155 V. Επτανησιακή τριλογία Ο Νιόνιος ο Πίκουλας από το Τζάντε εβαρέθηκε να µιλεί µε µουρλούς στη χώρα και στα χωρία και επήρε το καράβι να πάει στη ξενιτειά. - εν τσου αντέχω άλλο, είναι κουρλοί και θα πάω αλλού νά βρω αθρώπους να συννενοηθώ. Ακούς εκεί να ν του γυρεύω εκεινού του σκατόγερου µε το τελέφωνο, τον κατάλογο τση ΟΤΕ και να µη µου τονε δίνει! Ετούτοι οι Κεφαλονίτες, δε µπορεί, ούλο και καλύτεροι θάειναι από τσου δικούς µου. - Τι παραλογάς ορέ Νιόνιο, ακούει δίπλα του µια γνωστή φωνή. - Ά, εσείς είστενε ουρέ Τάση, έλα και δε σας είδα αµέσως, τι κάνεις; Εσύ Γιάκουµε, καλά είσαι; - Καλά είµαστε, αλλά τι µουρµουράς µοναχός σου; Με ποίονε τάχεις; - Με ούλους, δε σας αντέχω άλλο, θα πάω να ξενιτευτώ, πάω στην Κεφαλονιά! - Και τι έγινε και τόσα χρόνια µας άντεχες και τώρα σου ξινίσαµε; Για πες µας τι έτρεξε; - Μέχρι τώρα έκανα µαύρη υποµονή, αλλά σήµερα µού την έδωσε, δεν πάει άλλο. Είσαστε ούλοι για δέσιµο, δε συγκάνουµε, κλείνω τα µάτια µου και φεύγω! Κι αφού θες να σου πω, άκου να µαθαίνεις: Ερχόµουνα σαν το καλό του θεού από το χωρίο µου, κι επήαινα να κάµω τα ψώνια µου στη χώρα. Πρώτα επήα κι επροσκύνησα στον Άγιο-µεγάλη η χάρη του- άναψα το κερί µου κι έβγηκα από την εκκλησιά. Εκεί που επήαινα στα µαγαζιά µε την ησυχία µου, εθυµήθηκα ότι ήτουνα η ώρα να πάρω το χάπι µου για την πίεση, µα όταν έψαξα στη µπούσα 1 µου για δαύτο, ήρθε 1 τσέπη
156 αµέσως στο µυαλό µου ότι τα χάπια τα είχα αστοχήσει ούλα στο χωρίο, στο µαγαζί του Μάκη. Γλέπεις επερίµενα το λεωφορείο κι έκαµα να βγάλω το κοµπολόι και µαζί του έβγαλα και το τζουφί 2 µε τα χάπια. Θες έτσι θες αλλοιώς τα επαράτησα απάνου στο πιατέλο του καφέ τα άτιµα! - Ε, και για δαύτο θα ξενιτευτείς; - Μα έχει και παρακάτου, µη βιάζεσαι και άκου: Βγαίνοντας το λοιπό από τον Άγιο, επήα να πάρω τελέφωνο στο χωρίο µου από το θάλαµο µε το τζάµι, να µου ειπεί ο Μάκης τι µάρκα χάπια ήτουνα για να πάω να ν τα γυρέψω από το σπετσέρη 3. Ο θάλαµος ήτουνα απέναντι από ένα περίφτερο.όµως δεν είχα µονάδες άλλες κι επήα να πάρω µία τηλεκάρτα τση ΟΤΕ για να ν του τελεφωνήσω! Το περίφτερο είχε κόσµο κι επερίµενα κάµποση ώρα για να ν τα καταφέρω να ψωνίσω. Ήρθε όµως κι εµέ η σειρά µου, τηνε παίρνω, τηνε πλερώνω, σπάω κι ένα από τα νύχια µου για να ν τηνε βγάλω από τη ζελατίνα τση και κάθουµαι στην ορά για το τελέφωνο. Ήτουνα 5-6 άλλοι οµπρός µου, κι εγώ επερίµενα τη σειρά µου σαν το καλό παιδί. Φτάνει σε κάµποση ώρα η σειρά µου κι εγώ χώνω την κάρτα στο µασίνι 4 του διαόλου, µα εκείνηνε τη στιγµή εκατάλαβα ότι δεν εθυµόµουνα το νούµερο του Μάκη. Μία και δύο, µαταβγάνω την κάρτα από το µασίνι και γυρίζω στο περίφτερο να πάρω τον κατάλογο για να ν το εύρω. - Ούλα ωραία και καλά ίσαµ εδωπά ορέ Νιόνιο, αλλά ακόµα δεν καταλαβαίνω. - Τελειώνω : 2 φακελάκι 3 φαρκακοποιό 4 µηχάνηµα
157 Επήα λοιπό να απλώσω το χέρι µου και να ν το πάρω το βιβλίο, από τη σκαρτζιά 5 εδεκεί που το είχε εκειός ο γέρος µε το περίφτερο. Την ώρα λοιπό που θα ν το έφτανα, κάνει εκειός µία έτσι και µου το αρπάζει µέσα από το χέρι! - όµου το ορέ, του λέω και θέλω να εύρω το τελέφωνο του Μάκη! - Ορέ ποίο; Μου λέει εκειός. Το βιβλίο είναι για τσου δικούς µου πελάτες! - Μα κι εγώ δεν είµαι δικός σου πελάτης; - Όχι κύριος, δεν είσαι, είσαι πελάτης του ΟΤΕ! - Μωρέ εµουρλάθηκες; Τωρα-έ, δεν επήρα την τηλεκάρτα από εσένανε; - Εγώ δεν ηξέρω τίποτσι, µου λέει. Όγοιος 6 δεν τελεφωνάει από το δικό µου τελέφωνο, που έχει µετρητή και όχι τελεκάρτες και κουραφέξαλα, βιβλίο δεν έχει! Άµα θες κι ελόγου σου βιβλίο, να πας στον ΟΤΕ! Έδωκα τόπο στην οργή και έκαµα υποµονή µε τη µούρλια του κοσµάκη. Στρίβω να φύγω και του λέω: - Φχαριστώ πολύ για την εξυπηρέτηση πατριώτη κι ο Άγιος - µεγάλη η χάρη του- να σε βοηθάει κι ας µη βοηθάς εσύ τον κοσµάκη. - Άµε στο καλό σου άθρωπέ µου, µου λέει εκειός, που θα µου ειπείς εµέ για τον Άγιο, πήαινε, πήαινε! - Πήαινε στο καλό εσύ και µη σταµατάς καθόλου, του λέω κι εγώ και έφυγα. Όπως καταλαβαίνετε επήα σε γιατρό και µου έγραψε κι επήρα άλλα χάπια και µου εστοίχισε ο κούκος αηδόνι! Λέω λοιπό να πάω στη Κεφαλονιά να κοιτάξω για καµία δουλειά και να λησµονήσω Τζάντε και ούλους τσου κουρλούς! 5 ράφι 6 όποιος
158 - Έλα µουρέ Νιόνιο, λέει ο Τάσης, κι εκείνοι ίδιοι και χειρότεροι είναι. Που θα ν το αφήκεις το χωρίο σου έρµο και σκότεινο; Άκου ν ακούσεις το λοιπό τι έπαθα εγώ που επήα µία βόρτα στη Κεφαλονιά επέρσι: Έκατσα που λες µε τη γυναίκα µου σε ένα µαγαζί στη Σκάλα κι ετρώγαµε το ψαράκι µας κι εκάναµε τα σκέδια µας στο χάρτη για το σε ποία µέρη είθε να πάµε. Ηύραµε το λοιπό ότι εκεί κοντά πρέπει να ήτουνα µία τρούπα, Σπήλαιο τση Μελισσάνης τηνε λένε, που πάει ο κοσµάκης, πλερώνει και µε µία βάρκα τηράει από κάτου απάνου. Μα ο χάρτης ήτουνα µικρός και δεν εφαινότουνα δρόµος από τη Σκάλα κατά τη ντρούπα. Εφωνάξαµε το λοιπό το αφεντικό του µαγαζιού να πλερώσουµε και το ερωτήσαµε για το δρόµο. Εκεί να ιδείς µούρλια και κουρλαµάρα: - Μα που θέτε να πάτε; Μας ε λέει εκειός. - Στο Σπήλαιο τση Μελισσάνης, του λέµε. - Ορέ σε ποίας Μελισσάνης; Ετούτο το βουνό γιοµάτο τρούπες και σπήλαια είναι, ούλα τα ίδια είναι! - Ορέ πατριώτη, ετούτο που σου λέµε είναι µεγάλο σπήλαιο και το ξέρει ούλος ο κόσµος, δεν είναι σαν τα άλλα, έχει σταλαχτίτες, µπαίνουνε µε βάρκες µέσα! - Και πως δεν το ξέρω εγώ και το ξέρει ούλος ο κόσµος; - Πατριώτη, µην είσαι ξένος; Tου λέω. - Όχι, από το Αργοστόλι είµαι µα µένω εδώ είκοσι χρόνια. - Καλά πατριώτη, αφού είναι ούλα ίδια, άστο και θα ιδούµε τι θα κάµουµε και σε ποίο θα πάµε, του είπαµε για να ν τονε ξεφορτωθούµε, τον επλερώσαµε κι εφύγαµε µε τη σκέψη να ρωτήσουµε κάποιον άλλονε λίγο παρακάτου. Εµπήκαµε το λοιπό στο αµάξι µας κι επήραµε ένα δρόµο στην τύχη, για να εύρουµε κάποιονε ντόπιονε να ρωτήσουµε.
159 Εκεί που επηαίναµε είδαµε µία µε ένα σάρωµα, που εσάρωνε το δρόµο και χωρίς να πάει το µυαλό µας στο κακό, κι ας εσάρωνε το δρόµο, τηνε ρωτάω: - Κυρία µου, µου λές σε παρακαλώ κατά που είναι ο δρόµος για το σπήλαιο τση Μελισσάνης; - Εσύ θα µου πείς πού είναι το πατρικό σπίτι του Άγιου Γεράσιµου; - Να σου ειπώ, αλλά καλά δεν το ξέρεις; Τηνε ρωτάω µε απορία, γιατί το µυαλό µου δεν το εχώραγε να µη ξέρει το σπίτι του Αγίου που ήτουνα απάνου στο δρόµο κι εγώ που µία ηµέρα είχα στο νησί τση, τόειχα ιδεί. - Γιατί, εσύ δεν τονε ξέρεις του λόγου σου το δρόµο για το σπήλαιο; Μου λέει εκείνη που φαίνεσται εφαντάστηκε ότι την ε κογιονάρω. - Μα αν τον ήξερα, γιατί θα σε ρώταγα; - Για τον κακό σου τον καιρό, κάνει εκείνη και σηκώνει τη σκούπα να µε κοπανήσει. Μόλις είδα κι εγώ τα σκούρα, επάτησα το γκάζι και λίγο παρακάτου είδα κάτι πινακίδες και µε κείνες εύρηκα το δρόµο! Γιατί λες ότι σου είπα ότι ούλοι ίδιοι είναι; Εγώ σε πέντε λεφτά µέσα έπεσα απάνου σε δύο! - Λες ορέ Τάση νάναι καλύτερα στην Κέρκυρα; - Τι λες καηµένε Νιόνιο, πετιέται ο Γιάκουµος. Άκου να σου ειπώ εγώ τι έπαθα το καλοκαίρι που επήα. Ήµουνα στο Ξενοδοχείο µου στο Σαρόκο και επαράγγειλα τον καφέ µου, αλλά µεχρι να µου τονε φτιάσουνε εβγήκα µια βόρτα στην πλατέα να χαζέψω και να πάρω τσιγάρα από το µαγαζί. Ακόµα είχαµε τα Ελληνικά λεφτά 7 ετότες. - όµου ορέ ένα πακέτο τσιγάρα, λέω εκειού που ήτουνα στο µαγαζί και κάνω να βγάλω λιανά από τη µπούσα µου να 7 τη δραχµή
160 πλερώσω, µα την ίδια στιγµή επήρα είδηση ότι είµαι ο πρώτος του πελάτης, ευτούνος δεν έχει κάµει σεφτέ ακόµα, και ότι η τσέπη µου δεν έχει λιανά. Το µικρότερο που είχα, ήτουνα χιλιάρικο κι ετότες το χιλιάρικο ήτουνα χοντρά, µην κοιτάς τώρα που έγινε Ευρώ κι εχάθηκε το έρµο το χιλιάρικο. Την ώρα που του εξάµωσα 8 το χέρι µου µε τα λεφτά, επήρα χαµπάρι ότι δε θα τα επηαίναµε καλά. - Τι λες ορέ πατριώτη, µου λέει εκειός. Να πας στο χωρίο σου να δίνεις πρωινιάτικα χιλιάρικο. Πού να εύρω να σου δώσω ρέστα; Και µου ήρθες πρώτος πρώτος που δεν έχω κάµει ούτε σεφτέ, να µου δώκεις χιλιάρικο; Και ούλο κι ούλο ήρθες να πάρεις ένα κουτί τσιγάρα; εν το ξέρεις ότι είναι κακό να χαλάς το χερικό του µαγαζιού; εν έχω, δεν έχω! Άµε στην ευχή του θεού και του Αγίου Σπυρίδωνα χριστιανέ µου, την όρεξή σου λες πως έχουµε; Πήαινε, πήαινε! Και µ έδιωξε κι εµένανε ο κουρλός! Έτσι που λες Νιόνιο αδρεφέ µας, παιρνει το λόγο ο Τάσης. Μήπως πρέπει να ν το µατασκεφτείς το πράµα; 8 τέντωσα προς αυτόν