ΣτΕ 2313/2016 [ΑΝΑΙΤΙΟΛΟΓΗΤΗ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΣΟΒΑΡΗΣ ΠΡΟΘΕΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΓΙΑ ΣΥΝΤΕΛΕΣΗ ΡΥΜΟΤΟΜΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ] Περίληψη -Στην περίπτωση επιβολής ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή βάρους με ανυπόστατη πράξη τροποποίησης ρυμοτομικού σχεδίου, δηλαδή με πράξη που δημοσιεύθηκε, αρχικώς, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως σύμφωνα με το άρθρο 41 του ν. 1975/1991, το οποίο προσδίδει στην εν λόγω αναδημοσίευση αναδρομική ισχύ, το χρονικό διάστημα επί τη βάσει του οποίου θα κριθεί εάν υπήρξε υπέρβαση του ευλόγου χρόνου διατήρησης τη ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή βάρους ανατρέχει στο χρονικό σημείο έκδοσης της αρχικώς ανυπόστατης απόφασης, δεδομένου ότι εν πάσει περιπτώσει, η πράξη δέσμευσης λογίζεται ως αναδρομικώς υποστατή. -Η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης, καθ ο μέρος αφορά στην ύπαρξη σοβαρής πρόθεσης της Διοίκησης για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, δεν αιτιολογείται νομίμως, Ειδικότερα, η σύνταξη και κύρωση της Πράξης προσκύρωσης και αναλογισμού αποζημίωσης κατά τα έτη 2003 και 2004, δηλαδή δεκατέσσερα (14) και δεκαπέντε (15) περίπου έτη μετά την επιβολή της απαλλοτρίωσης καθώς και η έκδοση της έκθεσης προεκτίμησης της Επιτροπής του άρθρου 15 του ΚΑΑΑ κατά το έτος 2005, δηλαδή δεκαέξι (16) περίπου έτη από την επιβολή της δέσμευσης δεν καταδεικνύουν σοβαρή πρόθεση για την ολοκλήρωση της απαλλοτρίωσης εφόσον μέχρι την υποβολή, στα 15.4.2007, της αίτησης του αναιρεσείοντος για την άρση της δέσμευσης παρήλθαν και άλλα τέσσερα (4), τρία (3) και δύο (2) περίπου έτη, αντιστοίχως χωρίς να ολοκληρωθεί η απαλλοτρίωση. Εξάλλου, η τυχόν αυτοαποζημίωση του αναιρεσείοντος, κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιδιοκτησίας και η διεκδίκηση αποζημίωσης, κατά το υπόλοιπο, από τρίτους παρόδιους ιδιοκτήτες και όχι από τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση Δήμο Λάρισας, δεν συνιστούν δεδομένα που συναρτώνται με ενέργειες της Διοίκησης για την ολοκλήρωση της απαλλοτρίωσης και, ως εκ τούτου, δεν ασκούν επιρροή στο ζήτημα του ευλόγου χρόνου διατήρησης της δέσμευσης. Συνεπώς, η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι δεν συνέτρεξε υπέρβαση του ευλόγου χρόνου για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης δεν είναι ορθή κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση. Πρόεδρος: Αγγ. Θεοφιλοπούλου Εισηγητής: Αν. Σκούφαλος 1 / 8
Βασικές σκέψεις 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 320/2011 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της άρνησης της Διοίκησης να άρει ρυμοτομική απαλλοτρίωση που είχε επιβληθεί σε ακίνητό του στη συνοικία Φιλιππούπολη του Δήμου Λαρισαίων. 3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της επταμελούς σύνθεσης κατόπιν της 4489/2015 παραπεμπτικής απόφασης της πενταμελούς σύνθεσης του Ε Τμήματος. 4. Επειδή νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση απολιπομένων του αναιρεσείοντος και της αναιρεσιβλήτου Περιφέρειας Θεσσαλίας εφ όσον, όπως προκύπτει από τα οικεία αποδεικτικά επίδοσης, αντίγραφα της 4489/2015 παραπεμπτικής απόφασης του Δικαστηρίου επιδόθηκαν νομίμως στους διαδίκους αυτούς. 5. Επειδή, στο άρθρο 11 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Κ.Α.Α.A.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 (Α 17) και, σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του ίδιου νόμου, ισχύει από 7.5.2001, ορίζεται ότι: «1. Η αρχή που κήρυξε την αναγκαστική απαλλοτρίωση δύναται με απόφασή της να την ανακαλέσει, ολικώς ή μερικώς, πριν συντελεστεί, τηρώντας τη διαδικασία που ορίζεται από το άρθρο 1 για την κήρυξη αυτής. 2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξή της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθοριστεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης [ ]. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς. 3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα 2 / 8
πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), πλην του άρθρου 66 αυτού. Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη. 5 [...] 6 [...]». Περαιτέρω, στο άρθρο 29 του ως άνω Κ.Α.Α.Α. ορίζεται ότι: «1. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί των απαλλοτριώσεων που κηρύσσονται από την έναρξη ισχύος του και εφεξής. 2. Απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν από 1ης Φεβρουαρίου 1971 και εφεξής διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος από το σημείο στο οποίο βρίσκονται κατά την έναρξη της ισχύος αυτού. Εξαιρούνται τα θέματα εκείνα για τα οποία κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος έχει κοινοποιηθεί εισαγωγικό δικόγραφο της σχετικής δίκης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ή έχει εκδοθεί σχετική διοικητική πράξη, ως προς τα οποία εφαρμόζονται μόνον οι διαδικαστικές διατάξεις του παρόντος. 3. [...] 5. Απαλλοτριώσεις προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων και ανάπτυξη οικιστικών περιοχών που κηρύχθηκαν οποτεδήποτε μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα διέπονται, κατά την έκταση που ορίζεται από την παράγραφο 2 από τις διατάξεις του Κώδικα τούτου, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που ορίζονται από τις διατάξεις αυτές. 6 [ ] 8. Με την επιφύλαξη των οριζομένων από τις λοιπές διατάξεις του παρόντος Κώδικα, από την έναρξη ισχύος αυτού καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αφορά θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν ή αντίκειται στις διατάξεις τούτου. Κάθε παραπομπή στον α.ν. 1731/1939 ή στο ν.δ. 797/1971 ή γενικά στη νομοθεσία περί απαλλοτριώσεων νοείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα ότι γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις τούτου. 9 [...]». Όπως έχει κριθεί, από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 11 του Κ.Α.Α.Α., από τις οποίες διέπεται η κρινόμενη υπόθεση, δεδομένου ότι το αίτημα για την άρση της επίδικης δέσμευσης υποβλήθηκε και η απόρριψή του στοιχειοθετήθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Κώδικα αυτού (βλ. Σ.τ.Ε. 266/2014, 2713/2012, πρβλ. Σ.τ.Ε. 603/2008 Ολομ., 4031/2010 κ.ά.), δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους. Και αυτές, όμως, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφ όσον μετά την κήρυξή τους διατηρούνται, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεσή τους σύμφωνα με το νόμο, επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες, που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα κατά την κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου εύλογα όρια, αποτελούν νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας, το οποίο είναι αντίθετο προς την συνταγματική προστασία της. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις ρυμοτομικού βάρους, το οποίο συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως χώρου κοινωφελών χρήσεων, ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να τροποποιήσει το σχέδιο με σκοπό την άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης 3 / 8
ή του ρυμοτομικού βάρους, η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός, ότι για την άρση απαιτείται η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, για την οποία ο νόμος προβλέπει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, διότι η τροποποίηση με σκοπό την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης επιβάλλεται, κατά τα προαναφερθέντα, για λόγους προστασίας του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος της ιδιοκτησίας (βλ. Σ.τ.Ε. 266/2014, 2713, 5479/2012, 2948/2011, 4429/2010, 3933/2009, 4010/2008, 2084/2006 κ.ά.). 6. Επειδή, περαιτέρω, κατά το άρθρο 41 του ν. 1975/1991 (Α 184), «Διαγράμματα που συνοδεύουν αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων ή των νομαρχών ή των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων και δεν έχουν δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις της Γ4δ/ 15883/1988 (ΦΕΚ 142 Β ) κοινής υπουργικής απόφασης, αποστέλλονται για δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μαζί με τα κείμενα των πιο πάνω αποφάσεων και οι αποφάσεις αυτές έχουν αναδρομική ισχύ, που ανατρέχει στο χρόνο της δημοσίευσης το πρώτο στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». 7. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, στην περίπτωση επιβολής ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή βάρους με ανυπόστατη πράξη τροποποίησης ρυμοτομικού σχεδίου, δηλαδή με πράξη που δημοσιεύθηκε, αρχικώς, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως χωρίς τα διαγράμματα που την συνοδεύουν, αλλά, ακολούθως, αναδημοσιεύθηκε νομίμως με τα οικεία διαγράμματα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως σύμφωνα με το άρθρο 41 του ν. 1975/1991, το οποίο προσδίδει στην εν λόγω αναδημοσίευση αναδρομική ισχύ, το χρονικό διάστημα επί τη βάσει του οποίου θα κριθεί εάν υπήρξε υπέρβαση του ευλόγου χρόνου διατήρησης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή βάρους ανατρέχει στο χρονικό σημείο έκδοσης της αρχικώς ανυπόστατης απόφασης, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, η πράξη δέσμευσης λογίζεται ως αναδρομικώς υποστατή. 8. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλομένη έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Με την 10672/7.2.1983 απόφαση του Νομάρχη Λάρισας είχε κυρωθεί η 10/1983 Πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης ρυμοτομούμενων οικοπέδων για τη διάνοιξη της οδού Παπαζαχαρίου, στη συνοικία Φιλιππούπολη του Δήμου Λάρισας, είχε δε προσδιοριστεί η προσωρινή και η οριστική τιμή μονάδος των ρυμοτομούμενων για τον ανωτέρω σκοπό οικοπέδων και επικειμένων με τις 54/1985 και 610/1985 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας και του Εφετείου Λάρισας, αντίστοιχα. Βάσει των αποφάσεων αυτών ο Δήμος Λάρισας, που επέσπευσε τις σχετικές δίκες, είχε παρακαταθέσει αποζημίωση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων για τους ιδιοκτήτες παρόδιων ιδιοκτησιών. Με την 811/17.2.1989 απόφαση του Νομάρχη Λάρισας (Δ 183/30.3.1989), αναθεωρήθηκε, μεταξύ άλλων, το ρυμοτομικό σχέδιο του Δήμου Λάρισας στην ανωτέρω συνοικία, με μείωση του πλάτους της οδού Παπαζαχαρίου από 12μ. σε 10μ., χωρίς, ωστόσο, να δημοσιευθούν στην 4 / 8
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τα διαγράμματα που συνοδεύουν την εν λόγω νομαρχιακή απόφαση. Κατόπιν τούτων, με την 94/9.1.2003 απόφαση του Νομάρχη Λάρισας (Δ 42/30.1.2003), αναδημοσιεύθηκε η 811/17.2.1989 νομαρχιακή απόφαση συνοδευόμενη από τα σχετικά διαγράμματα, κατ εφαρμογή του άρθρου 41 του ν. 1975/1991. Η ως άνω αναθεώρηση του σχεδίου επέφερε μεταβολή στη θέση των οικοδομικών γραμμών κάποιων Οικοδομικών Τετραγώνων (Ο.Τ.), συμπεριλαμβανομένου και του Ο.Τ. 742, εντός του οποίου και, συγκεκριμένα, στη διασταύρωση των οδών Χατζημιχαήλ και Παπαζαχαρίου, ευρίσκεται ακίνητο, συνολικού εμβαδού 555,60 τ.μ. φερόμενο ως ανήκον κατά κυριότητα στον αναιρεσείοντα, τμήμα δε του εν λόγω ακινήτου εμβαδού 221 τ.μ. (σύμφωνα με τον τίτλο ιδιοκτησίας, ήτοι την 6396/13.3.1992 συμβολαιογραφική πράξη γονικής παροχής ψιλής κυριότητας) απαλλοτριώθηκε για τον ως άνω σκοπό. Στη συνέχεια, με την 6048/21.10.2002 απόφαση του Νομάρχη Λάρισας ακυρώθηκε η προηγούμενη 10/1983 Πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης μερικώς όσον αφορά κάποιες ιδιοκτησίες, μεταξύ των οποίων και των φερόμενων ως δικαιοπαρόχων του αναιρεσείοντος (πατέρα και θείου του). Επακολούθησε νέα αυτοψία, στη διενέργεια της οποίας προσκλήθηκε ο αναιρεσείων και υπέδειξε τα όρια της ιδιοκτησίας του και, τελικά, εκδόθηκε η 25/2002/3.7.2003 Πράξη προσκύρωσης και αναλογισμού αποζημίωσης ρυμοτομούμενων οικοπέδων, ως συμπληρωματική της προηγούμενης 10/1983, με την οποία καθορίστηκαν οι ιδιοκτησίες και προσδιορίστηκαν οι υπόχρεοι προς αποζημίωση και η αναλογία συμμετοχής τους σε αυτή. Ειδικά δε, ως προς τον αναιρεσείοντα, η εν λόγω πράξη αναφέρεται στους προαναφερόμενους δικαιοπαρόχους αυτού και προβλέπει κατά ένα μέρος αποζημίωση από άλλους ιδιοκτήτες και κατά άλλο μέρος αυτοαποζημίωση, για το λόγο ότι η ιδιοκτησία του αποκτά πρόσωπο στον προβλεπόμενο κοινόχρηστο χώρο. Η ως άνω πράξη κυρώθηκε με την 306/5.2.2004 πράξη του Νομάρχη Λάρισας, μετά την απόρριψη των σχετικών κατ αυτής ενστάσεων. Ακολούθως, αφ ενός εκδόθηκε η από 3.8.2005 έκθεση προεκτίμησης της Επιτροπής του άρθρου 15 του Κ.Α.Α.Α. για τον προσδιορισμό της αξίας των απαλλοτριωθέντων ακινήτων και των επικειμένων, η οποία και κοινοποιήθηκε στους ενδιαφερομένους, αφ ετέρου μεταγράφηκε η ανωτέρω Πράξη προσκύρωσης και αναλογισμού αποζημίωσης και η κυρωτική αυτής νομαρχιακή πράξη στο Υποθηκοφυλακείο Λάρισας. Με την από 15.4.2007 αίτησή του προς τη Διοίκηση ο αναιρεσείων ζήτησε την άρση της εν λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης λόγω άπρακτης παρόδου μακρού χρονικού διαστήματος από την κήρυξή της το έτος 1989, χωρίς αυτή να έχει συντελεσθεί. Η Διοίκηση αρνήθηκε να ικανοποιήσει το εν λόγω αίτημα, η άρνηση δε αυτή εκδηλώθηκε με την 20961/6.7.2007 απόφαση του Διευθυντή Πολεοδομικού Σχεδιασμού της Γενικής Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Με το έγγραφο αυτό, η Διοίκηση εξέθεσε στον αναιρεσείοντα ότι η άρση απαλλοτρίωσης σε κοινόχρηστο και κοινωφελή χώρο αντίκειται στο 5 / 8
νόμο και υποβαθμίζει το οικιστικό περιβάλλον και ότι το ρυμοτομούμενο τμήμα της ιδιοκτησίας του φαίνεται να εμπίπτει στην περίπτωση του άρθρου 6 του ν. 5269/1931, με αποτέλεσμα να μην τεκμηριώνει δικαίωμα αποζημίωσης. Ακολούθως, με το 31469/3.9.2007 έγγραφο του αυτού Διευθυντή επισημάνθηκε στον αναιρεσείοντα ότι οι τροποποιήσεις των ρυμοτομικών σχεδίων μπορούν να επιφέρουν μείωση των κοινοχρήστων χώρων μόνο αν η μείωση αυτή επιβάλλεται σε συμμόρφωση με απόφαση αρμοδίου δικαστηρίου, με την οποία ακυρώνεται η παράλειψη της Διοίκησης να άρει τη σχετική ρυμοτομική απαλλοτρίωση. Επισημάνθηκε, επίσης, ότι στην 25/2002 Πράξη προσκύρωσης και αναλογισμού αποζημίωσης περιγράφονται λεπτομερώς τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της ιδιοκτησίας του και ότι δύναται να επισπεύσει ο ίδιος την διαδικασία προσδιορισμού της μονάδας αποζημίωσης, προκειμένου να αποζημιωθεί από τους βάσει της πράξης αυτής οφειλέτες του. Με προσφυγή του ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας ο αναιρεσείων ζήτησε την ακύρωση της 20961/6.7.2007 απόφασης του Διευθυντή Πολεοδομικού Σχεδιασμού της Γενικής Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι, αν και από την κήρυξη της απαλλοτρίωσης του ακινήτου του αναιρεσείοντος κατά το έτος 1989 μέχρι την υποβολή της αίτησής του για άρση αυτής το έτος 2007 έχει παρέλθει χρονικό διάστημα δεκαοκτώ (18) ετών και η συντέλεση της απαλλοτρίωσης κατά το νόμο επέρχεται με την καταβολή της αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη του ρυμοτομούμενου ακινήτου, ωστόσο, εν προκειμένω, ήδη πριν την υποβολή της ως άνω αίτησης, είχαν λάβει χώρα ενέργειες της Διοίκησης που μαρτυρούν σοβαρή πρόθεση αυτής να συντελεστεί η επίδικη απαλλοτρίωση, καθόσον η διαδικασία της απαλλοτρίωσης προχωρούσε συνεχώς και σταθερά, έστω και με αργό ρυθμό, χωρίς να μεσολαβήσει περίοδος αδράνειας της Διοίκησης, είχε δε εξελιχθεί μέχρι το σημαντικό στάδιο της έκδοσης, ιδίως, της Πράξης προσκύρωσης και αναλογισμού αποζημίωσης και της κυρωτικής αυτής νομαρχιακής πράξης καθώς και της έκθεσης προεκτίμησης της Επιτροπής του άρθρου 15 του Κ.Α.Α.Α., δηλαδή πράξεων που συνιστούν την αναγκαία προδικασία για την εκκίνηση στα Δικαστήρια της διαδικασίας προσδιορισμού της τιμής μονάδος. Περαιτέρω το δικάσαν δικαστήριο, αφού συνεκτίμησε και το γεγονός ότι, αφ ενός βάσει της σχετικής Πράξης προσκύρωσης και αναλογισμού αποζημίωσης, ο αναιρεσείων κατά το μεγαλύτερο μέρος του ρυμοτομούμενου τμήματος της φερόμενης ιδιοκτησίας του αυτοαποζημιώνεται, κατά δε το υπόλοιπο διεκδικεί αποζημίωση από τρίτους παρόδιους ιδιοκτήτες και όχι από τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση Δήμο Λάρισας, επιπρόσθετα δε ότι, εφ όσον από πλευράς Διοίκησης έχει λάβει χώρα όλη η αναγκαία προδικασία για το παραδεκτό της συζήτησης ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου για τον προσδιορισμό της προσωρινής ή οριστικής τιμής μονάδος (άρθρο 15 παρ. 3 τελευταίο εδάφιο και 17 παρ. 3 και 4 του Κ.Α.Α.Α.), δύναται πλέον ο ίδιος, βάσει της παρ. 1 του άρθρου 14 του ιδίου 6 / 8
Κώδικα, να επισπεύσει τη διαδικασία αυτή και να διεκδικήσει από τους υπόχρεους παρόδιους ιδιοκτήτες αποζημίωση, δέχθηκε ότι η επίδικη απαλλοτρίωση νομίμως παρατάθηκε έως την υποβολή της αίτησης του αναιρεσείοντος προς άρση αυτής, απέρριψε δε ως αβάσιμους τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του. 9. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλομένη κρίθηκε ότι η χρονική περίοδος των δεκαοκτώ (18) ετών, στην οποία, προδήλως, προσμετρήθηκε και το διάστημα [δεκατεσσάρων (14) περίπου ετών] που παρήλθε μεταξύ της δημοσίευσης της αρχικής 811/17.2.1989 απόφασης του Νομάρχη Λάρισας (Δ 183/30.3.1989), χωρίς τα συνοδεύοντα αυτήν διαγράμματα, και της αναδημοσίευσής της, συμπεριλαμβανομένων των εν λόγω διαγραμμάτων, με την μεταγενέστερη 94/9.1.2003 απόφαση του Νομάρχη Λάρισας (Δ 42/30.1.2003), δεν υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο συντέλεσης της απαλλοτρίωσης. Ειδικότερα, το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε, κατά τα εκτιθέμενα στην σκέψη 8, ότι η Διοίκηση προέβη, κατά το διάστημα αυτό, σε ενέργειες που μαρτυρούν σοβαρή πρόθεση συντέλεσης της απαλλοτρίωσης, συνεκτίμησε δε περαιτέρω το γεγονός ότι ο αναιρεσείων, κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιδιοκτησίας, αυτοαποζημιώνεται ενώ, κατά το υπόλοιπο, διεκδικεί αποζημίωση από τρίτους παρόδιους ιδιοκτήτες και όχι από τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση Δήμο Λάρισας, και έκρινε, με τα δεδομένα αυτά, ότι δεν συντρέχει υπέρβαση του ευλόγου χρόνου. Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης, καθ ό μέρος αφορά στην προσμέτρηση του ως άνω χρονικού διαστήματος των δεκατεσσάρων (14) περίπου ετών στην διαδρομή του ευλόγου χρόνου μετά την πάροδο του οποίου ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να άρει την επίδικη απαλλοτρίωση, είναι ορθή, δεδομένου ότι με τη νεότερη 94/9.1.2003 απόφαση του Νομάρχη Λάρισας αναδημοσιεύθηκε με τα οικεία διαγράμματα η αρχικώς ανυπόστατη 811/17.2.1989 απόφαση του Νομάρχη Λάρισας, η αναδημοσίευση δε αυτή ανέπτυξε αναδρομική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 41 του ν. 1975/1991. 10. Επειδή, περαιτέρω, η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης, καθ ό μέρος αφορά στην ύπαρξη σοβαρής πρόθεσης της Διοίκησης για την συντέλεση της απαλλοτρίωσης, δεν αιτιολογείται νομίμως. Ειδικότερα, η σύνταξη και κύρωση της Πράξης προσκύρωσης και αναλογισμού αποζημίωσης κατά τα έτη 2003 και 2004, δηλαδή δεκατέσσερα (14) και δεκαπέντε (15) περίπου έτη μετά την επιβολή της απαλλοτρίωσης καθώς και η έκδοση της έκθεσης προεκτίμησης της Επιτροπής του άρθρου 15 του Κ.Α.Α.Α. κατά το έτος 2005, δηλαδή δεκαέξι (16) περίπου έτη από την επιβολή της δέσμευσης δεν καταδεικνύουν σοβαρή πρόθεση για την ολοκλήρωση της απαλλοτρίωσης εφ όσον από τα έτη 2003, 2004 και 2005, κατά τα οποία εκδηλώθηκαν οι εν λόγω ενέργειες, μέχρι την υποβολή, στις 15.4.2007, της αίτησης του αναιρεσείοντος για την άρση της δέσμευσης παρήλθαν και άλλα τέσσερα (4), τρία (3) και δύο (2) περίπου έτη, αντιστοίχως χωρίς να ολοκληρωθεί η απαλλοτρίωση. Εξ άλλου, η τυχόν αυτοαποζημίωση του αναιρεσείοντος, κατά 7 / 8
Powered by TCPDF (www.tcpdf.org) το μεγαλύτερο μέρος της ιδιοκτησίας, και η διεκδίκηση αποζημίωσης, κατά το υπόλοιπο, από τρίτους παρόδιους ιδιοκτήτες και όχι από τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση Δήμο Λάρισας, δεν συνιστούν δεδομένα που συναρτώνται με ενέργειες της Διοίκησης για την ολοκλήρωση της απαλλοτρίωσης και, ως εκ τούτου, δεν ασκούν επιρροή στο ζήτημα του ευλόγου χρόνου διατήρησης της δέσμευσης. Συνεπώς, η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι δεν συνέτρεξε υπέρβαση του ευλόγου χρόνου για την συντέλεση της απαλλοτρίωσης δεν είναι ορθή, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση. 11. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η 320/2011 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας και η υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρίνισης ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση. 8 / 8