ΟΤΑΝ ΑΝΟΙΞΕ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΩΡΑ τα μάτια του, βρισκόταν εκεί, στο ίδιο σημείο που είχε ξαπλώσει την ώρα του μεγάλου χαμού. Μόνος, έρημος, πληγωμένος κι αβοήθητος. Ο Άγγελος πουθενά. «Θα έρθουν να με πάρουν» σκέφτηκε. «Θα πρέπει να μείνω εδώ και να τους περιμένω. Δεν πρέπει να νομίσουν ότι τους εγκατέλειψα!» Η επόμενη μέρα έφτασε, και η μεθεπόμενη, και ποιος ξέρει πόσες... Έπειτα σκέφτηκε ότι για να μην έρχονται μάλλον κάτι πολύ κακό θα τους έχει συμβεί. Καμιά άλλη πιθανότητα δεν μπορούσε να περάσει από το μυαλό του. Έπρεπε λοιπόν να τους βρει ο ίδιος. Έτσι μπήκε στον αγώνα της αναζήτησης. Κι από αυτόν τον αγώνα δεν παραιτήθηκε ποτέ. Βρέθηκε ολομόναχος, απροστάτευτος και πολύ μικρός στους δρόμους μιας άγνωστης και μακρινής χώρας. Ατέλειωτα χιλιόμετρα περπάτησε πεινασμένος και πληγωμένος, ψάχνοντας μήπως και βρει κάποιο ίχνος της παρουσίας τους. Μόνος του πια έπρεπε να φροντίζει τον εαυτό του. Πόσο δύσκολο ήταν αυτό; Tο ανακάλυψε ευθύς εξαρχής. Έπρεπε να αγωνίζεται καθημερινά για να βρει νερό, τροφή και μια ζεστή γωνιά για να κοιμάται. Να κοιμάται και να ονειρεύεται τον Άγγελο, τα παιχνίδια τους και τ όμορφο σπίτι τους στο Λονδίνο.
Στην αρχή από παντού τον έδιωχναν και τις περισσότερες φορές του φέρονταν εχθρικά, πετώντας του πέτρες, ξύλα κι ό,τι άλλο βρισκόταν πρόχειρο, για να τον απομακρύνουν και να τον αποτρέψουν να επιστρέψει ξανά. Κανείς δεν ήθελε ένα βρόμικο, κοκαλιάρικο και πληγωμένο αδέσποτο έξω από την αυλή του, ούτε καν στο πεζοδρόμιο του σπιτιού του. Λίγοι νοιάστηκαν αν πονάει, αν κρυώνει, αν διψάει κι ακόμα λιγότεροι ήταν διατεθειμένοι να του προσφέρουν έστω ένα κομμάτι ψωμί. Κάποια στιγμή κι ενώ περιπλανιόταν για πολλούς μήνες, έφτασε σε μια χρυσή αμμουδιά, που απλωνόταν νωχελικά δίπλα στα καταγάλανα νερά της θάλασσας. Στην όμορφη ρεθεμνιώτικη πολιτεία. Στην πολιτεία που τόσο πολύ ήθελε να επισκεφτεί ο Άγγελος και που τόσα και τόσα του είχε διαβάσει και του είχε πει για αυτήν. Αυτός ήταν κι ο λόγος που τον έκανε να πάρει τη μεγάλη απόφαση. Θα έμενε για πάντα εκεί. «Πού ξέρεις;» σκέφτηκε. «Ίσως, κάποια μέρα, τούτη η πόλη να καταφέρει να μας ενώσει ξανά.» Ένας καλοκάγαθος γεράκος, ρακένδυτος και πάμφτωχος όπως κι αυτός, τον περιμάζεψε και τον φρόντισε τον πρώτο καιρό, όταν τον βρήκε πληγωμένο και κοκαλιάρη να περιφέρεται στους δρόμους της πόλης. Φρόντισε τις πληγές του και τον κράτησε κοντά του μέχρι που στάθηκε στα πόδια του. Ήταν καλοκαίρι και χιλιάδες άνθρωποι απ όλα τα μέρη του κόσμου έρχονταν να ξεκουραστούν και να χαλαρώσουν μέσα στη φιλόξενη αγκαλιά τούτης της όμορφης πόλης. Να απολαύσουν τις γεύσεις της και να γνωρίσουν τις ομορφιές της. Άνθρωποι άλλης κουλτούρας και αντιλήψεων, πάντα κάτι έβρισκαν να τον φιλέψουν. Τους έπαιρνε στο κατόπι ο Ιβάν κι οι ξεναγήσεις πήγαιναν κι έρχονταν. Αλλά μαζί με τις ξεναγήσεις, χόρταινε και το άδειο στομάχι του. Έτσι, έμαθε την παλιά πόλη του Ρεθύμνου απ έξω κι ανακατωτά κι έτσι τον έμαθε κι αυτή. Κανένα σημείο της δεν υπήρχε που να μην το έχει εξερευνήσει και να μη γνωρίζει την ιστορία του. Ήξερε τα πάντα για το μεγάλο της κάστρο, τις εκκλησίες της, τα ενετικά της κτήρια, για τα τζαμιά της, τις κρήνες της, τα σοκάκια της και για τους ανθρώπους που πέρασαν ή έζησαν κοντά της. Αν είχε φωνή, εκτός από καλός ποδοσφαιριστής θα ήταν κι ένας τέλειος ξεναγός.
Ρεθεμνιώτης κανονικός έγινε με τα χρόνια ο Ιβάν. Δεν υπήρχε κανείς στην παλιά πόλη που να μην τον γνωρίζει και μάλιστα με τ όνομά του, μιας και το κολάρο που φορούσε το έκανε γνωστό σε όλους. «ΙVΑΝ» έγραφε σε μια μεταλλική πλάκα, με μεγάλους λατινικούς χαρακτήρες, κι από κάτω την ημερομηνία γέννησής του. Του το είχε χαρίσει ο Άγγελος μερικές μέρες αφό του τον πήρε μαζί του. Ο Άγγελος ήταν τότε 12 χρόνων κι ο Ιβάν μόλις μερικών μηνών κουταβάκι. Η καλύτερή του όμως ήταν όταν έγινε η μεγάλη πλατεία της πόλης, η πλατεία «Μικρασιατών», όπως την ονόμασαν προς τιμήν κάποιον άλλων δύσμοιρων, που είχαν χάσει κι αυτοί την πατρίδα τους και ξεριζωμένοι, πληγωμένοι και πεινασμένοι βρέθηκαν, όπως κι αυτός, κοντά της. Εκεί μαζεύονταν όλα τα παιδιά της παλιάς πόλης. Παιδιά του Ρεθύμνου, αλλά και παιδιά από κάθε άλλη άκρη της γης. Τα τελευταία χρόνια, στη ρεθεμνιώτικη πολιτεία είχαν έρθει πολλοί «μετανάστες», όπως είχε ακούσει ο Ιβάν να τους λένε στα καφενεία της παλιάς πόλης. Άνθρωποι που αναζητούσαν σε τούτη τη μικρή πόλη ένα καλύτερο αύριο, μια καλύτερη μοίρα γι αυτούς και τα παιδιά τους. Έκαναν όποια δουλειά έβρισκαν και δούλευαν όσες ώρες μπορούσαν. Αλβανοί, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Πολωνοί, Ρώσοι, Ουκρανοί, Σέρβοι, Σύριοι, Πακιστανοί, Ινδοί και άλλοι. Παιδιά διαφορετικά μεταξύ τους, με διαφορετικές κουλτούρες κι αντιλήψεις, αλλά κατά βάθος όλα ίδια. Κανένα δεν ξεχώριζε ο Ιβάν. Όλα τ αγαπούσε και μ όλα έπαιζε το αγαπημένο του παιχνίδι. Γι αυτόν όλα τα παιδιά της γης ίδια είναι. Κι αυτή η πλατεία, που χτυπάει η καρδιά της στο κέντρο της πόλης, τους ενώνει όλους στους δικούς της παλμούς. Το μόνο που τον στεναχωρούσε και τον πλήγωνε ήταν πως δεν φέρονταν όλοι με τον ίδιο τρόπο στην αγαπημένη του πλατεία. Μερικοί έγραφαν και
πλήγωναν τους τοίχους της, έσπαζαν και ξήλωναν τα παγκάκια της, κατέστρεφαν την παιδική της χαρά και γενικότερα ασχημονούσαν με διάφορους τρόπους εις βάρος της. Τον ίδιο τον πετροβολούσαν και τον κυνηγούσαν όποτε τον έβλεπαν. Έτσι, χωρίς λόγο, χωρίς αιτία κι αφορμή. Πόσο τον πλήγωναν αυτές οι συμπεριφορές τους... Είχαν όμως κι ο Ιβάν κι η πλατεία τους προστάτες τους. Τα παιδιά που προσπαθούσαν ν αποτρέψουν τέτοιου είδους συμπεριφορές. Αυτά που δεν κατέστρεφαν τους τοίχους, αλλά ζωγράφιζαν πάνω τους τα όνειρά τους όταν τους έδιναν την άδεια. Εκείνα με το πλατύ χαμόγελο, με τον όμορφο τρόπο, τον καλό λόγο, την ευγενή άμιλλα. Αυτά που ήξεραν και να κερδίζουν και να χάνουν. Αυτά που φρόντιζαν και τον ίδιο, βάζοντάς του κάπου νερό και φέρνοντάς του κάτι φαγώσιμο. Αυτά που, απ όποιο μέρος της γης κι αν ήταν, μιλούσαν όλα την ίδια γλώσσα. Τη γλώσσα της παιδικής ψυχής. Τη γλώσσα του παιχνιδιού, του γέλιου και της ξεγνοιασιάς. Μ αυτά τα παιδιά έπαιζε ο Ιβάν και μ αυτά περνούσε τις μέρες και τις ώρες του. Τ ακολουθούσε όπου κι αν πήγαιναν. Μεγάλο συνορισιό υπήρχε κάθε φορά για το ποια ομάδα θα τον έπαιρνε με το μέρος της. Είχαν ξετρελαθεί όλα μαζί του μη μπορώντας να πιστέψουν πώς βρέθηκε στους δρόμους της μικρής τους πόλης ένα τόσο έξυπνο, ικανό και καλά εκπαιδευμένο σκυλί, που έπαιζε μέχρι και ποδόσφαιρο! «Αυτός πρέπει νά
ναι από μεγάλο τζάκι» τ άκουγε να λένε πολλές φορές μεταξύ τους. Μόνο φωνή δεν είχε ο Ιβάν, κατά τ άλλα μπορούσες να τον συνεννοηθείς τέλεια. Τα καλοκαίρια τον έπαιρναν μαζί τους στη θάλασσα κι έκαναν μακροβούτια απ τα βραχάκια της Χοχλάδας στη Σοχώρα. Έπαιζαν φρίσμπι, που όσο μακριά κι αν του το πετούσαν, αυτός κολυμπούσε σαν δελφίνι και το γύριζε πάντα πίσω. Έτρεχε μέσα στα στενά της πόλης ακολουθώντας τα ποδήλατά τους και κρυβόταν μαζί τους πίσω από πόρτες και τοίχους παίζοντας κρυφτό. Παντού, παντού άκουγες το όνομα Ιβάν... Δεν ήταν λίγες οι φορές που κάποιοι φίλοι του προσφέρθηκαν να τον πάρουν μαζί τους, στο σπίτι τους, να τον περιποιηθούν και να τον φροντίσουν. Να μην είναι πια αναγκασμένος να κοιμάται στην άμμο τα καλοκαίρια και στις παγωμένες γωνιές τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Ούτε να αναγκάζεται, όταν για μέρες έμενε νηστικός, να κλέβει τα λουκάνικα και τα σαλάμια από τα παντοπωλεία της παλιάς πόλης και να τον κυνηγούν οι μαγαζάτορες πετώντας του ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Οι γονείς τους όμως δεν συμμερίζονταν την επιθυμία τους. «Ποιος ξέρει τι αρρώστιες θα έχει πάνω του!» «Δεν βλέπετε πόσο αδύνατος είναι;» «Τα σκυλιά θέλουν περιποίηση, θέλουν τον δικό τους χώρο, έχουν έξοδα, θέλουν τα εμβόλιά τους, το φαγητό τους...» κι πολλά άλλα, που κρατούσαν χρόνια ολόκληρα τον Ιβάν αδέσποτο κι απροστάτευτο στους δρόμους της ρεθεμνιώτικης πολιτείας. Ο χρόνος ερχόταν κι έφευγε γρήγορα. Η θά λασσα στο ρεθεμνιώτικο ακρογιάλι πολλές χειμωνιάτικες νύχτες τον κράτησε ξάγρυπνο, καθώς βρυχόταν σαν θεριό και χτυπιόταν με λύσσα στους απότομους βράχους. Κι άλλες τόσες τον νανούρισε γλυκά τα καλοκαίρια, καθώς χάιδευε σαν στοργική μάνα τις άκρες του γιαλού της.
Ο Ιβάν είχε μεγαλώσει αρκετά πια. Ρεθεμνιώτες και μη κάτι είχαν να πουν και να θυμηθούν απ τα κατορθώματά του. Είχε γίνει η μασκότ της πόλης. Κι όχι μόνο η μασκότ, αλλά κι ο τροχονόμος της! Πολλά πράγματα του είχαν κάνει εντύπωση όταν ήρθε στο Ρέθυμνο, αλλά δυο τον εντυπωσίασαν περισσότερο. Πονούσε η ψυχή του κάθε φορά που έβλεπε ντροπιασμένα τα σκυλάκια να αναγκάζονται, δεμένα απ το λουρί του αφεντικού τους, να κάνουν την ανάγκη τους πάνω σε πεζοδρόμια, μέσα σε χώρους πρασίνου ή στις άκρες των δρόμων, χωρίς την απαραίτητη μέριμνα έπειτα από μέρους του, να καθαρίσει και να απομακρύνει τις ακαθαρσίες τους από τους χώρους αυτούς. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι αυτό παρά μόνο να συμμερίζεται την ντροπή τους. Για τ άλλο όμως ανέλαβε δράση. Δεν ήταν λίγες οι φορές που περνούσε στις διαβάσεις της πόλης του πεζούς, όπως είχε μάθει να κάνει και με τον Άγγελο, όταν ακόμα δεν είχε βρει το φως του. Τα αυτοκίνητα σταματούσαν μόλις ο Άγγελος στεκόταν στις διαβάσεις κι αυτός τον οδηγούσε με ασφάλεια στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Του είχε κάνει τρομερή εντύπωση ότι πολλά αυτοκίνητα σε τούτη την πόλη δεν σταματούσαν στις διαβάσεις, για να περάσουν οι πεζοί. Έτσι άρχισε να τα αναγκάζει αυτός να σταματήσουν. Βοηθούσε τις γιαγιούλες, τους παππούληδες, τα μικρά παιδιά, τις μαμάδες με τα καροτσάκια τους κι όποιον άλλον έβλεπε να πασχίζει για ώρα να πείσει τους οδηγούς να σταματήσουν για να περάσει στη διάβαση. Την καλοκαιρινή περίοδο δε, έκανε το ίδιο και με τους επισκέπτες της πόλης, ανεξαρτήτως εθνικότητας και ηλικίας. Στην αρχή νόμιζε πως δεν βλέπουν καλά κάποιοι από τους οδηγούς κι έτσι άρχισε να προστατεύει τους πεζούς. Με τον καιρό όμως κατάλαβε: δεν είχαν θέμα όρασης οι οδηγοί, απλά δεν είχαν την απαιτούμενη κυκλοφοριακή αγωγή. Άρα και πάλι έπρεπε να προστατεύει τους πεζούς, κι αυτό συνέχισε να κάνει, φτάνει να έβλεπε να
περιμένουν στη διάβαση. Έμπαινε στη μέση ακριβώς των διαγραμμίσεων, ανάγκαζε τα αυτοκίνητα να σταματήσουν, περνούσαν οι πεζοί απέναντι και μετά, φεύγοντας, παρέδιδε ξανά τον δρόμο στην κυκλοφορία. Συνεχίζεται την Παρασκευή 23/1.