Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ Λεμεσός 1995-1998
2
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΠΡΩΤΗ 3
4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Ένα τρελό αστέρι Εκείνη τη νύχτα του Μάη ο ουρανός ήταν ολοκάθαρος. Μια απαλή ομίχλη θόλωνε το φως των άστρων, το φεγγάρι χλωμό. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, ο κόσμος βρισκόταν στον πιο γλυκό του ύπνο. Από το σκοτεινό βάθος του ουρανού ένα άστρο λες και τρελάθηκε. Άρχισε να κάνει βόλτες στον ουρανό σαν μεθυσμένη πυγολαμπίδα, όσο πήγαινε μεγάλωνε κι όσο μεγάλωνε τόσο γινόταν πιο τρελό. Στο τέλος έκανε μια βουτιά κι έπεσε στο δάσος, δέκα χιλιόμετρα μακριά από την Κοκκινόγια. Πέντε λεπτά μετά, σ ένα μικρό σπίτι της Κοκκινόγιας φωτίστηκε το παράθυρο, μια φιγούρα έριξε τη σκιά της στον τοίχο, ύστερα έτριξε η πόρτα κι η κυρτή σιλουέτα του Γερο-Αλέξη βγήκε στην ανοιξιάτικη νύχτα κρατώντας ένα άδειο ποτήρι. Ο Γερο-Αλέξης στάθηκε αναποφάσιστος, έριξε μια ματιά ολόγυρα συλλογισμένος. Ο σκοτεινός όγκος του πάρκου της συνοικίας φαινόταν απόμακρα, τα σπίτια του δρόμου έμοιαζαν με βαριές, ασήκωτες σκιές που ρίζωσαν στην γη. Ένιωθε κάπως μεθυσμένος, κι ας μην ήπιε ούτε σταγόνα την 5
προηγούμενη μέρα. Ένιωθε περίεργα μεθυσμένος αλλά και κάπως αλλαγμένος. Ένα πράγμα ξένο μέσα του προσπαθούσε κάτι να του πει. Αυτός όμως δεν καταλάβαινε γρυ. Κατευθύνθηκε προς το μέρος του πάρκου αργά σέρνοντας τα πόδια του και πρόσεξε ότι στο σπίτι των Ποσίσε, που ήταν ολοσκότεινο, άναψε ένα φως. Χωρίς να τον απασχολήσει ιδιαίτερα το γεγονός αυτό πλησίασε το σιντριβάνι, που βρισκόταν στο κέντρο του πάρκου, πάτησε γερά στην άκρη της δεξαμενής κι ένιωσε την μυρωδιά από το μουχλιασμένο νερό να φτάνει μέχρι τη μύτη του, αλλά ούτε κι αυτό τον ενόχλησε. Ξεκούμπωσε το παντελόνι του με πρόθεση να ουρήσει μέσα στο σιντριβάνι, κάτι που έκανε τακτικά. Την τελευταία στιγμή θυμήθηκε το ποτήρι που κρατούσε, κι έτσι αντί να ουρήσει στο νερό πρόλαβε να το κάνει όλο μέσα στο ποτήρι. Έμεινε για λίγο συλλογισμένος κρατώντας το ποτήρι που ζεστάθηκε, ξέχασε γιατί φύλαξε τα ούρα του, κι όσο κι αν πάσκιζε δεν μπορούσε να βρει το λόγο Εκείνη τη στιγμή πρόσεξε στο αμυδρό φως του ηλεκτρικού τον Άρη Ποσίσε να βγαίνει από το σπίτι του και να περπατάει σαν χαμένος, λες κι αναζητούσε κάτι. * * * 6
Κοιμάμαι ή τι διάολο; Ολόκληρο το σπίτι ξαφνικά μετατράπηκε σε ενυδρείο. Ο ουρανός βρίσκεται από πάνω μου, θαρρείς και είμαι ξαπλωμένος σε ανοιχτό χώρο, στη μέση του σύμπαντος. Η Ελένη είναι δίπλα μου. Απλώνω το χέρι και την αγγίζω είναι ζεστή, η αναπνοή της κανονική. Βλέπω το άστρο να ξεχωρίζει από τα άλλα και να κατεβαίνει, να κατεβαίνει και να με πλησιάζει κάνοντας ζικ-ζακ. Τρομαγμένος σκουντώ την Ελένη. Το άστρο, το άστρο, της λέω βραχνά. Εκείνη δυσαρεστημένη κλωτσάει το σεντόνι, το νυχτικό της είναι διάφανο, από κάτω τίποτα Κοιμήσου, κοιμήσου, αγάπη, απαντάει νυσταγμένα. Πάλι έχεις εφιάλτες; Εκείνη αποκοιμάται και μ αφήνει μονάχο στη μέση του σύμπαντος. Το άστρο στο μεταξύ έκανε μια βουτιά και χάθηκε. Ώρες ολόκληρες δεν κοιμόμουν. Χιλιάδες σκέψεις, τρελές, άπιαστες. Ένα βουητό ξεκινά από τα βάθη του νου, όσο πάει δυναμώνει. Σήματα ηχητικά και φωτεινά σφυροκοπάνε το μυαλό μου, έγινε ολόκληρο το κεφάλι μου μια μηχανή. Νιώθω έντονη την ανάγκη να βγω έξω καθώς η διαφάνεια των τοίχων του σπιτιού έχει χαθεί κι η στενότητα του χώρου με πνίγει. Σηκώνομαι, ντύνομαι στα 7
γρήγορα, ανάβω το φως της κουζίνας, αλλά μια δύναμη με σπρώχνει αλλού. Βγαίνω έξω κι ο σκύλος μας με πλησιάζει, με κοιτάζει μ ένα βλέμμα παράξενο γρυλίζοντας ελαφρά, ήθελε να μιλήσει ο άτιμος. Το αλύχτισμά του είχε γίνει σχεδόν ομιλία. «Φύγε! Φύγε», έλεγε. Ταυτόχρονα μια ενδόμυχη φωνή επέμενε μέσα μου ότι μια βόλτα στο δάσος θα μου έκανε καλό. Περίμενα να ξημερώσει, έβαλα μπρος το αυτοκίνητό μου και ξεκίνησα. * * * Ο Γερο-Αλέξης καθόταν στο παγκάκι του πάρκου χαμένος, προσπαθώντας ακόμη να καταλάβει κάτι που δεν ήξερε όμως τι. Κρατούσε το ποτήρι με τα ούρα όπως κρατούσε ο Άμλετ την νεκροκεφαλή και συλλογιζόταν. Άκουσε τότε ένα βρυχηθμό, ανασήκωσε το κεφάλι του και μόλις πρόλαβε να δει τον Άρη Ποσίσε να φεύγει σαν τρελός μέσα στο άσπρο αυτοκίνητό του. Σηκώθηκε συλλογισμένος, το ποτήρι με τα ούρα έκλινε στο πλάι και το περιεχόμενό του άρχισε να χύνεται στα παπούτσια του. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ένιωσε μια εσωτερική ανακούφιση που ο Άρης Ποσίσε έφυγε βιαστικός για το δάσος. Ένιωσε μιαν εσωτερική ικανοποίηση, που την εκδήλωσε μ ένα βαθύ 8
αναστεναγμό, πιστεύοντας ότι έφυγε από πάνω του το βάρος μιας βαριάς υποχρέωσης. Το περίεργο είναι που γνώριζε ότι ο Άρης πήγαινε στο δάσος. Ακόμη πιο περίεργο ήταν το γεγονός που δεν απόρησε καθόλου γι αυτό 9