Σειρά: ΣYΓXPONH ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛOΓOΤΕΧNΙΑ Αλέξης Σταμάτης, Ζωή Αλέξης Σταμάτης και εκδόσεις Μίνωας, 2014 Παραγωγή: MINΩAΣ A.E.E. 1η έκδοση: Σεπτέμβριος 2005 2η έκδοση: Ιανουάριος 2014 Eπιμέλεια κειμένου: Χριστίνα Τούτουνα Σχεδιασμός εξωφύλλου Σελιδοποίηση: Ιάκωβος Ψαρίδης Φωτογραφία εξωφύλλου: Malgorzata Maj / Arcangel Images Copyright για την παρούσα έκδοση: Εκδόσεις MINΩAΣ Τ.Θ. 504 88, 141 10 N. Hράκλειο, AΘHNA τηλ.: 210 27 11 222 fax: 210 27 11 056 www.minoas.gr e-mail: info@minoas.gr ISBN 978-618-02-0196-3
ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΖΩΗ
Στη μητέρα μου Μπέττυ
Η πραγματική δοκιμασία για έναν παίκτη του μπριτζ δεν είναι να αποφύγει τον κίνδυνο, αλλά να γλιτώσει από κείνον στον οποίο βρίσκεται. ALFRED SHEINWOLD
Πιο παλιά «Πώς αισθάνεσαι;» «Υπέροχα. Σ ένιωσα τόσο κοντά μου». «Κι εγώ, καρδιά μου». «Μμμ, δεν ξέρεις πόσο έχω χαλαρώσει Μπορώ να νιώσω και το μικρό μου δαχτυλάκι». «Πού, εδώ;» «Έλααα! Έλα! Μη με γαργαλάς! Μη, μη! Μη, είπα!» Ο άντρας σηκώθηκε. Πήγε προς το γραφείο, πήρε τσιγάρο. Το άναψε. Στο μισοσκόταδο οι μύες των ποδιών και της πλάτης διαγράφονταν έντονοι. Η γυναίκα ακούμπησε το κεφάλι στο μαξιλάρι και τεντώθηκε. Η ανάσα της δεν είχε βρει ακόμη τον κανονικό της ρυθμό.
12 ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ «Πόσο;» ρώτησε τεντώνοντας τον δεξιό της μηρό. «Όσο έχω». «Πόσο έχεις;» «Όσο θέλεις». Ο άντρας τράβηξε άλλη μια γερή ρουφηξιά. Το άτιμο, σαν να έχει εφευρεθεί για το μετά. Γιατί εκείνες τις στιγμές, αφού είχε γίνει, το μυαλό του διασκορπιζόταν. Χανόταν αλλού. Ο καπνός τον ξανάβαζε σε τάξη. Το βλέμμα του έπεσε στον τοίχο, στη μεταξοτυπία. Ένας άντρας και μια γυναίκα. Κάποια, κάποτε, του την είχε χαρίσει. «Ξέρεις ποιοι είναι αυτοί στον πίνακα;» ρώτησε εκείνη. «Όχι». «Ο Δάφνις και η Χλόη». «Αρχαίοι;» «Ας πούμε». «Τι γινόταν μ αυτούς;» «Χωρίζανε και τα ξαναφτιάχνανε». «Και στο τέλος;» «Τα φτιάξανε οριστικά». «Ποιανού είναι;» ρώτησε εκείνος τραβώντας μια γερή ρουφηξιά. «Καλά, δικός σου είναι και δεν ξέρεις; Μόραλης».
ΖΩΗ 13 «Δώρο είναι. Μόραλης Κάπου τον έχω ακούσει αυτόν Σ ένα περιοδικό έγραφε» «Ο ζωγράφος είναι ο Μόραλης». «Α» Η γυναίκα στριφογύρισε παίζοντας με το σεντόνι. «Αντρέα» «Ναι». «Έλα κοντά μου». «Γιατί;» έκανε ο άντρας χαμογελώντας. «Έλα και θα σου πω». Έσβησε το τσιγάρο και κατευθύνθηκε με αργά βήματα προς το κρεβάτι. Της χάιδεψε τον ώμο. Εκείνη γουργούρισε από ευχαρίστηση και με μια απότομη κίνηση τον τράβηξε πάνω της. Ήταν ήδη λαχανιασμένη.
Dolce far niente Αθήνα, 1998 «Δεν υπάρχει καμία ελπίδα». Η Ζωή έριξε τη στάχτη στο τασάκι μελοδραματικά. Τέντωσε το πρόσωπό της προς τα πίσω. Οι γραμμές του σαγονιού τέλειο τρίγωνο. Ακόμη. «Δεν υπάρχει καμία ελπίδα». Γύρισε πίσω, προς την κουζίνα. Ακουγόταν το σφύριγμα της κατσαρόλας. «Δεν υπάρχει καμία ελπίδα, είπα. Δεν ακούς;» Ο Λυκούργος εμφανίστηκε στην πόρτα. Είχε φορέσει μια άσπρη ποδιά πάνω απ το γιλέκο. Έμοιαζε αστείος. Τα έβρεχε τα μαλλιά και τα στρωνε πίσω. Κάτασπρα πια.
ΖΩΗ 15 «Καμία τι;» «Kαμία ελπίδα δεν υπάρχει. Μπαταρίες θέλει το ακουστικό σου, μου φαίνεται». «Καμία ελπίδα για τι;» ρώτησε ο Λυκούργος, αγνοώντας την ειρωνεία. «Να καταλάβεις κάποτε τι πάει με τι» είπε η Ζωή και σήκωσε ψηλά μια χαρτοπετσέτα. Κεντητή, λευκή, με περιφερειακούς ρόμβους. «Είναι θέαμα αυτό;» ρώτησε ειρωνικά. «Μα εσύ δεν είπες να βάλουμε αυτές τις χαρτοπετσέτες;» «Εγώ; Αυτές; Εγώ; Χα! Ποτέ! Και μάλιστα σήμερα; Ποτέ! Φέρε εκείνες με το τριφύλλι». «Εντάξει, Ζωή» είπε ο Λυκούργος και χάθηκε ξανά στην κουζίνα, βαθιά στις μυρωδιές. «Αμαρτάνεις! Κατ εξακολούθηση!» Δεν πήρε απάντηση, οπότε συνέχισε μόνη της. «Αμαρτάνεις κατά της αισθητικής. Ο σύζυγός μου είναι ένας αμαρτωλός» Ανακάθισε στον καναπέ, κάπνισε λίγο ακόμα. «Κι άλλο μην κάθεσαι και συλλογιέσαι για της αγάπης το πικρό μυστήριο» τραγούδησε σιγανά ούτε που θυμόταν από πού
16 ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ της ήρθε αυτό και αν ήταν τραγούδι ή ποίημα. Το βλέμμα της χάθηκε στον χώρο. Δήθεν τεμπέλικο. Δήθεν γλυκιά απραξία. Σαν τα φύλλα των φυτών της βεράντας που λικνίζονταν πέρα δώθε. Υποδυόταν την ήρεμη. Ακόμα και στον εαυτό της. Όμως, αν ζύγιζες τις σκέψεις της Κύριος οίδε τι βάρος. Ένα σφίξιμο στο στομάχι. Μέγγενη. «Θέλω ένα λικέρ» είπε. Απευθυνόταν στον Λυκούργο, αλλά η ένταση και το ηχόχρωμα της φωνής της ήταν τέτοια, ώστε ήταν σαν να το λεγε στον εαυτό της. Ένιωσε κάτι ψίχουλα στους ιστούς των χειλιών. Πέρασε τα δάχτυλά της από το στόμα. Δεν υπήρχε τίποτα. Διαβάστε τη συνέχεια στο βιβλίο.
32 ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ