30 Οκτωβρίου 2012 Αρχαία και βυζαντινή Σμύρν Αφιερώματα / Μικρασιατικά
Το βυζαντινό κάστρο τς Σμύρνς (λόφος του Πάγου, Κατιφέ καλέ) σε επιστολικό δελτάριο των αρχών του 20ου αιώνα (Φωταρχείο Πέτρου Μεχτίδ) Τα δραματικά γεγονότα τς Μικρασιατικής Καταστροφής και πυρπόλσ τς Σμύρνς το 1922 είναι γεγονότα που- δικαιολογμένα ίσως- μάς οδγούνε σε μία πιο συστματική μελέτ τς νεότερς ιστορίας τς Σμύρνς ξεχνώντας ότι το 1922 τερματίστκε με τον πιο βίαιο τρόπο τρισχιλιετής Ελλνική παρουσία στν περιοχή. Οι αρχαίοι μύθοι συνδέουν τ Σμύρν με τις Αμαζόνες, τους Λέλεγες, τους Λυδούς, τον Τάνταλο και τ μετανάστευσ των Ετρούσκων από τ Μ. Ασία προς τν Ιταλία. Το όνομα τς πόλ το πήρε από τν Αμαζόνα Σμύρν. Οι αναφορές στις Αμαζόνες τς Μ. Ασίας θεωρείται ότι προέρχονται από μία πιθανή παρανόσ τς ενδυμασίας των Χετταίων από τους πρώτους Έλλνες αποίκους τς περιοχής. Ο μύθος που αναφέρει τ Σμύρν ως πρωτεύουσα του Ταντάλου, ο οποίος επιτέθκε στο Ίλιον- Τροία δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται αφού υπήρχε ισχυρή παράδοσ ανάμεσα στους κατοίκους ότι πόλ του Ταντάλου βρισκόταν δυτικότερα, στις πλαγιές του όρους Σίπυλος. Εκτός αυτού, αρχαϊκή Σμύρν που αποκαλύφθκε από τις ανασκαφές τς Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής τς Αθήνας και του Πανεπιστμίου τς Άγκυρας από τους John Cook και Ekrem Akurgal από το 194851 και 1966-93 δεν ήταν παρά ένας μικρός οικισμός σε σχέσ με τν Τροία. Οι συστματικές ανασκαφές στο προάστιο Bayrakli τς Σμύρνς αποκάλυψαν
διάφορες οικιστικές φάσεις από τν 3 χιλιετία π.χ. έως και τν κλασική περίοδο. Ο οικισμός τς 2ς χιλιετίας π.χ. είχε σχέσεις τόσο με τους πολιτισμούς του Αιγαίου όσο και με το εσωτερικό τς Ανατολίας. Όμως ακόμα αναζτείται το όνομα με το οποίο πιθανώς αναφερόταν στα χετταϊκά αρχεία όπως και σχέσ που ίσως είχε με τα δύο ανάγλυφα χετταϊκής τέχνς λίγα χιλιόμετρα προς το εσωτερικό. Οι Αιολείς άποικοι εγκαθίστανται περίπου το 1000 π.χ., όπως τουλάχιστον προκύπτει από τν κεραμική που αποκαλύφθκε. Τον 9ο αιώνα π.χ. ο οικισμός προστατεύτκε με ισχυρό τείχος και αναπτύχθκε κατά τον 8ο αιώνα π.χ. φτάνοντας τις 450 περίπου οικίες. Η κατάλψ τς πόλς από Κολοφώνιους και σταδιακή τς μετατροπή σε ιωνική πόλ αναφέρεται από τον Ηρόδοτο. Τν περίοδο αυτή οι κάτοικοι έχουν εμπορικές σχέσεις με τ Χίο και τ Λέσβο (εισαγωγή κρασιού), τν Κόρινθο και τν Αθήνα (Πρωτοκορινθιακή κεραμική και τύπου Διπύλου). Τον 7ο αιώνα άλλαξε ο σχεδιασμός τς πόλς λόγω τς επέκτασς του ιερού τς Αθνάς και πόλ επεκτάθκε στ γειτονική ακτή. Ο ναός τς Αθνάς χρονολογήθκε στο 700 περίπου π.χ. και θεωρείται ως ένας από τους παλαιότερους μνμειακούς ελλνικούς ναούς τς Μ. Ασίας. Η Σμύρν δεν διακρίθκε στν ίδρυσ αποικιών, αλλά ήταν περισσότερο μία αγροτική πόλ μικρότερ από τ γειτονική Κύμ και τις μεγαλύτερες ιωνικές Έφεσο, Ερυθραί και Μίλτο. Η πρώτ οικιστική φάσ τς Σμύρνς τερματίστκε περίπου το 600 π.χ., με τν πολιορκία του Λυδού Αλυτάττ. Η άμυνα των κατοίκων περιγράφκε από τον Ηρόδοτο, υμνήθκε από το Μίμνερμο και επιβεβαιώθκε ανασκαφικά με τν εύρεσ όπλων Σμυρναίων και Λυδών. Είκοσι χρόνια αργότερα άρχισε επανακατοίκσ τς πόλς, οποία αναπτύχθκε γρήγορα, όπως φαίνεται από τις πολλές πλούσιες ταφές σε Κλαζομενιακές σαρκοφάγους. Η νέα καταστροφή στις αρχές του 5ου αιώνα π.χ. φαίνεται να σχετίζεται με τν αποτυχμέν ιωνική επανάστασ. Κατά τον 5ο αιώνα Σμύρν συνέχισε να είναι ένα από σμαντικότερα λιμάνια του Ερμαίου κόλπου, αλλά δεν συμμετείχε στν ΑθναϊκήΔλιακή συμμαχία. Τα αρχαιολογικά δεδομένα πριν τν επανίδρυσ τς Σμύρνς κατά τον 4ο αιώνα δείχνουν μία ακμάζουσα πόλ και διαψεύδουν τν αναφορά του Στράβωνα «διετέλεσε οικούμεν κωμδόν». Οι κώμες αυτές αναζτούνται στο όρος Τμώλος, όπου και το αναφερόμενο από τον Παυσανία ιερό των Νεμέσεων με τα αγάλματα των Χαρίτων, έργο του Βουπάλου. Η τοπική παράδοσ για επανίδρυσ τς πόλς από τον Αλέξανδρο αναφέρεται από τον Παυσανία. Αντίθετα ο Στράβων τ θεωρεί ίδρυμα του Αντίγονου και του Λυσίμαχου. Η σύνδεσ των δυο παραδόσεων γίνεται με τν υπόθεσ ότι ο Αλέξανδρος σχεδίασε και οι διάδοχοί του υλοποίσαν το σχέδιο. Πάντως εγκατάλειψ τς «παλαιάς Σμύρνς» χρονολογήθκε στα χρόνια του Αλεξάνδρου. Η ανασύνθεσ τς ιστορίας και τς τοπογραφίας τς ελλνιστικής και ρωμαϊκής
Σμύρνς είναι περισσότερο δυνατή μέσα από τις αρχαίες πγές και λιγότερο από τις ανασκαφές σε μία πόλ ταχύτατα αναπτυσσόμεν. Οι μόνες ανασκαφές έγιναν τ δεκαετία του 1930 νότια του όρους Πάγου και αποκάλυψαν τ δμόσια αγορά και το βωμό του Δία. Η Σμύρν έφτασε να έχει πλθυσμό 100.000 κατοίκων και ήταν απλωμέν στις πλαγιές του όρους Πάγος, δυτικότερα προς το λιμάνι, όπου ο ναός τς Μεγάλς Μτέρας, σιταποθήκ του Αδριανού και εμπορική αγορά. Οι δύο μεγάλες πλακόστρωτοι οδοί τς πόλς ήταν Ιερά Οδός και Χρυσή Οδός με κατεύθυνσ ανατολή- δύσ. Η πόλ προστατευόταν από Λυσιμάχεια τείχ με τρεις πύλες και τν ακρόπολ στν νότια ράχ του όρους Πάγος. Τμήμα των τειχών σωζόταν έως τον 19ο αιώνα, όπως μαρτυρούν δυτικοί περιγτές. Λίγα τμήματα από το θέατρο τς Σμύρνς, του 2ου αιώνα μ.χ., σώζονταν έως και τ δεκαετία του 1950 στ βορειοδυτική πλαγιά του όρους Πάγου. Από τα ελάχιστα στοιχεία υπολογίστκε χωρτικόττα σε 16.000 θεατές. Η Σμύρν κατά τους βυζαντινούς χρόνους εξελίχτκε στο σμαντικότερο λιμάνι των παραλίων τς δυτικής Μ. Ασίας μετά τν παρακμή τς Εφέσου και τς Μιλήτου από τις προσχώσεις του Κάυστρου και του Μαιάνδρου. Παρά τις επισκευές των τειχών από τον Αρκάδιο και τον Ηράκλειο οι Άραβες με αρχγό τον Muawiya λελατσαν τν πόλ το 654 και τν κατέλαβαν το 672/3. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογένντος τν αναφέρει ως πόλ του θέματος Θρακσίων και πρωτεύουσα του θέματος Σάμου. Έως το 1097 τν πόλ κατείχε ο Σελτζούκος Τζαχάς διενεργώντας επιδρομές στα γειτονικά παράλια και νσιά. Η Σμύρν προστατευόταν από τν ακρόπολ στο λόφο Πάγο, οποία επισκευάστκε στα χρόνια του Ιωάνν Κομννού (1118-1143), από το «παλαιόν κάστρον τς Σμύρνς» και το «φρούριο του Αγίου Πέτρου», που προστάτευε το λιμάνι.
Η πόλ κατελήφθ από τους Τούρκους του εμιράτου του Αϊδινίου το 1317. Το 1344 στόλος ιπποτών Hospitallers, Βενετών και Κυπρίων ανακατέλαβε τν πόλ, τν οποία και ήλεγχαν έως το 1402 και τν καταστροφή από τον Ταμερλάνο. Η καταστροφή περιγράφκε με τρόμο από τον Μιχαήλ Δούκα: «Μόλις κατέλαβαν τν ακρόπολ, συγκέντρωσαν σε ένα σμείο τους αιχμαλώτους, που μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά ξεπερνούσαν τους χίλιους και τους οδήγσαν εμπρός στον Τεμήρ ο οποίος έδωσε εντολή να αποκοπεί δια ξίφους το κεφάλι όλων. Μάλιστα έχτισε ένα πύργο, συναρμόζοντας μία πέτρα με ένα κεφάλι έτσι που όλα τα πρόσωπα κοιτούσαν προς τν εξωτερική επιφάνεια. Μάτια ανθρώπου δεν είχαν ποτέ ξαναδεί παρόμοιο φρικτό και κτνώδες ανοσιούργμα» (Μιχαήλ Δούκας «Βυζαντινοτουρκική Ιστορία» XVII, 4 Μετάφρασ Βρ. Καραλής). Για να ανακάμψει Σμύρν από αυτόν τον τρόμο έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια. Βιβλιογραφία: J. M. Cook «The Greeks in the East» (1962) J. M. Cook «Old Smyrna 1948-1951 (B.S.A. 53-54) «The Oxford dictionary of Byzantium», Συλλογική Έκδοσ, «Oxford University Press», Ν. Υόρκ- Οξφόρδ, 1991 J. Dedeoglu «Izmir archaeological museum» (1993) Π. Μεχτίδς «Ιωνία: Η ιστορία, ο πολιτισμός και τα μνμεία» (Βάνιας 2005) Πγή: http://mikrasiatis.gr http://bit.ly/14xf6j6