Ενίσχυση των Κοινωνικών Δικαιωμάτων σε Περίοδο Κρίσης: Αποκατάσταση της Εμπιστοσύνης στο Ευρωπαϊκό Σχέδιο Έκκληση για Δράση εκ μέρους Επιφανών Ευρωπαίων Νομικών Διακήρυξη της 9ης Μαΐου 2019 Εμείς, οι υπογράφοντες, νομικοί από όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, καλούμε τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα μέλη των ευρωπαϊκών και εθνικών κοινοβουλίων και των κυβερνήσεων των κρατών μελών της ΕΕ να δεσμευτούν με τη διαδικασία του κατεπείγοντος για την ενίσχυση της θέσης των κοινωνικών δικαιωμάτων στην οικονομική διακυβέρνηση της Ένωσης. Προχωρούμε σ αυτό το άνευ προηγούμενου βήμα, διότι πιστεύουμε ακράδαντα ότι η νομιμότητα της Ένωσης, και η δέσμευση των πολιτών της για το κοινό σχέδιο ευημερίας, σταθερότητας και ένταξης απειλείται όλο και περισσότερο από τις πολλαπλές κρίσεις που αντιμετωπίζει η Ένωση, τα κράτη μέλη της και οι λαοί της. Η μακραίωνη επιβίωση αυτού του κοινού έργου διακυβεύεται όσο ποτέ άλλοτε, γεγονός που σήμερα αναγνωρίζεται γενικά στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και στα ίδια τα θεσμικά όργανα. Σε ένα πλαίσιο πολιτικής αναταραχής εντός και εκτός της Ένωσης, με την εμφάνιση επικίνδυνων και αποσταθεροποιητικών πολιτικών δυνάμεων, το ξήλωμα της διεθνούς μεταπολεμικής τάξης και τις υποκείμενες και αλληλένδετες δημογραφικές, περιβαλλοντικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις, είναι σημαντικό να επαναπροσδιορίσουμε τις συλλογικές μας ενέργειες σε εκείνα τα στοιχεία τα οποία, με τη στήριξη της κοινωνικής συνοχής και την εξασφάλιση μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης για όλους, ενισχύουν τη νομιμότητα του ευρωπαϊκού σχεδίου και για τις επόμενες γενιές. Δεν υπάρχει πλέον χρόνος να τσαλαβουτάμε απλά μαζί, πιστεύοντας τυφλά ότι μια ισχυρή οικονομική Ένωση θα είναι αρκετή για να εξασφαλίσει την επιβίωση, αν όχι την άνθιση, του κοινού μας Ευρωπαϊκού πεπρωμένου. Η Ευρώπη έχει επαναπροσδιορίσει τον εαυτό της σε περισσότερες από μία περιπτώσεις. Από τις πρώτες μέρες της κοινής αγοράς, με την εγκαθίδρυση μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης μέσω της Συνθήκης του Μάαστριχτ, προς μία «νέα οικονομική διακυβέρνηση», η Ένωση ανέπτυσσε συνεχώς την εργαλειοθήκη της οικονομικής της πολιτικής. Η Ένωση διαθέτει πλέον ισχυρά μέσα για να καθοδηγεί τις μακροοικονομικές πολιτικές της και τις δημοσιονομικές επιλογές των κρατών μελών της, καταργώντας τον αρχικό καταμερισμό εργασίας μεταξύ της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης και της εθνικής κοινωνικής προστασίας. Το αρχικό σύμφωνο ήταν ότι η Ευρώπη θα μπορούσε να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης, ενώ τα κράτη θα μπορούσαν να διατηρήσουν σημαντική αυτονομία ώστε να επιδιώξουν ισχυρές αναδιανεμητικές πολιτικές προσαρμοσμένες ώστε να εξουδετερώσουν τους κινδύνους που περικλείουν η οικονομική ολοκλήρωση και η βιομηχανική μετατόπιση. Η άποψη αυτή δεν ισχύει πλέον. Είναι καιρός πλέον να επαναπροσδιορίσουμε τα κοινωνικά δικαιώματα στο πολύ διαφορετικό πλαίσιο που προκύπτει από τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις. Η παγκόσμια οικονομική κρίση προκάλεσε σημαντικές αλλαγές στην ισορροπία μεταξύ της χάραξης μιας οικονομικής και μιας κοινωνικής πολιτικής. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2009-2011 σύντομα κλιμακώθηκε σε μια οικονομική κρίση και, μετά από τις μαζικές διασώσεις που ωφέλησαν τον χρηματοπιστωτικό τομέα και την ανάγκη αντιμετώπισης της αύξησης της ανεργίας, σε κρίση δημόσιου χρέους. Αντιμέτωποι με αυτή τη νέα κατάσταση, οι Ευρωπαίοι ηγέτες κατέληξαν εσπευσμένα στο συμπέρασμα ότι η δημοσιονομική πειθαρχία μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ ήταν υπερβολικά αδύναμη και ότι κάθε συλλογική δράση υπέρ των κρατών που αντιμετωπίζουν
οικονομικές δυσκολίες θα πρέπει να συνδυαστεί με την ενίσχυση αυτής της γραμμής ως απαραίτητη εγγύηση έναντι του ηθικού κινδύνου. Ακολούθησε ένα εντυπωσιακό σύνολο νομοθετικών και αναθεωρητικών συνθηκών: η εκ βάθρων αναδιοργάνωση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης με την υιοθέτηση του εξαπλού πακέτου και του διπλού πακέτου, με αποτέλεσμα την καθιέρωση του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου την υιοθέτηση και την εγχώρια ενσωμάτωση του Δημοσιονομικού συμφώνου που περιλαμβάνεται στη Συνθήκη για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση (TSCG) τη δημιουργία της διαδικασίας ενισχυμένης εποπτείας για τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο και, τέλος, την εγκαθίδρυση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ως ξεχωριστού διακυβερνητικού οργανισμού που θα παρακάμπτει το εμπόδιο της ρήτρας μη διάσωσης του άρθρου 125 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Αυτό που όλες αυτές οι σημαντικές θεσμικές, διαδικαστικές και ουσιαστικές καινοτομίες έχουν από κοινού είναι μια στενή εστίαση στις προτεραιότητες της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής, δίχως να ληφθούν υπόψη τα κοινωνικά δικαιώματα. Αναγνωρίζουμε φυσικά ότι ορισμένες διατάξεις που εισάγονται σε αυτά τα νέα εργαλεία επιδιώκουν τη διαφύλαξη των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συλλογικών δράσεων και ότι γίνεται αναφορά στην ανάγκη διασφάλισης υψηλών επιπέδων απασχόλησης και επαρκούς κοινωνικής προστασίας, όπως απαιτείται από το ίδιο το άρθρο 9 της ΣΛΕΕ, τόσο κατά το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο όσο και κατά τις ενισχυμένες διαδικασίες επιτήρησης. Αναγνωρίζουμε επίσης ότι η νέα οικονομική διακυβέρνηση δημιουργεί ορισμένες περιορισμένες οδούς για τη συμμετοχή των εθνικών και ευρωπαϊκών κοινοβουλίων, των κοινωνικών εταίρων και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών. Παρατηρούμε, ωστόσο, ότι στην πράξη ούτε οι ουσιαστικές αναφορές στην κοινωνική προστασία και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις ούτε οι διαδικαστικές εγγυήσεις που επιτρέπουν τη συμμετοχή άλλων παραγόντων είχε κάποια σημαντική επίδραση στις πολιτικές που προβλέπονται από τους διάφορους κλάδους της νέας οικονομικής διακυβέρνησης. Αυτό ισχύει τόσο στις περιπτώσεις όπου οι εν λόγω συνταγές απευθύνονται σε κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν κρίση και αναζητούν οικονομική στήριξη, όπου το επείγον και η βαρύτητα θα μπορούσαν να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο, όσο και στο «συνηθισμένο» πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Οι Αξιολογήσεις Κοινωνικών Επιπτώσεων ενσωματώνονται στον σχεδιασμό των Μνημονίων Κατανόησης τα οποία συνάπτονται με τα κράτη που λαμβάνουν χρηματοδοτική στήριξη και ο Ευρωπαϊκός Πυλώνας των Κοινωνικών Δικαιωμάτων που διακηρύχθηκε στην Κοινωνική Σύνοδο Κορυφής για Δίκαιες Θέσεις Εργασίας και Ανάπτυξη που πραγματοποιήθηκε στο Γκέτεμποργκ τον Νοέμβριο του 2017 εισήγαγε μία σημαντική διόρθωση όσον αφορά την προηγούμενη εστίαση της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης σχετικά με τον έλεγχο των δημοσίων ελλειμμάτων. Ωστόσο, κανένας από τους μηχανισμούς αυτούς δεν εξασφαλίζει ότι τα κοινωνικά δικαιώματα θα διασφαλίζονται αποτελεσματικά στα πλαίσια αυτά: η δέσμευση να ληφθούν υπόψη οι κοινωνικές επιπτώσεις δεν είναι ισοδύναμη με την προστασία των επιβαλλόμενων κοινωνικών δικαιωμάτων. Αυτή η ανισορροπία δεν μπορεί να επιτραπεί να συνεχιστεί, αν η Ευρώπη ελπίζει να διατηρήσει την πίστη των πολιτών της. Όπως επικρατεί σήμερα, τα κράτη ενδέχεται να εξακολουθήσουν να παραβλέπουν τα κοινωνικά δικαιώματα προκειμένου να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της νέας οικονομικής διακυβέρνησης. Η κατάσταση αυτή διαπιστώθηκε ότι παραβιάζει τις διεθνείς υποχρεώσεις των κρατών μελών στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από διάφορους οργανισμούς ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης ή των Ηνωμένων Εθνών, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων, του Ανεξάρτητου Εμπειρογνώμονα για το εξωτερικό χρέος και τα ανθρώπινα δικαιώματα του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ και της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και
Πολιτιστικά Δικαιώματα. Πράγματι, το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διευκρίνισε ότι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ είναι υποχρεωμένα να σέβονται και να διασφαλίζουν τον σεβασμό του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, όχι μόνο κατά την εφαρμογή της πολιτικής της ΕΕ, αλλά και όταν ενεργούν εντός οργανισμών εγκατεστημένων εκτός της ΕΕ, όπως ο ESM. Αυτό σημαίνει ότι κατά την εκπόνηση, την εφαρμογή και την αναθεώρηση των Μνημονίων Κατανόησης, η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να εγγυώνται την πλήρη τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αυτά είναι θετικά σημάδια. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να κάνει περισσότερα και πρέπει να επιδιώκει μεγαλύτερη διαφάνεια στη δέσμευσή της έναντι των κοινωνικών δικαιωμάτων. Για να σημειωθεί πρόοδος, δεν υπάρχει καμία ανάγκη για χρονοβόρες και απρόβλεπτες διαπραγματεύσεις σχετικά με νομοθετικές αλλαγές ή μεταβολές συνθηκών. Μπορούν να ληφθούν άμεσα μέτρα για να διασφαλιστεί ότι η νέα οικονομική διακυβέρνηση της Ένωσης θα ευθυγραμμιστεί καλύτερα με τις νομικές υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν τα κράτη μέλη -σύμφωνα τόσο με το δίκαιο της ΕΕ όσο και με το διεθνές δίκαιο- όσον αφορά τον σεβασμό, την προστασία και την εκπλήρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων όλων των ατόμων που ανήκουν στη δικαιοδοσία τους. Έχουμε υποβάλει τέσσερις προτάσεις: 1. Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογεί συστηματικά τις επιπτώσεις στα κοινωνικά δικαιώματα των ειδικών για κάθε χώρα συστάσεών της. Στην ουσία, μια τέτοια συστηματική έκθεση των επιπτώσεων στα κοινωνικά δικαιώματα αναμένεται βάσει των Κατευθυντήριων Γραμμών της ίδιας της Επιτροπής. Ωστόσο, οι Αξιολογήσεις των Κανονιστικών Επιπτώσεων δεν βασίζονται επί του παρόντος στο κανονιστικό πλαίσιο των κοινωνικών δικαιωμάτων ως ανθρώπινα δικαιώματα: η εξέταση των επιπτώσεων των κοινωνικών δικαιωμάτων αποτελεί σήμερα μέρος της ευρύτερης εκτίμησης των κοινωνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων και στην πράξη είναι πιο κοντά σε μια ανάλυση κόστους-οφέλους παρά σε μια κανονιστική εκτίμηση που βασίζεται στα κοινωνικά δικαιώματα όπως ορίζονται στην ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα. 2. Οι υπάρχοντες μηχανισμοί για τη συμμετοχή άλλων παραγόντων -κοινωνικών εταίρων, κοινοβουλίων της ΕΕ και εθνικών κοινοβουλίων και της κοινωνίας των πολιτών- πρέπει να ενισχυθούν. Επί του παρόντος, όποια και αν είναι η συμμετοχή, θεωρείται κυρίως ως μέσο ενίσχυσης της νομιμοποίησης. Ωστόσο, η συμμετοχή αυτή είναι πάνω απ όλα μια διαδικασία συλλογικής μάθησης και ένας διορθωτικός μηχανισμός που διασφαλίζει ότι οι επιπτώσεις ορισμένων μέτρων σε συγκεκριμένες ομάδες ή σε συγκεκριμένα πλαίσια λαμβάνονται επαρκώς υπόψη. Η ενισχυμένη συμμετοχή σημαίνει όχι μόνο την έγκαιρη και ουσιαστική διευκόλυνση της διαβούλευσης και του διαλόγου με αυτούς τους παράγοντες θα πρέπει επίσης να συνεπάγεται την παροχή των μέσων αποτελεσματικής συμμετοχής και να διασφαλίζεται ότι οι απόψεις που εκφράζονται λαμβάνονται αποτελεσματικά υπόψη κατά τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των εκάστοτε πολιτικών. 3. Θα πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να αξιοποιούν στο έπακρο την υπάρχουσα ευελιξία που προβλέπεται από τις ρήτρες εξαιρέσεων στο δίκαιο της ΕΕ ή στις συνθήκες εκτός της ΕΕ, όπως η Συνθήκη TSCG και η Συνθήκη για τον EMS. Οι ρήτρες αυτές επιτρέπουν προσωρινές αποκλίσεις από τους ισχύοντες κανόνες για τη δημοσιονομική σύγκλιση σε εξαιρετικές περιστάσεις. Αλλά επί του παρόντος ερμηνεύονται στενά, καθώς αναφέρονται σε εξωτερικές οικονομικές κρίσεις. Ωστόσο, δεν υπάρχει κανένας λόγος για τους οποίους οι εν λόγω ρήτρες δεν θα μπορούσε στο μέλλον να θεωρηθεί ότι συμπεριλαμβάνουν στην έννοια των εξαιρετικών περιστάσεων την αδυναμία μιας χώρας να συμμορφωθεί με τους δημοσιονομικούς της στόχους χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τις υποχρεώσεις της βάσει των κοινωνικών διατάξεων του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ή μάλιστα βάσει διεθνών οργανισμών για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
4. Η ΕΕ πρέπει να αποφεύγει να επιβάλλει στα κράτη μέλη πολιτικές που αντιβαίνουν στις υφιστάμενες διεθνείς υποχρεώσεις τους. Τα τελευταία χρόνια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων διαπίστωσε ότι οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε η Σουηδία για να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου του 2007 για την υπόθεση Λαβάλ παραβιάζουν τις απαιτήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Η αποτυχία να λάβουν υπόψη τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη είναι επίσης η πηγή των εντάσεων που απορρέουν από τις πολιτικές που επιβλήθηκαν στα κράτη μέλη της ευρωζώνης, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, ή στα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ που υπόκεινταν σε χρηματοδοτική συνδρομή: κατά συνέπεια, η ECSR διαπίστωσε ότι ορισμένα μέτρα που ενέκρινε η Ελλάδα μετά τη διάσωση του 2010 και του 2012 παραβίασαν τις δεσμεύσεις της χώρας αυτής στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Αυτό δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται. Οι διατάξεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ που αντιστοιχούν στα δικαιώματα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη θα πρέπει να ερμηνευθούν, σύμφωνα με την ερμηνεία που δίνεται σε αυτό το τελευταίο μέσο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων, η οποία είναι επιφορτισμένη ειδικά με την αποστολή να αξιολογήσει από νομική άποψη τη νομοθεσία και τις πολιτικές των συμβαλλομένων μερών. Πέρα από αυτό, πρέπει να ξεκινήσει η διαδικασία προσχώρησης της ΕΕ στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη. Η εν λόγω ένταξη έχει προβλεφθεί σε διάφορες περιπτώσεις, από το σχέδιο Σπινέλι το 1984 για την Ευρωπαϊκή Ένωση και εντεύθεν, και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ήδη εκφραστεί κατηγορηματικά υπέρ της. Λαμβάνοντας υπόψη τον μεγάλο αριθμό τομέων που καλύπτονται από τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, στους οποίους έχουν αποδοθεί στην ΕΕ ορισμένες αρμοδιότητες από τα κράτη μέλη, καθώς και τις δυνατότητες θέσπισης περαιτέρω νομοθετικών μέσων σε αυτούς τους τομείς, η ΕΕ θα μπορούσε να προσχωρήσει στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη βάσει του άρθρου 216 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ: η σχέση της ΕΕ με αυτό το όργανο θα ήταν αρκετά παρόμοια με εκείνη που ανέπτυξε με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, στην οποία προσχώρησε η ΕΕ το 2009. Επιπλέον, οι αντιρρήσεις που διατύπωσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Γνωμοδότηση 2/13 σχετικά με την προσχώρηση της Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν θα ισχύουν για την προσχώρηση στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη. Από την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων περισσότερα από εξήντα χρόνια πριν, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει σημειώσει αξιοσημείωτη επιτυχία στην επίτευξη ειρήνης και ευημερίας ανάμεσα στους Ευρωπαίους. Ωστόσο, η αυξημένη ανομοιογένεια της Ευρώπης, μετά τις διαδοχικές διευρύνσεις, σε συνδυασμό με την ανισορροπία μεταξύ των οικονομικών και των κοινωνικών θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης -καθώς οι οικονομικές ελευθερίες απολαμβάνουν μια πιο σταθερή βάση από τα κοινωνικά δικαιώματα στη συνταγματική δομή της Ένωσης- εξελίσσονται τώρα σε μια κρίση νομιμοποίησης: ένας αυξανόμενος αριθμός Ευρωπαίων θεωρεί ότι η ΕΕ εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εταιρειών περισσότερο από εκείνα του πληθυσμού και τη θεωρούν ως ιμάντα μεταφοράς για την οικονομική παγκοσμιοποίηση και όχι ως προπύργιο ενάντια στις πιο απειλητικές επιπτώσεις μιας τέτοιας παγκοσμιοποίησης. Αυτό μπορεί να αλλάξει. Οι προτάσεις μας επιδιώκουν να ενισχύσουν το ευρωπαϊκό σχέδιο, βελτιώνοντας περαιτέρω την ισορροπία μεταξύ οικονομικών και κοινωνικών στόχων στην οικονομική και νομισματική ένωση, συμπληρώνοντας έτσι τους στόχους του Ευρωπαϊκού Πυλώνα των Κοινωνικών Δικαιωμάτων και ενισχύοντας τη νομιμότητά του. Το να καταστεί αυτή η επιλογή ως η προτεραιότητα του νέου νομοθετικού σώματος θα ήταν η καλύτερη δυνατή απάντηση στις απειλές του λαϊκισμού και του ευρωσκεπτικισμού.
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΡΑΦΩΝ Prof. Olivier De Schutter (UCLouvain), Member of the Committee on Economic, Social and Cultural Rights Prof. Csilla Kollonay Lehoczky (Central European University) former member of the European Committee of Social Rights (2001-2012) Prof. Zdzislaw Kedzia (WSB Wroclaw, UAM Poznan), Member (former Chair) of the Committee on Economic, Social and Cultural Rights, President of the Global Campus of Human Rights (Venice) Prof. Gerard Quinn, Wallenberg Chair (Raoul Wallenberg Institute) & Leeds University, former First Vice President of the European Committee on Social Rights Prof. Colm O'Cinneide (University College London), former Vice-president of the European Committee on Social Rights. Prof. Ana Maria Guerra Martins (University of Lisbon, Faculty of Law), Former Judge of the Portuguese Constitutional Court Prof. Niklas Bruun (Hanken School of Economics, Helsinki and Stockholm University), Former Member of the ILO Committee on Freedom of Association (CFA) and the UN CEDAW Committee Prof. Filip Dorssemont, UCLouvain (Uclouvain- Vrije Universiteit Brussel) Prof. Mélanie Schmitt, Senior Lecturer, Université de Strasbourg Prof. Margot E Salomon, Associate Professor of Law, The London School of Economics Prof. Aoife Nolan, Professor of International Human Rights Law, University of Nottingham