ΜΕΘΟ ΟΙ ΑΠΟΡΡΥΠΑΝΣΗΣ ΜΟΛΥΣΜΕΝΩΝ Ε ΑΦΩΝ



Σχετικά έγγραφα
Υδατικοί Πόροι -Ρύπανση

Ε ΑΦΟΣ. Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ. Ι ΑΣΚΟΥΣΑ : ρ. Μαρία Π. Θεοδωροπούλου

Τι είναι άμεση ρύπανση?

Παραδείγματα μεταφοράς για εφαρμογές αποκατάστασης & σχόλια. Άντληση και επεξεργασία, φυσική εξασθένηση, διάλυση κηλίδας NAPL, περατά διαφράγματα

Εκμετάλλευση και Προστασία των Υπόγειων Υδατικών Πόρων

Περιστατικό ρύπανσης και αποκατάστασης υπεδάφους: Αεροδρόμιο Ναυτικής Βάσης στην Καλιφόρνια. (Moffett Field)

ΡΥΠΑΝΣΗ. Ρύπανση : η επιβάρυνση του περιβάλλοντος με κάθε παράγοντα ( ρύπο ) που έχει βλαπτικές επιδράσεις στους οργανισμούς ΡΥΠΟΙ

ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ

ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΙΚΤΥΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ

Διαταραχές των βιογεωχημικών κύκλων των στοιχείων από την απελευθέρωση χημικών ουσιών στο περιβάλλον

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΙΓΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗ. ΕΡΗ ΜΠΙΖΑΝΗ 4 ΟΣ ΟΡΟΦΟΣ, ΓΡΑΦΕΙΟ

ΥΔΑΤΙΝΗ ΡΥΠΑΝΣΗ ΥΔΑΤΙΝΗ ΡΥΠΑΝΣΗ-ΟΡΙΣΜΟΣ

ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ Βιογεωχημικός κύκλος

Φοιτητες: Σαμακός Φώτιος Παναγιώτης 7442 Ζάπρης Αδαμάντης 7458

Η ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΤΩΝ ΥΓΡΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΣΤΑ ΠΛΥΝΤΗΡΙΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ

Τα Αίτια Των Κλιματικών Αλλαγών

4 Μαρτίου Ελευσίνα

Διαρροή μη υδατικών ρύπων: εξέλιξη της κατανομής τους στο υπέδαφος. Παρουσίαση 1 από 4: σχετικώς ομοιoγενή κοκκώδη εδάφη

Πρόβλεψη εξέλιξης ρύπανσης. Βασικά ερωτήματα: Πού θα πάει ο ρύπος; Πώς θα συμπεριφερθεί; Τι θα απογίνει;

Αλληλεπίδραση ρύπων εδάφους

Η ΡΥΠΑΝΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ. Σοφοκλής Λογιάδης

Χημικές αντιδράσεις καταλυμένες από στερεούς καταλύτες

Έδαφος. Οι ιδιότητες και η σημασία του

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ

ΓΙΝΟΜΕΝΟ ΙΑΛΥΤΟΤΗΤΑΣ (1) ΕΡΗ ΜΠΙΖΑΝΗ 4 ΟΣ ΟΡΟΦΟΣ, ΓΡΑΦΕΙΟ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ

Συνολικός Προϋπολογισμός: Χρηματοδότηση Ευρωπαϊκής Ένωσης: Ελλάδα Ισπανία. Ιταλία

2.4 Ρύπανση του νερού

ΡΥΠΑΝΣΗ. Ρύποι. Αντίδραση βιολογικών συστημάτων σε παράγοντες αύξησης

Επίκουρος Καθηγητής Π. Μελίδης

Διάλεξη 6. Τεχνολογίες Βιολογικής Απορρύπανσης

Διαχείριση και Τεχνολογίες Επεξεργασίας Αποβλήτων

ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ. Το σύνολο των μετασχηματισμών βιολογικής ή χημικής φύσης που λαμβάνουν χώρα κατά την ανακύκλωση ορισμένων στοιχείων

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ

Ορισμός το. φλψ Στάδια επεξεργασίας λυμάτων ΘΕΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΩ ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ?

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ. 1. Ποια από τις παρακάτω ενώσεις αποτελεί πρωτογενή ρύπο; α. το DDT β. το νιτρικό υπεροξυακετύλιο γ. το όζον δ.

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ (.Π.Μ.Σ.) «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ»

ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΡΟΔΙΑΤΡΟΦΗ:

ΜΑΘΗΜΑ: Τεχνολογία Μετρήσεων ΙΙ

ΔΙΑΘΕΣΗ ΣΤΕΡΕΩΝ ΚΑΙ ΥΓΡΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΣΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Ποιοτικά Χαρακτηριστικά Λυµάτων

ΒΑΡΙΑ ΜΕΤΑΛΛΑ ΚΑΙ ΡΥΠΑΝΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ (Λύσεις και αντιμετώπιση της ρύπανσης από βαριά μέταλλα) ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ σ.

Πηγή: ΑΠΟΛΥΜΑΝΣΗ ΤΟΥ ΠΟΣΙΜΟΥ ΝΕΡΟΥ : ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΧΛΩΡΙΟΥ, ΘΕΟΔΩΡΑΤΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ, ΜΥΤΙΛΗΝΗ 2005

Προσδιορισμός φυσικοχημικών παραμέτρων υγρών αποβλήτων και υδάτων

Υπολογισµοί του Χρόνου Ξήρανσης

Σήµερα οι εξελίξεις στην Επιστήµη και στην Τεχνολογία δίνουν τη

Εξάτμιση και Διαπνοή

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΧΡΗΣΗ ΟΖΟΝΤΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΕ ΠΥΡΓΟΥΣ ΨΥΞΗΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΘΕΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ: ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΟΥ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ: ΑΣΚΟΡΔΑΛΑΚΗ ΜΑΝΟΥ ΕΤΟΣ

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΡΥΠΑΣΜΕΝΩΝ ΧΩΡΩΝ ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΔΙΝΟΝΤΑΙ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

Ολοκληρωµένες λύσεις διαχείρισης

Θέµατα Βιολογίας Γενική Παιδεία Γ Λυκείου 2000

Θέµατα Βιολογίας Γενική Παιδεία Γ Λυκείου 2000

Πρόλογος Το περιβάλλον Περιβάλλον και οικολογική ισορροπία Η ροή της ενέργειας στο περιβάλλον... 20

Εδαφοκλιματικό Σύστημα και Άμπελος

5.4. Υδατικό δυναμικό

Ορθή περιβαλλοντικά λειτουργία μονάδων παραγωγής βιοαερίου με την αξιοποίηση βιομάζας

Ορισμός Αναλυτικής Χημείας

Η ρύπανση του εδάφους αφορά στη συγκέντρωση σ αυτό ρυπογόνων ουσιών σε ποσότητες που αλλοιώνουν τη σύσταση του και συνεπώς προκαλούν βλάβες στους

Εκμετάλλευση και Προστασία των Υπόγειων Υδατικών Πόρων

Τύποι Διαρροών. Κίνηση Ρύπου. Ανίχνευση Ρύπου. Ρύπος. εμείς τι παίρνουμε χαμπάρι με χημικές αναλύσεις δειγμάτων νερού;

ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗ. Λεοτσινίδης Μιχάλης Καθηγητής Υγιεινής

Λυμένες ασκήσεις: 36. Ποιες από τις παρακάτω προτάσεις είναι σωστές και ποιες λανθασμένες;

περαιτέρω χρήση, αφ ετέρου ρυπαντή των λιµνών, ποταµών, θαλασσών και υπογείων υδάτων στα οποία καταλήγει.

ΔΙΑΘΕΣΗ ΣΤΕΡΕΩΝ ΚΑΙ ΥΓΡΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΣΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Μέθοδοι και Τεχνικές Λήψης Απόφασης για την Εκτίµηση Επικινδυνότητας των Θαλάσσιων Ιζηµάτων

ΗΜΕΡΙΔΑ ELQA. Καθαρισμός ύδατος από βαρέα μέταλλα με καινοτόμα τεχνολογία. Ερευνητικό εργαστήριο Food InnovaLab 1

Τι ξέρει ένας Μηχανικός Περιβάλλοντος;

Δασική Εδαφολογία. Εδαφογένεση

ιαχείριση υγρών α οβλήτων

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΡΥΠΑΣΜΕΝΩΝ ΕΔΑΦΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΚΑΛΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΖΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Μηχανική και Ανάπτυξη Διεργασιών 7ο Εξάμηνο, Σχολή Χημικών Μηχανικών ΕΜΠ ΥΓΡΗ ΕΚΧΥΛΙΣΗ

Περιβαλλοντικές Επιπτώσεις από τη ιάθεση Επεξεργασµένων Υγρών Αποβλήτων στο Υπέδαφος

ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ 6. ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΝΕΡΩΝ

ιαχείριση α οβλήτων Γεωργικών Βιοµηχανιών

Περιβαλλοντική μηχανική

Σύνοψη και Ερωτήσεις 5ου Μαθήματος

στο περιβάλλον και τεχνικές απορρύπανσης»

ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ

Ανακύκλωση θρεπτικών στοιχείων λέγεται η κίνηση των θρεπτικών στοιχείων και ο ανεφοδιασμός δασικών οικοσυστημάτων με θρεπτικά συστατικά Οικοσύστημα

ALOHA (Areal Locations of Hazardous Atmospheres)

Εργασία Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων

Υπολογισμός Διαπερατότητας Εδαφών

ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΒΑΡΕΩΝ ΜΕΤΑΛΛΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΤΟΥ ΜΟΛΥΒΔΟΥ, ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟ ΤΗΣ ΦΥΤΟΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ.

Τεχνικές Απορρύπανσης Εδαφών και Θαλασσών Ενότητα 3: Φυσικοχημικές μέθοδοι αποκατάστασης εδαφών (ΙΙ)

ΧΗΜΙΚΗ ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ Σ' όλα τα επίπεδα και σ' όλα τα περιβάλλοντα, η χηµική αποσάθρωση εξαρτάται οπό την παρουσία νερού καθώς και των στερεών και αερίων

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΜΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΘΕΩΡΙΑ ο ΜΑΘΗΜΑ

Όσα υγρά απόβλητα μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν, πρέπει να υποστούν

Πρώτες ύλες. Πιθανοί κίνδυνοι σε όλα τα στάδια της παραγωγής. Καθορισµός πιθανότητας επιβίωσης µικροοργανισµών. Εκτίµηση επικινδυνότητας

Περιβαλλοντικά Συστήματα Ενότητα 8: Οικοσυστήματα (II)

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ:Κ.Κεραμάρης ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ

Η χρήση ενέργειας γενικότερα είναι η βασική αιτία των κλιµατικών αλλαγών σε

ΡΑΔΙΟΧΗΜΕΙΑ 2. ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ

ΥΠΟΓΕΙΑ ΣΤΑΓΔΗΝ ΑΡΔΕΥΣΗ

Transcript:

ΜΕΘΟ ΟΙ ΑΠΟΡΡΥΠΑΝΣΗΣ ΜΟΛΥΣΜΕΝΩΝ Ε ΑΦΩΝ Στην ενότητα που ακολουθεί αναπτύσσονται λύσεις σε ζητήµατα που αφορούν ρύπανση υπογείων νερών και εδαφών από τοξικούς ή οργανικούς ρύπους όπως βαρέα µέταλλα, φυτοφάρµακα, καύσιµα πετρελαίου κ.α., διάφορες µέθοδοι για τον προσδιορισµό των µολυσµατικών παραγόντων, βιοθεραπεία εδαφών, συνδυασµοί φυσικής και βιολογικής επεξεργασίας για τα µολυσµένα εδάφη, καθώς και προβλήµατα και λύσεις αποκατάστασης που εµφανίζονται σε δύσκολες περιοχές µε ιδιάζοντα προβλήµατα ρύπανσης. Υδρολογικές ζώνες του υπεδάφους Το υπέδαφος µπορεί να χαρακτηριστεί από δύο κύριες υδρολογικές ζώνες: την ακόρεστη ζώνη (επίσης αποκαλούµενη ως ζώνη vadose), και την κεκορεσµένη ζώνη. Η ακόρεστη ζώνη αναφέρεται στην περιοχή µέσα και κάτω από την επιφάνεια της γης, όπου τα κενά διαστήµατα µεταξύ των εδαφολογικών κόκκων ή των ρωγµών των πετρωµάτων δεν γεµίζουν εξ ολοκλήρου µε νερό. Η ακόρεστη ζώνη είναι σπάνια απολύτως ξηρά, επειδή το νερό βρίσκεται σχεδόν πάντα υπό µορφή σταγονιδίων υγρασίας και υδάτινων φιλµ στα κενά (πόρους) που βρίσκονται στο χώµα και τους βράχους. Επειδή αυτά τα κενά δεν γεµίζουν εξ ολοκλήρου µε νερό (το υπόλοιπο του διαστήµατος γεµίζει µε τον αέρα), ένα φρέαρ εγκατεστηµένο στην ακόρεστη ζώνη δεν θα παρήγαγε νερό. Στην πραγµατικότητα, η υγρασία στην ακόρεστη ζώνη παραµένει παγιδευµένη στο χώµα ή το βράχο µε τον ίδιο τρόπο που µια στήλη ύδατος,που τοποθετείται στην επιφάνεια ενός πορώδους υλικού, απορροφάται από αυτήν. Η "προσρόφηση" ή "η αναρρόφηση" είναι το αποτέλεσµα τριχοειδών δυνάµεων. Σε αντίθεση µε την ακόρεστη ζώνη, η κεκορεσµένη ζώνη είναι η περιοχή κάτω από την επίγεια επιφάνεια όπου τα κενά διαστήµατα µεταξύ των εδαφολογικών µορίων ή οι ρωγµές των πετρωµάτων είναι διαποτισµένα ή εξ ολοκλήρου γεµισµένα µε νερό. Το ανώτερο µέρος της κεκορεσµένης ζώνης, καλούµενο ζώνη τριχοειδών, είναι µια λεπτή ζώνη όπου τα κενά είναι διαποτισµένα µε το ύδωρ που παγιδεύεται από τις τριχοειδείς δυνάµεις. Το πάχος αυτής της ζώνης εξαρτάται από την κατανοµή του µεγέθους των πόρων και κόκκων του εδάφους στο δίκτυο των υδροφόρων στρωµάτων. Το αµµοχάλικο και ο ρωγµατώδης βράχος έχουν γενικά µικρές έως ανύπαρκτες ζώνες τριχοειδών, η άµµος έχει ζώνη τριχοειδών πάχους αρκετών

εκατοστών, ενώ οι άργιλοι έχουν πολύ παχύτερη ζώνη τριχοειδών. Κάτω από τη ζώνη τριχοειδών, το νερό είναι ελεύθερο να ρεύσει στο κενό διάστηµα. Εποµένως, εάν εγκατασταθεί ένα πηγάδι στη κεκορεσµένη ζώνη, το ύδωρ θα ρεύσει σε αυτό κάτω από τη ζώνη τριχοειδών. Η κορυφή της υδάτινης στήλης σε έναν τέτοιο υποθετικό φρέαρ αναφέρεται ως στάθµη νερού και θεωρείται συνήθως ότι αντιπροσωπεύει την κορυφή της ζώνης. Εντούτοις, η κορυφή της διαποτισµένης ζώνης αντιστοιχεί πραγµατικά στην κορυφή της τριχοειδούς ζώνης που βρίσκεται επάνω από τη στάθµη νερού. Μόλυνση της ακόρεστης ζώνης του υπεδάφους Ένα οργανικό υγρό που απελευθερώνεται στην ακόρεστη ζώνη σε επαρκή ποσότητα για να διαποτίσει το χώµα (για να γεµίσει όλους τους ανοιχτούς χώρους µεταξύ των εδαφολογικών µορίων) τείνει να βυθιστεί προς τη στάθµη του υπόγειου νερού από τη βαρύτητα, ανεξάρτητα από την πυκνότητά του. Το υγρό ακολουθεί τις ζώνες της υψηλότερης διαπερατότητας και τείνει να διαδοθεί πλευρικά στα λιγότερο διαπερατά στρώµατα. εδοµένου ότι το υγρό µεταναστεύει µέσω της ακόρεστης ζώνης, κάποια ποσότητα από αυτό παγιδεύεται από τριχοειδείς δυνάµεις στους εδαφολογικούς πόρους. Το ποσό του υγρού που παραµένει αναφέρεται ως κορεσµένο ίζηµα και εκφράζεται γενικά ως ποσοστό επί τοις εκατό του κενού µέρους του χώµατος που καταλαµβάνεται από το υγρό. Το κορεσµένο ίζηµα αυξάνεται γενικά όσο µειώνεται το µέγεθος της µάζας πετρωµάτων και πόρων. Η µετανάστευση µολυσµατικών παραγόντων στο υπέδαφος µετά από µία διαρροή µπορεί να χαρακτηριστεί από τρεις διαδοχικές διαδικασίες: (1) διήθηση µέσω της ακόρεστης ζώνης, (2) παρείσφρηση και διάδοση στη διαποτισµένη ζώνη, και (3) τη διάλυση στη διαποτισµένη ζώνη. Ανάλογα µε το βάθος της στάθµης των υπόγειων νερών κάτω από την περιοχή διαρροής, τον όγκο διαρροής, τη φύση των κάτω από την επιφάνεια υλικών, και το ιξώδες του προϊόντος υδρογονανθράκων, η µόλυνση µπορεί γρήγορα να φθάσει στη διαποτισµένη ζώνη. Εάν η στάθµη νερού εµφανίζεται σε µεγάλο βάθος κάτω από την περιοχή διαρροής ή/ και ο όγκος διαρροής είναι χαµηλός, οι υδρογονάνθρακες µπορούν να παγιδευτούν στην ακόρεστη ζώνη πριν φθάσουν στη στάθµη νερού. εδοµένου ότι οι υδρογονάνθρακες µεταναστεύουν προς τα κάτω µέσω της ακόρεστης ζώνης, µερική ποσότητα από αυτό µπορεί να εξατµιστεί και να σχηµατίσει ατµό γύρω από τον υγρό 2

πυρήνα. Εάν όλα τα υγρά υπολείµµατα παγιδεύονται στο χώµα ως µάζα κορεσµού και δεν φθάνουν στο επίπεδο του υπόγειου νερού (όπως είναι κοινό µε µια µικρή διαρροή), οι ατµοί µπορούν να συνεχίσουν να µεταναστεύουν και να διαλύονται στα υπόγεια νερά, µολύνοντας τα. Επιπλέον, η επανατροφοδότηση µπορεί να διαλύσει τις υπόλοιπες οργανικές ουσίες και να επιτρέψει την διήθησή τους στη στάθµη του υπόγειου νερού. Η µακροχρόνια διάρκεια καθαρισµού πολλών προγραµµάτων επανόρθωσης και επεξεργασίας υπόγειων νερών έχει χρεωθεί, εν µέρει, την αποτυχία να αφαιρέσει τους υπολειµµατικούς ρύπους από τη διαποτισµένη ζώνη vadose. Τα διορθωτικά µέτρα για την απορρύπανση µολυσµένων εδαφών περιλαµβάνουν ανασκαφή και εξωτερική εναπόθεση, ανασκαφή και επί τόπου επανόρθωση, και τεχνικές όπως η εξαγωγή ατµού. Η ανασκαφή και η εξωτερική εναπόθεση είναι µια προσφιλής τεχνική όταν η µόλυνση είναι ρηχή και οφείλεται σε υδρογονάνθρακες όπως diesel ή καύσιµα αεριωθούµενων. Οι πιο πρόσφατες έρευνες έχουν τεκµηριώσει τη δυνατότητα των φρεατίων διεξόδων ατµού στο να υποβιβάζουν βιολογικά αυτά τα προϊόντα καυσίµων. ιάχυτη ρύπανση υπεδάφους και υπογείων υδάτων Τα υπόγεια ύδατα αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του υδρολογικού κύκλου. Για παράδειγµα το νερό της ατµόσφαιρας επιστρέφει στην γήινη επιφάνεια µέσω βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων τροφοδοτώντας ποτάµια ή διαπερνώντας το έδαφος και τροφοδοτώντας τους ταµιευτήρες υπογείων υδάτων (κορεσµένη ζώνη). Η εξάτµιση επαναφέρει το νερό στην ατµόσφαιρα κ.ο.κ. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει συνεχής αλληλεπίδραση επιφανειακών (ποτάµια, λίµνες) και υπογείων υδάτων, µε αποτέλεσµα η ποιότητα του ενός να είναι στενά συνδεδεµένη µε την ποιότητα του άλλου. Όµως, τα υπόγεια ύδατα έχουν κάποιες ιδιάζουσες διαφορές σε σχέση µε τα επιφανειακά: δεν µπορούν να παρατηρηθούν άµεσα, µπορεί να ρυπανθούν χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό από τον αίτιο ή τον χρήστη, δεν έχουν ιδιότητες αυτοκαθαρισµού εφόσον ρυπανθούν είναι δύσκολο να επιστρέψουν στην προηγούµενη κατάσταση. 3

Τα παραπάνω έχουν σηµαντικές επιπτώσεις στην ποιότητα των επιφανειακών υδάτων όταν τα υπόγεια ύδατα εισέρχονται στο σύστηµα των επιφανειακών και όταν χρησιµοποιούνται σαν πηγή πόσιµου νερού ή για άρδευση. Εν γένει η µεταφορά ρύπων δια µέσου της ακόρεστης και κορεσµένης ζώνης του υπεδάφους εξαρτάται από την τοπική υδρογεωλογία, την ορυκτολογική σύσταση του εδάφους καθώς και από τα φυσικοχηµικά χαρακτηριστικά των υπό διερεύνηση ρύπων. Από την άλλη πλευρά, η τελική κατάληξη των ρύπων που εισέρχονται στο υπέδαφος είναι το αποτέλεσµα της αλληλεπίδρασης ενός σηµαντικού αριθµού φυσικών, χηµικών, βιολογικών διεργασιών (Σχήµα 1) όπως είναι η ελεύθερη ροή λόγω βαρύτητας ή εξαναγκασµένη ροή µε το νερό της βροχής, ρόφηση στην οργανική φάση της στερεάς επιφάνειας των κόκκων του υπεδάφους, διαλυτοποίηση και υδροδυναµική διασπορά στη ρέουσα υδατική φάση του ταµιευτήρα και στο νερό διείσδυσης της ακόρεστης ζώνης (infiltrating water), εξάτµιση, βιοχηµική αποικοδόµηση µε την παρουσία συµφυών βακτηρίων, χηµική αποικοδόµηση µέσω αβιοτικής υδρόλυσης, κτλ. 4

Ρύπανση του εδάφους από προϊόντα πετρελαίου Γενικές έννοιες Η µόλυνση εδάφους και υπόγειων νερών προκύπτει συνήθως από τις διαρροές ή τις απορρίψεις των χηµικών ουσιών στην επιφάνεια της γης ή από τις υπόγειες διαρροές δεξαµενών αποθήκευσης. Οι πιο κοινές χηµικές ουσίες που περιλαµβάνονται σε τέτοιες διαρροές είναι προϊόντα καυσίµων πετρελαίου. Υπό κανονικές συνθήκες θερµοκρασίας και πίεσης, αυτά τα προϊόντα εµφανίζονται ως υγρά (υγρή φάση). Επειδή οι ενώσεις σε αυτά τα καύσιµα έχουν χαµηλά σηµεία βρασµού, µπορούν επίσης να εµφανιστούν ως ατµοί (αέρια φάση). Επειδή πολλές οργανικές ενώσεις που περιλαµβάνονται στα προϊόντα καυσίµων υδρογονανθράκων είναι διαλυτές στο νερό, µπορούν επίσης να εµφανιστούν σε υδατοδιαλυτή κατάσταση (υδατική φάση). Εντούτοις, η διαλυτότητα αυτών των ενώσεων είναι περιορισµένη. Εάν ένα σηµαντικό ποσό υδρογονάνθρακα έρθει σε επαφή µε το νερό, θα διαλυθεί µόνο ένα µέρος. Το υπόλοιπο θα παραµείνει ως ξεχωριστό υγρό, σε επαφή µε το νερό αλλά όχι αναµεµειγµένο µε αυτό. Το χωριστό αυτό υγρό αναφέρεται ως NAPL. Εάν το NAPL έχει µια υψηλότερη πυκνότητα από το νερό (π.χ., οι περισσότεροι χλωριωµένοι υδρογονάνθρακες), αναφέρεται κι αυτό ως πυκνό DNAPL. Οµοίως, LNAPL όπως η βενζίνη, το diesel, τα καύσιµα αεριωθούµενων κ.λπ., συνίστανται από ενώσεις ελαφρύτερες από το νερό. Η αποµάκρυνση των καυσίµων των υπολλειµάτων από καύσιµα υδρογονανθράκων που επιπλέουν στη επιφάνεια του νερού ή που διατηρούνται στην ακόρεστη ζώνη (ζώνη vadose) επάνω από την επιφάνεια του νερού, έχει πραγµατοποιηθεί µε ποικίλες µεθόδους 5

Μάζα η όγκος των καυσίµων προς θεραπεία Ένας σηµαντικός παράγοντας στον καθορισµό του κόστους και της αποδοτικότητας της επανόρθωσης εδαφών µολυσµένων από υδρογονάνθρακες είναι η µάζα των οργανικών ενώσεων του υπεδάφους. Στις περιοχές αυτές για να είναι αποτελεσµατική η όποια µέθοδος αποθεραπείας που εφαρµόζεται θα πρέπει να καθοριστεί η µάζα των µολυσµατικών παραγόντων που προσροφώνται στο χώµα στη ζώνη vadose και η µάζα των µολυσµατικών παραγόντων που επιπλέουν στην επιφάνεια του νερού. Τα εδαφολογικά δείγµατα πρέπει να συλλέγονται µε τέτοιο τρόπο ώστε να επιτρέπουν τον ικανοποιητικό προσδιορισµό των στοιχείων εκείνων µε τα οποία µπορούν να γίνουν οι κατάλληλοι υπολογισµοί. Η γνώση της συνολικής µάζας των 6

υδρογονανθράκων στο υπέδαφος είναι αναγκαία για να υπολογισθεί η αποδοτικότητα και η χρονική διάρκεια ενός καθαρισµού και για να καθοριστεί ο τύπος και το µέγεθος του εξοπλισµού που απαιτείται για την επεξεργασία του ατµού εφόσον εφαρµοστεί. Για να υπολογιστεί η µάζα των υδρογονανθράκων στο έδαφος, απαιτείται η γνώση της συγκέντρωσης των ρυπογόνων παραγόντων και η πυκνότητα του χώµατος. Υπάρχουν αρκετές εικασίες για τις πηγές λάθους στον υπολογισµό της µάζας των ρύπων. Μια κοινή πηγή λάθους προκύπτει από τη δυσκολία πειραµατικών προσδιορισµών σε αντιπροσωπευτικά εδαφολογικά δείγµατα και την έλλειψη επαναληψιµότητας των της χηµικής ανάλυσης των χωµάτων. Συνήθως για την εξάλειψη των παραπάνω πηγών λάθους χρησιµοποιούνται χάρτες περιγράµµατος συγκέντρωσης ρύπων για τους υπολογισµούς των ρύπων στο υπέδαφος. Η περιοχή µεταξύ των διαδοχικών περιγραµµάτων υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει περιοχή του υλικού συγκέντρωσης ίσης µε το µέσο όρο των διαδοχικών περιγραµµάτων. Η ακόλουθη εξίσωση χρησιµοποιείται συνήθως για να υπολογιστεί η µάζα µολυσµατικών παραγόντων: L Mt = Ys 1 όπου: i= A BC i i 0.000006 Ai = περιοχή µεταξύ των περιγραµµάτων συγκέντρωσης B = επιλεγµένο βάθος Ci = µέσος όρος της οριοθέτησης των περιγραµµάτων συγκέντρωσης για την περιοχή i (mg/kg) Ys = βάρος µονάδων του χώµατος L= αριθµός τµηµάτων περιοχής που αθροίζονται Μt = συνολική µάζα σε όλα τα τµήµατα (lb) 0.000006 = παράγοντας µετατροπής. Εφόσον γίνει γνωστή η µάζα των υδρογονανθράκων, µπορούν να αναπτυχθούν εναλλακτικές στρατηγικές επανόρθωσης και µπορούν να υπολογιστούν οι δαπάνες και οι γενικές χρονικές απαιτήσεις για τον καθαρισµό του υπεδάφους. 7

Μέθοδοι για την ανίχνευση υπολειµµάτων βενζίνης και diesel στο υπέδαφος Οι τρέχουσες µέθοδοι για την αναγνώριση µολυσµένων περιοχών περιλαµβάνουν την ανάλυση βενζόλιου, τολουόλιου, ξυλόλιου, και αιθυλικού βενζόλιου (BTX&E) και την ανάλυση για τους συνολικούς υδρογονάνθρακες πετρελαίου (TPH). Και οι δύο µέθοδοι απαιτούν την εργαστηριακή ανάλυση µε χρωµατογραφία αερίου και µακρές χρονικές περιόδους παρακολούθησης. Έχουν χρησιµοποιηθεί συσκευές ανάλυσης ατµού υδρογονανθράκων επιτόπου για να καθορίσουν εάν ένα εδαφολογικό δείγµα πρέπει να ληφθεί για εργαστηριακή ανάλυση, αλλά έχει αποδειχθεί ότι τα αποτελέσµατα των συσκευών αυτών ελάχιστα σχετίζονται µε τα εργαστηριακώς παραγόµενα αποτελέσµατα. Μερικοί από τους παράγοντες που επιδρούν στη µεταβλητότητα των αποτελεσµάτων αφορούν το χρόνο της απόκρισης οργάνων, την ευαισθησία, τις διαδικασίες βαθµονόµησης, τις περιβαλλοντικές συνθήκες, και την επιρροή της ηλικίας του δείγµατος. Για αυτόν τον λόγο, οι συσκευές ανάλυσης ατµού δεν συστήνονται για επιβεβαίωση της απουσίας εδαφολογικής µόλυνσης. Επιπλέον, οι συσκευές ανάλυσης ατµού υδρογονανθράκων δεν µπορούν να χρησιµοποιηθούν για το diesel, λόγω των σχετικά χαµηλών ποσών περιεχόµενων αρωµατικών υδρογονανθράκων. Τα προβλήµατα αυτά λύνει η εισαγωγή και χρήση της ανοσολογικής δοκιµής για την ανάλυση µολυσµένων από πετρέλαιο δειγµάτων ύδατος και χώµατος. Αν και µέθοδοι όπως η χρωµατογραφία αερίου θα παραµείνουν ένα κρίσιµο εργαλείο για την εξέταση δειγµάτων που µολύνονται από πετρελαιοειδή, οι ανοσολογικές αναλύσεις έχουν µοναδικές ιδιότητες. Οι αναλύσεις αυτές παρουσιάζουν µεγάλο βαθµό εξειδίκευσης στις αρωµατικές και πολυκυκλικές αρωµατικές ενώσεις. Προσφέρουν διακριτικότητα και ευαισθησία, είναι γρήγορες και σχετικά ανέξοδες. Επιπλέον, µπορούν να εκτελεσθούν χωρίς πολύπλοκες προετοιµασίες των δειγµάτων και είναι εύκολα προσαρµόσιµες στις επί τόπου δοκιµές. Η µέθοδος της ανοσολογικής δοκιµής βασίζεται στην εξειδικευµένη ανάπτυξη αντισωµάτων µέσω ενζυµικής σύζευξης που εµφανίζουν ορισµένοι µικροοργανισµοί αντιδρώντας έτσι στην παρουσία συγκεκριµένων ενώσεων από κατάλοιπα πετρελαιοειδών στο υπέδαφος 8

9

Εργαστηριακές µέθοδοι ανάλυσης και µέτρησης ρυπογόνων ουσιών σε νερά και εδάφη για την περιβαλλοντική εκτίµηση επικινδυνότητας και περιβαλλοντική αποκατάσταση Παρακάτω αναφέρονται διάφορες αναλυτικές µέθοδοι που χρησιµοποιούνται για να αξιολογήσουν τη µόλυνση από την παρουσία ρύπων στα περιβαλλοντικά δείγµατα. Μια αναλυτική µέθοδος χρησιµοποιεί την υψηλής ευκρίνειας Χρωµατογραφία Αερίου µε την Ανίχνευση Ιονισµού Φλόγας (GC/FID) και την υψηλής ευκρίνειας Χρωµατογραφία Αερίου µε την ανίχνευση Μαζικής Φασµατοµετρίας (GC/MS). Τα αποτελέσµατα των µεθόδων αυτών αφορούν τον προσδιορισµό και την ποσολόγηση των ρύπων στα περιβαλλοντικά δείγµατα και κατά την φάση της αποθεραπείας και στην αξιολόγηση της επανόρθωσης. Οι χηµικές µετρήσεις χρησιµοποιούνται στην περιβαλλοντική εκτίµηση για να: Προσδιορίσουν τη συγκέντρωση των περιβαλλοντικά επικίνδυνων ενώσεων Προσδιορίσουν τη σύνθεση των ρυπογόνων ενώσεων, γνώση που χρησιµοποιείται περαιτέρω για να καθοριστεί αξιόπιστα η πηγή και οι ιδιότητες µεταφοράς των ρύπων. Μέθοδοι όπως η 418.1 της Υπηρεσίας Προστασίας Περιβάλλοντος (EPA), των ΗΠΑ ("συνολικά ανακτήσιµοι υδρογονάνθρακες πετρελαίου από υπέρυθρη φασµατοσκοπία"), έχουν χρησιµοποιηθεί για την ανάλυση του ύδατος και έχουν τροποποιηθεί, για να µετρήσουν τους συνολικούς ανακτήσιµους υδρογονάνθρακες πετρελαίου από το έδαφος. Άλλες µέθοδοι της EPA χρησιµοποιούνται επίσης για τον προσδιορισµό ορισµένων υδρογονανθράκων παρόντων στα πετρελαιοειδή. Οι µέθοδοι EPA 602, 624 και 8240 για την ανάλυση των πτητικών υδρογονανθράκων είναι επαρκώς ευαίσθητες αλλά προσδιορίζουν µόνο έναν περιορισµένο αριθµό ενώσεων του πετρελαίου, καθιστώντας κατά συνέπεια δύσκολο το να προσδιορισθεί η πηγή ρύπανσης. Οι µέθοδοι για τον προσδιορισµό ηµιπτητικών ουσιών όπως οι µέθοδοι 8270 και 625 EPA GC/MS συχνά χρησιµοποιούνται in-situ σε τόπους διαρροών πετρελαίου, αλλά στερούνται ευαισθησίας καθώς επίσης και επιλεκτικότητας στον προσδιορισµό κατάλοιπων πετρελαίου στα περιβαλλοντικά δείγµατα. 10

Το GC/FID χρωµατογράφηµα µπορεί να χρησιµοποιηθεί για να προσδιορίσει προϊόντα NAPL. Βασίζεται κυρίως στην κατανοµή των ενώσεων n-αλκανίων και τις αναλογίες των ενώσεων pristane και phytane. Έτσι η ελαφρά προς µέτρια διάσπαση προϊόντων ως αποτέλεσµα της διάβρωσης, µπορεί να ελεγχθεί µε τη µέτρηση της αναλογίας του n-c17/pristane και του n- CI8/phytane. Εάν το δείγµα περιέχει το φρέσκο ή ελαφρά διασπασµένο προϊόν, η ανάλυση των συγκεντρώσεων αλκανίων και ισοπρένιου µπορεί να χρησιµοποιηθεί για να προσδιορίσει την 11

ύποπτη πηγή ρύπανσης. Ενισχυµένη βιοδιάσπαση µολυσµένων από υδρογονάνθρακες εδαφών µε τη χρήση φρεατίων εξαγωγής ατµού Αρχικά, η επιστήµη της επανόρθωσης του υπεδάφους δεν προχωρούσε γρήγορα λόγω νοµικών αγκυλώσεων στα διάφορα κράτη. Οι καθαρισµοί ήταν σπάνιοι και γίνονταν µόνο όταν τα πετρελαιοειδή εµφανίζονταν στα επιφανειακά ύδατα ή επηρεάζονταν υπόγειες εγκαταστάσεις. Οι περισσότερες διαδικασίες καθαρισµού περιελάµβαναν φρεάτια, τάφρους κτλ και γίνονταν µε κάποιο σύστηµα άντλησης. Τα συστήµατα επανόρθωσης εξελίχθηκαν έτσι ώστε η άντληση έγινε τελικά µια απλή κοινή τεχνική. Τα τελευταία χρόνια και έχουν αναπτυχθεί νέες τεχνικές επανόρθωσης και πολλοί νέοι τύποι αντλιών. Στο παρελθόν, η επανόρθωση συνεχιζόταν κανονικά έως ότου δεν ήταν πλέον δυνατή η άντληση των υδρογονανθράκων που ευρίσκονταν σε ελεύθερη φάση. Στις αρχές της δεκαετίας του '80, διάφορες επιχειρήσεις άρχισαν την αποκατάσταση αυτού του κορεσµένου ιζήµατος χρησιµοποιώντας συστήµατα εξαγωγής ατµού. Αυτή η τεχνική έγινε δηµοφιλής και έχει ευρεία διάδοση στην επανόρθωση εδαφών ρυπασµένων από υδρογονάνθρακες από τα µέσα της δεκαετίας του '80. Οι πρώτες προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή ήταν καθαρά εµπειρικές. Εγκαταστάθηκαν φρεάτια εξαγωγής ατµού, και οι ατµοί που εξήχθησαν διοχετεύτηκαν άµεσα στην ατµόσφαιρα. εδοµένου ότι η εξαγωγή ατµού έγινε δηµοφιλέστερη, διάφορες αντιπροσωπείες άρχισαν να εξετάζουν την δυνατότητα επεξεργασίας των ατµών έτσι ώστε να µην επιβαρύνεται η ατµόσφαιρα. Την πιο κοινή πρακτική αποτέλεσε η προσρόφηση σε άνθρακα. Τα τελευταία έτη, οι ατµοί έχουν επίσης αντιµετωπιστεί µε αποτέφρωση, καταλυτική ή µη, ή µε καύση. Αργότερα, δεδοµένου ότι η τεχνική εξαγωγής ατµού διαδόθηκε ευρέως, δόθηκε περισσότερη προσοχή στις θεωρητικές πτυχές της µεθόδου. Αναπτύχθηκαν µέθοδοι ικανές να προβλέψουν και την ακτίνα της επιρροής των φρεατίων εξαγωγής ατµού και τη συγκέντρωση των υδρογονανθράκων στο αέριο. Η τεχνολογία εξαγωγής εδαφολογικού ατµού (SVE) είναι βασισµένη στην αρχή ότι οι πτητικές οργανικές ενώσεις ατµοποιούνται σε µια κατάσταση ισορροπίας στα διάκενα που περιβάλλουν τα µόρια του εδάφους. Εάν ο αέρας µέσα στους πόρους δεν αντικαθίσταται, αυτές οι ενώσεις παραµένουν παγιδευµένες µέχρι να διαλυθούν από το νερό ή µεταναστεύουν λόγω 12

άλλων φαινοµένων µεταφοράς που λαµβάνουν χώρα. Η διαδικασία SVE δηµιουργεί µια µετακίνηση του αέρα µέσω του δικτύου πόρων του εδάφους. Η µετακίνηση αέρα παράγεται από ένα κενό σύστηµα που συνδέεται µε µια σειρά κάθετων ή οριζόντιων φρεατίων που ολοκληρώνονται στη ζώνη vadose Η διαδικασία SVE έχει τεκµηριωθεί καλά µε πολυάριθµες εφαρµογές. Εντούτοις, η SVE είναι κατάλληλη µόνο όταν οι οργανικοί ρύποι έχουν χαµηλό σηµείο βρασµού. Ρύποι όπως η βενζίνη και το τριχλωροαιθυλένιο (TCE) είναι καλοί υποψήφιοι για SVE. Για πολλά καύσιµα όµως όπως το diesel και τα καύσιµα αεροπλάνων που περιέχουν ενώσεις µε υψηλότερα σηµεία βρασµού, η SVE είναι µόνο µερικώς αποτελεσµατική. Η µέθοδος SVE παρέχει αποδοτικά και ευέλικτα µέσα φυσικής επανόρθωσης του χώµατος της ακόρεστης ζώνης που έχει µολυνθεί µε πτητικές ενώσεις, αν και δεν είναι αποτελεσµατική στο να αφαιρέσει φυσικά τις αδρανείς ενώσεις από το χώµα. Η διαδικασία εξαγωγής ατµού αντικαθιστά το µολυσµένο εδαφολογικό αέριο µε φρέσκο. Στις ρηχές εφαρµογές, το αέριο 13

αντικατάστασης είναι αέρας από την ατµόσφαιρα. Στις βαθιές εφαρµογές, το αέριο αντικατάστασης θεωρείται ότι θα προέλθει από το µη µολυσµένο χώµα που οριοθετεί τη µολυσµένη περιοχή. Σε κάθε περίπτωση, στη µολυσµένη περιοχή γίνεται ανεφοδιασµός φρέσκου οξυγόνου. Η µεταφορά του οξυγόνου είναι το πρώτο βήµα στην αύξηση της βιολογικής διάσπασης των υδρογονανθράκων. Απλή εφαρµογή οξυγόνου στο µολυσµένο χώµα της ζώνης vadose έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει σηµαντικά την επανόρθωση του µολυσµένου εδάφους. Η απουσία ή µικρή συγκέντρωση οξυγόνου δεν είναι ο µόνος παράγοντας που µπορεί να περιορίσει τη βιοθεραπεία. Οι συγκεντρώσεις των ανόργανων θρεπτικών ουσιών (αµµωνία και φωσφορικό άλας) και η υγρασία πρέπει να είναι ικανοποιητικές έτσι ώστε να επιτρέπουν την πραγµατοποίηση βιοχηµικών διεργασιών, ενώ το ph πρέπει να είναι περίπου 6 έως 8. Το να ελεγχθούν αυτές οι παράµετροι σε µια ανενόχλητη ζώνη vadose είναι πρόκληση, αλλά η ανάπτυξη των τεχνολογιών ελέγχου για την περιεκτικότητα σε οξυγόνο, υγρασία, θρεπτική συγκέντρωση, και ph των εδαφών της ζώνης vadose επιτρέπει την ανάπτυξη µεθόδων για την επεξεργασία εδαφών που δεν µπορούν εύκολα να ανασκαφθούν ή αποκατασταθούν. Ενισχυµένη βιοδιάσπαση υπολλειµάτων βαρέως πετρελαίου στο υπέδαφος Σηµαντικός µηχανισµός απορύπανσης εδαφών ρυπασµένων από υδρογονάνθρακες είναι η ενισχυµένη βιοδιάσπαση. Ουσιαστικά κάθε οργανικό συστατικό είναι βιοδιασπάσιµο υπό τις κατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες. Οι διαδικασίες βιοδιάσπασης περιλαµβάνουν την περιοδική ανάµειξη του εδάφους για να αυξηθεί η αλληλεπίδραση ρύπων-µικροβίων, να ενισχυθεί η συγκέντρωση οξυγόνου στο έδαφος, και να προωθηθεί η εδαφολογική ξήρανση. Επίσης, οι περιοδικές προσθήκες µικροτροφικών ουσιών για να ενισχυθεί περαιτέρω η µικροβιακή δραστηριότητα και προσθήκη µιας αραιής διάλυσης µέσων επιφανειακής δράσης για να αυξηθεί η δυνατότητα πρόσβασης ρύπων στους γηγενείς µικροοργανισµούς. Ο στόχος της ενισχυµένης βιοθεραπείας είναι να υποκινηθεί η µικροβιακή δραστηριότητα έτσι ώστε οι µικροοργανισµοί να µεταβολίζουν τις οργανικές ενώσεις σε ένα ποσοστό µεγαλύτερο από αυτό ενός αδιατάρακτου συστήµατος. εδοµένου ότι η µικροβιακή δραστηριότητα συσχετίζεται άµεσα µε την περιβαλλοντική θερµοκρασία, οι κλιµατολογικές 14

συνθήκες στην συγκεκριµένη περιοχή έχουν σηµαντική επιρροή στη µικροβιακή δραστηριότητα και, ως εκ τούτου, στην αποτελεσµατικότητα της επεξεργασίας εδάφους µε βιοθεραπεία. Τα πειραµατικά αποτελέσµατα που έχουν ληφθεί από πιλοτικές εφαρµογές της µεθόδου, αποτελούν µια καλή ένδειξη για τις δυνατότητες επανόρθωσης µολυσµένων από καύσιµα πετρελαίου περιοχών µε βιολογικές µεθόδους, σε οποιεσδήποτε συνθήκες και σε σχετικά σύντοµο χρονικό διάστηµα. Η αξιολόγηση και αξιοποίηση αυτών των προσπαθειών θα επιφέρει σηµαντικά οφέλη στη βελτίωση του φυσικού πλούτου του πλανήτη, µε πολυάριθµα θετικά αποτελέσµατα για τη ζωή και τον άνθρωπο. Τα προϊόντα αποστάγµατος πετρελαίου που απελευθερώνονται στο περιβάλλον υπόκεινται άµεσα σε ποικίλες φυσικές, χηµικές και βιολογικές µεταβολές. Η πλύση µε νερό του προϊόντος µεταφέρει τις ελαφρά διαλυτές αρωµατικές ουσίες στο νερό. Η διαλυτότητα των αλκυλοποιηµένων PAH είναι αντιστρόφως ανάλογη του αριθµού των δακτυλίων και της έκτασης αλκυλοποίησης. Η εξάτµιση µειώνει επίσης τη συγκέντρωση των χαµηλότερων σε µοριακό βάρος πτητικών ενώσεων στους ρύπου από το πετρέλαιο και τα προϊόντα του. Τα ποσοστά της βιοδιάσπασης υδρογονανθράκων εξαρτώνται από τον τύπο βακτηριδίων, την παρουσία θρεπτικών ουσιών, τη θερµοκρασία, και τους τύπους υδρογονανθράκων. Τα βακτηρίδια διασπούν γενικά τους υδρογονάνθρακες σύµφωνα µε την ακόλουθη ακολουθία: n- αλκάνια > διακλαδισµένα αλκάνια > αρωµατικοί υδρογονάνθρακες > κυκλικά αλκάνια. Μέσα στην οµόλογη σειρά των PAH, τα ποσοστά διάσπασης βακτηριδίων είναι γενικά αντιστρόφως ανάλογα µε το βαθµό αλκυλοποίησης. Η ακολουθία της βακτηριακής διάσπασης µέσα στην οµόλογη σειρά PAH θα ήταν: Co-PAH > C1-PAH > C2-PAH > C3-PAH > C4-PAH. Η µεµονωµένη µείωση καταλοίπου µπορεί να υπολογιστεί από την εξίσωση: % Μείωση καταλοίπου = [ 1 - (C1/Co) Χ (Po/P1) ] Χ 100, όπου το C1 είναι η συγκέντρωση καταλοίπου στο διασπασµένο πετρέλαιο και Co είναι η συγκέντρωση καταλοίπου στο πετρέλαιο πηγής. Λόγω της χωρικής µεταβλητότητας, οι παραδοσιακές προσπάθειες να αξιολογηθεί η αποτελεσµατικότητα της επανόρθωσης διαρροών πετρελαίου απαιτούν συχνά µεγάλους αριθµούς δειγµάτων για να καθορίσει τη µαζική απώλεια µε λογική ακρίβεια. Η χρήση ενός 15

εσωτερικού χηµικού δείκτη µειώνει τη χωρική µεταβλητότητα, µε αποτέλεσµα τη µείωση του αριθµού δειγµάτων που απαιτούνται για να ελέγξει την αποτελεσµατικότητα της µεθόδου επανόρθωσης που επιλέγεται. Με τη ρύθµιση των λειτουργικών παραµέτρων επανόρθωσης, είναι δυνατό να συντονιστεί η επιλεγµένη προσέγγιση επανόρθωσης για να µεγιστοποιηθεί η διάσπαση των τοξικότερων συστατικών. Η δυνατότητα να αξιολογηθούν οι χηµικές αλλαγές που εµφανίζονται στο προϊόν υδρογονανθράκων κατά τη διάρκεια µιας δραστηριότητας περιβαλλοντικής επανόρθωσης βελτιώνει την κατανόησή των τεχνικών που είναι αποτελεσµατικότερες για µια συγκεκριµένη περιβαλλοντική συνθήκη. Αυτά τα στοιχεία µπορούν έπειτα να χρησιµοποιηθούν για να εφαρµοσθεί µια νέα προσέγγιση περιβαλλοντικής επανόρθωσης ή να υποδείξουν τις κατάλληλες µεθόδους για να επιτευχθεί η διάσπαση του προϊόντος. Επιτόπια απορρύπανση των µολυσµένων από πολικές οργανικές ενώσεις υπόγειων πηγών, µε την εφαρµογή καινοτοµικών τεχνολογιών απορρόφησης. Οι τεχνολογίες απορρόφησης ρύπων αποτελούν καινούργιες τεχνολογικές µεθόδους για την µείωση των συγκεντρώσεων των πολικών οργανικών ενώσεων στα µολυσµένα νερά του εδάφους. Η τεχνολογία αυτή βασίζεται σε ένα εξελιγµένο απορροφητικό σύστηµα το οποίο χρησιµοποιεί πολυµερή πολύ µικρού µεγέθους τα οποία είναι τοποθετηµένα πάνω σε απορροφητικές κλίνες ώστε να επιτρέπουν µεγάλη ροή. Οι ρύποι µεταλλάσσονται, µειώνονται ή ακόµα εξαφανίζονται µέσω χηµικής οξείδωσης. Η µέθοδος απαιτεί καλή γνώση των συνθηκών ρύπανσης και βρίσκεται ακόµα σε πειραµατικό στάδιο. Τεχνολογίες που χρησιµοποιούν βακτήρια για τη µείωση της συγκέντρωσης βαρέων µετάλλων και αµέταλλων στο έδαφος και τις υπόγειες πηγές. Η µόλυνση του περιβάλλοντος από βαρέα τοξικά µέταλλα και αµέταλλα τα τελευταία χρόνια είναι αυξηµένης οικονοµικής κα περιβαλλοντικής σηµασίας και σπουδαιότητας. Η ύπαρξη βαρέων τοξικών µετάλλων και αµέταλλων στα νερά του εδάφους και στο έδαφος έχει µελετηθεί µε προσοχή τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της ανάπτυξης αναλυτικών µεθόδων για την 16

µέτρηση της συγκέντρωσης τους αλλά και εξαιτίας της αύξησης της ευαισθησίας των ανθρώπων πάνω σε περιβαλλοντικά θέµατα. ιάφορες έρευνες οι οποίες πραγµατοποιήθηκαν από τις αρχές το 1960 έδειξαν ότι το υπέδαφος σε πολλά σηµεία, ειδικά σε αστικές και βιοµηχανικές περιοχές περιέχει απαγορευτικές ποσότητες τοξικών βαρέων µετάλλων και αµέταλλων. Εάν και σε πολλές περιπτώσεις η ποσότητα των στοιχείων αυτών δεν είναι ανησυχητική ώστε να προκαλεί σοβαρά προβλήµατα, η συνεχής αύξηση τους µπορεί µακροπρόθεσµα να παρουσιάσει σηµαντικά προβλήµατα µε την εισαγωγή τους στην διατροφική αλυσίδα. Η µόλυνση εξαιτίας βαρέων µετάλλων και αµέταλλων αποτελεί πολύ σηµαντικό πρόβληµα επειδή πολλά από τα αυτά θα παραµείνουν στο περιβάλλον για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Μερικές από τις σηµαντικότερες πήγες ρύπων αυτού του είδους είναι τα γεωργικά λιπάσµατα, τα µικροβιοκτόνα, τα οργανικά λιπάσµατα και τα απόβλητα των βιοµηχανιών. Πιο συγκεκριµένα οι βιοµηχανίες συντελούν στην µόλυνση του εδάφους και των υπογείων νερών µε πολλούς τρόπους όπως για παράδειγµα µε την εκποµπή καπνών που περιέχουν µέταλλα, µε την ελευθέρωση αποβλήτων από τα οποία τα µέταλλα διηθούνται µέσω του εδάφους κ.α. Η κλασική µέθοδος της µεταφοράς των βαρέων τοξικών µετάλλων και αµέταλλων από µολυσµένες περιοχές πραγµατοποιείται µε χηµικό εγκλωβισµό των ενώσεων αυτών µε την βοήθεια οξέων ή άλλων χηµικών µέσων είτε µε την καθίζηση τους µε ασβέστιο ή µε άλλες ουσίες. Η µέθοδος αυτή εφαρµόζεται κυρίως για την προστασία του υπεδάφους και των υπόγειων πηγών. Οι µέθοδοι αυτού του είδους παρουσιάζουν πολύ σηµαντικά µειονεκτήµατα. Η χρησιµοποίηση χηµικών µέσων αφήνει τοξικά υπολείµµατα στο έδαφος και η καθίζηση µε ασβέστιο γεννά υψηλούς όγκους από στερεά απόβλητα. Τέλος αυτοί οι τρόποι αντιµετώπισης της ρύπανσης από βαρέα τοξικά µέταλλα και αµέταλλα δεν είναι ιδιαίτερα οικονοµικοί εξαιτίας του µεγάλου κόστους των αντιδραστηρίων που χρησιµοποιούνται. Έτσι από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι υπάρχει ανάγκη για νέες τεχνικές οι οποίες θα είναι σε θέση να αποµακρύνουν τα βαρέα µέταλλα και αµέταλλα από το έδαφος και τις υπόγειες πηγές αποτελεσµατικά και µε χαµηλό κόστος. Σήµερα είναι διαθέσιµες αρκετές επιστηµονικές πληροφορίες για την εµπλοκή των βακτηρίων στον βιογεωχηµικό κύκλο των βαρέων τοξικών µετάλλων. Οι µικροοργανισµοί παίζουν πολύ σηµαντικό ρόλο στην περιβαλλοντική καταστροφή 17

των βαρέων τοξικών µετάλλων µε µια πολυπλοκότητα φυσικών, χηµικών και βιολογικών µηχανισµών να επιδρούν στην ανταλλαγή µεταξύ διαλυτών και αδιάλυτων µέσων. Τέτοιου είδους µηχανισµοί είναι σηµαντικοί για τους βιογεωχηµικούς κύκλους των βαρέων τοξικών µετάλλων.οι βιολογικές διαδικασίες µπορούν είτε να σουλφοποιήσουν τα µέταλλα αυξάνοντας όµως την κινητικότητα τους, είτε να τα ακινητοποιήσουν σε αδιάλυτη µορφή. Εναλλακτικές διαδικασίες όπως για παράδειγµα η καθίζηση των µετάλλων είναι σε θέση να αποµακρύνουν τα µέταλλα από το έδαφος και τις πηγές του εδάφους. Όλες οι παραπάνω διαδικασίες µέχρι σήµερα βρίσκονται σε πειραµατικά στάδια. Απορρύπανση των µολυσµένων υπόγειων νερών µε την χρήση αντιδραστήρα διαπερατού φράγµατος. Η µέθοδος του διαπερατού φράγµατος είναι ένας καινούργιος τρόπος ο οποίος χρησιµοποιείται για παθητική επιτόπου απορρύπανση των νερών του εδάφους. Η τεχνική αυτή βασίζεται στην απορρόφηση και καθίζηση των βαρέων µετάλλων και στην απορρόφηση και αποσύνθεση των οργανικών ενώσεων. Ο τρόπος απορρύπανσης των µολυσµένων περιοχών µε την βοήθεια αντιδραστήρα διαπερατού φράγµατος είναι πολλά υποσχόµενος. Οι αντιδραστήρες διαπερατού φράγµατος κατασκευάζονται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, κάθετα στην διεύθυνση ροής των υπογείων πηγών. Οι µολυσµατικές ουσίες αποµακρύνονται από τις πηγές µέσω γεωχηµικών διαδικασιών (επιφανειακή απορρόφηση, χηµική αποθήκευση, οξειδοαναγωγικές αντιδράσεις, καθίζηση ). Το κόστος εφαρµογής της µεθόδου καθορίζεται κυρίως από το κόστος εγκατάστασης του αντιδραστήρα και της συντήρησής του κατά την διάρκεια της απορρύπανσης το οποίο έχει εκτιµηθεί ότι είναι µικρότερο κατά 50% από τις υπόλοιπες γνωστές µεθόδους. Μόνο ένας πολύ µικρός αριθµός εγκαταστάσεων υπάρχει σήµερα και βρίσκεται στης Ηνωµένες Πολιτείες Αµερικής. 18

Σχηµατική αναπαράσταση της αρχής των αντιδραστήρων διαπερατού φράγµατος. Ένα ολοκληρωµένο πλαίσιο µελέτης για την κατασκευή και εγκατάσταση αντιδραστήρα διαπερατού φράγµατος πρέπει να περιλαµβάνει επί τόπου αναλύσεις σε συνδυασµό µε εργαστηριακά πειράµατα σχεδιασµένα έτσι ώστε να λαµβάνουν υπόψη όλες τις τοπικές παραµέτρους. ηλαδή πρέπει να καθορίζονται επακριβώς οι συνθήκες πραγµατοποίησης των πειραµάτων από τα χαρακτηριστικά του πραγµατικού µοντέλου έτσι ώστε να επιτυγχάνεται µια όσο το δυνατόν καλύτερη προσέγγιση των γεωλογικών και των υδρολογικών παραµέτρων καθώς επίσης και της κατάσταση του εδάφους, και του µεγέθους, του είδους, και της ταχύτητας εξάπλωσης της µόλυνσης. Ποιο συγκεκριµένα οι µελέτες πρέπει να επικεντρώνονται στο είδος των ρύπων, στις συνθήκες και τα χαρακτηριστικά της περιοχής στην οποία θα τοποθετηθεί το φράγµα, στον 19

καθορισµό των παραγόντων της µείωσης της απόδοσης του φράγµατος και στην ανάπτυξη µεθόδων για την αύξηση της απόδοσης του φράγµατος και την πρόβλεψη της διάρκειας ζωής του. Επιτόπου θεραπεία των µολυσµένων εδαφών µε χρήση κατάλληλων φυτών. Η µέθοδος βασίζεται στην αξιοποίηση του φαινοµένου της υπερσυσσώρευσης µεταλλικών στοιχείων στα φυτά. Η αποτελεσµατική εξαγωγή των µετάλλων από το έδαφος µε τη βοήθεια φυτών απαιτεί αυτά να έχουν δυνατότητα απορρόφησης και µεταφοράς των µέταλλων που πρέπει να αποσπάσουν από το έδαφος καθώς και να µπορούν να τα αποµονώνουν στον ιστό τους. Η ικανότητα βιοσυσσώρευσης ποικίλει από µέταλλο σε µέταλλο και από φυτό σε φυτό π.χ. το νικέλιο βιοσυσσωρεύεται αρκετά εύκολα ενώ τα µέταλλα όπως το Cb και ο Zn, Co, Pb εµφανίζουν µεγάλη φυτοτοξικότητα, γεγονός που πρέπει να λαµβάνεται υπόψη στην επιλογή των φυτών που χρησιµοποιούνται. Η µέθοδος βρίσκεται σε πειραµατικό στάδιο. Η φυτο-αντιρρύπανση είναι µια µέθοδος η οποία µειώνει την συγκέντρωση των βαρέων τοξικών µετάλλων στο έδαφος καθώς επίσης και την µεταφορά τους στα νερά του εδάφους και στις υπόγειες υδάτινες πήγες. Υπάρχουν δύο τρόποι µε τους οποίους τα φυτά δρουν για το σκοπό αυτό : 1. Η φυτοεξαγωγή Με αυτόν το τρόπο τα βαρέα µέταλλα εξάγονται από τις µολυσµένες περιοχές από τις ρίζες των φυτών και µεταφέρονται στα κλαδιά τους. 2. φυτοσταθεροποίηση Με αυτόν τον τρόπο τα βαρέα µέταλλα ακινητοποιούνται στο έδαφος µε την επίδραση των ριζών των φυτών. Έτσι τα βαρέα µέταλλα δεν αποµακρύνονται από το έδαφος αλλά µειώνονται οι αρνητικές τους επιδράσεις σε αυτό. Η εµβέλεια και οι περιορισµοί εφαρµογής τις φυτοθεραπείας των εδαφών που είναι µολυσµένα από βαρέα τοξικά µέταλλα δεν είναι µέχρι σήµερα καθορισµένοι και γνωστοί. Τα 20