7. Enseñanza Uso Interactivo del vocabulario acceso alumno análisis antropología aprobado apuntes archivador aritmética arqueología arquitectura arte (el arte, las artes) asignatura asistencia astrología astronomía aula bachillerato beca becario biblioteca biología bolígrafo botánica carpeta carrera cartera catedrático certificado ciencias ambientales ciencias de la educación ciencias económicas y empresariales ciencias exactas/puras ciencias físicas ciencias naturales ciencias políticas ciencias químicas ciencias sociales colegio colegio mayor compañero compás conocimiento πρόσβαση μαθητής ανάλυση ανθρωπολογία εγκεκριμένο, βαθμός πάνω από την βάση σημειώσεις φάκελος με αρχεία, αρχείο (ντουλάπι) αριθμητική αρχαιολογία αρχιτεκτονική τέχνη μάθημα παρουσία αστρολογία αστρονομία τάξη λύκειο υποτροφία υπότροφος βιβλιοθήκη βιολογία στυλό βοτανική, Βοτανολογία φάκελος σπουδές, καριέρα πορτοφόλι, χαρτοφύλακας καθηγητής ανώτατης βαθμίδας πιστοποιητικό περιβαλλοντικές επιστήμες επιστήμες εκπαίδευσης Οικονομικές επιστήμες και οργάνωση και διοίκηση επιχειρήσεων θετικές επιστήμες φυσικές επιστήμες φυσικές επιστήμες πολιτικές επιστήμες χημικές επιστήμες κοινωνικές επιστήμες σχολείο φοιτητικές εστίες συμμαθητής διαβήτης, πυξίδα, ρυθμός γνώση
convocatoria cuaderno curriculum vitae curso dato deberes definición delegado derecho diapositiva dibujo diccionario diplomado diplomatura diseño doctorado economía educación física educación infantil educación primaria educación secundaria escuela escultura especialidad estuche evaluación examen facultad filología filosofía física folio formación profesional geografía geología gimnasio goma grado gramática guardería historia horario idioma informática ingeniería instituto εξεταστική περίοδος τετράδιο βιογραφικό σημείωμα τάξη στοιχείο ασκήσεις για το σπίτι, υποχρεώσεις ορισμός αντιπρόσωπος δικαίωμα, Νομική slide σχέδιο, σκίτσο λεξικό διπλωματούχος δίπλωμα σχέδιο, διακόσμηση διδακτορικό οικονομία φυσική αγωγή προσχολική εκπαίδευση πρωτοβάθμια εκπαίδευση δευτεροβάθμια εκπαίδευση σχολείο γλυπτό, γλυπτική ειδικότητα κασετίνα αξιολόγηση διαγώνισμα σχολή φιλολογία φιλοσοφία φυσική χαρτί επαγγελματική κατάρτιση γεωγραφία γεωλογία γυμναστήριο γόμα βαθμίδα γραμματική παιδικός σταθμός ιστορία ωράριο ξένη γλώσσα πληροφορική σπουδές Μηχανικού σχολείο (γυμνάσιο)
interés internado investigación investigador laboratorio lengua lápiz libro licenciatura lingüística literatura maestro mapa máster matemáticas matrícula matrícula de honor medicina medios audiovisuales método motivación notable notas observatorio pedagogía periodismo pintura pizarra posgrado pluma prácticas profesor profesor interino prueba psicólogia profesor titular química recreo regla rotulador sacapuntas secretaría sector selectividad sobresaliente sociología ενδιαφέρον οικοτροφείο έρευνα ερευνητής εργαστήριο γλώσσα μολύβι βιβλίο πτυχίο γλωσσολογία λογοτεχνία δάσκαλος χάρτης μάστερ μαθηματικά εγγραφή ανώτερη βαθμολογία, άριστα Ιατρική οπτικοακουστικά μέσα μέθοδος κίνητρο λίαν καλώς βαθμοί, σημείωση παρατηρητήριο (αστρολογία, αστρονομία) Παιδαγωγική Δημοσιογραφία ζωγραφική πίνακας μεταπτυχιακό πένα πρακτική καθηγητής αναπληρωτής δοκιμασία, δοκιμή ψυχολογία μόνιμος καθηγητής χημεία διάλλειμα κανόνας μαρκαδόρος ξύστρα γραμματεία τομέας Πανελλήνιες άριστα κοινωνιολογία
suspenso tesina tesis texto título tiza trabajo tutor universidad adicional artístico científico continuo correcto culto diferenciador difícil escrito fácil final histórico humanístico imparcial incorrecto internacional invariable literario obligatorio optativo oral parcial práctico profesional responsable superior suplente técnico tecnológico teórico titular analizar aprender aprobar asistir a βαθμός κάτω από την βάση διατριβή μεταπτυχιακού διατριβή διδακτορικού κείμενο τίτλος, πτυχίο κιμωλία δουλειά παιδαγωγός, υπεύθυνος καθηγητής για μια εργασία πανεπιστήμιο επιπρόσθετο καλλιτεχνικό επιστημονικό συνεχές σωστό μορφωμένος ειδοποιός δύσκολος γραπτός εύκολος τελικός ιστορικός ανθρωπιστικός αμερόληπτος λανθασμένος διεθνής αμετάβλητος λογοτεχνικός υποχρεωτικός επιλογής προφορικός μεροληπτικός πρακτικός επαγγελματικός υπεύθυνος ανώτερος αναπληρωματικός, αναπληρωτής τεχνικός τεχνολογικός θεωρητικός κάτοχος, μόνιμος, διορισμένος αναλύω μαθαίνω περνάω (μάθημα), εγκρίνω παρευρίσκομαι
borrar calcular certificar comentar conocer consultar continuar copiar corregir cursar debatir deducir demostrar educar enseñar escribir estudiar evaluar examinar explicar exponer formarse hacer un curso investigar licenciarse matricularse memorizar observar obtener olvidar pasar de curso plantear preguntar presentarse pronunciar recordar redactar reflexionar relacionar repasar repetir (curso) resolver resumir saber sacar señalar σβήνω υπολογίζω πιστοποιώ σχολιάζω γνωρίζω συμβουλεύομαι συνεχίζω αντιγράφω διορθώνω παρακολουθώ μάθημα, κάνω μια τάξη συζητώ συμπεραίνω αποδεικνύω εκπαιδεύω διδάσκω, δείχνω γράφω σπουδάζω βαθμολογώ, αξιολογώ εξετάζω εξηγώ εκθέτω μορφώνομαι κάνω ένα μάθημα/τάξη ερευνώ παίρνω πτυχίο εγγράφομαι απομνημονεύω παρατηρώ αποκτώ ξεχνώ προβιβάζομαι θέτω ρωτάω παρουσιάζομαι προφέρω, λέω θυμάμαι συντάσσω σκέφτομαι συσχετίζω κάνω επανάληψη επαναλαμβάνω (χρονιά) λύνω ανακεφαλαιώνω γνωρίζω βγάζω δείχνω, υποδεικνύω
subrayar suspender tomar (apuntes, notas) υπογραμμίζω αναβάλλω, κόβω/-ομαι σε μάθημα κρατάω σημειώσεις