sich fühlen αιτιολογώ να αιτιολογήσω αιτιολόγησα αιτιολογούσα αιτιολόγησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. begründen



Σχετικά έγγραφα
Sprachenlernen24-Schnellhilfe: Die wichtigsten Verben des Neugriechischen!

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Γραμματική και Συντακτικό Γ Δημοτικού ανά ενότητα - Παρασκευή Αντωνίου

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω

sich Sorgen machen, unruhig sein 36 αντέχω αντέξω άντεξα άντεχα άντεξε, -έξτε aushalten, ertragen 50 αξίζω άξίζα lohnen, wert sein 55

Χ ρ ο ν ι κ έ ς π ρ ο τ ά σ ε ι ς. Υ π ο θ ε τ ι κ έ ς π ρ ο τ ά σ ε ι ς

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Active voice verbs. First group:

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Οι σύνθετες προτάσεις αποτελούνται από δύο ή περισσότερες απλές προτάσεις που συνδέονται μεταξύ τους με συνδετικά στοιχεία.

Active voice verbs First group: Κλείνω: Φτάνω: Αρχίζω: Τελειώνω: Δουλεύω: Ανοίγω: Μένω: Έχω:

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Θα σε βοηθούσε για παράδειγμα να γράψεις και εσύ μια λίστα με σκέψεις σαν αυτή που έκανε η Ζωή και εμφανίστηκε ο «Αγχολέων»!

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Ρήματα λέγονται οι λέξεις που φανερώνουν ότι ένα πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ενεργεί ή παθαίνει κάτι ή βρίσκεται σε μία κατάσταση.

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Kangourou Greek Competition 2014

Τη μέρα που κόπηκε το ηλεκτρικό

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ. Κλίνε στον Ενεστώτα της Ενεργητικής και της Παθητικής Φωνής τα ρήματα : δένω δένομαι γράφω γράφομαι. φωτίζω φωτίζομαι πληρώνω πληρώνομαι

ΥΔΡΟΠΕΡΑΤΟΤΗΤΑ (ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ) Τίτλος διερεύνησης: Ποιοί παράγοντες επηρεάζουν το πόσο νερό συγκρατεί το χώμα;

ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

«Γκρρρ,» αναφωνεί η Ζέτα «δεν το πιστεύω ότι οι άνθρωποι μπορούν να συμπεριφέρονται έτσι μεταξύ τους!»

M-Team. Εξερευνώντας την ακοή

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Αυτήν εκεί την κοπελιά την ξέρεις; Πού είναι τα παιδιά; Γιατί δεν είναι μέσα στις τάξεις τους;

Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

THE G C SCHOOL OF CAREERS ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ Ε ΤΑΞΗ

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Το βιβλίο της Μ. Autism Resource CD v Resource Code RC115

The G C School of Careers

Результаты теста Греческий

Όταν η μαμά έχει στομία

Γεωργιάδου Ελευθερία του Κυριάκου, 13 ετών

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΕΣΗΣ

Ιδέες των μαθητών της ΣΤ' τάξης του Δημοτικού Σχολείου Athener Schule

Ασκήσεις Γραμματικής

Όλοι καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε διάφορα συναισθήματα και διαθέσεις. Ορισμένες φορές νιώθουμε ευτυχισμένοι και ενθουσιασμένοι.

ΕΙΔΙΚΕΣ ΒΟΥΛΗΤΙΚΕΣ ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ. Εισάγονται με τους συνδέσμους: ότι, πως, που

Η ΆΝΝΑ ΚΑΙ Ο ΑΛΈΞΗΣ ΕΝΆΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΑΡΑΧΑΡΆΚΤΕΣ

1) Γιατί ασχοληθήκατε με το Έργο EduRom

Σταμελάκη Φωτεινή του Δημητρίου, 9 ετών

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

Η Γιολάντα Τσορώνη-Γεωργιάδη είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής, της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, καθώς και του Παιδαγωγικού Τμήματος

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Λιουλης Χρήστος του Μελετίου, 8 ετών

Η Άννα και ο Αλέξης ενάντια στους παραχαράκτες

Κατανόηση προφορικού λόγου

Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ. Ο Μικρός Πρίγκιπας. Μετάφραση: Μελίνα Καρακώστα. Διασκευή: Ανδρονίκη

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

ΤΟ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ ΜΑΣ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ ΜΙΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Δασκαλάκης Αντώνης του Ιωάννη, 8 ετών

Παναγιώτης Σκάρπας του Νικολάου, 13 ετών

Modern Greek Beginners

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

13. Μια δουλειά για το Φίλιππο. Τι νομίζεις ότι κάνει τώρα ο Φίλιππος; Τι πράγμα έχει στο μυαλό του;

Η Αλφαβητοχώρα. Γιώργος Αμπατζίδης. Ελλάδα. A sea of words 5 th year

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

Απαντήσεις στις επαναληπτικές ασκήσεις Ελληνικών

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwωψerβνtyuςiopasdρfghjklzxcvbn mqwertyuiopasdfghjklzxcvbnφγιmλι qπςπζαwωeτrtνyuτioρνμpκaλsdfghςj

μονόλογος. του γιώργου αθανασίου.

Μπερνάρ Φριό. Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47

Προσπάθησα να τον τραβήξω, να παίξουμε στην άμμο με τα κουβαδάκια μου αλλά αρνήθηκε. Πιθανόν και να μην κατάλαβε τι του ζητούσα.

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΛΠΙΔΑ. Είμαι 8 χρονών κα μένω στον καταυλισμό μαζί με άλλες 30 οικογένειες.

Το παραμύθι της αγάπης

neugriechische Verben und Zeitformen

Μάθημα 3. Πού χάνεσαι;

12. Σχέδια για το καλοκαίρι

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δύο πολύ αγαπημένες φίλες η Χαρά και η Γαλήνη. Όπου πήγαιναν ήταν συνέχεια μαζί.

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

ΤΟ ΕΥΡΗΚΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΗΔΗ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.


Co-funded by the European Union Quest

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 6-8 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

Τσιαφούλης Λεωνίδας του Αριστείδη, 10 ετών

Transcript:

griechische Verben.xls Seite 1 von 41 Α, α αγαπάω (-ώ) να αγαπήσω αγάπησα αγαπούσα αγάπησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. lieben -άω, -άς, -άει, -άμε, -άτε, αγαπήστε αγαπήσει αγαπήσει wünschen αγκαλιάζω να αγκαλιάσω αγκάλιασα αγκαλίαζα αγκάλιασε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. umarmen αγκαλιάστε αγκαλιάσει αγκαλιάσει αγοράζω να αγοράσω αγόρασα αγοράζα αγόρασε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. kaufen αγοράστε αγοράσει αγοράσει bestechen αισθάνομαι να αισθανθώ αισθάνθηκα αισθανόμουν(α) αισθάνσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. fühlen, bemerken empfinden, αισθανθείτε αισθανθεί αισθανθεί sich fühlen αιτιολογώ να αιτιολογήσω αιτιολόγησα αιτιολογούσα αιτιολόγησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. begründen αιτιολογήστε αιτιολογήσει αιτιολογήσει αιτούμαι να αιτηθώ αιτήθηκα αιτόμουν(α) αιτήσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. beantragen -ούμαι, -είσαι, -είται, -ούμαστε, -είστε, ται αιτηθείτε αιτηθεί αιτηθεί ακολουθώ να ακολουθήσω ακολούθησα ακολουθούσα ακολούθησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. folgen, befolgen ακολουθήστε ακολουθήσει ακολουθήσει verfolgen ακριβαίνω να ακριβύνω ακρίβυνα ακρίβαινα ακρίβυνε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. αλλάξτε αλλάξει αλλάξει verteuern, teuer werden ακριβύνετε ακριβύνει ακριβύνει ακούω να ακούσω άκουσα άκουγα άκουσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. hören, zuhören -ω, -ς, -ει, -με, -τε, -ν(ε) -ω, -ς, -ει, -με, -τε, -ν(ε) ακούστε ακούσει ακούσει αλλάζω να αλλάξω άλλαξα άλλαζα άλλαξε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. wechseln, (um-) (ver-) tauschen, ändern sich verändern

Ενεστώτασ Gegenwart Υποτακτική zweiter Stamm Αόριστος Aorist griechische Verben.xls Seite 2 von 41 Παρατατικός Imperfekt Προστακτική Imperativ Παρακείμενος Perfekt Υπερθυνδέλικος vollendete Verg ανάβω να ανάψω άναψα άναβα άναψε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. anzünden, anmachen ανάψτε ανάψει ανάψει αναγκάζομαι να αναγκαστώ αναγκάστηκα αναγκάζόμουν(α) αναγκάσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. gezwungen sein αναγκαστείτε αναγκαστεί αναγκαστεί αναγκάζω να αναγκάσω ανάγκασα ανάγκαζα ανάγκασε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. zwingen ανακοινώστε ανακοινώσει ανακοινώσει αναλογίζομαι να αναλογιστώ αναλογίστηκα αναλογιζόμουν(α) αναλογίσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. bedenken, beachten αναφέρτε αναφέρει αναφέρει (Gerät), einschalten, (sich) erregen αναγκάστε αναγκάσει αναγκάσει αναθέτω να ανεθέσω ανέθεσα ανάθετα ανάθεσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. beauftragen αναθέστε ανεθέσει ανεθέσει ανακατεύω να ανακατέψω ανακάτεψα ανακάτευα ανακάτεψε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. umrühren,(ver)mischen ανακατέψτε ανακατέψει ανακατέψει ανακοινώνω να ανακοινώσω ανακοίνωσα ανακοίνωνα ανακοίνωσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. verwickeln, schüren verwechseln mitteilen, ankündigen, melden αναλογίστείτε αναλογιστεί αναλογιστει nachdenken (über) αναφέρομαι να αναφερθώ αναφέρθηκα αναφερόμουν(α) αναφέρσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. wiederherstellen, -einsetzen αναφερθείτε αναφερθεί αναφερθεί sich beziehen αναφέρω να αναφέρω ανέφερα ανάφερα ανάφερε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. wiederherstellen, -einsetzen; erwähnen, aufführen, ανεβαίνω να ανεβώ ανέβηκα ανέβαινα ανέβα έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. hinaufgehen, -fahren ανεβείτε ανεβεί ανεβεί (ein-, auf-)steigen; Zunehmen

Ενεστώτασ Gegenwart ανησυχώ (για) Υποτακτική zweiter Stamm Αόριστος Aorist griechische Verben.xls Seite 3 von 41 Παρατατικός Imperfekt Προστακτική Imperativ Παρακείμενος Perfekt Υπερθυνδέλικος vollendete Verg να ανησυχήσω ανησύχησα ανησυχούσα ανησύχησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. sich Sorgen machen -ω, -εις, -ει, -ουμε, -ειτε, ανησυχηήτε ανησυχήσει ανησυχήσει ανοίχω να ανοίξω άνοιξα άνοιχα άνοιξε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. αντέξτε αντέξει αντέξει standhalten, halten απαιτήστε απαιτήσει απαιτήσει besorgt sein; beunruhigen (er-)öffnen, aufmachen νοίξτε ανοίξει ανοίξει ανταλλάζω να ανταλλάξω αντάλλαξα αντάλλαζα αντάλλαξε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. austauschen ανταλλάξτε ανταλλάξει ανταλλάξει αντέχω να αντέξω άντεξα άντεχα άντεξε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. aushalten, ertragen verboten werden, ~ απαγορεύομαι να απαγορευτώ απαγορεύτηκα απαγορευόμουν(α) απαγορέψου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. sein απαγορευτείτε απαγορευτεί απαγορευτεί απαγορεύω να απαγορέψω απαγόρεψα απαγόρευα απαγόρεψε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. verbieten απαγοέεψτε απαγορέψει απαγορέψει απαιτώ να απαιτήσω απαίτησα απαιτούσα απαίτησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. beanspruchen, fordern, verlangen; brauchen απαντάω (-ώ) να απαντήσω απάντησα απαντούσα απάντησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. antworten -άω, -άς, -άει, -άμε, -άτε, απαντήστε απαντήσει απαντήσει begegnen απλώνω να απλώσω άπλωσα άπλωνα άπλωσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. aufhängen (Wäsche) απλώστε απλώσει απλώσει ausbreiten, ausweiten, ausdehnen ausstrecken απειλώ να απειλησω απείλησα απειλούσα απείλησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. bedrohen απειλήστε απειλησεί απειλησεί

Ενεστώτασ Gegenwart αποφασίζω (να) Υποτακτική zweiter Stamm Αόριστος Aorist griechische Verben.xls Seite 4 von 41 Παρατατικός Imperfekt Προστακτική Imperativ Παρακείμενος Perfekt Υπερθυνδέλικος vollendete Verg να αποφασίσω αποφάσισα αποφάσιζα αποφάσισε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. αρέστε αρέσωει αρέσωει (μου) αρέσει να (μου) αρέσει (μου) άρεσε --- έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. es gefällt (mir) --- --- --- (μου) αρέσεει (μου) αρέσεει αρκούμαι να αρκηθώ αρκήθηκα αρκόμουν(α) αρκήσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. sich begnügen αρκηθείτε αρκηθεί αρκηθεί αρνηθείτε αρνηθεί αρνηθεί αρρωσταίνω να αρρωστήσω αρρώστησα αρρώσταινα αρρώστησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. erkranken αρρωστήστε αρρωστήσει αρρωστήσει αστιευτείτε αστιεθτεί αστιεθτεί να ασχοληθώ ασχολήθηκα ασχολόμουν(α) ασχολήσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. beschließen (,dass) sich entschließen, αποφασίστε αποφασίσει αποφασίσει sich entscheiden αργώ να αργήσω άργησα αργούσα άργησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. aufhaklten, dauern lange brauchen, αργήστε αργήσει αργήσει sich verspäten αρέσω να αρέσω άρεσα άρεσα άρεσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. gefallen -ούμαι, -είσαι, -είται, -ούμαστε, -είστε, ται αρκώ να αρκέσω άρκεσα αρκούσα άρκεσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. genügen αρκέστε αρκέσει αρκέσει αρνιέμαι να αρνηθώ αρνήθηκα αρνιόμουν(α) αρνήσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. -ιέμαι, -ιέσαι, -ιέται, -ιόμαστε, -ιέστε, -ιούνται verweigern, ablehnen leugnen; sich weigern αρχίζω (να) να αρχίσω άρχισα άρχιζα άρχισε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. beginnen, starten αρχίστε αρχίσει αρχίσει anfangen αστειεύομαι να αστιευτώ αστιεύτηκα αστειευόμουν(α) αστιέψου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. spaßen, scherzen ασχολούμαι (με) (Fall,Thema) bearbeiten,

Β, β Ενεστώτασ Gegenwart Υποτακτική zweiter Stamm Αόριστος Aorist griechische Verben.xls Seite 5 von 41 Παρατατικός Imperfekt Προστακτική Imperativ Παρακείμενος Perfekt Υπερθυνδέλικος vollendete Verg αφαιρέστε αφαιρέσει αφαιρέσει βγάλτε βγάλει βγάλει -ούμαι, -είσαι, -είται, tätig sein, sich befassen, ασχοληθείτε ασχοληθεί ασχοληθεί -ούμαστε, -είστε, ται sich beschäftigen (mit) αυνανίζομαι να αυνανιστώ αυνανίστηκα αυνανιζόμουν(α) αυνανίσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. sich befriedigen, αυνανιστείτε αυνανιστεί αυνανιστεί αφαιρώ να αφαιρέσω αφαίρεσα αφαιρούσα αφαίρεσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. masturbieren, onanieren (ab-, weg-)nehmen, (Betrag) abziehen, abrechnen, entfernen αφήνω να αφήσω άφησα άφηνα άφησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. (ver-, los-) lassen αφήστε αφήσει αφήσει βάζω να βάλω έβαλα έβαζα βάλε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. βάλτε βάλει βάλει βαριέμαι Να βαρεθώ βαρέθηκα βαριόμουν(α) βαρέσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. setzen, stellen, legen, stecken, hineintun sich langweilen, keine Lust haben, genug davon haben, sich nichts draus machen -ιέμαι, -ιέσαι, -ιέται, βαρεθείτε αρεθεί αρεθεί -ιόμαστε, -ιέστε, -ιούνται βάφω να βάψω έβαψα έβαφα βάψε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. streichen, färben βάψτε βάψει βάψει βγάζω να βγάλω έβγαλα έβγαζα βγάλε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. herausnehmen, ausziehen, hinausbringen, entfernen, ausrenken, herausgeben βγαίνω (απο) να βγω βγήκα έβγαινα βγες / έβγα έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. herauskommen, abgehen, hinausgehen, erscheinen, βγείτε / βγέστε βγει βγει hervorgehen, ausgehen βελτιώνομαι να βελτιωθώ βελτιώθηκα βελτιωνόμουν(α) βελτιώσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. veredelt / verbessert βελτιωθείτε βελτιωθεί βελτιωθεί werden, sich bessern βήχω να βήξω έβηξα έβηχα βήξε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. husten

griechische Verben.xls Seite 6 von 41 βήξτε βήξει βήξει βιάζομαι να βιαστώ βιάστηκα βιαζόμουν(α) βιάσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. eilig haben, sich βιαστείτε βιαστεί βιαστεί beeilen βιάζω να βιάσω βίασα βίαζα βίασε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. zwingen, Gewalt antun, vergewaltigen, βίαστε βιάσει βιάσει aufbrechen βλάπτω να βλάψω έβλαψα έβλαπτα βλάψε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. beschädigen βλάψτε βλάψει βλάψει βλέπω να δω είδα έβλεπα δες! έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. βοήθησα + βόηθησα δείτε / δέστε δει δει βοηθάω (-ώ) να βοηθήσω βοηθούσα βοήθησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. helfen -άω, -άς, -άει, -άμε, -άτε, βολεύομαι (με) βοήθηστε βοηθήσει βοηθήσει sehen, ansehen, treffen, betrachten να βολευτώ βολεύτηκα βολευόμουν(α) βολέψου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. sich behelfen (mit), βολευτείτε βολευτεί βολευτεί unterkommen βολεύω να βολέψω βόλεψα βόλευα βόλεψε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. regeln, unterbringen βολέψτε βολέψει βολέψει βράζω να βράσω έβρασα έβραζα βράσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. kochen (im Wasser) βράστε βράσει βράσει βρέχω να βρέξω έβρεξα έβρεχα βρέξε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. regnen, nass machen βρέξτε βρέξει βρέξει verhätscheln βρίσκομαι να βρεθώ βρέθηκα βρισκόμουν(α) βρέσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. sich befinden, βρεθείτε βρεθεί βρεθεί gefunden werden

griechische Verben.xls Seite 7 von 41 βρίσκω να βρω βρήκα έβρισκα βρες! έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. finden, auffinden, βρείτε/βρέστε βρει βρει βρωμάω (-ώ) να βρωμήσω βρώμησα βρωμούσα βρώμησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. stinken -άω, -άς, -άει, -άμε, -άτε, Γ, γ βρωμήστε βρωμήσει βρωμήσει γαυγίζω να γαυγίσω γαύγισα γαύγιζα γαύγισε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. bellen γαυγίστε γαυγίσει γαυγίσει γελάω (-ώ) να γελάσω γέλασα γελούσα γέλασε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. lachen γεμιστε γεμίσει γεμίσει voll machen γεννάω (-ώ) να γεννήσω γέννησα γεννούσα γέννησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. γεννήστε γεννήσει γεννήσει legen, hervorrufen γεννιέμαι να γεννηθώ γεννήθηκα γεννιόμουν(α) γεννήσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. geboren werden, γεννηθείτε γεννηθεί γεννηθεί entstehen γερνάω (-ώ) να γεράσω γέρασα γερνούσα γέρασε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. altern lassen, γίνετε γίνει γίνει treffen, herausfinden, erraten γαρνίρω να γαρνίρω γαρνίρισα γάρνιρα γαρνιίρισε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. garnieren γαρνιρίστε γαρνίρει γαρνίρει -άω, -άς, -άει, -άμε, -άτε, γελάστε γελάσει γελάσει γεμίζω να γεμίσω γέμισα γέμιζα γέμισε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. (auf-)füllen, -άω, -άς, -άει, -άμε, -άτε, -ιέμαι, -ιέσαι, -ιέται, -ιόμαστε, -ιέστε, -ιούνται gebären (auch bei Tieren) -άω, -άς, -άει, -άμε, -άτε, γεράστε γεράσει γεράσει (alt machen) γίνομαι να γίνω έγινα γινόμουν(α) γίνου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. werden, geschehen, -ω, -εις, -ει, -ουμε, -ειτε, entstehen, stattfinden, reifen, gar werden

griechische Verben.xls Seite 8 von 41 γιορτάζω να γιορτάσω γιόρτασα γιόρταζα γιόρτασε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. (Namenstag) feiern γιορτάστε γιορτάσει γιορτάσει γκρινιάζω να γκρινιάξω γκρίνιαξα γκρίνιαζα γκρίνιαξε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. nörgeln, meckern γκρινιάξτε γκρινιάξει γκρινιάξει γνωρίζομαι να γνωριστώ γνωρίστηκα γνωριζόμουν(α) γνωρίσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. mit jmd. bekannt sein, γνωριστείτε γνωριστεί γνωριστει werden γνωρίζω να γνωρίσω γνώρισα γνώριζα γνώρισε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. (er-)kennen, mitteilen γνωρίστε γνωρίσει γνωρίσει kennenlernen, wissen, (jdn.) vorstellen γράφω (σε) να γράψω έγραψα έγραφα γράψε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. (auf-, ein-) schreiben (an) γράψτε γράψει γράψει aufnehmen γυρίζω να γυρίσω γύρισα γύριζα γύρισε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. umkehren, (um)drehen, γυρίστε γυρίσει γυρίσει Δ, δ δαγκώνω να δαγκώσω δάγκωσα δάγκωνα δάγκωσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. beißen δανείζομαι (από) δάγκώστε δαγκώσει δαγκώσει να δανειστώ δανείστηκα δανειζόμουν(α) δανείσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. wenden, zurückkommen zurückgeben etw. ausleihen (von) δανειστείτε δανειστεί δανειστεί δανείζω να δανείσω δάνεισα δάνειζα δάνεισε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. (ver-)leihen δάνείστε δανείσει δανείσει δείχνω να δείξω έδειξα έδειχνα δείξε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. zeigen, verraten,

griechische Verben.xls Seite 9 von 41 δείξτε δείξει δείξει anzeigen δέχομαι να δεχτώ δέχτηκα δεχόμουν(α) δέξου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. διατάξτε διατάξει διατάξει annehemen, empfangen; zugeben, akzeptieren δεχτείτε δεχτεί δεχτει δηλώνω να δηλώσω δήλωσα δήλωνα δήλοσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. melden, anmelden, δήλώστε δηλώσει δηλώσει erklären, angeben δημιουργώ να δημιουργήσω δημιούργησα δημιουργούσα δημιούργησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. schaffen, erschaffen δημιουργήστε δημιουργήσει δημιουργήσει verursachen διαβάζω να διαβάσω διάβασα διάβαζα διάβασε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. lesen, vorlesen, διάβαστε διαβάσει διαβάσει lernen διαθέτω να διαθέσω διέθεσα διάθετα διάθεσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. verfügen, veräußern, διάθέστε διαθέσει διαθέσει absetzen, entsorgen διακινώ να διακινήσω διακίνησα διακινούσα διακίνησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. befördern, διακινήστε διακινήσει διακινήσει transportieren διαλέγω να διαλέξω διάλεξα διάλεγα διάλεξε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. aussuchen, auswählen, διαλέξτε διαλέξει διαλέξει heraussuchen διαρκώ να διαρκέσω διάρκεσα διαρκούσα διάρκεσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. dauern διαρκέστε διαρκέσει διαρκέσει διασκεδάζω να διασκεδάσω διασκέδασα διασκέδαζα διασκέδασε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. zerstreuen, unterhalten, sich διασκεδάστε διασκεδάσει διασκεδάσει amüsieren διατάζω να διατάξω διάταξα διάταζα διάταξε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. befehlen

griechische Verben.xls Seite 10 von 41 διαφημίζω να διαφημίσω διαφήμισα διαφήμιζα διαφήμισε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. werben διαφημίστε διαφημίσεί διαφημίσεί διαφωνώ να διαφωνήσω διαφώνησα διαφωνούσα διαφώνησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. nicht einverstanden sein διαφωνήστε διαφωνήσει διαφωνήσει anderer Meinung sein διδάσκω να διδάξω δίδαξα δίδασκα δίδαξε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. unterrichten, lehren διορθώστε διορθώσει διορθώσει διψάω (-ώ) να διψάσω δίψασα διψούσα δίψασε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. Durst haben, dürsten Ε, ε διδάξτε διδάξει διδάξει δίνω να δώσω έδωσα έδινα δώσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. geben δώστε δώσει δώσει διορθώνω να διορθώσω διόρθωσα διόρθωνα διόρθωσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. korrigieren, abhelfen διώξτε διώξει διώξει vertreiben, feuern να δοκιμάσω δοκίμασα δοκίμαζα δοκίμασε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. testen, prüfen, probieren δυσκολευτείτε δυσκολευτεί δυσκολευτεί verbessern, reparieren, wieder gutmachen -άω, -άς, -άει, -άμε, -άτε, διψάστε διψάσει διψάσει διώχνω να διώξω έδιωξα έδιωχνα διώξε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. verjagen, wegjagen, δοκιμάζω (να) δοκιμάστε δοκιμάσει δοκιμάσει anprobieren, erfahren δουλεύω να δουλέψω δούλεψα δούλευα δούλεψε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. arbeiten δοθλέψτε δουλέψει δουλέψει funktionieren, laufen δυσκολεύομαι να δυσκολευτώ δυσκολεύτηκα δυσκολευόμουν(α) δυσκολέψου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. erschwert werden Schwierigkeiten haben

Ενεστώτασ Gegenwart είμαι (σε, από, με) -μαι, -σαι, -ναι, -μαστε, -σαστε, -ναι Υποτακτική zweiter Stamm Αόριστος Aorist griechische Verben.xls Seite 11 von 41 Παρατατικός Imperfekt Προστακτική Imperativ Παρακείμενος Perfekt Υπερθυνδέλικος vollendete Verg να είμαι ήμουν έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. sein -μαι, -σαι, -ναι, -μαστε, -σαστε, -ναι -μουν(α), -σουν(α) -ταν(ε) -μασταν/-μαστε, -σασταν/-σαστε, -ταν(ε) είναι είναι ελαττώνω να ελαττώσω ελάττοσα ελάττονα ελάττοσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. vermindern, kürzen verringern, ελαττόστε ελαττώσει ελαττώσει herabsetzen ελέγχω να ελέγξω έλεγξα έλεγχα έλεγξε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. kontrollieren, ελέγξτε ελέγξει ελέγξει beherrschen ελευθερώνομαι να ελευθερωθώ ελευθερώθηκα ελευθερωνόμουν(α) ελευθερώσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. sich befreien ελευθερωθείτε ελευθερωθεί ελευθερωθεί entbinden (Kind) ελευθερώνω να ελευθερώσω ελευθέρωσα ελευθέρωνα ελευθέρωσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. befreien, freilassen ελευθερώστε ελευθερώσει ελευθερώσει entbinden (von) ελπίζω να ελπίσω ήλπισα έλπισα έλπισε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. hoffen ελπίστε ελπίσει ελπίσει ενδιαφέρομαι να ενδιαφερθώ ενδιαφέρθηκα ενδιαφερόμουν(α) ενδιαφέρσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. sich interessieren ενδιαφερθείτε ενδιαφερθεί ενδιαφερθεί ενημερώνω να ενημερώσω ενημέρωσα ενημέρωνα ενημέρωσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. belehren, informieren ενημερώστε ενημερώσει ενημερώσει vertraut machen, aktualisieren ενοικιάζομαι να ενοικιαστώ ενοικιάστηκα ενοικιαζόμουν(α) ενοικιάσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. ge-/vermietet werden ενοικιαστείτε ενοικιαστεί ενοικιαστεί εννοώ να εννοήσω εννόησα εννοούσα εννόησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. meinen, bedeuten, εννοήστε εννοήσει εννοήσει verstehen ενοχλώ να ενοχλήσω ενόχλησα ενοχλούσα ενόχλησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. stören, belästigen

griechische Verben.xls Seite 12 von 41 ενοχλήστε ενοχλήσει ενοχλήσει εντυπωσιάζω να εντυπωσιάσω εντυπώσιασα εντυπώσιαζα εντυπώσιασε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. beeindrucken εντυπωσιάστε εντυπωσιάσει εντυπωσιάσει εξαφανίζομαι να εξαφανιστώ εξαφανίστηκα εξαφανιζόμουν(α) εξαφανίσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. verschwinden εξαφανιστείτε εξαφανιστεί εξαφανιστεί εξετάζω να εξετάσω εξέτασα εξέταζα εξέτασε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. untersuchen, verhören εξετάστε εξετάσει εξετάσει prüfen εξυπηρετώ να εξυπηρετήσω εξυπηρέτησα εξυπηρετούσα εξυπηρέτησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. (im Geschäft) bedienen, εξυπηρετήστε πηρετήσει πηρετήσει dienen, nützlich sein επεξεργάζομαι να επεξεργαστώ επεξεργάστηκα επεξεργαζόμουν(α) επεξεργάσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. επηρεαατε επηρεάσει επηρεάσει επιβάλλομαι να επιβληθώ επιβλήθηκα επιβαλλόμουν(α) επιβλήσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. sich behaupten, επιβληθείτε επιβληθεί επιβληθεί sich durchsetzen επιβάλλω να επεβάλω επέβαλα επίβαλλα επέβαλε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. auferlegen, zwingen επιθυμήστε θυμήσει θυμήσει επικρατώ να επικρατήσω επικάτησα επικρατούσα επικάτησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. (Rohst.,Text) bearbeiten ausarbeiten, επεξεργάστείτε επεξεργαστεί επεξεργαστεί verarbeiten επηρεάζω να επηρεάσω επηρέασα επηρέαζα επηρέασε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. beeinflussen επeβάλτε επεβάλει επεβάλει επιθυμώ επιθυμήσω επιθύμησα επιθυμούσα επιθύμησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. mögen, begehren -ατε, -αν(ε) wünschen, sich sehnen vorherrschen, herrschen

griechische Verben.xls Seite 13 von 41 επικατήστε επικρατήσει επικρατήσει sich durchsetzen επισκέφτομαι να επισκεφτώ επισκέφτηκα επισκεφτόμουν(α) επισκέψου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. besuchen επισκεφτείτε επισκεφτεί επισκεφτεί επιμένω να επιμείνω επέμεινα επίμενα επέμεινε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. bestehen auf επιστρέφω (σε) επεμείνετε επιμείνει επιμείνει να επιστρέψω επέστρεψα επίστρεφα επίστρεψε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. zurückgeben, -schicken επιστρέψτε επιστρέψει επιστρέψει εργαστείτε εργαστεί εργαστεί να έρθω ήρθα ερχόμουν(α) έλα έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. kommen ελάτε έρθει έρθεί (bei etwas) bleiben zurückerstatten zurückkehren επιτρέπομαι (να, από) να επιτραπώ επετράπηκα επιτρεπόμουν(α) έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. erlaubt sein, werden επιτραπεί επιτραπεί επιτρέπω (να) να επιτρέψω επέτρεψα επίτρεπα επίτρεψε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. erlauben, zulassen επιτρέψτε επιτρέψει επιτρέψει εργάζομαι να εργαστώ εργάστηκα εργαζόμουν(α) εργάσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. arbeiten, funktionieren έρχομαι (σε, από) ετοιμάζομαι (να) -ω, -εις, -ει, -ουμε, -ειτε, να ετοιμαστώ ετοιμάστηκα ετοιμαζόμουν(α) ετοιμάσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. vorbereitet werden, sich vorbereiten, sich ετοιμαστείτε ετοιμαστεί ετοιμαστεί fertig machen ετοιμάζω να ετοιμάσω ετοίμασα ετοίμαζα ετοίμασε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. vorbereiten, zubereiten ετοιμάστε ετοιμάσει ετοιμάσει fertig machen ευχαριστιέμαι να ευχαριστηθώ ευχαριστήθηκα ευχαριστιόμουν(α) ευχαριστήσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. sich freuen -ιέμαι, -ιέσαι, -ιέται, -ιόμαστε, -ιέστε, -ιούνται ευχαριστηθείτε ευχαριστηθεί ευχαριστηθεί Vergnügen finden

griechische Verben.xls Seite 14 von 41 ευχαριστώ να ευχαριστήσω ευχαρίστησα ευχαριστούσα ευχαρίστησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. danken; erfreuen ευχαριστήστε ευχαριστήσει ευχαριστήσει zufrieden stellen έχετε έχει έχει Ζ, ζ ζεσταίνω να ζεστάνω ζέστανα ζέσταινα ζέστανε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. (auf-, er-) wärmen ζεστάνετε ζεστάνει ζεστάνει ζεσταίνομαι να ζεσταθώ ζεστάθηκα ζεσταινόμουν(α) ζεστάσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. sich aufwärmen, ζηλέψτε ζηλέψει ζηλέψει ζητάω (-ώ) να ζητήσω ζήτησα ζητούσα ζήτησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. fordern, verlangen, ζήστε ζήσει ζήσει ζωγραφίζω να ζωγραφίσω ζωγράφισα ζωγράφιζα ζωγράφισε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. Θ, θ jmd. etwas εύχομαι (να) να ευχηθώ ευχήθηκα ευχόμουν(α) ευχήσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. wünschen ευχηθείτε ευχηθεί ευχηθεί έχω να έχω είχα είχα έχε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. haben aufgewärmt werden, ζεσταθείτε ζεσταθεί ζεσταθεί warm werden ζηλεύω να ζηλέψω ζήλεψα ζήλευα ζήλεψε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. beneiden, ζωγραφίστε ζωγραφίσει ζωγραφίσει eifersüchtig sein, neidisch sein -άω, -άς, -άει, -άμε, -άτε, bitten, suchen, ζητήστε ζητήσει ζητήσει erwarten ζώ να ζήσω έζησα ζούσα ζήσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. leben, erleben durchleben, unterhalten malen (Kunst), zeichnen

griechische Verben.xls Seite 15 von 41 Ενεστώτασ Gegenwart Υποτακτική zweiter Stamm Αόριστος Aorist Παρατατικός Imperfekt Προστακτική Imperativ Παρακείμενος Perfekt Υπερθυνδέλικος vollendete Verg θάβω να θάψω έθαψα έθαβα θάψε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. begraben, beerdigen θάψτε θάψει θάψει θέλω (να) να θελήσω θέλησα ήθελα θέλησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. wollen, wünschen, θελήστε θελήσει θελήσει θεραπεύω να θεραπεύσω θεράπευσα θεράπευα θεράπευσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. θυμώστε θυμώσει θυμώσει wütend werden Ι, ι ικανοποιώ να ικανοποιήσω ικανοποίησα ικανοποιούσα ικανοποίησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. befriedigen, erfüllen ικανοποιήστε ικανοποιήσει ικανοποιήσει klatschen (über) nötig haben, verlangen (Krankheit) behandeln θεραπεύστε θεραπεύσει θεραπεύσει heilen θυμάμαι να θυμηθώ θυμήθηκα θυμόμουν(α) θυμήσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. sich erinnern -άμαι, -άσαι, -άται, θυμηθείτε θυμηθεί θυμηθεί (an etwas) denken -όμαστε, -άστε, ται θυμίζω να θυμίσω θύμισα θύμιζα θύμισε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. erinnern θυμίστε θυμίσει θυμίσει θυμώνω να θυμώσω θύμωσα θύμωνα θύμωσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. ärgern, wütend machen zufrieden stellen, verwirklichen ισορροπώ να ισορροπήσω ισωρρόπησα ισορροπούσα ισωρρόπησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. balancieren, ausgleichen ισωρροπήστε ισορροπήσει ισορροπήσει ισχυρίζομαι να ισχυριστώ ισχυρίστηκα ισχυριζόμουν(α) ισχυρίσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. ισχυρίστείτε ισχυριστεί ισχυριστεί i. Gleichgewicht bringen (These) behaupten Κ, κ καθαρίζω να καθαρίσω καθάρισα καθάριζα καθάρισε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. säubern, schälen,

griechische Verben.xls Seite 16 von 41 καθαρίστε καθαρίσει καθαρίσει klären, erledigen κάθομαι (σε) να καθίσω κάθισα καθόμουν(α) κάτσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. sitzen, sich setzen -ω, -εις, -ει, -ουμε, -ειτε, καθίστε καθίσει καθίσει absinken καίγομαι να καώ κάηκα καιγόμουν(α)? έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. ver-/gebrannt werden verbrennen (passiv)? καεί καεί sich verbrennen καίω να κάψω έκαψα έκαια κάψε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. (ver)brennen -ω, -ς, -ει, -με, -τε, -ν(ε) -ω, -ς, -ει, -με, -τε, -ν(ε) κάψτε κάψει κάψει heiß sein καλύπτω να καλύψω κάλυψα κάλυπτα κάλυψε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. verschleiern; decken; καλύψτε καλύψει καλύψει καλέστε καλέσει καλέσει καλωσορίζω να καλωσορίσω καλωσόρισα καλωσόριζα καλωσόρισε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. begrüßen verdecken, ausgleichen aufholen καλυτερεύω να καλυτερέψω καλυτέρεψα καλυτέρευα καλυτέρεψε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. verbessern καλυτερέψτε καλυτερέψει καλυτερέψει sich bessern καλώ να καλέσω κάλεσα καλούσα κάλεσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. rufen, einladen, nennen (Tel.Nr.) wählen auffordern καλωσαρίστε καλωσορίσει καλωσορίσει willkommen heißen κανονίζω να κανονίσω κανόνισα κανόνιζα κανόνισε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. regeln, statuieren organisieren, κανονίστε κανονίσει κανονίσει besorgen, erledigen κάνω να κάνω έκανα έκανα κάνε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. tun, machen κάνετε κάνει κάνει (Geld) kosten καπνίζω να καπνίσω κάπνισα κάπνιζα κάπνισε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. rauchen, räuchern

Ενεστώτασ Gegenwart Υποτακτική zweiter Stamm Αόριστος Aorist griechische Verben.xls Seite 17 von 41 Παρατατικός Imperfekt Προστακτική Imperativ Παρακείμενος Perfekt Υπερθυνδέλικος vollendete Verg καπνίστε καπνίσει καπνίσει qualmen κατάγομαι (από) --- --- καταγόμουν(α) --- έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. stammen (aus) --- --- --- καταλαβαίνω να καταλάβω κατάλαβα καταλάβαινα κατάλαβε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. verstehen, bemerken, είχα, είχες σου καταλάβτε καταλάβει καταλάβει erkennen καταφέρνω να καταφέρω κατάφερα κατάφερνα κατάφερε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. bewältigen, schaffen, καταφέρτε καταφέρει καταφέρει (etwas) erreichen, herumkriegen, zufügen κατεβαίνω να κατεβώ κατέβηκα κατέβαινα κάτεβε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. hinabgehen, aussteigen κατέβτε κατεβεί κατεβεί κατέχω να κατέχω κάτειχα? κάτεχα κάτεχε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. herunterkommen, absteigen (Sprache, Instr.) beherrschen κατέχετε κατέχει κατέχει besitzen, innehaben, besetzt halten κατοικώ να κατοικήσω κατοίκησα κατοικούσα κατοίκησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. wohnen, bewohnen κατοικήστε κατοικήσει κατοικήσει κελαηδάω (-ώ) να κελαηδήσω κελαήδησα κελαηδούσα κελαήδησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. zwitschern, trällern -άω, -άς, -άει, -άμε, -άτε, κελαηδήστε κελαηδήσει κελαηδήσει κερδίζω να κερδίσω κέρδισα κέρδιζα κέρδισε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. gewinnen, verdienen κερδίστε κερδίσει κερδίσει besiegen κερνάω (-ώ) να κεράσω κέρασα κερνούσα κέρασε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. spendieren, anbieten -άω, -άς, -άει, -άμε, -άτε, κεράστε κεράσει κεράσει einschenken

griechische Verben.xls Seite 18 von 41 Ενεστώτασ Gegenwart Υποτακτική zweiter Stamm Αόριστος Aorist Παρατατικός Imperfekt Προστακτική Imperativ Παρακείμενος Perfekt Υπερθυνδέλικος vollendete Verg κηδεύω να κηδέψω κήδεψα κήδευα κήδεψε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. beerdigen, bestatten κηδέψτε κηδέψει κηδέψει κηλιδώνω να κηλιδώσω κηλίδωσα κηλίδωνα κηλίδωσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. beflecken κηλιδώστε κηλιδώσει κηλιδώσει κινδυνεύω να κινδυνέψω κινδύνεψα κινδύνευα κινδύνεψε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. in Gefahr sein, κινδzνέψτε κινδυνέψει κινδυνέψει riskieren κλέβω να κλέψω έκλεψα έκλεβα κλέψε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. stehlen, bestehlen κλέψτε κλέψει κλέψει betrügen, entführen κλείνω να κλείσω έκλεισα έκλεινα κλείσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. schließen, zumachen κλείστε κλείσει κλείσει κόψτε κόψει κόψει κοιτάξτε κοιτάξει κοιτάξει einsperren, reservieren, ausmachen, sperren κλίνω να κλίνω έκλινα έκλινα κλίνε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. konjugieren, deklinieren κλίνετε κλίνει κλίνει neigen, sich neigen κόβω να κόψω έκοψα έκοβα κόψε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. schneiden, abbrechen, unterbrechen, pflücken, fällen κοιμάμαι (σε) να κοιμηθώ κοιμήθηκα κοιμόμουν(α) κοιμήσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. schlafen -άμαι, -άσαι, -άται, κοιμηθείτε κοιμηθεί κοιμηθεί -όμαστε, -άστε, ται κοιτάζω να κοιτάξω κοίταξα κοίταζα κοίταξε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. anschauen, ansehen, κοκκινίζω να κοκκινίσω κοκκίνισα κοκκίνιζα κοκκίνισε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. erröten, rot werden nachsehen, s kümmern; schauen, gucken κοκκινίστε κοκκινίσει κοκκινίσει rot färben, anbraten

griechische Verben.xls Seite 19 von 41 κολυμπάω (-ώ) να κολυμπήσω κολύμπησα κολυμπούσα κολύμπησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. schwimmen -άω, -άς, -άει, -άμε, -άτε, κολυμπήστε κολυμπήσει κολυμπήσει κοστίζω να κοστίσω κόστισα κόστιζα κόστισε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. (Geld) kosten κοστίστε κοστίσει κοστίσει κουβεντιάζω να κουβεντιάσω κουβέντιασα κουβέντιαζα κουβέντιασε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. sich unterhalten κουβεντιάστε κουβεντιάσει κουβεντιάσει besprechen κουνάω (-ώ) να κουνήσω κούνησα κουνούσα κούνησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. bewegen, schütteln -άω, -άς, -άει, -άμε, -άτε, κουνήστε κουνήσει κουνήσει κουράζομαι να κουραστώ κουράστηκα κουραζόμουν(α) κουράσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. müde werden, κουραστείτε κουραστεί κουραστεί sich anstrengen κρατάω (-ώ) να κρατήσω κράτησα κρατούσα κράτησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. halten, aufbewahren -άω, -άς, -άει, -άμε, -άτε, κρατήστε κρατήσει κρατήσει festhalten, aushalten, bewahren, reservieren κρατιέμαι να κρατηθώ κρατήθηκα κρατιόμουν(α) κρατήσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. sich beherrschen, -ιέμαι, -ιέσαι, -ιέται, κρατηθείτε κρατηθεί κρατηθεί zügeln -ιόμαστε, -ιέστε, -ιούνται κρεμάω (-ώ) να κρεμάσω κρέμασα κρεμούσα κρέμασε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. hängen, aufhängen -άω, -άς, -άει, -άμε, -άτε, κρέμαστε κρεμάσει κρεμάσει κρέμομαι να κρεμαστώ κρεμάστηκα κρεμόμουν(α) κρεμάσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. hängen, schweben κρεμαστείτε κρεμαστεί κρεμαστεί s. erhängen κρίνω να κρίνω έκρινα έκρινα κρίνε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. glauben, meinen, κρίνετε κρίνει κρίνει beurteilen κρύβω να κρύψω έκρυψα έκρυβα κρύψε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. verstecken, verbergen

Ενεστώτασ Gegenwart Υποτακτική zweiter Stamm Αόριστος Aorist griechische Verben.xls Seite 20 von 41 Παρατατικός Imperfekt Προστακτική Imperativ Παρακείμενος Perfekt κρυώστε κρυώσει κρυώσει Υπερθυνδέλικος vollendete Verg verheimliche, in sich κρύψτε κρύψει κρύψει bergen κρυώνω να κρυώσω κρύωσα κρύωνα κρύωσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. kalt sein, ~ werden κυκλοφορώ να κυκλοφορήσω κυκλοφόρησα κυκλοφορούσα κυκλοφόρησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. verkehren, im Umlauf s. κυκλοφορήστε κυκλοφορήσει κυκλοφορήσει zirkulieren κυριαρχώ (σε) να κυριαρχήσω κυριάρχησα κυριαρχούσα κυριάρχησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. beherrschen, herrschen κυριαρχήστε κυριαρχήσει κυριαρχήσει kühlen; sich erkälten Λ, λ λείπω να λείψω έλειψα έλειπα λείψε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. fehlen, abwesend sein λείψτε λείψει λείψει λειτουργώ να λειτουργήσω λειτούργησα λειτουργούσα λειτούργησε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. funktionieren λειτουργήστε λειτουργήσει λειτουργήσει in Betrieb sein λεκιάζω να λεκιάσω λέκιασα λέκιαζα λέκιασε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. beflecken λεκιάστε λεκιάσει λεκιάσει λερώνω να λερώσω λέρωσα λέρωνα λέρωσε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. beschmutzen λερώστε λερώσει λερώσει schmutzig werden λέω να πω είπα έλεγα πες έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. sagen, meinen, -ω, -ς, -ει, -με, -τε, -ν(ε) -ω, -ς, -ει, -με, -τε, -ν(ε) πείτε / πέστε πει πει nennen λήγω να λήξω έληξα έληγα λήίε έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. (be-)enden, verfallen λήξτε λήξει λήξει ablaufen λούζομαι να λουστώ λούστηκα λουζόμουν(α) λούσου έχω, έχεις κπλ. είχα, είχες κπλ. sich die Haare waschen