, οπ.π, σελ. 21 11. 52 Αποστολάκης Γ, οπ.π, σελ. 23. 53 Αποστολάκης Γ, οπ.π, σελ. 25. 20

5. Τρόποι κτήσης της εκκλησιαστικής περιουσίας. Όπως είναι γνωστό από το εμπράγματο δίκαιο, υπάρχουν διάφοροι τρόποι κτήσεως της κυριότητας ενός πράγματος, που διακρίνονται είτε σε πρωτότυπους είτε σε παράγωγους τρόπους 54. Έτσι, λοιπόν, τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα απέκτησαν διαχρονικά εμπράγματα δικαιώματα επί περιουσιακών στοιχείων τους πρωτοτύπως μέσω κατάληψης, τρόπος κτήσεως που χρησιμοποιήθηκε κυρίως από μονές. Αυτό εξηγείται ευχερώς από το γεγονός ότι μοναχοί, οι οποίοι στερούνταν ιδιοκτησίας, επέλεγαν αδέσποτες, συνήθως δασώδεις ή αλσώδεις, εκτάσεις προκειμένου να εγκατασταθούν και να ασκήσουν τα μοναχικά τους καθήκοντα 55. Επίσης, η κτήση δια χρησικτησίας, αποτελεί πρωτότυπο τρόπο κτήσης, στον οποίο κατεξοχήν προσφεύγουν τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα προκειμένου να αποδείξουν την κυριότητά τους επί ακινήτων που κατέχουν και νέμονται για διάστημα αιώνων. Χαρακτηριστικό δε για τη σημασία που έχει η χρησικτησία για την απόδειξη της κυριότητας των εκκλησιαστικών ακινήτων είναι ότι ο Ν. 1700/1987 56, ο οποίος επιχείρησε να ρυθμίσει τα θέματα της της μοναστηριακής περιουσίας, απέκλειε το δικαίωμα των μονών να επικαλεσθούν τη συνδρομή των προϋποθέσεων της χρησικτησίας προκειμένου να αποδείξουν την κυριότητά τους, με προφανή στόχο την αφαίρεση μεγάλου τμήματος της ακίνητης περιουσίας τους, για το οποίο δεν υπήρχαν ή είχαν απωλεσθεί οι έγγραφοι τίτλοι ιδιοκτησίας. Βεβαίως, η εκκλησιαστική περιουσία συγκεντρώθηκε και μέσω παράγωγων τρόπων κτήσης κυριότητας. Καθοριστικές για την αύξηση του μεγέθους τις εκκλησιαστικής περιουσίας, ήταν οι δωρεές και κληροδοσίες από απλούς πιστούς, μοναχούς αλλά και από τους αυτοκράτορες κατά την βυζαντινη περίοδο. Οι απλοί πιστοί, διαχρονικά και μέχρι σήμερα προβαίνουν σε δωρεές προς διάφορα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα ενώ με διατάξεις τελευταίας βούλησης καταλείπουν τμήμα ή και ολόκληρη την περιουσία τους σε ναούς, μονές, ευαγή ιδρύματα της Εκκλησίας κλπ. Εξάλλου, κατά τη βυζαντινή περίοδο, οι αυτοκράτορες με διατάγματά τους (Χρυσόβουλλα) χορηγούσαν στις μονές νησίδες και εκτάσεις γης, καθώς και εδάφη για καλλιέργεια 57. Φυσικά, μεγάλος τμήμα της εκκλησιαστικής 54 Παπαστερίου Δ, Εγχειρίδιο εμπράγματου δικαίου, τ.ιιια, Αθήνα Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 203 επ. 55 Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου οπ.π, σελ. 28. 56 Βλ. αναλυτικότερα στο Κεφάλαιο Γ.ΙΙΙ.3 της παρούσας. 57 Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου οπ.π, σελ. 29. 21

περιουσίας αποκτήθηκε μέσω αγοραπωλησιών και ανταλλαγών αλλά και εκ της προσωπικής εργασίας των μοναχών, όσον αφορά στις μονές 58. 6. Το ζήτημα της χρησικτησίας τρίτων επί των εκκλησιαστικών ακινήτων. Η εκκλησία, υπό τη γενική έννοια, αποτελεί, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, οργανισμό, ο οποίος υφίσταται και λειτουργεί για εκατοντάδες έτη, επιβιώνοντας διαμέσου αλλεπάλληλων πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών και κατά συνέπεια δικαιικών μεταβολών. Κατά τη διάρκεια των αιώνων αυτών κάθε εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο (μονές, ενοριακοί ναοί κλπ), όπως είναι φυσικό αλλά και εξαιτίας της συντηρητικής φύσης της ίδιας της Εκκλησίας 59, έχει συγκεντρώσει μία τεράστια, ακίνητη κυρίως, περιουσία, η εποπτεία και προστασία της οποίας είναι αυτονόητο ότι αποτελεί ένα έργο ακατόρθωτο. Έτσι, η περιουσία αυτή, λόγω και του έντονου αγροτολιβαδικού ή δασικού χαρακτήρα της, διαχρονικά έχει γίνει βορά στις διαθέσεις καταπατητών, κατά κύριο λόγο μέσω του πρωτότυπου τρόπου κτήσης της χρησικτησίας, ζήτημα το οποίο επιχείρησε να ρυθμίσει η πολιτειακή νομοθεσία σε μία προσπάθεια διασφάλισης της εκκλησιαστικής περιουσίας. Κατά συνέπεια, γίνεται φανερό ότι η μελέτη της συνδρομής των προϋποθέσεων της χρησικτησίας, τόσο στην τακτική όσο και έκτακτη μορφή της, επί των εκκλησιαστικών ακινήτων, καθώς και η εξέταση των κατά καιρούς νομοθετικών πρωτοβουλιών παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Σημειώνεται δε ότι η μελέτη της έκτακτης χρησικτησίας θα γίνει ξεχωριστά για τα μοναστηριακά ακίνητα από τα υπόλοιπα εκκλησιαστικά ακίνητα, λόγω της διαφορετικής μεταξύ τους νομοθετικής μεταχείρισης. α) Τακτική Χρησικτησία Πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (αναδρομικά από 23/02/1946 κατόπιν του ΦΕΚ Α 151/10-05-1946) οι έννομες σχέσεις ρυθμίζονταν με βάση το Διάταγμα περί Πολιτικού Νόμου της βαυαρικής αντιβασιλείας (ΦΕΚ Α 7/23.02-07.03-1835), δηλαδή σύμφωνα με τους κανόνες των πολιτικών νόμων των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων που περιέχονταν στην Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου. Έτσι, λοιπόν, με βάση το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο και συγκεκριμένα με όσα ορίζονται στη Νεαρά 111 κεφ. 1 και Νεαρά 131 κεφ. 6 του αυτοκράτορα 58 Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου οπ.π, σελ. 29. 59 Παπαγεωργίου Κ, οπ.π, σελ. 373. 22

Ιουστινιανού (έτη 541 και 545 αντιστοίχως), μόνο μετά την πάροδο 40 ετών παραγράφονταν τα εμπράγματα δικαιώματα των «σεπτών τόπων» επί των ακινήτων τους 60. Με τις διατάξεις αυτές, λοιπόν, αποκλειόταν η δυνατότητα κτήσης εκκλησιαστικού ακινήτου, ενοριακού, μοναστηριακού κλπ, με τις προϋποθέσεις της τακτικής χρησικτησίας, ωστόσο ήταν δυνατή η κτήση εμπράγματων δικαιωμάτων επ αυτών με τη μορφή της έκτακτης χρησικτησίας, μετά το πέρας διαστήματος σαράντα ετών. Φυσικά, οι παραπάνω διατάξεις διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα στην ελληνική έννομη τάξη, εφόσον το αρ. 51 ΕισΝΑΚ ορίζει ότι «Η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή τους». Ο νομοθέτης, λοιπόν, με την κρίσιμη διάταξη διατήρησε σε ισχύ το βυζαντινορωμαϊκό δικαίο στη σύγχρονη νομική πραγματικότητα μόνον, όμως, για το σκοπό διακρίβωσης και αναγνώρισης εμπράγματων δικαιωμάτων, που η υλική απόκτησή τους συντελέσθηκε πριν από το χρόνο εισαγωγής του Αστικού Κώδικα. Έτσι, παγίως η νομολογία δέχεται ότι μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23/02/1946) τα ακίνητα ιδιοκτησίας των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων ήταν ανεπίδεκτα τακτικής χρησικτησίας, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις διατάξεις των ως άνω Νεαρών του Ιουστινιανού σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις των αρ. 51, 64 και 65 ΕισΝΑΚ 61. β) Έκτακτη Χρησικτησία Σε αντίθεση με το ζήτημα της τακτικής χρησικτησίας, το οποίο έχει πάγια και σαφή αντιμετώπιση από θεωρία και νομολογία, το θέμα της έκτακτης χρησικτησίας επί των εκκλησιαστικών ακινήτων, εκτός των μοναστηριακών, παρουσιάζει αμφισβητήσεις και διχογνωμίες, που προκλήθηκαν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα και αφορούν στο ακριβές διάστημα για το οποίο υπήρχε η δυνατότητα χρησικτησίας επί της εκκλησιαστικής περιουσίας από τρίτους. 60 Schoell R. Kroll G, Corpus Iuris Civilis, Βερολίνο 1959 σελ. 521 και 654, όπου τα κείμενα των Νεαρών. 61 Βλ. ΑΠ 1521/2006 αλλά και ΕφΛαρ 845/2003 με σχόλια Αποστολάκη Γ. σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ. 23

i) Ως προς τα ακίνητα των μονών Σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 21 του από 22-4/16-05-1926 Ν.Δ. «Περί διοικητικής αποβολής από των Κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης...» (ΦΕΚ Α 155/16-05-1926) ορίσθηκε ότι «Τα επί ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου, της Αεροπορικής Αμύνης και των Ιερών Μονών εις ουδεμία υπόκεινται εις το μέλλον παραγραφήν, η δε αρξάμενη παραγραφή ουδεμίαν νόμιμον συνέπειαν κέκτηται αν μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος δεν συνεπληρώθη η τριακονταετής παραγραφή κατά τους ισχύοντας νόμους». Με τη ρύθμιση αυτή, η οποία επέχει κεφαλαιώδη θέση στα πλαίσια του εκκλησιαστικού εμπραγμάτου δικαίου 62, για πρώτη φορά το ελληνικό κράτος επεξέτεινε στα μοναστηριακά ακίνητα την αυξημένη νομοθετική προστασία που επεφύλασσε για τα δημόσια ακίνητα ώστε να αποφεύγεται η κακόπιστη επίκληση των προϋποθέσεων της χρησικτησίας από επίδοξους καταπατητές. Βάσει, λοιπόν, της σαφούς γραμματικής διατύπωσης της διάταξης, τα μοναστηριακά ακίνητα καθίσταντο ανεπίδεκτα χρησικτησίας και μάλιστα από την 12/09/1915 63, κατά τρόπο ώστε ακόμη και εάν μία μονή αποβληθεί από ακίνητο ιδιοκτησίας της, η νομή του τρίτου, που κατέχει το ακίνητο, δεν δύναται να θεμελιώσει τις προϋποθέσεις της χρησικτησίας. Κι αυτό διότι, παρά την πρακτική αφαίρεση της νομής της, η μονή θεωρείται ότι ασκεί αυτήν αδιαλείπτως (πλασματική νομή) με αποτέλεσμα ο τρίτος να μην δικαιούται να επικαλεστεί έναντι της μονής την ένσταση της κτητικής παραγραφής. Με την παραπάνω, λοιπόν, μείζονος σημασίας ρύθμιση, θωρακίσθηκε νομοθετικά η τεράστια μοναστηριακή περιουσία και διασφαλίσθηκε η ιδιοκτησία των μονών έναντι των καταπατητών της 64. 62 Παπαγεωργίου Κ, οπ.π, σελ. 403 63 Λόγω της αναστολής στο χρόνο της κτητικής παραγραφής που επιβλήθηκε με αλληλοδιάδοχα διατάγματα από την 12/09/1915 μέχρι και την 16/05/1926, το διάστημα των 40 ετών που απαιτούσε το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο για τη συμπλήρωση του χρόνου της έκτακτης χρησικτησίας έπρεπε να έχει εκκινήσει μέχρι την 12/09/1875 ώστε να έχει ολοκληρωθεί την 12/09/1915. Για λεπτομερείς αναφορές και πλούσια νομολογία βλ. Παπαγεωργίου Κ, οπ.π, σελ. 404 επ. 64 Ωστόσο, βλ. και την ΕφΑθ 3223/2008, όπου αν και αναπτύσσεται πλήρως η εκτεθείσα πάγια άποψη περί έκτακτης χρησικτησίας, το Δικαστήριο εισάγει στο σκεπτικό του την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος από πλευράς ενάγουσας Ιεράς Μονής καθώς και την προσβολή αυτού υπό τα όμματα των οργάνων της. 24

ii) Ως προς τα ακίνητα των ενοριακών ναών και των λοιπών εκκλησιαστικών νομικών προσώπων της ΕτΕ Όπως εκτέθηκε ανωτέρω, ο νομοθέτης επεφύλαξε στα μοναστηριακά ακίνητα μία πληρέστατη νομοθετική προστασία και διασφάλιση έναντι των επίδοξων καταπατητών τους, καθιστώντας τα ανεπίδεκτα χρησικτησίας και εξομοιώνοντάς τα, σε αυτόν τον τομέα, με τα ακίνητα ιδιοκτησίας του ελληνικού δημοσίου. Ωστόσο, η αδιάστικτη διατύπωση του γράμματος του αρ. 21 του από 22-4/16-05-1926 Ν.Δ. είναι σαφές ότι δεν περιλαμβάνει στο ρυθμιστικό της εύρος τα υπόλοιπα εκκλησιαστικά ακίνητα και κυρίως αυτά των μητροπόλεων και των ενοριακών ναών. Όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί 65, ο αποκλεισμός αυτός αποτελεί άνιση και αδικαιολόγητη μεταχείριση ουσιαστικά όμοιων περιπτώσεων, αφού αποδείχθηκε και πρακτικά ότι και τα υπόλοιπα, πλην των μονών, εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα είχαν να αντιμετωπίσουν πανομοιότυπους τρόπους προσβολής της ιδιοκτησίας τους, δια της επίκλησης των προσόντων της χρησικτησίας από επίδοξους καταπατητές. Όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, η θωράκιση των λοιπών εκκλησιαστικών ακινήτων από την καταπάτηση διά χρησικτησίας επετεύχθη νομοθετικά πολύ αργότερα ενώ, ακόμη και σήμερα, υπάρχει διχογνωμία ως προς τον χρόνο έναρξης της προστασίας αυτής. Για πρώτη φορά μετά την εισαγωγή του ΑΚ στην ελληνική έννομη τάξη, το ζήτημα της χρησικτησίας επί των εκκλησιαστικών ακινήτων (πλην των μοναστηριακών 66 ) επιχειρήθηκε να αντιμετωπισθεί με τον Κ. 4/5.7-16.8-1969 «Περί διοργανώσεως, συγκροτήσεως και λειτουργίας του ΟΔΔΕΠ». Σύμφωνα με το αρ. 4 3 του Κανονισμού, ορίσθηκε ότι «Επί των ακινήτων κτημάτων της Εκκλησιαστικής Περιουσίας εφαρμόζονται αναλόγως αι ουσιαστικαί και δικονομικαί διατάξεις του Α.Ν. 1539/1939... και του Ν.Δ. 22 Απριλίου 16 Μαΐου 1926...». Στη συνέχεια, διάταξη με το ίδιο ρυθμιστικό περιεχόμενο περιελήφθη στον ισχύοντα ΚΧΕ, όπου στο αρ. 62 2 ορίσθηκε ότι «Αι διατάξεις των άρθρων 4 και 23 του Α.Ν. 1539/1938 "περί προστασίας των Δημοσίων Κτημάτων", ως ούτος μεταγενεστέρως ετροποποιήθη και και συνεπληρώθη, έχουν ανάλογον εφαρμογήν και επί των κτημάτων των ανηκόντων εις τα εν άρθρω 1 παρ. 4 του παρόντος, αναφερόμενα Νομικά Πρόσωπα» 67, εντάσσοντας στο προστατευτικό της εύρος όλα τα εκκλησιαστικά νομικά νομικά 65 Παπαγεωργίου Κ, οπ.π, σελ. 412 66 Για την παρούσα ενότητα και χάριν οικονομίας του κειμένου, ο όρος «εκκλησιαστική περιουσία» νοείται ότι δεν περιλαμβάνει τη μοναστηριακή περιουσία. 67 Η διατύπωση της διάταξης τίθεται, όπως αυτή διορθώθηκε κατόπιν του αρ. 68 10 Ν. 4235/2014. 25

πρόσωπα (μητροπόλεις, ενοριακοί ναοί, μονές, Αποστολική Διακονία, Ο.Δ.Ε.Π. κλπ), έναντι του κινδύνου της κτητικής παραγραφής. Παρατηρούμε λοιπόν ότι μετά την εισαγωγή του Α.Κ. (23/02/1946) επιχειρήθηκε δύο φορές να επεκταθεί στα εκκλησιαστικά εν γένει ακίνητα η προστασία που απολαμβάνουν τα ακίνητα ιδιοκτησίας του Δημοσίου. Την πρώτη μέσω Κανονισμού της ΙΣΙ και υπό την ισχύ του προηγούμενου Καταστατικού Χάρτη της ΕτΕ, ο οποίος εισήχθη με το Ν.Δ. 126 της 10/17-02-1969 και για πρώτη φορά, στο αρ. 42 3, παρασχέθηκε στην Ι.Σ.Ι. νομοθετική εξουσιοδότηση προς έκδοση αποφάσεων για τη ρύθμιση ζητημάτων που αφορούσαν τη διοίκηση, διαχείριση και την αξιοποίηση, κατά τον αποδοτικότερο τρόποο, της εκκλησιασιαστική περιουσίας. Την δεύτερη φορά, η κρίσιμη ρύθμιση περιελήφθη στον ισχύοντα ΚΧΕ, δηλαδή αποτελεί μέρος του Ν. 590/1977. Το γεγονός, όμως, ότι η ίδια διάταξη επαναλήφθηκε δύο φορές δεν αποτελεί σύμπτωση ή παραδρομή του Νομοθέτη. Κι αυτό διότι η νομιμότητα και η εφαρμογή της διάταξης του Κ. 4/5.7-16.8-1969 αποτελεί σημείο έντονης κριτικής και αμφισβήτησης τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία, θέμα το οποίο, όπως θα καταδειχθεί κατωτέρω, έχει έντονο πρακτικό ενδιαφέρον, αναλόγα με την υποστηριζόμενη άποψη. Διότι εάν γίνει δεκτή η νομιμότητα του Κ. 4/5.7-16.8-1969, τότε τα εκκλησιαστικά ακίνητα πρέπει να θεωρούνται ως δεκτικά χρησικτησίας για το διάστημα από 23/02/1946 (εισαγωγή ΑΚ) μέχρι και την 16/08/1969 (δημοσίευση του Κανονισμού στην ΕτΚ, ΦΕΚ Α 158). Ωστόσο, εάν αποκλεισθεί η εγκυρότητα του Κανονισμού τότε αυτό συνεπάγεται ότι η επίκληση των προσόντων της χρησικτησίας, ως τρόπου κτήσης εκκλησιαστικών ακινήτων, διαρκεί για την φανερά μεγαλύτερη περίοδο από την 23/02/1946 μέχρι και την 31/05/1977 (δημοσίευση του Ν. 590/1977 στην ΕτΚ, ΦΕΚ Α 146). Ειδικότερα, κρίσιμο ζήτημα στην προκείμενη περίπτωση συνιστά το εάν ο εν λόγω Κανονισμός της ΙΣΙ κινείται εντός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης που παρασχέθηκε με το Ν.Δ. 126 της 10/17-02-1969 ή αντίθετα υπερβαίνει την εξουσιοδότηση αυτή και άρα η εφαρμογή του παραβαίνει τις συνταγματικές επιταγές (αρ. 43 2 Σ.). Όπως σημειώθηκε παραπάνω, ο προϊσχύσας ΚΧΕ, περιελάμβανε για πρώτη φορά ένα πλήθος εξουσιοδοτικών διατάξεων προς την ΙΣΙ, η οποία είχε πλέον την εξουσία να εκδίδει αποφάσεις κανονισμούς με νομοθετικό περιεχόμενο για ζητήμα που αφορούσαν την αυτοδιοίκησή της 68. Σύμφωνα δε με το αρ. 5 1 Ν.Δ. 68 Ενδεικτικά στα αρ. 24 4, 32 2, 33 2, 39 2 κλπ. 26